...and representation is overrated... θα έλεγα εγώ. Πολλά και ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ πράγματα έχουν αλλάξει από το τελευταίο, χαρούμενο και ρυθμικά ξεσηκωτικό ‘'Amanda Palmer Goes down under''. Η Amanda Palmer αποχώρησε από τη δισκογραφική της εταιρεία, βασίστηκε στην πλατφόρμα του kickstarter και στους πιστούς της fans για το συγκεκριμένο άλμπουμ και παντρεύτηκε τον Neil Gaiman (ίσως τον ξέρετε από τα comic books ‘Stardust' και ‘Coraline'). Όλα όσα άλλαξαν είχαν δυνατό αντίκτυπο στην ίδια σύμφωνα με τα όσα διαπίστωσα στο pre-launch private party όπου κατάφερα να παραβρεθώ στο Λονδίνο. Το θετικό με αυτά τα parties είναι πως ο οργανωτής τους είναι απελευθερωμένος και δεν κρύβεται συναισθηματικά γιατί θεωρεί πως βρίσκεται ανάμεσα σε ‘δικούς' του ανθρώπους που μοιράζονται την ίδια ή παρόμοια κοσμοθεωρία. Άλλωστε αυτός είναι και ο λόγος που οι λοιποί άγνωστοι δεν είμαστε καλεσμένοι τους τα πάρτυ αυτά απογειώνουν την αισθητική της κλειδαρότρυπας έχοντας μεγαλύτερη κλίμακα ενώ διατηρούν τον τίτλο του private event. Όπως και να'χει περιτριγυρισμένη από ηθοποιούς, οικονομικά εύρωστα alternative μεσήλικα ζευγάρια, μια νεράιδα και αρκετά νεαρά άτομα που εμφάνιζαν μόνιμα σημάδια από πληγές που οι ίδιοι έχουν κάνει στον εαυτό τους, έφυγα βαθιά σοκαρισμένη, στενοχωρημένη για όσα συμπέρανα για την AFP και ευχόμενη να ΜΗΝ είχα παραβρεθεί σ'αυτό το πάρτυ για ΚΑΝΕΝΑ ΛΟΓΟ! Το μοναδικό χρήσιμο στοιχείο που αποκόμισα ήταν η κατανόηση του νοηματικού και ιδεολογικού πλαισίου μέσα στο οποίο κινήθηκε το συγκεκριμένο άλμπουμ, κομμάτι του οποίου ήταν και τα, εμπνευσμένα από τους στίχους του άλμπουμ, έργα τέχνης, που εξέθεταν στον ίδιο χώρο, οι fans και χρηματοδότες της AFP.
‘I'm not the killing type I'm not
But I would kill to make you feel...'
Το ‘Theatre is Evil' είναι ένα άλμπουμ που κυκλοφόρησε μέσα σε μια, όπως εγώ την αντιλήφθηκα, μεταβατική περίοδο (που κινδυνεύει να εδραιώσει και άσχημα πράγματα) για την Amanda Fucking Palmer. Το αποτέλεσμα είναι να φέρει όλα τα περίεργα στοιχεία της μετάβασης μαζί με την ισχυρότερη από τις συνειδητοποιήσεις που δεν είναι άλλη από αυτή που λέει ο στίχος...
‘...it doesn't matter if you want it back
You've given it away...'
Μια θλιμμένη γκέισα και ένας περιφερόμενος μουσικοθεατρικός θίασος
Ξεχάστε την πρόζα, την dark cabaret διάθεση και αισθητική που, με τόση μαεστρία και πρωτοτυπία, είχε απογειώσει η Amanda.Το άλμπουμ αυτό έχει λίγα μουσικά όργανα, αισθητική πρωτοεμφανιζόμενης μπάντας και κάνει πολλές στροφές μέσα στο ίδιο του το ‘σώμα'. Οι πιο εμφανείς είναι αντιληπτές στην εισαγωγή και στο ‘A Grand Theft Intermission', κομμάτια τα οποία ενισχύουν την αίσθηση ότι:
1. Όλο το άλμπουμ είναι μια θεατρική παράσταση (άλλωστε ως τέτοια αυτοσυστήθηκε στο private party) με λίγα και ταπεινά μουσικά όργανα, με στοιχεία αυτοσχεδιασμού (όπως ήχοι που προέρχονται μεταξύ άλλων, από πλαστικούς αναποδογυρισμένους κουβάδες, yukulele) και αισθητική πλανόδιων μουσικών
2. Ότι η ίδια η παράσταση και το περιεχόμενό της έχει ‘δηλητηριάσει' τον εμπνευστή και δημιουργό της ( εξ' ου και ο τίτλος του).
Μουσικά διακρίνει κανείς δυο διαθέσεις, με ένα κοινό σημείο, τον αυτοθεραπευτικό- λυτρωτικό χαρακτήρα και την αυτοαναφορικότητα. Ακούμε κομμάτια όπως τα ‘Grown Man Cry', ‘The Bed song' όπου τονίζονται οι πεζές ιστορίες που περιγράφουν οι στίχοι ενώ η μουσική αποτελείται από απλές μελωδίες που μπορεί να παίξει σχεδόν ο καθένας στο πιάνο. Επειδή τόση ώρα μιλάμε για μια χαρισματική μουσικό που απλά βλέπει έναν άνθρωπο να διασχίζει το δρόμο και συνθέτει τραγούδι που έχει ποιότητα, τέτοιου είδους κομμάτια βρίσκονται στο τσεπάκι της AFP και δεν περίμενα ποτέ να βγουν από' κει μέσα. Βασιζόμενη λοιπόν σε όσα ως τώρα έχω δει, διαβάσει, μάθει, παρακολουθήσει, είχα την αίσθηση πως τέτοιου είδους κομμάτια δε θα εμφανίζονταν ποτέ σ'ένα άλμπουμ αλλά θα παρέμεναν στο blog και στα videos που δημοσιεύει για τους θεατές της, για να μας δίνει ‘τροφή' ώσπου να κυκλοφορήσει το επόμενο άλμπουμ. Παρ' ό,τι λοιπόν έχουν συμπαθείς μελωδίες, αγνοώντας το γεγονός πως οι στίχοι τους τονίζουν άσχημα την καθημερινή φθορά στη σχέση ενός ζευγαριού, τα 6 πρώτα κομμάτια δε μου άρεσαν γιατί είχαν αδιάφορες μελωδίες και δε διέκρινα καμία δημιουργικότητα στη σύνθεσή τους. Δέχομαι φυσικά πως δεν υπάρχει ποιητική στη φθορά μιας σχέσης, όταν όμως μιλάμε για μουσική και τέχνη γενικότερα, πρέπει να υπάρχει κάποιου είδους δημιουργικότητα σε ένα έργο που ασχολείται με αυτό το πεζό κατά τα άλλα θέμα, δε νομίζετε?
Τα ‘Trout Heart Replica', ‘Berlin' για παράδειγμα βρίσκονται στον αντίποδα των προαναφερόμενων κομματιών παραμένοντας αργά κομμάτια, που ασχολούνται στιχουργικά, με θέματα εξίσου δυσάρεστα. Εδώ όμως στη μελωδία διακρίνεται δημιουργικότητα, ακούγονται περισσότερα όργανα, υπάρχουν εναλλαγές στο ύφος και τους ρυθμούς και αναφορές στο dark cabaret ύφος που έχει κατακτήσει πια η AFP. Ακούγοντας αυτά τα κομμάτια σας ομολογώ πως ανέπνευσα καλύτερα και σκέφτηκα με ανακούφιση πως δεν έχει ‘ πεθάνει' τελικά η AFP.
Το πιο ενδιαφέρον και πιο ηλεκτρονικό μέρος του άλμπουμ το ακούμε μετά το ‘Grand Theft Intermission' με κομμάτια που κάνουν αναφορές σε παραδοσιακά βρετανικά συγκροτήματα της indie και rock μουσικής, στοιχείο που σπάνια έως ποτέ δεν ήταν τόσο εμφανές στις προηγούμενες δουλειές της. Κάπως έτσι, τραγουδώντας μέσα από χωνί και υπό τη συνοδεία της ορχήστρας που μεταμορφώνεται σε ρέπλικα εκατομμυρίων βρετανικών συγκροτημάτων από αισθητικής αλλά και μουσικής άποψης, μας φέρνει στην αγκαλιά της η AFP που γνωρίσαμε μέσω των Dresden Dolls και ξέραμε ως τώρα. Αναφέρομαι στα ‘ The killing type', ‘ Do It with a Rockstar' , Want it back', ‘Lost', ‘Melody Dean', ‘Massachusets Avenue', ‘Bottom Feeder', ‘Olly Olly Oxen'. Η ερμηνεία του ‘Bottom Feeder' πλησιάζει ανεξήγητα την PJ Harvey στο ‘Down by the water', ενώ είναι εξίσου εμφανείς οι παραπομπές στους Radiohead και στο ‘My Sharona' των Knack, με το ‘Melody Dean'. Παρ' όλ' αυτά πρόκειται για κομμάτια με ωραία ενέργεια και ενδιαφέρουσα σύνθεση και μουσική που σκιαγραφούν μια απελευθερωτική ψυχολογικά πορεία, προς το τέλος του άλμπουμ.
‘And killing things is not so hard it's hurting that's the hardest part
And when the wizard gets to me I'm asking for a similar heart...'
Rating: 6,5 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
In an isolated system, entropy can only increase.
Αυτή είναι η φράση που επαναλαμβάνεται στο τελευταίο κομμάτι του νέου δίσκου των Muse. Ως συνέπεια του δεύτερου θερμοδυναμικού νόμου ("The 2nd Law"), η εντροπία ενός συστήματος (φυσικό μέγεθος που αναφέρεται στην "αταξία") κατά τη διάρκεια μιας μη αντιστρεπτής μεταβολής (δηλαδή σε κάθε ρεαλιστική περίπτωση που απαντάται στη φύση) μπορεί μόνο να αυξηθεί. Με άλλα λόγια, το σύμπαν έχει μια αυθόρμητη τάση προς την αταξία. Η ενέργεια, όπως ακούμε στο προτελευταίο κομμάτι του δίσκου (που μαζί με το τελευταίο αποτελούν μια διλογία με όνομα τον τίτλο του album), συνεχώς διασκορπίζεται, με αποτέλεσμα την αχρήστευσή της, γεγονός που κάποια στιγμή θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε αδιέξοδο.
Οι όποιες περιβαλλοντικές ανησυχίες (σε συνδυασμό με τις μεταφορικές ερμηνείες και κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις που μπορεί να δώσει κανείς) του Matt Bellamy και της παρέας του θα ήταν παραπάνω από καλοδεχούμενες αν συνοδεύονταν και από μουσική υψηλού επιπέδου, κάτι που όσο περνάνε τα χρόνια συναντάμε όλο και πιο σπάνια στα albums των Muse. Ο συγκεκριμένος δίσκος είναι σίγουρα πιο τολμηρός από το πολύ μέτριο Resistance του 2009, αλλά δεν απέχει και πολύ ποιοτικά. Ο ήχος του συγκροτήματος διατηρεί τα βασικά του γνωρίσματα (έντονη κιθαριστική φύση, glam αναφορές και συμφωνικά μέρη), αλλά αυτή τη φορά ενσωματώνει περισσότερα ηλεκτρονικά στοιχεία, φτάνοντας μέχρι και στην dubstep.
Το The 2nd Law εκτείνεται σε πολλά διαφορετικά μήκη κύματος. Μοιάζει να είναι το album στο οποίο οι Muse αποφάσισαν να παίξουν όλα τους τα χαρτιά. Γίνονται pop (Madness, Explorers), γίνονται και dubstep (The 2nd Law: Unsustainable, Follow Me σε παραγωγή Nero). Ροκάρουν (Big Freeze), αλλά βάζουν και συμφωνική μουσική (Prelude). Εισάγουν concept στο δίσκο, ενώ παράλληλα συμπεριλαμβάνουν και το εντελώς άσχετο κομμάτι που έγραψαν για τους Ολυμπιακούς αγώνες του Λονδίνου (Survival). Επιπλέον, κοπιάρουν ασύστολα, σε ενοχλητικό βαθμό τους Queen (ξεκάθαρα το Madness φέρνει σε I Want To Break Free, το Panic Station σε Another One Bites The Dust, ενώ μελωδίες όπως το Survival και το Explorers θυμίζουν αντίστοιχες στιγμές των Queen). Και μέσα σε όλα αυτά, έχουμε και 2 κομμάτια (Save Me, Liquid State) γραμμένα και τραγουδισμένα από τον (παραλίγο απολυμένο από τη μπάντα) μπασίστα Chris Wolstenholme, τα οποία εισάγουν αρκετά διαφορετικό ήχο, σε βαθμό να νομίζεις πως ακούς άλλο συγκρότημα (σίγουρα τα φωνητικά παίζουν μεγάλο ρόλο σε αυτό).
Εν ολίγοις, οι Muse μοιάζουν πιο αποπροσανατολισμένοι από ποτέ. Μέσα σε όλα αυτά τα κομμάτια που αναφέρθηκαν, δεν υπάρχει ούτε ένα πραγματικά σπουδαίο. Και αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά στη δισκογραφία του συγκροτήματος. Υπάρχουν συμπαθητικές στιγμές, υπάρχουν καλές ιδέες, υπάρχει τεχνική, υπάρχουν ωραίες μελωδίες, αλλά πουθενά όλα αυτά δεν συμβαίνουν ταυτόχρονα, ώστε να σχηματίσουν κάτι δεμένο και ολοκληρωμένο. Σε κάποια κομμάτια λείπει η απογείωση, σε άλλα συμβαίνει το αντίθετο και η μεγαλομανία του Bellamy καταστρέφει το αποτέλεσμα. Σε κάποια δεσπόζει η έντεχνη ενορχήστρωση, αλλά η σύνθεση είναι αδύναμη, με συνέπεια να χαντακώνονται. Είναι κρίμα να βλέπουμε ιδέες και εμπνεύσεις ημιτελείς, από μία μπάντα με αναμφισβήτητα πολλές δυνατότητες. Αν στο Resistance το ατόπημα των Muse ήταν η κραυγαλέα επιδίωξη του εμπορικού/ραδιοφωνικού ήχου, στο The 2nd Law το πρόβλημα έγκειται στην εξής γνωστή λαϊκή ρήση: όποιος πάει για τα πολλά, χάνει και τα λίγα.
Rating : 6 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Words used as knives
WATCH OUT!
...θα μπορούσε να είναι ο δεύτερος τίτλος του άλμπουμ. Προσωπικά δε θα μπορούσα να επιβεβαιώσω καλύτερα τη βάσιμη (τελικά) μεγάλη προσδοκία που μου δημιούργησε το άκουσμα του άλμπουμ για τον εικαστικό χαρακτήρα του cd. Η στιγμή που το πήρα στα χέρια μου δεν είχε καμία έκπληξη αλλά ικανοποίηση που το ύφος των κομματιών είχε συνεχιστεί και στο αισθητικό κομμάτι του άλμπουμ. Θα δείτε ότι δεν απεικονίζεται κάτι συγκεκριμένο αλλά ξεφτισμένοι τοίχοι που πάνω τους μοιάζουν να έχουν χαραχτεί με μαχαίρι ή με το χέρι...νευρικά και αποφασιστικά, φράσεις- συνθήματα˙ άρρηκτα συνδεδεμένα με το μουσικό ύφος όλου του άλμπουμ, σε απόλυτη νοηματική συνέχεια με τη σκισμένη και μουτζουρωμένη φωτογραφία του εξωφύλλου την οποία φαίνεται σαν κάποιος επιπλέον να χάραξε!!!! Για άλλη μια φορά φέτος, βρέθηκα ν' ακούω ένα άλμπουμ που είναι η μουσική εκδοχή δυο σημείων στίξης που επαναλαμβάνονται. Η μουσική και οι στίχοι του cd μπορούν να αντικατασταθούν με ακολουθίες θαυμαστικών και αποσιωπητικών που εκπροσωπούν δυνατά συναισθήματα.
Από το πρώτο ρεφρέν και ξέσπασμα στο ‘Wiped Out' που ιδανικά ανοίγει το άλμπουμ ως το τέλος...
‘I broke my promise
And tore what we had
Watch out
My angel...'
Ο λόγος για τον οποίο δεν ακούγεται καθαρά το τέλος της στροφής αυτής είναι ότι ως εκείνη τη στιγμή έχουμε ήδη προετοιμαστεί για το ξέσπασμα και όλη η προσοχή βρίσκεται στο πώς αυτό θα εκδηλωθεί και τί συναίσθημα θα μας προκαλέσει. Άλλωστε αυτό δε συμβαίνει πάντα όταν επίκειται οποιοδήποτε ξέσπασμα? Μια αδιαπραγμάτευτη επιθυμία ν'ανοίξουν τα χέρια όσο περισσότερο γίνεται για να έρθει απότομα μέσα τους ό,τι έμεινε απ' έξω ως τη στιγμή αυτή˙ αυτή την αντίδραση κατέπνιξα προσωπικά την πρώτη φορά που άκουσα το Wiped Out. Μια άλλη επιθυμία ήταν να πάρω μια υπερβολικά βαθιά ανάσα τόση που...! Δεν υπάρχει μια φορά που ν'ακούω το κομμάτι αυτό και να μην αισθάνομαι υπερβολικά πράγματα.
‘Crashing through your walls
Like a hammer
Smashing up the floors
of your thinking'
Το άλμπουμ αποδεικνύει τη συνοχή του και στη σύνθεση από τη στιγμή που γίνονται σχεδόν ασυναίσθητα οι μεταβάσεις όλων των κομματιών, σχεδόν ‘κρυφά' με αποτέλεσμα να έχει κανείς την εντύπωση πως ακούει ένα εκτενές κομμάτι με πολλές εναλλαγές. Γι' αυτό και όλο το άλμπουμ είναι, μια χορογραφία με αρχή το ‘Wiped Out' και ιδανικό τέλος το ‘Rise' (εκτός αν αποκτήσετε την έκδοση με τα δυο bonus tracks). Οι χορευτές σύγχρονου χορού πιστεύω θα ενθουσιαστούν με αυτό το άλμπουμ καθότι μοιάζει να γράφτηκε στα μέτρα 12 δυναμικών χορογραφιών. Όλα τα κομμάτια έχουν τα χαρακτηριστικά που ψάχνει ένας χορογράφος αυτού του χορευτικού είδους για να εμπνευστεί. Με άλλα λόγια ρυθμούς που ευνοούν ωραία ροή κινήσεων, ρυθμικές και υφολογικές εναλλαγές που ευνοούν αντίστοιχες χορογραφικές αλλαγές δυναμικής κ.α
CONFLICT IS IN EVERYTHING IN US AND ALL AROUND...
Το ‘With Us until you're dead' δεν ανήκει σ' ένα μουσικό ύφος αλλά σχεδόν σε όλα τα υπάρχοντα. Είναι ένα από τα λίγα παραδείγματα προς μίμηση σε ό,τι αφορά στο συνδυασμό ακουστικών οργάνων, ηλεκτρονικών ρυθμών, προηχογραφημένων ήχων προσεκτικά επιλεγμένων ώστε να ταιριάζουν στο σύνολο του ύφους του άλμπουμ. Ακούμε house, soul ρυθμούς και φωνητικά με φόντο μια σκοτεινή διάθεση (που πετυχημένα ‘θολώνεται') και με συνοχή ακόμα και στο αισθητικό κομμάτι. Όλα τα κομμάτια αλλά πιο έντονα τα ‘Violently', ‘Hatchet' ακυρώνουν στη διάρκειά τους καθετί που θα μπορούσε να διευκολύνει οποιαδήποτε κατηγοριοποίηση σε μουσικά είδη. Ειδικά στο ‘Hatchet' ο house χαρακτήρας της ερμηνείας των στίχων σε ψηλές νότες (χαρακτηριστικό της Holly Martin) διαλύεται και ακυρώνεται πλήρως μέσω της πολύ ταιριαστής επένδυσης με ηλεκτρονικούς ήχους σε πειραματική διάθεση, με ωραίους ρυθμούς στα κρουστά και με την επιπλέον προσθήκη των εγχόρδων της Supersonic Belgian ορχήστρας.
Οι κραυγές του ‘Conflict', παραπέμπουν σε αλαλαγμούς ιθαγενών ξεχασμένων φυλών του κόσμου εν ώρα τελετουργίας. Από την αρχή το κομμάτι χτίζει πάνω σ' ένα ρυθμό εξελισσόμενης δυναμικής, σε συμφωνία με αυτόν της προφανούς και προϋπάρχουσας σύγκρουσης/διαμάχης την οποία αναλύουν οι στίχοι. Το σημείο στο οποίο ακούγονται τα βιολιά της ορχήστρας δραματοποιείται περαιτέρω ο ρυθμός και είναι πολύ δύσκολο να μη σας ανατριχιάσει κατά τη γνώμη μου. Θεωρώ το κομμάτι αυτό σοφή απόδοση του νοήματος των στίχων με ΠΟΛΥ προσεκτική και εύστοχη αφαίρεση του συναισθηματικού φόρτου που ήδη έχει η λέξη του τίτλου του. Θα επιχειρήσω τη σύγκρισή του με την αίσθηση του ‘Burn down this town' των And Also the Trees για προσωπικούς λόγους.
‘Emptiness is so distorted
Leaving me here it's so dark...'
Λατρεύω ολόκληρο το άλμπουμ από την αρχή, όμως το ‘Twisting' είναι μάλλον το αγαπημένο μου κομμάτι, ελάχιστα παραπάνω από τα υπόλοιπα. Μου δημιουργεί επικίνδυνες και ανεξήγητες σκέψεις προς ανέφικτες στάσεις του σώματος. Κατά τα άλλα τα ‘Damage' και ‘Stick me in my heart' για κάποιο απροσδιόριστο λόγο με μεταφέρουν στην ατμόσφαιρα του ‘Trainspotting' και συγκεκριμένα στην ερμηνεία του ‘Born Slippy' από τους Underworld. Τα ‘Aggravated Twisted Fill' και ‘Soul tired', bonus tracks της special έκδοσης του άλμπουμ, ενισχύουν την αίσθηση αυτή. Δύσκολα παραβλέπονται επίσης οι ερμηνευτικές ομοιότητες με τους πρώιμους Anathema και τους Radiohead κυρίως στα αργά κομμάτια με τα αντρικά φωνητικά.
Η μουσική του άλμπουμ προέρχεται από μουσικά όργανα και λίγους προσεκτικά ενσωματωμένους προηχογραφημένους ήχους, ενώ κυρίαρχο ρόλο παίζει η Supersonic Belgian Orchestra. Από κανένα κομμάτι δε λείπει το ηλεκτρονικό σόλο, ούτε η πειραματική διάθεση, μάλιστα το σημείο στο οποίο είναι συνήθως προβάλλονται παραπάνω τα δυο παραπάνω στοιχεία, συμπίπτει συνήθως με τη χρονική στιγμή που ξεθωριάζουν τα όρια των μουσικών ειδών που συνδυάζονται. Αν αυτό ήταν στις προθέσεις τους, το θεωρώ πολύ έξυπνο, αν πάλι όχι ακόμα καλύτερα γιατί έτσι ακριβώς αποκαλύπτεται ο μουσικός με συναίσθηση της δημιουργικότητάς του, με πλήρη επίγνωση των σημείων που συγκλίνουν τα όρια των μουσικών ειδών. Γιατί στα σημεία αυτά ακριβώς, εκείνος προσθέτει την έμπνευσή του και ξεθωριάζει τη σύγκλιση δημιουργώντας κάτι αυθεντικό...κάτι με υπογραφή... Δε χρειάζομαι να μάθω αν πράγματι το άλμπουμ αυτό είναι προσωπική κατάθεση (θα με εξέπληττε άμα ΔΕΝ ήταν) ούτε ότι ως αποτέλεσμα χρεώνεται σε όλους τους συντελεστές του. Ειδικά το τελευταίο δε θα μπορούσε να είναι πιο σαφές. Η λέξη σύνθεση βρίσκει την κυριολεκτική της σημασία σε όλο το άλμπουμ.
Εγώ απλά θέλω να βρω επιτέλους την παρέα για να γράψω σ' ένα τοίχο...ήδη έχω τη μουσική...
Rating: 9 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Οι Killers ποτέ δεν ήταν αυτό που λέμε οι "χαϊδεμένοι" των κριτικών. Αυτό που τους ανέδειξε στην κορυφή από την αρχή της καριέρας τους δεν ήταν άλλο από την αγάπη του κοινού, το οποίο τους χάρισε εντυπωσιακές πωλήσεις για τα δεδομένα της rock στη δεκαετία των 00's.
Ουσιαστικά έκαναν κάτι απλό και πολύ έξυπνο: πάτησαν στο post-punk revival ρεύμα της εποχής (κυρίως στην αισθητική των Interpol), πρόσθεσαν hooks και μελωδίες λογικής U2 για να το κάνουν λίγο πιο φωτεινό και αρκετά πιο προσιτό στο ευρύ κοινό και να σου ένα θαυμάσιο (και απόλυτα επιτυχημένο) ντεμπούτο το 2004. Το δεύτερο album τους, 2 χρόνια αργότερα, αποδείχθηκε εξίσου συμπαθητικό, ενισχύοντας το οπλοστάσιο του συγκροτήματος με πολλά ακόμη αξιοζήλευτα singles. Ακολούθησε ένα album με διασκευές, για να φτάσουμε στο 2008 και στο τελευταίο τους αlbum Day & Age, που για όσους έχουν παρακολουθήσει την πορεία των Killers μάλλον δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν αισθητά χαμηλότερου επιπέδου σε σύγκριση με τις πρώτες τους δουλειές. Ο προσιτός ήχος κέρδιζε έδαφος σε βάρος των συνθέσεων, που ήταν σχεδόν αδιάφορες.
Δυστυχώς, είναι σαφές ότι με το νέο αυτό album η κατηφόρα των Killers συνεχίζεται, σε βαθμό που κινδυνεύουν να μπουν σε κάποια από τις τελευταίες κατηγορίες των alternative rock συγκροτημάτων. Στο songwriting τους είναι εμφανέστερη από ποτέ η αγωνία να παραχθούν όσο κατά το δυνατόν πιο πιασάρικες μελωδίες, με αποτέλεσμα να χάνεται κάθε πηγαιότητα στην έκφραση και τα κομμάτια να μοιάζουν προϊόντα βιομηχανικής παραγωγής. Τα verses και τα choruses έχουν γίνει τόσο αναλώσιμα, που πλέον η έμπνευση του συγκροτήματος μοιάζει με υγρό σφουγγάρι το οποίο έχεις πάρει και έχεις στύψει σφιχτά, αφήνοντας μετά βίας μερικές σταγόνες. Τόσο πολύ έχει στερέψει.
Στο Battle Born δεν υπάρχει τίποτα από την εκρηκτικότητα του Somebody Told Me, τίποτα από την εκκεντρικότητα του Bones, τίποτα από την indie μελαγχολία του Mr. Brightside, τίποτα από τη μεγαλειώδη μελωδία του When You Were Young, τίποτα έστω σαν το Read My Mind, που αν και πιο ελαφρύ και "ραδιοφωνικό", ήταν αναμφίβολα δυνατό κομμάτι και έχει αντέξει στο χρόνο. Στο Battle Born δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχουμε ξανακούσει από τη μπάντα και μάλιστα σε πολύ καλύτερη εκδοχή.
Τι υπάρχει στο Battle Born; Υπάρχουν τραγούδια φιλόδοξα, κομμένα και ραμμένα για μεγάλα στάδια. Τραγούδια που μοιάζουν μελετημένα για να έχουν επιβλητικά choruses. Μόνο που το αποτέλεσμα είναι στην καλύτερη περίπτωση απλά συμπαθές (στα λίγα κομμάτια όπου λειτούργησε η φόρμουλα της κατασκευής μελωδιών, γιατί καλλιτεχνική δημιουργία δεν το λες σε καμία περίπτωση) και στη χειρότερη (και συχνότερη) περίπτωση ανυπόφορο, τουλάχιστον για τον ακροατή που έχει ξεπεράσει το νηπιακό στάδιο της rock. Πίσω από την καλογυαλισμένη παραγωγή, ο δίσκος είναι εντυπωσιακά επιδερμικός και γεμάτος από μελωδίες τετριμμένες, που είναι αμφίβολο ότι θα μείνουν με το πέρασμα του χρόνου. Ούτε σε αυτό είναι καλοί πλέον...
Μετά από μια δεύτερη συνεχόμενη απογοήτευση, μπορούμε να βγάλουμε χωρίς ιδιαίτερες επιφυλάξεις το συμπέρασμα ότι οι Killers ακολουθούν μια πορεία αντίστροφη: όσο μεγαλώνουν, τόσο πιο ανώριμοι γίνονται. Αν δεν θέλουν να περιοριστούν σε καλαίσθητες μετριότητες, όπως το Battle Born, καλά θα κάνουν να αποκτήσουν ξανά το χαμένο μουσικό τους ενδιαφέρον. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία!
Rating : 5 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Φέτος θα μπορούσε να πει κανείς ότι η χρονιά αυτή ανήκει δικαιωματικά στην Grimes. Ένα όνομα που εισέβαλε στην ζωή μας από την ανακοίνωση και μόνο της υπογραφής συμβολαίου με την ιστορική και αγαπημένη δισκογραφική εταιρεία 4AD στις αρχές του χρόνου. Πρώτη μου επαφή ήταν βλέποντας το βίντεο του "Oblivion" και οι εντυπώσεις που μου άφησε ήταν θετικές. Γλυκιά ποπ (σχεδόν retro-bubblegum pop) με urban αισθητική και με την αιθέρια φωνή και παρουσία της Claire Boucher να μαγεύει αυτιά και φακό. Ένα αποτέλεσμα αν μην τι άλλο φρέσκο.
Γενικότερα το τελευταίο καιρό έχω ακούσει πολλά για την Grimes (εφευρετικό έργο της Claire Boucher). Από το ότι είναι η αγαπημένη όλων των hipsters μέχρι ότι αποτελεί πνευματικό παιδί του Burial (τελικά αυτός ο τύπος με δύο δίσκους κατάφερε να δημιουργήσει δική του σχολή!). Εγώ απλά πιστεύω ότι ήρθε η ώρα της να βγει μπροστά. Είναι μια καλλιτέχνης που αντλεί τις επιρροές της όχι μόνο από το παρελθόν αλλά και το σήμερα. Η Claire Boucher, που κατάγεται από το Βανκούβερ, είναι 24 χρονών σήμερα και το "Visions" αποτελεί το τρίτο της άλμπουμ και το πρώτο στην 4AD. Παρά τις R&B και hip-hop επιρροές της, ταιριάζει εντυπωσιακά στον dream pop κατάλογο της 4AD. Η ίδια θα αναφέρει μια μεγάλη γκάμα από επιρροές, όπως Skinny Puppy, Nine Inch Nails, Cocteau Twins, How to Dress Well, Swans, Dandi Wind, Beyoncé, Mariah Carey, Outkast, Dungeon Family, Drake, The Weeknd, καθώς και μεσαιωνική μουσική και industrial καλλιτέχνες.
Σύμφωνα με την Claire Boucher, το άλμπουμ το έγραψε αφού πέρασε εννέα ημέρες στην απομόνωση στο διαμέρισμα της. «Μετά από εννέα ημέρες δεν έχεις καμία διέγερση, έτσι ώστε το υποσυνείδητο σου αρχίζει να συμπληρώνει τα κενά. Άρχισα να αισθάνομαι σαν να επικοινωνώ με πνεύματα». Με την χρήση loops και διάφορες layering τεχνικές, ιδιαίτερα με φωνητικά, που σε κάποια τραγούδια φτάνουν πάνω από πενήντα διαφορετικά στρώματα, δημιουργεί ένα μοναδικό αιθέριο αποτέλεσμα.
Ο δίσκος ακούγεται ολόκληρος ευχάριστα, από την αρχή μέχρι το τέλος. Είναι συνάμα ρυθμικός και ατμοσφαιρικός, ιδανικός για χορό αλλά και για μοναχικές νυχτερινές ακροάσεις. Ο ηχητικός πειραματισμός του τρέχει μέσα από ένα ποπ φίλτρο κάνοντας τον να ηχεί νεανικό, να αποπνέει μια δόση σχιζοφρένιας και εσωτερικής αναζήτησης, να μοιάζει με ένα ταξίδι μέσα στο απροσδιόριστο ακόμη έδαφος ενός post-internet κόσμου. Μια ποικιλία ήχων που εναρμονίζονται και αποφέρουν (παρά την ψυχεδέλεια) μια πνευματικότητα από την μια αλλά και μια πιο χειροπιαστή και γήινη ταυτότητα . Το καλοκαίρι βγήκε το παρανοϊκό βίντεο του "Genesis" το όποιο έχει σκηνοθετήσει η ίδια. Εδώ φαίνονται όλες αυτές οι αντικρουόμενες επιρροές και διαθέσεις των Grimes κάνοντας την Lady Gaga να φαίνεται γραφική, επιτηδευμένη και παρωχημένη.
Το μικρό αυτό 'one man show' ξωτικό με που μετακόμισε στο Μόντρεαλ και δημιούργησε τους Grimes στην αναπτυσσόμενη DIY σκηνή της πόλης, κατάφερε να ταράξει τα παγκόσμια μουσικά νερά. Γενικότερα έχουμε δει αξιόλογα πράγματα να βγαίνουν από τον Καναδά τα τελευταία χρόνια. Ας ελπίσουμε η άνοδος της να έχει συνέχεια και να μην αποτελέσει απλά ένα πυροτέχνημα. Όπως και αν έχει το "Visions" σημαδοτεί κατά την άποψη μου την φετινή χρονιά. Τόπος στα νιάτα λοιπόν, γιατί όσο να'ναι το φρέσκο είναι καλύτερο από το ξαναζεσταμένο και συντηρημένο.
Rating: 7,8 / 10
Νίκος Δρίβας
Τρία χρόνια μετά το "Sehnsucht" του 2009, ο Tilo Wolff και η Anne Nurmi επιστρέφουν με το νέο τους δισκογραφικό πόνημα. Τίτλος της νέας τους δουλειάς είναι "Revolution" και όπως απεικονίζεται και στο εξώφυλλο του δίσκου με τον γνώριμο κλόουν, διακρίνουμε μια πιο επαναστατική διάθεση...
Οι Lacrimosa ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του '90 από τον Tilo Wolff και μαζί με ονόματα όπως Deine Lakaien, Das Ich, Goethes Erben και Sopor Aeternus, κατάφεραν να κάνουν αίσθηση και εκτός Γερμανίας παρά την χρήση κυρίως της γερμανικής γλώσσας. Από τότε φλέρταραν με το metal και την όλη crossover φάση, προστέθηκε μόνιμα στις επάλξεις τους η Anne Nurmi (πρώην μέλος των Φιλανδών Two Witches) και μετά μανίας καταπιάστηκαν με πομπώδης συμφωνίες. Έτσι τα τελευταία χρόνια βρίσκουμε τους Lacrimosa να έχουν διαφοροποιηθεί από το αρχικό τους darkwave/gothic προσανατολισμό και να κινούνται πλέον σε ένα είδος symphonic metal, διατηρώντας όμως ακόμα ένα γοτθικό ρομαντισμό. Ήδη από το προηγούμενο άλμπουμ τους οι Lacrimosa δείχνουν να στοχεύουν και να ανταποκρίνονται στις νέες αγορές που τους ανακάλυψαν τα τελευταία χρόνια, όπως αυτές της Ρωσίας και της Νότιας Αμερικής. Εγώ προσωπικά πιστεύω ότι τελευταία, πάσχοντας από όραμα, ο τρόπος που παίζουν metal (μάλλον κάτι που δεν είναι ούτε gothic, ούτε metal) είναι και λίγο παιδικός και μονοδιάστατος. Ακόμα και όλο αυτό το μεγαλοπρεπές ύφος με τα grand-piano και τις ορχήστρες πλέον κουράζει. Μια συνταγή που αν και την καταφέρνουν εύκολα, την έχουν δοκιμάσει κατά κόρον και πιο εμπνευσμένα στο παρελθόν. Για το λόγο αυτό νομίζω ότι οι Lacrimosa με δουλειές σαν αυτή θα βρουν ανταπόκριση μόνο από κοινό νεαρής ηλικίας που ακόμα ψάχνεται και θα εντυπωσιαστεί από το όλο επιβλητικό πακέτο του συγκροτήματος.
Μέσα στα δέκα τραγούδια του δίσκου διαφοροποιείται μόνο το "If The World Stood Still A Day" που κάνει φωνητικά η Anne Nurmi. Αν και δεν μου άρεσε ποτέ η ερμηνεία της, παρά μόνο μια φορά παλιότερα με το "No Blind Eyes Can See", εδώ την βρίσκω σαφώς βελτιωμένη καθώς έχει υιοθετήσει μια πιο κέλτικη χροιά. Από τις καλές στιγμές είναι και το εναρκτήριο "Irgendein Arsch Ist Immer Unterwegs" (Μερικοί κώλοι είναι πάντα σε μετακίνηση/μετάβαση) και από ότι φαίνεται θα είναι και ο κράχτης του δίσκου (ίσως και το "Verloren" στο οποίο ο Tilo Wolff κάνει την καλύτερη του ερμηνεία). Δεν λείπουν βέβαια οι μεγαλεπίβολες συνθέσεις όπως το εντεκάλεπτο "Rote Sinfonie". Γενικά βρίσκουμε το συγκρότημα να ακολουθεί δοκιμασμένες φόρμες, με ουσιαστικά καμία αλλαγή στον ήχο του.
Το "Revolution" νομίζω πως δεν θα ενθουσιάσει τους παλιότερους οπαδούς του συγκροτήματος, μιας και δεν προστίθεται τίποτε νέο εδώ. Το μέταλ στοιχείο επισκιάζει οτιδήποτε μυστηριακό και εσωστρεφές, στοιχεία που μας τραβούσαν την προσοχή σε παλιότερες δουλειές τους. Δεν θα βρούμε ούτε κάποια σύνθεση που θα ξεχωρίσει και που θα κάνει την διαφορά. Κατά την γνώμη μου έχουν να βγάλουν ‘χιτάκι' από το 2005 με το "Lichtgestalt" στο οποίο κατάφεραν τουλάχιστον να τελειοποιήσουν το είδος που έχουν εντρυφήσει τα τελευταία χρόνια, ισορροπώντας τα gothic/metal/pop στοιχεία με κάποιο αποτέλεσμα. Ας ελπίσουμε την επόμενη φορά να μας παρουσιάσουν κάτι που να δικαιολογεί την εικοσιδιάχρονη πορεία τους. Κάτι πιο ώριμο και τολμηρό με περισσότερη βαρύτητα και έμπνευση γιατί τα εφόδια τα έχουν. Μέχρι τότε θα είναι απλώς ένα μέτριο ροκ συγκρότημα που στοχεύει σε ένα σίγουρο εφηβικό κοινό.
Rating: 4,5 / 10
Νίκος Δρίβας
Και κάπως έτσι, από το πουθενά, σκάει σαν βόμβα ο δίσκος της χρονιάς. Και δεν αφήνει τίποτα όρθιο... Μπορεί να είναι νωρίς, θα πει κάποιος, για τόσο μεγάλες κουβέντες, αλλά από τα πρώτα δευτερόλεπτα του εναρκτήριου κομματιού Lunacy είναι ολοφάνερο ότι το The Seer είναι από τους δίσκους που δεν κυκλοφορούν συχνά. Διότι καλοί δίσκοι κυκλοφορούν πολλοί, μεγαλειώδεις όμως λίγοι.
Έχει μεγαλείο το The Seer. Είναι επιβλητικό από την αρχή μέχρι το τέλος του. Το έχει πει και ο ίδιος ο frontman των Swans, Michael Gira: είναι ο δίσκος που οραματιζόταν να φτιάξει εδώ και 30 χρόνια, όσα είναι και τα χρόνια που γράφει μουσική δηλαδή. Και τι κατάφερε να φτιάξει; Ένα concept μεγαλεπίβολο, στο οποίο κάθε νότα αναβλύζει έμπνευση, κάθε ήχος παίζει κάποιο ρόλο, υπηρετώντας έναν ευρύτερο σκοπό. Ένα μουσικό έργο τολμηρό και άναρχο, που παραβιάζει κάθε κανόνα του συμβατικού songwriting για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του δημιουργού του. Ένα album που λειτουργεί κινηματογραφικά, πλάθοντας τον δικό του οπτικοακουστικό κόσμο. Μπορεί να μην του το'χαμε, αλλά o Michael Gira έκανε τέχνη ξανά.
Το The Seer είναι κολοσσιαίων διαστάσεων ηχογράφηση. Μιλάμε για 2 δίσκους και σύνολο 120 λεπτά μουσικής. Και χωρίς υπερβολή, ούτε ένα από αυτά τα λεπτά δεν είναι περιττό. Μέσα σε αυτά κρύβονται πολλά μουσικά είδη, από indie rock και folk μπαλάντες, μέχρι ζόρικες 20λεπτες και 30λεπτες post-rock καταθέσεις. Κομμάτια γεμάτα ένταση και πάθος, που βομβαρδίζουν το μυαλό με εικόνες. Πειραματικοί ήχοι διάχυτοι παντού, πειθαρχημένοι πάντοτε στην ιδιοφυή έμπνευση του Gira. Τύμπανα που βροντάνε σαν κανόνια, πνευστά που σημαίνουν πόλεμο, έγχορδα που ακούγονται σαν κλάματα ή κραυγές ζώων. Ρυθμοί που σου μεταδίδουν την νευρικότητά τους, επιταχύνοντας τους παλμούς της καρδιάς. Σκοτεινή, βίαιη ατμόσφαιρα, άγρια ομορφιά. Το The Seer σού επιβάλλεται χωρίς διαπραγματεύσεις, σε αρπάζει λυσσαλέα και σε μεταφέρει σε σκηνικά βγαλμένα από τη φαντασία ενός μυαλού που βρίσκεται στο απόγειο της δημιουργικότητάς του.
Τι να πρωτοξεχωρίσουμε; Το ομότιτλο κομμάτι The Seer διάρκειας 32 λεπτών, κεντρική σύνθεση του δίσκου, είναι ένας δίσκος από μόνο του. Δεν είναι εύκολο να βρεθούν λόγια να το περιγράψουν. Ήχοι που χορεύουν δαιμονισμένα, μια ομορφιά ασύλληπτη, σχεδόν μυστηριακή. Στο The Seer Returns (με τη συμμετοχή της Jarboe), μια σύνθεση μάλλον πιο συμβατική, έχουμε μία από τις πιο απολαυστικές μονοτονίες που μπορεί να φανταστεί ο νους. Το A Piece Of The Sky, έπειτα από μια τεράστια εισαγωγή πηγμένη στο drone, εξελίσσεται σε instrumental διαμάντι, για να καταλήξει σε μια εύηχη μπαλάντα. Να σχολιάσουμε το Mother Of The World; Αρρωστημένα άγριο και αρρωστημένα καλό. Από την άλλη, έχουμε σαν δύναμη εξισορρόπησης τη γλυκιά φωνή της Karen O να ερμηνεύει το ήρεμο και μελωδικό Song For A Warrior, δίνοντας μια περισσότερο ανθρώπινη διάσταση στο όλο εγχείρημα.
Δεν έχει νόημα να μιλήσουμε και για τα υπόλοιπα κομμάτια. Το καθένα έχει τη μαγεία του μέσα στη διαφορετικότητά του. To album, εξάλλου, δίνει την αίσθηση ότι με τον καιρό έχει πολλά ακόμα να αποκαλύψει, κρύβει πράγματα που δεν γίνονται αντιληπτά από την αρχή. Το έχουν αυτό το συνήθειο τα αριστουργήματα, άλλωστε. Γιατί τέτοιο είναι το The Seer. Είναι ένα εθιστικό ταξίδι που θα αιχμαλωτίζει και τον πιο δύσκολο ακροατή. Ένα πραγματικό μουσικό επίτευγμα ξεχωριστό από οτιδήποτε άλλο έχουμε ακούσει, που θα αποτελέσει σημείο αναφοράς όχι μόνο για το 2012, αλλά για τη δεκαετία ολόκληρη. Ας μην το χάσει κανείς!
Rating : 9 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ως προς την τρομερή ανυπομονησία όλων για την επιστροφή των Dead Can Dance, από το δευτερόλεπτο που, δια στόματος Brendan Perry, μας ανακοινώθηκε ότι το ντουέτο ετοίμαζε νέο άλμπουμ και περιοδεία. Είναι αλήθεια, πως δεν υπήρχαν παρά ελάχιστοι (και γι'αυτό δεν είμαι και τόσο σίγουρη) σκεπτικοί για το επερχόμενο άλμπουμ. Προσωπικά, έχοντας ακολουθήσει σχεδόν ευλαβικά, τις μουσικές πορείες και των δυο, περίμενα αριστουργηματικές συνθέσεις. Μελωδίες βγαλμένες από τα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής με αναφορές στα ευγενικότερα των συναισθημάτων. Ερμηνείες που θα αποκάλυπταν ότι η διάσπαση των Dead Can Dance είχε κι άλλο λόγο... το να επανέλθει το ντουέτο, έχοντας αποκτήσει συγκλονιστική σοφία στην πορεία των χρόνων. Περίμενα ν'ακούσω τη Lisa Gerrard να αγγίζει ερμηνευτικά μονοπάτια, που η σόλο καριέρα της δεν της επέτρεψε. Όχι, δεν περίμενα κάτι ανάλογο με τα πρώτα τους άλμπουμ. Η αλήθεια είναι πως περίμενα ΠΟΛΛΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ. Περίμενα ειλικρινά να ξεπεράσουν τις καλύτερες στιγμές τους.
Το ‘Anastasis' με άφησε ακίνητη και μουδιασμένη. Αν η χρήση της λέξης του τίτλου είναι αυτοαναφορική και αφορά στην επανασύνδεση των Dead Can Dance, στο μουσικό (μελωδικό, ερμηνευτικό, συνθετικό) κομμάτι ο τίτλος αυτός δε βρίσκει το νόημά του. Οι λόγοι συνοψίζονται στους εξής:
1) Μουσική ώσμωση δεν επετεύχθη
2) Οι μουσικές παραδόσεις που συνδυάζονται στο άλμπουμ προκαλούν ερωτηματικά σε σχέση με τις φιλοσοφικές και ευρύτερες αναφορές που επιδιώκουν
3) Οι ρυθμικές αλλαγές μέσα στα κομμάτια τα κάνει δυσνόητα σε σχέση με τα παραπάνω
1. Οι Dead Can Dance ως δυο ξεχωριστές οντότητες
Δεν είναι μόνο ότι το άλμπουμ δίνει την εντύπωση πως το μισό το συνέθεσε ο Brendan Perry στο studio του και το υπόλοιπο η Lisa Gerrard κάπου αλλού. Αναφέρομαι στο ότι σε κάθε ακρόαση ολόκληρου του άλμπουμ ενισχύεται η εντύπωση πως το σύνολο έχει δυο ρίζες που δε γίνονται ποτέ ένας κορμός. Οι ρίζες είναι οι solo πορείες τους και η καθεμιά αποτελείται από τα μοναδικά στοιχεία που ανέπτυξε ο καθένας τους όλ' αυτά τα χρόνια σιωπής των Dead Can Dance. Έτσι τελικά σύνθεση με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, δε συμβαίνει και οι ατομικότητες των δυο μουσικών παραμένουν πεντακάθαρες...σχεδόν σε ανταγωνισμό. Παρ' όλ' αυτά το μέρος του άλμπουμ που αναλαμβάνει ο Brendan Perry λειτουργεί καθησυχαστικά μέσα μου σε σχέση με το υπόλοιπο της Lisa Gerrard. Αυτό ήταν κάτι το απρόσμενο.
2. Η Ανατολή και η Δύση σε ανάμειξη και περιέλιξη
Προσεκτικές ακροάσεις των κομματιών όπως και μια πρόσφατη συνέντευξη της Lisa Gerrard κάνουν σαφή την πρόθεση για μια αναφορά στην Ελλάδα (τίτλος άλμπουμ και τίτλοι σε 3-4 από τα οκτώ κομμάτια του άλμπουμ) ιδίως εφ' όσον οι ρυθμοί της Μεσογείου και ειδικά οι ελληνικοί ρυθμοί όπως παραδέχεται η ίδια, μεταξύ άλλων είναι στοιχεία που ενέπνευσαν τίτλους και στίχους. Επιδιωκόμενη είναι και η αναφορά στη λαϊκή αστική της μουσική παράδοση και στη σύνδεση με την Ανατολή, τόσο λόγω των δυνατών αναφορών στο ρεμπέτικο (με το ‘Kiko' ) όσο και λόγω της προσθήκης ρυθμών των ανατολίτικων τραγουδιών. Η Lisa αμφισβητεί την αυτοαναφορικότητα του τίτλου του άλμπουμ, όχι όμως την ελληνική της αναφορά και παρ' ό,τι στο πρώτο κομμάτι προσωπικά δε με πείθει στο δεύτερο ομολογώ πως με μπερδεύει αρκετά, ειδικά με την επιλογή της εικόνας του εξωφύλλου που δείχνει μαραμένα ηλιοτρόπια τα οποία δυσκολεύομαι να αντιληφθώ ως αέναους οργανισμούς που εξακολουθούν και φέρουν ενέργεια και ζωή μέσα τους... Αν και, δεδομένης της ιστορικής συγκυρίας, δε μπορεί παρά να συγκινεί η επιλογή των Dead Can Dance να αναφερθούν τόσο έντονα στην Ελλάδα, το τελικό αποτέλεσμα είναι δυσνόητο και δύσκολα αποκαθιστά την επιδιωκόμενη αναφορά στο ελληνικό στοιχείο, ειδικά από τη στιγμή που αυτή ήταν μέσα στις βασικές προθέσεις τους.
Πιο συγκεκριμένα, εμφανίζονται μέσα στα συγκεκριμένα τραγούδια τα εξής αντιφατικά στοιχεία: η αναμφισβήτητη και βροντερή αναφορά ( μέσω του ρυθμού και των μελωδιών που παίζουν συγκεκριμένα μουσικά όργανα που δεν απαντώνται στον ελλαδικό χώρο) στη χορευτική, γιορτινή μουσική παράδοση της Κεντρικής και Βόρειας Ασίας, οι ερμηνευτικοί τρόποι που παραπέμπουν σε αρμένικα γιορτινά τραγούδια και ανατολίτικους χορούς (π.χ 5ο λεπτό του ‘Anabasis'). Εκτός όμως από τα δυο αυτά στοιχεία ακόμα και τα μουσικά θέματα των δυο τραγουδιών ‘Agape' (‘Αγάπη') και ‘Anabasis' (‘Ανάβασις') στα οποία κυριαρχούν στοιχεία που απαντώνται μοναδικά στα παραδοσιακά τραγούδια περιοχών όπως το Μαρόκο, η Τουρκία κλπ (π.χ ‘Agape') είναι αποδείξεις της αναφοράς στη μουσική παράδοση μιας ευρύτερης περιοχής πέρα της Ελλάδας. Συγκεκριμένα ο ρυθμός του ‘Agape' δεν αφορά σε τίποτα τον Ελλαδικό χώρο, ούτε μουσικά ούτε ερμηνευτικά.
Το κομμάτι ‘Amnesia' επιχειρεί μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση του θέματός του με μουσική επένδυση που δεν έχει την παραμικρή αναφορά στη χώρα προέλευσης του τίτλου του και το αποτέλεσμα είναι πιο ειλικρινές.
Συνθετικά λοιπόν και μουσικά τα κομμάτια αυτά δεν επιδεικνύουν τη σοφία της παλιάς δόξας του συγκροτήματος αλλά καταδεικνύουν την πλούσια πηγή έμπνευσης από την οποία αντλούν στοιχεία όπως πάντα έκαναν και στο παρελθόν τους. Άλλωστε αυτή η ανάμειξη ήχων, ρυθμών, υφών μόνο έλλειψη έμπνευσης δεν αποδεικνύει.
Ερμηνευτικά από την άλλη πλευρά, αν τα κομμάτια δεν τα εκτελούσε η Lisa Gerrard προσωπικά το άκουσμά τους θα με ενοχλούσε. Έχω ξαναπεί πως μαζί με τη Diamanda Galas, είναι από τις λίγες ερμηνεύτριες που με συγκινούν τόσο πολύ και θεωρώ πως ακόμα και ένα απαράδεκτο κομμάτι το απογειώνει δίνοντάς του αξίες που αλλιώς δε θα γίνονταν αντιληπτές. Αυτό λοιπόν συμβαίνει σε όλα τα κομμάτια που ερμηνεύει η Lisa Gerrard στο άλμπουμ, αντλώντας ερεθίσματα από την εσωτερική της πηγή έμπνευσης και τις φιλοσοφίες που διαπερνάει με κάθε νότα. Αγνοώντας τη μουσική λοιπόν και εστιάζοντας στα φωνητικά (πράγμα όχι πολύ δύσκολο) δε μπορώ παρά να συγκινηθώ ξανά.
Ταυτόχρονα συμβαίνει ένα αξιοθαύμαστο παράδοξο. Το ‘Kiko' το οποίο μοιάζει να μην έχει ελληνικό τίτλο (αλλά πιθανότατα είναι χαϊδευτική αναφορά στο ρυθμό του - ζεϊμπέ-κικο- ), έχει αφετηρία το ρεμπέτικο και το σμυρναίικο τραγούδι και ως αποτέλεσμα αποδεικνύει βαθιά κατανόηση τόσο της ελληνικής παράδοσης όσο και της ελληνικής ιστορίας.
...κι επειδή κάθε τέλος είναι ήσυχο και φέρει τη συνειδητοποίηση του τετελεσμένου,
έτσι και προς το τέλος του άλμπουμ, το ‘Return of the She-King' καθησυχάζει, ανασταίνοντας την αίσθηση του ‘Indus' από το Spirit Chaser, και συγκινεί γιατί μας κάνει ν'αναπολούμε το παρελθόν των Dead Can Dance. Είναι η στιγμή που ακούγεται στα φωνητικά και ο Brendan Perry, επιχειρώντας να ακυρώσει το χάσμα με τη Lisa Gerrard, το οποίο εμφάνισαν και επιβεβαίωσαν όλα τα προηγούμενα κομμάτια. Οι κανόνες της γεωμετρίας λένε πως μόνο όταν δυο πράγματα βρίσκονται σε μικρή απόσταση, η ένωσή τους είναι αναπόφευκτη. Όταν η απόσταση είναι μεγάλη, οι δυνάμεις είναι απωθητικές.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία μ' έκαναν γρήγορα να ξεχάσω την επανένωση των Dead Can Dance και να συνειδητοποιήσω πως αυτό που άκουγα δεν ήταν μια μουσική συνύπαρξη, ούτε ένα σύνολο, αλλά δυο μουσικοί σε διάσταση που τοποθέτησαν εναλλάξ κάποια κομμάτια και έφτιαξαν μια ιδιόμορφη συλλογή. Παρ' όλ' αυτά συμφωνώ με τον Κ. Μπρέλλα στο ότι το άλμπουμ αν και δεν φτάνει στο επίπεδο των παλιών τους δίσκων, είναι αναμφισβήτητα ποιοτικό, συμπαθές και αρκετά καλό συγκριτικά με τις τρέχουσες λοιπές κυκλοφορίες της καταρρέουσας μουσικής βιομηχανίας.
Προσωπικά περιμένω με ανυπομονησία τα solo άλμπουμ τους και ξέρω πως όλ' αυτά δε θα έχουν καμία σημασία τη στιγμή που θα εμφανιστούν μαζί αυτοί οι δυο άνθρωποι στη σκηνή στις 23 Σεπτεμβρίου στον λόφο του Λυκαβηττού...
Υ.Γ Ελπίζω μόνο διασχίζοντας τον Ατλαντικό να διαφοροποιηθεί κάπως και η setlist την οποία επέλεξαν για την περιοδεία τους στην Αμερική. Άλλη ήπειρος, άλλοι άνθρωποι άλλοι ήχοι και άλλοι ρυθμοί...
Rating: 7 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Τα χρόνια περνούν γρήγορα. Σαν χτες φαντάζει ο χειμώνας του 2005, τότε που οι Bloc Party φιγουράρανε δεύτεροι στο BBC Sound of 2005 (μετά από τους μάλλον όχι άξιους νικητές The Bravery ). Το hype τότε τους είχε ευνοήσει αρκετά, αλλά το ντεμπούτο τους (που κυκλοφόρησε το Φεβρουάριο του ίδιου έτους) επιβεβαίωσε τον ντόρο και έμεινε ως ένα από τα καλύτερα albums στο indie rock και post-punk revival ρεύμα των 00's, κυρίως για την εφευρετικότητά του. Τα 2 albums που ακολούθησαν δεν στάθηκαν στα υψηλά επίπεδα του πρώτου, με αποτέλεσμα έναν solo δίσκο του frontman Kele Okereke και φήμες για την αποχώρησή του από το συγκρότημα.
Η συνέχεια της ιστορίας είναι λίγο πολύ γνωστή. Ο Kele παρέμεινε στο πόστο του και μετά από μια μακρά αναμονή τελικά οι Bloc Party επέστρεψαν με το νέο αυτό album. Και ενώ πέρασαν 4 ολόκληρα χρόνια, ο ήχος τους δεν έχει ριζικές αλλαγές σε σχέση με αυτά που μας είχαν συνηθίσει, πέρα από το γεγονός ότι τον σκλήρυναν αρκετά. Η κιθάρες ηχούν πιο βαριές από ποτέ, οι ρυθμοί έχουν γίνει ακόμα πιο νευρώδεις, ενώ ακούμε μέχρι και κραυγές. Σε ορισμένα ειδικά κομμάτια (Coliseum, We Are Not Good People, κ.ά.) το βαρύ του ήχου ξαφνιάζει, αν και η γενικότερη φετινή τάση της βαβούρας και της φασαρίας στη μουσική θα έπρεπε να το είχε καταστήσει αναμενόμενο.
Τα ήρεμα κομμάτια δε λείπουν ούτε αυτή τη φορά, αν και δεν αποτελούν το δυνατό σημείο του συγκροτήματος. Αντιθέτως, οι έξυπνες κιθαριστικές λεπτομέρειες στις συνθέσεις (ναι, η κιθάρα και πάλι παίρνει όλο το βάρος πάνω της και στηρίζει τη μπάντα), τα πρωτότυπα solo και οι παιχνιδιάρικοι ρυθμοί δίνουν τα απαραίτητα bonus στο δίσκο για να καταφέρει να τραβήξει το ενδιαφέρον του δύσμοιρου indie rock ακροατή, ο οποίος βομβαρδίζεται με τον ίδιο ήχο εδώ και 10 χρόνια. Με άλλα λόγια, ο δίσκος δεν έχει να επιδείξει κάτι που δεν έχουμε ξανακούσει, όμως αυτό που κάνει το κάνει αρκετά καλά.
Οι μελωδίες του Four έχουν την ικανότητα να μένουν εύκολα στο μυαλό. Κομμάτια σαν το Octopus, το Team A και το Kettling κάνουν τον ακροατή να επιστρέψει στο album, χωρίς να είναι ακριβώς "catchy". Η ικανότητα που δεν έχει η μουσική των Bloc Party πλέον, είναι να κάνει την υπέρβαση. Διότι οι υπερβάσεις γίνονται μόνο μέσα από αυθόρμητες, μη βεβιασμένες διαδικασίες - και το Four, δεδομένων των συνθηκών κυκλοφορίας του, είναι αμφίβολο ότι αποτελεί τέτοιο παράδειγμα.
Τελικά, η αίσθηση που αφήνει ο δίσκος μετά από δεκάδες ακροάσεις είναι η αμηχανία της μετριοπάθειας. Ούτε ακριβώς ικανοποιητικός, ούτε όμως απογοητευτικός. Ούτε ιδιαίτερα εμπνευσμένος, αλλά ούτε και της σειράς. Όχι, το Four δεν είναι το μεγάλο επόμενο βήμα των Bloc Party. Απέχει όμως πολύ από το να είναι ο δίσκος που θα σηματοδοτήσει την αρχή του τέλους τους.
Rating : 6,5 / 10
Άρης Καζακόπουλος
...ή αλλιώς η εκούσια ή ακούσια έλλειψη οξυγόνου ή αέρα. Ακούσια, συναίσθημα ανάλογο της άπνοιας μπορεί να προκληθεί λόγω σοκ, υπερβολικής χαράς ή έκστασης. Το σίγουρο είναι πως αυτό το άλμπουμ κάθε άλλο παρά εκστατικά συναισθήματα δημιουργεί. Διάβασα σ' ένα πρόσφατο άρθρο πως ο τίτλος του άλμπουμ έχει σχέση τόσο με το πρόβλημα της υπνικής άπνοιας του frontman όσο και με μια πρόσφατη και εξοργιστικά δυσάρεστη περιπέτεια στην οποία υπέβαλε το αγγλικό κράτος τον Tobi. Όσο και αν με συγκίνησε το γεγονός, μουσικά το ‘Apnea' εκπέμπει μάλλον απογοήτευση και δυσαρέσκεια παρά ξαλάφρωμα, όπως αναμενόταν βάσει των λεγομένων του Tobi σε μια πρόσφατη συνέντευξη
‘...And coincidentally as soon as the album was finished I got told I was free'...
Επίσης ακόμα και τα ελαφρύτερα (από άποψη νοήματος στίχων) κομμάτια, εκπέμπουν τελικά παραίτηση ή βαρεμάρα.
Σε σχέση με το δυναμικό ντεμπούτο του συγκροτήματος με το ομώνυμο άλμπουμ ‘O Children', το ‘Apnea' πατάει πολύ πιο ασφαλώς σε μουσικές επιρροές του παρελθόντος και του παρόντος και δεν κάνει καμία υπέρβαση. Αποτέλεσμα είναι να ξεθωριάζει ακόμα και η μουσική ταυτότητα που πρόλαβε να σκιαγραφήσει το συγκρότημα στο πρώτο του άλμπουμ.
Με κομμάτια που χαιρετούν δειλά τόσο το Barry Adamson όσο και τους Soundgarden (οι μόνες σαφείς επιρροές άξιες αναφοράς κατά τη γνώμη μου) ο Tobi αναδύει σαφώς πιο καταλαγιασμένη ενέργεια σε σύγκριση με το ‘Ruins' ή το ‘Malo'.Τα ‘Red like fire' και ‘Oceanside' θα σας πείσουν για τις soul και indie επιρροές τους από τους προαναφερόμενους μουσικούς, όπως το PT Cruiser για τη σαφή εξόρμησή του από την παράδοση της grunge και όλα τα υπόλοιπα για την ενσωμάτωσή τους στο βαθύ πηγάδι της indie(συγνώμη για τους οπαδούς αυτού του είδους απλά εμένα δε με εμπνέει καθόλου). Συγκεκριμένα το ‘Red like fire' ‘δανείζεται' την ερμηνεία του ‘Black Hole sun' για κάποιο ασαφή σε μένα, λόγο. Θα σας εκμυστηρευτώ μια πονηρή μου σκέψη. Δεν καταλαβαίνω γιατί ένα νέο συγκρότημα όπως οι O Children, να γράφουν ένα κομμάτι που ουσιαστικά αναπαράγει το στερεότυπο της soul για παράδειγμα, όπως συμβαίνει με το ‘Oceanside'. Σ'αυτή την περίπτωση, κατά τη γνώμη μου αναλώνεται σε προσπάθειες εντυπωσιασμού των ανίδεων. Με άλλα λόγια ένα συγκρότημα που τώρα ξεκινάει τη μουσική του πορεία σίγουρα επιβάλλεται να μην είναι αδαές ως προς το ρόλο των μουσικών της Motown και του Barry Adamson στη soul,ειδικά αν επηρεάζεται από αυτούς τους μουσικούς αλλά δεν είναι προς τιμή του να αναπαράγει ΑΚΡΙΒΩΣ αυτές τις ερμηνείες και τη μουσική χωρίς να προσθέτει δικά του στοιχεία στη σύνθεση. Άλλωστε άμα ο στόχος του κάθε νέου συγκροτήματος ήταν να ‘πατάει' στα βήματα των προηγούμενων, υπό τη σκιά τους, τότε μάλλον αυτό αποτελεί και χάσιμο χρόνου. Το ξεπέρασμα ήδη καταξιωμένων μουσικών δεν είναι ούτε κατακριτέα επιθυμία, ούτε εύκολος στόχος και σίγουρα δε μπορεί να συμβεί μέσα από πεπατημένες στη σύνθεση.
"We're throwing all these things out there deliberately so that no one will know - we don't even know - what we're going to do next."
Καταλαβαίνω πως ως νέο συγκρότημα οι O Children θα πρέπει να μας συστηθούν με ένα τρόπο που να κάνει σαφείς τις επιρροές που θα αποτελούν σημείο αναφοράς των κομματιών τους στο μέλλον. Έχω όμως τελικά την εντύπωση ότι έτσι δημιουργείται ένα άλμπουμ χωρίς συνεκτικότητα και με τόσο έντονο μουσικό πλουραλισμό που τελικά μπερδεύει.
‘...Yesterday I saw myself in the arms of somebody else and I couldn't be feeling alive
without my bed having you in my eyes
What we're doing, I don't know, am I right or should I go?...'
Τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια με το συνδυασμό μουσικών οργάνων και εναλλαγή ρυθμών είναι κατά τη γνώμη μου τα ‘Oceanside', ‘I know you love me' και ‘PT Cruiser'.Παρ' όλ' αυτά επειδή δεν υπερβαίνουν τις επιρροές τους, δεν είναι και κάτι το εξαιρετικό. Θα μπορούσαν να τα έχουν γράψει εκατομμύρια άλλοι μουσικοί της alternative ροκ μουσικής και να τα έχουν ερμηνεύσει έτσι ακριβώς, ίσως και καλύτερα ακόμα. Τα υπόλοιπα κομμάτια εξαντλούνται σε ένα μουσικό μοτίβο που από την αρχή ως το τέλος παραμένει μονότονο χωρίς ενδιαφέρουσες ρυθμικές ή μελωδικές προσθήκες. Το αποτέλεσμα θυμίζει τα πρώτα βήματα σχολικής μπάντας. Η μουσική δεν είναι καθόλου ενδιαφέρουσα. Το ίδιο ισχύει και για τους, κάπως χαοτικούς νοηματικά, στίχους. Προσωπικά δε θαυμάζω τα ρηχά νοήματα σε κανένα επίπεδο και με ενοχλεί σε βαθμό που μου προκαλεί μια αδράνεια αντίστοιχη με αυτή που προκάλεσε ο 10ήμερος καύσωνας στην Αθήνα.
Παρ' όλ'αυτά, προσωπικά θα περιμένω να συμβεί αυτό που λέει ο παρακάτω στίχος από το ‘Swim'...
...watch us bloom every town, every room...
...και για το λόγο αυτό
Rating: 6 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Pages