Σκέψου να έχεις κάτσει για καφέ, έξω να κάνει κρύο, να παραγγείλεις ένα γαλλικό καφέ για να απολαύσεις τα επόμενα 39(και κάτι) λεπτά από την ζωή σου και κατά την διάρκεια της κατανάλωσης του συγκεκριμένου αφεψήματος να αντιλαμβάνεσαι ότι έχει ένα άρωμα και μια γεύση όπου δεν μπορείς να προσδιορίσεις. Σ'αρέσει, αλλά έχει λίγο από φουντούκι ή μοιάζει με βανίλια, αν και δεν είσαι σίγουρος, μπορεί να είναι απλά αρωματικός ή όντως σου θυμίζει κάτι από καραμέλα. Σ'αρέσει όμως.
Οι "БIOTECH" έχουν λίγο απ'όλα μέσα, σαν *τα σουβλάκια "o Draminos", μας μπέρδεψαν γιατί μαζί με ένα ύφος alternative συγκροτήματος που έχουμε ακούσει έντονα τα τελευταία χρόνια στην εγχώρια αγγλόφωνη σκηνή ξαφνικά πετάγεται μια funky πινελιά στο μπάσο, κλασσικά ελληνικά παραδοσιακά κρουστά αλα τουμπερλέκια και κάπου στο ενδιάμεσο νομίζεις ότι ο Vangelis στο soundtrack του Blade Runner ξέμεινε από ιδέες κι έκλεψε το "Set the controls to the heart of the sun" των Pink Floyd, από μια άλλη διάσταση ενός δισκογραφικού multiverse, όπου οι ίδιοι ακούγονταν αλα Daft Punk. Όσο βαρύγδουπο και bizarre κι αν ακούγεται αυτό.
Τα καλά στοιχεία του άλμπουμ δεν σταματούν στον άκρατο αλλά με προσοχή πειραματισμό με μπλιμπλίκια, σύνθια, sound FX, samples και άλλα όμορφα καλούδια που συνοδεύουν τα «πραγματικά» μουσικά όργανα. Συνεχίζουν με αυτά που έχει να πει η Μαρία με τους έξυπνους, καθόλου προχειρογραμμένους, σχεδόν καυστικούς και απόλυτα ταιριαστούς με την μουσική στίχους, που στοχεύουν με έναν απλά εκρηκτικό κάποιες στιγμές τρόπο και πιο ήπιο κάποιες άλλες το lifestyle, το τρόπου που απλά ψοφολογάει ο ελάχιστα ενεργός (ή ότι έχει απομείνει) εγκέφαλος του μέσου Έλληνα.
So, tell me what you gonna be? Sex, cars n R'n'B?
Κάνοντας λοιπόν έναν τελικό απολογισμό, μπορώ με τόλμη να αναφέρω ότι ακούγοντας το συγκεκριμένο δισκάκι, ξανά και ξανά και ρουφώντας τα κομμάτια με σαδισμό ένα προς ένα, ότι όλα τους είναι above the average. Είτε σαν μουσική, είτε σαν στίχοι είτε πολύ απλά σαν μια πρώτη προσπάθεια. Αλλά, εεεεεε ψιτ, περιμένουμε και τους επόμενους δίσκους για να πειστούμε.
*P.S.: το αστειο είναι ότι στην Myspace (ψψψ τι θυμήθηκα τώρα) σελίδα των παιδιών, στα influences μαζί με τους Pink Floyd, Rage Against the Machine, και τους Massive Attack βάζουν τις κοτομπουκιές στο βρώμικο της Μιχαλακοπούλου, την Κίμολο, την Λίμνη Ευβοίας, το American History X και φυσικά τα σουβλάκια "o Draminos", όποιος κι αν είναι αυτός. No advertising was intended... really!
Listening to the new Бiotech album => Faith in humanity restored.
Rating : 7,5 / 10
Δημήτριος Balidor Κουτσομιχάλης
Έχοντας στην πλάτη του εμπειρία πολλών ετών στο χώρο, είτε με την Ονειροπαγίδα και τα projects των Onefingermusic, είτε εκτελώντας χρέη ηχολήπτη σε πάμπολλα συγκροτήματα όπως για παράδειγμα στους Raining Pleasure, ο Χρήστος Λαϊνάς παρουσιάζει εδώ την πρώτη του προσωπική κυκλοφορία.
Ο δίσκος σε γενικές γραμμές είναι περισσότερο ηλεκτρονικός παρά κιθαριστικός, σε σχέση με το τί θα περίμενε κανείς, πάντα όμως με indie pop αισθητική. Εγώ το βρίσκω λογικό μιας και μιλάμε για προσωπικό εγχείρημα, στο οποίο συνήθως οι καλλιτέχνες λειτουργούν πιο ελευθέρα ή και πειραματικά. Μην ξεχνάμε ότι ο Χρήστος Λαϊνάς ως ηχολήπτης κατέχει μεγάλη εξοικείωση με την τεχνολογία και τη χρήση computer, κάτι που βέβαια δεν τον εμποδίζει να εκφράσει τις ποικίλες και ρετρό, πολλές φορές, αναφορές του. Ο ίδιος μάλιστα τονίζει συχνά σε συνεντεύξεις του τη μεγάλη γκάμα των επιρροών του από τη soul και την ηλεκτρονική σκηνή της Γαλλίας, μέχρι το hip hop και τον John Frusciante ή τoν Phil Spector.
Το εναρκτήριο "Η Θλίψη Το Βράδυ", ένα electronica διαμαντάκι, υποδεικνύει το καλλιτεχνικό mood στο οποίο βρίσκεται ο Χρήστος Λαϊνάς. Σεμνό και εσωστρεφές όπως δύο από τα βασικά χαρακτηριστικά που γενικά διακρίνουν τον καλλιτέχνη σε όλη του την πορεία έως τώρα. Οι στίχοι του περιστρέφονται γύρω από την καθημερινότητά μας με άξονα φυσικά την αγάπη. "Μόνο ένα σου χάδι, θα σβήσει τα λάθη, την θλίψη το βράδυ, Μόνο ένα σου χάδι...".
Το ρυθμικό και ανεβαστικό "Η Αγάπη Θα Λάμψει" ξεχωρίζει αμέσως καθώς το διατρέχει μια πιο χορευτική διάθεση, εξ' ου και επιλέχτηκε ως το πρώτο single. Ένα γεμάτο μελωδίες κομμάτι που περιλαμβάνει όλα εκείνα τα στοιχεία των τελευταίων δεκαετιών ενός καλού ποπ τραγουδιού. Από τα κομμάτια που θα κάνουν τους πάντες να χορέψουν σε κάποιο πάρτυ, ακόμα και τους πιο δύσκολους. Στην περίπτωση των "Το Τραγούδι Του Δάσους", "Σύνορα" και "Ανεμώνες" έχουμε πιο χαλαρούς groovy ρυθμούς, soul διάθεση, vintage αισθητική, samples από παλιούς δίσκους και μπόλικη χρήση vocoder. Ενώ το "Ηλιαχτίδα" θα μπορούσε άνετα να αποτελεί κομμάτι των Ονειροπαγίδα, αλλά πειραγμένο εδώ, σαν κάποιος που ανέλαβε μια καινούργια μίξη, έδωσε νέο πρόσωπο κρατώντας όμως τον ίδιο χαρακτήρα.
Τέσσερα από τα δέκα τραγούδια του άλμπουμ είναι μεν ορχηστρικά, δεν υστερούν όμως σε τίποτα ενώ μάλιστα δίνουν άλλη πνοή στο σύνολο και επιπλέον είναι ωραία ταξινομημένα μέσα σε αυτό. Αιθέρια και ταξιδιάρικη "Η Περιπλάνηση", up-tempo το "77". "Στο Κάμπινγκ" ξαναζωντανεύουν οι αναμνήσεις και οι απόηχοι ενός ξέγνοιαστου καλοκαιριού, σαν μια παλιά νοσταλγική φωτογραφία Polaroid να παίρνει ζωή και να σε κάνει να ξαναζείς τη στιγμή μέσα σε μια easy listening αύρα. Το "Μέρος Δεύτερο" που κλείνει το δίσκο και στο οποίο συμμετέχει ο Coti K παίζοντας κοντραμπάσο, θα μπορούσε άνετα να αποτελεί μουσική επένδυση κινηματογραφικής ταινίας καθώς κινείται σε αρκετά σάουντρακ ύφος.
Ο Χρήστος Λαϊνάς είναι ένας άνθρωπος που αγαπάει και έχει ακούσει πολύ μουσική στη ζωή του. Έχει αφιερωθεί σε αυτό θα λέγαμε και αυτό φαίνεται στη δουλειά του. Μάλιστα ανήκει και στη μειοψηφία αυτών που κατάφεραν (βλέπε Λευκή Συμφωνία, Στέρεο Νόβα και μερικούς ακόμα) να σπάσουν το ταμπού του ελληνικού στίχου. Στο πρώτο του προσωπικό βήμα, συνθέτει ένα παζλ διαφορετικών συναισθημάτων, γεμάτο έξυπνη ποπ και ρυθμό, εσωστρέφεια και πειραματισμό. Μια ειλικρινής προσπάθεια που μπορεί να αποτελέσει το απόλυτο σάουντρακ της πόλης. Ιδανικό για νυχτερινές περιπλανήσεις σε μπαρ γεμάτα φιλικά πρόσωπα και μουσικές, λουσμένα με τα πολύχρωμα φώτα της νύχτας αλλά και για οδοιπορικά με πιο φευγάτη διάθεση.
Rating: 7 / 10
Νίκος Δρίβας
Κάποιος να τον σταματήσει! Πέντε άλμπουμ σε εφτά χρόνια, απανωτές περιοδείες, γεμάτοι συναυλιακοί χώροι και μια αύρα μεγάλου συγκροτήματος. Όποιος τους δει στη Γερμανία, έχει την εντύπωση ότι είναι ένα κλικ μετά από τους Combichrist και τους VNV Nation σε κοινό - τα μόνα συγκροτήματα που μπορούν να συγκριθούν στην ταχύτητα με την οποία απέκτησαν τόσο κοινό στον χώρο του ευρύτερου EBM. Και πού είστε ακόμα: στο τελευταίο του βίντεο κλιπ ο Faderhead εμφανίζεται να πλακώνει στο ξύλο τους Combichrist!
Χρειάζεται κάποιος να τον σταματήσει; Κάποιος να τον βγάλει από αυτό το τριπάκι φήμης, να τον κάνει να ηρεμήσει, να ασχοληθεί λιγότερο με τις συναυλίες και περισσότερο με τον ήχο του; Ίσως και όχι: άλλωστε οι συναυλίες είναι αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι Faderhead δεν ήταν ποτέ το πιο μουσικά προχωρημένο ή ιδιοφυές συγκρότημα του χώρου. Δεν βρισκόμαστε, βέβαια, στην εποχή του FH2 ή του FH3. Το World of Faderhead ακούγεται ολόκληρο και διατηρεί μια αποτελεσματική παραγωγή σε όλο το μήκος του, και όχι μόνο σε 2-3 χιτάκια. Φαίνεται μάλιστα να καταφέρνει κάπως καλύτερα να συνδυάσει τη μελωδία (που υπήρχε στις παλιότερες μπαλάντες) με τα ισχυρά μπάσα και beats (βλ Not Α Robot). Σε καμία περίπτωση, πάντως, δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για κάποια industrial πρωτοπορία. Μοιάζει να έχει φτιαχτεί όλο από την ίδια βιβλιοθήκη ήχων. Ούτε ο πολύς Daniel Myer δεν καταφέρνει να κάνει πολλά πράγματα στο Watching Over You.
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν κάνουν ΚΑΛΑ αυτό για το οποίο τους γνωρίσαμε: να συνδυάσουν catchy ρυθμούς με προβοκατόρικα φωνητικά (Swedish Models And Cocaine anyone?) και συνθ που είναι επαρκώς αναγνωρίσιμα για να τραβούν την προσοχή χωρίς να τρομάζουν. Κομμάτια όπως το Fistful Οf Fuck You, το Join Us και το This Machine βασίζονται σε μια απλή ιδέα που μεταλλάσσουν σε χορευτική νιτρογλυκερίνη, χωρίς να ντρέπονται ποτέ να τσιμπήσουν ιδέες από την πιο mainstream σκηνή. Είναι αυτό (και όχι οι αφελείς μπαλάντες τους), που, σε συνδυασμό με μια εμπειρία πια, τους ξεχωρίζει εύκολα από διάφορα δευτεροκλασσάτα γκρουπ όπως οι Ext!ze.
Έτσι λοιπόν, με μικρά και σταθερά βήματα, οδηγούνται στο καλύτερο άλμπουμ τους μέχρι τώρα. Ένα άλμπουμ που όχι μόνο μπορεί να ακουστεί ευχάριστα από οποιοδήποτε νεοεισερχόμενο ή παλιό στο χώρο νιώθει ακόμα το σώμα του να βράζει για χορό, αλλά και από όποιον θέλει να ακούσει τα παλιά «όργανα» να συντίθενται με φρέσκους τρόπους.
Rating: 7,4 / 10
tec-goblin
To be or not to be?
Σε αυτό το review δεν θα διαβάσετε γκρίνιες γιατί οι Anathema δεν ακούγονται όπως έκαναν πριν δεκαπέντε χρόνια, αλλά ούτε και διθυραμβικές κριτικές για μελωδίες που μπορούν να μιλήσουν στα πιο βαθιά συναισθήματα της ψυχής.
Not tο be.
Μία από τα ίδια.
Όταν κάνεις μια δουλειά για πολύ μεγάλο διάστημα τότε μαθαίνεις να τη κάνεις καλά και οι Anathema έχουν γίνει πρωτομάστορες στο είδος. Παίζουν άνετα με τα ακόρντα και τις απλοϊκες-αγγίζω-το-απέραντο- γαλάζιο μελωδίες στο πιάνο, λες και είναι ακόμη ένας γιος στο σόι των Vincent & Daniel Cavanagh. Η φωνή του Viny ευτυχώς, γι αυτόν, δεν έχει καμία σχέση σήμερα με αυτά που ακούγαμε επί εποχής "Alternative4". Ανεβοκατεβαίνει με ευχέρεια και μπορεί με ευκολία να δημιουργήσει την ατμόσφαιρα που θέλει παρέα με την Lee και τα πολλά έγχορδα (π.χ. βιολί) που βοηθούν σε αυτήν την ατελείωτη ενδοσκόπηση του φωτός του πνεύματος και της γαλήνης του χωρισμού σαν λύτρωση, λέμε τώρα.
Τα 2 μέρη του "Untouchable" όσο όμορφα και να είναι παραμένουν μία από τα ίδια στην κλασσική συνταγή «όμορφες μελωδίες, όμορφες φωνές, κάτω από το φώς του ήλιου με προοδευτικά αυξανόμενη ένταση της μουσικής, καθώς γίνεται πιο πλούσιο σε όργανα το κομμάτι». Κάτι παρόμοιο γίνεται και με την επόμενη διλογία "The Gathering of the Clouds" -"Lightning Song". Ξανά και ξανά... «There And Back Again» όπως θα έλεγε και ο Bilbo Baggins. Ίσως, αν στο τελείωμα του δίσκου μαζί με την αφήγηση της επιθανάτιας εμπειρίας του "Internal landscapes", πεταγόταν κι ένα πράσινο εξωγήινο πλάσμα που άκουγε Χατζηδάκη κι έπαιζε τάβλι στην Καραϊβική καθώς τα ολοστρόγγυλα και μαύρα μάτια του καθρέφτιζαν όλο σου το είναι, να το έκανε πιο ενδιαφέρον, αλλά τελοσπάντων.
To be.
Ελπίδα.
Θα συμφωνήσω με τις δηλώσεις του συγκροτήματος ότι είναι μία από τις καλύτερες στιγμές τους. Γιατί αυτός ο δίσκος είναι καλύτερος από τον WHBWH, σε αυτό το ύφος τουλάχιστον. Είναι ακόμη πιο σωστά δομημένος, δεν μπερδεύεσαι, νομίζοντας ότι ακούς Porcupine Tree και τέλος έχεις κάποιες ευχάριστες εκπλήξεις. Παρόλο που ο δίσκος παίζει με τις αντιθέσεις, όπως το φώς και ο χωρισμός, near death experience με γαλήνια και χρωματιστή μουσική, έχει ένα εξαιρετικό σημείο που έχει και το έξυπνο όνομα "The storm before the calm" το οποίο είναι το πιο ενδιαφέρον-διαφορετικό-almost-genius κομμάτι του Weather Systems.
Το πρώτο μέρος του κομματιού, ξεκινάει με μια απλή σχεδόν γρήγορη κιθαριστική μελωδία και στην συνέχεια έρχεται η καταιγίδα με beats, post κιθάρες, εναλλαγές με ηλεκτρονικές παραμορφώσεις της φωνής (και των δυο), χωρίς φωνητικά με-παίρνει-ο-ύπνος και δυνατά ρυθμική electro που μπλέκει, με έναν ιδιοφυές τρόπο, την γνωστή σε ύφος μουσική των Anathema. Δεν ξέρω ποιος ανέλαβε την πρωτοβουλία αυτή, αλλά θέλω να του φιλήσω τα παπούτσια. Το κομμάτι γυρνάει ύστερα στο γνωστό ύφος του δίσκου με ένα πολύ όμορφο τελείωμα.
Έχουμε επίσης το πολύ όμορφο «φιξάκι» που μας είχε πλασάρει, το συγκρότημα, δωρεάν πριν την κυκλοφορία του δίσκου -για να μας προϊδεάσει, ταλαιπωρήσει, πωρώσει- με την υπέροχη επανάληψη της φράσης "Silence is raging", η οποία σε βάζει να σκέφτεσαι πως μπορεί να «εξοργιστεί η σιωπή» και μάλιστα μέσω των αναμνήσεων που την τρέφουν. Σαν πολύ καλή στιγμή στο δίσκο έχουμε το τελείωμα του "Sunlight", με τα πολύ καλά από άποψη παραγωγής, του Christer André Cederberg (με 5 Νορβηγικά Grammy στο ενεργητικό του), drums που δίνουν άλλον αέρα στο κομμάτι. Αρκετά heavy riffάκια θα ακούσει κάποιος και στο "The lost child" που οποίο έχει την πιο σωστή δομή σαν μουσική, σε όλο τον δίσκο. Αρχή, εξέλιξη, κορύφωση και δραματικό τέλος.
Or.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα ανωτέρω το album, είναι και θα είναι ένα album γεμάτο αντιθέσεις. Αντιθέσεις στην ίδια του την δομή αλλά και στη γεύση που αφήνει. Από τη μία έχει μερικά ψήγματα τελειότητας από την άλλη βαλτώνει στη μονοτονία. Από τη μία είναι αιθέριο από την άλλη δυναμικό σαν αστραπή. Από τη μία παραμένει μια από τα ίδια, σε "art rock" ύφος, από την άλλη προχωράει λίγο παραπέρα μουσικά και γίνεται πιο "progressive ".
Ίσως αυτή η εναλλαγή και ο πειραματισμός να είναι ένα δείγμα του τι θα ακούσουμε τα επόμενα χρόνια, ελπίζοντας σε νέες ακουστικές εμπειρίες και εξέλιξη αυτού που αγαπάμε. Γιατί τελικά πολλές φορές κοιτάμε το δοχείο και όχι την ουσία που περιλαμβάνει αυτό. Στην περίπτωση μας, η ουσία και το ζητούμενο, είναι η μουσική.
Ας την απολαύσουμε όσο περισσότερο μπορούμε!
Rating : 7,5 / 10
Δημήτριος Balidor Κουτσομιχάλης
Κάποιες στιγμές αξίζει να προσεγγίζουμε τη μουσική διαφορετικά. Να την βλέπουμε σαν ήχο και τα συναισθήματα που προκαλεί, αποκομμένοι από τις συνηθισμένες μας φόρμες, τη νοσταλγία ή τις ανάγκες του σώματος να κινηθεί. Γιατί αν το κάνουμε, θα ταξιδέψουμε νοητικά σε νέους κόσμους, και θα ανακαλύψουμε την ομορφιά του ήχου-για-τον-ήχο.
Για τέτοιες στιγμές είναι ο Frank Riggio. Δηλώνει ειλικρινά παραγωγός και σχεδιαστής ήχων, όχι μουσικός: άλλωστε, με τις πρώτες του ιδιότητες βγάζει το ψωμί του ο Γαλλο-Ιταλός, όχι με τα περιστασιακά άλμπουμ που θα κυκλοφορήσει σε σχετικά μικρές εταιρείες. Και αυτή η εμπειρία είναι το ισχυρό του σημείο: πρωτότυπα συνδυασμένοι ήχοι με εκπληκτικό όγκο και αρμονική συνύπαρξη στις συχνότητες. Τα εφέ που τροποποιούν κάθε ήχο, συχνά για κλάσματα του δευτερολέπτου, καθώς και η κρυστάλλινη δύναμή τους επιβεβαιώνουν τις προτεραιότητές του.
Τον έμαθα επειδή κυκλοφόρησε στη Hymen, αν και οι προηγούμενες δουλειές του είναι τουλάχιστον ισάξιες (δεν πρέπει να ξεχάσω τη μελωδία του Walk Under a Thundery Sky). Και λέω τουλάχιστον, γιατί το psychexcess, όσο εκπληκτικό και να είναι από πλευράς παραγωγής, πάσχει από τις ομοιότητές του με Amon Tobin. Βέβαια, δεν είναι λίγο το να ξεπεράσεις τον Amon Tobin σε σχεδιασμό ήχων, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι δεν είχε τον ίδιο προϋπολογισμό με το Folley Room (και αν αμφιβάλλετε, ακούστε το venusian philosopher). Στην προσπάθειά του, όμως, χάνει σε μελωδία, όχι μόνο σε σχέση με τον Amon Tobin, αλλά και με τις προηγούμενες δουλειές του. Όταν καταφέρνει να φτάσει το επίπεδο αυτών των μελωδιών (όπως στο big tunnel recordist), είναι ουσιαστικά αδύνατον να τον ξεχωρίσουμε από τον Amon, γεγονός που τιμά μόνο τον αντιγραφόμενο και όχι τον αντιγράφοντα.
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν πετυχαίνει να περάσει την αίσθηση ότι είμαστε μια σταγόνα πραγματικότητας σε ένα απέραντο σύμπαν, μια ροή από το παρελθόν στο μέλλον στην οποία μόνο το στιγμιαίο παρόν υπάρχει. Χαρακτηριστική είναι η χρήση των drones και της απόστασης των συχνοτήτων μεταξύ τους, που δίνουν μια αίσθηση εύρους (infinie galaxie II). Υπάρχουν, βέβαια, και εξαιρέσεις, όπου οι ήχοι πυκνώνουν και πλησιάζουμε σε συναισθηματικά φορτισμένο θόρυβο που θα ταίριαζε εξίσου και στην ant-zen (looking for occultism III).
Όλες αυτές οι στιγμές έχουν κάτι να πουν - δύσκολα μπορούμε να μην αισθανθούμε τις εικόνες να χορεύουν στα μάτια μας, ή να μη νιώσουμε σεβασμό για τις τεχνικές ικανότητες και τη φαντασία του Frank Riggio. Ανυπομονώ να τον δω να συνεργάζεται με άλλους ταλαντούχους στην σκοτεινή ηλεκτρονική μουσική για να τους προσθέσει αυτές τις νότες παραμορφωμένων βιολιών που πέφτουν σε βότσαλα σε μια παγωμένη σπηλιά.
Rating: 7,4 / 10
tec-goblin
Όταν άκουσα για πρώτη φορά το soundtrack της ταινίας ‘Η διπλή ζωή της Βερόνικα' με μουσική του Preisner, δε φανταζόμουν ποτέ ότι θα άκουγα ποτέ κάτι αντίστοιχα μελαγχολικό, αλλά, ευτυχώς, όχι το ίδιο παραλυτικό... Ώσπου ήρθε το πρώτο άλμπουμ της Soap & Skin, για να με διαψεύσει περίτρανα.
‘...When scream masses on wound, I want to meet you...'
Το ‘Narrow', έχει διαφορετική συναισθηματική και μουσική ενέργεια, στην ίδια μελαγχολική και στριφνή διάθεση που εκπέμπουν η φωνή και οι ερμηνείες της Anja Plaschg. Δεν είναι ένα σύνηθες μελαγχολικό άκουσμα, αλλά το εντελώς αντίθετο, πρόκειται για κάτι αρκετά επώδυνο ειδικά αν οι στίχοι βρουν έστω και κάτι ελάχιστο που να σας αφορά. Για τους fans του Sopor Aeternus, που ίσως προβάλλουν ενστάσεις...γελάω πονηρά και τους προκαλώ, το ίδιο και η Anja! Φταίει σίγουρα το εφέ που χρησιμοποιεί για να πολλαπλασιάζει τη φωνή της ώστε το άκουσμα να μοιάζει χορωδιακό, φταίει επίσης η πομπώδης μελαγχολική σύνθεση που θυμίζει πολύ το ύφος του Rachaninov (συγχορδίες στο ‘Big Hand nails Down' ) και φυσικά η ίδια η χροιά της φωνής της, για το ότι αισθάνεται κανείς να τον κατακλύζει ολοκληρωτικά το άκουσμα αυτό˙ σα να μη μπορεί να βρεθεί ούτε μία νότα, ούτε μια σιωπή αισιοδοξίας, από την οποία να μπορεί να ‘πιαστεί' μια χαρούμενη σκέψη.
Σε σημεία καταντάει ιδιαίτερα ‘βαριά' η ατμόσφαιρα του άλμπουμ και ίσως αισθανθείτε ανυπόφορα...αν δεν ακούτε επιπόλαια μουσική. Ο σκοπός του ‘Narrow' δεν είναι καλός, ούτε ‘φωτεινός' τα μηνύματά του είναι αυστηρά και ο στόχος του είναι δυσάρεστος και σκοτεινός. Το πρώτο κομμάτι με τίτλο ‘Vater' δηλαδή ‘Πατέρας' σε συνδυασμό με τους πολύ σκληρούς στίχους του επιβεβαιώνει με το παραπάνω το τι επακολουθεί.
‘...Life lays in your heart like in a coffin, stop faking suffering like a child...'
Η Anja Plaschg είναι μια μουσικός με δικό της στυλ και ύφος το οποίο παραπέμπει τόσο στους δραματικούς κλασσικούς συνθέτες (Wagner, Rachmaninov) όσο και σε folk τραγουδίστριες του παρελθόντος, όπως η Cat Power. Το ‘Narrow', εμπνέεται από μουσικά είδη που η εξέλιξή τους θεωρείται εξαρχής ανεπιτυχής. Αυτό όμως ανατρέπεται, στην προκειμένη περίπτωση με πολύ δυνατές ερμηνευτικά και συναισθηματικά, συνθέσεις κυρίως στο πιάνο.
Ποιός θα τολμούσε να σκεφτεί, ότι οι εκκλησιαστικοί ύμνοι θα μπορούσαν να εμπνεύσουν με οποιοδήποτε αυθεντικό τρόπο ένα σύγχρονο μουσικό? Η ιδέα βέβαια δεν είναι καινούρια όμως σπάνια αναπτύσσεται με τέτοιο συνολικό τρόπο ιδιαίτερα τα τελετουργικά ερμηνευτικά της χαρακτηριστικά. Η εκκλησιαστική κοινότητα του πλανήτη βρυχάται και η Anja απαντάει με απελευθερωτικές κραυγές!
Για να μιλήσω πιο συγκεκριμένα, τα κομμάτια ‘Lost' και ‘Boat turns toward the port' έχουν βασιστεί ερμηνευτικά, ρυθμολογικά και συνθετικά, το ένα στην ερμηνεία των εκκλησιαστικών ύμνων από τους ψάλτες και το άλλο στα πένθιμα εκκλησιαστικά εμβατήρια. Οι λόγοι για τους οποίους το μυαλό πάει μόνο στην εκκλησιαστική υμνωδία και όχι ας πούμε στο γεωργιανό μέλος ή στο αρχαίο θέατρο, είναι στην περίπτωση του ‘Lost', ο μυσταγωγικός τρόπος πολυφωνικού τραγουδιού σε αργό ρυθμό με τη συγκεκριμένη έμφαση στην τελευταία στροφή των στίχων (ιδίως στο ρεφρέν), στοιχεία που απαντώνται αποκλειστικά στους εκκλησιαστικούς ύμνους. Αν υπήρχαν περαιτέρω στοιχεία για την εκφορά του λόγου από το χορό στο αρχαίο θέατρο, από το οποίο έχει εμπνευστεί η βυζαντινή μουσική στην οποία βασίζονται οι εκκλησιαστικοί ύμνοι, τότε ίσως να είχαμε ένα διαφορετικό σημείο αναφοράς. Όσον αφορά στο ‘Boat turns toward the port' προσέξτε λίγο παραπάνω το ρυθμό των τυμπάνων στο background...τι σας θυμίζει? Μήπως τα τύμπανα στα πένθιμα εκκλησιαστικά εμβατήρια τα οποία και το ενέπνευσαν ?
...voyage voyage, plus loin que la nuit et la jour...
Ας έρθουμε τώρα στο μοναδικό αμφιλεγόμενο στοιχείο του άλμπουμ κατά τη γνώμη μου το οποίο όμως αποκαλύπτει αστείρευτη τόλμη από την πλευρά της ερμηνεύτριας. Αναφέρομαι στη μεταμόρφωση του ‘Voyage voyage' της Desireless και ας ξεκινήσω με την εξής ερώτηση: Η αρχική εκδοχή του κομματιού είναι μια αισιόδοξη και χαρούμενη παρότρυνση ή αποκαλύπτει μια μοιρολατρική ματιά στα πράγματα? Επίσης, ανεξάρτητα από τις δυο ερμηνείες, οι στίχοι ως λέξεις έχουν θετικό ή αρνητικό πρόσημο? Η Desireless αναφέρεται σε κυριολεκτικά ή συμβολικά ταξίδια που οδηγούν προς λύτρωση και ξεπέρασμα όλων όσων ‘μας' περιορίζουν. Η ερμηνεία σίγουρα παίζει καθοριστικό ρόλο στα συναισθήματα που προκαλεί η στροφή ‘Voyage voyage, vole dans les hauteurs, au dessus des capitals, des idées fatales...' όμως παρ' όλ'αυτά πρέπει να δεχτούμε πως οι λέξεις από μόνες τους δεν είναι άδεια δοχεία στα οποία βάζει ο καθένας το νόημά του. Έχουν ένα νόημα από μόνες τους εξαρχής, το οποίο και παίρνει θετικό ή αρνητικό πρόσημο μέσα στα συμφραζόμενα. Η παραπάνω φράση για παράδειγμα κατά τη γνώμη μου παροτρύνει προς θετικές σκέψεις. Η ίδια φράση ερμηνευμένη από την Anja με συνοδεία δραματικές συγχορδίες, το μακρόσυρτο ερμηνευτικό ύφος και τη χροιά που τους δίνει, αναφέρεται στην απόλυτη ματαιότητα, σε βαθμό που να μην ανιχνεύεται πουθενά ίχνος θετικότητας, σε ένα ταξίδι το οποίο φαντάζει πλησιέστερα στο...ένα και αιώνιο του καθένα. Κατά τη γνώμη μου η αρχική εκδοχή του τραγουδιού δίνει παροτρύνσεις ενώ η δεύτερη αντιμετωπίζει τα πράγματα ως τετελεσμένα και μάταια. Αυτό που μόλις περιέγραψα συμβαίνει σε όλο το κομμάτι σε βαθμό πρωτόγνωρο για'μένα στη μουσική ακόμα και έχοντας ακούσει τη διασκευή του ‘Holding out for a hero' από τον Sopor Aeternus στο τελευταίο του άλμπουμ. Όσοι έχετε διάθεση συγκρίνετε τις δυο μεταλλάξεις των κομματιών.
Κατά τα άλλα προσωπικά θεωρώ πως το ‘Narrow' δεν έχει τόσο δυνατές συνθέσεις όσο το προηγούμενο άλμπουμ όμως αποκρυσταλλώνει το προσωπικό ύφος της Anja και μάλιστα με τρόπο τολμηρά δημιουργικό και εφευρετικό. Οι δικές μου αγαπημένες στιγμές: το τελετουργικό ‘Lost' το ‘Boat turns toward the port' και το ‘Big hand nails down' αν και βρήκα τους στίχους τους, όπως και των υπολοίπων κομματιών, σχετικά δυσνόητους.
Σας αφήνω ελπίζοντας να αντισταθείτε στη σκοτεινιά και την απελπισία προς τις οποίες η Σειρήνα Anja, προσπαθεί να σας ωθήσει...
Rating: 7,5 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Η στροφή στον ήχο των Cyanna που σηματοδότησε το προηγούμενο τους άλμπουμ έχει πλέον ολοκληρωθεί και τώρα μπαίνουνε στην τελική ευθεία. Είναι πλέον «κανονική» μπάντα, έχουν συμπληρώσει τα απαραίτητα μέλη στα όργανα και δουλεύουν ολοκληρωμένα. Εδώ έχουμε τέσσερα καινούργια κομμάτια, με σκοπό να δοκιμάσουν έναν πιο οργανικό ήχο ως προέκταση του ‘end is near'. Τα ηλεκτρονικά στοιχεία και τα samples περάσαν στην άκρη και τα φυσικά όργανα βγήκαν στο προσκήνιο.
Κυριάρχη θέση στο ep κατέχει το I Am Cannibal. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα σκοτεινό κάντρυ κομμάτι και ακόμα ότι είναι επηρεασμενο από Doors, αλλά τί δουλειά έχει ο μπαγλαμάς (το μουσικό όργανο, ε?) μέσα; Οπως και να έχει το φάντασμα του Johnny Cash το στοιχειώνει φανερά και εδώ είναι που μεγαλουργούν. Τσαλακώνονται και δημιουργούν ένα μη εμπορικό τραγούδι, που έχει όμως τα φόντα να γίνει επιτυχία και που φαντάζομαι θα έχει σημαντική θέση στην ιστορία τους κάποια στιγμή στο μέλλον.
Τα υπόλοιπα τρία κομμάτια δείχνουν την ικανότητα τους να γράφουν όμορφα πιασάρικα pop-rock κομμάτια. Ξεχωρίζουν τα πλήκτρα του Nick καθώς και η μαντόλα που δίνει ένα ξεχωριστό ηχοχρώμα στο Τo Love Forever. Ο στακάτος pop ρυθμός του It Don't Matter το κάνει ιδανικό για συνεχόμενα repeat στο πρωινό ξύπνημα. Ε, σου φτιάχνει την διάθεση όπως και να το κάνουμε. Ολόκληρο το EP έχει μια αίσθηση Madrugada που πλανάται στην ατμόσφαιρα. Αξίζει για τέλος μια μνεία στην στιχουργική πλευρά. Χωρίς σοφιστικέ, βαρύ, δυσνόητο τρόπο, ατάκες in your face όπως λένε και οι φίλοι μας από το νησί, που έχουν την ικανότητα να σου τριγυρίζουν στο μυαλό συνεχώς. Ενα μπράβο εδώ στον Spyrea.
Chase the sun and gather speed you're the animal. Οι Cyanna μαζεύουν δυνάμεις και είναι έτοιμοι να τις ξαμολύσουν στην κανονική τους κυκλοφορία. Πλέον περιμένουμε με μεγάλες αξιώσεις και περισσότερες απαιτήσεις το επόμενο άλμπουμ τους. Αν όλα πάνε καλά κάπου στα τέλη του 2012 θα ξαναχτυπήσουν. Μέχρι τότε μεγαλώνουν το όνομά τους .Well done boyz.
PS: Στις 15 του μηνός παρουσιάζουν την δουλειά τους στο SIX dogs όπου στο εισιτήριο περιλαμβάνεται το εν λόγω EP σε βινύλιο και cd. Αξίζει να σημειώσουμε ότι είναι η πρώτη κυκλοφορία της μπάντας σε βινύλιο. Το ep έχει την δυνατότητα να το ακούσει κανείς στο official site των Cyanna.
Αποστόλης Ζώτος
Οι Cranberries επέστρεψαν φέτος με το έκτο τους άλμπουμ "Roses", με παραγωγό τον επιτυχημένο Stephen Street, γνώριμο του συγκροτήματος από παλιότερές τους συνεργασίες, με πιο πρόσφατη αυτή στο "Wake Up And Smell The Coffee" το 2001.
Θα πει κανείς έχει σημασία η παρουσία των Cranberries σήμερα; Έχουν να προσθέσουν κάτι καινούργιο στην πορεία τους ή στη μουσική σκηνή του σήμερα; Χρειαζόταν να γίνει reunion όταν ήδη η Dolores O'Riordan είχε ξεκινήσει σχετικά πετυχημένη σόλο καριέρα; Ο μόνος που μπορεί να απαντήσει τέτοια ερωτήματα είναι το ίδιο το συγκρότημα μέσα από τα τραγούδια του.
Ακούγοντας μάλιστα το δίσκο το πρώτο πράγμα που παρατηρεί κανείς είναι ότι ο ήχος τους δεν έχει αλλάξει καθόλου. Ήδη το εναρκτήριο "Conduct", που είναι και από τα καλύτερα τραγούδια του δίσκου, σε παραπέμπει σε παλιότερες μέρες δόξας του συγκροτήματος με το λυρισμό και την ιρλανδική φολκ χροιά του. Μια συνταγή δοκιμασμένη που σίγουρα θα καταφέρει να αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές των φανς.
Η χαρισματική φωνή της Dolores O'Riordan παραμένει αναλλοίωτη και μάλιστα διατηρεί την ικανότητα να οδηγεί τη μουσική σε κάτι ακόμα πιο σύνθετο. Η θεματολογία του άλμπουμ περιστρέφεται γύρω από τις σχέσεις, τον ρομαντισμό και την αγάπη γενικότερα στις διάφορες μορφές της. Πολιτικό ή κοινωνικό σχόλιο δεν θα βρούμε αυτή την φορά, κάτι το οποίο παλιότερα (βλέπε Zombie) αποτελούσε βασικό στοιχείο και τρανταχτό μήνυμα.
Το πρώτο σινγκλ από το άλμπουμ, "Tomorrow", ήδη προωθεί την κυκλοφορία, με αισθητή παρουσία στα playlists του ραδιοφώνου. Ένα ποπ ανάλαφρο τραγούδι με μελωδικές κιθάρες, χαρακτηριστικό δείγμα της ικανότητας του γκρουπ να γράφει χιτάκια. Μερικά τραγούδια του δίσκου, όπως το "Fire & Soul", ξεκινούν λίγο χλιαρά ίσως και ανιαρά, αλλά καθώς προχωρούν ξεδιπλώνονται και αντιλαμβάνεται κανείς ότι τελικά περιέχουν όλα τα κλασικά στοιχεία για ένα καλό τραγούδι Cranberries. Παρακάτω βρίσκουμε άλλη μια στιγμή που ξεχωρίζει μέσα από το δίσκο, το "Raining In My Heart", που έχει προοπτική να γίνει το επόμενο σινγκλ. Από τα πιο δυναμικά κομμάτια του δίσκου είναι το "Schizophrenic Playboys" που θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται σε κάποιον 90's δίσκο τους και ειδικότερα στο "To Τhe Faithful Departed". Επίσης, το "Losing My Mind" είναι ένα από τα ομορφότερα και πιο συναισθηματικά κομμάτια εδώ. Σε άλλο ύφος, το βαλς "Waiting In Walthamstow" αποδεικνύει τη διάθεση του συγκροτήματος να δοκιμάσει κάτι νέο και διαφορετικό, εμπλουτίζοντας το χαρακτηριστικό τους στυλ. Έπειτα, υπάρχουν πιο ροκ στιγμές όπως το "Show Me" που φαντάζομαι θα ξεσηκώνει στις ζωντανές τους εμφανίσεις. Το "Roses" αργό και ακουστικό έχει την κατάλληλη βαρύτητα για ομότιτλο του δίσκου. Μια εσωστρεφής μπαλάντα στην οποία συνοψίζεται και η φιλοσοφία του άλμπουμ "Life is no garden of roses, more like a thistle in time... Life is a garden of roses, roses just wither and die".
Ο δίσκος καταφέρνει να ηχεί με τον ήχο που είχαν και καθιέρωσαν οι Cranberries πριν από χρόνια. Πράγμα που είναι δίκοπο μαχαίρι, μιας και από την μία μπορεί να αποδοθεί ως επανάληψη. Από την άλλη όμως αυτό ακριβώς ήταν και είναι ακόμα οι Cranberries, ένα ιρλανδικό alternative pop rock συγκρότημα που κατάφερε να έχει απήχηση στο mainstream, με μια χαρισματική frontwoman και ένα σωρό επιτυχίες. Γενικά μπορεί να μην μιλάμε για το άλμπουμ της χρονιάς αλλά σίγουρα δεν θα απογοητεύσει κανέναν από τους σκληροπυρηνικούς οπαδούς τους. Εγώ προσωπικά τον απόλαυσα. Δεν περίμενα τίποτα παραπάνω και τίποτα λιγότερο από έναν νέο δίσκο των Cranberries.
Για όσους μάλιστα τους μάθουν με αυτό το δίσκο και τους αρέσει, τότε τους περιμένουν πολλές εκπλήξεις και συγκινήσεις όσο ανακαλύπτουν τα παλιότερα τους άλμπουμς.
Rating: 7 / 10
Νίκος Δρίβας
Τρία χρόνια μας χωρίζουν από την στιγμή που ήρθε στην επιφάνεια το πρώτο άλμπουμ των Your Hand In Mine, το Every Night Dreams. Γραμμένο για να αποτελέσει το soundtrack για την βουβή ταινία του Mikio Naruse "Yogoto No Yume", η δισκογραφική εμφάνιση του Μάνου Μυλωνάκη και του Γιώργου Παπαδόπουλου ακούστηκε για πρώτη φορά live στο 48ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Η κινηματογραφική αισθητική δεν απουσιάζει ούτε από τις εννέα συνθέσεις της νέας τους δουλειάς, του The Garden Novels, πλάθοντας σε κάθε ενορχήστρωση του, μυστικιστικά τοπία και φανταστικούς ήρωες. Συγκρίνοντας τα δύο άλμπουμ τους, είναι εμφανής μια δημιουργική εξέλιξη για την μπάντα. Αν στη πρωτόλεια δημιουργία τους, οι Your Hand In Mine επένδυσαν στις προυπάρχουσες εικόνες της ταινίας για να συνθέσουν την μουσική, αυτή την φορά οι ήχοι και οι μελωδίες τους γεννούν τις λέξεις και τις εικόνες, στήνοντας μια ταινία για κάθε ακροατή.
Στη νέα τους κυκλοφορία, vintage ήχοι, αναλογικά synth, και συνηθισμένα και ασυνήθιστα όργανα αναμιγνύονται με μια πλειάδα από γνωστές επιρροές και παλιές μνήμες. Από τον Χατζιδάκι μέχρι τον Tiersen, και από το μαντολίνο και το ακορντεόν μέχρι την βρετανική ύπαιθρο και την ελληνική εξοχή, οι συνθέσεις γεννούν κύματα λυρισμού και μελαγχολίας μαζί με συναισθήματα και εικόνες.
Παιδικές μνήμες ξεδιπλώνονται όσο προχωράει η ακρόαση. Από το εναρκτήριο Foreword και το Desert Flags (που ακούσαμε για πρώτη φορά στο Audiobook 4), οι εντάσεις κορυφώνονται όταν οι λέξεις αποκτούν αντήχηση στο ληθαργικό Nightly Drums, την μοναδική σύνθεση του άλμπουμ που γίνεται χρήση φωνητικών, για να πέσουν οι ρυθμοί με τα πιο φωτεινά The Tin Can Parade και Rosin, δίχως κάποια αξιοσημείωτη λυτρωτική έκρηξη ή εκτόνωση.
Η δεκτικότητα κάθε ακροατή καθορίζει και την αποδοχή του δίσκου. Οι πολυάσχολοι θα το προσπεράσουν, κάποιοι περαστικοί θα σταθούν με ενδιαφέρον και ορισμένοι θα αναζητήσουν σίγουρα στις συνθέσεις του The Garden Novels καταφύγιο από την πολύβουη καθημερινότητα.
Στην καθημερινότητα που ζούμε και βράζουμε σήμερα και απαξιώνουμε οικονομίες, πολιτισμούς και κοινωνίες με αδηφάγο ρυθμό, δύσκολα μπορεί να βρει κανείς εγχώριο δίσκο με περισσότερο λυρισμό και μελωδικότητα. Με χειροποίητο ταλέντο και ανθρώπινες ερωτεύσιμες αδυναμίες.
Rating: 8 / 10
Βασίλης Παπαευσταθίου
‘I don't really fit in anywhere and that can evoke darkness...' Barry Adamson
...κι ενώ φαινόταν απλό, ήμουν τελικά αμήχανη να ξεκινήσω να γράφω για τον Barry Adamson, για άγνωστο λόγο, τον οποίο κάπως αποσαφήνισα στη συνέχεια...
Όσο δίκαια και αν παραξενεύει ορισμένους, ο πολυπράγμων μουσικός Barry Adamson γεννήθηκε στο Moss του Manchester ενώ μουσικά επηρεάζεται κυρίως από την Αμερική, όπου άλλωστε βρίσκονται και οι ρίζες της soul, funk, jazz, είδη πάνω στα οποία βασίζονται οι περισσότερες συνθέσεις του. Όσο κι αν προσπαθούσαμε μ' έναν φίλο να ξεκαθαρίσουμε το λόγο για τον οποίο μας φαινόταν αυτονόητο ότι ο Adamson ήταν αμερικάνος, δεν καταλήξαμε σε μια αποδεκτή σκέψη. Η οπτικοακουστική εμπειρία που είχαμε κατά τη live εμφάνισή του στο Queen Elizabeth Hall του Λονδίνου πριν 3 εβδομάδες, μας μπέρδεψε παραπάνω. O αεικίνητος μαυροντυμένος με μαύρα γυαλιά και καπέλο, Barry, πάνω σε μια κυκλική εξέδρα με φωτισμένο δάπεδο στο πίσω μέρος της σκηνής, ενίσχυε την εντύπωση του αμερικάνου μαύρου τραγουδιστή ενώ ταυτόχρονα κατέδειξε μια περίεργη απόσταση τόσο από τη μαύρη όσο και από την αγγλική κουλτούρα.
Η πολυμελής ορχήστρα που συνόδευσε καθ' όλη τη διάρκεια της συναυλίας κομμάτια κυρίως από το ‘Back to the Cat' και το ‘I will set you free' με μια μυστήρια παρεμβολή του ρεφρέν του ‘Transmission' από τους Joy Division, έδωσε μια δυνατή και ακαριαία εικόνα της μουσικής του πορείας από τους Magazine, τους Bad Seeds, τον David Lynch ως εδώ.
Αυτή λοιπόν η ορχήστρα, των 12 βιολιών (παιδιά ως 15 ετών) μαζί με μπάσο, βιολοντσέλο, ντραμς, synth και στη συνέχεια 3 τρομπετίστες, περιείχε δυο γενιές, μια εκ των οποίων αντιπροσώπευε μόνος του ο Barry Adamson. Προσθέστε στα παραπάνω ότι η ατμόσφαιρα της σκηνής και της μουσικής με τα φώτα, το στήσιμο των μουσικών και η συνολική αισθητική παρέπεμπε μονοσήμαντα σε αμερικάνικο bar. Κρατείστε και το ότι σε ολόκληρο το θέατρο και τη σκηνή ο μόνος μαύρος ήταν ο Barry Adamson (αφού μετά το πρώτο κομμάτι δυο 20χρονοι μαύροι από το κοινό, έφυγαν σχεδόν τρέχοντας από το θέατρο...) και αν αρχίσετε ν' αναρωτιέστε για κάποια πράγματα βρίσκεστε κατά την γνώμη μου στο σωστό δρόμο.
‘...come over forget about who you know ‘cause alone gone knocking the snap of the street was to do my thing...'
Το setlist από τα δυο τελευταία άλμπουμ απέδειξε πως το ‘I will set you free' κινείται στα ίδια μονοπάτια από άποψη ύφους με το ‘Back to the Cat' σε απόσταση από το ‘The King of Nothing Hill' και έτη φωτός από το soundtrack για μια φανταστική ταινία το ‘Moss side story'. Μίλησα για το σύνολο όμως του άλμπουμ και επειδή ο Barry Adamson επιδιώκει πάντα να δημιουργεί αμφιβολίες και να καταρρίπτει κάθε σιγουριά, το ‘The Trigger City Blues', το δικό μου αγαπημένο κομμάτι του άλμπουμ (το οποίο και ήταν το μοναδικό που δεν παρουσίασε live) αποκαθιστά τη σύνδεση με τον Barry Adamson του ‘Sweetest Embrace' ή κομματιών όπως το ‘Sounds from the big house' ‘ Suck on the honey of love' , ‘Cold comfort', ‘The swinging detective'. Τον ίδιο ρόλο αισθάνομαι ότι έπαιξε η επιλογή για το τελευταίο κομμάτι του live, το ‘Jazz Devil', η εκτέλεση του οποίου ήταν 1000 φορές καλύτερη από την αρχική, πιο πλούσια σε ερμηνεία, πιο καταχθόνια και μυστηριακή και προσωπικά για' μένα ήταν το μοναδικό κομμάτι στο οποίο αισθάνθηκα να δίνει κάτι παραπάνω από τον εαυτό του αυτός ο μυστήριος μουσικός. Ήταν το κομμάτι που εμφάνισε στη σκηνή για μια στιγμή τον πραγματικό ‘King of Nothing Hill' με σάρκα και οστά. Το κοινό ήταν αμήχανο, εγώ εκστασιασμένη!
Το ‘I will set you free', μεταφέρει την αίσθηση της αισιόδοξης εικόνας του εξωφύλλου του, όπου ο Barry κοιτάζει τον ήλιο. Είναι ένα ευχάριστο άκουσμα με αισιόδοξη funky ατμόσφαιρα η οποία κυριαρχεί αλλά δεν κουράζει καθόλου πράγμα που δεν οφείλεται αποκλειστικά ούτε στη διάρκειά του ούτε σε άλλες λεπτομέρειες αλλά στο συνολικό μουσικό αποτέλεσμα που δημιουργεί την ανάγκη για πολλαπλές ακροάσεις.
‘What never was will never be again so lose it...'
Τα ‘Turnaround', ‘Destination', ‘The sun and the sea', ‘The Trigger city blues' είναι αναμφισβήτητα τα καλύτερα κομμάτια του άλμπουμ ενώ τα υπόλοιπα κινούνται περισσότερο σε soul ρυθμούς με λίγες ροκ στροφές. Επιβεβαιώνουν επίσης ότι ο Barry Adamson ενώ δίνει μια αίσθηση αποστασιοποίησης από όλους μας, μ'αυτό το άλμπουμ μας ‘κοιτάζει στα μάτια και στο μυαλό' παραπάνω από ό,τι κάνει στα προηγούμενά του. Μ'αυτά και μ'αυτά, πίνοντας ένα κρασί με μια φίλη στην Αθήνα, σε μια περίεργη ροπή της συζήτησης έφερα στο μυαλό μου τον Barry Adamson στη σκηνή να κρατάει δυο λευκές maracas με μαύρα μάτια στα χέρια ( νομίζω ότι μας τις σύστησε ως Dave και Henry). Κι έτσι κατάλαβα γιατί εγώ που ποτέ δε συγκινήθηκα με την soul και funky μουσική, μου αρέσει τόσο πολύ κι αυτό του το άλμπουμ. Λόγω της ορμής του ‘Destination', της dark electronica του ‘The trigger city blues' και της αισιοδοξίας του ‘Turnaround', που αποδεικνύουν ότι η σιγουριά των στίχων ‘I will set you free' και ‘It'll be okay we'll find a way..' και η ελαφράδα των χαρούμενων κομματιών, δεν είναι χαζά αισιόδοξα λογάκια. Είναι η σιγουριά που εκπέμπει κάποιος που έχει βιώσει ασχήμια, σκοτεινιά και στενοχώρια με αποτέλεσμα όταν λέει αυτά τα λόγια αντί για ανεξήγητη και απλοϊκή χαρά, να εκπέμπει μια καθησυχαστική σοφία.
Αν παραδόξως αισθανθείτε κάποιες νότες από το παλιότερο ‘Maria' των Blondie κάπου ανάμεσα στις νότες του ‘Destination' απλά απολαύστε το... Το ‘Stand In' είναι το ιδανικό κλείσιμο γι'αυτό το άλμπουμ το οποίο όμως στο live κατέληξε σε μια ανεπιτυχή επικοινωνία του Barry με το κοινό αφού ο ίδιος παρότρυνε όλους να σηκωθούν από τις θέσεις τους πράγμα το οποίο ούτε ανταποκρινόταν σε κάποια ανάγκη του κοινού ούτε και έγινε κατανοητό, όπως απέδειξαν τα αμήχανα βλέμματα όλων προς όλους...
Εγώ σας αφιερώνω τα παρακάτω και σας αφήνω με μια μεθυστική αίσθηση.
‘One touch too much, you're out of luck, this fear in your heart not in my soul...I have a gun and I'm gonna use IT...'
Rating: 7,5 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Pages