Το "Lappuggla" είναι αναμφισβήτητα μία μοναδική κυκλοφορία, όχι μόνο για τα εγχώρια δεδομένα. Μας παρουσιάστηκε το περασμένο φθινόπωρο, αθόρυβα, χωρίς πολλά και μεγαλεπήβολα, παρά μόνο με ένα live presentation και μας μάγεψε από την πρώτη κιόλας ακρόαση. Το γεγονός μάλιστα ότι ένα σχετικά «δύσκολο» άλμπουμ, ψηφίστηκε στην 2η θέση των polls του Postwave.gr ενισχύει ακόμα περισσότερο την αξία του.
Η Lappuggla, το "Φάντασμα του Βορρά", ένα είδος κουκουβάγιας του Βόρειου Ημισφαίριου, δεσπόζει σε όλο το άλμπουμ, δίνοντας αμέσως το στίγμα του δίσκου και μεταδίδοντας μια Σκανδιναβική πνοή. Η Etten μας είχε προετοιμάσει άλλωστε για κάτι τέτοιο με το "Northern Lights" από τον πρώτο της δίσκο "I Know You're Behind Me But I'm Not Scared". Η όλη ατμόσφαιρα ενισχύεται σημαντικά και από την επιμελημένη χάρτινη συσκευασία - βιβλίο, το εξώφυλλο του οποίου κοσμεί το πρωτότυπο έργο της ζωγράφου Ελένης Γλύνη. Στολισμένο με συναφή εικονίδια, σύμβολα αλλά και τους στίχους γραμμένους με στυλ που παραπέμπει σε αρχαίους βόρειους λαούς.
Τρία χρόνια μετά το πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο της, στο οποίο έμπλεκε ιδανικά την electronica με το προσωπικό της όραμα, η Etten (Ελένη Τζαβάρα) μοιάζει να έχει τελειοποιήσει το στυλ της ξεφεύγοντας από γνώριμα είδη και ταμπέλες. Ωριμάζοντας πλέον και συνθετικά (το ερμηνευτικό μέρος έτσι κι αλλιώς το είχε εδώ και χρόνια) και δαμάζοντας τις επιρροές της το αποτέλεσμα φαντάζει τελείως πρωτότυπο και ιδιαίτερο. Μουσικά, θεματικά, εικαστικά, εμπνέει μια αυθεντικότητα που δύσκολα βρίσκεις τη σήμερον ημέρα. Η Etten από παλιά έχει αποδείξει ότι κατέχει δυνατή και εκφραστική προσωπικότητα σε πολλά επίπεδα και με πολλαπλές διεξόδους, μουσικές και μη. Δείχνει προσηλωμένη στο έργο της και αυτό διαγράφεται στη μουσική της.
Στο "Lappuggla", θέλοντας να εισαγάγει όργανα όπως το σαντούρι, η άρπα, το hang drum, ο συνεργάτης της, Coti K. κατασκεύασε δύο νέα μουσικά όργανα το «Διαπαντός» και το «Διαμέσον», που εντάσσονται στην οικογένεια των σαντουριών και τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στις ηχογραφήσεις του δίσκου. Το ηλεκτρονικό στοιχείο παραμερίζεται κατά κάποιον τρόπο, αφήνοντας τα ακουστικά όργανα αλλά και την ερμηνεία της να έχουν τον καταλυτικό ρόλο.
Μέσα από τις έντεκα συνθέσεις του άλμπουμ η Etten εξιστορεί μικρές ιστορίες, με ένα ενιαίο concept για τον σεβασμό στη φύση, τη μητέρα Γη, την ανάγκη απεγκλωβισμού από το βιομηχανοποιημένο κόσμο που ζει σε βάρος του περιβάλλοντος και των ζώων. Από το πρώτο κιόλας κομμάτι, με τον σχεδόν tribal ρυθμό, μας εισάγει στον κόσμο της και ξυπνά πρωτόγονα ένστικτα. Είναι απίστευτο πώς πετυχαίνει να μεταδίδονται τόσο ζωντανά εικόνες που σε κάνουν να ταξιδεύεις μαζί με την μουσική. Σαν να βιώνεις μια πτήση, μέσα από τα μάτια της Lappuggla, πάνω από ένα κατάλευκο χιονισμένο τοπίο. Το "Chant" επηρεασμένο από τα στοιχεία της φύσης, τη βροχή, τα φύλλα, υπενθυμίζει όλα τα μικρά πράγματα που αποτελούν τη ζωή γύρω μας και που ο άνθρωπος ξεχνά και αγνοεί ζώντας στην σύγχρονη βαβούρα των μεγαλουπόλεων. "Circle" σημαίνει κύκλος, ο κύκλος της ζωής, η αναγέννηση. Στο εκδικητικό "Get Rid of the Hunter" παίρνει την θέση της προστάτιδας, εκπρόσωπου του ζωικού Βασιλείου "Lets hunt him down, lets scratch him now, bite him with teeth, bite him with beaks..." μέσα σε ένα post-industrial ύφος, που οδηγεί στο υπνωτικό "Goodbye Cocoon", μια εσωτερική αναζήτηση. Με το βελούδινο ψίθυρό της, η Etten στο down-tempo "Place Your Ears On the Ground" κάνει έκκληση κατανόησης και μετάνοιας, παρομοίως και στα ποιο up-tempo "Four Legs" και "Fox". Οι ρυθμοί καταλαγιάζουν πάλι με τα "Dust (Ode To the Human)", ένα λεπτεπίλεπτο νανούρισμα και το αιθέριο, παιχνιδιάρικο και γεμάτο αθωότητα "In the Tree". Το "Song of A Seed", που κλείνει το δίσκο, είναι ένα καταπληκτικό τραγούδι, εξαιρετικής ευαισθησίας, που μέσα από το μυστικισμό του εμπνέει και εκπέμπει μια αισιοδοξία, σαν λαμπερή ηλιαχτίδα που διαπερνά τον χειμωνιάτικο συννεφιασμένο βόρειο ουρανό. Απελευθερωτικό, στους στίχους του συνοψίζεται με τον ομορφότερο τρόπο η φιλοσοφία του δίσκου "The sun entangles his hands on my leaves and we dance..."
Όσοι είχαν την τύχη να παρευρεθούν τον περασμένο Νοέμβριο στο Six D.O.G.S. εκτίμησαν και ζωντανά τη δύναμη των συνθέσεων, την αξία των νέων οργάνων που χρησιμοποιήθηκαν, την απόλυτα εκφραστική και θεατρική Etten. Όλα ήταν εκεί παρόντα. Η τέχνη, η φύση, η Lappugla. Μαζί με την μπάντα που την πλαισίωνε μετέφερε όλη της την μαγεία στο ακροατήριο, αποπνέοντας την αύρα του μακρινού βορά. Πρόκειται για μια σπάνια περίπτωση όπου το πρόσωπο ταυτίζεται με την τέχνη του.
Και δεν είναι ότι στο Postwave έχουμε αδυναμία στην τοπική σκηνή, αλλά τέτοιες δουλειές αξίζουν παγκόσμιο ενδιαφέρον. Όπως εξελίσσονται τα πράγματα, πλέον είναι στο χέρι του μουσικόφιλου να ανακαλύπτει και όχι να του σερβίρονται σκουπίδια. Και όπως κάναμε παλιά με τη μέθοδο "από στόμα σε στόμα" μπορούμε σήμερα να διαδώσουμε τα καλά κρυμμένα διαμαντάκια απλά με ένα Like ή Share. Θετικό και απλό.
Rating: 8,5 / 10
Νίκος Δρίβας
Το πρώτο πράγμα που προσέχει κανείς στο νέο δίσκο των Βρετανών από το Brighton, τους οποίους γνωρίσαμε πριν από περίπου 2 χρόνια, δεν είναι άλλο από τον τίτλο του. Το "Wash The Sins Not Only The Face" είναι η μετάφραση από τη γνωστή φράση "νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν", που διαβάζεται και ανάποδα και αναγραφόταν στην κρήνη του ναού της Αγίας Σοφίας.
Η επιλογή αυτή βέβαια δεν προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση. Ήδη από τον πρώτο δίσκο ήταν φανερή η επιρροή της μπάντας από την ιστορία και συγκεκριμένα από τον μεσαίωνα και το gothic. Αυτές οι αισθητικές αναφορές είχαν τότε αναμειχθεί με το σύγχρονο, κληροδοτημένο από τα 80's indie rock και συνέθεσαν έναν πολύ ενδιαφέροντα ήχο (και ένα εξίσου ενδιαφέρον ντεμπούτο), ο οποίος όμως δεν ήταν καθόλου προσιτός. Αυτό που προσωπικά περίμενα να δω, λοιπόν, στο δεύτερο δισκογραφικό βήμα των Esben And The Witch, είναι εάν θα κατάφερνε να γίνει λιγότερο στριφνό, κρατώντας παράλληλα τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του.
Υπό αυτό το πρίσμα, το συγκρότημα τα κατάφερε περίφημα. Ο θόρυβος και η βαβούρα έχουν περιοριστεί δραστικά, η παραγωγή έχει καθαρίσει αρκετά και από πλευράς δομής το album είναι πιο στρωτό και προσβάσιμο, χωρίς ωστόσο να χαθεί η όμορφη, στοιχειωμένη ατμόσφαιρα που είχαμε συνηθίσει και αποτελούσε και το σήμα κατατεθέν τους. Ίσως η ζυγαριά πλέον να κλίνει λίγο περισσότερο προς τη μεριά του indie αντί του gothic, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μιλάμε για αλλοίωση της ταυτότητάς τους.
Το πρόβλημα με το Wash The Sins Not Only The Face, είναι ότι αυτή τη φορά πέρα από τον ήχο, ο δίσκος δεν έχει κάτι άλλο να προσφέρει. Αν οι συνθέσεις απογυμνωθούν από το όμορφο ηχητικό τους περιτύλιγμα, φανερώνουν τρομερές αδυναμίες και μοιάζουν φτωχές, πενιχρές. Δεν προκαλούν καμία διάθεση για επανάληψη. Και είναι πολύ κρίμα που αυτή τη φορά οι Βρετανοί τα έκαναν όλα σωστά, εκτός από το βασικότερο. Ο δίσκος είναι μια μετριότητα και σε πρώτη ανάγνωση οι σκέψεις που έρχονται στο μυαλό είναι ότι πρόκειται για μια κακή στιγμή, η οποία ενδεχομένως σε επόμενο album θα δώσει και πάλι τη θέση της σε κάτι εμπνευσμένο.
Σε δεύτερη, όμως, ανάγνωση, το πράγμα πάει πιο βαθιά και έρχονται κι άλλες σκέψεις. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι εδώ μέσα δεν υπάρχει κάποιο single τόσο δυνατό όσο το "Marching Song" ή το "Warpath". Ξεχνώντας singles και λοιπούς εμπορικούς όρους, το πιο απογοητευτικό της όλης κατάστασης είναι η αίσθηση ότι η μουσική είναι άψυχη. Για πρώτη φορά αναδύεται στην επιφάνεια μια καχυποψία ότι οι Esben And The Witch δεν είναι τίποτα άλλο από μια επιτήδευση της λογικής "style over substance", ένα καλά μελετημένο στουντιακό κατασκεύασμα. Τρεις μικροί απατεώνες που πριν 2 χρόνια κατάφεραν έντεχνα να μας ξεγελάσουν.
Αν συμβαίνει το παραπάνω, τότε αναμφίβολα για μένα θα είναι ξεγραμμένοι. Αυτό βέβαια θα το δείξει ο επόμενος δίσκος μάλλον, ακόμα δεν μπορούμε να το πούμε με βεβαιότητα. Για την ώρα, το μόνο βέβαιο είναι ότι και μόνο η υποψία πως πρόκειται για κάτι ψεύτικο λογίζεται ως αποτυχία για το συγκεκριμένο album.
Rating : 5,5 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Λίγες ώρες πριν το τέλος του 2012, κάνοντας τα δεύτερα new year's resolutions σε μια άλλη χώρα, συνειδητοποίησα πως φέτος έκανα διάφορες γευστικές υπερβάσεις και έγινα πιο απαιτητική στα κρασιά και κάπως πιο αυστηρή.
Το soundtrack ενός υποθετικού μετα-καταστροφικού σεναρίου
Μιλώντας για γεύσεις συνειδητοποιώ ότι είναι μάλλον πιο εύκολο να σας πω τη γνώμη μου για το ‘Zeros' χρησιμοποιώντας ένα γευστικό λεξιλόγιο παρά ένα μουσικό. Ξεκινάω με τη διαπίστωση πως το συγκεκριμένο άλμπουμ έχει μια γεύση που τελικά δεν είναι ιδιαίτερη και άρα δεν είναι απ' αυτές που αναζητά κανείς μ' επιμονή.
Αποκλειστικά με post punk διάθεση με λίγες σταγόνες cold wave και old school industrial αισθητικής σε ό,τι αφορά στην ερμηνεία, ξεκινώντας με το ‘It ends' κομμάτι που τελειώνει με μια αγωνιώδη ανάσα και συνεχίζοντας σε παρόμοιο ύφος αναντίστοιχα όμως με το πρώτο κομμάτι, οι Soft Moon εξαντλούν το ενδιαφέρον τους στο ‘Machines' παρ' όλα τα ‘απομακρυσμένα' φωνητικά που μιμούνται την αισθητική δημόσιας διαμαρτυρίας. Οι ρυθμοί μoιάζουν με αυτούς πληθώρας post punk συγκροτημάτων με κάποια λίγα επιπλέον πρωτότυπα στοιχεία, όπως τα απροσδιόριστα φωνητικά που μάλλον τα μεταχειρίζονται ως ένα επιπλέον μουσικό όργανο.
Σε αντίθεση με το πρώτο ομώνυμο άλμπουμ τους, που σου κράταγε το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος, το μυστήριο του ‘Zeros' δεν κρατάει πολύ και λύνεται στην εισαγωγή του ομώνυμου κομματιού και στο ‘Lost years' όπου και απαντάται όποια απορία κι αν εξακολουθεί να υπάρχει σχετικά με τις αναφορές της μπάντας. Τα φωνητικά των κομματιών προσπαθούν να δελεάσουν τους εύκολα παρασυρόμενους αλλά η βάση του κομματιού δεν ξεγελάει για την αναφορά του στο ‘A forest' των Cure. Η εντύπωση αυτή ενισχύεται με την εισαγωγή του ‘Insides', κομμάτι το οποίο χρησιμοποιεί ως βάση πληθώρα κομματιών των Cure Στο συγκεκριμένο μέχρι και τα φωνητικά δείχνουν προς την πλευρά αυτή, παρ' ό,τι το ψυχεδελικό ‘ξέσπασμα' στο 2.57' προσπαθεί ν' αποδείξει κι άλλες επιρροές. Ακόμα και τα solo παραπέμπουν ρυθμικά και υφολογικά εκεί.
Οι Soft Moon και οι Led Er Εst φαίνεται πως δοκίμασαν τις ίδιες ‘γεύσεις' και αποπειράθηκαν να τις ξεπεράσουν και να θολώσουν λίγο τις μουσικές επιρροές τους. Σε αντίθεση με το ‘Diver' όμως, το ‘Zeros' είναι κάτι ανάλογο με την καινούρια εκδοχή μιας δοκιμασμένης συνταγής στην οποία έχουν προστεθεί 2 ουδέτερα υλικά παραπάνω. Η εντύπωση που μου δημιουργήθηκε στις πρώτες ακροάσεις παρέμεινε και στις επόμενες.
Προσπάθησα ψύχραιμα να καταλάβω τί με ενοχλεί στο ‘Remembering the future' αλλά δε μπόρεσα να το βρω. Τα κομμάτια που ξεχωρίζω είναι τα δυο ‘It ends' (στην αρχή και στο τέλος του άλμπουμ) για την ενέργεια που έχουν οι ανάσες σε συνδυασμό με την post apocalyptic ατμόσφαιρα της μουσικής επένδυσής τους και το ‘Die Life' γιατί μου φέρνει αμέσως στο μυαλό την εικόνα του ανεμοστρόβιλου μαζί με όλη την ενέργειά του και τον ηλεκτρισμό που παράγει.
Αντί επιλόγου...
Έψαχνα αρκετό καιρό να προσδιορίσω γιατί δε μου αποτυπώνεται καθόλου αυτό το άλμπουμ στο μυαλό...και απ' ό,τι φάνηκε έπρεπε ν' ακούσω ορισμένα κομμάτια μέσα σε διαφορετικά dj sets για να βρω το λόγο. Οι Soft Moon ετεροκαθορίζονται. Κοινώς αποκτούν ταυτότητα μέσω άλλων ή καλύτερα μέσω της μουσικής των άλλων. Ξεχωρίζουν μόνο σε συνδυασμό και όχι από μόνοι τους. Κι αυτό μάλλον συμβαίνει γιατί όλα τα στοιχεία που συνθέτουν το άλμπουμ είναι ‘περίπου εκεί' που θα έπρεπε ώστε το ‘Zeros' να έχει χαρακτήρα και το συγκρότημα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά.
Στο αισθητικό κομμάτι όμως πράγματι τα εξώφυλλα των άλμπουμ εμπνέονται από το ρεύμα του Bauhaus και από τον Dada-ισμό, ενώ οι live εμφανίσεις τους έχουν τη φήμη πως βάζουν το άλμπουμ σε ένα συνολικότερο οπτικοακουστικό πλαίσιο το οποίο συμπληρώνει τη μουσική τους. Μάλιστα ο Ron Robinson, υπεύθυνος για όλα τα εφέ του φωτισμού στα live, αναγνωρίζεται ως το τέταρτο μέλος της μπάντας από τον Luis Vasquez. Αν είναι πραγματικά έτσι, μένει να το δούμε ώστε η όλη κριτική πια να αφορά όχι ένα μουσικό συγκρότημα αλλά μια καλλιτεχνική ομάδα και το έργο της.
Rating: 7 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Η τρίτη κυκλοφορία των Crystal Castles τους βρίσκει απτόητους στην πορεία προς την καταξίωσή τους ως ένα από τα πιο επιτυχημένα εναλλακτικά ηλεκτρονικά σχήματα. Έχοντας ήδη πάρει θετικές κριτικές από την πλειοψηφία του μουσικού τύπου, με το ΝΜΕ να κατατάσσει το album τους τέταρτο στη λίστα του με τα καλύτερα του 2012, η Alice και ο Ethan μοιάζουν να έχουν πλέον ξεπεράσει με επιτυχία το κρίσιμο στάδιο που διαχωρίζει τα groups που μένουν στο χρόνο από αυτά που ξεφουσκώνουν μετά το hype.
Στο νέο δίσκο ακολουθείται μία ελαφρώς διαφορετική κατεύθυνση. Ο ήχος λειαίνεται κάπως, με αποτέλεσμα το συγκρότημα να ακούγεται πιο ώριμο από ποτέ. Η φασαρία καταλαγιάζει λίγο και η βαρύτητα δίνεται στην ατμόσφαιρα, η οποία είναι και το καλύτερο στοιχείο της μουσικής τους. Διατηρώντας, ωστόσο, τη φρεσκάδα και τον αυθορμητισμό τους, θα λέγαμε ότι οι Crystal Castles είναι πλέον μια συνειδητοποιημένη, "επιμελώς ακατέργαστη" μπάντα. Μέσα από τη μουσική τους το απόκοσμο και το υπερφυσικό παίρνουν σάρκα και οστά, σε έναν δίσκο που είναι ικανός να σε στοιχειώσει από το πρώτο άκουσμα. Έναν δίσκο που δεν θα σε κουράσει με δήθεν αβανγκαρντίλα, αλλά ούτε θα αναλωθεί σε τετριμμένα μοτίβα και εύκολες συνταγές επιτυχιών.
Εντάξει, στον ήχο οι Crystal Castles δεν παίζονται. Το πάντρεμα του synth noise και της industrial electronica λειτουργεί άψογα. Σπάνια ηλεκτρονική μουσική καταφέρνει να είναι τόσο μπιτάτη και χορευτική, αποφεύγοντας να γίνει χοντροκομμένη. Όταν μάλιστα έχουμε να κάνουμε και με καλές συνθέσεις, τα πράγματα απογειώνονται. Και από τέτοιες, ο δίσκος έχει αρκετές. Η εθιστική μονοτονία του Plague, το πανέξυπνο beat του Kerosene και το Wrath Of God, ένα πιο κλασικό Crystal Castles κομμάτι, αποτελούν ένα πολύ δυνατό ξεκίνημα για το δίσκο. Το Affection στη συνέχεια διαφοροποιείται λίγο, θυμίζοντας περιέργως τους ήχους του Timbaland στο My Love του Justin Timberlake, κομμάτι που το Pitchfork είχε ψηφίσει τότε στην κορυφή της λίστας του με τα καλύτερα tracks του 2006 σπέρνοντας τη διχόνοια στον κόσμο του internet. Οι στοιχειωμένες κραυγές της Alice που ακούγονται από το βάθος στο Pale Flesh δίνουν τη θέση τους στο Sad Eyes, την πιο προσιτή και ίσως πιο δυνατή στιγμή του δίσκου, η οποία πρέπει να είναι σκέτη μαγεία στο live... Από εκεί και πέρα, τα κομμάτια κυλάνε ατμοσφαιρικά αλλά χωρίς ιδιαίτερες στιγμές κορύφωσης (πέρα από το ενδιαφέρον instrumental Telepath), για να οδηγήσουν σε ένα διαφορετικό φινάλε με το Child I Will Hurt You, όπου οι τόνοι πέφτουν εντελώς και το album κλείνει όμορφα και μελωδικά.
Λίγο πιο σοβαροί αλλά ακόμα ανατρεπτικοί, οι Crystal Castles με το ΙΙΙ κάνουν ένα επιτυχές βήμα μπροστά και δείχνουν ότι ήρθαν για να μείνουν. Μπορεί να μην πρόκειται για το αριστούργημά που θα συγκλονίσει το μουσικό γίγνεσθαι, όμως μιλάμε για κάτι σύγχρονο και οπωσδήποτε ελκυστικό. Fans και μη, δώστε την προσοχή που του αξίζει και δεν θα το μετανιώσετε!
Rating : 7 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Η περίπτωση του ‘Anatomy of Silence' έχει ιδιαιτερότητες αφ' ενός γιατί δεν υπηρετεί τον τίτλο του άλμπουμ και αφετέρου γιατί πρόκειται για ένα άλμπουμ με ακουστικές διασκευές σε προηγούμενες δουλειές των ίδιων των Diary of Dreams. Σπάνια ένα συγκρότημα ξαναβγάζει ένα ολόκληρο άλμπουμ με διασκευές στα δικά του κομμάτια αλλά στην προκειμένη περίπτωση οι Diary of Dreams τα έγραψαν εκείνοι και θα τα ‘σκοτώσουν' όταν χρειαστεί. Πιο δίκαια δε μπορεί να καταστραφεί μια σύνθεση.
Όχι δεν υπαινίσσομαι πως κάτι τόσο δραματικό συνέβη εδώ, απλά με αφορμή το άλμπουμ, μπήκα σε σκέψεις σχετικά με το ‘πότε πρέπει να γίνεται αποδεκτή ασυζητητί, η καταστροφή ενός μουσικού κομματιού', επίσης ‘ποιά είναι τα όρια (και αν υφίστανται) ανάμεσα στη διασκευή, την αλλοίωση και την παρουσίαση με άλλα χαρακτηριστικά, ενός κομματιού.' Η μόνη παραδοχή που μπορεί να γίνει είναι πως όλοι προφανώς, μπορούν να ‘επέμβουν' με όποιο τρόπο θέλουν σε ένα κομμάτι. Νομίζω πως στην περίπτωση που, αυτός που επεμβαίνει δραστικά, είναι και ο δημιουργός/ συνθέτης, η πράξη αποκτά δραματικότητα και το αποτέλεσμα ωθεί σε σκέψεις που περνούν από τις έννοιες της αυτοαναίρεσης, της εξέλιξης, της μετάλλαξης ακόμα και της αυτοκαταστροφής.
Μουσική για ένα δείπνο υπό το φως των κεριών σε ένα υποθετικό gothic piano bar
Για να έρθουμε τώρα στο θέμα μας από διαφορετική σκοπιά. Δεν είναι καινούριο στοιχείο οι αργοί ρυθμοί σε κομμάτια των Diary of Dreams ούτε η έμφαση στο πιάνο και στην ακουστική κιθάρα. Δεν είναι η πρώτη φορά που περιλαμβάνονται ακουστικά όργανα σε κομμάτια τους, ούτε είναι ανοίκειος ο γαλήνιος τρόπος ερμηνείας από πλευράς του Adrian Hates. Το μυστήριο και λίγο ανεξήγητο στοιχείο σ'αυτό το άλμπουμ, είναι η έλλειψη εναλλαγών στα κομμάτια (ρυθμικών, υφολογικών), η έλλειψη δυναμικής και ο φτωχός ήχος. Είναι η πρώτη φορά που αφαιρούν όργανα και σχεδόν κάθε είδους προηχογραφημένο ήχο από τη σύνθεση και η πρώτη φορά που βασίζονται σε επαναλαμβανόμενα φτωχά και απλοϊκά μοτίβο. Ο ήχος του ‘Anatomy of Silence' είναι στατικός, απογυμνωμένος από τα χαρακτηριστικά που έκαναν ενδιαφέροντες τους Diary of dreams ως τώρα. Έπιασα τον εαυτό μου σε χαρμολύπη ακούγοντας την καινούρια εκδοχή του αγαπημένου μου ‘Malice', για να μη συζητήσω για το ‘Butterfly dance' και για το ‘Rumours about angels' το οποίο μεταλλάχτηκε στον pop εφιάλτη της αρχικής εκτέλεσης.
ΔΕ ΦΑΝΤΑΖΕΤΑΙ τι χάνει κανείς από το νόημα των στίχων ακούγοντας τις συγκεκριμένες εκδοχές των κομματιών που περιλαμβάνει το άλμπουμ αυτό.
Από την άλλη μεριά δε μπορώ να μην αποδεχτώ το γεγονός πως, έχει ‘παίξει' πολύ καλά ο Adrian Hates όλ ‘αυτά τα χρόνια, θέτοντας τους κανόνες ενός παιχνιδιού με επίκεντρο την darkwave μουσική. Αυτούς τους ίδιους κανόνες, τώρα, φαίνεται να τους αθετεί σχεδόν με κακεντρέχεια. Το άλμπουμ αυτό δοκιμάζει τα όρια της αποδοχής του κοινού που οι ίδιοι απέκτησαν ή/και μόρφωσαν. Φαίνεται λογικό ότι μετά από τόσα χρόνια βγάζουν ΤΩΡΑ ένα τέτοιο άλμπουμ, τη στιγμή που δύσκολα θα προσελκύσουν νέο κοινό ενώ το υπάρχον κοινό τους έχει αποκρυσταλλωθεί και είναι πιστό σαν τον καλό μαθητή ενός πολύ καλού δασκάλου.
Από αυτή την προοπτική το ‘Anatomy of silence' είναι μια ριψοκίνδυνη και έξυπνη απόπειρα με λίγους αποδέκτες.
Το άλμπουμ δείχνει ότι θα μπορούσαν οι Diary of Dreams να είχαν στήσει μια καριέρα με το να γράφουν ανούσια τραγουδάκια, χωρίς ενέργεια, χωρίς ενδιαφέρον και με μια υπόνοια δυναμισμού, διατηρώντας μας σε μια διαρκή απορία με επίκεντρο το πότε θα έβρισκαν τον τρόπο να εξωτερικεύσουν αυτή την υποβόσκουσα δύναμη. ΜΑ φυσικά, ΌΛΟΙ μπορούν να γράψουν τέτοια μουσική. Ευτυχώς που ΔΕΝ είναι τέτοια μπάντα και είμαι σίγουρη πως και οι ίδιοι θα έχουν ήδη αποδεχτεί πως το συγκεκριμένο άλμπουμ αποτελεί ένα στάδιο το οποίο (ευτυχώς) ποτέ δε χρειάστηκε να περάσουν οι ίδιοι ούτε καν στην αρχή της καριέρας τους˙ κι αυτό γιατί το ‘Anatomy of Silence' το έχουν ήδη ξεπεράσει ΌΛΑ τα προηγούμενα άλμπουμ τους. Με την ίδια λογική που τέτοια άλμπουμ, αποτελούν κομμάτι του δειλού ξεκινήματος μιας μπάντας, φαντάζομαι πως δε θα μπορούσε να αποκλείσει κανείς μια θέση στη ‘δύση' μια καριέρας.
Όσο εντυπωσιακή ήταν η επιλογή των τραγουδιών για το πείραμα με τίτλο ‘Anatomy of silence', με παλιά (και όχι από τα πιο δημοφιλή) τραγούδια όπως το ‘She and her darkness', το ‘Rumours about angels', το ‘She' , το ‘Malice' άλλο τόσο αποκαρδιωτικό ήταν το αποτέλεσμα των επανεκδόσεων αυτών των κομματιών με τρόπο που τους αφαίρεσε τελικά κάθε ποιότητα! Ταυτόχρονα επειδή ακριβώς είναι τόσο έντονος ο χαρακτήρας των παλιών κομματιών, μέσα στις τωρινές τους εκτελέσεις είναι σαν τα ίδια τα τραγούδια να πολεμούν τη στατικότητα που τους επιβάλλεται στο ‘Anatomy of Silence'. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα ‘Giftraum', ‘She And Her Darkness' όπου ο Adrian Hates δεν καταφέρνει να διατηρήσει τους χαμηλούς τόνους που επιδιώκει στο υπόλοιπο άλμπουμ και ‘παρασύρεται' σε μια κάπως πιο δυναμική ερμηνεία. Από την άλλη μεριά, το άλμπουμ αυτό αποδεικνύει πως όσο και να προσπαθούν οι ίδιοι οι συνθέτες, ορισμένα τραγούδια δε μπορούν να φορέσουν κανενός είδους περιοριστική αλυσίδα.
Αδυνατώ να πιστέψω πως οι Diary of Dreams δε μπορούν να συνθέσουν ένα πλούσιο ηχητικά ακουστικό άλμπουμ και θα ήταν μεγάλη απογοήτευση να αποδειχτεί κάποια στιγμή πως κατά τη γνώμη τους η λέξη ‘ακουστικό' πάει παρέα με την έννοια του φτωχού ήχου. Άπειρα παραδείγματα μπορώ να παραθέσω προς υπεράσπιση της διαμετρικά αντίθετης γνώμης. Baby Dee, Current 93, Deine Lakaien, Antony and the Johnsons κλπ κλπ κλπ...
Χρειάστηκε να έρθει η στιγμή που το πιστό κοινό των Diary of Dreams βρίσκεται σε θέση να αποφασίσει αν θα τους ‘συγχωρέσει'...
Rating: 6 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Τον τελευταίο καιρό πολύ συχνά μου ‘σφυρίζει' η Νέα Υόρκη, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σα να πρέπει να επισπεύσω την επίσκεψή μου εκεί. Αυτή τη φορά το ‘κλείσιμο του ματιού' έγινε υπό τη μουσική υπόκρουση του ‘The Diver'. Oι Led Er Est, σε συνέχεια του πρώτου άλμπουμ τους ‘Dust on common', αλλά πιο δυναμικά και δημιουργώντας κάποιες αποστάσεις από διάφορα μουσικά είδη, νομίζω πως ήδη έχουν κάνει μια πολύ καλή αρχή.
California Uber alles και ο μινιμαλισμός της post punk
Όπως έχω ξαναπεί, εκτιμώ πολύ τους καλλιτέχνες που έχουν σαφείς επιρροές και τις αποδομούν τόσο ώστε αυτές να μεταλλάσσονται σε κάτι αυθύπαρκτο. Στο ‘Dust on common' δεν το είχαν καταφέρει. Στο ‘Diver' δεν αφήνεται η παραμικρή αμφιβολία για τις επιρροές των Led Er Est τις οποίες ήδη είχαν αποκαλύψει: punk, post punk, coldwave, synthpop, minimal electronics και οι ταινίες του John Carpenter, όπως οι ίδιοι έχουν δηλώσει σε πρόσφατες συνεντεύξεις τους.
Η πρόκληση, απ' ό,τι αντιλαμβάνομαι, ήταν να ξεπεραστούν όλ' αυτά τα είδη και κυρίως οι εκφραστές τους. Νομίζω πως αυτό επετεύχθη στο συγκεκριμένο άλμπουμ˙ τα ίχνη παραμένουν και μάλιστα υπερτονίζονται μέσω του ύφους των ερμηνειών και των ρυθμών, όμως τα μουσικά είδη που υπηρέτησαν γνωστές και άγνωστες μπάντες στα τέλη της δεκαετίας του '80 στη Γαλλία και την Αγγλία κυρίως, συντίθενται σε κάτι καινούριο. Η τεχνική παραπέμπει στο κολάζ. Το ‘Diver' αποκαλύπτει τα άπειρα κομμάτια από τα οποία συνετέθη ενώ ταυτόχρονα αχρηστεύει κάθε προσπάθεια απομόνωσής τους. Με το ένα αυτί στη δική τους άκρη του Ατλαντικού, στους Dead Kennedys (το ‘Animal smear' παραπέμπει μονοσήμαντα στο ‘California Uber alles') οι Led Er Est κλείνουν πονηρά το μάτι σε όλες τις μπάντες που τους επηρέασαν γιατί αυτή τη φορά διακινδύνευσαν να προσθέσουν κάτι από το δικό τους χαρακτήρα στα κομμάτια. Αυτό, σε συνδυασμό με την διάθεση να ξορκίσει τις άτυχες και δυσάρεστες στιγμές της ζωής του ο Sam Kklovenhoof, έπαιξε νομίζω καθοριστικό ρόλο και στον απεγκλωβισμό του ‘Diver' από τις όποιες ρίζες είχαν θέσει μπάντες σαν τους Clair Obscur, Bakterielle Infektion και λοιποί στο παρελθόν. Η παράλληλη ακρόαση των δυο άλμπουμ αποδεικνύει ότι το ‘Diver' ξαναγράφει από άλλη βάση τις μελωδίες του ‘Dust on common' και το αποτέλεσμα προβάλλει έντονα την ατμοσφαιρικότητα της μουσικής που ενέπνευσε τη μπάντα, χωρίς να έχει στοιχεία μίμησης.
Αυτή τη φορά δεν προβάλλονται τόσο τα samples αν και εξακολουθούν να υφίστανται και έτσι οι Led Er Est παύουν να είναι μαριονέτες που χορεύουν στους ρυθμούς των χαλασμένων μουσικών οργάνων του τέλους της δεκαετίας του '80.
Ξεκινώντας
με το Animal Smear που ανασταίνει τους Dead Kennedys, θ’ακούσετε πολύ ενδιαφέροντα κομμάτια που αλλού θυμίζουν Tangerine Dream (Agua Fuerte), αλλού Jean Michel Jarre, αλλού Virgin Prunes (Housefire at Zumi’s) και συγκεκριμένα το βασικό θέμα του ‘Ulakanakulot/Decline and Fall (ευχαριστώ τον Γιώργο Π. για το εποικοδομητικό brainstorming σε σχέση με αυτή την αναφορά), με ερμηνείες που παραπέμπουν σε συγκροτήματα όπως οι Feu ma mere, οι Minny Pops κλπ, αλλού γατζώνονται στην punk αλλού έχουν synthpop χαρακτηριστικά που θυμίζουν Twice A Man (Arab Tide) αλλού έχουν new wave διάθεση (Kaiyo Maru, Divided Parallel), αλλού θυμίζουν Christian Death και Absolute Body Control και αλλού απλά θα σας σπρώξουν από τη θέση σας με μια μυστήρια δύναμη την οποία δύσκολα θα εκλογικεύσετε.
Για λόγο που δε βρίσκει θέση στην υπάρχουσα δομή της ψυχοσύνθεσής μου, το ‘Iron the Mandala' φέρνει το μυαλό μου σε μια σχεδόν υπνωτική κατάσταση. Απ' όλη τη μουσική που έχω ακούσει, ίσως είναι το μοναδικό κομμάτι του είδους του που με ακουμπάει στην κόψη κάποιου ιδεατού αντικειμένου απαγορεύοντας κάθε ενδοιασμό ως προς το ποια πλευρά θα με παρασύρει. Εκεί στο όριο, για σχεδόν 6' με κρατάει να ατενίζω τα πράγματα στο μεταίχμιο...έχοντας την ψευδαίσθηση πως ελέγχω το ρίσκο του να ΜΗ διαλέγω πλευρά... μάλλον για να συνειδητοποιήσω πόσο σημαντική είναι η ισορροπία σε όλα. Αν και για τους ίδιους τους Led Er Est το Kaiyo Maru, είναι το κεντρικό κομμάτι του άλμπουμ, εμπνευσμένο από την πρόσφατη περιβαλλοντική και ανθρώπινη τραγωδία στη Φουκουσίμα, για'μένα το καλύτερο κομμάτι είναι το ‘Iron the Mandala' και σας προτείνω όταν ξεκινήσει, να δυναμώσετε την ένταση προκαταβολικά ώστε στα 2.20 και 5.28, ο ρυθμός να σας χτυπήσει στο πάνω μέρος του σώματος, ακριβώς στη μέση... Πόση έμπνευση μπορεί να προκαλέσει κάτι ακίνητο σε κάποιον? Θεωρώ πως ο στόχος του κομματιού ήταν να προκαλέσει και να αποδώσει μουσικά την αιώρηση, ανάμεσα στην κίνηση και το σταμάτημά της. Όσο και να θέλετε να το χορέψετε, θα σας σταματήσει το ίδιο το κομμάτι χωρίς να το καταλάβετε, επίτηδες, για ν' ατενίσετε αυτό που με τόση μαεστρία εκφράζει.
Το ‘Diver' κατά τη γνώμη μου, όπως υπαινίσσεται και ο τίτλος του, σπάει όλες τις αλυσίδες που το συγκρότημα είχε με το παρελθόν, κάνοντας μια ‘βουτιά' στην εσωτερική τους δυναμική και δίνοντας στη μουσική μια ατμόσφαιρα που προμηνύει συνέχεια και δεν αγκαλιάζει το αδιέξοδο και τη στατικότητα παρ' ό,τι ορισμένα κομμάτια (π.χ Agua Fuerte) θα μπορούσαν να επενδύουν σκηνές χάους και αδιεξόδου σε ταινίες του David Lynch. Η απελπισία των φωνητικών άλλωστε δεν αφήνει κανένα περιθώριο για παρεξηγήσεις ο προσωπικός αγώνας του Sam σε σχέση με όλα τα άσχημα που συνόδεψαν το άλμπουμ αυτό, είναι πλέον και μήνυμα προς όλους τους ακροατές του άλμπουμ...
Rating: 8 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
H Sandra Nurmsalu, τραγουδάει σε άλμπουμ της Accession (βλ Diary of Dreams, Diorama...); Θυμίζω ότι η κοπέλα έχει σημαδέψει ίσως την καλύτερη στιγμή της Eurovision (ισάξια με τον θεούλη Sebastien Tellier για κάποιους). Πάνε 2 μήνες που το ξέρω, και 1 εβδομάδα που ακούω το άλμπουμ και ακόμα νομίζω ότι κάποιος μού κάνει πλάκα. Για να καταλάβετε, το Rändajad το είχα μάθει απ' έξω στα ε-σθο-νι-κά. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι - ίσως για τους λάθους λόγους - το δεύτερο άλμπουμ του Sinine ήταν αυτό που χρειαζόταν για να με ξυπνήσει από το λήθαργο, μπας και γράψω καμιά κριτική!
Ήταν η Sandra τόσο μεγάλος κράχτης; Για το κοινό της Accession όχι. Όσοι εντόπισαν στην ώρα του το πρώτο άλμπουμ του Sinine θα ξέρουν ήδη ότι πρόκειται για έναν καλλιτέχνη που ξέρει να γράφει πολύ καλή (synth)ποπ, γεμάτη συναίσθημα και με πολύ καλές ενορχηστρώσεις. Ο κύριος μπλε (διότι αυτό σημαίνει το όνομα στα εσθονικά) δεν ντρέπεται να δανειστεί στοιχεία από διαφορετικά είδη. Το προηγούμενο άλμπουμ του μπορεί αναπάντεχα να εμφάνιζε επιθετικές κιθάρες ή έξυπνα παγωμένα ηλεκτρονικά, αλλά χωρίς να χάνει τον ειρμό του.
Αυτό που λίγοι έχουν προλάβει να μάθουν είναι η νέα κατεύθυνση που θα έπαιρνε στο δεύτερο άλμπουμ του. Ειλικρινά δεν ξέρω σε ποιο κουτάκι να τον βάλω. Είναι φανερή η προσπάθειά του να αγγίξει ένα ευρύτερο κοινό - υποβαθμίζοντας τα (έτσι κι αλλιώς λίγα) σκληρά σημεία και επικεντρώνοντας την παλέτα των ήχων του στη μελωδία. Θα μπορούσε να είναι μια σπάνια καλή στιγμή μιας μεγάλης δισκογραφικής. Θα μπορούσε να πουλιέται στην Εσθονία σε mainstream μαγαζιά. Θα μπορούσε να κατέβει και στη Eurovision. Είναι φανερό ότι η Accession πια δεν τον χωράει!
Είναι κακό αυτό; Θα μπορούσε να είναι, αλλά ο Sinine το κάνει τόσο καλά που δεν μπορούμε να τον κατηγορήσουμε. Οι συνθέσεις, τα επίπεδά τους και η εξέλιξη των κομματιών δείχνουν έναν άνθρωπο που ξέρει πάρα πολλά από μουσική. Αυτή την αίσθηση εντείνουν τα - μικρά και προσεκτικά - δάνεια από οτιδήποτε, ακόμα και από dubstep. Μη φανταστείτε βέβαια ότι ακούγεται σαν cheesy (αλλά και ακομπλεξάριστο) κορεάτικο girl band, με συνθέσεις από/την-Πόλη-έρχομαι-και-στην-κορφή-κανέλα (τι νομίζετε ότι άκουγα το καλοκαίρι αντί να γράφω κριτικές για industrial; ). Είπαμε: τα δάνειά του είναι μικρά και προσεκτικά. Η υπέροχη παραγωγή και οι κρυστάλλινοι ήχοι δείχνουν μεράκι. Ίσως χάρη σε αυτό το μεράκι να έπεισε να συμμετάσχουν μια σειρά καλές τραγουδίστριες, εκ των οποίων βέβαια η Sandra είναι αυτή που με κάνει να ανατριχιάζω στο Sel Teel.
Μιλώντας βέβαια για το Sel Teel, δεν μπορούμε να προσπεράσουμε τη χρήση αγγλικών και εσθονικών στα τραγούδια. Τα αγγλικά έχουν πολύ ωραίο συναίσθημα, αν και η προφορά του Sinine δυσκολεύει το σχηματισμό κάποιου νοήματος πέρα από τις παγωμένες εικόνες χειμωνιάτικης φύσης. Όταν όμως οι τραγουδίστριές του χρησιμοποιούν τα εσθονικά, οι ήχοι ρέουν πιο φυσικά και ταιριάζουν με τα δυνατότερα κομμάτια της κυκλοφορίας (Vaata). Φαντάζομαι ότι οι ομοεθνείς του θα καταλαβαίνουν εύκολα και τι θέλει να πει. Εμείς οι υπόλοιποι μπορούμε απλά να απολαμβάνουμε τη γλώσσα, όπως και όλο αυτό το ρομαντικό άλμπουμ.
Άλμπουμ για ρομαντικούς λοιπόν, που δεν έχουν πρόβλημα να τους πέσει λίγη παραπάνω ποπ στα corn flakes τους. Συνιστώ τουλάχιστον μια ακρόαση το πρωί και μια το βράδυ, ειδικά αν οι αλλαγές του καιρού σάς έχουν κρεβατώσει!
Rating: 7,5 / 10
tec-goblin
Αρχικά, μη μπερδευτείτε και νομίζετε ότι έβγαλαν νέο δίσκο οι Άγγλοι με το ίδιο όνομα, που μας άφησαν 5 πολύ καλά albums την περίοδο 1984-1990. Οι "δικοί μας" Venus In Furs, όπως όλα τα γκρουπ (ειδικά τα ελληνικά) κουβαλάνε την δική τους πολύπαθη ιστορία. Το αθηναϊκό αυτό post-punk συγκρότημα που ξεκίνησε το 1985 έφτασε σε απόσταση αναπνοής από το να κυκλοφορήσει δίσκο το 1991. Το ντεμπούτο τους άλμπουμ έμεινε τελικά μόνο στο στάδιο του test-pressing (τυπώθηκαν δοκιμαστικά μόνο καμιά δεκαριά αντίτυπα) και έμελλε να χαρακτηριστεί ως δίσκος φάντασμα, προσελκύοντας φυσικά τους συλλέκτες βινυλίου και δημιουργώντας έτσι ντόρο γύρω από το όνομα τους.
Το 2010, τα δύο ιδρυτικά μέλη των Venus In Furs, ο Γιώργος Καρατζάς (κιθάρες, samples) και ο Περικλής Μποζινάκης (τραγούδι, μπάσο, samples), επανασυνδέουν το γκρουπ ηχογραφώντας εκ νέου κομμάτια από το ‘χαμένο' ντεμπούτο τους μαζί με νέο υλικό το οποίο κυκλοφορεί με τίτλο "Νew Ηorizon" το 2011. Προστίθενται τότε στο σχήμα ο Χρήστος Σπηλιωτόπουλος στην ρυθμική κιθάρα και ο Μπάμπης Παυλής στα ντραμς. Με την κυκλοφορία αυτή θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι Venus In Furs έκλεισαν επιτέλους μια εκκρεμότητα είκοσι ετών, αφήνοντας έτσι πίσω τους ό,τι τους συνέδεε με το παρελθόν. Φέτος, με το δεύτερο άλμπουμ με τίτλο "Dead Europe" μπορούμε πλέον να τους κρίνουμε ως ενεργό σχήμα του σήμερα και όχι ως κάποιο με επανακυκλοφορία. Πράγμα που βλέπουμε κατά κόρον τον καιρό αυτό με αναμάσημα του παρελθόντος με ένα σωρό από επανακυκλοφορίες αλλά και ακυκλοφόρητο υλικό που βλέπει τώρα το φως της μέρας.
Επί του θέματος όμως. Κρατώντας στα χέρια μου το "Dead Europe", η πρώτη θετική εντύπωση έρχεται από το πολύ καλαίσθητο εξώφυλλο. Κάτι που εκτιμάς περισσότερο σε μορφή 12" και όχι σε μεγέθος CD. Αμέσως μετά μου κολλάει ο ίδιος ο τίτλος "Dead Europe", που κουβαλάει μια βαρύτητα και φέρνει στο μυαλό σκοτεινές εποχές άλλων δεκαετιών, όπου η Ευρώπη έδειχνε να έχει φτάσει σε ένα τέλμα, να φαντάζει γηρασμένη, ταλαιπωρημένη και διχοτομημένη με την απειλή του ψυχρού πόλεμου να σκιάζει επικίνδυνα από πάνω της. Καταστάσεις δυστυχώς επίκαιρες, που δεν απέχουν από τη σημερινή εικόνα της ηπείρου, που οδεύει και πάλι σε αδιέξοδο. Το ίδιο το συγκρότημα χαρακτηρίζει την νέα του δουλειά σαν έναν δίσκο που πάλλεται από τις αντηχήσεις της παγκόσμιας μεταμόρφωσης, με συνθήματα να κοσμούν το ένθετο του, τύπου: Death to the International Economic dictatorship.
Στο μουσικό κομμάτι τώρα. Το εναρκτήριο "Kingdom Of Nothing" κινείται πάνω σε ένα ηχητικό υπόβαθρο πιστό στα σκοτεινά 80s με τα χαρακτηριστικά στοιχειωμένα synth. Έχει όμως μια πιο επιθετική ερμηνεία στα φωνητικά από τον Περικλή Μποζινάκη από ότι θα περίμενα, που αλλοιώνει την ατμόσφαιρα που σου καλλιεργεί αρχικά η μουσική. Είναι θα έλεγα πολύ in your face και όχι όσο absent και μελαγχολική θα άρμοζε, αλλιώς θα μιλάγαμε για διαμαντάκι. Στη συνέχεια με το "Paradox Visit" αλλάζει το ύφος και εδώ διαφαίνονται οι ψυχεδελικές επιρροές του συγκροτήματος με τα φωνητικά μάλιστα να παραπέμπουν ελαφρός σε late 60's David Bowie. Αλλά χωρίς αυτήν την σπίθα και ποπ ευαισθησία της εποχής εκείνης. Το ίδιο συμβαίνει και στο "Gravity Shatters" με την διαφορά ότι διαθέτει ένα post-punk τσαγανό.
Στο ομώνυμο σκυθρωπό "Dead Europe" εισάγονται και παραδοσιακά στοιχεία διαφοροποιώντας το λίγο από το υπόλοιπα. Το διακατέχει μια πεσιμιστική διάθεση που διακρίνεται ακόμα και στους στοίχους: "My bags swing heavy in my hands, I look older than I am...". Τελικά βέβαια, βρίσκουμε να υπάρχουν ακόμα κρίκοι που τους συνδέουν με το παρελθόν, μιας και το κομμάτι "Under My House" υπήρχε στον ακυκλοφόρητο δίσκο τους. Εδώ σε πιο αργή εκτέλεση, λιγότερο ελκυστική όμως και άτονη σε σχέση με αυτήν του πρωτότυπου, που ήταν όλο νεύρο και που έφερνε κάτι από το καταραμένο garage/blues των πρώιμων Bad Seeds και Crime And The City Solution. Το κλείσιμο του δίσκο μας επιφυλάσσει και την πιο ρυθμική σύνθεση που ακούει στο όνομα "The Gift". Ένα μελωδικό ποπ τραγούδι σε καθαρό new wave ύφος που νομίζω γεφυρώνει το παρελθόν με το παρόν του συγκροτήματος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το LP αυτό κυκλοφορεί σε 300 αριθμημένες κόπιες βινυλίου, από τις οποίες οι 150 πρώτες είναι σε έγχρωμο (βιολετί) βινύλιο και οι υπόλοιπες 150 σε κλασσικό μαύρο. Ότι πρέπει για συλλέκτες δηλαδή!
Rating: 6 / 10
Νίκος Δρίβας
Με το Pleasant Thoughts των Wonky Doll and the Echo δεν παίζει να αστοχήσεις, πέφτεις πάνω σε κάτι που αγαπάς. Δεν είναι λίγα αυτού του είδους τα άλμπουμ που συναντά κανείς στις αναζητήσεις του, ούτε και πολλά βέβαια, αλλά χωρίς αυτά πώς συνεχίζεις; Για όσους ένοιωσαν κάτι ξεχωριστό με τη σκοτεινή πλευρά των κιθαριστικών 80's, το group από την Αθήνα έρχεται να κάνει λίγο χώρο στη δισκοθήκη τους για άλλο ένα μικρό καταφύγιο νοσταλγίας και ρομαντισμού. Είσαι στο δισκοπωλείο (λέμε τώρα), έχεις πελαγώσει στο αν θα ξαναπροσπαθήσεις με τους Aphex Twin, προσπαθείς να θυμηθείς τι σου είπε ποιος για το καινούργιο των Muse, κοιτάς με λίγη δυσπιστία κανα-δυό πανέμορφα εξώφυλλα με σκανδιναβικά τοπία και έναν καλλιγραφικό σιδηρόδρομο στο πλάι για όνομα, κάνεις αφαιρέσεις απ'το χαρτονόμισμα στην τσέπη. Ακούγεται από τα ηχεία η κιθάρα του the Cut, θυμάσαι τους Interpol, τους Chameleons, κάτι γλυκαίνει στο χώρο, ρωτάς το κλασσικό «τι είναι αυτό που παίζει;» παίρνεις το δίσκο με κίνδυνο να μη βγει η αφαίρεση, και φεύγεις ανακουφισμένος. Α, πριν καταδικαστεί η ιστορία αυτή ως τετριμμένη, σκεφτείτε και πότε σας συνέβη τελευταία φορά. Μια τέτοια ιστορία είναι το Pleasant Thoughts.
Οι Wonky Doll and the Echo σχηματίστηκαν το 2010, και παίζουν πολλή από τη μουσική που οι ίδιοι έχουν αγαπήσει. Post punk, darkwave, λίγα ηλεκτρονικά minimal στοιχεία, συναισθηματικοί στίχοι. Παρουσίασαν ζωντανά την πολύ φροντισμένη πρώτη κυκλοφορία τους πριν λίγες εβδομάδες, σε μια συναυλία που ενθουσιασμένοι, δεν έκρυψαν τίποτα απ'όλα τα στοιχεία που συνθέτουν την ομορφιά και την απλότητα των κομματιών τους. Στριμωγμένοι στη σκηνή του 6 d.o.g.s. ένοιωθε κανείς την ευχαρίστηση που έπαιρναν παίζοντας, και αυτή η εικόνα είναι ίσως η καλύτερη εξήγηση για τον όρο "post punk revival" που αναφέρουν στη σελίδα τους. Ξεπερνάω τη σημασία της αντιγραφής - απομίμησης - ιστορικής αποτύπωσης που συνήθως παίρνει αυτή η έννοια. Είναι ίσως η ανάγκη να ζωντανεύουν όλα αυτά πουτα μέλη της μπάντας λάτρεψαν στις δύο πρώτες λέξεις αυτού του όρου. Το «δέος» στις κιθάρες του Script from the Bridge, το βαθύ μπλε στο εξώφυλλο του Ocean Rain, το make-up του Smith, το πένθιμο live των I Like Trains, το ανέγγιχτο από το χρόνο Clint του 2009, και πόσα άλλα θα μπορούσαν να αποκαλύψουν, πόσα δε συνειδητοποιούν. Οι Wonky Doll and the Echo θέλουν να γράφουν και να παίζουν μουσική για όλα αυτά, για να τα ανακαλύψουν, να τα ζήσουν και να τα μοιραστούν μέσα από τα δικά τους μάτια, τις δικές τους αναμνήσεις...
...και η εισαγωγή του εναρκτήριου Physical σε ρίχνει κατ'ευθείαν σε μια τέτοια ονειροπόληση. Η πρώτη επαφή με την πολύ ζεστή φωνή του Γιώργου, τη μελαγχολική ατμόσφαιρα του Pleasant Thoughts. Είναι οι ίδιες σκέψεις που έκανα για το ντεμπούτο των Mary Onettes που συγκέντρωσαν ο,τι τους ενθουσίαζε σε τόσες μουσικές και ρυθμούς χωρίς να εγκλωβίζονται σε συγκεκριμένα group ή χρονικές περιόδους. Κι όπου βγει. Όπου βγει και για τους Wonky, αλλά στην έμπνευση, γιατί η παραγωγή και ο ήχος του άλμπουμ τους έχει κατεύθυνση προς έναν ενιαίο ατμοσφαιρικό σκοτεινό ήχο, που ενώνει την Joy Division-ική αυστηρότητα του From Town to Town με το θλιμμένο μινιμαλισμό των Fra Lippo Lippi του ομώνυμου κομματιού. Εντάξει, μπορεί κανείς να αναφέρεται σε τόσα ονόματα καλλιτεχνών που ξεσηκώνονται μοιραία από τις νότες των τραγουδιών, το οποίο στην καλύτερη περίπτωση να τιμήσει τους τέσσερις μουσικούς, στη χειρότερη να κάνει τις φράντζες των παιδιών να φύγουν απ'τη θέση τους. Αλλά το παιχνίδι των αναμνήσεων είναι αμφίδρομο, όπως και η χαρά του να «μαντεύει» ο ακροατής τη σχέση της δημιουργίας με την έμπνευση, χτίζοντάς την ο ίδιος με τους δικούς του προσωπικούς δεσμούς. Το εντυπωσιακό είναι ότι όλα τα κομμάτια προκαλούν τέτοιους κύκλους του παρελθόντος, καθρεφτίζονται σε γνωστές μουσικές και προς όποιο ράφι μιας new wave δισκοθήκης κι αν σημαδεύουν, ανακινούν εκτός από τους ήχους του, και τα συναισθήματά του.
Οι πρώτοι μικροί εθισμοί για μένα βρέθηκαν στο Pleasant thoughts, στην εξαιρετική μουντή Depeche Mode ανάμνηση του Something is Wrong With You.
Το Pleasant Thoughts προδίδει ανυπομονησία και πολλή δουλειά, φτάνει στα χέρια μας στην αγαπημένη μορφή βινυλίου και σε digital download, χρησιμοποιεί γνώριμα χρώματα για να εγγυηθεί ταξίδια σε καινούργια αλλά πραγματικά φιλόξενα μέρη. Το λες ταξίδι ή και αναβίωση, όταν τριγυρνάς με νοσταλγία σε αναμνήσεις, είναι το ίδιο πράγμα.
Rating: 8 / 10
Βαγγέλης Γιαννακόπουλος
Which instruments would you like to "steal" from Peter Ulrich's collection and use them in your future albums?
Glen Johnson: All of them! (*postwave interview 2010)
Και σαν να μην έφτανε αυτό, έκλεισε και τον Brendan Perry σε ένα κουτί και το γυρόφερνε στις συναυλίες του, όπως έκανε και στην Αθήνα πριν 2,5 χρόνια. Η ιστορία του πιο θαρραλέου μουσικού εξερευνητή που βρήκε το μυστικό συστατικό της πιο χρυσής 4AD, και χρίστηκε πραγματικό μέλος της με την πιο λαμπρή τιμή της συμμετοχής των δύο μουσικών των Dead Can Dance στο τελευταίο Ovations. The last engineer. Κι άφησε μεγαλόψυχα τον Perry να φύγει και να ξαναζήσει το θρίαμβο του με την αιώνια μούσα του. Όμως... Το κουτί εκείνο που βρισκόταν πια στη γωνία, τι να είχε μέσα; Τους καρφώθηκε η ιδέα, τους βασάνιζε. Πώς είναι από περιέργεια η μουσική εκεί μέσα; Πώς ακούγονται τα συναισθήματα χωρίς να τα βγάλεις στο φως για να τα δείξεις;
Οι Piano Magic "ενηλικιώθηκαν". Επέστρεψαν πριν μερικούς μήνες με το Life has not finished with me yet, με τίτλο ασυνήθιστα ενοχικό, εξώφυλλο καθόλου ρομαντικό, στο πιο «σοβαρό» σύνολο κομματιών που μας έχουν δώσει ποτέ. Ένα σκοτεινό παραμύθι για μεγάλους, με μετρημένα χρώματα, δύσκολες σκέψεις, που αναγκαστικά κάθεσαι κάτω σιωπηλός και το ακούς. Μια αφαιρετική διήγηση χωρίς μελόδραμα, χωρίς ηλεκτροφόρο συναισθηματισμό. Κι όπως ο καθένας που ενηλικιώνεται, ήταν η ώρα να γυρίσουν και εκεί απ'όπου ξεκίνησαν, στον εύθραυστο μινιμαλισμό του Popular Mechanics. Βγαίνοντας από το κουτί του Perry βέβαια, δεν επιστρέφεις με αστείους ηλεκτρονικούς ήχους, και μπερδεμένα ρυθμικά bleeps. Διάφορα έγχορδα, περίεργα κρουστά, μαζί με dulcimer, theremin, φλάουτο, ακουστική κιθάρα, πιάνο, ατμοσφαιρικά synths. Η μουσική του κρύβεται, σιωπά, ξανοίγεται, και πάλι το ίδιο όπως στα απέραντα τραγούδια του David Sylvian, ανθίζει αργά, ολοκληρωτικά όπως στην υποτονική μελαγχολία των Talk Talk Τελειώστε από τώρα τις συγκρίσεις με τις υπόλοιπες δουλειές των Λονδρέζων, το Life has not finished with me yet είναι η ημιτελής συνέχεια μιας ατμόσφαιρας που ίσως αμυδρά να τη διαισθάνθηκε κανείς στη μουσική τους, αλλά όπως και να ‘χει η καρδιά του ακροατή είχε πάντα καλύτερα πράγματα για να αρπαχτεί.
Αλλάζω τα χρώματα του εισαγωγικού Matin με εκείνα του τελευταίου φως της ημέρας, το βιολί και η φωνή της Angèle David-Guillou το αποχαιρετούν για να καλυφθούν στο σκοτάδι τα μονοπάτια του δίσκου. To Judas, είναι ίσως απ'τα πιο αυστηρά στιχουργικά θέματα του Glen Johnson. Μια σχεδόν θεατρική καταδίκη στους ταλαίπωρους Ιούδες χωρίς παρερμηνείες, χωρίς ελαφρυντικά, από το ντουέτο του Johnson και του guest του άλμπουμ Josh Hight. Σκληραίνει κι άλλο με το σκοτεινό ρυθμό και τις ethnic νότες των πλήκτρων. Στην πυρά χωρίς σαρκασμό, ανάξιος και του βρετανικού black humor, καμιά αμφιβολία ότι τα πράγματα σοβάρεψαν. Τρόμος στα βήματα των λέξεων και στο The Slightest Of Threads, στο σύντομο ηλεκτρονικό ξέσπασμα, το οποίο στήνουν τα μόνα παραμορφωμένα θορυβώδη δευτερόλεπτα του άλμπουμ. 3 κομμάτια ήδη και πουθενά το Λονδίνο, οι pub, ούτε καν μια πληγωμένη καρδιά που μισομεθυσμένη να γελάει με τα χάλια της.
Το theremin παγώνει όποια αντίδραση στο πρόσωπο. Sing something that I know, sing something sad and slow. Ειλικρινά θα ήταν θρίλερ. Αν δεν ήταν η φωνή της David-Guillou, αν δε φανταζόμουν ότι με γρήγορες κιθάρες και θέση στο Part Monster θα μιλάγαμε για τα ειρωνικά παιχνίδια του Glen, αν δε χάραζε αυτή η καταραμένα κοριτσίστικη φωνή την απογοήτευση των εικόνων του τραγουδιού. Μια απογυμνωμένη electro pop ανάμνηση των πρώτων Piano Magic που δεν είδε ποτέ το φως. Η πιο κλειστοφοβική, ίσως ομορφότερη στιγμή του άλμπουμ, εκείνο το το I'm abandoned to my fate προδίδει ένα βήμα προς το νόημα του τίτλου του, στα μεγάλα μαύρα γράμματα του εξώφυλλου. Κρατιέμαι και δε γράφω τους στίχους από το υπέροχα ψυχο-ερωτικό (...) ποίημα του Chemical/Chemical (20 mgs) σε μια απόλυτα minimal ναρκωμένη μουσική υπόκρουση και ψιθύρους κρουστών.
Η επανάληψη του Life has not finished with me yet, του ομώνυμου κομματιού, είναι μια θολή επική στιγμή. Κόλλησα στη μελωδία που μου θυμίζει πολύ το γνωστό Riders on the storm των Doors, κόλλησα και στο ότι ο Morrisson φανταζόταν να καβαλάει τη μοίρα του περήφανα στον άδικο επίγειο κόσμο, και ο Glen Johnson επαναλαμβάνει τον ίδιο στίχο αγωνιώντας να την αποτρέψει. Το φαντάζομαι να κλείνει μια συναυλία τους, μια χορωδία των μουσικών μόνο, να παίρνει ο,τι ενέργεια και ηλεκτρισμό χρειάζεται από τον κόσμο κάτω.
Η λυρική συνεισφορά του Hight στο άλμπουμ πιάνει τόπο με ωραίο τρόπο στο (The Way We Treat) The Animals, το πιο «συνηθισμένο» Piano Magic τραγούδι του συνόλου, πριν το σκοτεινό Jar of Echoes και τη διακριτική ατμοσφαιρική καμπύλη του. Εντυπωσιακό σε όλα τα κομμάτια είναι ο τρόπος που τα διάφορα κρουστά, φυσικά ή μη, αφήνουν τον πρώτο ρόλο σε κάθε άλλο ήχο ή όργανο, που και που σχεδόν απουσιάζουν, αλλά όλοι αυτοί οι ρυθμοί σου μένουν μετά το τέλος. Παραγωγή και μίξη από τον drummer τους.
Ουσιαστικά το A Secret Never Told, σχεδόν μέσα από εκείνο το Details Not Recorded, ολοκληρώνει το δίσκο. Μια απροσδιόριστη σειρά από λίγες προσεχτικά τονισμένες λεπτομέρειες στο γκρίζο φόντο του, κάθε μία στη θέση της, στη χρονική σειρά της. Μουσική από τις νότες και τις σκιές τους. Εικόνες απ'το πίσω μέρος ενός μυαλού που γίνονται ήχοι και ξανασχηματίζονται ίσως μόνο σε ένα τέτοιο μέρος. Ίσα ίσα για να χωράνε σε ένα κουτί.
Rating: 8,7 / 10
Βαγγέλης Γιαννακόπουλος
Pages