...ξεπερνώντας την αναβλητικότητά μου στο τέλος του 2011, νομίζω ότι χαίρομαι που το πολυαναμενόμενο για'μένα άλμπουμ των Frozen Autumn κυκλοφόρησε μέσα στο 2011. Γιατί έτσι μπόρεσα να το αφήσω πίσω όπως έπρεπε, μαζί με άλλα πράγματα και έναν άνθρωπο, 4 ώρες πριν την αλλαγή της χρονιάς με το συναίσθημα που αφήνει ένα χάδι σε αυτόν που το δίνει με συμπάθεια αλλά όχι υποκρισία.
Πώς είναι όταν συναντάει κανείς ένα φίλο και ο ένας έχει αλλάξει πολύ ενώ ο άλλος καθόλου? Αμηχανία και αρκετή εσωτερική μελαγχολία εκατέρωθεν για το καλύτερο.
Κάπως έτσι έχουν τα πράγματα με το ‘Chirality'.
Οι λόγοι? Δυο.
Οι μελωδίες στα synths δεν είναι στο ελάχιστο ενδιαφέρουσες για μένα, δεν έχουν τους ρυθμούς, τις εναλλαγές και την ενέργεια παλιότερων κομματιών όπως τα ‘Is everything real?', ‘Dusk is like a dagger', ‘Don't cry for me', ‘Emotional screening'... Η μουσική και το εξωκοσμικό αιθέριο στοιχείο που προσωπικά μου προκαλούσαν τα synths και ειδικά η φωνή της Froxeanne, δε συντονίζονται πλέον με την ανάσα όπως στα παλιότερα άλμπουμ μέχρι και το ‘Emotional screening Device'.Το δε ομώνυμο κομμάτι του άλμπουμ μαζί με το ‘Rallentears', επαναδιαπραγματεύεται με το δικό μου μυαλό κάτι το οποίο ενώ στο παρελθόν δεν έβλεπα καθαρά. Αναφέρομαι στη μεταμόρφωση του Diego Merletto σε Ronny Moorings από την πλευρά του ύφους και τρόπου της ερμηνείας και της μουσικής, πράγμα το οποίο συμβαίνει αρκετά σε αυτό το άλμπουμ και προσωπικά μου δημιουργεί μια ψευδαίσθηση μη καλοδεχούμενη.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο το άλμπουμ αυτό συγκαταλέγεται στις απογοητεύσεις μου, είναι ότι το ενδιαφέρον των τραγουδιών εξαντλείται περίπου στη μέση της διάρκειάς τους, η οποία ξεπερνάει τα 4' (εκτός του ‘So brave'). Η προσωπική μου γνώμη είναι πως σε ένα κομμάτι που έχει διάρκεια μεγαλύτερη των 3.5' πρέπει να συμβαίνουν πολλά και μαγικά πράγματα από άποψη ερμηνείας, εναλλαγών και ατμόσφαιρας, ώστε να συγκαταλεχθεί στα ενδιαφέροντα ακούσματα. Αυτό δε συμβαίνει όταν τα τραγούδια βασίζονται σε ένα μουσικό μοτίβο και ο ίδιος ρυθμός πλαισιώνει τα φωνητικά σε όλη τη διάρκεια των 4.5-6' στα κομμάτια του Chirality.Οι Frozen autumn, με έκαναν να σκεφτώ ότι ενδεχομένως να ‘κρατήθηκαν' ή να μην αφέθηκαν εντελώς ελεύθεροι σε αυτό το άλμπουμ καθότι με εξαίρεση το ‘So Brave' δεν υπάρχει σε καμία άλλη στιγμή του άλμπουμ ερμηνευτικό ρίσκο ή συναισθηματική επένδυση σε βαθμό που εμένα να μου προκαλεί ανατριχίλα και σχεδόν μούδιασμα.
Υφολογικά, το άλμπουμ δεν παρεκκλίνει στο παραμικρό από τα υπόλοιπα, όμως δεν προσφέρει και τίποτα νέο, θα έλεγα μάλιστα ότι σχεδόν αφαιρεί ποιότητα αφού δεν προσεγγίζει στο ελάχιστο άλμπουμ όπως το ‘Fragments of memories' για παράδειγμα.
Οι λίγες νότες που μου προκάλεσαν ψευδαισθήσεις μουσικού ενδιαφέροντος, στην εισαγωγή του ‘Sidereal solitude', ‘Rallentears', δεν ήταν αρκετές και διαρκούν λίγο χωρίς καν να αφήνουν ένα δυνατό ηχητικό αποτύπωμα. Ένα άλμπουμ σαν ανολοκλήρωτο συναίσθημα.
Το μοναδικό στοιχείο που κρατάω είναι το ψυχικό ‘άνοιγμα' και η συναισθηματική υπέρβαση της Froxeanne στα ‘So brave' και ‘Sidereal solitude' τα οποία και παίζουν σε επανάληψη στις δικές μου playlist, κυρίως για προσωπικούς μάλλον λόγους...
Αντί επιλόγου...
Επειδή θεωρώ πως αν κάποιος έχει να επιλέξει ανάμεσα στο να ακούσει κομμάτια που παλιότερους δίσκους και στο να ακούσει τα δυο συμπαθητικά κομμάτια του ‘Chirality' λογικά θα επιλέγει από τα παλιότερα, η δική μου απόφαση να αφήσω αυτό το άλμπουμ στο παρελθόν του 2011 γίνεται προτροπή μου προς εσάς.
Η συνέχεια μόνο με πάθη και ρίσκα μπορεί να είναι ενδιαφέρουσα κι αυτό εμένα, όπως ίσως έχετε ήδη καταλάβει μου αρέσει πολύ!
Rating: 6 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
How is a man to remain silent / in face of this
prudent in face of this?
Πρόκειται για το πιο φιλόδοξο σχέδιο του Jerôme Reuter. Έτσι λοιπόν, παρά την συνεπαγόμενη έκταση της κριτικής, παρά το γεγονός ότι έχουμε ξανασχοληθεί με τον ήχο των Rome και κινδυνεύω να βρεθώ να επαναλαμβάνω τον εαυτό μου, είναι αδύνατο να σιωπήσω, δεν μπορώ να προσπεράσω αυτό το τριπλό υπερπολυτελές δημιούργημα.
Μας ξεγέλασε, βέβαια ο κύριος Reuter. Υποτίθεται ότι παντρεύτηκε και θα ξεκουραζόταν για λίγο «για να ξεκουράσει το χώμα» (όπως έλεγε). Δεν νομίζω ότι περιμέναμε πολλοί να βγάλει 36 κομμάτια σε 18 μήνες, και να τα κυκλοφορήσει ως τρία ξεχωριστά άλμπουμ και ως ένα ενιαίο κουτί με 3 βιβλία δεμένα με ύφασμα (αν ψάξετε πολύ, μπορεί να βρείτε και την έκδοση με το κοντομάνικο). Με αυτή την κίνηση προσπάθησε να δώσει ειδικό βάρος σε αυτή την κυκλοφορία. Είναι φανερό ότι προσπαθεί να αφήσει ένα στίγμα που δεν θα ξεχαστεί για τον λίγο χρόνο που απομένει στην ανθρωπότητα. Το καταφέρνει;
And we'll drain our skin
with the taste and smells of the oceans
just like Paris was drenched
in the blood of her bravest children
Το εγχείρημα είναι θαρραλέο. Το κείμενο που κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο μιλάει πιο ξεκάθαρα από ποτέ για επαναστάσεις και για τα έργα φιλοσόφων, οικονομολόγων και συγγραφέων. Οι στίχοι το ίδιο. Όταν κάποιος δώσει τις ώρες που χρειάζεται για να διαβάσει, να ερευνήσει και να αφομοιώσει τα αγγλικά και γερμανικά κείμενα θα βρει τις ιδέες διαφόρων στοχαστών, μερικές φορές αυτολεξεί. Θα διαβάσει για τον Προυντόν, τον πρώτο άνθρωπο που αποκάλεσε τον εαυτό του αναρχικό και α δει να επανέρχεται το μοτίβο «we won't be governed» σε διάφορες παραλλαγές. Θα βυθιστεί σε έναν κόσμο εξεγέρσεων, εμφυλίων και διαδηλώσεων αλλά όχι με τον τρόπο που τον δείχνουν ταινίες και ειδήσεις.
Ο φακός των Rome εστιάζει πάντα στις στιγμές στοχασμού και ανάπαυλας, λίγο πριν ξεσπάσει ένα γεγονός, ή στον κουρνιαχτό μετά από αυτό. Στο πρώτο μέρος της τριλογίας εστιάζει στην γέννηση της επανάστασης, στα συναισθήματα του ανήκειν.
"What relief! To be among men who swore never to stumble, never to tire, never to waste their time preaching to the choir"
Στο δεύτερο και τρίτο μέρος εστιάζει στην πικρή γεύση που αφήνει αυτή η επανάσταση, στην προδοσία αλλά και την κληρονομιά στις επόμενες γενιές, ιδωμένα από το άτομο, με τους έρωτές του και τις ατέλειές του. Δεν είναι πάντα ξεκάθαρο ποια θέση παίρνει ο ίδιος ο Reuter - νιώθει περήφανος ή απεχθάνεται τον εαυτό του για το ότι «κηρύττει» αντί να βγει στους δρόμους;
Όσοι έχουν παρατηρήσει τους Rome δεν θα σοκαριστούν, βεβαίως, από αυτές τις αναζητήσεις. Το μόνο στο οποίο δεν μας είχαν συνηθίσει ήταν η αμεσότητα του μηνύματος, το οποίο ποια κρύβεται συνήθως από λιγότερα πέπλα συμβολισμού και φανταστικών τοποθεσιών. Ούτε θα σοκαριστεί κάποιος αναγνώστης από τη μουσική: πρόκειται για τη γνωστή ανάμειξη martial industrial και neofolk που έχει συνδεθεί με τους Rome (και τους Death in June βεβαίως).
Και αυτό ακριβώς είναι το αδύναμο σημείο του άλμπουμ.
You threw it at me like stones
all this praise
and just like me you were taking
as much pleasure
in making this promise
as in breaking it
a little later
Μπορεί κάποιος να διαφωνεί όσο θέλει πολιτικά με τον Jerôme. Κάποιοι πιο αναρχικοί θα στραβομουτσουνιάσουν με τον «αστικό» αναρχισμό του, στον οποίο αποδέχεται την ιδιοκτησία (ποια η έννοια άλλωστε της γενναιοδωρίας που περιγράφει, αν δεν υπάρχει ιδιοκτησία;) και με την απόμακρη αρτίστικη περσόνα του. Οι δεξιοί θα βρουν κάτι άλλο, οι κουμουνιστές κάτι τρίτο, αλλά όλοι θα είναι εκτός θέματος, αφού οι ιδέες των πρωταγωνιστών των ιστοριών των Rome δεν ταυτίζονται απαραιτήτως με τις απόψεις του συγκροτήματος.
Για τον περισσότερο κόσμο, που ενδιαφέρεται κυρίως για τη μουσική, η ένσταση που θα προβληθεί για αυτή την κυκλοφορία είναι η εμμονή του Jerôme με την προδοσία και τις επαναστάσεις που τον κάνει να ξεχνάει τον ακροατή και να κλωθογυρίζει τις ίδιες έννοιες, να βάζει σε άλλη σειρά τις ίδιες λέξεις και να μας δίνει μια κυκλοφορία που ακούγεται πιο πολύ σαν audiobook απ'ότι σαν μουσικό άλμπουμ. Δεν σας κρύβω ότι αν δεν ήμουν φαν του συγκροτήματος, θα με είχε απωθήσει έντονα αυτή η προσέγγιση του μουσικού ως ποιητή που αφήνει τη μουσική στο φόντο, γιατί διαλέγω να δίνω μεγαλύτερη έμφαση στον ήχο από το στίχο.
Δεν είναι τόσο δύσκολο να ξεπεράσουμε αυτό το εμπόδιο, το μέγεθος (και συνακόλουθο κόστος για κάποιους). Κάθε άλμπουμ ακούγεται ενιαίο, ομαλό και συνοδεύει ατμοσφαιρικά τις στιγμές της ζωής σας που θα επιλέξετε να ντύσετε με κάτι τόσο βαρύ. Όμως είναι λίγο πιο δύσκολο να καταφέρουμε να ξεχωρίσουμε τα κομμάτια στα οποία οι Rome προσφέρουν κάτι καινούριο στη μουσική, και ακόμα πιο δύσκολο να τα αποσπάσουμε από το φυσικό τους περιβάλλον, δηλαδή το άλμπουμ στο οποίο γράφτηκαν. Υπάρχουν βεβαίως οι μελωδικές και upbeat στιγμές ενός Spanish Drummer ή ενός Pact of Blood, η αμεσότητα και οργή του Our Holy Rue, η υπέροχη φυσαρμόνικα στο Breaking Part, η εκπληκτική ατμόσφαιρα του The Brute Engine καθώς και το φλερτάρισμα με τους Joy Division στο Sons of Aeeth. Σε όλα αυτά τα κομμάτια υπάρχουν έξυπνες ιδέες που ταιριάζουν με το νόημα του στίχου: θόρυβοι, samples, πιάνο, τεχνικές παραγωγής.
Παρά αυτά τα κομμάτια, μόνο το τρίτο μέρος, το Aufgabe, καταφέρνει να κρατήσει τον ακροατή σε εγρήγορση για αρκετή ώρα, με τους θορύβους του Dawn at the Darkest Hour ή τα υπέροχα samples του Years of Abalone αλλά και πολλά άλλα κομμάτια. Δυστυχώς, ούτε αυτό φτάνει σε μελωδίες και παραγωγή την προηγούμενη κυκλοφορία τους. Είναι σαν να έτρεξε να βγάλει τις σκέψεις του σε ήχο ο Jerome, κάνοντας στην μπάντα τα προηγούμενα μέλη του συγκροτήματος και αμελώντας την εμμονή στην παραγωγή και τον εμπλουτισμό των κομματιών με ομορφότερους ήχους και μελωδίες.
Φυσικά, όλα αυτά δεν θα τα έλεγα αν είχαν κρατήσει οι Rome μόνο τα 12 καλύτερα κομμάτια των 3 άλμπουμ, ή αν δεν είχε μεσολαβήσει το καταπληκτικό Nos Chants Perdus. Όσο και αν είναι αυτή η κυκλοφορία πολύ «art» και να κάνει κάποιες κοιλιές, δεν παύει να έχει πολλά πολύ όμορφα κομμάτια και να είναι τόσο όμορφα δεμένη σε βιβλία που να βάζει σε πειρασμό οποιονδήποτε φαν του είδους.
And now is the time
to collect the guns we sent ahead
for we know every revolution dies
in childbirth at the latest.
Rating: 8,4 / 10
tec-goblin
Η μουσική λένε αποτελεί μέσο αυτοθεραπείας και είναι ίσως το πιο αποτελεσματικό και δημιουργικό φάρμακο για την ανία. Κάπως έτσι ακριβώς σκεφτόταν και ο John Kunkel, πριν φτιάξει τους The New Division, όταν πειραματιζόταν ακόμα με τα synchs του στον κοιτώνα του πανεπιστημίου του στη Νότια Καλιφόρνια. Επηρεασμένος βαθύτατα από τις μουσικές των Joy Division, των Depeche Mode και των New Order, ο Kunkel ξεκίνησε να ασχολείται με τη μουσική σαν μια απλή αγχολυτική ενασχόληση, που μοιραζόταν μέχρι τότε μόνο με τους κοντινούς του φίλους. Όταν όμως άρχισε να βλέπει, ότι τα τραγούδια του αρέσαν και λίγο παραπέρα από τα φιλαράκια του και ότι οι ιδέες έπεφταν βροχη δημιουργώντας ολοένα και περισσότερα κομμάτια, αποφάσισε 2 χρόνια μετά να προσθέσει και άλλα μέλη. Έτσι το 2007 γεννήθηκε το κουαρτέτο των The New Division με τον John Kunkel στο τραγούδι, τον Brock Woolsey στις κιθάρες και τους Michael Janz (aka Janzie) και Mark Michaslki στα synths.
Αν και θα μπορούσαν να κυκλοφορήσουν άνετα 10 δίσκους στη σειρά, μιας και διαθέτουν στο συρτάρι τους περί τα 300 κομμάτια (μιλάμε για τέτοια έμπνευση!), η μπάντα προχώρησε πρώτα στη κυκλοφορία του EP "The Rookie", για να ακολουθήσει στη συνέχεια και το πρώτο τους full length album "Shadows" (27/09/2011).
To "Shadows" διαθέτει 14 tracks (τα 3 λειτουργούν ως «γέφυρα»), που ισορροπούν μεταξύ της dance, του new wave, του shoegaze και της synth pop, με κοινό παρανομαστή όμως πάντα αυτό το 80'ς nostalgia feeling, που είναι διάχυτο σε όλο σχεδόν το δίσκο.
Tα «τριπαρισμένα» synths του εναρκτήριου "Opium" θέτουν τη βάση σε αυτό το υπέροχο dance-pop κομμάτι, που είναι προορισμένο για πολλά radio plays. To "Shallow Play" φλερτάρει απροκάλυπτα με τη shoegaze, το "Sense" αγγίζει περίσσοτέρο από όλα την αισθητική των 80's (για κάποιο λόγο μου ερχόταν συνέχεια στο μυαλό το «Maniac» του Sembello), ενώ το ομώνυμο "Shadows" αποτελεί απλά γέφυρα για το "Violent", που ακολουθεί, ένα ακόμα μπιτάτο-χορευτικό κομμάτι και η δεύτερη πολύ καλή στιγμή του άλμπουμ γενικά. Το "Soft" κινείται, όπως και ο τίτλος του, σε πιο ήπιους ρυθμούς, στο "Munich¨οι κιθάρες βγαίνουν μπροστά δημιουργώντας ένα πιο classic new wave άκουσμα, ενώ στο "True Lies", που αποτέλεσε και το πρώτο single του δίσκου, τα beats του drum machine δίνουν τη δέουσα ατμόσφαιρα, με τον Kunkel να εξιστορεί τις περί σχέσεων δυσκολίες σε στίχους όπως "I think of what you do all day, I wonder if what you think is true, you always get what you want, I can't trust you...".
Από το "La Noire" ή αλλιώς γέφυρα Νο2, περνάμε στο καλύτερο για μένα κομμάτι όλου του δίσκου, το "Hearts for Sale". Με το μπάσο να υποβόσκει σε ένα απολαυστικά επαναλαμβανόμενο beat, το "Hearts for Sale" τυγχάνει πολλαπλών ακροάσεων, καθώς καταφέρνει να σου μεταδώσει αβίαστα το συναίσθημα και να σε ταξιδέψει. To "Special" μου φάνηκε λίγο αδιάφορο, το "Memento" είναι το πιο μοντέρνο ηχητικά, για να φτάσουμε σιγά σιγά στο τέλος, όπως προμηνύει και το "Shadows II", και να σαλπάρουμε με το "Saturday Night", κομμάτι με house αποχρώσεις, που εύκολα φαντάζομαι να παίζεται σε summer clubs και να γίνεται (με το ανάλογο ίσως remix) χιτάκι.
Το "Shadows" δεν αποτελεί αποκάλυψη, καθώς είναι ένα άλμπουμ με πολλές αναφορές στο παρελθόν, αλλά σίγουρα θα αρέσει σε πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους, είτε αυτοί είναι φαν των Depeche Mode και του ρομαντισμoύ των 80's, είτε άτομα που αρκούνται σε χορευτικά club anthems. Eίναι ένας δίσκος που, όπως λένε και τα Αμερικανά, "it΄s growing on you", καθώς σε ταξιδεύει σε εικόνες "ζεστές", αφήνοντας σου παράλληλα τη γλυκόπικρη γεύση της νοσταλγίας. Είναι ίσως το soundtrack του καλοκαιριού που μας τελείωσε και μάλλον θα τρέξεις να πατήσεις repeat, ενώ θα βλέπεις τον ήλιο να δύει....
You'll like it if u also like: New Order, Depeche Mode, OMD, Duran Duran, chillwave in general
Rating: 7,5 / 10
Μπέση Σπηλιωτοπούλου
Οι The Joy Formidable αγαπούν το θόρυβο. Αυτό δηλώνει το τρίο από την Ουαλία, που σχηματίστηκε το 2007 και αποτελείται από τη - rock's new heroine - Ritzy Bryan (lead φωνή, κιθάρα), τον Rhydian Dafydd (μπάσο, φωνητικά) και τον Matt Thomas (drums). Μη σας τρομάζει όμως αυτή η δήλωση τους, γιατί στην περίπτωση των Joy Formidable ο "θόρυβος" τους έχει και μελωδία και αποτέλεσμα.
Από τo 2009 που κυκλοφόρησαν το πρώτο τους ep "A Ballon called Moaning", οι Joy Formidable, αντί να κάνουν βιαστικά βήματα προκειμένου να πάρουν την ευλογία και την προβολή από τα indie μέσα, προτίμησαν να εξελίξουν ευατούς και να αποκτήσουν περισσότερη εμπειρία . Και τι καλύτερη εμπειρία για μια ανερχόμενη μπάντα από τις συναυλίες. Πήραν λοιπόν για 1 χρόνο τους δρόμους, περιοδεύοντας δίπλα σε συγκροτήματα όπως οι Editors, οι Temper Trap και οι Passion Pit, κέρδισαν επιπλέον το θαυμασμό καλλιτεχνών, όπως η Shirley Manson των Garbage και ο Dave Grohl και μπήκαν στο στούντιο για να ηχογραφήσουν το πρώτο τους άλμπουμ, με τίτλο "The Big Roar".
Μπορεί το «The Big Roar» να με ταξίδεψε νοητά στη δεκαετία του 90', ωστόσο εδώ δεν πρόκειται για ξαναζεσταμένο φαγητό, καθώς οι Joy Formidable καταφέρνουν να αναδείξουν με γνήσια αυτοπεποίθηση τις grungy, alternative, shoegaze επιρροές τους μέσα από πανέμορφες μελωδίες και δυνατές συνθέσεις. Ήδη από το εισαγωγικό dreamy κομμάτι «The Everchanging Spectrum of A Lie», τα μηνύματα είναι πολύ θετικά, προδιαθέτοντας με ευχάριστα για τη συνέχεια. Στο "Magnifying Glass" οι τόνοι ανεβαίνουν με μια πιο punky διάθεση, το "Austere" διαθέτει ωραία μπασογραμμή βάζοντας τα πράγματα σε πιο χορευτικούς ρυθμούς, ενώ στο "A Heavy Abacus" η Bryan (με φωνητικά που μου θύμισαν τη Bjork) εκφράζει τη συγκρατημένη μελαγχολία της με στίχους όπως "Happiness it won't last long
and this child behind stores it all". Ξεχωρίζουμε ακόμα το κλιμακωτό «Whirring», που καταφέρνει να φτάσει εύκολα στην κορύφωση με την πιο έμφανη εδώ χρήση διπλοπέταλου (σ.σ. nice!) στα ντραμς, το λίγο πιο σκοτεινό "Buoy" και το «the Greatest Light is the Greatest Shade, που κλείνει ιδανικά το άλμπουμ.
Το αν το "The Big Roar" καταφέρει να μπει στις λίστες με τα καλύτερα του 2011 λίγη σημασία έχει. Η ουσία είναι ότι εδώ έχουμε ένα πολύ αξιόλογο ντεμπούτο άλμπουμ από ένα συγκρότημα, που διαθέτει και ωραίες ιδέες και πολύ πάθος και που σίγουρα έχει να δώσει πολλά παραπάνω στη συνέχεια. Αν καταφέρουν δε και ξεδιπλώσουν αυτό το πάθος με επιτυχία και στα live τους, τότε σίγουρα θα τραβήξουν περισσότερα βλέμματα πάνω τους στο μέλλον.
You'll like it if u also like: Elastica, Lush, My Bloody Valentine, Smashing Pumpkins, Pixies, Sonic Youth
Rating: 7,8 / 10
Μπέση Σπηλιωτοπούλου
Time to run for cover
The New World March is on the road
Κρυφτείτε όντως, εκτός αν ξέρετε ήδη με τι έχετε να κάνετε, ή αν είστε έτοιμοι για μια σταδιακή αλλαγή της κατανόησης σας περί μουσικής. Μπορεί να ενθουσιαστείτε από τις πρώτες νότες, μπορεί και να σας πάρει (όπως είχε πάρει και σε εμένα) ένα χρόνο ακρόασης μερικών κομματιών για να τολμήσετε να προχωρήσετε παραπέρα σε αυτό το φαινόμενο που λέγεται Haujobb.
Οι παλιοί ας με συγχωρήσουν και ας πηδήξουν τις δυο επόμενες παραγράφους. Σε αυτό το σημείο (Machine Drum roll) πρέπει να πω δυο κουβέντες για το συγκρότημα, γιατί οι αρχές τους βρίσκονται στο 1993, η σιωπή τους άρχισε το 2005, και πολύς κόσμος μπορεί να μην άκουγε industrial μεταξύ αυτών των δυο χρονολογιών. Πρόκειται για ένα συγκρότημα που ταράζει τα νερά και τις ψυχολογίες των ακροατών του ακόμα και όταν είναι ήρεμο (...Ninetynine). Το 93 ξεκίνησαν, ξεχώρισαν για την ατμόσφαιρα και πολυπλοκότητα των συνθέσεων του Homes and Gardens, το 95 απέδειξαν ότι ήρθαν για να μείνουν με ένα άλμπουμ πολύ μπροστά από την εποχή του (Freeze Frame Reality), με τον τρόπο που συνδύαζε καλή παραγωγή (για το είδος), συναισθηματικά ηλεκτρονικά έγχορδα και έξυπνα breaks, φτιάχνοντας τρομερά μοναχικά ηχοτοπία. Και μπροστά παρέμειναν, φτάνοντας το 97 σε τέτοιο στάτους στο χώρο, που έβγαλαν το ξαναδουλεμένο best of τους, From Homes to Planets, μια από τις καλύτερες κυκλοφορίες της ιστορίας του industrial.
Κάπου εκεί άρχισαν να ηρεμούν. Το Matrix περιλάμβανε πιο έντονα τα στοιχεία του IDM αλλά έφτανε και ως τη minimal techno (στο monochrome, το οποίο έχει βρει τη θέση του στις playlist μεγάλων dj του χώρου). Το Ninetynine απορρίφθηκε από τους περισσότερους industrialάδες, αν και έχει μερικές έξυπνες, όμορφες και γλυκές chillout συνθέσεις. Η μεγαλειώδης επιστροφή του συγκροτήματος ήρθε με το Polarity. Εκεί, τα drum'n'bass στοιχεία του Ninetynine έγιναν ισχυρότερα, τα αντρικά φωνητικά απέκτησαν μια μεγαλύτερη μουσικότητα και πλαστικότητα και η παραγωγή έφτασε σε ένα επίπεδο που σχεδόν κανένα άλλο συγκρότημα του χώρου δεν τολμά να ονειρευτεί. Το Vertical Theory ακούστηκε σαν φυσική συνέχεια του Polarity, τελειοποιώντας τη συνταγή. Είναι το πιο άμεσο και catchy άλμπουμ τους, χωρίς όμως υποχώρηση στην ικανότητά τους να δημιουργούν νέους ήχους. Το κομμάτι Renegades of Noize έγινε ουσιαστικά συνώνυμο του Daniel Myer κατά τη σόλο καριέρα του που ακολούθησε.
Διότι όντως ακολούθησαν 6 παγωμένα χρόνια. Τα side-projects αυξάνονταν και πλήθαιναν, φτάνοντας αισίως τα 11, με γνωστότερο τον Architect. Όταν ξαναβρήκε χρόνο το άλλο μέλος του συγκροτήματος, ο Dejan Samardzic, δεν ξέρω πώς βρήκε το χρόνο ο Daniel για να μπουν στο στούντιο και ας έτρεχε αυτός στις περιοδείες με τους Covenant, αλλά τα κατάφεραν: έχουμε ένα ακόμα υπερ-προσεγμένο άλμπουμ με πανέξυπνους ήχους, χαρακτηριστικά Haujobb.
Και δεν θα ήταν χαρακτηριστικά Haujobb, αν δεν ήταν πολύ... διαφορετικό από τα προηγούμενα. Τα δυο μέλη όχι μόνο έχουν μεγαλώσει, αλλά και έγραψαν αυτό το άλμπουμ μέσα σε μια παγκόσμια κρίση. Το τελικό αποτέλεσμα είναι αισθητά πιο αργό, αλλά και δυσοίωνο. Η ενασχόλησή τους με ένα μέλλον στο οποίο η τεχνολογία έχει πάρει τρομακτικό ρόλο είναι κάτι συνηθισμένο στην ιστορία του συγκροτήματος, αλλά ο νέος κόσμος, η νέα τάξη πραγμάτων που περιγράφουν στο Dead World March είναι σκοτεινή, γεμάτη επιθυμία στερούμενη οποιασδήποτε απόλαυσης.
The New World March
It lingers an eon
The limited thoughts
were censored by yourself
Ειδικά στα δυο πρώτα κομμάτια, το εκπληκτικό κινηματογραφικό Control και το μιλιταριστικό Crossfire γράφει στίχους μια Susane Thiele η οποία, σε αντίθεση με τα περισσότερα κομμάτια των Haujobb όπου το μέλλον περιγράφεται κλινικά και σχεδόν αποστασιοποιημένα, το παρουσιάζει σχεδόν εχθρικό. Πιο χιουμοριστική και ηθελημένα αντιφατική είναι η προσέγγιση του Joakim Montelius (Covenant) στους στίχους του More than Us, αλλά η μόνη ελπίδα, το μόνο ψήγμα «αντίστασης» ώστε το μέλλον να μην είναι έτσι, ώστε να κινούμαστε σε ρυθμούς που ορίζουμε εμείς, φαίνεται στο Soul Reader.
Αυτό το κομμάτι είναι και η πιο αδύναμη στιγμή του άλμπουμ, έχοντας στοιχεία από παλιότερους Depeche Mode με έναν τρόπο που κάνει το κομμάτι να μην πηγαίνει πουθενά, να ακούγεται με λάθος τρόπο συγκεκομμένο και κουραστικό. Αντιθέτως, τα samples εγχόρδων από Sieben και In the Nursery στο Little World πετυχαίνουν να δώσουν μια ζεστασιά σπάνια για αυτό το συγκρότημα.
Δεν απουσιάζουν, βέβαια, τα breaks, οι πειραματισμοί με τους ήχους, οι απρόσμενοι ρυθμοί και τα εφέ με τη φωνή. Μας είχε προετοιμάσει άλλωστε το single Dead Market, το οποίο, χωρίς να είναι το δυνατότερο κομμάτι, πετυχαίνει ακριβώς το μέσο όρο έντασης και τον βασικό χαρακτήρα του άλμπουμ: έξυπνο σε βαθμό σχεδόν επιτηδευμένο και σαφώς λιγότερο άμεσο από το Vertical Theory. Η αφομοίωσή του παίρνει χρόνο, με την τελειότητα της παραγωγής να αναδεικνύει μελωδίες που αλλιώς δεν θα δούλευαν.
Και αυτό ακριβώς είναι που έκανε τόσο δύσκολο το έργο των καλλιτεχνών που έκαναν τα ρεμίξ του δεύτερου cd. Κανείς από αυτούς (άντε, ίσως με εξαίρεση τον Xabec) δεν μπορεί να φτάσει σε ήχους τους haujobb, και λίγοι πετυχαίνουν να σταθούν επάξια δίπλα στο πρωτότυπο. Όπως και όλη η σκηνή, φαίνονται να δυσκολεύονται να ενσωματώσουν τις ιδέες των Haujobb στο στυλ τους. Οι Ah-Cama Sotz, βέβαια, έντυσαν το Dead Market με έναν ωραίο ανατολίτικο ρυθμό, χωρίς να πέσουν στην παγίδα του εντυπωσιασμού στην οποία έπεσαν οι This Morn'Omina με μια τραγουδίστρια που απλά δεν τραβάει. Αξίζει βέβαια να χορευτεί και να ακουστεί πολλές φορές το Unknown remix στο Machine Drum, που συνδυάζει τα arpeggios του Blade Runner με ένα χορευτικό καλπασμό. Άλλωστε, το ίδιο το όνομα των haujobb είναι η γερμανική μετάφραση του BladeRunnerικού «skinjob».
Η διπλή έκδοση, λοιπόν, αξίζει μόνο για 3-4 κομμάτια, οπότε απευθύνεται μόνο στους φαν (οι υπόλοιποι μπορείτε να πάρετε αυτά τα κομμάτια για ένα γελοίο ποσό στο ηλεκτρονικό μουσικομάγαζο της αρεσκείας σας). Δεν μπορώ, βέβαια, να πω το ίδιο και για την απλή έκδοση. Αν δεν πεισθήκατε μέχρι τώρα, αν όλα αυτά περί σχεδόν επιτηδευμένα σύνθετου ήχου άθελά μου σας αποθάρρυναν... ακούστε το Let's Drop Bombs, και ξαναμιλάμε στο τέλος της χρονιάς όταν θα βγάζουμε τα καλύτερα κομμάτια του 2011!
Sleep world, sleep
Your favourite song will never end
Dream world, dream
Your favourite book will never close
Breathe world, breathe
Machines will program the perfect harmony.
Rating: 8,5 / 10
tec-goblin
Ή αλλιώς ένα άλμπουμ σαν ύμνος...
...του οποίου η πρώτη ακρόαση ξεσηκώνει, η δεύτερη επιβεβαιώνει τη χαρά της πρώτης αλλά κάπου στην 7η, 8η κάτι ίσως ενοχλεί. Αυτό όμως ας το κρατήσω για το τέλος μιας και προέχουν σοβαρότερα πράγματα.
Το ‘Nightglory' είναι από τα πιο έντονα μελωδικά άλμπουμ των Kirlian Camera ως τώρα μετά το ‘Invisible Front'. Για την ακρίβεια είναι το μοναδικό άλμπουμ στο οποίο δεν ακούμε σε φωνητικά καθόλου τον Angelo Bergamini. Επίσης είναι ίσως το πρώτο άλμπουμ στην ιστορία του συγκροτήματος όπου η μουσική των οργάνων και των φωνητικών δεν είναι ισότιμες σε δυναμική (θυμηθείτε τί σας αποτυπώθηκε στα υπόλοιπα άλμπουμ της μπάντας. Φέρνω ως ενδεικτικά παραδείγματα τα ‘Invisible Front', ‘Coroner's Sun).Θα εξηγήσω αμέσως. Το μουσικό μοντέλο βάσει του οποίου δομούνταν ως τώρα τα άλμπουμ των Kirlian Camera ήταν electro χορευτικοί ρυθμοί στο προσκήνιο σε εναλλαγή με τα φωνητικά. Συνήθως το ατμοσφαιρικό κομμάτι το αναλάμβανε η μουσική στα synth και τα λοιπά όργανα και εμβόλιμα ακούγαμε κάποιες μελωδίες στα φωνητικά.
Το ‘Nightglory' ως διακοπή μιας μουσικής διαδρομής
Αυτή τη φορά ίσως εγκαταλείπεται κάπως ο παραπάνω τρόπος προς όφελος μιας δομής που θυμίζει λίγο εκκλησιαστικούς ύμνους. Στην περίπτωση των ύμνων όλη τη μελωδία την αναλαμβάνει ο τραγουδιστής και το εκκλησιαστικό ή όποιο άλλο όργανο δίνει απλά τις αλλαγές στην τονικότητα ή/και την κλίμακα. Έτσι ακριβώς και στο άλμπουμ των Kirlian Camera. Τα όργανα παραμένουν στο παρασκήνιο σε ολόκληρο το άλμπουμ και δίνουν ένα βασικό μουσικό θέμα ενώ όλη τη μελωδία την αναλαμβάνουν τα φωνητικά. Σε κανένα σημείο δεν επισκιάζει σε βαρύτητα η μουσική τα φωνητικά γιατί η Elena Fossi έχει τις ικανότητες να αποδώσει τις μελωδίες που αναλαμβάνει ακόμα και χωρίς τη συνοδεία μουσικής στο παρασκήνιο. Σε πλήρη αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα άλμπουμ τους, τα φωνητικά σ'αυτή τη περίπτωση βρίσκονται σε αντίθεση με τους ρυθμούς της μουσικής και έτσι τονίζονται παραπάνω. Με άλλα λόγια τα μουσικά όργανα στην περίπτωση του ‘Nightglory' βρίσκονται εκεί για να δίνουν ένα ηχητικό, άκρως ατμοσφαιρικό, χορευτικό έναυσμα.
Για' μένα το συγκεκριμένο άλμπουμ είναι ένα αόρατο νήμα που ξεκινάει από το τραγούδι ‘Odyssey Europa', του οποίου τη μορφή φαίνεται να εξελίσσουν αυτή τη φορά μεταμορφώνοντάς το σε ολόκληρο άλμπουμ. Δεν έχουμε δυναμικούς electro ρυθμούς (τουλάχιστον όχι αντίστοιχους με τα παλιότερα ‘K-pax', ‘The desert inside') ούτε φυσικά την πειραματική και ambient ηλεκτρονική ατμόσφαιρα άλμπουμ όπως τα ‘Solaris the last corridor' και ‘Coroner's Sun'.Όλη η μελωδία αφήνεται πάνω στις φωνητικές δυνατότητες της Elena Fossi και όχι αδίκως. Τα όργανα δίνουν έναν υποτυπώδη ρυθμό σχεδόν χωρίς μελωδία και παραμένουν και από άποψη έντασης ήχου, στο παρασκήνιο. Θεωρώ πως αυτό το άλμπουμ την αναδεικνύει όσο κανένα άλλο γιατί τονίζει όλες οι δυνατότητες της φωνής της και παρ' ό,τι η ίδια δεν διαθέτει ιδιαίτερη θεατρικότητα η ίδια, υπάρχουν σημεία χρωματισμών που προκαλούν αντίστοιχες μεταβολές στη διάθεση κατά τη διάρκεια όλων των κομματιών. Για να είμαι ειλικρινής είναι τόσο όμορφα τα φωνητικά που ακόμα και αυτή η υποτυπώδης μουσική στο παρασκήνιο με ‘ενοχλεί' και θα ήθελα τελικά να είναι το ‘Nightglory' ένα άλμπουμ a capela. Δικές μου ‘παραξενιές'...
Το αποτέλεσμα όμως παραμένει. Το να είναι όλα τα κομμάτια του άλμπουμ πολύ εθιστικά, ιδιαίτερα τα δικά μου αγαπημένα ‘Winged child', ‘I m not sorry'. Σε γενικές γραμμές αυτό που ξεχωρίζει το άλμπουμ αυτό από τα πρόσφατα προηγούμενα είναι ότι χωρίς να κάνει ‘εκπτώσεις' στους electro ρυθμούς οι οποίοι παραμένουν χορευτικοί και συνθετικά ενδιαφέροντες, δημιουργεί τελικά ένα περίεργο μυστικισμό στη συνολική ατμόσφαιρα.
Ως εδώ καλά...
Έχω όμως δυο απορίες, η μια εκ των οποίων πηγάζει από ειλικρινή περιέργεια και αφορά την επιλογή της διασκευής στο ‘Hymn' των Ultravox. Μια διασκευή κατά τα άλλα αυθεντική η οποία κρατάει μόνο το βασικό θέμα του κομματιού και τελικά δίνει μια αιθέρια και από άλλο κόσμο εκτέλεση στο κομμάτι. Ρητορική ερώτηση (επομένως, ερώτηση χωρίς απάντηση). Πώς και έκαναν οι Kirlian Camera διασκευή στους Ultravox?
Η δεύτερη απορία μου αφορά στη θεματολογία των τίτλων των κομματιών ‘Gesthemane', ‘Save me lord, ‘ I killed Judas'. Έχω ξαναεκφράσει τη γνώμη μου στο παρελθόν για την ξαφνική επιλογή θρησκευτικής θεματολογίας στη μουσική οπότε εδώ θα αρκεστώ να επισημάνω την έκπληξή μου ιδίως γιατί οι Kirlian Camera δε μας έχουν συνηθίσει σε χριστιανικά θέματα ίσα ίσα η πλειοψηφία των θεμάτων τους άπτεται συμπαντικών φαινομένων και ενεργειών. Σ'αυτό το άλμπουμ και στιχουργικά φαίνεται πως τα θέματα είναι πιο ‘γήινα'.
Το στοιχείο που ίσως ενοχλήσει...
...και εσάς, αφορά την έμφαση που εκ των πραγμάτων δίνεται στην άρθρωση της Fossi. Λέω ‘εκ των πραγμάτων' γιατί όπως ανέφερα και παραπάνω η μουσική βρίσκεται και από άποψη δομής και από άποψη έντασης στο παρασκήνιο σε όλο το άλμπουμ. Είναι το μοναδικό άλμπουμ στο οποίο ακούμε τόσο καθαρά όλα τα γράμματα των λέξεων των στίχων γιατί δεν καλύπτονται από τα synth και την υπόλοιπη μουσική. Γιατί να ενοχλήσει αυτό? Γιατί δυστυχώς διαπιστώνουμε, καθαρότερα στο ‘Hymn' ότι η Elena Fossi έχει σαφέστατο πρόβλημα άρθρωσης συγκεκριμένων συμφώνων, γεγονός το οποίο έχει αναδειχθεί ανεπίτρεπτα. Τι εννοώ? Ότι η συνήθης πρακτική είναι να γίνεται μια προσπάθεια με διάφορους τρόπους (ένας είναι, να καλύπτουν τα όργανα τη φωνή του τραγουδιστή σε συγκεκριμένα σημεία ώστε να μην αποκαλύπτεται η αδυναμία που έχει) να μην γίνεται εμφανές το εκάστοτε πρόβλημα ενός performer. Είναι κάτι αντίστοιχο με την επιλογή ρόλων σε μια παράσταση. Αν για παράδειγμα ο χορογράφος γνωρίζει ότι ένας χορευτής του δεν έχει καλή ισορροπία το μόνο σίγουρο είναι ότι στην παράσταση ΔΕ θα του δώσει ρόλο όπου να τονίζεται αυτή του η αδυναμία. Οι Kirlian Camera δεν μερίμνησαν κατά τα αναμενόμενα όσον αφορά το πρόβλημα της Fossi πράγμα που επίσης μου δημιούργησε απορία ιδίως γιατί το ‘Hymn' είναι από τις ελάχιστες, αν όχι η μοναδική διασκευή που κάνουν οι Kirlian Camera. Είναι επίσης το κομμάτι στο οποίο δεν ακούμε σχεδόν καθόλου μουσική. Είναι το μοναδικό κομμάτι στο οποίο το παραμικρό ‘λάθος' θα ήταν εμφανέστερο του εμφανούς.
Δυσκολεύομαι να κατανοήσω τη συγκεκριμένη ατυχή επιλογή στα όρια της απροσεξίας σ'ένα άλμπουμ που κατά τα άλλα έχει αρκετά θετικά στοιχεία.
Rating: 8 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟ ΣΥΝΤΡΟΦΟ K. THE CLOWN
Κόντεψε να περάσουν κοντά δυο σεζόν για να επιστρέψουν οι 2L8 με νέα επεισόδια, πράμα διόλου παράξενο αν αναλογιστεί κανείς τι τράβηξε ο Κλόουν στον προηγούμενο Kύκλο. Όσο και αν πάλεψε, όσο κ αν νευρίασε, ο πομπώδης λυρισμός του "He & She" δεν έφτανε για να φωτίσει τα Σκοτεινά Χρόνια που ζούμε. Τουναντίον, life goes on and on και σκοτείνιασε τόσο που γίναμε σχεδόν αόρατοι. Το έβλεπε και ο ίδιος να συμβαίνει. "Soon I will disappear", ψέλλισε και σύρθηκε στην κρυψώνα του για να καταστρώσει την επόμενη κίνηση. Χρειαζόταν καινούρια στρατηγική. Γιατί ναι μεν το "Join the Resistance, fall in love" έγινε γκράφιτι, ήταν όμως σε σημείο που το έβλεπαν λίγοι. Αυτήν την φορά έπρεπε να τα πει έξω από τα δόντια. To the point, χωρίς φανφάρες και λουστραρίσματα. Να πέσει από τα σύννεφα σαν έκπτωτος άγγελος, κι ας θυσιαστεί στην τελική, ο χρόνος του τελειώνει. No more poetry, only raw meat? Ποιος ξέρει με τον Κλόουν που μπλέξαμε. Το μόνο σίγουρο είναι ότι στην εποχή που η αφραγκιά είναι trending topic, το ότι προσχώρησαν τόσοι στην Αντίσταση και τον ενίσχυσαν μέσω Pledge στις νέες του μάχες, ήταν μια καθαρή νίκη. Όμως ο Κλόουν ξέρει πολύ καλά ότι το να κερδίσει μια μάχη, δεν σημαίνει ότι κέρδισε και τον Πόλεμο.
Φέροντας την πεμπτουσία των ομώνυμων ταινιών του Fukasaku, το τρίτο εγχείρημα των 2L8 σφήνωσε άνετα και δικαίως στη μικρή μου λίστα με τους καλύτερους δίσκους των τελευταίων χρόνων. Στο πρώτο πέσιμο εξερράγη πάνω μου σε χίλια κομμάτια που σαν doppelgangers πήραν την θέση του Κλόουν και έφτιαξαν ευφυέστατα ένα bastard pop musical υπό τις μαεστρικά ανορθόδοξες ορχηστρικές οδηγίες του. Ντου από παντού, όλα κάτι μου θύμιζαν αλλά για τίποτα δεν ήμουν βέβαιη. Ξεχάστε το theremin, δεν γουστάρει πια υπνωτισμένους. Παίρνει την κιθάρα του και τραγουδά με απαράμιλλη πιστότητα το Χρονικό ενός Πολέμου για να μάθουμε από τα λάθη του. Η απροσδόκητη brilliance που επέφερε η (παρα-/μετα-) μόρφωση του σε διπολικό αντιήρωα, δεν μπορεί να αγνοηθεί, αν και δεν κρύβω πως αρχικά σκέφτηκα ότι θα μπορούσαν να λείπουν μερικά από τα 32 τραγούδια. Με την διάθεση του για πιο straightforward και «easy listening» συνθέσεις να καταφαίνεται από το τρίτο μόλις τραγούδι (το "Innocent Smile"), εύλογα αναρωτιέται κανείς γιατί δεν κυκλοφόρησε μόνο τις κομματάρες (και είναι πολλές!) σε ένα μονό cd. Όμως, το νόμισμα έχει δυο όψεις και προτού βιαστείτε να διαλέξετε κορώνα ή γράμματα, μελετήστε το καλά για να κρίνετε την πραγματική του αξία. Μετά την δεύτερη ακρόαση, λοιπόν, και αφού ξαναδιάβασα το (καταρχάς) self explanatory ένθετο κόμικ μαζί με το υπόλοιπο βιβλίο, είδα πόσο εθιστικά περίεργο καταντά το ό λ ο θέμα και όχι μόνο τα best of του διπλού δίσκου.
Αλλά και τι δεν είναι περίεργο στο σύμπαν του Κλόουν? Με επίκεντρο τον ίδιο σε ένα πλανητικό σύστημα που πότε κοιτά τον Ήλιο και πότε το Φεγγάρι, ασκεί τέτοια βαρύτητα γύρω του που συμπαρασύρει μια ολόκληρη μπάντα στο χορό του Ζαλόγγου, όσο αυτός κάνει σβούρα γύρω από τον εαυτό του. Ποια Μοίρα θα επιλέξει? Η ώρα της Κρίσης πλησιάζει.
Μάχες σε Φωτεινό Background (Sunlight)
Το εξώφυλλο του Sunlight σε πετάει με μιας στο Κολοσσαίο, δεν είναι δύσκολο να πιάσεις καλή θέση. Με δυο αντίθετων κατευθύνσεων κλαδιά ελιάς να σχηματίζουν προστατευτικά γύρω του τον Κότινο της Αγίας Τριάδας (Ειρήνη-Σοφία-Νίκη), ο πρωταγωνιστής φοράει ως ασπίδα της Ανωνυμίας του το nameless face του Κλόουν (και όχι του Guy Fawkes ή ένα κενό Ερωτηματικό) και προσεύχεται με ύφος παραπονιάρικου Puss in Boots για Ενωμένα Έθνη. Μόνο αν είσαι τυφλός δεν βλέπεις στον καθρέπτη της ψυχής του την επιθυμία για Αλλαγή. Το θέμα είναι πως οι πρώτες ακτίνες του Ήλιου ξάφνιασαν τον Κλόουν και τον έκαναν να σφυρίξει ακούσια την έναρξη του Αγώνα. Και τώρα που άρχισαν τα όργανα, οφείλει να χορέψει.
Ένα δύο τρία Πάμε. Κάτι τρέχει στα γύφτικα. Όσο βαράνε τα νταούλια, τόσο ο παρίας Balkan Nigger θα χορεύει στο πανηγύρι μια τσιγγάνικη version του Caucasian Walk των Virgin Prunes. Και όσο μανιάζει αντιμέτωπος με το reset της Eurotrash αυτοκαταστροφικής ύπαρξης του, τόσα περισσότερα Mazoo and the Zoo θα δραπετεύουν, και άντε να τα δαμάσει μετά. Όταν φτάνει η στιγμή της επιλογής στρατοπέδου στο "Borderline", η πιο μεταιχμιακή της ύπαρξης του, από την μια He Wants Revenge και από την άλλη παραλύει από φόβο. Αντί να πιστέψει τον Adrian Borland του Winning και να βγει στην επιφάνεια, αυτός το βιολί του. Διαμελισμένος πλέον και πολυσχιδής, αρπάζει με το ζόρι τους Neubauten να παίξουν τσίγκο λε λε τα και οδεύει χοροπηδώντας στην Φωλιά του Κούκου.
Τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Από τις στάχτες του αστείου, γελαστού, γλυκομίλητου και ρομαντικού Μεσσία του "He and She" αναστήθηκε ο τρομακτικός, νευριασμένος, βρωμόστομος, κυνικός αντι-Μεσσίας του "Interlude" που δεν τον νοιάζει το μέλλον, αλλά να καβατζώσει μια θέση στον Ήλιο. Έχοντας τις μοιρολογίστρες πάνω από το ζεστό του πτώμα στο "Strange Too" να ψάλλουν πως "η ιδιοκτησία είναι δουλεία" και την καρδιά του να προειδοποιεί για όσο ακόμα χτυπά "Abandon hope all ye who enter here", χρειαζόταν να τον στοιχειώσει ο Τρίτος Μπάρμπας των Bauhaus, για να σπιντάρει ξανά στο "Fight" και να ριχτεί στην μάχη. Being cattle is fun, αλλά ως εδώ. Όμως, "to calm our brother fears" δεν είναι εύκολο πράμα. Όπως σε κάθε επεισόδιο έρχεται η στιγμή που οι προβολείς σβήνουν την ύπαρξη του χαρακτήρα, έτσι και σε αυτό το πλατό κάποια στιγμή ο Ήλιος θα άρχιζε να δύει. Με μια υποβλητική φωνή αλά Till Lindenmann μες το μυαλό του να τον απειλεί, τα φαντάσματα του παρελθόντος τού κόβουν το αίμα και το χρησιμοποιούν ως μελάνι στο συμβόλαιο τους.
"Respect the Brightness of our souls", αλλά πολλά ζητάει. Αυτές οι μάχες δεν έχουν honor ούτε humanity, για αυτό και ξεμένει με την Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο που τον οδήγησαν οι Placebo στο "Fading". Γιατί όσο κι αν το φως του Ήλιου εξουδετερώνει την μαυρίλα της ψυχής του, οι πληγές που σκουπίζει με το "Velvet" παραμένουν ανοιχτές. Και όπως είπε και ο Neil, It's better to burn out than fade away.
Μάχες σε Σκοτεινό Background (Moonlight)
Το Moonlight δεν επιδιώκει να κλέψει τις Δάφνες από το Sunlight. Δεν είναι του χαρακτήρα του άλλωστε, αλλά και να το ήθελε, το Φως του αντιπάλου του είναι πολύ δυνατό για να ξεφύγει από την σκιά του. Παρά το low profile του, όμως, μερικά αστέρια στον ουρανό του λάμπουν τόσο πολύ που αρχικά μοιάζουν με ήλιους. Μη μπορώντας να δει και ο εκείνος πλέον ποια είναι η πηγή φωτός τους, τα μαύρα δάκρυα του αναλαμβάνουν να γράψουν τις νότες και τους στίχους στις επόμενες σελίδες της Ειμαρμένης του. Ζωγραφίζει το σύνθημα τού Αγώνα σε μια παγκόσμια γλώσσα, κοτσάρει και μερικά αρχετυπικά σκίτσα ύφους Niki de saint Phalle δίπλα του και παίρνει μια ανάσα, πριν συρθεί σακατεμένος για να θρηνήσει την ντροπιαστική Πτώση μιας μεγαλειότητας τραπουλόχαρτου. Έτσι κι αλλιώς, πρέπει να κρυφτεί από την "Lover" που με τους funky τσαχπίνικους ρυθμούς της θέλει να τον παρασύρει ξανά στο πεδίο της μάχης. Τα τραύματα του είναι πολύ βαθιά για να ανταπεξέλθει. Ας μείνει πολεμικός ανταποκριτής. Rest now, weary head, άκου το "Healing Song", you will get well soon. Από Super Man που όλους τους κακούς νικάει και όλα τα κακά σκορπάει συρρικνώνεται στον Fool γκοθά του "Lost Pictures", που του δείχνουν το φεγγάρι, αλλά αυτός κοιτάει τα αστέρια. Εξαπατημένος και κατακερματισμένος βυθίζεται στην δίνη της μαρμότας του "Sleepless" για να κάνει με την ησυχία του τον απολογισμό αυτού του Πολέμου.
Πήρε λάθος μονοπάτι, το ξέρει πια, και στο βαθιά εξομολογητικό "Don't follow me", που για κάποιον λόγο μού προκαλεί την ίδια συγκίνηση με το Hope There's Someone του Antony, χρησιμοποιεί τον πιο δραματικό πειστικό τόνο που μπορεί να εφεύρει, προκειμένου να μην πάρει κανέναν άλλον στον λαιμό του. Με στριγκλιές που παραπέμπουν στον Cobain και soundtrack γεννημένο από A Guitar and a heart των M83, τραβάει κινηματογραφικά την σκανδάλη στο "Love is gone" και δίνει ένα τέλος. Αυτός ο Κύκλος πρέπει να κλείσει, οπότε "Circle the Pencil Mr Ink", δεν είναι καιροί για Pixies. Ο αφοπλιστικός κυνισμός του "The Forgotten Dolls choose to Die" , τραγούδι που θα έκανε την Phoebe από τα Φιλαράκια να σκάσει από την ζήλεια της που δεν έγραψε τέτοιο σουξέ, τον πετάει στην ζοφερή αλήθεια λίγο πριν την Αυγή. Γιατί μπορεί η Lisa Gerrard και οι Sigur Rós να φυσούν την «πιο ελαφριά και από πούπουλο» ψυχή του στο "Close your eyes when orbiting new planets", αυτός, όμως, δεν βρίσκει νέα τροχιά να τρυπώσει. Μην έχοντας τίποτα πια παρά το τραγούδι του, ακούει την "Ancient Voice" να του προσφέρει την λύση. Κακά τα ψέματα, ξέρει τι πρέπει να κάνει. Σε λίγο ξημερώνει.
No more happy productions? Θα δείξει στον επόμενο Κύκλο. Προς το παρόν αφήνω στο repeat αυτό το ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ και τρώω τις καραμέλες και τα γλειφιτζούρια που έστειλε στους pledgers συμπολεμιστές του για να γλυκάνω την πίκρα. Αν μη τι άλλο, αυτός ο Κλόουν φροντίζει τα παιδιά του. Εκτός από τις λιχουδιές, το πακέτο με τα πυρομαχικά των New Battles περιελάμβανε και τις δέκα καρτ ποστάλ που συμπληρώνουν το σετ της Μεγάλης Αρκάνα (οι υπόλοιπες βρίσκονται διάσπαρτες στο Έργο του) για να επικοινωνήσουμε κωδικοποιημένα το διπλό κρυφό μήνυμα του, όπως επιβάλλεται εν καιρώ πολέμου. Εγώ πάλι προτιμώ να τις ξαναρίξω, μπας και αλλάξει το ριζικό μας σε αυτούς τους αιμοσταγείς χρόνους που ζούμε. After all... tomorrow is another day.
Βαθμολογία: 9.8 / 10
Εva Me.
2L8 official
Download the album
Buy "new battles"
Με την τέταρτη δισκογραφική τους απόπειρα στα μόλις πέντε χρόνια της ύπαρξής τους, οι εκ Chicago ορμώμενοι Russian Circles επιχειρούν να δώσουν κι αυτοί το στίγμα τους στα μουσικά δρώμενα της χρονιάς που τελειώνει. Μπαρουτοκαπνισμένοι από μία μακρά σειρά περιοδειών, με ένα αρκετά αξιόλογο βιογραφικό (το Geneva του 2009, αν και δεν έτυχε τεράστιας προσοχής, έχει αρχίσει να θεωρείται ήδη "κλασσικό" post rock άκουσμα) και με νέα πιο γερή "στέγη" (Sargent House) φαίνονται έτοιμοι να αντιμετωπίσουν την μεγάλη πρόκληση: Να καθιερωθούν ως ένα αυτόφωτο συγκρότημα που έχει να καταθέσει έναν προσωπικό και ξεχωριστό τρόπο γραφής, διευρύνοντας (το κατά δύναμιν, πάντα...) τη βάση των οπαδών του. Και μάλλον εδώ είναι που πέφτουν στη μεγάλη παγίδα:
Ήδη πριν βγει στα ράφια ο δίσκος, αναμέναμε μία κυκλοφορία που θα σηματοδοτούσε τη στροφή των Russian Circles σε πιο σκληρές ηχητικές εκφράσεις και την είσοδό τους (έστω και με το ένα πόδι) στα χωράφια του post metal. Και κάπως έτσι υποδέχτηκε η μουσική κοινότητα το Empros, και μάλιστα με ανοιχτές αγκάλες. Γεγονός που με άφησε με μία εύλογη απορία: Η αλλαγή ταμπέλας είναι άραγε επικοινωνιακό τρικ του ίδιου του συγκροτήματος ή τρίτων; Γιατί σίγουρα το Empros metal δίσκος δεν είναι - σε καμία περίπτωση. Αν εξαιρέσουμε το εισαγωγικό 309, που είναι ίσως το πιο "βαρύ" και φορτωμένο κομμάτι της μέχρι τώρα δισκογραφίας τους και το οποίο ίσως φλερτάρει διακριτικά (πολύ διακριτικα όμως...) με πιο σκληρά μουσικά είδη, έχουμε να κάνουμε με έναν απόλυτα ορθόδοξο και καλοδομημένο post rock δίσκο, στα πρότυπα των παλιών καλών Mogwai, των God Is An Astronaut, των This Will Destroy You. Και σίγουρα όχι κάτι που να θυμίζει ούτε στο ελάχιστο Boris, Isis ή ακόμα και τους hardcore-άδες Botch, το πρώην σχήμα του μπασίστα Brian Cook. Τι εξυπηρετεί λοιπόν αυτή η ιδιότυπη "βάπτιση" των Russian Circles και η προσπάθεια ένταξής τους σε μία κατηγορία που δεν τους εκφράζει; Όσο κι αν προσπαθώ να βρω άλλη απάντηση, καταλήγω στην πλέον προφανή: Η ανάγκη για διεύρυνση του ακροατηρίου τους επιτάσσει το "ψάρεμα" νέων οπαδών από την ανεξάντλητη δεξαμενή των metal-heads που παραδοσιακά αγκαλιάζουν τέτοιες προσπάθειες. Και δυστυχώς, ακόμα και η θεωρητική μόνο πιθανότητα ύπαρξης ενός τέτοιου deal με ξενερώνει απίστευτα...
Και με ξενερώνει γιατί το Empros δεν είναι σε καμία περίπτωση ένας μέτριος δίσκος. Για την ακρίβεια, αποτελεί την καλύτερη και πιο άρτια μέχρι σήμερα κυκλοφορία τους. Το τρίο μέσα σε μόλις 40 λεπτά καταφέρνει να χωρέσει ένα τεράστιο πλήθος ιδεών που αποπνέουν φρεσκάδα, ταλέντο και έμπνευση. Και δεν αφήνουν τον ακροατή να ησυχάσει στιγμή. Η τριάδα των Atackla, Schiphol και Mladek είναι βγαλμένη από τις καλύτερες στιγμές της post rock παράδοσης: Υπνωτιστικά intros μεταλλάσσονται σε ονειρεμένα ξεσπάσματα, ο ρυθμός και το ύφος μεταβάλλονται συνεχώς, οι κιθάρες τους έχουν επιτέλους βρει τον κυρίαρχο ρόλο που δικαιούνται και οι Russian Circles δείχνουν ότι έχουν πάρα πολλά να πούνε. Και δεν πέφτουν στην παγίδα να καλύψουν τη μουσική τους κάτω από τον θόρυβο και τις παραμορφώσεις - οι ιδέες τους εμαφνίζονται γυμνές και ξεκάθαρες, παραθέτονται η μία δίπλα στην άλλη σχεδόν όπως οι σκηνές μιας καλής ταινίας. Χωρίς επικαλύψεις, χωρίς πολλά εφέ, τίμια και όμορφα όπως πρέπει. Και με τον τρόπο αυτό, το Empros δεν κάνει "κοιλιά" ούτε στιγμή και δίνει σε κάθε ακρόαση νέα πράγματα για εξερεύνηση. Τι άλλο να ζητήσει κανείς, δηλαδή, για να είναι ευχαριστημένος; Πώς να μη μείνει απόλυτα ικανοποιημένος από την εξέλιξη που έχουν να επιδείξουν οι Αμερικάνοι και μάλιστα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα; Και γιατί να εφαρμόσει τόσο χοντροκομμένες και εμφανώς λάνθασμένες απόπειρες κατηγοριοποίησης ενός τέτοιου έργου;
Πόσο μάλλον όταν το post metal στις διάφορες εκδοχές του αρέσκεται σε εσωστρεφή κομμάτια με κυκλική πορεία και εναλλάγή, με εμμονές ρυθμολογικές, με σκοτεινή διάθεση και ακόμα σκοτεινότερη παραγωγή. Οι Russian Circles πράττουν ακριβώς το αντίθετο: Δεν καταδέχονται να κρατήσουν ένα μουσικό μοτίβο για πάνω από ένα λεπτό γιατί αμέσως θα αλλάξει σε κάτι διαφορετικό αλλά εξίσου ενδιαφέρον. Κρατούν τις ενορχηστρώσεις τους όσο πιο λιτές και ευδιάκριτες γίνεται και υποστηρίζουν τις συνθέσεις τους μεστά και άμεσα. Το Empros είναι ένας γήινος και προσιτός δίσκος από το πρώτο riff του συγκρατημένα δυναμικού 309 (και τονίζω ότι το συγκρατημένα χρησιμοποιείται εδώ με καλή έννοια) μέχρι το ταξιδιάρικο μουρμουρητό του Praise Be Man που ολοκληρώνει την εμπειρία. Και δε χρειάζεται τις "πλάτες" κανενός μουσικού είδους για να ενισχύσει την αξία του - η έμπνευση ξεχειλίζει με σχεδόν προκλητικό τρόπο σε κάθε σημείο του. Και αυτό είναι που μετράει σε τελική ανάλυση - όλα τα υπόλοιπα είναι κουβέντες του αέρα, καλές και άγιες για ένα μουσικό forum αλλά χωρίς αξία όταν πατήσεις για νιοστή φορά το "play"...
Τελικά, για ακόμα μια φορά, αποδεικνύεται πόσο αηδία έχει καταντήσει η όλη φάση με τις "ταμπέλες" στη μουσική (τουλάχιστον στις πιο πειραματικές εκφράσεις αυτής). Και πόσο άδικα κινδύνεψε να μου χαλάσει την απόλαυση ενός καθ' όλα καλοστημένου, μεστού και όμορφου δίσκου. Αν οι Russian Circles αποφασίσουν (και καταφέρουν) να αλλάξουν τρόπο γραφής στο μέλλον, καλώς θα πράξουν και θα είμαι από τους πρώτους που θα αγκαλιάσουν το εγχείρημα. Προς το παρόν, θα προσπαθήσω να ξεχάσω όλη την παραφιλολογία και να ασχοληθώ με την ουσία της μουσικής τους. Γιατί το δισκάκι μου άρεσε.
Rating: 8 / 10
Κωνσταντίνος Γούλας
Τελικά η αποχή από το μουσικό γίγνεσθαι κάνει καλό. Από το 2005 είχαμε να ακούσουμε νέο υλικό της Kate Bush και μέσα στον ίδιο χρόνο, μετά το "Director's Cut" σκάει άλλη μία νέα κυκλοφορία και μάλιστα εκπληκτική.
Μακριά, λοιπόν, από την πίεση μιας βεβιασμένης κυκλοφορίας και χωρίς να έχει να αποδείξει πλέον τίποτα σε κανέναν, η βρετανίδα ένιωσε την επιθυμία να πάρει τα αυθόρμητα συναισθήματα που της δημιουργεί το χιόνι και να τα μετατρέψει σε μουσική. Το αποτέλεσμα είναι 7 χειμωνιάτικες μουσικές ιστορίες τόσο εμπνευσμένες, που δεν μπορούν παρά να σε πιάσουν από το χέρι και να σε πάρουν μαζί τους στα χιονισμένα τοπία που κρύβονται στο μυαλό της Kate.
Από μουσικής άποψης, έχουμε κομμάτια μεγάλα σε διάρκεια (από 6 έως και 13 λεπτά), σε πολύ χαμηλούς τόνους. Όπως μας έμαθαν στο σχολείο, κρύο σημαίνει μειωμένη κινητικότητα και συρρίκνωση. Έτσι, ο δίσκος είναι γεμάτος με μινιμαλιστικές, αρμονικές μελωδίες, που γαληνεύουν σώμα και πνεύμα. Το μοτίβο των συνθέσεων είναι ήρεμο και έντονα επαναλαμβανόμενο, σαν τις νιφάδες του χιονιού που πέφτουν αθόρυβα, αργά αλλά σταθερά. Σε κάποιες από αυτές έχουμε κλιμάκωση και κορύφωση, ενώ άλλες κρατούν σταθερούς τους τόνους από την αρχή μέχρι το τέλος. Τα φωνητικά της Kate Bush παραμένουν μαγευτικά, ενώ τα guest αντρικά φωνητικά δίνουν σοφά στο δίσκο το αναγκαίο συστατικό για να αποφευχθεί η μονοτονία. Γενικά δεν πρόκειται για ιδιαίτερα "εύκολο" album, με την έννοια ότι δύσκολα θα καταφέρεις να παρακολουθήσεις αναπόσπαστος 10λεπτες μινιμαλιστικές συνθέσεις. Ως μουσική υπόκρουση, όμως, το "50 Words For Snow" είναι παραπάνω από ιδανικό.
Ηχητικά, ο δίσκος κινείται στα όρια μεταξύ του γνωστού art rock της Kate Bush και της pop, με jazzy τάσεις ενίοτε, που ωστόσο δεν είναι αρκετές για να δώσουν καθαρή jazz χροιά στο δίσκο. Το πιάνο είναι το βασικότερο όργανο που χρησιμοποιείται στην ενορχήστρωση και μάλλον καθόλου τυχαία, μιας και είναι το μοναδικό που μπορεί να αποδώσει την ψυχρή αυτή ατμόσφαιρα. Οι (συμπαθέστατες κατά τα άλλα) κιθάρες χρησιμοποιούνται με φειδώ, μιας και παράγουν αρκετά πιο ζεστό ήχο.
Μιας και ο δίσκος έχει μόλις 7 κομμάτια, ένα σύντομο tour σε αυτό το σημείο θα ήταν χρήσιμο και όχι κουραστικό. Ξεκινώντας με το υποτονικό αλλά πανέμορφο "Snowflake", που βασίζεται κυρίως στο δίπτυχο πιάνο-φωνητικά, η Kate Bush δείχνει εξαρχής τις ήρεμες διαθέσεις της. Λίγο πιο πολύπλοκες συνθέσεις τα επόμενα 2 κομμάτια, "Lake Tahoe" και "Misty", τα οποία κλιμακώνονται όμορφα. Το δεύτερο μάλιστα ανήκει και στα καλύτερα του δίσκου. Η συνέχεια πραγματικά εντυπωσιακή, με το πρώτο single και μοναδικό ίσως radio friendly (και όχι με την κακή έννοια) κομμάτι, ονόματι "Wild Man". Πανέξυπνες εναλλαγές, με ήρεμα verses που προετοιμάζουν το έδαφος για τα δυνατά choruses. Ευρηματικά ενορχηστρωμένο, εθιστικά μελωδικό και αρκούντως εκκεντρικό, αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα καλύτερα singles της χρονιάς. Ατμοσφαιρικό κομμάτι για τη συνέχεια, με τίτλο "Snowed In At Wheeler Street" και με τη συμμετοχή του Elton John στα φωνητικά. Στο προτελευταίο και ομότιτλο κομμάτι του album, η Kate Bush απαριθμεί 50 διαφορετικές φανταστικές λέξεις, όσες δηλαδή λέγεται ότι χρησιμοποιούν οι Εσκιμώοι για να περιγράψουν το χιόνι. Ο δίσκος κλείνει με τρόπο εξίσου ανάλαφρο με αυτόν που ξεκίνησε, με τα strings και το πιάνο του "Among Angels" να διατηρούν την παγωμένη ατμόσφαιρα.
Και το ερώτημα είναι: τελικά τι μένει από το "50 Words For Snow"; Μετά από αρκετές ακροάσεις, η απάντηση έρχεται αβίαστα. Μένει η συναρπαστική, απίστευτα εύηχη και καλοφτιαγμένη μουσική της Kate Bush, που ενισχύει για άλλη μία φορά το μύθο γύρω από το όνομά της. Μένει ένα μουσικό ταξίδι σε πλαίσια πολύ "στενά" ορισμένα μεν, το οποίο όμως θα ενθουσιάσει τους υπομονετικούς ταξιδιώτες που θα αφεθούν σε αυτό. Και φυσικά, μένει ένας δίσκος που από εδώ και πέρα θα συντροφεύει τους χειμώνες μας για πολλά πολλά χρόνια...
Rating : 8,5 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Where once the sun shone from sea to shining sea
our golden dreams are dying, freedom is not for free
Τα δυσκολότερα συγκροτήματα για τον κριτικό είναι συγκροτήματα που κάνουν πολύ καλά το ίδιο πράγμα κατά τη διάρκεια ενός άλμπουμ. Πόσες παραγράφους μπορώ να γεμίσω περιγράφοντάς το; Οι Aïboforcen, από την άλλη, είναι από τα ευκολότερα. Η ποικιλία των ιδεών και το χάσμα από το δυνατότερο ως το λιγότερο δουλεμένο κομμάτι, εν ολίγοις όλες οι αντιφάσεις που τους κάνουν συχνά δύσκολα προσβάσιμους για έναν ακροατή, με βοηθούν να γεμίσω τη σελίδα! Φυσικά, τα 7 χρόνια από την τελευταία κυκλοφορία τους τους δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο να φτιάξουν ένα άλμπουμ που θα ακούγεται σαν ενιαία οντότητα. Από το lhassa που ορειβατεί κάπου ανάμεσα σε Nine Inch Nails και Massive Attack ως το ρυθμικό future pop Mass, οι Aïboforcen δείχνουν ότι δεν είναι διατεθειμένοι να ακολουθήσουν κάποια συνταγή.
Αντιθέτως, αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να κάνουν ήχο τις ιδέες τους. Ιδέες που ξεφεύγουν προς κάθε κατεύθυνση. Με ό,τι βρίκεται ανάμεσα στη διασκευή σε U2 στο New Year's Day και τη συνεργασία τους με τον γάλλο death rocker Jacquy Bitch, οι Aïboforcen ακούγονται πράγματι Δαιδαλώδεις. Αν προσθέσουμε και τη διάθεση της Alfa Matrix να σπάσει τα στεγανά, ενθαρρύνοντας την αλληλεπίδραση των συγκροτημάτων της, φτάνουμε στο εκπληκτικό του να έχουν συνεργαστεί 7 συγκροτήματα για το κεντρικό άλμπουμ και άλλα 17 για το remix album και το ψηφιακό EP!
Δεν είναι, βέβαια, κακό αυτό, γιατί οι ιδέες των Αiboforcen αξίζει να μεταλαμπαδευθούν σε άλλα συγκροτήματα. Είχαν 7 χρόνια να αφήσουν τη φαντασία τους να οργιάσει και να μας δώσει από την ατμοσφαιρική εξέλιξη του Poem of Life ως το εκπληκτικό toy piano προς το τέλος του Time & Space (δυο κομματάρες με σχεδόν τον ίδιο τίτλο σε μια χρονιά). Επίσης αυτές οι ιδέες, όπως και στο παρελθόν, μπορούν να μετασχηματιστούν από τις εγκεφαλικές τριπαριστές αρχικές δομές τους σε club-friendly ύμνους, όπως η έκδοση του Crysis από τους δικούς μας Preemptive Strike 0.1. Άλλωστε, όπως είπαμε, είναι ένα συγκρότημα φιλικό στους κρη/ιτικούς :p ;).
Ακόμα και αν δεν αλλάξει ο βασικός χαρακτήρας του κομματιού, ή κάνει ακριβώς την αντίστροφη διαδρομή, όπως συμβαίνει στο Light από τους Essence of Mind, συχνά βελτιώνεται η παραγωγή του στο ρεμίξ. Όχι ότι τα πρωτότυπα είναι το ίδιο ακατέργαστα όσο τα παλιότερα άλμπουμ των Aïboforcen: είχαν χρόνο να κάνουν ό,τι μπορούσαν, για να ακούγονται τα κομμάτια τελειωμένα και ολοκληρωμένα. Όμως, αν κάποιος που ξέρει κόσμο στην Alfa Matrix με διαβάζει, ρωτήστε την εταιρεία: ΓΙΑΤΙ όλος σχεδόν ο κατάλογός τους ακούγεται προχειροφτιαγμένος; Δεν ζούμε πια στο 2000. Όταν ακούω το κρύσταλλο των σημερινών VNV Nation, Noisuf-X ή Ginormous, στεναχωριέμαι όταν οι ιδέες των Aïboforcen δεν λάμπουν και το άλμπουμ ακούγεται μουντό σε σχεδόν οποιονδήποτε εξοπλισμό. Είναι αλήθεια ότι το εύρος των θορύβων που χρησιμοποιούν θέλει μεγάλο επαγγελματία για να μην χαθεί καθώς βελτιώνεται η παραγωγή, αλλά, αν ο De Myer δεν έχει χρόνο, παρακαλώ, Alfa Matrix, βρείτε κάποιον!
Αν, τώρα, συνδυάσουμε αυτό το γεγονός με την παραδοσιακή αδυναμία της εταιρείας και του συγκροτήματος να «πετάξουν» κάποια κομμάτια, καταλήγουμε στο εξής παράδοξο: από τη μία χρειάζεται σαφώς να ακούσουμε το δεύτερο cd και το άμεσα συσχετιζόμενο EP για να ανακαλύψουμε διαμαντάκια όπως το Twilight World (revisited version) ή το Sanctuaire, αλλά από την άλλη χρειάζεται να δώσουμε το χρόνο (και ίσως και το χρήμα) για να ξεκαθαρίσουμε ποια από αυτά τα κομμάτια μας αρέσουν. Και καλά το Dédale που οριακά καταφέρνει να κρατήσει ένα επίπεδο και μια συνοχή. Στα επιπλέον cd, φυσικά, χάνεται η μπάλα. Όταν μάλιστα, λόγω παραγωγής, ένας μη συγκεντρωμένος ακροατής κινδυνεύει να προσπεράσει καλά κομμάτια χωρίς να τα προσέξει, καταλαβαίνουμε γιατί οι Aïboforcen δεν έχουν γίνει τόσο μεγάλο όνομα όσο αξίζουν. Για εμένα, μάλιστα, κατέστη ακόμα πιο περίπλοκη η προσπάθεια από την απουσία αυτών των bonus cd από το zune όπου θα μπορούσα να ακούσω δωρεάν και να κρίνω ποια κομμάτια θέλω να αγοράσω.
Αυτό που μετριάζει κάπως αυτό το πρόβλημα στο συγκεκριμένο άλμπουμ είναι ο ερχομός της Ayria στα φωνητικά πολλών κομματιών. Αν και η φωνή της δεν είναι η ενδεδειγμένη για τη μουσική του συγκροτήματος, είναι αρκετά χαρακτηριστική και παιχνιδιάρικη ώστε να τραβάει την προσοχή του ακροατή.
Εν τέλει, οι Aïboforcen μας δίνουν ένα ακόμα άνισο άλμπουμ το οποίο από τη μία πλουτίζει με μη συμβατικό τρόπο το χώρο του EBM, αλλά από την άλλη αδυνατεί να εκφραστεί τόσο δυνατά ώστε να τραβήξει νέο κόσμο στο είδος. Αξίζει, πάντως, να του δώσετε πολύ χρόνο.
Rating: 7,4 / 10
tec-goblin
Pages