Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε δει την γλυκύτατη Amelie και συγκινηθήκαμε, γελάσαμε, στενοχωρηθήκαμε. Ήταν μία ταινία που κοινώς μας «άγγιξε». Ένα όμως από τα χαρακτηριστικά της ήταν η μουσική επένδυση του Yann Τiersen. Φανταστείτε να έλειπε η συγκεκριμένη μουσική επένδυση. Άλλωστε δεν υπάρχει στιγμή που θα ακούσουμε έστω και μία νότα από τις συνθέσεις τού εν λόγω καλλιτέχνη και δεν θα μας έρθει αυτοστιγμή κάποια σκηνή από την ταινία. Αυτή είναι η μαγεία της μουσικής. Οι παραστάσεις που δημιουργούνται με το άκουσμα κάποιων ήχων. Στην περίπτωση λοιπόν ενός soundtrack, όπως αυτό που έγραψε ο φίλτατος Γάλλος, η σκέψη μας θα ταξιδέψει στην ταινία τού Jeunet. Στην περίπτωση όμως μιας μουσικής σύνθεσης που δεν συνοδεύεται από το αντίστοιχο οπτικό μέρος ενός βίντεο ή μιας ταινίας, τι συμβαίνει; Πολύ απλά, ο ίδιος ο ακροατής γίνεται ο σκηνοθέτης, ο πρωταγωνιστής, ο παραγωγός.
Τα ηχοτοπία που μας παρουσιάζει ο Ryan Teague από το 2005 είναι πολύ ιδιαίτερα. Πότε μινιμαλιστικά, όπως με το πρώτο του ΕΡ "Six Preludes", και πότε επικά με το αριστουργηματικό "Coins & Crosses". Από το 2006 είχε να εμφανιστεί στο προσκήνιο, μέχρι που πέρυσι κυκλοφόρησε το 2ο του άλμπουμ και φέτος το 3ο με τον τίτλο "Field Drawings". Δεν ξέρω πού μπορεί να οφείλεται αυτή η υπερ-παραγωγικότητα τού καλλιτέχνη από το Bristol και δεν με απασχολεί άλλωστε, όμως παρουσιάζει ενδιαφέρον η πορεία του στο πώς αντιλαμβάνεται πλέον τα πράγματα. Οι δύο πρώτες του δουλειές -ειδικά το "Coins & Crosses"- είχαν μία μελαγχολία, η οποία κορυφώνονταν σε επικά ξεσπάσματα, ακολουθώντας ένα μουσικό μονοπάτι που το έχουν διαβεί πολλοί. Με το "Field Drawings" όμως...; Η αναφορά μου στην αρχή του κειμένου στη μουσική της ταινίας Amelie δεν ήταν τυχαία. Στην μεγαλύτερη διάρκεια το άλμπουμ έχει αυτά τα χαρακτηριστικά που πιστώθηκαν στον Τiersen. Γλυκιά μελαγχολία, αθωότητα, συγκίνηση. Στα Neo και Τetramery για παράδειγμα, όλα αυτά τα συναισθήματα είναι ευδιάκριτα όχι μόνο σε ένα αγχίνους πνεύμα, αλλά ίσως και στον πιο αδιάφορο άνθρωπο.
Η ένωση εγχόρδων και πιάνου είναι ιδανική, αφού γίνεται με τέτοιον τρόπο ούτως ώστε ο ακροατής να νοιώθει έμπλεος ψυχικά και οι εικόνες να παραμένουν στην σκέψη του μετά από το άγγιγμα ενός πλήκτρου ή την θωπεία τού δοξαριού. Η ξεχωριστή ενορχήστρωση του Michael Nyman μάς αποκαλύπτεται στο Shadow Play, και η τεχνοτροπία τού Struggle For Pleasure από τον Wim Wenders στο Cell Cycle. Ο επίλογος δε με το Tableau III είναι τόσο αριστοτεχνικά δομημένος με το στοιχείο τής αποδόμησης από τον υλισμό, σε ένα επίπεδο πνευματικότητας και αναστοχασμού που αναπόφευκτα μας φέρνει στο νου τις συνθέσεις του Max Richter.
Όλα τα παραπάνω ίσως να εσωκλείωνται με έναν σκανδαλώδη τρόπο στο Cadastral Survey. Τα έγχορδα αποφασίζουν να παίξουν εδώ τον πρωτεύοντα ρόλο, όχι όμως με την ξεδιάντροπη χρήση του όρου. Δεν κρίνουν. Δεν οδηγούν. Δεν κατονομάζουν. Ο καθένας μας μπορεί να χρησιμοποιήσει αφαιρετικά την ίδια την ύπαρξή τους. Αυτό σημαίνει ακούω ελεύθερα δίχως όρια και φραγμούς. Μας το προσφέρει αυτό όμως ο Teague στην όλοτητα τού άλμπουμ; Κρίνοντας από την σκοπιά ενός ακροατή που θα θέλει να ακούσει ακόμη ένα άλμπουμ modern classical και μετά να ξαπλώσει έχοντας το χαμόγελο τής αυτοπεποίθησης στο πρόσωπό του, η απάντηση είναι όχι. Στην περίπτωση όμως που απεκδυθεί τον μανδύα της σεμνοτυφίας και της μικρόνοιας, η απάντηση είναι ναι.
Η επιλογή είναι ασφαλώς δική σας. Σκεφτείτε όμως τα οφέλη που μπορούμε να έχουμε όταν η προσέγγιση τέτοιων μουσικών άλμπουμ, όπως είναι το "Field Drawings", είναι φιλοσοφική.
Νίκος Τσίνος
"Mike Hadreas" είναι το πραγματικό όνομα του ανθρώπου που κρύβεται πίσω από το project Perfume Genius. Ο 30χρονος μουσικός αποτελεί "εύρημα" των Los Campesinos! , οι οποίοι τον ανακάλυψαν στο myspace, όπου ανέβαζε τραγούδια του από το 2008. Αυτοί τον βοήθησαν να κυκλοφορήσει το πρώτο του album το 2010, οπότε μετά τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Η πορεία του αποδείχθηκε ανοδική, καθώς την περασμένη χρονιά περιόδευσε μαζί με τους Beirut.
To 2012 τον βρίσκει στο δεύτερό του δίσκο, έναν δίσκο ισορροπημένο, καλογραμμένο και άξιο διάδοχο του πρώτου. Για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με τη μουσική του, θα πρέπει να πούμε ότι είναι απλή, αλλά γεμάτη συναίσθημα. Οι συνθέσεις είναι καθαρά pop, η αισθητική indie όσο δεν πάει, ενώ οι τόνοι είναι πάντα πολύ χαμηλοί. Οι ενορχηστρώσεις περιλαμβάνουν κυρίως πιάνο, ηλεκτρονικούς ήχους και σπανίως κιθάρα, ενώ η παραγωγή είναι αρκετά lo-fi, αν και πιο σοβαρή από αυτή του προηγούμενου δίσκου. Οι μελωδίες του πιάνου, το οποίο κυριαρχεί, μπορεί να είναι απλοϊκές (για αρχάριους θα έλεγε κανείς), αλλά παρόλα αυτά είναι υπέροχες και καταφέρνουν να μεταδώσουν το συναίσθημα του καλλιτέχνη, το οποίο ξεχειλίζει σε κάθε δευτερόλεπτο του δίσκου.
Το παραπάνω αποτελεί και το πλέον γοητευτικό στοιχείο της μουσικής αυτής. Ο Hadreas φαίνεται ότι είναι από τους ανθρώπους που δεν βρήκαν το δρόμο στρωμένο με ροδοπέταλα. Η μουσική μοιάζει να λειτουργεί λυτρωτικά για εκείνον, σαν πεδίο εκτόνωσης των προβλημάτων, ή σαν καταγραφή προσωπικών του εμπειριών. Αυτό γίνεται ολοφάνερο αν προσέξει κανείς τους στίχους, οι οποίοι λόγω της συχνά ιδιαίτερης και αυστηρά προσωπικής θεματολογίας τους μπορεί να αγγίξουν μόνο ένα περιορισμένο κομμάτι του κοινού, αλλά ως αφοπλιστικά αληθινοί και ειλικρινείς, δεν μπορούν παρά να συγκινήσουν τους πάντες. Κομμάτια όπως τα "Take Me Home" και "Sister Song" θα σας πείσουν για αυτό. Μην περιμένετε, βέβαια, φως και αισιοδοξία. Μοναξιά, καταπίεση, ερωτική απογοήτευση, αυτοκτονία και θάνατος είναι μερικοί μόνο από τους πρωταγωνιστές στις εύθραυστες εξομολογήσεις του Hadreas. Όλα μέσα στη ζωή είναι όμως, σωστά;
Κακά τα ψέματα, βέβαια, ο δίσκος αυτός, τουλάχιστον στα αυτιά τα δικά μου, δεν είναι κάτι το εντυπωσιακό, λόγω της πολύ περιορισμένης μουσικότητάς του. Τελειώνοντας την ακρόαση οπωσδήποτε νιώθεις ότι κάτι λείπει. Με άλλα λόγια, η απλότητα αυτή περιορίζει το δίσκο και δεν τον αφήνει να απογειωθεί. Παρόλα αυτά, η μουσική και οι στίχοι είναι τόσο συναισθηματικά φορτισμένοι, που αρκούν για να αναδείξουν το "Put Your Back N 2 It" ως ένα από τα πιο αγαπημένα albums που ακούσαμε τελευταία.
Rating : 7,5 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Η τέχνη αυτή καθαυτή δεν είναι μία σαπουνόπερα που θα μας κάνει να στηθούμε μπροστά στις οθόνες για να ικανοποιήσουμε τις υπαρξιακές μας ανησυχίες, ούτε ένα πιασάρικο ρεφραίν τραγουδιού ή μια μελωδία για να μας κάνει να νοιώσουμε θαυμασμό και αγαλίαση. Η γελοιότητα ενός ανθρώπου που στέκεται σαν αποχαυνωμένος μπροστά από έναν πίνακα ή από μία δημιουργία γενικότερα και απλά θαυμάζει, θυμίζει τον μεσοαστό που καθηλωμένος μπροστά στους δέκτες του και δίχως ίχνος κριτικής σκέψης, θαυμάζει ή χλευάζει.
Ο πειραματισμός στον χώρο της μουσικής είναι μια μεγάλη ιστορία, η οποία δεν μπορεί να αναλυθεί εδώ. Η γραμμή που διαχωρίζει αυτό που θα μας κάνει να δεχθούμε κάποια πράγματα και να τα κρίνουμε μέσα από ένα ρεαλιστικό πρίσμα αποκρυστάλλωσης τής ίδιας τής ύπαρξης μιας σύνθεσης, είναι ασφαλώς πολύ λεπτή και ίσως μερικές φορές και διάτρητη. Στον πειραματισμό -αλλά και γενικότερα στην τέχνη και κατ' επέκταση στην ίδια την ζωή- δεν υπάρχει θαυμασμός. Όπως πολύ εύστοχα θα πει ο Thomas Bernhard: Οι περισσότεροι άνθρωποι, απ' τη στιγμή που μπαίνουν στην κατάσταση θαυμασμού, δεν βγαίνουν πια απ' αυτή την κατάσταση θαυμασμού και έτσι γίνονται αμβλύνοες. Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι σ' όλη τους τη ζωή αμβλύνοες για μόνο το λόγο ότι θαυμάζουν. Δεν υπάρχει τίποτε να θαυμάσουμε, τίποτε, απολύτως τίποτε. Καθώς ο σεβασμός και η υπόληψη παραείναι δύσκολα για τους ανθρώπους, οι άνθρωποι θαυμάζουν, αυτό τους κοστίζει λιγότερο. Ο θαυμασμός είναι πιο εύκολος από το σεβασμό, από την υπόληψη, ο θαυμασμός είναι ίδιον του κουτού. Μόνο ο κουτός θαυμάζει, ο έξυπνος δεν θαυμάζει, εκτιμά, υπολήπτεται, καταλαβαίνει, αυτό είναι.
Ο Sasu Ripatti ξεκίνησε το 1997 ως Vladislav Delay και στην πορεία, με την αυλαία της προηγούμενης χιλιετίας, κυκλοφόρησε ως Luomo - το άλλο διάσημο project του- το κλασσικό "Vocalcity". Το "Vantaa" είναι αισίως η δέκατη δουλειά του, αλλά μόλις η πρώτη με την γερμανική Raster-Noton. Βέβαια το παρελθόν του έχει να επιδείξει σημαντικές συνεργασίες με εταιρείες όπως οι Mille Plateaux, Chain Reaction και Leaf.
Ο Φιλανδός είναι τα τελευταία δέκα χρόνια πάρα πολύ δραστήριος με τις παραγωγές του. Οι τρόποι έκφρασης από την κάθε δουλειά του, που σε μερικές περιπτώσεις δείχνουν μία πολύπλευρη προσωπικότητα (ακούστε τα project Luomo και Conoco για να εντοπίσετε τις διαφορές), τον έχουν καταστήσει ως μία φυσιογνωμία που έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον ενός ποικιλόμορφου κοινού που τα μουσικά του ενδιαφέροντα δεν συγκλίνουν κάποιες φορές. Το τελευταίο άλμπουμ, χωρίς να είναι μία επιστροφή στο παρελθόν, έχει σαφώς πολλά στοιχεία που παραπέμπουν σε μία από τις καλύτερες δουλειές του. Το "Multila". Αυτό ακριβώς διαπιστώνεται στο Lauma. O συμπαγής ήχος διαιωνίζεται για οχτώ λεπτά, αλλά η κορύφωση δεν θα τελεσφορήσει ποτέ. Αφού η κανονιστική έκφανση που επιβάλει μία τελεολογία πολύ απλά δεν εμφανίζεται. Η αέναη κίνηση τού modus operandi στο Kaivue παρουσιάζει μία πολύπλοκη δομή ήχων σε ένα διαύγασμα υπόκωφων θορύβων που κάνουν σαφές ότι ο αστισμός της σύγχρονης κοινωνίας φάσκει και αντιφάσκει με τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο συνδυασμός techno/dub διαμορφώνει ένα ενεργειακό υπόστρωμα που αναδεικνύει μία κλίμακα προτάσεων που ακροβατούν ανάμεσα σε μία ατμόσφαιρα άλλοτε περιδίνησης και άλλοτε χαλάρωσης και στοχασμού. Χωρίς να έχουμε μία field recording, τα στοιχεία της φύσης είναι εδώ με τον δικό τους τρόπο, έναν τρόπο που ο ακροατής θα τον ανακαλύψει μόνος του. Μην ξεχνάτε ότι η τέχνη δεν μας αποκαλύπτεται απροκάλυπτα. Είναι σεμνή, αλλά η σκέψη μας μπορεί να την μετατρέψει σε κάτι που είναι εντελώς αντίθετο με τις ηθικές που μας επιβάλλονται. Έτσι είναι και το "Vantaa". Μία θέαση. Μία γνώμη. Ένα άκουσμα. Τα υπόλοιπα... σε σας.
Νίκος Τσίνος
Tα τελευταία χρόνια έχουμε παρατηρήσει μία άνοδο του shoegaze και γενικότερα της dream pop σκηνής. Την σκυτάλη από τους Μy Bloody Valentine και τους Slowdive πήραν την περασμένη δεκαετία καλλιτέχνες όπως ο Ulrich Schnauss και οι αρκετά επιτυχημένοι Μ83, ενώ τα τελευταία δύο τρία χρόνια έχουν εμφανιστεί νέα σχήματα που συνεχίζουν να παράγουν και να επιμένουν σε αυτόν τον ρομαντικό -μερικές φορές αφελή- ήχο. Στο κάτω κάτω της γραφής αυτή η αθωότητα που διακατέχει τον στίχο και τον ήχο σε αυτή την μουσική σκηνή, την έχει κάνει σε πολλούς αγαπητή -αλλά και αδιάφορη σε κάποιους άλλους.
Οι Mint Julep είναι ένα σχήμα από τα νέα της σκηνής, αλλά ο ιθύνων νους δεν είναι και τόσο νέος στην μουσική βιομηχανία. Ο Keith Kenniff εμφανίστηκε στο προσκήνιο με το βασικό project του, τους Helios το 2004. Ως απόφοιτος του Berkley στα κρουστά έδινε μεγάλη σημασία στις ενορχηστρώσεις -παρόλο που η μουσική του απέχει παρασάγγας από τον πομπώδη ήχο που αφαιρεί την καλλιτεχνική έμπνευση- ο Kenniff με τον αγαστό τρόπο που χρησιμοποιεί το ταλέντο του στο πιάνο -τόσο με τους Helios, όσο και με τους Goldmund- δίνει μία αίσθηση λιτότητας στην μουσική του, αλλά πλούσια σε συναισθήματα. Αυτόν τον τρόπο δημιουργίας ακολούθησε και με το επόμενο μουσικό εγχείρημά του, τους Mint Julep. Το σχήμα αποτελείται από τον ίδιο και την σύζυγό του Hollie Kenniff. Από το Πόρτλαντ όπου είναι πλέον η βάση τους ξεκίνησαν την χρονιά του '08 το project κυκλοφορώντας ένα cdr (Songs About Snow) με οχτώ κομμάτια. Η απήχηση που είχαν ήταν κάτι παραπάνω από θετική, αφού το ταλέντο του Kenniff ξεδιπλώθηκε σε μουσικά μονοπάτια που δεν είχε εξερευνήσει στο παρελθόν.
Την τελευταία τριετία οι υποχρεώσεις τού μουσικού με τους Helios, αλλά και τους Goldmund, σε συνδυασμό με τις μουσικές που έφτιαξε για διάφορα διαφημιστικά (AEG, O2, Apple, American Express, T-Mobile, Google, Facebook, Coca-Cola, Levi's) δεν του έδωσαν την δυνατότητα να αφιερώσει αρκετό χρόνο στο τότε νεοσύστατο σχήμα του. Μέχρι που στις αρχές της προηγούμενης χρονιάς πήραμε μία γεύση από το ΕΡ "Adorn", το οποίο κοσμεί στο εξώφυλλο μία πανέμορφη φωτογραφία. Η διασκευή του Arristea από την πρώτη τους δουλειά έκλεψε την παράσταση και μας προετοίμασε για το "Save Your Season" που βγήκε στα τέλη του 2011.
Οι συγκρίσεις με τους Μ83 και τον Ulrich Schnauss στα διάφορα έντυπα έχουν ήδη ξεκινήσει. Ειδικά από την στιγμή που οι πρώτοι κυκλοφόρησαν ένα κακό άλμπουμ, η τελευταία κυκλοφορία των Mint Julep έκανε μερικούς να μιλάνε για το next big thing στο shoegaze. Προσωπικά απέχω από τέτοιου είδους χαρακτηρισμούς. Αν μη τι άλλο είναι αστείοι. Θεωρώ άδικο και για τα τρία σχήματα την οποιαδήποτε σύγκριση. Στο "Save Your Season" αυτή η αθωότητα που έκανα λόγο παραπάνω είναι κάτι παραπάνω από διάχυτη και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από πολλά στοιχεία. Στο Cherry η 60's ατμόσφαιρα είναι εμφανής και μας παρασέρνει σαν τα φθινοπωρινά φύλλα σε μία ξεχωριστή ονειροπόληση. "I lay awake, dreaming of landscapes in the rain" είναι ο πρώτο στίχος του Aviary, ενώ η νέα έκδοση του Stay μάς δείχνει με τον πιο τρανό τρόπο πόσο μεγάλος μουσικός είναι ο Ulrich Schnauss με τον ήχο που έχει δημιουργήσει. Ο επίλογος του άλμπουμ είναι ίσως και η πιο όμορφη στιγμή. Το Why Don't We είναι ένα από αυτά τα κομμάτια που δίνουν τον στίγμα τους για την συνέχεια και καταφέρνουν να παραμείνουν ζωντανά στο διηνεκές. Το καλαίσθητο αποτέλεσμα στο βίντεο που το συνοδεύει είναι ασφαλώς κάτι που δεν πρέπει να προσπεράσουμε -όπως και τα υπόλοιπα βίντεο του άλμπουμ που κινούνται στο ίδιο επίπεδο. Ο μεστός ήχος μαζί με τον όγκο του μπάσου και τον ρυθμό στα ντραμς δίνουν έναν χαρακτήρα στα υπέροχα φωνητικά τής Hollie, με το ρεφραίν να απογειώνει το κομμάτι. Αντίστοιχο παράδειγμα είναι και το Days Gone By.
Oι Mint Julep σέβονται το μουσικό παρελθόν τους και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί κανείς να τους κατηγορήσει ότι αντιγράφουν. Σίγουρα υπάρχουν αναφορές σε καλλιτέχνες που πιστώθηκαν πράγματα, όμως το ντουέτο ή μάλλον το αντρόγυνο, αφήνει την δική του σφραγίδα σε ένα άλμπουμ που μπορεί να μην συγκλονίσει, αλλά δεν θα αφήσει και τον ακροατή, που αρέσκεται σε αντίστοιχα ακούσματα, αδιάφορο.
Νίκος Τσίνος
ή αλλιώς το ρεμπέτικο, η εμμονή μου με το whiskey και μια ευχάριστη βόλτα 3μ από τη γη
‘We found ourselves on different sides of the line nobody drew...'
Σας έχω πει ότι υπάρχουν δυο λόγοι για τους οποίους θέλω να αρχίσω να πίνω whiskey? Ο πρώτος είναι ο Tom Waits και ο δεύτερος ο Leonard Cohen. Στην προκειμένη περίπτωση ευτυχώς η λογική παρενέβη και δεν πήγα όντως στο μέρος που ήθελα με το cd του Cohen στο χέρι για να ζητήσω να το ακούσω ΕΚΕΙ και να ξεκινήσει η δοκιμή του συγκεκριμένου είδους αλκοόλ!
Κατά τα άλλα αν περιμένετε να ακούσετε κομμάτια με τη ‘μαχητικότητα' των ‘I'm your man' και ‘First we take Manhattan' ίσως απογοητευτείτε. Στη σπάνια περίπτωση που επιμείνετε να δώσετε μια ευκαιρία στο ‘Old ideas' θα εκπλαγείτε με όσα περιλαμβάνει, με το πώς αυτά συντίθενται σ' ένα σύνολο, με τον τρόπο που αντιμετωπίζεται όσο ποιητικά τόσο φιλοσοφικά, η ζωή και η αγάπη. Η λίγο αθυρόστομη, λίγο υπόκοσμη ωμότητα των στίχων σε συνδυασμό με τα παραπάνω θα εκπλήξει και τους εαυτούς σας... Αν παρ'ελπίδα ‘ έρχεστε' από τη ‘βόλτα' που σας πρότεινα με συνοδό το ‘Crazy Clown time' τότε με το ‘Old Ideas' θα καταλαγιάσετε από άποψη ενέργειας, όχι όμως συναισθημάτων.
‘I love to speak with Leonard, he's a sportsman and a shepherd he's a lazy bastard living in a suit...'
Ξεκινάω με τη διαπίστωση ότι αυτό που λέμε ‘χάσμα γενεών' δεν υπάρχει! Δεν εξηγείται διαφορετικά ότι τα όσα λένε οι στίχοι τα κατανοώ σε βαθμό που είναι δύσκολο να περιγράψω. Δεδομένου ότι υπάρχω σε αυτό τον πλανήτη λιγότερα από τα μισά χρόνια του Leonard Cohen πολλοί θα έβρισκαν αδύνατο ή γραφικό το να κατανοώ στίχους όπως ‘...show me the place where you want your slave to go...but there were chains so I hastened to behave, there were chains so I loved you like a slave...' . Με μεγάλη δόση σαρκασμού, χαμηλούς τόνους ρυθμών και διαπερνώντας την jazz, blues, country, gospel μουσική παράδοση, το ‘Old ideas' δεν αφορά ‘παλιές' ιδέες αλλά αλήθειες που ισχύουν πάντα. Θα μπορούσα να το παρομοιάσω με τα ‘βαριά' ρεμπέτικα του παρελθόντος όπου κανείς σ'αυτούς τους εύστοχους και απλούς στίχους ‘βρίσκει' τον εαυτό του με αναμφισβήτητο τρόπο κι έτσι περιέρχεται σε κάποιου είδους μεθυστική νιρβάνα.
‘I cut the darkness it was drinking from your cup. I said: ‘Is this contagious?' You said: ‘Just drink it UP...''
Είναι μουσικοποιητική, με αφετηρία, όπως πάντα άλλωστε, προσωπικά βιώματα. Με θαυμαστή εξωστρέφεια η οποία συνήθως ξορκίζεται σαν δαίμονας, αυτή η απεύθυνση που σε άλλους μουσικούς περιορίζεται σε μια αυτοαναφορική παράσταση που προσκυνάει τον ελιτισμό, στον Cohen είναι το εντελώς αντίθετο. Γενναιοδωρία. Είναι η διαφορά ανάμεσα στο να θεωρεί κανείς ότι κατάλαβε ‘πίσω από τους στίχους και τις λέξεις' και το να μην υπάρχει ΚΑΜΙΑ αμφιβολία για το νόημα των στίχων και των λέξεων και ΚΑΝΕΝΑ περιθώριο παρανόησης! Προσθέστε τη διάθεση εξιστόρησης όχι από τη θέση κάποιας αυθεντίας αλλά με διάθεση μοιράσματος συναισθημάτων, που χαρακτηρίζει τον Cohen και ίσως συμφωνήσετε μαζί μου.
‘Had to go crazy to love you, you who were NEVER the one...had to be people I hated, had to be noone at all...'
Το θρησκευτικό λεξιλόγιο και τα νοήματα κομματιών όπως το ‘Come healing' και ‘Amen' δεν εκπλήσσουν κάποιον που γνωρίζει τη ζωή του Cohen ως Zen βουδιστή μέσω των γραπτών του. Γιατί δε μέμφομαι? Γιατί οι λέξεις των στίχων έχουν φιλοσοφική διάσταση και αυτό είναι κατανοητό βάσει των παραπάνω και μόνο υπό την προϋπόθεση ότι κανείς έχει διαβάσει τα γραπτά ημερολόγια, ποιήματα και λοιπά κείμενα του Cohen. Για παράδειγμα η ίαση στην οποία αναφέρεται το κομμάτι ‘Come healing' έχει τη διάσταση της κάθαρσης και του ξεπεράσματος. Παρ' όλ'αυτά παραμένουν ορισμένα ερωτηματικά σχετικά με τη θρησκευτική του ταυτότητα ιδίως αν αναλογιστεί κανείς για παράδειγμα τη στάση του στον Αραβο-Ισραηλινό πόλεμο του '73!
Τείνω επίσης να καταλήξω στο ότι αν ο Cohen έχει το ρόλο του αφηγητή στο άλμπουμ αυτό, όπως και στα προηγούμενά του, τότε τα γυναικεία φωνητικά στο παρασκήνιο έχουν το ρόλο που είχε ο χορός στις αρχαίες τραγωδίες ή ένας δευτερεύον χαρακτήρας σε πιο σύγχρονες παραστάσεις. Βρίσκονται εκεί είτε για να τονίσουν τη σημασία της φράσης που λέει ο πρωταγωνιστής (π.χ ‘Different sides') είτε για να δηλώσουν κάτι σχεδόν νομοτελειακά αληθές που είναι μείζονος σημασίας για να καταλάβουμε πώς εννοούνται όσα ήδη ειπώθηκαν ή όσα έπονται (.χ ‘Lullaby'). Γιατί έχει σημασία αυτό? Γιατί σπάνια παίζουν συνειδητά τόσο σημαντικό ρόλο τα συνοδευτικά φωνητικά.
Όλ'αυτά σας τα είπα επειδή είναι οι λόγοι για τους οποίους η μουσική του cd ίσως δείτε ότι σας περνάει απαρατήρητη ή ανησυχήσετε που δεν την προσέξατε γιατί έχει αναλυθεί στα βασικά της συστατικά. Απλούστατες μελωδίες που συνοδεύουν με λίγες αλλαγές στους τόνους τα όσα πραγματεύονται οι στίχοι. Όσες φορές κι αν ‘γύρισα πίσω' για να προσέξω τη μουσική πάντα τα φωνητικά και οι στίχοι με έκλεβαν για αλλού...
Κι επειδή όπως άλλοι έτσι κι εγώ δεν πιστεύω στις συμπτώσεις ούτε στο γεγονός ότι μέσα σε 30' έγραψα ανεξέλεγκτα 6 σελίδες κείμενο για το ‘Old ideas' σας αφήνω με το συναίσθημα που ένιωσα με το άλμπουμ. Ότι κάποιος ήρθε, με πήρε αγκαζέ παροτρύνοντάς με μόνο να τον ακούσω και να περπατήσουμε για λίγο...και έκανα τόσο καλά που πήγα!
‘Going home without my sorrow ...going home without this costume that I wore...'
Rating: 8 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Οι Phoenix Catscratch αποφάσισαν να διαλυθούν λόγω κάποιων προσωπικών προβλημάτων. Θέλουμε να ευχαριστήσουμε όλους εσάς για την αγάπη και την υποστήριξη.
P.C
Αυτά ήταν και τα τελευταία νέα που είχαμε από το ελληνικό συγκρότημα των Phoenix Catscratch. Ο μουσικός κόσμος αποδείχτηκε αφιλόξενος για αυτούς, μας άφησαν όμως με αρκετές ωραίες συναυλιακές αναμνήσεις, πολλά απειλητικά βλέμματα από τη σκηνή, ήχους άλλης εποχής, μυστηριώδη αισθητική και φυσικά το άσπρο δισκάκι του Nectars & Wrinkles. Αυτά που θέλουν να ξέρουμε για αυτούς θα τα βρείτε εύκολα σε διάφορα σημεία του διαδικτύου, οπότε ας κοιτάξουμε καλύτερα τι γίνεται σ'αυτή τη θαμπή ρετρό φωτογραφία του ντεμπούτου τους, ενός άλμπουμ που δε γινόταν να πέσει έξω στο αποτέλεσμα και την αποδοχή του.
Ο ήχος των Phoenix Catscratch φανερώνεται από το πρώτο άκουσμα, σταθερά και πειθαρχημένα. Οι δραματικοί ρυθμικοί στροβιλισμοί του death punk και οι σκοτεινές minimal wave παρεμβολές, χτίζονται γύρω από το ταίριασμα των φωνών του Apostoli και της Valisia. Οι στίχοι είναι η σκοτεινή και διεστραμμένη σήμανση για την πορεία κάθε κομματιού, κάθε μεθυσμένης απαισιόδοξης πορείας προς την καταστροφή. Xmal Deutschland, Bauhaus, Christian Death, Martin Dupont, Virgin Prunes. Χωρίς ενοχές και εγωπάθειες, οι επιρροές είναι παντού ο darkwave προσανατολισμός ξεκάθαρος, τα στοιχεία του Nectars & Wrinkles που θα σε κάνουν να το πάρεις στα σοβαρά βρίσκονται σε όλα αυτά τα γνωστά και άγνωστα συστατικά του. Το ερημωμένο μελανόχρωμο τοπίο αρχίζει να ξεδιπλώνεται από το εναρκτήριο Faces are lying, bodies are dying. Η φωνή του Apostoli προειδοποιεί για τον κίνδυνο, της Valisia για την ελκυστική μορφή του, και αυτή η εναλλαγή τους γίνεται εμμονή σε όλα τα κομμάτια.
Το Magdalene είναι μια δυνατή στιγμή στα live των Phoenix Catscratch, συσσωρεύει την ένταση στο οργισμένο κήρυγμά του και την αγχωτική post punk κιθάρα. Γενικά σε όλο το δίσκο έχουν περισσότερο χώρο τα πιο μινιμαλιστικά ηλεκτρονικά στοιχεία, θα προτιμήσω να έχω στο μυαλό μου την ενέργεια των συναυλιών τους, ακόμα και τον αρνητισμό της ορισμένες φορές, που έκανε τα πάντα πιο αυθεντικά, πιο ανισσόροπα και επικίνδυνα. Η αργή εισαγωγή React μας πετάει μπροστά σε μια τέτοια ημιφωτισμένη σκηνή και την επιβλητική παρουσία της Valisia. Ένα ξέσπασμα που ουσιαστικά ποτέ δεν έρχεται, μια επανάληψη που ποτέ δεν αντιγράφεται. Το Desire και το Murder βουτάνε στην ίδια καταιγιστική αισθητική, κορυφώνουν το σύνολο των 7 κομματιών, ρίχνουν τις λέξεις τους στον ίδιο βίαιο χορό που τρέλαιναν τις δικές τους οι Alien Sex Fiend.
Οι Phoenix Catscratch ασχολούνται με τα κομμάτια τους σαν να είναι τα φετίχ τους, τα θέλουνε με τη λεπτομέρεια που τα φαντάζονται, και τα πραγματοποιούν με τον αυθορμητισμό που γράφτηκαν. Σαν παλιό b-movie τρόμου με ξεκάθαρους χαρακτήρες, σκηνές δολοφονιών χωρίς φαντασία που προκαλούν όμως την πραγματικότητα, ερμηνείες γοητευτικά άσχημων πλασμάτων που αναπαράγουν τις προβληματικές πτυχές τους με φυσικότητα και ειρωνία, χωρίς να είναι κανείς σίγουρος για το πότε να περιμένει το ένα και πότε το άλλο. Χωρίς αρχή, μέση, τέλος, χωρίς εκπλήξεις, με σκηνές που τις περιμένεις με ηδονική σιγουριά. Όσες φορές και να τις ξαναδείς, είτε τρομάξεις είτε σκάσεις στα γέλια.
Rating: 7,5 / 10
Βαγγέλης Γιαννακόπουλος
Η Lana Del Rey μέσα σε κάτι μήνες έχει αναμφίβολα κατακτήσει τον τίτλο της πλέον αμφιλεγόμενης μορφής της σημερινής pop μουσικής. Αναλύσεις επί αναλύσεων για τη ζωή της, διαξιφισμοί επικών διαστάσεων για την αυθεντικότητά της, διχογνωμίες για την ένταξη της ή όχι στην "indie κοινότητα". Φανατικοί οπαδοί, που κάνουν λόγο για το νέο μουσικό ταλέντο, αλλά και ορκισμένοι εχθροί, που την απορρίπτουν ως ένα ακόμη αναλώσιμο κατασκεύασμα των εταιρειών και των managers.
Και κάπως έτσι ο καιρός πέρασε και ο πολυαναμενόμενος δίσκος της έφτασε στα χέρια μας, επιβεβαιώνοντας αυτό που είχα υποψιαστεί από την αρχή: τέτοια pop albums δεν κυκλοφορούν συχνά! Και με τη λέξη "τέτοια" δεν εννοώ ότι πρόκειται για κάποιο αριστούργημα ασύλληπτης ποιότητας ή καλλιτεχνικής αξίας. Εννοώ ότι είναι ένα πραγματικά εμπνευσμένο δημιούργημα με ορισμένα απίστευτα εθιστικά κομμάτια, που ισορροπεί αριστοτεχνικά μεταξύ του αξιοπρεπούς μουσικού υποβάθρου, αλλά και της έντονα εμπορικής του φύσης.
Η Lana δεν είναι μία ακόμα Britney, ούτε μία ακόμα Lady Gaga. Πίσω από την αψεγάδιαστη, πλαστική ομορφιά της ντίβας (image το οποίο μπορεί κάλλιστα να της έχει επιβληθεί, σύμφωνα με τα γνωστά παιχνίδια των εταιρειών), κρύβεται ένα ανασφαλές και βαθιά μελαγχολικό, πληγωμένο κορίτσι, που καταθέτει την ψυχή του στα κομμάτια που γράφει. Στο εξαιρετικό "Video Games", για παράδειγμα, προσπαθεί απεγνωσμένα να κερδίσει ξανά το ενδιαφέρον του φίλου της που την αγνοεί, ενώ στο "Dark Paradise" εξομολογείται με αφοπλιστική ειλικρίνεια το φόβο της ότι ποτέ δε θα έχει αυτόν που αγαπά. Τα "Blue Jeans" και "Million Dollar Man" έρχονται και συμπληρώνουν, εξιστορώντας και πάλι λυπηρές ιστορίες αγάπης.
Και αν με όλα τα παραπάνω ο δίσκος μοιάζει αρκετά "προσωπικός", η Lana έρχεται να το διαψεύσει, δίνοντας και κοινωνικές διαστάσεις στα τραγούδια της. Στο "National Anthem" με σαρκαστικό ύφος περιγράφει την αμερικάνικη ματαιοδοξία, στο "Radio" αυτοσαρκάζεται για την επιτυχία της, στο "Off To The Races" παρουσιάζεται ως άλλη Lolita, που καταφεύγει σε χρησιμοθηρικές σχέσεις, ενώ στο "Carmen" καταβαραθρώνει την ψεύτικη ευτυχία των celebrities, φανερώνοντας τα κενά που κρύβει. H αμερικανική κουλτούρα, μέσα από τα μάτια του ίδιου του "συστήματος". Είναι τυχαίο, άλλωστε, το κόλλημά της με την αμερικάνικη σημαία στα videos;
Και όλες οι παραπάνω ανησυχίες, έρχονται να εξωτερικευτούν στο τραγούδι της Lana. Τραγούδι που μπορεί να μη διακρίνεται για την τεχνική του αρτιότητα, όμως σίγουρα ξεχωρίζει για τη μοναδικότητά του. Εδώ δεν θα ακούσεις μελοδραματικές ερμηνείες, ούτε επιδεικτικές κορώνες. Η κοπέλα τραγουδάει πεζά, απλά και λιτά, αλλά καθόλου συναισθηματικά αποστειρωμένα. Άλλοτε σαν ντίβα που ξεφορτώθηκε το προσωπείο της τελειότητας και ήρθε να μας τραγουδήσει για πρώτη φορά ειλικρινά, χωρίς να την ενδιαφέρει η εικόνα που θα δώσει. Άλλοτε σαν ανασφαλής έφηβη που βρήκε το θάρρος να εκφραστεί, χωρίς όμως να νιώθει ακόμα εντελώς άνετα με αυτό που κάνει. Άλλοτε σαν ανάλγητη σκύλα που πασχίζει να μας δείξει την γλυκιά της πλευρά, αλλά είναι και λίγο έξω από τα νερά της. Κάθε φορά όμως, εναλλακτικά. Με τρόπο που δεν έχουμε συνηθίσει στην pop μουσική.
Και μιλώντας για μουσική, το Born To Die έχει να παρουσιάσει ορισμένα εκπληκτικά δείγματα. Όντας κλασσική pop με κάποια indie στοιχεία και ρετρό διαθέσεις, απευθύνεται τόσο στο μουσικόφιλο, όσο και στο ευρύ κοινό. Στις καλύτερες στιγμές του, ο δίσκος έχει minimal ενορχηστρώσεις, με τις απέριττες πινελιές του πιάνου, της κιθάρας και των βιολιών να κλέβουν την παράσταση. Δυστυχώς, αυτές οι στιγμές είναι λίγες, μιας και έχει γίνει φανερή παρέμβαση στην παραγωγή ώστε να παραχθεί πιο γεμάτος και καλογυαλισμένος ήχος, με αποτέλεσμα μια ανεπιθύμητη πληθωρικότητα. Αυτό γίνεται φανερό αν συγκρίνει κανείς την πρώιμη version του "Diet Mountain Dew" με αυτή που βρίσκεται στο album. Ως γνήσιο συνθετικό ταλέντο, πάντως, η Lana Del Rey έχει καταφέρει γράψει μερικές από τις πιο catchy μελωδίες που έχουν ακουστεί τα τελευταία χρόνια, γεγονός που από μόνο του μετράει πολύ.
Εν τέλει, το Born To Die είναι ένας ήδη κλασσικός εμπορικός pop δίσκος. Είναι καλός με τον ίδιο τρόπο που είναι το Like A Prayer της Madonna ή το My Beautiful Dark Twisted Fantasy του Kanye West. Μουσική εύκολη, αλλά όχι ευτελής. Μουσική που δε σε αφήνει ασυγκίνητο αν τη δεις χωρίς προκαταλήψεις. Κι αν αποκτήσει την τεράστια επιτυχία που αναμένεται, θα μιλάμε για τη δεύτερη απόδειξη (μετά την Adele) ότι το κοινό έχει κουραστεί με το ανούσιο show τύπου Gaga και διψά για καλλιτέχνες που θυμούνται να επικοινωνήσουν με την ψυχή τους όταν φτιάχνουν μουσική.
Rating : 8 / 10
Άρης Καζακόπουλος
‘... there are sounds that approach music and then there is music...' D.Lynch
Ή αλλιώς το πρώτο solo άλμπουμ του σκηνοθέτη του υποσυνείδητου και του άκρατου συμβολισμού. Ο David Lynch παρουσιάζει την dirty rock, post punk, modern blues, ηλεκτρονική και πειραματική, μουσική που συνοδεύει τις οριακά λογικές κινήσεις και σκέψεις ενός χαοτικά ουδέτερου κλόουν. Σκοπός είναι να περιγραφεί η εικόνα του κόσμου ως έχει σήμερα μέσω μιας πορείας που ξεκινάει από τα blues της δεκαετίας του '50 στην Αμερική, αλλά η κατεύθυνση και η τύχη της καθορίζεται αποκλειστικά από το ροζ ζάρι στο χέρι του οδηγού που δεν είναι άλλος από τον David Lynch. Συνοδηγός του και μόνο για αρχή είναι η Karen O τραγουδίστρια των Yeah Yeah Yeahs. Όπως και να'χει εμείς ακολουθήσαμε...
It's Crazy Clown Time folks...
Αποδείχτηκε αρκετά δύσκολο να αγνοήσω το γεγονός ότι άκουγα μουσική από έναν από τους πιο αγαπητούς μου σκηνοθέτες όλων των εποχών αλλά η σύνδεση με τις ταινίες του είναι τελικά αναπόφευκτη.
Αν η μουσική αυτού του άλμπουμ έχει την παραμικρή σχέση με τον τίτλο του, τότε αποκαθίσταται μόνο μέσω της διάδρασης των σκοτεινών, πονηρών και περίεργων δυνάμεων που φαίνεται να έχουν εμπνεύσει τους στίχους και το ύφος ερμηνείας τους. Αναφέρομαι σε κάτι αντίστοιχο με το μυστήριο στοιχείο που ορίζει εκ των έσω, την τύχη ενός περιφερόμενου καρναβαλιού με τα χαρακτηριστικά του Carnivale ή του έτερου freak show στις ‘Αρμονίες του Werkmeister' του πολυαγαπημένου Bela Tarr.
...so tired of fearing, so tired of dark...I wanna have a good day today...
Θα ακούσετε κομμάτια που έχουν σκοπό (σύμφωνα με τον υπότιτλο που τους δίνει ο ίδιος ο Lynch) να σας κάνουν να αντιμετωπίσετε τη ζωή ως μια διαδοχή των συνεπειών των δικών σας αποφάσεων και πράξεων. Η μουσική έχει στοιχεία από american blues, ενώ παράλληλα όλο το άλμπουμ είναι αυτό που ονομάζεται synaesthesia. Ταυτόχρονα διακρίνουμε υπόνοιες των ‘μυστικών' που γνωρίζουν οι Portishead και οι Massive Attack και των συναισθηματικών υπερβολών που εξέφραζαν οι Coil. Το γεγονός ότι το όνομα του Κάφκα αναφέρεται ως επιρροή δεν είναι καθόλου τυχαίο. Το ‘Crazy Clown Time' διαπερνάει όλα τα προαναφερόμενα μουσικά πεπραγμένα και στέκεται από πάνω τους προσωρινά, αιωρούμενο μέχρι την αυτοδιάλυσή του...Ο ναι! Το άλμπουμ αυτό είναι σαφέστατα και εν τη γενέσει του αυτοδιαλυόμενο μέσω όσων εκφράζει, όσων δυναμικών καταστάσεων περιγράφουν οι στίχοι του. Είναι η μουσική φωνή που ανοίγει όλα εκείνα τα ‘κουτάκια' στο μυαλό του καθένα μας, όπου έχουμε προσεκτικά ‘ εγκλωβίσει' διάφορα άβολα θέματα της ύπαρξής μας. Όπως συμβαίνει με τα χρώματα των ρούχων στο Μπλε Βελούδο, τα οποία κρύβουν κάθε λογής στοιχεία της ψυχοσύνθεσης των ηρώων τους.
Είναι ένα άλμπουμ για μοναχικούς τύπους όπως οι χαρακτήρες των ταινιών του Lynch. Φωνητικά αλλοιωμένα μέσα από vocoders και άλλους παραμορφωτές φωνής, ‘νεκρούς' από άποψη βάθους ηλεκτρονικούς ήχους από κιθάρες, samples από ήχους σειρήνων ασθενοφόρων ή/και αστυνομίας, με στίχους τραγουδισμένους από τον ίδιο τον David Lynch, με μια αψυχολόγητη ηχώ και επαναλαμβανόμενες φράσεις με φόντο ‘πνιγμένους' αναλογικούς ήχους σαν να βγαίνουν από ένα ομιχλώδες τοπίο. Η αρχή γίνεται με κρότο! Η Karen O προειδοποιεί ‘...Please Pinky watch the road...' και μετά από ένα σταδιακό εκφραστικό ξέσπασμα αφήνει να εννοηθεί ότι η σύγκρουση δεν αποφεύγεται. Κρίμα που δεν ξανακούμε τη φωνή της στο υπόλοιπο άλμπουμ.
...these are my friends the ones I see each day, I got a prescription for our problems, keep the hounds at bay...
Το ‘Crazy Clown time' ακούγεται μόνο...ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ και με προσοχή, ώρα...προχωρημένη βραδινή τόσο δυνατά όσο αντέχετε να χτυπάει η καρδιά σας γιατί θα νιώσετε τόση συγκίνηση όση αντέχει η ψυχή σας. Ναι χωρίς παρέα. Γιατί είναι ένα άλμπουμ για περισυλλογή και αυτοκριτική για ένα σωρό διαφορετικά καθημερινά θέματα όπως το ν' απορρίπτει κανείς τον αρνητισμό ή το ν' αντιμετωπίζει το συναίσθημα της απώλειας κάποιου.
‘...but then it went all dark and I knew...'
Αν δεν είστε άνθρωποι που αφήνεστε με ρίσκο... σας διαβεβαιώνω ότι το άλμπουμ δε θα σας πει τίποτα. Κατά τα άλλα νομίζω πως δε θα καταλάβετε πότε αλλάζουν τα κομμάτια αφού μετά το πρώτο θα έχετε ήδη μπει στον κόσμο των προσωπικών σας σκέψεων χωρίς να το αντιληφθείτε και χωρίς να μπορείτε να κάνετε κάτι άλλο γι'αυτό εκτός του να πατήσετε (αν το καταφέρετε) το stop.
Το custom made στούντιο του David Lynch βρίσκεται πολύ κοντά στη Mulholland Drive και από εκεί μέσα καταφέρνει να ξεφύγει το κουτάκι από το οποίο ξεπηδάει ο τρελός κλόουν που μας τραγουδάει το ομώνυμο κομμάτι του άλμπουμ στα όρια της παραφωνίας, σα να μας εμπαίζει από θέση προσωρινής ευστάθειας. Ο κλόουν αν αναρωτιέστε, ούτε ξαναγυρίζει ούτε διατηρεί την αρχική του μορφή. Αν παραδόξως όντως ακούσετε την προτροπή μου και οδηγείτε ενώ παίζει το ‘Crazy Clown Time'....ή σταματήστε ή προσέχετε...ΠΟΛΥ!
Τέλος, εξαιρετικά βρήκα τα ‘Noah's Ark', ‘Stone's gone up' ,‘She rise up', με στίχους που θα μπορούσαν να είναι άλλη μια από της ‘Ιστορίες μιας θαμμένης ζωής' του Charles Bukowski. Το παραληρηματικό, άκρως σουρεαλιστικό με φουτουριστικούς στίχους ‘Strange and unproductive thinking', θα σας τρελάνει αν το πάρετε στα σοβαρά οπότε έχετε υπ' όψη σας το ρίσκο. Όσο για το ‘These are my friends' εγώ απλά...κλαίω...
Κι επειδή τελικά το άλμπουμ κατάφερε (χωρίς να το θέλει) να με παρασύρει σε παρακμιακά american bars που έχω δει σε ταινίες (τα οποία εύχομαι να υφίστανται, να είναι πιο παρακμιακά από όσα έχω δει και να μπορέσω να τα επισκεφτώ σύντομα).
Rating: 8 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
"Τελικά είναι επίφοβο να παίζεις με τη φασαρία". Σε αυτή τη φράση συνοψίζονται οι σκέψεις μου, έπειτα από αρκετές ακροάσεις της νέας δουλειάς των (κάποτε πολλά υποσχόμενων) The Big Pink.
Έντονοι ρυθμοί, άφθονη μελωδικότητα και πραγματική έμπνευση είναι τα απαραίτητα εφόδια που διαχωρίζουν τον καλό noise pop δίσκο από τη σκέτη ηχορρύπανση. Και αν το ντεμπούτο των Big Pink ή ο προπέρσινος δίσκος των Sleigh Bells είχαν τα παραπάνω και κατάφεραν περίφημα να αποφύγουν την παγίδα του θορύβου, το Future This ως επί το πλείστον αποτυγχάνει παταγωδώς. Εντάξει, το genre είναι τέτοιο που καθιστά τις προσδοκίες των κατεξοχήν μουσικόφιλων για ουσία ή βάθος σχεδόν ανεδαφικές. Ωστόσο, ο εν λόγω δίσκος στο σύνολό του είναι τόσο ανέμπνευστος, που ούτε καν διασκεδαστικός δεν μπορεί να γίνει.
Ας αφήσουμε, όμως, τις γενικολογίες και ας περάσουμε σε πιο συγκεκριμένα στοιχεία. Παρόλο που οι λονδρέζοι Robbie Furze και Milo Cordell (που αποτελούν τον πυρήνα του συγκροτήματος) αυτή τη φορά άφησαν το ρόλο του παραγωγού και παρέδωσαν τα ηνία της παραγωγής στα έμπειρα χέρια του Paul Epworth (Adele, Plan B, Florence + The Machine), το αποτέλεσμα δεν απέχει και πολύ από το γνώριμο ήχο τους. Έτσι, έχουμε κομμάτια με δυνατά beats ως βάση, ντυμένα με μια σωρεία ηλεκτρονικών ήχων, αλλά και ήχων από φυσικά όργανα. Το album γενικά μοιάζει να προσπαθεί να αναπαράγει τις πιο μελωδικές και "εύπεπτες" στιγμές του ντεμπούτου, συνήθως όμως όχι με επιτυχία.
Από το πρώτο κιόλας πέρασμα στην track list, γίνεται εμφανές ότι υπάρχουν λίγα μόνο πολύ δυνατά κομμάτια που ξεχωρίζουν και πολλά των οποίων ο ρόλος περιορίζεται στο γέμισμα του χρόνου. Κρίνοντας, μάλιστα, από την ποιότητά τους, φαίνεται ότι έγινε μεγάλη προσπάθεια για να συμπληρωθεί η δεκάδα των κομματιών και να υπάρξει επαρκές υλικό! Το εναρκτήριο "Stay Gold" είναι και το καλύτερο κομμάτι, αν και η ομοιότητά του με το παλιό και επιτυχημένο "Dominos" δεν μπορεί να μην απογοητεύσει. Το "Hit The Ground" και (λιγότερο) το "Give It Up" αποτελούν μια καλή, ευχάριστη συνέχεια. Και από αυτό το σημείο και πέρα... το χάος! Η τετριμμένη μελωδία του "The Palace" και η κουραστική φασαρία του "1313" αρχίζουν να δημιουργούν υποψίες πονοκεφάλου, στις οποίες αργότερα έρχονται να προστεθούν και χασμουρητά, χάρη στην πεζότητα του Rubbernecking, αλλά και το αδιάφορο "Jump Music". Το "Lose Your Mind" με το νεύρο και τη μελωδία του κάνει φιλότιμες προσπάθειες να αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον, αλλά έρχονται τα νερόβραστα και άτονα "Future This" και "77" ως τελειωτικό χτύπημα, για να σπρώξουν ξανά το album στον κατήφορο.
Τελικά, η αίσθηση που δίνει το νέο πόνημα των The Big Pink είναι ότι καταφεύγει στην ανακύκλωση των παλιών ιδεών, κάνοντας συγχρόνως και μικρά βήματα προς την εμπορική κατεύθυνση. Με την έμπνευση, όμως, να έχει πάει περίπατο, τις συνθέσεις να έχουν κατέβει αρκετά επίπεδα και τη φασαρία να καταντάει συνήθως ηχορρύπανση, είναι μάλλον απίθανο να αγαπηθεί από πολλούς. Τελικά είναι επίφοβο να παίζεις με τη φασαρία...
Rating : 5,5 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Ένα πόνημα τόσων χρόνων, αποσπάσματα του οποίου άκουγα πριν καν φύγω από την Ελλάδα αν θυμάμαι καλά, είναι πολύ δύσκολο να το βάλεις στο χειρουργικό τραπέζι και να το τεμαχίσεις, να δεις τα μέρη του και να αξιολογήσεις ανεξάρτητα τα όργανα που δεν έχουν ρόλο έξω από το σώμα.
Αν λοιπόν ξέρετε ποιοι είναι οι High Level Static και είχατε χάσει κάθε ελπίδα ότι θα κυκλοφορήσει το δεύτερο άλμπουμ, μη διαβάσετε παρακάτω. Το άλμπουμ είναι επιτέλους εδώ, μπορείτε να το απολαύσετε. Αν πάλι όχι, και θέλετε μια γνώμη, μιας και δεν είναι διαθέσιμο σε συνδρομητικά ηλεκτρονικά μουσικομάγαζα ώστε να το δοκιμάζατε δωρεάν και άκοπα, μπορεί να σας φανώ λιγάκι χρήσιμος.
Οι High Level Static κινούνται στο χώρο του EBM, με επιρροές (φυσικά) από τα διαφορετικά τους ακούσματα. Εδώ και χρόνια μού είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον το blade runner, αν και σαφώς δεν μιλάμε για μια διαφορετική κατεύθυνση από το πρώτο άλμπουμ που δεν με είχε ενθουσιάσει. Και γιατί να αλλάξουν κατεύθυνση; Δεν ζούμε στο 2002, όταν δεν είχαμε τι να κάνουμε όλα αυτά τα γκρουπάκια EBM που ξεπηδούσαν σαν μανιτάρια.
Το άλμπουμ σε μια πρώτη ακρόαση δείχνει το χρόνο που χρειάστηκε να φτιαχτεί. Κάθε κομμάτι είναι δυνατό και catchy. Κάθε κομμάτι, από το γρήγορο psygon ως το χαρούμενο (σε ήχο, όχι στίχο) ghosts (inside) έχει κάποιον ήχο, drums ή λούπα που δικαιολογεί την ύπαρξή του, και όλα μαζί δένουν από τη χρήση κοινών συνθ και τα φωνητικά του Ερμή. Αχ αυτά τα φωνητικά... Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, αλλά για μένα είναι από τα σημεία που το συγκρότημα θα μπορούσε να βελτιώσει, γιατί ακούγονται πνιγμένα και υπνωτικά. Βέβαια, προς τιμήν του δεν τα βυθίζει σε ένα τόνο παραμόρφωσης: αντιθέτως είναι από τα μελωδικά στοιχεία των κομματιών.
Είναι λοιπόν δύναμη ο χρόνος που πέρασε για αυτό το άλμπουμ; Όχι όση θα έπρεπε. Τα κομμάτια δίνουν την εντύπωση ότι γράφτηκαν όλα τότε. Ότι το breakcore, το TBM, η σημερινή παραγωγή, η dutch trance (για να δώσω μόνο μερικά παραδείγματα πιθανόν επιρροών) δεν υπήρξαν ποτέ. Αυτό δεν είναι από μόνο του κακό, αλλά αν δεν εμπλουτίζεις την τράπουλα θα πρέπει να είσαι τελειοποιήσεις το παίξιμο με τα χαρτιά που έχεις. Και οι High Level Static σηκώνουν κάποια ακόμα δουλίτσα σε αυτό το θέμα. Σχεδόν πάντα οι λούπες τους μπαίνουν χωρίς προετοιμασία και μένουν πιο πολύ απ' όσο πρέπει. Υπάρχει κάποιο όριο στο πόσο μπορείς να κρατήσεις την επανάληψη 8 catchy νοτών χωρίς να παίξεις με κάποια παράμετρό τους.
Και να που εκεί που πάω σαν γερο(λολ)γκρινιάρης να κλείσω με μια άσχημη αίσθηση, μου πετούν ένα Thoughtforms II και γλυκαίνουν τα πάντα. Ενδιαφέρουσες drumlines, ωραίο χτίσιμο, πολύ συναίσθημα στο οποίο η φωνή ταιριάζει, ένα κομμάτι που λικνίζει το μυαλό και το σώμα και σε βυθίζει σε μια όμορφη χαλάρωση. Ε ναι λοιπόν άξιζε τελικά!
Rating: 7 / 10
tec-goblin
Pages