Όταν το 2007 οι Horrors κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους, κατηγορήθηκαν από μία μεγάλη μερίδα των κριτικών για το ότι πουλούσαν καθαρά style και τους έλειπε η ουσία, κάνοντας μάλιστα προβλέψεις για ένα hype-φούσκα. Δύο χρόνια πέρασαν, η δισκογραφική εταιρεία άλλαξε και το συγκρότημα κυκλοφόρησε το "Primary Colours", με το οποίο διέψευσε πανηγυρικά τους αμφισβητίες του. Ήταν ένας εντελώς φρέσκος ήχος, που απέδειξε ότι οι Horrors είναι ένα συγκρότημα με μουσικό εύρος, βάθος και φαντασία.
Και κάπως έτσι φτάσαμε στο 2011, με κοινό και κριτικούς να περιμένουμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την επερχόμενη κυκλοφορία του τρίτου album. Αποφεύγοντας την πολλή δημοσιότητα και το buzz, η εταιρεία κυκλοφόρησε το άψογο πρώτο single "Still Life", για να μας αιφνιδιάσει και πάλι! Έγινε φανερό ότι οι βρετανοί δεν είχαν σκοπό να παραμείνουν στα ίδια ηχητικά μονοπάτια ούτε αυτή τη φορά, ενώ οι προσδοκίες μετά από κάτι τόσο καλό, όπως ήταν φυσικό, ανέβηκαν κατακόρυφα.
Η ουσία της όλης ανάλυσης που θα ακολουθήσει συνοψίζεται σε μία και μόνο φράση: αν με το "Primary Colours" οι Horrors κέρδισαν ευρεία αναγνώριση, το τρίτο album "Skying" ήρθε για να τους απογειώσει! Και αυτό διότι ο παρών δίσκος, όπως θα δούμε, καταφέρνει, τροφοδοτούμενος από μια πιο αναγνωρίσιμη ηχητική παλέτα, να γίνει πιο εύληπτος για το μέσο ακροατή, χωρίς όμως να θυσιάζει την εγκεφαλικότητα και την ποιότητα που χαρακτήριζε τις συνθέσεις του προηγούμενου.
Ας κάνουμε όμως τα πράγματα πιο συγκεκριμένα. Ηχητικά, το συγκρότημα-χαμαιλέοντας στη νέα του δουλειά ακολουθεί new wave και synth κατευθύνσεις, μοιάζοντας να είναι περισσότερο από ποτέ επηρεασμένο από τη δεκαετία του '80 και την όλη αισθητική της. Το φάσμα επιρροών τους εκτείνεται από Smiths και Simple Minds, μέχρι Echo & the Bunnymen και David Bowie. Μέσα σε όλα αυτά διακρίνουμε και κάτι από την shoegaze (καλώς εννοούμενη) βαβούρα των 90's. Το εντυπωσιακό είναι ότι η πληθώρα αναφορών δεν καταφέρνει να "πνίξει" το προσωπικό τους στοιχείο, γεγονός που προσμετράται στα μεγαλύτερα επιτεύγματα του Skying! Με το ίδιο το συγκρότημα να επιμελείται την παραγωγή, το αποτέλεσμα είναι εκπληκτικό, μιας και ο ήχος είναι καλοδουλεμένος όσο δεν πάει. Είναι ολοφάνερο ότι οι βρετανοί αυτή τη φορά ήξεραν περισσότερο από ποτέ το που βαδίζουν και το τι θέλουν να κάνουν.
Την ίδια στιγμή, διαπιστώνουμε και μια ξεκάθαρη συνθετική αναβάθμιση (χρονικά γενναιόδωρες, ταξιδιάρικες, ανθεμικές μελωδίες, χωρίς ούτε ένα κακό κομμάτι), αλλά και μια ωριμότερη ερμηνεία από πλευράς Faris Badwan. Πρόκειται για μια απόλυτα συνεκτική και ηχητικά πλήρη συλλογή τραγουδιών, που ακούγεται σαν αδιάσπαστο σύνολο και δεν μεροληπτεί υπέρ κάποιων επικείμενων singles. Εντάξει, ίσως τα "Still Life", "Monica Gems" και "Oceans Burning" να είναι μερικά επίπεδα πιο πάνω από τα υπόλοιπα κομμάτια, όμως αυτό δεν αναιρεί τα όσα γράφτηκαν παραπάνω.
Από την άλλη, βέβαια, αντίστοιχα κομμάτια δυναμίτες όπως στα 2 πρώτα albums δεν υπάρχουν, ενώ η ηχητική εκκεντρικότητα που χαρακτήριζε τα μαυροντυμένα παιδιά δείχνει να ξεθυμαίνει. Έτσι, εδώ ξεκάθαρα οι Horrors κάνουν αρκετά βήματα προς τη mainstream κατεύθυνση, γεγονός που κατά πάσα πιθανότητα θα τους ανεβάσει στα ύψη, χωρίς όμως να αποκλείεται και το αντίθετο, δηλαδή να απογοητεύσει έναν κρίσιμα μεγάλο αριθμό από τους παλιούς τους φίλους.
Το παραπάνω, όμως, θα το δείξει η ιστορία. Εμείς κρατάμε ότι το Skying αποτελεί ένα πολύ καλό album από ένα συγκρότημα που έχει την ικανότητα να εμπνέεται από πολλά είδη χωρίς να χάνει ποτέ το προσωπικό στίγμα που το χαρακτηρίζει, και που αν μη τι άλλο ξέρει να εξελίσσεται με επιτυχία!
Rating : 8 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Λένε πως η ιστορία επαναλαμβάνεται. Η ιστορία που θα διηγηθούμε επαναλήφθηκε στο χρονικό διάστημα του ενός χρόνου. Πώς; Ο James Blake πέρυσι μας συστήθηκε μέσω μίας σειράς τριών EP, διαφορετικών μεταξύ τους αλλά με έναν κοινό παρονομαστή, πέραν του ότι έκανε το crossover σε είδη όπως η dubstep και η soul, κατάφερε να εξελίξει τον πρωτοποριακό προ κάποιον ετών ήχo του Burial. Γνωρίζοντας την βρόμικη και πολλές φορές προσβλητική μορφή που έχει πάρει ο ήχος του Skream, θα ήταν λάθος από τον οποιονδήποτε να μην αναγνωρίσει πως υπάρχουν παραγωγοί που έχουν εκμεταλευτεί στο έπακρων τους δρόμους που άνοιξε το "Skream!" του 2006. Ένας από αυτούς, που έδρασε παρόμοια με τον James Blake το 2011 με έδρα το Λονδίνο είναι ο SBTRKT (=subtract).
Τον γνωρίσαμε το 2010 μέσω του "Step In Shadows EP" και του "Living Like I Do" που κυκλοφόρησε φέτος. Το δεύτερο μάλιστα περιείχε και ένα remix από τον Machinedrum, έναν ακόμα παραγωγό που αξίζει την προσοχή μας, ο οποίος και αυτός συγκαταλέγεται στα ενεργά μυαλά της dubstep σκηνής κάνοντας το crossover μεταξύ dubstep και rnb (βλ. "Let it go").
Νομίζω πως δεν είναι τυχαίο μεταξύ εκατοντάδων κυκλοφοριών φέτος, το ομότιτλο ντεμπούτο του SBTRKT να έχει ξεχωρίσει. Αρκετά lo-fi, ακολουθώντας τον δρόμο του καλυμμένου προσώπου, αλλά αυτή την φορά με μία αφροαμερικάνικη μάσκα, γράφει έναν δίσκο λιγότερο σκοτεινό, με γυναικεία φωνητικά αλλά και αντρικά που χαρακτηρίζονται από έντονη προφορά κάτι που πιθανά να χαλάσει κάποιο ευαίσθητο αυτί. Απλή παραγωγή αλλά παράλληλα πεντακάθαρη, η δομή των τραγουδιών υπερβολικά προσεγμένη χωρίς φρου-φρου και αρώματα πράγμα στο οποίο διαφέρει με τον παρόμοιο του Jamie Woon. Εδώ όμως έγκειται και η επιτυχία του δίσκου. Το δυνατό χαρτί συγκριτικά με το "Mirrorwriting" του Jamie Woon, είναι πως ο πρωταγωνιστής της συγκεκριμένης κριτικής δεν θέλει να γράψει έναν pop δίσκο, αντιθέτως με τον Jamie που-προφανώς επιτυχημένα- πήρε τον dubstep ήχο και έγραψε έναν αξιοσέβαστο δίσκο για τα αυτιά όλων μας.
Το "SBTRKT" αποτελείται λοιπόν από μοναδικής ατμόσφαιρας τραγούδια όπως τα "Right Thing to Do", "Never Never" και "Pharoahs" (μία από τις καλύτερες στιγμές του δίσκου), το "Go Bang" που αποτελεί ένδειξη πειραματισμού μεταξύ ηλεκτρονικής μουσικής και αφρικάνικων κρουστών παίζοντας υπέροχα με τις διάφορε λούπες, καθώς επίσης και από ολόκληρο τον υπόλοιπο δίσκο που δεν παύει να χαρακτηρίζεται από τα παραπάνω αλλά επιπλέον μας κάνει να μιλάμε για την αισθητική των συνθέσεων παρά για τις συνθέσεις καθ' αυτές!
Μπορούμε να πάρουμε για παράδειγμα το πρώτο single του δίσκου, "Wildfire", το οποίο και αποτελεί ταυτότητα του καλλιτέχνη (κάτι παρόμοιο ίσως με το "Archangel" για τον Burial) με τα μοναδικά φωνητικά της Yukimi Nagano να ανήκουν στις πρώτες θέσεις ποιότητας μαζί με αυτά της Angela Hunte στο "I Need Air" των Magnetic Man.
Για τέλος, αφήσαμε τα τραγούδια του δίσκου στα οποία τραγουδάει και ο ίδιος ο SBTRKT, φωνητικά που σίγουρα σε συγγενικά άλμπουμ δεν έχουμε ξανακούσει. Δεν φοβήθηκε τις anti-mainstream φωνητικές του χορδές και νομίζω πως του βγήκε σε καλό, "Something Goes Right", "Trials of the Past" κ.α χαρακτηρίζονται από κάτι που ομολογώ δεν μπορώ να εξηγήσω. Στο πρώτο άκουσμα λες μακάρι να μπορούσα να τον κάνω "mute" τον τύπο, αλλά όταν το τύμπανο σου προσαρμοστεί το σίγουρο είναι πως από ‘κει και έπειτα θα χρειάζεσαι μία δόση SBTRKT κάθε μέρα!
...the man in the mask strikes back!
Rating: 8,5 / 10
Άγγελος Κουκλάκης
Οι Friendly Fires εμφανίστηκαν με ολοκληρωμένη δουλειά το 2008 κάνοντας το "μπαμ" στην indie-electronica σκηνή. Μία περίοδο που μπάντες και καλλιτέχνες σαν τους Cut Copy, Hot Chip και LCD Soundsystem αποτελούσαν σίγουρη επιλογή για όλα τα indie club της Ευρώπης. Όλος ο δίσκος χαρακτηριζόταν από ρυθμό, χορευτική διάθεση και αισιοδοξία! Το "Paris" έγινε soundtrack των απανταχού ερωτευμένων και τροφή για remixes και διασκευές (βλ. Aeroplane).
Με τίτλο "Pala" κυκλοφορεί ο δεύτερος δίσκος των Βρετανών από την XL Recordings και το εισαγωγικό πεντάλεπτο "Live those days tonight" αποτελεί ένα από τα ωραιότερα singles της χρονιάς. Η αισιοδοξία κάνει την εμφάνιση της και σε αυτόν τον δίσκο, μιάς και το τραγούδι μας προτρέπει να ζήσουμε το σήμερα ανεξαρτήτως όσων μας λένε, ανεξαρτήτως του τι λένε. Προσωπικά οι Friendly Fires μου μεταφέρουν μία ατμόσφαιρα περισσότερο "χίπικη" αλα MGTM και λιγότερο προς "άσπρο πουκάμισο και μαύρη γραβάτα" ίσως δηλαδή κάτι από Killers.
Ακριβώς αυτό επιβεβαιώνετε και με το "Blue Cassette" που θυμίζει το "Kiss of Life" του προηγούμενου δίσκου. Ομολογώ πως σχεδόν από κάθε τραγούδι του δίσκου έχω πάρει αφορμή για να τον κρίνω. Τα "Running Away","True Love" ακούνε περισσότερο στις προσταγές της αγοράς που βλέπει nu-disco γκρουπ να ακούγονται περισσότερο απ' όσο περίμενε κανείς (βλ. Holy Ghost, Bag Raiders etc), αρκετά αναχρονιστικά και ποπ, μπαίνουν από το ένα αυτί και βγαίνουν από το άλλο!
Νομίζω πως μπορούμε να προσποιηθούμε όλοι μας πως το "Hawaiian Air" δεν υπήρξε ποτέ, ποτέ όμως, ούτε στα χειρότερα όνειρα του ίδιου του γκρουπ.
Το 2010 οι Friendly Fires κυκλοφόρησαν μία συνεργασία με τους Azari & III, "Stay Here" και μάλλον ήταν κάτι που τους καθόρισε αρκετά, τα εμπλουτισμένα synths που εμφανίζονται σε τραγούδια σαν το "Hurting" δεν είναι άσχημα και νομίζω πως βρίσκονται στο ύφος που ταιριάζει περισσότερο στον ήχο τους (βλ. "Helpless"). Πιο αργοί ρυθμοί με ζεστά φωνητικά, αρκετά ωραίες μπασογραμμές σε σημεία και εφέ είναι ουσιαστικά τα χαρακτηριστικά των 3-4 δυνατών τραγουδιών του δίσκου (βάλε και το "Pull me back to Earth").
Εν τέλη ο δίσκος αποτελείται από αρκετές άστοχες και τζούφιες προσπάθειες των [καταγωγή] και κάποιες επίσης δυναμικές προσεγγίσεις του κάπως αλλαγμένου ομολογουμένως ήχου τους. Τι να πει κανείς όμως, όταν μέσα στο 2011 έχεις εκπληκτική κυκλοφορία απο τους Arctic Monkeys και δεκάδες ντεμπούτο διαμάντια (βλ. SBTRKT, Machinedrum, Givers, Jamie Woon) και άλλες τόσες κυκλοφορίες από συγκροτήματα και καλλιτέχνες που μας είχαν συστηθεί παλαιότερα (βλ. Weekend, Gang Gang Dance).
Μέσα σε μία πολύ καλή μουσική χρονιά λοιπόν το "Pala" πιθανά να περάσει και απαρατήρητο!
Rating: 6,5 / 10
Άγγελος Κουκλάκης
Το συνοδευτικό "Quartet" παραπέμπει σε κάτι που σχετίζεται με τον ευρύτερο χώρο της τζαζ. Είναι όμως οι Vladislav Delay Quartet ένα σχήμα από τον χώρο αυτό; Η απάντηση σαφώς και ενέχει μία αμφισημία, αλλά υπάρχουν κάποιες καταστάσεις, που δημιουργούνται με την ακρόαση της πρώτης τους ομότιτλης δουλειάς, οι οποίες ενδείκνυνται για περαιτέρω ανάλυση.
O Sasu Ripatti εδώ και χρόνια έχει υιοθετήσει διάφορα προσωνύμια για τις εκάστοτε δουλειές του. Luomo, Conoco, Sistol, Uusitalo και φυσικά Vladislav Delay. Το τελευταίο είναι ίσως το πιο αναγνωρίσιμο από όλα τα παραπάνω. Ο Φιλανδός μουσικός μεγάλωσε μαθαίνοντας ντραμς. Τα πρώτα χρόνια άκουγε συνεχώς death metal!! και στην πορεία γνώρισε τον θαυμαστό κόσμο της τζαζ. Αργότερα άρχισε να πειραματίζεται περισσότερο, μέχρι που ασχολήθηκε και με τον χώρο του micro house. Η συνεργασία του με την Agf τον σημάδεψε όχι μόνο στο καλλιτεχνικό κομμάτι, αλλά και στην ίδια του την προσωπική ζωή. Έχοντας μετακομίσει για αρκετά χρόνια στο Βερολίνο, την χρονιά του '08 αποφάσισε να επιστρέψει στην γενέτειρά του την Φιλανδία, και πιο συγκεκριμένα στο Hailuto, ένα μικρό νησί χιλίων περίπου κατοίκων στο βορειότερο σημείο της Βαλτικής (τελικά δεν επέλεξε ένα ελληνικό νησί όπως μας είχε δηλώσει προ τριετίας, όταν και το σκεφτόταν σοβαρά). Ένα ησυχαστήριο για τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις τού Ripatti ή καλύτερα ένα καθαρτήριο μετά από τόσα χρόνια διαμονής στο Βερολίνο.
Η συνεργασία του με το σχήμα Morris Von Oswald Trio που ξεκίνησε το 2008 είχε προετοιμάσει το έδαφος. Συμμετείχε ως Vladislav Delay παίζοντας ντραμς, κάτι στο οποίο δεν τον είχαμε συνηθίσει και ας ήταν το όργανο που διδάχθηκε ως έφηβος. Αυτό συνεχίστηκε και με την δημιουργία των Vladislav Delay Quartet στους οποίους πλαισιώνεται από τους Derek Shirley (double bass), Lucio Capece (bass clarinet, soprano sax) και από τον συμπατριώτη του Mika Vainio (electronics) των Pan sonic. Jazz fusion, free improvisation, industrial noise. Εκ πρώτης αυτά θα συναντήσει ο ακροατής όταν θα αρχίσει να γνωρίζει από κοντά την πρώτη δουλειά τού κουαρτέτου. «Με τον Morris Von Oswald δημιουργήσαμε κάτι το οποίο ήταν του Morris. Εδώ όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δημιουργώ αυτό που θέλω να δημιουργήσω», δηλώνει ο Delay, ενώ, φαίνονται ολοκάθαρα οι πινελιές τού κάθε μουσικού στο στούντιο, θα προσθέσω εγώ με την σειρά μου. Είναι ένα μείγμα ιδεών που το είχε στο μυαλό του ο φίλτατος μουσικός από την Φιλανδία, αλλά δεν γνώριζε πώς να το αποδώσει, μέχρι που βρέθηκαν όλοι μαζί. Όλα κύλησαν όπως έπρεπε και το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Δεν κουράζει, το αντίθετο μάλιστα! Η διάθεση αυτής της μινιμαλιστικής δομής, γίνεται διάτρητη από τις παρεμβολές των κρουστών και του σαξοφώνου, ενώ ο πυκνός ήχος του μπάσου θεμελιώνει ταυτολογικά την φυσική έκρυση των ήχων.
Η ηχογράφηση έλαβε χώρα στο πρώην ραδιοφωνικό στούντιο της Γιουγκοσλαβίας στο Βελιγράδι μέσα σε μία εβδομάδα. Η δοκιμασία ήταν πολύ μεγάλη και ο βαθμός δυσκολίας ήταν ο μέγιστος, θα δηλώσει ο Delay. Τα πάντα έγιναν εκείνη την ώρα, γι' αυτό και είναι εμφανές ο ακατέργαστος ήχος καθ' όλη την διάρκεια του άλμπουμ. Είναι δεδομένο ότι δεν είναι και το πιο εύκολο άκουσμα, αφού σε κανένα σημείο δεν θα ακούσουμε να επαναλαμβάνονται τα ίδια πράγματα. Το σίγουρο πάντως είναι ότι το αποτέλεσμα διαφέρει κατά πολύ από ένα συμβατικό άκουσμα. Εδώ υπάρχει μία οργασμική επαγρύπνηση που μετουσιώνεται σε ένα εγκεφαλικό παραλήρημα δίχως να υφίσταται ο παράγων ασφάλεια. Ακούστε το Killing The Water Bed και νοιώστε την αβαρία των συμβατικών κανόνων να σας εγκαταλείπει.
Νίκος Τσίνος
Τι σχέση μπορεί να έχει το ukulele (παραδοσιακό χαβανέζικo τετράχορδο μουσικό όργανο) με τον τραγούδιστή μιας τεράστιας rock μπάντας από το Seatlle?
Αρχικά ενα από τα κομμάτια στο Binaural (2000) των Pearl Jam, αποκλειστικά γραμμένο από τον Eddie Vedder , ήταν το soon forget που ηχογραφήθηκε με τη βοήθεια ukulele (μοιάζει με μαντολίνο ηχητικά). Κάτι όχι και τόσο πρωτοπωριακό αφού με το συγκεκριμένο όργανο έχουν ηχογραφήσει ο Pete Townshend, o George Harrisson και ο Paul Mc Cartney, γνωστοί "ήρωες" του Vedder.
11 χρόνια μετά ο Eddie θα χρωματίσει το πρώτο ουσιαστικά solo του αλμπουμ (το into the wild ήταν soundtrack) με τις μελωδίες του ukulele να συνοδέυουν τη φωνή του, σε ένα ακουστικό, vintage, "γυμνό" άλμπουμ, το Ukulele Songs. 16 τραγούδια, 5 διασκευές, όλα με θεματικό άξονα μελοδραματικές ιστορίες αγάπης με τις γνωστές εμμονές του Vedder (ωκεανός, φεγγάρι, όνειρα) να δίνουν το παρόν.
Η αρχή είναι μια επιτυχημένη διασκευή στο Can't Keep των Pearl Jam, τα μελαγχολικά Sleeping by myself και το Without You λειτουργούν σαν ενιαίο κομμάτι στιχουργικά και έπεται η αδιάφορη διασκευή σε ένα ερωτικό κομμάτι του 1929 των Rose & David, το Μore than you know. Στα goodbye και broken heart περιγράφεται ένας χωρισμός με απλοικό, ελαφρά σπαρακτικό ύφος που θα συνεχιστεί με το satellite. To κομμάτι που ξεχωρίζει και δίνει την πρώτη στιχουργική νότα "ελπίδας" είναι το Longing to Belong , στο ίδιο μοτίβο αισιοδοξίας το You're True και το Light Today.
To πρώτο ντoυέτο είναι με κάποιον Glen Hansard, το Sleepless Nights διασκευή σε ένα παλαιό φοβερό κομμάτι που θυμίζει Simon and Garfunkel, το δεύτερο (Tonight You Belong To Me) είναι απλά συμπαθητικό, με την Cat Power στα φωνμητικά. Άλλη μια ενδιαφέρουσα διασκευή στο σκοτεινό Οnce in a while των Green & Edwards και το κλείσιμο είναι με το jazzoειδές dream a little dream που μυρίζει Τom Waits.
Ο καλύτερος τρόπος να προσεγγίσει κάποιος αυτή τη κίνηση είναι σαν ένα στοίχημα του Vedder να αγαπήσουν οι fans του το συγκεκριμένο όργανο και κυρίως να επαναφέρει τον ρομαντικό τρόπο γραφής των τραγουδιών. Κάθε υπόνοια ναρκισιστικής υπερβολής ή απoστροφής του σκληρού ήχου των Pearl Jam ακυρώνεται λόγω του προσγειωμένου χαρακτήρα του. Δεν έχει τον "αυτισμό" του Βοb Dylan, ούτε τον χαμαιλαιοντισμό του Bowie, ενώ στα 47 του χρόνια πλέον έχει εδραιωθεί πια σαν rock -icon και έχει πλέον κατακτήσει την καλλιτεχνική ελευθερία να κάνει ότιδήποτε χωρίς μεγάλο κόστος.
Συνολικά το album είναι άνισο, με τις μαγικές στιγμές όμως να είναι περισσότερες, πολλοί όμως που δεν έχουν συνηθίσει θα το βρουν κουραστικό παρά την μικρή του διάρκεια. Το στοίχημα του Eddie Vedder δεν ξέρω αν θα κερδιθεί, πάντως θα μας μείνει ένα ωραίο αναμνηστικό που θα μας ταξιδέυει σε μια περασμένη εποχή.
Rating : 7,8 / 10
Δημήτριος Αθανασούλιας
Ο Justin Vernon, η ψυχή, δηλαδή, των Bon Iver για όσους δεν γνωρίζουν, αποτελεί ειδική περίπτωση τραγουδοποιού. Μετά από μια δύσκολη για εκείνον περίοδο πριν από κάποια χρόνια, απομονώθηκε για 3 μήνες σε ένα καλύβι στο Wisconsin, μέσα στο οποίο έκανε τον πόνο του τέχνη, γράφοντας και ηχογραφώντας με ελάχιστα και πεπαλαιωμένα μέσα τον πρώτο δίσκο του συγκροτήματος. Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Ο δίσκος (δικαίως) αποθεώθηκε. Ξεχώρισε αμέσως, καταφέρνοντας να περικλείσει τόνους συναισθήματος σε κομμάτια υπερβολικά απλοϊκά, με τη χρήση ελάχιστων οργάνων και χωρίς περιττές γαρνιτούρες.
Ευχάριστη έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι στη νέα αυτή δουλειά ο Vernon δεν παρέμεινε στάσιμος στην ίδια συνταγή της καταξίωσης, αλλά πειραματίστηκε και έκανε ένα βήμα μπροστά. Έτσι, εδώ ο ήχος είναι εμπλουτισμένος με περισσότερα όργανα, με το ρόλο της κιθάρας να περιορίζεται κάπως. Η παραγωγή είναι εμφανώς πιο σύνθετη και ακριβή, χωρίς όμως αυτό να υποσκιάζει σε καμία περίπτωση τη φυσικότητα και την αυθεντικότητα της μουσικής των Bon Iver. Θα έλεγε κανείς ότι ο ήχος αυτή τη φορά είναι περισσότερο "αστικός", παρά "του δάσους". Κατά τα άλλα, το νέο album είναι γεμάτο πειραματισμούς, εκπλήξεις και πρωτότυπες ιδέες, ενώ τα κομμάτια έχουν αρκετές εναλλαγές και διαφέρουν όλα μεταξύ τους, αποτελώντας ξεχωριστή εμπειρία το καθένα και προσδίδοντας ποικιλία. Είναι απορίας άξιον πώς το συγκρότημα κατάφερε να φτιάξει ένα album τόσο συνεκτικό και ενοποιημένο, ενώ συγχρόνως κανένα τραγούδι δε μοιάζει με κάποιο άλλο!
Φυσικά, πέρα από τις καινοτομίες, δε λείπουν και τα στοιχεία που λατρέψαμε στους Bon Iver, όπως τα συγκλονιστικά φαλτσέτα του Vernon, η vintage (αλλά καθόλου παρωχημένη) αισθητική, η ασύλληπτη ευαισθησία στις συνθέσεις και η μοναδική ατμόσφαιρα της απομόνωσης που αποδίδεται για μια ακόμα φορά με εντυπωσιακή μαεστρία. Πρόκειται για ένα άκρως επιτυχημένο πάντρεμα του παλιού και του νέου. Τόσο επιτυχημένο, που πραγματικά είναι από τις λίγες φορές που δεν έρχονται στο μυαλό παρατηρήσεις ή σημεία στα οποία το τεχνικό κομμάτι επιδέχονταν βελτιώσεων... Είναι άρτιο ως έχει!
Συζητάμε για ένα σπάνιο album, που απέχει μία ανάσα από την τελειότητα. Δεν είναι τέλειο, μόνο και μόνο επειδή όπως και να το κάνεις, κάποια τραγούδια είναι πολύ καλά και όχι άριστα. Δεν έχει όμως νόημα να μπούμε σε τέτοιες λεπτομέρειες. Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι με αυτή την κυκλοφορία οι Bon Iver ξεπερνάνε με χαρακτηριστική άνεση τη λεγόμενη "δυσκολία του δεύτερου album" και έρχονται να πάρουν τη θέση τους στο πάνθεον των καλύτερων indie folk σχημάτων, εκεί δίπλα στους Fleet Foxes. Μάλλον είναι ό,τι καλύτερο έχει βγει μέχρι στιγμής μέσα στο 2011... Και μάλλον ό,τι καλύτερο θα έχει βγει μέχρι και το τέλος του έτους!
Αφήνοντας όμως τους διθυράμβους, ας κλείσω αυτό το review με την πιο ουσιαστική παρατήρηση μέχρι τώρα. Το "Bon Iver" είναι ένα από αυτά τα ιδιόρρυθμα albums που επιμένουν να σε παρασύρουν στον δικό τους κόσμο. Αν είσαι δεκτικός σε αυτό το ταξίδι θα κερδίσεις αμέτρητες στιγμές ανατριχίλας. Αν όχι, δεν πειράζει. Ο δίσκος θα είναι εκεί ως σταθερή, διαχρονική αξία και θα σε περιμένει να ανακαλύψεις τη μαγεία του όποτε το θελήσεις εσύ...
Rating : 9 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Δύναμη, προσπάθεια, βούληση, αγανάκτηση, ορμή, στωικότητα. Ο εαυτός μας. Από εκεί προέρχονται όλα τα παραπάνω; Ναι. Τι είναι ο εαυτός μας τότε; Από πού πηγάζει όλη αυτή η ενέργεια; Τι είναι αυτή η ενέργεια; Η μουσική μάς βοηθάει σε αυτό ή είναι και αυτή ένα αντικείμενο του όλου -του υποκειμένου. Αυτό το είναι που βρίσκεται παντού γύρω μας και μας εξουσιάζει. Μήπως όμως έχουμε χάσει τον προσανατολισμό μας και προσπαθούμε να απαντήσουμε ερωτήματα που δεν μας οδηγούν πουθενά, ενώ προσπερνάμε προκλητικά αυτό που μας κυριαρχεί;
Αναλωνόμαστε σε ζητήματα καθαρά υποκειμενικά για το αν αυτό το τραγούδι είναι καλό ή αν αυτός ο καλλιτέχνης είναι κακός. Με τι κριτήρια; Και αυτά τα κριτήρια ποιος τα θέτει; Μήπως εμείς οι ίδιοι; Τότε πώς μπορούμε να είμαστε αντικειμενικοί με κάτι, αφού το τάδε κριτήριο το έθεσε κάποιος άνθρωπος; Προχωρούμε μέσα στο φως, αλλά έχουμε κρύψει τα μάτια μας -ενώ κάποιοι άλλοι θέλουν να μας τα βγάλουν. Τι είναι λοιπόν η μουσική; Γιατί υπάρχει; Για να ευφραίνεται απλώς αυτό που ονομάζουμε ψυχή; Και αν δεν υπήρχε η μουσική δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε; Είναι μέρος του συνόλου; Και αν ναι, τι είναι τέλος πάντων αυτό το σύνολο; Τι είναι... το ίδιο το είναι;
Δεν έχω σκοπό να αναλύσω τον Χάιντινγκερ μέσα από τούτες εδώ τις γραμμές, αλλά είναι στιγμές που κάτι σε υποβάλει να το κάνεις και να σκεφτείς. Αυτή τη φορά ο Jóhann Gunnar Jóhannsson με την τελευταία του δουλειά "The Miner's Hymn" με έβαλε σε σκέψεις. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε από την 130701, μία sub-label της Fat Cat και είναι το επίσημο soundtrack για το ντοκυμαντέρ τού Bill Morison. Μπορείτε να φανταστείτε τι πραγματεύεται το συγκεκριμένο φιλμ. Είναι ένα οπτικοακουστικό αφιέρωμα σε όλους τους ανθρακορύχους της Μεγάλης Βρετανίας και ειδικότερα της πόλης Durham στην βορειοανατολική Αγγλία. Στα 52 λεπτά της διάρκειάς του, δεν υπάρχει κάποιος αφηγητής, παρά μόνο η μουσική του Ισλανδού και οι εικόνες σε ένα ασπρόμαυρο φόντο που σημάδεψαν όλη την εργατική τάξη του Ηνωμένου Βασιλείου. Ένα άκρως πολιτικό θέμα λοιπόν ξετυλίγεται καθ' όλη την διάρκεια και μοναδικός μας συνοδοιπόρος είναι η συνθέσεις αυτού του ταλαντούχου μουσικού.
Εδώ ασφαλώς υπάρχει το ερώτημα αν το "The Miner's Hymn" στέκει από μόνο του. Ο Jóhannsson έχει κάνει και στο παρελθόν αντίστοιχες προσπάθειες, όπως και άλλες καλλιτεχνικές εκφράσεις. Έχει συνθέσει μουσική για θεατρικές παραστάσεις, για εκθέσεις, όπερα, και φυσικά συνεργασίες, που δεν πρέπει να παραλείψω, με ονόματα όπως αυτά των Pan Sonic, Marc Almond και Barry Adamson, αλλά και των Hafler Trio. Αναπόφευκτα δεν τίθεται θέμα αν θα χρειαστεί να δει κανείς το φιλμ, για να αποταθεί και για την μουσική. Μία μουσική που θυμίζει αρκετά το αριστούργημα του 2004, που είχε κυκλοφορήσει από την Touch, " Virðulegu Forsetar ". Δηλαδή ένας ορχηστρικός καταιγισμός πνευστών οργάνων με την διακριτική παρεμβολή των κρουστών, δονούν την ύπαρξη τού είναι και δηλώνουν απερίφραστα την οντολογική τους αίσθηση στην ακροτελεύτια απόκρισή μας για κάθε στιγμή που ενυπάρχει στο όλον. Η λέξη έπος δεν μπορεί να φανερώσει την δύναμη που ξεχύνεται από το άλμπουμ, καθώς ξεδιπλώνεται η κάθε νότα του στον χώρο.
Μένει μόνο να αναλογιστούμε αν είμαστε ευτυχισμένοι ή ευδαιμονούμε. Αν δακρύζουμε ή κλαίμε. Αν ακουμπάμε ή αγγίζουμε. Αν κοιτούμε ή βλέπουμε. Αν υπάρχουμε ή... ΖΟΥΜΕ.
Νίκος Τσίνος
"People are of no value. We can make more some time, if we need them. Life itself is only a vision."
Ήταν καιρός να ξεπεράσουν το le serpent blanc/rouge που τους στοίχειωνε. Το les passages jumeaux ήταν πολύ καλή κυκλοφορία, με νέα ηλεκτρονικά στον ήχο, αλλά δεν κατάφερνε να εντυπωσιάσει όσο πρωτοεντυπωσίασε το πρώτο μέρος της τριλογίας nyan. Το τελευταίο ep, momentum of singular clarity, σηματοδότησε μια αλλαγή στον ήχο, την οποία έπρεπε να δω ζωντανά για να καταλάβω. Η προσθήκη των φωνητικών έδινε νέο νόημα στη μουσική και έφερνε σκοτεινούς συνειρμούς, αλλά ο δίσκος μουσικά έμοιαζε πιο πολύ σαν πεδίο πειραματισμού για το επόμενο βήμα.
Και το επόμενο βήμα έγινε: οι αντίθετες δυνάμεις ενώθηκαν (όπως λέει και ο τίτλος) και έχουμε μια αρμονία φωνής και ηλεκτρονικών, ρυθμού και ατμόσφαιρας. Οι συνθέσεις είναι πιο πυκνές από ποτέ: οι τελετουργικοί ρυθμοί χτίζονται με έξυπνα ηλεκτρονικά και τελετουργικές επικλήσεις. Τα πιο ατμοσφαιρικά κομμάτια (όπως το nevi'im) έχουν έναν πλούτο σχεδόν μπαρόκ, και καταφέρνουν να βρουν τους δικούς τους κώδικες για να οδηγηθούν σε ένα συνολικά ρυθμικό και αρμονικό αποτέλεσμα. Τα ισχυρότερα κομμάτια έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά στον υπερθετικό βαθμό: έξυπνη εξέλιξη, χορευτικό ρυθμό και οργασμικά ξεσπάσματα στα οποία ξεπερνούν τις προηγούμενες δουλειές. Τα φωνητικά καρφώνονται στο υποσυνείδητο: ξυπνάω και μου έρχεται να φωνάξω tanasukh ή enuma elish.
Πέρα όμως από την τελειοποίηση των ήχων στους οποίους μάς έχουν ήδη συνηθίσει, έχουμε και μερικές εκπλήξεις. Στο εκστατικό τέλος του rûach (of god) χρησιμοποιούν μελωδικά συνθετικά έγχορδα, ενώ στο trimurti/trefoil συνθετική χορωδία, δυο στοιχεία που αποφεύγουν γενικά, πιθανότατα για να κρατήσουν το διακριτό των αφρικάνικων ρυθμών από την ευρωπαϊκή κλασσική μουσική παιδεία.
Από την άλλη, η μουσική θεματολογία μόνο με την Ευρώπη δεν ασχολείται. Κάθε κομμάτι καταπιάνεται με μια έννοια, είτε μυθολογική ή θρησκευτική, με έμφαση στις θρησκείες της Μέσης Ανατολής, είτε συνδεδεμένη με λατρευτικές πρακτικές. Δεν βυθίζονται, όμως, στεγνά οι στίχοι σε έναν νεοχίπικο ενθουσιασμό με κάθε τι μυστηριακό - αντιθέτως, διακρίνουμε τρομακτικές, συχνά οργισμένες ή απωθητικές περιγραφές, ή ειρωνεία:
So many faces, so many names.
This is a place for crazy people, I am not crazy, we don't use that term "crazy", you've got some real nuts here.
nevi'im (ποίηση των προφητών της παλαιάς διαθήκης)
Ο δεύτερος δίσκος συνεχίζει σαν φυσική συνέχεια του πρώτου. Μουσικά δεν έχουν σημαντικές διαφορές - άλλωστε οι περισσότερες μουσικές βιβλιοθήκες θα αναπαράγουν τους δυο δίσκους σαν ένα ενιαίο άλμπουμ: τα δυνατά σημεία εναλλάσσονται ομαλά με πιο ταξιδιάρικα, ακόμα και στο ίδιο κομμάτι, χωρίς τόσο ισχυρό δυισμό χορού-ατμόσφαιρας όσο στα serpent blanc/rouge, αν και ο δεύτερος δίσκος παραμένει λιγότερο θορυβώδης. Δεν αναλώθηκαν ούτε σε τεμπέλικα χορευτικά edits: ο dj μπορεί να ξεκινήσει για παράδειγμα το iboga από το 5ο λεπτό και το nigunnum από το 2ο αν θέλει κάτι πιο ρυθμικό.
Μου είναι δύσκολο να φανταστώ πώς θα μπορούσε να γίνει καλύτερος ο ήχος των this morn'omina: η φαντασία και η τελειομανία που έχουν δείξει σε αυτό το δίσκο ξεπερνούν σαφώς τη φαντασία ενός απλού κριτικού. Ανεβάζουν τον πήχη μόνοι τους και προχωρούν. Τώρα, μάλιστα, που τελείωσαν την τριλογία, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το επόμενο βήμα.
Rating: 8,7 / 10
tec-goblin
Οι Kaiser Chiefs είναι από τις κλασσικές περιπτώσεις συγκροτημάτων που μετά από 2 εκπληκτικά (και με αρκετές πλατίνες) albums, χτυπήθηκαν από την "κατάρα" του τρίτου δίσκου, ο οποίος σχεδόν πέρασε χωρίς να ακουμπήσει. Έτσι, για πρώτη φορά χρειάστηκε να περιμένουμε 3 σχεδόν χρόνια για την επόμενη δουλειά τους, γεγονός που είχε δημιουργήσει υψηλές προσδοκίες, μιας και τα βιαστικά και επιπόλαια albums είναι συνήθως αυτά που απογοητεύουν. Με την αιφνιδιαστική κυκλοφορία των 20 κομματιών στη σελίδα του συγκροτήματος, λοιπόν, οι Kaiser Chiefs αν μη τι άλλο δικαιολογούν την αναμονή από άποψη ποσότητας. Δυστυχώς, όμως, όπως θα δούμε, δε συμβαίνει το ίδιο και με την ποιότητα...
Το The Future Is Medieval συνδυάζει γνώριμα στοιχεία της μουσικής των βρετανών με διάφορους ηλεκτρονικούς/synth μικροπειραματισμούς στην παραγωγή, όπως σχεδόν επιβάλλουν οι σύγχρονες τάσεις της μουσικής βιομηχανίας για κάθε συγκρότημα που αγωνιά να βρίσκεται στο "παιχνίδι", όπως καλή ώρα οι Kaiser Chiefs. Από μια πιο καλοπροαίρετη σκοπιά θα έλεγε κανείς ότι ο ήχος είναι αρκετά κοντά στις προηγούμενες δουλειές ώστε να διατηρούν την ταυτότητά τους ως μπάντα και συγχρόνως αρκετά διαφοροποιημένος ώστε να μη μιλάμε για στασιμότητα.
Το πρόβλημα έγκειται στην έλλειψη έμπνευσης από συνθετική άποψη. Τα κομμάτια είναι ως επί το πλείστον πεζά, άτονα και εντέλει βαρετά. Οι εκρηκτικές και άμεσα ξεσηκωτικές indie rock κομματάρες των πρώτων δίσκων μοιάζουν είδος προς εξαφάνιση, ενώ και οι πιο funky μελωδίες που πάντα είχαν θέση στα tracklists των δίσκων των Kaiser Chiefs εδώ ηχούν χλιαρές. Το συγκρότημα ποτέ δεν ξεχώρισε για το μουσικό του βάθος (και ούτε αυτή τη φορά συμβαίνει κάτι τέτοιο), επομένως από τη στιγμή που δίσκο με το δίσκο χάνεται και η ικανότητα των κομματιών να σε διασκεδάζουν, λίγα πράγματα μένουν για να μας κρατήσουν... Ορισμένα κομμάτια, βέβαια, χωρίς να είναι κάτι το συγκλονιστικό αποτελούν εξαιρέσεις, όπως το πρώτο single Little Shocks, το δυνατό Kinda Girl You Are και το τελευταίο κομμάτι If You Will Have Me, που ως καθαρόαιμη μπαλάντα προσθέτει μια διαφορετική νότα.
Όσο για τα υπόλοιπα 8 κομμάτια που είναι μεν διαθέσιμα για downloading, αλλά εξαιρέθηκαν από την τελική επιλογή για το cd release, ορισμένα από αυτά πολύ κακώς λείπουν! Τη μεγαλύτερη έκπληξη προκαλεί το Problem Solved, το μοναδικό κομμάτι που θυμίζει τις δόξες του πρώτου album Employment και ίσως καλύτερο από όλα όσα συμπεριλήφθηκαν στην tracklist! Τα I Dare You, Can't Mind My Own Business και My Place Is Here επίσης θα δε θα έπρεπε να εξαιρεθούν, καθώς είναι καλύτερα από τα περισσότερα κομμάτια του δίσκου. Η βαθμολογία θα ήταν έως και 1 βαθμό υψηλότερη αν υπήρχαν τα συγκεκριμένα κομμάτια. Τα υπόλοιπα είναι αντίστοιχου χαμηλού επιπέδου με το μέσο όρο του album.
Το όλο concept πίσω από τη συγκεκριμένη πρωτότυπη κυκλοφορία, πάντως, έχει ενδιαφέρον να σχολιασθεί. Αφενός, η ελευθερία της επιλογής τραγουδιών και εξωφύλλου ομολογουμένως σέβεται την υποκειμενικότητα και τελικά γλυκαίνει τον αγοραστή. Μιλάμε για την απόλυτη δημοκρατία! Αφετέρου, όμως, στην εποχή των iTunes, των singles και της μαζικά αναλώσιμης μουσικής, εμπορικές κινήσεις σαν και αυτήν σπρώχνουν ακόμα περισσότερο προς το χείλος του γκρεμού την ιδέα του album, με τη συνοχή και την ενότητα που συνεπάγεται αυτό. Πόσω μάλλον όταν εν έτει 1976 ένας Rory Gallagher παρά τις πιέσεις αρνήθηκε να κυκλοφορήσει αποσπασματικά ως single την επιτυχία του Edged In Blue, αντιμετωπίζοντας τη δισκογραφική του δουλειά Calling Card ως αδιάσπαστο και ενιαίο σύνολο και αποτελώντας υπόδειγμα υπεροχής του καλλιτεχνικού έναντι του εμπορικού κριτηρίου. Επιπλέον, προσεγγίζοντας το θέμα με λίγη περισσότερη πονηριά, πρόκειται για έναν έξυπνο τρόπο ώστε οι Kaiser Chiefs να πουλήσουν 2 albums αντί για 1 στους φανατικούς θαυμαστές τους που δεν θέλουν να τους λείπει ούτε κομμάτι...
Συμπερασματικά, το The Future Is Medieval δεν καταφέρνει να ξεφύγει από τη μετριότητα. Ελπίζουμε το συγκρότημα να πάρει το feedback από τις κριτικές και τις πωλήσεις (που δύσκολα θα είναι υψηλές) και να επιστρέψει με κάτι πιο εμπνευσμένο την επόμενη φορά. Αν δεν το κάνει, their future is definitely gonna be medieval...
Rating : 5 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Μέχρι και ο Gavin Friday τρόμαξε. Οι ανθρώπινες σχέσεις μετρώνται όλο και περισσότερο με οικονομικούς δείκτες, η όλη υπόθεση της μουσικής βιομηχανίας είναι επίσημα πλέον μια ιστορία αυτοκαταστροφής που παίρνει μαζί της κι αυτά που ο ίδιος έφερε στο φως, μαζί με τους Virgin Prunes και άλλους παλαβούς της νιότης του. Δεκαπέντε χρόνια τώρα, λέει, η μουσική του φαίνεται ίδια, κερδίζει την πρώτη θέση όποιος κάνει την καλύτερη απομίμηση. Από τέτοιες δηλώσεις, πανέξυπνα δοσμένες θα βρείτε πολλές σε κάθε συνέντευξή του εδώ και δεκαετίες. Ο ίδιος ουσιαστικά ποτέ δεν τα παράτησε. Αφού εγκατέλειψε τη μοναδικά ανατρεπτική μορφή του διαβόλου των Virgin Prunes, αφιερώθηκε στη ζωγραφική, σε συμμετοχές σε επιτυχημένα soundtrack ταινιών και κυκλοφόρησε μερικούς εξαιρετικής αισθητικής προσωπικούς δίσκους. Δεκαέξι χρόνια μετά τον τελευταίο και ίσως καλύτερό του, το Shag Tobacco, «επέστρεψε» με το catholic. Πληγωμένος. Από τις αλλαγές γύρω του που σαν να τον πιάσανε απροετοίμαστο, από το θάνατο του πατέρα του και το χωρισμό με τη σύζυγό του. Στα 50 του χρόνια ο Gavin Friday κλείνεται εντελώς στον εαυτό του και ευτυχώς κλειδώνεται μαζί του και μια πρωτόγονη έμπνευση για δημιουργία. Το catholic πάνω κάτω θα το έχετε ξανακούσει κάπου, αλλά μοιάζει πέρα για πέρα αιρετικό για όποιον έχει προσπαθήσει να καταλάβει αυτόν τον αιώνιο punk καλλιτέχνη.
Οργίστηκε και έβγαλε τη γλώσσα σε ο,τι μπορούσε να δει ή να φανταστεί στους Virgin Prunes. Στα Each Man Kills The Thing He Loves και Shag Tobacco που ξεχωρίζω απ'τις επόμενες δουλειές του, αφέθηκε περισσότερο στη μουσική, στη θεατρικότητα, στις οριακά ισορροπημένες ερμηνείες του. Λατρεύουμε να βλέπουμε τον Edward Ka-Spel να χάνεται στο ακατανόητο ή τον Scott Walker να μας συντονίζει με τον προσωπικό του λαβύρινθο, τον Peter Murphy να ...ξεχνιέται εγωιστικά στο προσκήνιο των κομματιών του. Ο Friday από πολύ νωρίς έδειξε να μην περιφρονεί ο,τιδήποτε μπορεί να συγκινήσει απ'τη μουσική που είχε στο μυαλό του. Η συνεργασία του με τον Maurice Seezer έφτασε στο ρομαντισμό κομματιών όπως των You Me and World War Three, Kitchen Sink Drama, Shag Tobacco, που πάτησε σε πολλά αδιόρατα σύγχρονα και μη συστατικά. Δεν αρνήθηκε ποτέ τις ιρλανδικές ρίζες της μουσικής του, αλλά τις έφερε στα μέτρα του πιστεύοντας ότι θα έχουν νόημα μόνο αν συγκινήσουν κάποιον που δεν έχει οικειότητα με αυτές. Κατά μία έννοια δεν ήταν και αποκομμένος από το κλίμα της εποχής του, όπως αυτός την αντιλαμβανόταν, όχι ότι η μουσική του ήταν αυτό που λέμε μπροστά απ'αυτήν, σίγουρα πήγαινε πάντα πιο βαθιά απ'αυτήν. Και σε ένα πιο τραβηγμένο σχόλιο, το εξώφυλλο του Shag Tobacco μου ήρθε αμέσως στο μυαλό όταν είδα εκείνο του Details not recorded, τη σόλο δουλειά του Glen Johnson που αποτελεί για μένα ορισμό της έννοιας του «προσωπικού δίσκου» τόσο μεγάλων καλλιτεχνών...
Απ'το εξώφυλλο ξεκινάς και στην περίπτωση του catholic. Απεικονίζει τον ίδιο νεκρό, τυλιγμένο με σημαία της χώρας του και ένα σταυρό στο στήθος του. Ο Friday εξηγεί ότι ο τίτλος δεν έχει να κάνει με την αυστηρή χριστιανική ερμηνεία αλλά με το αυστηρά προσωπικό και εσωτερικό. Κρατάει το "c" μικρό και ονομάζει έτσι ένα σύνολο από κομμάτια που αφήνονται ως σύνολο σε μια μελαγχολική, εγωκεντρικά θρησκευτική ατμόσφαιρα. Η παραγωγή του δίσκου έγινε από τον Ken Thomas που συμμετείχε αναλόγως στις δουλειές των Cocteau Twins και των Sigur ros. Το ταξίδι στην μπερδεμένη θλιμμένη εσωτερικότητα το πέτυχαν, χωρίς να αλλάζει σχεδόν καθόλου ο ήχος και η ροή των 11 κομματιών. Πλήκτρα που θυμίζουν τον Bowie του Hours, λίγες κιθάρες, και φυσικά η μπάσα βαθιά φωνή του Gavin Friday. Το Able που ανοίγει το δίσκο και είναι μια απ'τις καλύτερες στιγμές του, είναι σαν να γεννήθηκε όταν άδειασε η σκηνή και έσβησαν τα χιλιάδες πολύχρωμα φώτα του show του Zooropa. I want you to love me, if you don't you can lie. Ένας πληγωμένος, ενθουσιασμένος, προβληματισμένος Friday που ...δεν έχει πλάκα.
Α song that hurts. Και πραγματικά πονάει, με την αέρινη ομορφιά του, με τα φτερά που έφεραν στη ζωή μας η γνωστή παρέα των Ισλανδών. Υπέροχα φωνητικά σε μια συγκλονιστική πορεία που συνειδητοποιείς ότι έχει πάρει η μουσική αυτού του ανθρώπου σ'αυτό το δίσκο. Οι Bowie-ικές ερμηνείες συνεχίζονται, τα ατμοσφαιρικά πλήκτρα κάνουν το δίσκο να ρέει πολύ πιο ξεκάθαρα και μινιμαλιστικά απ'ότι οι προηγούμενες δουλειές του, το Blame είναι μια κλασσικ μελαγχολική μπαλάντα που φυσικά όπως και τα υπόλοιπα δεν περίμενε κανείς να ακούσει απ'αυτή τη φωνή. Αποτραβηγμένος απ'ότι τον απογοήτευσε, έφτασε σε κομμάτια που ήθελε απλά να τον εκφράσουν αβίαστα, χωρίς υπερβολές, χωρίς παρεμβάσεις. Το The Sun and the Moon and the Stars είναι και το ουράνιο αποκορύφωμα του catholic, η κιθάρα ανήκει στους Cocteau Twins και ο Gavin Friday αποκλειστικά στη χαμένη διαδρομή του πέρα από ο,τι άλλο συνοδεύει το όνομα και την παρουσία του στη μουσική.
To τελευταίο Lord I'm Coming είναι το πρώτο και τελευταίο κομμάτι που ταράζει τόσο πολύ, είναι τόσο δυνατό που δεν κλείνει απλά το catholic, αλλά μοιάζει υπεύθυνο για όλους τους προηγούμενους στοιχειωμένους ψίθυρους. Με σπασμένη φωνή και μεταξύ εγχόρδων ξεσπάει στο "A whisper in my ear and all the things disappear, I think I fell in love but now I know I've forgotten how...". Ποιος θα το πίστευε ότι ο θεότρελος punk frontman θα σ'αφηνε ποτέ να εισχωρήσεις έτσι απλά και ευαίσθητα στη θλίψη του; Πόσο πιο καθολική γλώσσα να χρησιμοποιήσει απ'αυτό το ονειρικό απαισιόδοξο σύνολο για να μιλήσει για τη μοναξιά της εποχής του; Το catholic δεν ξέρω πως ακριβώς στέκεται στη σύγκρισή με τους παλιότερους δίσκους του, αλλά η σκοτεινή μορφή του ίσως αποτελεί το πιο γοητευτικό ως τώρα πρόσωπο του μοναδικού Gavin Friday.
Rating: 8,5 / 10
Βαγγέλης Γιαννακόπουλος
Pages