Δύο στρατόπεδα φαίνεται να έχουν φτιαχτεί γύρω απ'τον The Boy: το ένα τον θέλει δήθεν, μίζερο, κλαψιάρη, ενοχλητικό. Το άλλο τον θέλει άξιο συνεχιστή των Stereo Nova, του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη, του Φλωρινιώτη και του Γιώργου Μάγκα, την μουσική αποκάλυψη που όλοι περίμεναν στα βαλτωμένα νερά της ελληνικής δισκογραφίας, κοκ.
Δεν με νοιάζει αν ο The Boy είναι ο γιός του Βούλγαρη σήνιορ, δε με νοιάζει πόσο (δεν) κακοπέρασε στα παιδικά του χρόνια, δε με νοιάζει πόσο 'γνήσιο' είναι το αποτέλεσμα της Ηλιοθεραπείας. Η κουβέντα περί γνησιότητας άλλωστε μάλλον έχει ξεπεραστεί, και η περσόνα του The Boy είναι γενικά συνεπέστατη, σε βαθμό που και τίποτα άσχημο να μην έζησε ποτέ, το ζεί μέσα απ'τη μουσική του. Ένα αυτό.
Δεύτερον (και όντως η σύγκριση με τους Στέρεο Νόβα σε κάτι τέτοια πιάνει τόπο) παράγει λόγο για την πόλη, για την αισθητηριακή εμπειρία του να ζείς στην αθήνα, έναν λόγο που αν και δεν είναι ο πιο φρέσκος, βρίσκει σίγουρα κοινά σημεία με τους υπόλοιπους αθηναίους που στοιβάζονται και ιδρώνουν στο six dogs και το k44.
Η ταυτότητα του The Boy επίσης είναι υδράργυρος, μέσα στο δίσκο, και μέσα στα ίδια τα κομμάτια πολλές φορές. Kάνει άλματα απ'τον σχεδόν αφελή ρομαντισμό, στο γκροτέσκο, στον (αυτο)σαρκασμό, από αξιωματικές δηλώσεις σε παραληρήματα, και όλα αυτά ντυμένα με εξαιρετικά πιασάρικες μελωδίες (βλ. Σιωπηλή).
Η ιδέα του να προσθέσει στο πιάνο μπότα και πιατίνι δε μου έκανε εντύπωση παρά μόνο όταν τον είδα λάηβ χωρίς αυτά, μόνο με πλήκτρα. Στον αυτιστικό ρυθμό (που είναι τέτοιος και λόγω περιορισμού, αλλά πιστεύω και λόγω άποψης) χρωστάνε τα κομμάτια της Ηλιοθεραπείας τη μισή τους ένταση, αλλά και το πόσο χορευτικά γίνονται εν τέλει.
Επίσης ενδιαφέρουσα είναι η απουσία των ηλεκτρονικών στοιχείων που υπήρχαν στο Κουστουμάκι (και που μου είχαν φανεί μάλλον ακαλαίσθητα). Yπάρχει και εδώ επεξεργασία βέβαια αλλά το αποτέλεσμα είναι οργανικότατο, νιώθεις ότι μπορεί να ξεφεύγει και κανά λάθος ακόμα και αν δεν το ακούς τελικά, και συναντά τους στίχους εκεί που και αυτοί νομίζεις ότι θα σπάσουν, ότι θα του κλείσει η φωνή, ότι θα μαζευτεί και δε θα ξανατραγουδήσει.
Η εσωστρέφεια του The Boy μου φαίνεται πέρα για πέρα ειλικρινής. Δεν είναι μισάνθρωπη, δεν είναι κακιασμένη, έχει τρυφερότητα όταν αναρωτιέται αν σου αρέσει απ'τον κώλο ή αν απλά το κάνεις για να τιμωρηθείς, όπως είχε και όταν αναρωτιόταν γιατί δε χορεύουν στον πρώτο του δίσκο.
Μια καλά κρυμμένη αφιέρωση στον Νικολαίδη (δική μου ανάγνωση αυτό), γλυκιά μελωδία/μαζοχιστικοί στίχοι, εχθροί και φανατικοί που κράζουν και αγαλλιάζουν εκατέρωθεν απ'το στρέφη μέχρι το γκάζι, ένα κλείσιμο που πασχίζει να ανοιχτεί, ένας μικρός φόρος τιμής σ'αυτή την κλισέ πλέον αθλιότητα της πόλης που σκοτώνει πληγώνει και ερωτεύεται. Δε χρειάζεται να είναι μουσική αποκάλυψη ο The Boy για να είναι καλός, δε χρειάζεται να είναι στο κέντρο αυτού του κύκλου του χάηπ που είτε θα χαντακώσει είτε θα αγιοποιήσει, δε ξέρω καν αν θέλει να είναι εκεί. Ξέρω ότι όλη αυτή η συζήτηση γύρω του (συμπεριλαμβανομένης αυτής της κριτικής) δεν είναι ιδιαίτερα αναγκαία, εμένα μου φτάνει αυτός ο μικρός, πολύτιμος χώρος που δημιουργεί η Ηλιοθεραπεία, και ας μη χωράνε όλοι, και ας μη χωράω κι εγώ πολλές φορές.
Rating: 8 / 10
Γιάννης Γαλιάτσος
Στα 1688 ο Ελβετός γιατρός Johannes Hofer έπλασε την λέξη νοσταλγία, από τις αρχαιοελληνικές λέξεις νόστος, που σημαίνει επιστροφή στην πατρίδα και άλγος, που σημαίνει την αίσθηση του πόνου, την λύπη. Αυτό το έκανε για να περιγράψει την ασθένεια που είχε εξαπλωθεί ανάμεσα στους στρατιώτες, οι οποίοι πολεμούσαν μακριά από την Ελβετία. Βέβαια στην πορεία ο καθείς χρησιμοποίησε την συγκεκριμένη λέξη όπως τον βόλευε, έτσι στον 19ο αιώνα, στην περίοδο δηλαδή του Ρομαντισμού, συνδέθηκε άρρηκτα με την αναδυόμενη ιδεολογία της εποχής, δηλαδή τον εθνικισμό.
Όλα τα παραπάνω τα γράφω για να καταφέρω -όσο το δυνατόν γίνεται- να αποκρυπτογραφήσω τις σκέψεις του Scott Hansen, του ανθρώπου που βρίσκεται πίσω από τους Tycho, ενός project που δικαίως συγκαταλέγεται ανάμεσα στα κορυφαία ονόματα της electronica -χρησιμοποιώ αυτό τον ευρύ όρο για να μην χαθούμε μέσα στα μουσικά συμπλέγματα.
Ο ίδιος λοιπόν ο Hansen έχει δηλώσει ότι η νοσταλγία είναι το κοινό νήμα στην δουλειά του, μία νοσταλγία όμως που ως λέξη είναι κάπως ασαφής πλέον στις μέρες μας. Έχουμε να κάνουμε ουσιαστικά με δύο είδη νοσταλγίας. Σε αυτή που αναφέρθηκα λίγο πιο πάνω, την «πραγματική νοσταλγία», και την «φαντασιακή νοσταλγία». Η δεύτερη ίσως να είναι και αυτή που στοιχειώνει και τον ίδιο τον καλλιτέχνη και όλους εμάς που ακούμε τις δουλειές του. Είναι μία νοσταλγία που έχει ως χαρακτηριστικό το απροσδιόριστο, δηλαδή, που δεν μπορεί να οριστεί ένας συγκεκριμένος τόπος, αλλά μέσα από την ενατένιση μπορούμε στο τέλος να τον ανακαλύψουμε και να γίνει το καταφύγιό μας -χωρίς το τελευταίο να είναι δεδομένο. Εκεί παραπέμπει και το εξώφυλλο του νέου άλμπουμ των Tycho "Dive". Ως ένας επιτυχημένος γραφίστας (http://www.tychomusic.com/), ο Hansen, μας παρουσιάζει και μία άλλη πτυχή του ταλέντου του δημιουργώντας με απαλά χρώματα και απέραντα τοπία μία εκπληκτικά όμορφη εικόνα που αγγίζει τα όρια της μελαγχολίας.
Αυτή η αίσθηση μεταφέρεται και στους ήχους που δημιουργεί το μυαλό του, από το ντεμπούτο "The Science Of Patterns", μέχρι το πρόσφατο "Dive". Η καταξίωση όμως ήρθε με τις ενδιάμεσες δουλειές του εκ των οποίων η μία κυκλοφόρησε από την Merck στην δύση της εταιρείας.
Σε μία πρόσφατη συνέντευξη ένα μέλος των Matmos είχε δηλώσει ότι δεν χρειαζόμαστε καινούργιες μουσικές. Εκ πρώτης αυτό είναι ακραίο και εμπεριέχει μία απολυτότητα και έναν περιορισμό στους νέους και παλιούς καλλιτέχνες. Αν το δούμε όμως πιο ψύχραιμα κρύβει μία όχι και τόσο μικρή δόση αλήθειας. Το επιχείρημά του ήταν ότι αγνοούμε μουσικές που γράφτηκαν στο παρελθόν και μένουμε αγκιστρωμένοι στο τι μπορεί να μας φέρει το μέλλον. Το καταλαβαίνω, αφού όσο περνάει ο καιρός βγαίνουν στον θαυμαστό κόσμο της μουσικής βιομηχανίας αμέτρητα σκουπίδια και αμέτρητα διαμάντια. Με αυτή την τόσο μαζική πληροφόρηση να μας βομβαρδίζει, ούτε τα πρώτα προλαβαίνουμε να ακούσουμε, αλλά ούτε και τα δεύτερα. Έτσι καλό είναι να φιλτράρουμε κάπως τα πράγματα. Ο Scott Hansen, για να επανέλθω, προσπαθεί να βρει μία ισορροπία. Έτσι μετά το προτελευταίο άλμπουμ του περάσανε πέντε χρόνια μέχρι να βγει το "Dive". Αξίζει όμως να περιμένουμε τόσο έναν καλλιτέχνη; Ε, αν είστε από τους ανθρώπους δίχως υπομονή περιμένοντας να ακούσετε κάτι καινούργιο αφού έχετε βαρεθεί το προηγούμενο, υπάρχουν τόσοι καλλιτέχνες με τόσα «διαμάντια» εκεί έξω που βγάζουν καινούργιες δουλειές ανά εξάμηνο. Αν και εδώ που τα λέμε, καλύτερα να σταματήσετε να ακούτε μουσική, αν ανήκετε σε αυτή την κατηγορία.
Από το ξεκίνημα λοιπόν της καριέρας του ως Tycho, πήρε το προσωνύμιο οι νέοι Boards Of Canada. Καθόλου άδικος ο χαρακτηρισμός, αφού η αισθητική της μουσικής του είναι τόσο κοντά με αυτή των Σκοτσέζων, καταφέρνοντας να συνδυάσει τόσο αρμονικά την κιθάρα με τα synth, κάτι που μέχρι σήμερα το κάνουν εξίσου καλά και οι πρώιμοι Bibio. Μπορεί λοιπόν ο Hansen να λέει ότι η νοσταλγία είναι το κοινό νήμα για την δουλειά του, όμως για το συγκεκριμένο άλμπουμ δηλώνει ότι βλέπει τα δέκα κομμάτια ως κατασκευές από ένα μέλλον, το οποίο μπορεί να είναι περισσότερο κοινό με το παρελθόν μας παρά με το παρόν μας. Εδώ πολύ απλά ξεκινάει από το τέλος για να φτάσει στην αρχή. Δηλαδή σε μία αυτό-αναφορικότητα. Ακούγοντας προσεκτικά το Ascension -το οποίο μου θυμίζει πολύ τους Galaktlan- φανερώνεται κάτι φαντασιακό πάρα κάτι που βιώνουμε ως συναίσθημα για το οποίο και κάποια στιγμή επιζητούμε να έρθει η εκπλήρωσή του. Αυτή η ροπή συνεπώς προς το άπιαστο μάς παρασύρει, όπως και το εξώφυλλο του άλμπουμ, σε ένα ταξίδι δίχως επιστροφή με οδηγούς τα Hours και Daydream.
Αυτό είναι ουσιαστικά και η κατάθεση των δέκα κομμάτια που απαρτίζουν το "Dive". Δέκα αφηγήσεις για έναν απομακρυσμένο χρόνο που δεν θα σταματήσουμε ποτέ να νοσταλγούμε και να σκεφτόμαστε όπως εμείς θέλουμε να είναι. Δεν ξέρω αν θα είναι το άλμπουμ της χρονιάς, αλλά σίγουρα ο καθένας που θα του αφιερώσει λίγο από τον χρόνο του, θα χαρίσει στον εαυτό του στιγμές που θα του εντυπωθούν τόσο έντονα στο μυαλό του και θα τον συντροφεύουν στο απώτερο μέλλον. Ας γνωρίσουμε καλύτερα τον φαντασιακό μας κόσμο με μία «κατάδυση»...
Νίκος Τσίνος
Μετά από δύο πολύ καλές δουλειές, το Strange Mercy είναι ο τρίτος δίσκος της Annie Clark, ή St. Vincent, όπως θέλει να ονομάζεται. Και ενώ πολύ συχνά βλέπουμε συγκροτήματα και καλλιτέχνες μετά τον δεύτερο δίσκο να κουράζονται, να στερεύουν από ιδέες και να χάνουν αυτό που τους είχε κάνει να ξεχωρίσουν, με αποτέλεσμα να εξαφανίζονται σιγά σιγά, στην περίπτωση της Annie αυτό δεν ισχύει. Απεναντίας, η νέα αυτή δουλειά είναι ίσως ό,τι πιο ώριμο και ουσιαστικό έχει κάνει μέχρι στιγμής.
Κατά καιρούς, αρκετοί κριτικοί, αλλά και μεγάλο μέρος του κοινού, έχουν ταχθεί υπέρ της πιο απλοϊκής μουσικής (όταν δεv στερείται ποιότητας), μιας και αποποιούμενη οποιονδήποτε ελιτισμό, μπορεί και απευθύνεται σε μεγαλύτερο κοινό. E, εδώ αυτά ξεχάστε τα! Το Strange Mercy είναι ένα σύνθετο και αρκετά εγκεφαλικό έργο, που αποφεύγει τα safe choices όπως ο διάολος το λιβάνι! Αντισυμβατικές συνθέσεις και δομή κομματιών, περίεργοι ήχοι εδώ κι εκεί που μπερδεύουν τον ακροατή και συνιστούν ένα album αρκετά πιο μυστηριώδες από τις προηγούμενες δουλειές της. Στις πρώτες ακροάσεις, κάθε νότα μέσα στο δίσκο σε αφήνει με την απορία "πώς θα συνεχιστεί το κομμάτι;". Και πάντα συνεχίζεται με τον λιγότερο αναμενόμενο τρόπο! Ναι, είναι από τα albums που μόνο μετά από πολλά ακούσματα μπορούν να αφομοιωθούν και άρα είναι ακατάλληλα για ανυπόμονους ακροατές...
Μουσικά τώρα, υπάρχουν πολλά ωραία πράγματα να προσέξει κανείς. Οι συνθέσεις είναι αρκετά στιβαρές, η τεχνική της Annie εξελιγμένη, ενώ το παίξιμο στα όργανα είναι εκπληκτικό και η χρήση της τεχνολογίας συνετή και απόλυτα εναρμονισμένη με τα φυσικά όργανα. Οι ηλεκτρονικοί ήχοι μπαίνουν στο μίξερ μαζί με τα φωνητικά και την ηλεκτρική κιθάρα (που συχνά προσφέρει θεαματικά ξεσπάσματα), για να συνθέσουν ένα αλλόκοτα εύηχο και αναπάντεχα ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Κουραστικό μεν σε λίγα σημεία, συναρπαστικό δε ως επί το πλείστον.
Η κυκλοθυμικότητα της μουσικής, όμως, δικαιολογείται απόλυτα αν προσέξει κανείς τους στίχους, που αντικατοπτρίζουν και τον ψυχισμό της Annie. Το προσωπικό στοιχείο είναι εντονότερο από ποτέ, ενώ, όπως έχει δηλώσει και η ίδια, πήρε έμπνευση από την κατάθλιψη και τα άγχη της σε διάφορες περιστάσεις για να γράψει τα κομμάτια του Strange Mercy. Παρόλα αυτά, οι γενικά υψηλοί τόνοι του album αποτρέπουν την οποιαδήποτε ανεπιθύμητη downίλα ή κλάψα.
Παρά τον προσωπικό χαρακτήρα, βέβαια, σε αρκετά σημεία του δίσκου αναγνωρίζουμε επιρροές από άλλους καλλιτέχνες. Για παράδειγμα, το εναρκτήριο "Chloe In The Afternoon" θα μπορούσε να είναι κομμάτι της Bjork, ενώ στο "Cruel", (ίσως το καλύτερο κομμάτι, παρεμπιπτόντως) κρύβεται αρκετή από την ψυχεδέλεια των Beach Boys. Επιπλέον, οι MGMT αχνοφαίνονται στο "Year Of The Tiger", ενώ ο arty πειραματισμός των Tv On The Radio και η αύρα της Kate Bush δηλώνουν το παρόν σε όλο το δίσκο.
Καταλήγοντας, το Strange Mercy είναι ένα αναμφίβολα αξιόλογο album, από τα πιο καλοφτιαγμένα που έχουμε ακούσει μέσα στο 2011. Όλα λειτουργούν σωστά, βάθος υπάρχει, πρωτοτυπία... ασυζητητί! Ωστόσο, για να αποκαλυφθούν οι χάρες ενός τόσο avant-garde δημιουργήματος, απαιτείται πολύς χρόνος. Και ακόμα και αν σου αποκαλυφθούν, τελικά εξαιτίας της πολυπλοκότητάς του είναι ένα έργο που ευκολότερα θαυμάζεις, παρά αγαπάς...
Rating : 7,5 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια να βλέπουμε να επανασυνδέονται συγκροτήματα από τα παλιά. Πολλά από τα οποία είχαν διαλύσει πάνω από δύο δεκαετίες. Φέτος μάθαμε, προς μεγάλη μας έκπληξη, ότι επανέρχονται οι Danse Society μετά από 25 χρόνια με τα μέλη τους να έχουν ξεκινήσει ηχογραφήσεις για νέο δίσκο. Μάλιστα είχε διαρρεύσει και φωτογραφία με τα αρχικά μέλη στο στούντιο συμπεριλαμβανομένου και του frontman και τραγουδιστή τους Steve Rawlings. Μόνο που λίγο αργότερα μαθαίνουμε ότι τελικά δεν θα συμμετάσχει ο Rawlings και την θέση του να παίρνει η Maethelyiah, τραγουδίστρια των Blooding Mask.
Για όσους δεν γνωρίζουν τους Danse Society, ήταν ένα από τα σημαντικά και υποτιμημένα συγκροτήματα της post punk/dark wave εποχής. Το συγκρότημα από το Barnsley της Αγγλίας αναδύθηκε από positive punk (όρος που χρησιμοποιήθηκε για ένα μικρό διάστημα πριν καθιερωθεί ευρέως το gothic rock) και αποτέλεσε μια από της μεγάλες ελπίδες τις σκηνής. Έχουν στο ενεργητικό τους δύο πολύ καλά albums, τα "Seduction" (1982) και "Heaven Is Waiting" (1984) το οποίο περιείχε την πετυχημένη διασκευή τους στο "2000 Light Years From Home" των Rolling Stones. Ακολούθησε ένα μετριότατο "Looking Through" (1986).
Φτάνουμε λοιπόν στον Ιούλιο του 2011 όπου οι The Danse Society κυκλοφορούν το νέο δίσκο "Change Οf Skin" με 13 τραγούδια και με την νέα τραγουδίστρια Maethelyiah. Οι Paul Nash (κιθάρες), David Whitaker (πλήκτρα) και Paul Gilmartin (τύμπανα) από τη αρχική σύνθεση έχουν στήσει ένα δίσκο με δυναμικά κομμάτια που έχουν καταφέρει να πιάσουν κάτι από την ατμόσφαιρα της πρώτης περιόδου των Danse Society.
Υπάρχουν τρεις τρόποι να αντιμετωπίσεις μια τέτοια κυκλοφορία. Πρώτoν, την απορρίπτεις εξαρχής με την δικαιολογία ότι πολύ απλά δεν αποτελεί φυσική συνέχεια του συγκροτήματος και δεν την αφήνεις να επηρεάσει την άποψη που έχεις σχηματίσει για την ήδη χαραγμένη πορεία τους. Δεύτερον, την λαμβάνεις σαν μια ανεξάρτητη κυκλοφορία. Τρίτoν, καταπίνεις το πικρό χάπι και αποδέχεσαι ότι οι Danse Society κυκλοφορούν νέο δίσκο χωρίς των Steve Rawlings αλλά με τραγουδίστρια!
Για την πρώτη περίπτωση δεν χρειάζεται να πούμε τίποτα, απαντάει από μόνη της. Για την δεύτερη, μετά από ακρόαση του δίσκου, το απορρίπτεις σχετικά εύκολα μιας και τα φωνητικά δεν είναι του γούστου σου, παραπέμπουν σε συγκροτήματα άλλου είδους, και το προσπερνάς. (Βέβαια γούστα είναι αυτά, ίσως σε κάποιους να αρέσει). Τρίτη και τελευταία περίπτωση λοιπόν, για λόγους νοσταλγικούς, ακούς το δίσκο προσεκτικά και προσπαθείς να καταλάβεις τι θα προσθέσει, αν έχει να προσθέσει κάτι, στην ιστορία του γκρουπ.
Ακολουθούμε λοιπόν την τρίτη περίπτωση και έχουμε και λέμε...
Ακούγοντας το, το πρώτο πράγμα που χτυπάει άσχημα είναι η φωνή. Σκληρή με μεταλλική χροιά, που αρκετές φορές ανεβάζει τους τόνους, με έντονη ερμηνεία, σχεδόν φωναχτά σε symphonic metal τερτίπια, αλλάζει το ύφος του συνόλου του δίσκου. Βέβαια παρατηρούμε κάποια ψήγματα από Siouxsie και Gitane Demone στην ερμηνεία της Maethelyiah, αλλά και πάλι δεν μπορεί να συγκριθεί με τα ατμοσφαιρικά, σκοτεινά και χαρισματικά φωνητικά του Steve Rawlings.
Από το εναρκτήριο "Revelation" ξενίζει αμέσως η φωνή και ας διακρίνονται στοιχεία από τους παλιούς Danse Society στην μουσική. Πολλά τραγούδια του δίσκου δείχνουν μια δυναμική και ηχητικά είναι αρκετά κοντά στις παλιές τους δουλειές, λίγο πιο πομπώδη, και φαντάζομαι ότι αν τα είχε τραγουδήσει ο Steve Rawlings θα είχαμε ένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα και θα κρίναμε όλο αυτό το εγχείρημα από άλλη οπτική. To ίδιο ισχύει και για το "Black Dream", στο οποίο, τα όποια στοιχεία και αν διατηρούνται από το χαρακτηριστικό ήχο των Danse Society διαγράφονται από την ερμηνεία της Maethelyiah. Τα πράγματα γίνονται καλύτερα σε πιο αργά κομμάτια όπως τα "God Cry" και "Slowfire" στα οποία οι ρυθμοί πέφτουν και γλυκαίνει η ερμηνεία της. Στο "End Of Days" που κλίνει το δίσκο, οι Danse Society αλλάζουν τελείως ύφος φλερτάροντας επικίνδυνα με metal στοιχεία.
Το άλμπουμ αυτό πιστεύω ότι δεν απευθύνεται σε αυτούς που γνώριζαν και αγάπησαν τους Danse Society στα 80's, ίσως μόνο για λίγους σκληροπυρηνικούς. Βλέπω να δουλεύει καλύτερα με νέους οπαδούς που τώρα αρχίζουν να ασχολούνται με την σκηνή αυτή.
Rating: 5 / 10
Νίκος Δρίβας
Όλοι μας γνωρίζουμε πόσο δύσκολο είναι να ζεις στην σκιά κάποιου ή κάποιων. Όλα τα φώτα στρέφονται προς το μέρος τους και εσένα σε αφήνουν στο περιθώριο... ή στην ησυχία σου; Θα επιλέξω το δεύτερο. Και φαίνεται ότι οι φίλοι μας οι Plaid αυτό έκαναν. Τόσα χρόνια που βρίσκονται στην Warp, αναπόφευκτα περιμένουν στην σειρά να περάσει πρώτα η αυτού μεγαλειώτης Ριχάρδος Δ' Τζέημς (τον γνωρίζετε κυρίως ως Aphex Twin), τα παιδιά που μιλάνε λίγο και κάνουν πολλά (αυτοί είναι οι Autechre) και τα άλλα παιδιά που κατεβαίνουν που και που από τα highlands και κάνουν πολύ ωραία πράγματα -απλά τα τελευταία χρόνια την έχουν καταβρεί στα highlands και δεν κάνουν πια ωραία πράγματα. Οι τελευταίοι είναι οι Boards Of Canada. Οι Plaid λοιπόν συμπληρώνουν τους υπολοίπους και δημιουργούν ένα κουαρτέτο που είναι από τα πιο δυναμικά της εταιρείας. Μέχρι και στην καλή τους τετραετία, '97 - '01, έμειναν τελευταίοι σε σχέση με τους άλλους τρεις, παρόλο που το όνομά τους ακούστηκε και μέσω την Bjork, αφού συμμετείχε σε ένα τους άλμπουμ. Αλλά μου φαίνεται ότι το αυτάκι τους διόλου δεν ίδρωσε αφού φάνηκε να το απολαμβάνουν. Βέβαια είναι αφελές να νομίζουμε ότι δεν έχουν κάνει μεγάλα πράγματα και να περνάει στον κόσμο ότι απλά και μόνο περίμεναν κάποια ευκαιρία. Το να σε επιλέξουν Coil και Sigur Ros για να ανοίγεις τις συναυλίες σε μία κοινή περιοδεία δεν είναι και μικρό κατόρθωμα.
Την τελευταία δεκαετία ασχολήθηκαν με την σύνθεση κάποιων soundtracks και συνεργάστηκαν με τον Bob Jaroc όπου το οπτικοακουστικό αποτέλεσμα ήταν επιτυχημένο, αλλά είχαν να εμφανίσουν δική τους δουλειά από την εποχή του "Spokes" το 2003. Και φτάνουμε στο '11 για να μας παρουσιάσουν το "Scintilli". Ο χαρακτηριστικός ήχος του ντουέτου δεν λείπει και αναγνωρίζεται από κάποιον που έχει ακούσει έστω και μερικά κομμάτια των Plaid. Ένας ήχος που έγινε σήμα κατατεθέν τους από τις αρχές του '90 με το άλμπουμ "Mbuki Mvuki", όπου μπορεί κάλλιστα να μεταμορφωθεί από την παιχνιδιάρικη αίσθηση του Dang Spot ("Rest Proof Clockwork") στον παραμυθένιο κόσμο του Eyen ("Double Figure"), αλλά και στην μεγαλειώδη ενορχήστρωση του Rakimou ("Not For Threes") -ίσως η πιο συγκλονιστική στιγμή των Plaid, αφού το συγκεκριμένο κομμάτι με τον ελληνικότατο τίτλο (Ρακί μου), στηρίζεται εν πολλοίς στον στίχο από το ελληνικό τραγούδι «Σ' αγαπώ γιατί εισ' ωραία».
Αυτόν λοιπόν τον ήχο θα συναντήσουμε και στην πιο πρόσφατη δουλειά τους, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα συναντήσουμε και αντίστοιχες στιγμές που μας χάρισαν τα παραπάνω κομμάτια. Οι Andy Turnen και Ed Handley κάνουν μία στροφή σε πιο απλές φόρμες γυρίζοντας αρκετά χρόνια πίσω και ειδικότερα στην δεκαετία του '90. Το Unbank είναι ένα τέτοιο παράδειγμα που με την έξυπνη χρήση της κιθάρας δίνει μία φρεσκάδα στο "Scintilli". Μια φρεσκάδα που δυστυχώς λείπει από το άλμπουμ και δεν το σώζουν χαζοχαρούμενες συνθέσεις όπως αυτή στο African Woods. Οι στιγμές που το άλμπουμ αναπνέει είναι λίγες, όπως στο Founded, έτσι αναπόφευκτα το άκουσμα στην ολότητά του γίνεται βαρετό. Η ειρωνεία είναι ότι το τελευταίο κομμάτι έχει τον τίτλο At Last. Προφανώς κάτι άλλο θα είχε το συγκρότημα στο μυαλό του για την επιλογή του εν λόγω κομματιού ως τελευταίο. Κοινώς οι Plaid θα πρέπει να αναθεωρήσουν κάποια πράγματα και να δουν ποια κατεύθυνση θέλουν να πάρουν. Το "Scintilli", χωρίς να είναι κακό, φαντάζει ήδη ανούσιο από τα πρώτα του ακούσματα, δημιουργώντας ένα κενό ανάμεσα στο ντουέτο και στον ακροατή, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ένα σημείο σύγκλισης ανάμεσα τους.
Νίκος Τσίνος
Θα μπορούσαν να αποτελέσουν εξαίρεση οι Μ83 ή απλά να χαράξουν έναν μοναχικό δρόμο στον κυνικό κόσμο της μουσικής; Δεν νομίζω... Αλλά και γιατί να το κάνουν άλλωστε; -ρητορικό το ερώτημα. Ο Anthony Gonzalez είχε δηλώσει ότι σε αυτά τα τρία τελευταία χρόνια που ετοίμαζε την νέα του δουλειά, το αποτέλεσμα θα είναι επικό! Δεν τις ξεστομίζουμε τόσο εύκολα τέτοιες λέξεις άνθρωπέ μου, εκτός και αν εννοείς ότι επειδή το νέο άλμπουμ σου αποτελείται από 22 κομμάτια, δικαιούται και το τίτλο αυτό. Τέλος πάντων, δεν θα κολλήσουμε εκεί. Εσύ κάνεις κουμάντο στους Μ83 και μπορείς να λες και ό,τι θέλεις.
Οι Μ83 έχουν χαρακτηριστεί ως ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και ασφαλώς αναγνωρίσιμα, shoegaze σχήματα τα τελευταία χρόνια. Πολύ λογικό. Αφού με τέτοιες κυκλοφορίες που έχουν θα ήταν αδικία να μην έχει αναγνωριστεί από τους απανταχού οπαδούς η καλλιτεχνική τους προσπάθεια. Για την κυκλοφορία του νέου τους άλμπουμ -και λόγω και του παρελθόντος- οι απαιτήσεις του αδηφάγους shoegazer κοινού έχουν αυξηθεί. Οι Μ83 το γνωρίζουν και έτσι έγραψαν 22 κομμάτια, να τρώει ο οπαδός και να μην χορταίνει. Σεβόμενοι την σκηνή που τους αντιπροσωπεύει επέλεξαν και έναν τίτλο και ένα εξώφυλλο μούρλια για το είδος. Να ‘σου λοιπόν το "Hurry Up, We ‘re Dreaming". Αλλά επειδή πλέον οι ορίζοντές μας έχουν διευρυνθεί και δεν μπορούμε να ακουγόμαστε όπως στο Run Into Flowers κάλεσε και την Zola Jesus, το νέο hype στην underground σκηνή, αφού ακροβατεί -ή δεν ξέρει πού πατάει;- ανάμεσα στο Goth Rock και στο Experimental- και μην ξεχάσεις να έχουμε και τον κιθαρίστα των Medicine (αυτό δεν το είπα εγώ, αλλά το φώναξε ο Gonzalez στην δικιά του, που παίζει και πλήκτρα άμα λάχει). Και επειδή είμαστε και στην εταιρεία που οι σόλες των παπουτσιών του Fletcher έχουν λιώσει άπειρες φορές στους διαδρόμους της, δεν παίρνουμε και τον παραγωγό των Beck, NIN, Goldfrapp; Τέλεια έτσι; Super σου λέω... Hi5!!! (μα καλά, πού χάθηκαν αυτές οι κοπέλες... τςτςτςτς).
Για να έχουμε και ένα καλό ερώτημα. Gonzalez αγόρι μου, πού απευθύνεται αυτό το άλμπουμ; Γιατί κάτι για όνειρα μας έλεγες στις συνεντεύξεις που προηγήθηκαν, ότι το κάθε ένα κομμάτι είναι ένα από αυτά, όταν ήσουν παιδάκι, όταν ήσουν έφηβος και τώρα που είσαι 30άρης. Έλα, πες τώρα. Οι δυο μας είμαστε και οι αναγνώστες του postgave.gr. Τι όνειρο είδες; Απευθύνεται σε αυτούς που σε ακούνε από το ξεκίνημα; Σε αυτούς που σε μάθανε με το "Saturdays = Youth"; Ή απευθύνεται σε ένα νέο κοινό; Και όταν γράφω νέο κυριολεκτώ. Ηλικίες 12 - 15. Αν είναι το τελευταίο πάω πάσο. Με γεια σου και χαρά σου και άντε του χρόνου να σε δούμε στα Mad Video Music Awards -την special guest την βάζουμε εμείς, μην διανοηθείς να φέρεις την Zola Jesus, θα σκιαχτεί το μάτι της Κοκκίνου και μετά ποιος αντέχει την Βίσση που θα θέλει να μοιάσει στην I-Zola... Άσ' το, σου έχουμε την Τάμτα.
Προσπαθώ να σοβαρευτώ, αλλά μου είναι δύσκολο. Βλέπετε τώρα ακούω το Claudia Lewis και νομίζω ότι ακούω ένα από εκείνα τα αδιάφορα 80's κομμάτια που έπαιζε το Μουσικόραμα -όχι και όλα βέβαια- κάτι σαν τους Level 42. Όχι τίποτε άλλο, αλλά μας είχε ανοίξει και η όρεξη με το single Midnight City που έχει την συνταγή του επιτυχημένου Kim & Jessie. Aν και ένα ψιλοσόκ το πέρασα και με αυτό αφού μετά τα ελπιδοφόρα πρώτα λεπτά, έκανε ντου ο Michel Cretu με το σαξόφωνο επ' όμου και τα έκανε όλα λίμπα. Στο Reunion, που θεωρείται από τα καλά κομμάτια του άλμπουμ, ο Gonzalez φωνάσκει. Τι έπαθε τούτος εδώ και φωνάζει; Και πού την είχε τέτοια φωνή τόσα χρόνια; Πού είναι αυτό το μελαγχολικό παιδί που όλοι αγαπήσαμε στα προηγούμενα άλμπουμ; Ένα κομμάτι που θα μπορούσε άνετα να βρίσκεται στο "Before The Dawn Heals Us" είναι το This Bright Flash. Ένας συνδυασμός Teen Angst και Car Chase Terror, ενώ από το δεύτερο cd, το Fountains, μας θυμίζει γεμάτο μελαγχολία την αθωότητα αυτού του γκρουπ, που δυστυχώς όμως στο "Hurry Up, We‘re Dreaming" αναζητείται εις μάτην.
Το άλμπουμ φυσικά εισπρακτικά δεν το φοβάμαι. Ας είναι καλά το μοναστήρι. Εμ συγγνώμη φίλτατε αναγνώστη, οι απανταχού πιστοί ήθελα να πω. Δεν βλέπετε τι γίνεται με μερικούς από αυτούς; Ό,τι και να βγάλουν οι Depeche Mode, ό,τι και να γράψουν οι Vnv Nation, ό,τι κυκλοφορήσουν οι Running Wild, αυτοί -οι πιστοί καλέ, τι ποιοι;- θα σταθούν αγέρωχα υπερασπιζόμενοι τα ιδανικά του συγκροτήματος. Αν είστε απ' αυτούς, τρέξτε να ρίξετε τον οβολό σας και να προμηθευτείτε το άλμπουμ. Αν δεν είστε όμως απ' αυτούς, απλά προσπεράστε.
Νίκος Τσίνος
Best female artist στα φετινά Brit Awards, best solo artist για τα NME Awards, 2 χρονιές υποψηφιότητα για Mercury Prize, όσοι δηλαδή και οι δίσκοι που έχει κυκλοφορήσει αν εξαιρέσουμε τη νέα της δουλειά. Όχι, δεν είναι τυχαία τα βραβεία και οι διακρίσεις. Η Laura Marling, ή αλλιώς ένα από τα πιο λαμπρά νέα αστέρια της βρετανικής σκηνής, είναι μόλις 21 χρονών και έχει καταφέρει να δημιουργήσει απίστευτα ώριμη folk μουσική, με βάθος που θα ζήλευαν πολλοί.
Με τη νέα της δουλειά, A Creature I Don't Know, το καλό έρχεται να τριτώσει! Πατώντας γερά στα θεμέλια της μουσικής παράδοσης, στην οποία φαίνεται να έχει εντρυφήσει, η Marling κάνει κάτι όχι καινούριο, αλλά το κάνει πάρα πολύ καλά! Η απολαυστική ακουστική κιθάρα για μια ακόμη φορά χαϊδεύει τα αυτιά και αναδεικνύεται ο βασιλιάς της ενορχήστρωσης, ενώ η δροσερή νεανική φωνή της είναι αυτό ακριβώς που χρειάζονταν τα τραγούδια, ώστε να μην ηχούν αναχρονιστικά. Μπορεί να μην έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία της κυκλοφορία, όμως η βρετανίδα δείχνει να έχει αστείρευτη έμπνευση και σίγουρα πολλά να πει ακόμα.
Στο νέο album υπάρχουν 10 κομμάτια γεμάτα ζεστασιά και συναισθηματισμό, που κυμαίνονται από ενδιαφέροντα μέχρι εξαιρετικά. Ποιο να πρωτοσχολιάσει κανείς; Εξέχουσα θέση κατέχει το πρώτο single "Sophia", το οποίο εκτός από πολύ δυνατή μελωδία, έχει κλιμάκωση και ένα υπέροχο country ξέσπασμα στο τέλος (από τα καλύτερα singles που ακούσαμε φέτος). Στο εναρκτήριο "The Muse" οι τόνοι είναι πιο υψηλοί, καθιστώντας το ίσως το πιο radio friendly κομμάτι του δίσκου, ενώ το songwriting είναι αξιοθαύμαστο. Το "Don't Ask Me Why", καθαρόαιμη μπαλάντα, αναδεικνύει τη στιχουργική και συναισθηματική ευφυΐα της Laura, ενώ το σχεδόν 6λεπτο "The Beast", διαφορετικό από τα υπόλοιπα κομμάτια, ανήκει επίσης στα highlights του δίσκου.
Σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές, εδώ έχουμε περισσότερες επιρροές από την άλλη όχθη του Ατλαντικού (σε σημεία υπάρχουν μέχρι και country στοιχεία), ενώ οι στίχοι είναι πιο συναισθηματικοί και μάλλον σκοτεινοί. Οι συνθέσεις είναι όλες υψηλού επιπέδου, αν και στερούνται οποιασδήποτε πρωτοτυπίας, γεγονός ελαφρώς περιοριστικό, που αναπόφευκτα συγκρατεί το album σε μια "δεύτερη κατηγορία", αυτή του follower και όχι του leader. Το A Creature I Don't Know, όμως, στέκεται υπερήφανα στην κορυφή αυτής και βγάζει τη γλώσσα σε νεωτεριστές που στο όνομα της εξέλιξης και των εφήμερων trends χάνουν την ουσία. Γι' αυτό και θα βρίσκεται σε πολλές λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς τον Ιανουάριο.
Και μιλώντας για ουσία, είναι εντυπωσιακό το πώς κάθε νότα στη μουσική της Laura Marling πηγάζει κατευθείαν από την ψυχή, αλλά και μιλάει στην ψυχή. Όταν παίζει κιθάρα και τραγουδάει, η Laura ανοίγει την εύθραυστη καρδιά της και σου λέει "όλη δική σου". Συγχρόνως, όμως, η ερμηνεία της και η θεματολογία του έργου της φανερώνει μια απίστευτη ωριμότητα, δεδομένου του νεαρού της ηλικίας της. Θα μπορούσε να είναι η μαμά όλων μας. Ή, ακόμα καλύτερα, η φωνή της νέας γενιάς, ή τουλάχιστον του κομματιού αυτής που δεν αφήνει στο περιθώριο τις ρίζες του, αλλά στηρίζεται σε αυτές για να εκφράσει τις δικές του ανησυχίες.
Rating : 8 / 10
Άρης Καζακόπουλος
306 π.Χ. Ο Δημήτριος ο Πολιορκητής ύστερα από την νίκη του στην ναυμαχία στην Σαλαμίνα της Κύπρου, παίρνει την τρίαινά του και ποζάρει στα ίδια του τα νομίσματα σαν ο αγαπημένος γιος του Ποσειδώνα -μία ματαιοδοξία που χαρακτηρίζει όλους τους βασιλιάδες. Ο Μακεδόνας αυτός λοιπόν, απόγονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που λέγεται ότι ήταν και ωραίος και δεν άφηνε θηλυκό για θηλυκό, κληροδότησε στην ανθρωπότητα ένα από τα πιο φανταχτερά αγάλματα, τη Νίκη της Σαμοθράκης. Το άγαλμα βρισκόταν στην Σαμοθράκη, αυτό το νησί του βορείου Αιγαίου με τις εντυπωσιακές του ομορφιές, που οι Μακεδόνες το θεωρούσαν δικό τους, σε μια εξέδρα τού υπερυψωμένου ιερού των Μεγάλων Θεών.
24 Μαΐου 2007. Ιταλία. O Adam Wiltzie -ένας εκ των δύο μελών των Stars Of The Lid- βρίσκεται σε περιοδεία στην Ευρώπη και εκείνη το βράδυ παίζει στην Μπολόνια. Καλεί τον φίλο και συνάδελφό του Francesco Donadello στην συναυλία, ο οποίος με την σειρά του θα έχει για παρέα τον Dustin O' Halloran. Με το πέρας της συναυλίας, Adam Wiltzie και Dustin O' Halloran, γεύονται την ιταλική κουζίνα και αφού ικανοποιήσουν τις γαστρονομικές τους απαιτήσεις, αποφασίζουν να συνεργαστούν. Και ο τίτλος που θα αποτυπώνει την μουσική έκφραση του ντουέτου, A Winged Victory For The Sullen. Τι τους παρέπεμψε όμως σε αυτό το όνομα; Μα το άγαλμα της θεάς Νίκης, που πλέον βρίσκεται στο μουσείου του Λούβρου, και έχει το όνομα Winged Victory Of Samothrace.
O Adam Wiltzie -πλέον κάτοικος Βρυξελλών- παρόλο που είναι μέλος των Stars Of The Lid, παρόλο που έχει κάνει πράγματα μόνος του ή και με άλλους μαζί, όπως για παράδειγμα τους The Dead Texan με την Ελληνίδα Χριστίνα Βάντζου, απείχε από την δισκογραφία από το 2007. Ο δε Dustin O' Halloran μάς χάρισε φέτος ένα πανέμορφο άλμπουμ και συνεχίζει τις μουσικές του αναζητήσεις -πρώτα με τους Devics και στην πορεία με σόλο καριέρα- εδώ και 13 χρόνια. Το να συναντηθούν λοιπόν οι δυο τους και να αποφασίσουν να συνεργαστούν, για τον κόσμο που τους γνώριζε, ήταν ένα αναπάντεχο νέο και όλοι είχαν στο μυαλό τους τον ήχο που θα δημιουργούσαν. Ένας ήχος που από την μία θα χαρακτηριζόταν από τις ενορχηστρώσεις του Adam Wiltzie, τις drone παρεμβάσεις και τις ambient καταβολές, ενώ, από την άλλη ο Dustin O' Halloran θα έδινε χαρακτήρα σε αυτό τον απρόσωπο -κάποιες φορές- ήχο με τις μελαγχολικές νότες του πιάνου να αποτυπώνονται στο μυαλό του ακροατή. Αυτό περίπου συμβαίνει και στα επτά κομμάτια του ομότιτλου άλμπουμ, στο οποίο οι παρουσίες σημαντικών μουσικών είναι πολλές και σημαντικές. Θα σταθώ σε δύο από αυτές. Στην Ισλανδή Hildur Gudnadottir και στον Peter Broderick. Και οι δυο δίνουν τα διαπιστευτήρια στο Requiem For The Static King Part One, με το τσέλο και το βιολί να συγκλονίζουν, ενώ στο Part Two η ατμόσφαιρα που δημιουργείται φέρνει στον νου τις δουλειές του αξεπέραστου Claude Debussy. Ίσως η κορυφαία στιγμή του άλμπουμ, το A Symphony Pathetique, ξεδιαλύνει την αχλή από το μυαλό του ακροατή. Και δεν είναι μόνο η δήλωση του Adam Wiltzie που υποστηρίζει ότι μετά από κοντά είκοσι χρόνια κατάφερε να δημιουργήσει ενδιαφέρον ambient drone μουσική στο εν λόγω κομμάτι, ούτε και η χαρισματική πινελιά του ετέρου μουσικού να αγγίζει τις καρδιές μας με έναν ευγενικό, σχεδόν ανεπαίσθητο τρόπο. Η μαγεία στο συγκεκριμένο κομμάτι είναι ότι υπάρχουν κάποιες στιγμές όπου όχι πάνω από μία ή δύο νότες παίζονται, και δημιουργείται η αίσθηση ότι θα σταματήσει η μουσική και αυτή θα ηχεί ακόμη μέσα μας -και όχι ασφαλώς ελέω έντασης. Ο αυτοσκοπός δηλαδή της ίδιας της μουσικής. Να σε κάνει να δραπετεύσεις από την πραγματικότητα ή να σε επαναφέρει σε αυτή. Η ισορροπία ιδεαλισμού και ρεαλισμού, υλικού και άυλου είναι το κομμάτι αυτό. Να νοιώθεις ότι δραπετεύεις από τον κόσμο και ταυτόχρονα να βιώνεις και την πραγματική λεπτομέρεια που λαμβάνει χώρα γύρω σου. Εδώ δεν μιλάμε ότι το άτομο βρίσκεται σε μία κατάσταση αμφιθυμίας, αλλά σε μία εναρμόνιση τού είναι με το δέον.
Το άκουσμα του "A Winged Victory For The Sullen" είναι πολύ προσωπικό, όπως άλλωστε είναι και αυτός ο ήχος της μουσικής γενικότερα. Πάντοτε επίκαιρος, δεν αποτελεί εξαίρεση ούτε αυτή την εποχή και μας βοηθά να γνωρίσουμε τον εαυτό μας καλύτερα, να κάνουμε την αυτοκριτική μας και εν τέλει να απολαύσουμε την ίδια την ζωή, όπως της αρμόζει, δίχως να ανησυχούμε για το επέκεινα. Ας ατενίσουμε και εμείς την ζωή, όπως της πρέπει, όπως ατενίζει η ίδια η θεά Νίκη μπροστά στην πρύμνη το μέλλον. Με παρρησία, τόλμη και φρόνηση.
Νίκος Τσίνος
Again and again you're looking for new excuses to save you from what you really is the most...
Καμιά φορά αποδεικνύεται ότι τα συμπεράσματα που αντλεί κανείς από τις εμπειρίες του είναι σωστά και κάποιες άλλες, επικίνδυνες υπεραπλουστεύσεις...Ε λοιπόν ούτε μια φορά ως τώρα δεν έχω κάνει λάθος όταν με το που βλέπω ένα άλμπουμ με πάνω από 12 κομμάτια, θεωρώ δύσκολο να είναι στο σύνολό του αξιόλογο. Οι Diary of Dreams μας κίνησαν πολύ την περιέργεια με την αναγγελία του ‘Ego:X' και προσωπικά, παρ' ό,τι με είχε καλύψει από κάθε άποψη το ‘If' έπιασα τον εαυτό μου να ανυπομονεί για την κυκλοφορία του νέου άλμπουμ.
Το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό για μια μπάντα της οποίας μέχρι τώρα, κάθε άλμπουμ ήταν καλύτερο από το προηγούμενό του. Μουσικά και από άποψη ύφους στο ‘Ego:X' ‘πατάνε' στην ήδη δοκιμασμένη συνταγή της επιτυχίας τους. Ιδίως τα πρώτα 6 κομμάτια (τα οποία θα μπορούσαν να λείπουν κατά τη γνώμη μου) όχι μόνο δεν προσπαθούν καθόλου έστω ερμηνευτικά να προσφέρουν κάτι καινούριο, αλλά ούτε μελωδικά και ρυθμικά. Προς στιγμήν αναρωτήθηκα μήπως τώρα ξεκινάνε οι Diary of Dreams την καριέρα τους στη μουσική και είναι ψευδαίσθηση η μέχρι τώρα πορεία τους.
Ένα απλούστατο αδιάφορο παίξιμο στην κιθάρα, η οποία δίνει ένα στοιχειώδη και αδιάφορο ρυθμό στο βάθος την ώρα που ακούμε τον Adrian Hates να δίνει μια άχρωμη ερμηνεία. Κατά τα λοιπά, τα γνωστά ηλεκτρονικά samples δυστυχώς χωρίς εμπνεύσιμες μελωδίες. Ήταν μεγάλη υπέρβαση το ξεπέρασμα της έντονης επιθυμίας μου να πατήσω το fast forward στις πρώτες ακροάσεις. Η αυθυποβολή μου λειτούργησε όμως και έτσι άκουσα από την αρχή το άλμπουμ με περισσότερη προσοχή και ειλικρινή διάθεση.
Τα ενδιαφέροντα στοιχεία...
Από το ‘Element 2: Illusion' και μετά συμβαίνουν ορισμένα αξιοσημείωτα πράγματα στο άλμπουμ που αυξάνουν κάπως το ενδιαφέρον. Καταρχάς θέλω να σας επισημάνω το γεγονός ότι το άλμπουμ αυτό έχει πέντε κομμάτια με τον τίτλο ‘ Element...' διάσπαρτα και αυτό δεν είναι τυχαίο ούτε χωρίς σημασία. Επιπλέον θεωρώ πως δεν πρέπει να αγνοήσετε τον τίτλο του κομματιού 17 ‘Out of X' γιατί κατά τη γνώμη μου παίζει συγκεκριμένο ρόλο. Η δική μου ερμηνεία είναι πως δεν έγινε τυχαία η επιλογή της λέξης ‘Ego' σε συνδυασμό με το γράμμα ‘X' στον τίτλο του άλμπουμ ούτε και στη συνέχεια οι επισημάνσεις ‘Into X' και ‘Out of X'. Χοντρικά και χωρίς να μπαίνουμε σε παντελώς άγνωστα ‘χωράφια' θα μπορούσαμε να πούμε ότι γενικά, το χρωμόσωμα ‘Χ' ελέγχει τη θηλυκή πλευρά σε έναν άνθρωπο και επομένως με ένα τρόπο επηρεάζει ενδεχομένως την ψυχολογία, τον τρόπο που εκλαμβάνει τα όσα του συμβαίνουν και την κριτική που ασκεί σε αυτά. Αυτό παρ'ό,τι είναι μια υπεραπλουστευμένη ερμηνεία που εκφράζει ένα ποσοστό της αλήθειας δε σημαίνει ότι δε θα ταίριαζε ως γενική ιδέα στη δημιουργία ενός μουσικού άλμπουμ. Με άλλα λόγια, δε νομίζω ότι είναι μακρυά από την πραγματικότητα η σκέψη ότι οι Diary of Dreams κάνουν αυτό το παιχνίδι με τις συγκεκριμένες λέξεις ακριβώς για να καταδείξουν ένα ουσιαστικό διχασμό σε κοινωνικό επίπεδο. Το διχασμό ανάμεσα στον θηλυκό και το μη θηλυκό τρόπο σκέψης στο ίδιο ή και στα δυο φύλα.
Όσον αφορά τα ‘Element 1: Zeitgeist', ‘Element 2:Illusion', ‘Element 3:Stagnation', ‘Element 4: Angst', ‘Element 5: Resignation', μια ιδέα είναι να τα ακούσετε στη σειρά για να καταλάβετε την ουσία των στίχων και την εξέλιξη από το ένα στο άλλο.
Αυτά τα κομμάτια είναι μέρος του ιδεολογικού κορμού του άλμπουμ και περιγράφουν την κεντρική του ιδέα τις σκέψεις ενός έκπτωτου (εκούσια ή μη) απονεμητή μιας ‘αντικειμενικής' δικαιοσύνης και τα συχνά αλληλοαναιρούμενα συναισθήματα που τον διακατέχουν. Βάσει των παραπάνω νομίζω ότι αυτό που ακούμε είναι περισσότερο ένα ‘φιλοσοφικό' έργο με μουσική παρά ένα αμιγώς μουσικό άλμπουμ.
Παρ'όλ' αυτά επιμένω πως η ιδέα πίσω από τα πέντε κομμάτια αυτού του άλμπουμ, περνάει σχεδόν απαρατήρητη με αυτή τη μη ενδιαφέρουσα ερμηνεία και μουσική.
‘...and nothing really matters when everything collides...'
Η μουσική μετά το ‘Element 2: Illusion' αποκτά χρώμα και ρυθμικές εξάρσεις ενώ συμβαίνει και το σχετικά σπάνιο γεγονός του να υπάρχουν guest vocals. Για παράδειγμα η πρώτη εκτέλεση του ‘Push me'. Τα αιθέρια φωνητικά στο κομμάτι, αναλαμβάνει η Amelia Brightman και αν το επώνυμο σας θυμίζει κάτι...πολύ σωστά. Πρόκειται για τη μικρότερη αδερφή της Sarah Brightman, μέλος των Gregorian, η οποία ασχολείται με το γρηγοριανό μέλος (ερμηνεύει και γράφει κομμάτια στο ύφος αυτό). Ως το 2ο λεπτό το κομμάτι μοιάζει με κακέκτυπο γνωστών μελωδιών της ethereal σκηνής, ενώ η αιθέρια φωνή από μόνη της, χωρίς να αξιοποιεί πλήρως την τονική της δεξιοτεχνία (μάλλον λόγω της απλοϊκής μουσικής που τη συνοδεύει και των ερμηνευτικών οδηγιών ίσως των Diary of Dreams) περνάει απαρατήρητη. Ενδιαφέρουσα η μελωδική αλλαγή την οποία αναλαμβάνει ο Hates μετά το 2ο λεπτό, όμως με το τέλος του κομματιού βρέθηκα να σκέφτομαι ότι μια πιο εμπνευσμένη αντιπαράθεση αυτών των δυο αντίθετων (από άποψη δυναμικής και τονικότητας) φωνών, θα μπορούσε να απογειώσει το συγκεκριμένο κομμάτι. Ένα ένα τα κομμάτια που ακολουθούν έχουν κάτι διαφορετικό να προσφέρουν και το ένα είναι καλύτερο από το άλλο όχι τόσο ώστε να πλησιάζουν στο ελάχιστο παλιότερα κομμάτια, πόσο μάλλον το δυναμισμό του ‘ If'. Το ‘Echo in me(X-version)' σαν πυροτέχνημα, επαναφέρει τους δυναμικούς Diary of Dreams που γνωρίζουμε από τα παλιότερα ‘Soul stripper', ‘Butterfly dance', ‘She'... με synth που προσωπικά με παραπέμπουν αμέσως στους Frozen Autumn και ρυθμούς που χτυπάνε στην καρδιά και εξάπτουν τουλάχιστον την όποια συναισθηματική ισορροπία έχουμε.
Το ‘Mein:Ed' θα μπορούσε κάλλιστα να τιτλοφορείται και ‘O brother sleep:revisited' καθότι είναι δυστυχώς ολόιδιο με το κατά τα άλλα εξαιρετικό τραγούδι που συντέλεσε στη διαμόρφωσή του. Μήπως άρχισαν οι Diary of Dreams να επαναλαμβάνονται? Αυτό όπως ίσως έχω ξαναπεί, δεν είναι καθόλου αθέμιτο για ένα καλλιτέχνη, ίσα ίσα η επαναφορά και επανεκτέλεση ενός παλιότερου έργου συνήθως επιβεβαιώνει με τον πιο τρανό τρόπο την καλλιτεχνική ωρίμανση, αυτοκριτική, εξέλιξη και δημιουργική σκέψη του δημιουργού. Δυστυχώς σε αυτή την περίπτωση δε συμβαίνει αυτό.
‘...give me some time to kill me regrets...'
Τι απαράδεκτος! στίχος, τί ασυγχώρητο αίτημα? Και μάλιστα εν μέσω ενός τραγουδιού (‘Splinter') που από τη μια μεριά αποτελεί παραλήρημα (‘...You make me hate myself...') ενώ ταυτόχρονα επικαλείται το υγιές συναίσθημα των ακροατών του. Πόση συναισθηματική αχαριστία θα ακούγεται ακόμα σε στίχους?! Παρ' όλ' αυτά καθότι όπως είπαμε νωρίτερα, στο άλμπουμ πρωταγωνιστεί ένας έκπτωτος χαρακτήρας, τον οποίο και αφορούν όλοι οι στίχοι, θεωρούμε τα λεγόμενα ως πτυχές αυτής της πολυσχιδούς ‘καταραμένης' οντότητας την οποία σκιαγραφούν άλλωστε σε όλες τους τις δουλειές οι Diary of Dreams με αρκετή επιτυχία.
Νομίζω ότι δε χρειάζεται περαιτέρω ενασχόληση ένα άλμπουμ 21 κομματιών στο οποίο ξεχωρίζει μόνο 1. Εγώ ήδη περιμένω το επόμενο άλμπουμ...
Rating: 5 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Η Νέα Ορλεάνη δεν είναι και τόσο οικεία στα μέρη μας. Την μάθαμε προ εξαετίας λόγω του τυφώνα Κατρίνα (ζω για την μέρα που θα ακούσω έναν τυφώνα με ανδρικό όνομα), και γνωρίζαμε όχι πολλά για την πόλη της Louisiana, όπως την μουσική σκηνή της τζαζ, την ξέφρενη ζωή της και τα βουντού των ντόπιων... Να που όμως θα την μάθουμε και μέσω των Belong. Όχι ότι θα μας ξεναγήσουν, αλλά σίγουρα είναι ένα σημείο αναφοράς.
Το να ξετυλίξουμε τον μίτο της Αριάδνης για τους Belong δεν είναι και τόσο τραγικό, αφού στο ενεργητικό τους έχουν δύο μόλις άλμπουμ και τρία ΕΡ's στην μέχρι τώρα ιστορία τους. Υπάρχει όμως κάποια άλλη δυσκολία, διότι αυτό το πρόσφατο παρελθόν τους είναι σχετικά διαφορετικό από το παρόν τους -για το μέλλον δεν διανοούμαι να κάνω την οιαδήποτε πρόβλεψη. Λοιπόν, ας τα πάρουμε ένα ένα τα πράγματα, γιατί το ντουέτο από την Νέα Ορλεάνη δεν είναι δα και τόσο γνωστό στο ελληνικό κοινό. Και ασφαλώς ο καθένας από εμάς θα έχει μία σαφώς πιο αποκρυσταλλωμένη άποψη μαθαίνοντας κάποιες πληροφορίες που δεν μπορούν να διαγνωστούν από την ακρόαση και μόνο του καινούργιου τους άλμπουμ.
Το 2006 ήταν η χρονιά που εμφανίστηκαν στο προσκήνιο με το "October Language" που κυκλοφόρησε από την Carpark (πολύ καλή εταιρεία!). Μέχρι να φτάσουμε στον Μάρτιο του '11 μεσολάβησαν τρία ΕΡ's που συνέχισαν στο ίδιο ύφος με το ντεμπούτο τους. Τι ύφος θα ρωτήσετε; Θα μπορούσα να γράψω δύο μουσικούς όρους και να ξεμπερδέψω. Drone και experimental. Αλλά, πρώτον: δεν μου αρέσει να ορίζω ένα συγκρότημα -πόσο μάλλον τους Belong, με τόσο ανοιχτούς μουσικούς ορίζοντες- μέσα στα στεγανά ενός είδους. Και δεύτερον: η αντίληψη του καθενός είναι εντελώς διαφορετική από την δική μου, έτσι, δεν θέλω να τον περιορίζω. Η πρώτη τους περίοδος λοιπόν, φέρνει τον ακροατή κοντά σε καλλιτέχνες όπως ο Tim Hecker -κυρίως- ή ο Fennesz -λιγότερο. Δηλαδή μία ροπή του ήχου σε μία ρευστή κατάσταση με καταλύτη την κιθάρα, χρησιμοποιημένη όμως με τον τρόπο του Lee Ranaldo στο "Scriptures Of The Golden Eternity". Μία αέναη προσπάθεια να ερμηνευτεί αυτό το ασώματο που διοχετεύεται με μία όσο το δυνατόν απροσδιόριστη έκφραση και φιλτράρεται στον ακροατή σύμφωνα με τις δικές του ανάγκες. Αυτό όμως δεν συνεχίζεται στο νέο τους άλμπουμ "Common Era" -ή συνεχίζεται;
Η Kranky από το Σικάγο είναι ο επόμενος σταθμός στην μουσική πορεία των Turk Dietrich και Michael Jones, μία εταιρεία που δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Μόνο ένα όνομα να αναφέρω φτάνει και περισσεύει. Stars Of The Lid. Σε αυτό το άλμπουμ λοιπόν οι Belong βάλθηκαν να μας τρελάνουν. Όταν άκουσα τις πρώτες νότες του εναρκτήριου Come See ήμουν πεπεισμένος ότι πρόκειται για άλλο συγκρότημα με το ίδιο όνομα. Το discogs με επανέφερε στην κατάσταση της έκπληξης, η οποία άρχισε να μετατρέπεται σε θαυμασμό. Και προς τι αυτός ο θαυμασμός θα ρωτήσετε; Να σας πω. Χαίρομαι ιδιαίτερα όταν ένας καλλιτέχνης δεν μένει στάσιμος και όχι μόνο προοδεύει, αλλά δέχεται επιρροές από άλλα καλλιτεχνικά κινήματα. Με ένα γρήγορο άκουσμα του "Common Era" θα βρείτε τους My Bloody Valentine να παρακολουθούν συναυλία των Joy Division, οι οποίοι λίγο πριν βγουν στην σκηνή άκουγαν Can και τον Gonzalez των Μ83, άρτι αφιχθείς από ένα καφέ με τους Editors, να συνθέτει το soundtrack για το ντοκυμαντέρ της post punk σκηνής μέσα από το δικό του πρίσμα. Η πλήρης απουσία των φωνητικών στις προηγούμενες δουλείες τους δεν ισχύει πλέον. Η έμφαση του συγκροτήματος στον τομέα αυτό είναι αξιοπρόσεκτη, που σε συνδυασμό με την παραγωγή μάς πάνε τρεις δεκαετίες πίσω και πιο συγκεκριμένα σε αυτό που παρουσίαζαν τότε οι Cure. Από την άλλη υπάρχουν κομμάτια, όπως το A Walk ή το Never Cοme Close να τα χαρακτηρίζει ένας dark synth-pop ήχος, ενώ στο Perfect Life, οι απανταχού shoegaze οπαδοί θα βρουν τον νέο τους ύμνο για φέτος.
Νίκος Τσίνος
Pages