Υπερβολή?
Το στοιχείο που ίσως διακατέχει τη βρετανική μουσική τα τελευταία χρόνια που το νησί πάσχει από έλλειψη συγκροτημάτων ηρώων. Πόσο μάλλον στο 2011 που έχουν αρχίζει και "ξεφουσκώνουν" μπάντες όπως οι Αrctic Monkeys, οι Franz Ferdinard κλπ. Το ρόλο των νέων ηρώων στο μουσικό τύπο της Μεγάλης Βρεττανίας ανέλαβε να τον παίξει ένα λονδρέζικό γκρουπ, oι The Vaccines, με το ντεμπούτο τους What Did You Expect From The Vaccines? Χωρίς να κοιτάξουμε όλο το hype που δημιουργήθηκε από το NME, από το βραβείο του MTV, από ωραία video-clips και από το νούμερο 4 των βρεττανικών album charts, οι Vaccines κυκλοφόρησαν ένα αρκετά καλό άλμπουμ, που βέβαια δεν θα αλλάξει την "ρότα" της μουσικής και κινείται σε "ασφαλή" μουσικά μονοπάτια.
Τί παίζουν οι the Vaccines?
Indie-κιθαριστικό ροκ, με επιρροές από Editors, the Strokes, Arctic Monkeys, Jesus and Mary Chain, από Buzzcocks και Ramones, αλλά και από Smiths/Morrissey. Χωρίς να έχουν την εγκεφαλικότητα των προηγούμενων συγκροτημάτων, με λιτές μουσικά συνθέσεις και απλοικούς στίχους.
What Did You Expect From The Vaccines?
Το κομμάτι από το album που ξεχώρισε και παίζεται και θα παιχθεί παντού,(όπως και στη σκηνή του ejekt festival) είναι το Post-Break Up Sex που είναι και το πιο εθιστικό. Noμίζεις ότι είναι σύνθεση τωn Smiths από την δεκαετία του 80 (post break-up sex,that helps you forget your ex) με μια γερή δόση (ως και παρεξηγήσιμη) από Ramones στη μελωδική ακολουθία των στίχων.Tα άλλα κομμάτια που ξεχωρίζουν είναι το All in white, που μόλις κυκλοφόρησε σαν single και έχει μια ατμόσφαιρα που θυμίζει Killers (ωραίο video-clip btw) και τα if you wanna και noorgard με μια Ramones-πιο απλό δεν γίνεται -αισθητική.
(She's only 17 and probably not ready)
Τα υπόλοιπα κομμάτια είναι συμπαθητικά με το blow it up και to lack of understanding που παραπέμπει πάλι σε Morrissey, να έχουν ενδιαφέρουσες μελωδιες και έναν εφηβικό αυθορμητισμό.Τα under your thump, family friend (ωραίοι στίχοι), wrecking bar, wetsuit, wolf pack, ακούγονται πιο πολύ σαν b-sides.
Οι Τhe Vaccines δεν είναι το συγκρότημα που θα γράψει ιστορία, άλλα ούτε και απλά μια υπερτιμημένη μπάντα εσωτερικής κατανάλωσης. Έχουν το ταλέντο να γράφουν singles, στίχους με τους οποίους ταυτίζονται οι νεαροί βρεττανοί και τα εφόδια να ξεπεράσουν τη δυσκολία του δέυτερου album. Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν περίμενε τίποτα από αυτούς....
Για περισσότερα στις 22 Ιουνίου στην πλατεία Νερού.
Rating : 7,5 / 10
Δημήτριος Αθανασούλιας
Για μένα, μία από τις πιο ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις είναι πιθανότατα η θέαση της μουσικής σύνθεσης και της αρχιτεκτονικής μέσα από κοινά αφηρημένα μοτίβα, μαθηματικούς κανόνες, με ένα από τα καλύτερα παραδείγματα τη συνεργασία του Ξενάκη και του Le Corbusier στο "Poème Electronique".
Τα παραπάνω είναι λόγια του David Letellier, ήτοι Kangding Ray. To 12'' "Pruitt Igoe" της περασμένης χρονιάς είχε προετοιμάσει το έδαφος για το επερχόμενο άλμπουμ "OR" (χρυσός στα γαλλικά). Είναι τόσο πολύτιμο λοιπόν αυτό το άλμπουμ όσο ο χρυσός; Από την στιγμή που το συγκεκριμένο ορυκτό δεν βρίσκεται σε αφθονία, θεωρείται πολύτιμο για τους ανθρώπους. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το τρίτο άλμπουμ των Kangding Ray. Δεν συναντάς κάθε μέρα τέτοια μουσικά άλμπουμ. Είναι όμως πολύτιμο όσο είναι και χρυσός; Ή καλύτερα... θεωρείται η μουσική πολυτιμότερη από ένα τέτοιο ορυκτό; Εδώ δε νομίζω να χρειάζεται να αναπτύξω αυτή την συλλογιστική. Πολύ απλά, χωρίς χρυσό μπορούμε να ζήσουμε. Χωρίς μουσική όμως; Γιατί τότε ο Γάλλος καλλιτέχνης και νυν αρχιτέκτονας επέλεξε αυτό τον τίτλο για το άλμπουμ του; Μήπως είναι ο συμπαγής μεταλλικός ήχος του Anthem; Μήπως είναι η λάμψη του που παραπέμπει σε αλόγιστες σκέψεις δίχως μέτρο; Ό,τι και να είναι, ένα είναι το σίγουρο: ότι ο άνθρωπος όπως είχε ανάγκη στο παρελθόν τον χρυσό, δεν πρόκειται να αλλάξει η φύση του και να τον απαρνηθεί. Η ειρωνεία του καλλιτέχνη είναι διάχυτη...
Η Raster Noton είναι μία εταιρεία με πολύ υψηλή αισθητική και συναίσθηση του τι κάνει. Ούτε συστάσεις χρειάζεται, ούτε αποδείξεις. Μπορεί τα τελευταία χρόνια να έχει χάσει τον χαρακτήρα τής underground εταιρείας και να είναι πιο αναγνωρίσιμη απ' ότι στο παρελθόν και ίσως και πιο ευάλωτη -με ότι συνεπάγεται το παραπάνω-, αλλά αυτό ήταν αναπόφευκτο χωρίς να είναι και κακό στην τελική.
Την τελευταία πενταετία ο David Letellier ως Kangding Ray έχει μία συνεχώς ανοδική πορεία, την οποία ελπίζω να συνεχίσει και να μην σταματήσει στην παρούσα δουλειά τις μουσικές του ανησυχίες. Βασικό χαρακτηριστικό τού ήχου του είναι ο ρυθμός που ξετυλίγεται σε μία όχι και τόσο καθαρά μινιμαλιστική διάθεση, τονίζοντας όμως τις δημιουργίες του με μία αψεγάδιαστη παραγωγή, στην οποία διακρίνονται τόσο ο όγκος του ήχου, όσο και οι πειραματικές στιγμές. Όπως για παράδειγμα οι κιθάρες στο Leavailla Scheme. Δεν θυμάμαι άλλη κυκλοφορία της εταιρείας που να έχει χρησιμοποιηθεί αυτό το ακουστικό όργανο. Το ύφος της εταιρείας άλλωστε, όπως και αυτό των Kangding Ray, απεικονίζει τις ψευδαισθήσεις της σύγχρονης κοινωνίας καταθέτοντας την δική τους πρόταση στο modus vivendi που θέλει να υιοθετήσει ο μοντέρνος άνθρωπος ξεφεύγοντας από τα στεγανά και τις φοβίες του πρόσφατου παρελθόντος. Το Mirrors θα φανερώσει τον εγκλωβισμό του ατόμου μέσα στο ίδιο του το είναι, ενώ το ομώνυμο κομμάτι μάς δείχνει την απελευθέρωση του, όταν απεκδύεται κάθε σκέψη που τον βαραίνει. Το ποίημα αναρχικού περιεχομένου Monsters στο ομώνυμο κομμάτι από την φωνή της Tizane Merrill, που φέρνει στο νου την αφαιρετική εικόνα της AGF, είναι και αυτό μία θέαση των ιδεών του προηγούμενου αιώνα. Είναι αρκετό όμως αυτό; Θα χρειαστεί να μπούμε ξανά σε κάποιο καλούπι δίχως συναίσθηση των πραγμάτων; Η γραμμή του "OR" δεν παρεκκλίνει από τις αρχές που διέπουν την σκέψη του καλλιτέχνη. Είναι ένας κόσμος διάχυτος σε όλους μας, δίχως την παραμικρή σκιά. "It's all around me" τραγουδάει στο εναρκτήριο κομμάτι τού άλμπουμ η Tizane Merrill. Και έτσι είναι. Δεν υπάρχει υπερβατισμός. Είμαστε εμείς και το περιβάλλον. Εμείς και ο «χρυσός».
Νίκος Τσίνος
Κάπως έτσι τελείωνε η κριτική για το προηγούμενο album τους In and out of control: "Τυποποίηθηκαν κι αυτοί, βρήκαν τον ήχο τους, κι αυτον θα ακούμε έως ότου το παλαιομοδίτικο sexy παραμύθι τους τελειώσει, όμορφα κι επεισοδιακά, όπως με τον Lou και την δεσποινίδα Nico και τους συνήθεις λοιπους υπόπτους. ..... Τα κομμάτια τους ακουγονται δυνατα κι ύστερα κάνουνε κρότο και σπάνε, όπως μια τσιχλόφουσκα. Τους ζητάς συνεχώς, σου λείπουν, κι ύστερα τους βαριέσαι, μόνο για λίγο..."
Και ξαφνικά έφυγαν από το L.A και άφησαν πίσω τα 60's και την χαρούμενη εφηβική ανεμελιά τους.
Ας τα πάρουμε από την αρχή.
The Velvet Underground., The Jesus and Mary Chain. Οι επιρροές τους κάνανε μπαμ από χιλιόμετρα μακριά. Το πρώτο τους πόνημα whip it on έπεσε σαν βόμβα μεγατόνων. Οι Jesus and Mary Chain χαμογελούσαν που δύο παιδάκια (ένα αγοράκι και ένα ξανθό γεμάτο φακίδες κοριτσάκι) από την Δανία είχαν λιώσει την δισκογραφία τους. Σε όλο το ρεύμα του garage της εποχής στυλώσαν ανάστημα και φωνάξαν "Psychocandy" (ή "Darklands"). Και βγάλαν ένα ep γεμάτο ύμνους. Στο πρώτο τους lp ακολούθησαν περίπου την ίδια συνταγή.
Και τότε μετακόμισαν στο L.A. Μπήκαν σε μια χρονοδίνη και βγήκαν στα 60's. Βάφτηκαν ροζ και σερφάρανε ακατάπαυστα, μπροστά από κυλιόμενα σκηνικά και juke boxes αμερικάνικων καφετεριών. Το ραδιόφωνο τους αγκάλιασε. Μόνο που από την πολύ αγκαλιά τους έσκασε. Ότι ακολούθησε, προσπάθησε να κρατήσει τα κεκτημένα και ήταν απογοητευτικά μέτριο.
Τί κάνουμε επομένως; Γυρνάμε πίσω ,κοιτάζουμε από που προήλθαμε, βλέπουμε τις αξίες μας και ξαναορθώνουμε το ανάστημά μας. Παρατάμε το juke-box σκηνικό, παίρνουμε ανα χείρας μια μαύρη σημαία και περπατάμε σε πραγματικό σκηνικό (Recharge & Revolt video), κοιτάζοντας λίγο περισσότερο τα παπούτσια μας αυτή την φορά.
Και επειδή είμαστε από την ευρώπη και αγαπάμε πολύ Βρετανία, δεκαετία 80 και την μελαγχολία που βγάζουν, μπολιάζουμε την αμερικανίλα μας με αυτά, βάζουμε και ένα κοράκι σε αρνητικό στο εξώφυλλο και αφήνουμε τους από κάτω να αναρωτιούνται αν είμαστε κανένα ξεχασμένο dark wave group της προ-προηγούμενης δεκαετίας .
Αποτέλεσμα;
Ξεχάστε ανεμελιά, ροζ τσιχλόφουσκες και χορούς.
Εσωστρέφεια, μουντό βροχερό σκηνικό (το εξώφυλλο το δηλώνει άλλωστε), στίχοι 18χρονου απογοητευμένου έφηβου, με την αφίσα των Jesus and Mary Chain κολλημένη πίσω από το κρεβάττι του, θόρυβος στις κιθάρες, new wave πλήκτρα. Αντί για ροζ υπάρχει μαύρο και άσπρο πλέον. Υπάρχει η φυσιογνωμία του Robert και των υπολοίπων Cure στο παρασκήνιο που οδηγεί τα πλήκτρα και τις μπασογραμμες στο apparitions και στο war in heaven, ένα σπαρακτικό κομμάτι evil seeds που οι Placebo έχουν χρόνιααα να δούν , ένα forget that you're young και ένα Summer Moon που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν έβαλες κατά λάθος Mazzy Star να παίξει , ένα ignite με new wave αέρα. Το άλμπουμ κλείνει με μια μικρή ανάσα και ηλιαχτίδα στο my times up (το οποίο είναι και το ψιλοαδιάφορο κομμάτι του άλμπουμ). Σε όλο το δίσκο φαίνεται ένα ψυχολογικό βάρος που κουβαλούσαν καιρό και έφτασε η στιγμή να το βγάλουν, να ξεσπάσουν. Και αυτή τη φορά το έκαναν με αρκετή δόση εσωστρέφειας, χωρίς την χρήση πυροτεχνημάτων και έντασης.
Δύσκολα θα βρείς στο lp κάποια κομμάτια που θα τους ξαναβγάλει στην επιφάνεια, θα τους δώσει airplay. Αλλά το συνολικό αποτέλεσμα θα τους ξαναδώσει λίγη από την καλλιτεχνική αίγλη που κάποτε είχαν και στο τέλος θα σε κάνει να ξαναπατήσεις το play καθώς κάθεσαι στο λεωφορείο με τα ακουστικά στα αυτιά. Δεν είναι μουσική που θα ακούσεις στα πάρτυ και στις εξορμήσεις του παρασκευοσαββάτου, αλλά θα μεγαλώσει μέσα σου όταν έχεις κλείσει και τα παραθυρόφυλλα.
Στο In and Out of Control η μουσική τους μπήκε στο Gossip Girl, αυτή την φορά κάποιο κομμάτι ίσως τρύπωνε στο Control.
Well done boy n girl.
Rating: 7,6 / 10
Αποστόλης Ζώτος
Σε ένα από τα πρόσφατα μυθιστορήματα του Ελληνοαμερικανού συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων George Pelecanos, όλα ξεκινούν την χρονιά του 1972. Όπως λέει και ένας ραδιοφωνικός παραγωγός, στο συγκεκριμένο βιβλίο, για την χρονιά αυτή: «Το soundtrack της ζωής σου!!».Την ίδια ημερομηνία διάλεξε και ο Καναδός μουσικός Tim Hecker για να μας παρουσιάσει την έβδομη ολοκληρωμένη δουλειά του, το "Ravendeath, 1972".
Μία παρέα φοιτητών ρίχνει από την ταράτσα της φοιτητικής εστίας ένα πιάνο! Όσο και αν έψαξα στο διαδίκτυο, δεν μπόρεσα να συνδέσω το εξώφυλλο με τον τίτλο τού άλμπουμ. Υποθέτω ότι θα υπάρχει κάποια σύνδεση, αλλά προς το παρόν μένει άδηλη προς εμάς. Από την άλλη ίσως, υπάρχει μία αλληγορική ερμηνεία στο όλο concept, αλλά ποιος μου λέει ότι ο Hecker δεν είναι ένας απλός πραγματιστής και θέλει να τονίσει ότι όπως επήλθε ο θάνατος του κορακιού, έτσι έπεται και ο θάνατος του πιάνου από την ταράτσα του κτιρίου; Σκέψεις, σκέψεις... Σκέψεις που σε υποβάλει η μουσική ακρόαση του άλμπουμ που είναι μία συνεχής διαιώνιση του αναλογικού ήχου, τα κύματα του οποίου σε κατακλύζουν από τις πρώτες νότες του The Piano Drop.
Ο Tim Hecker είναι από τις πλέον αναγνωρίσιμες φυσιογνωμίες στον χώρο του ambient με τάσεις να πειραματίζεται συνεχώς και ποτέ να μην προσφέρει μία δουλειά αντιγραφή της προηγούμενης. Ο ήχος του χαρακτηρίζεται από την σταθερή εμφάνιση θορύβων φιλικών προς τα αφτιά του ακροατή -ας μου επιτραπεί αυτή η αδόκιμη φράση- και την ενορχήστρωση ήχων από πιάνο και synthesizer. Πολύ απλά, η μουσική του 20ου αιώνα. Όπως η δισκογραφία του, έτσι και οι διάφορες εταιρείες που τον φιλοξενούν κατά καιρούς, μόνο τυχαίες δεν είναι. Kranky, Fat Cat, Mille Plateaux, Room 40, Alien 8, Staaplaat. To "Ravendeath, 1972" ηχογραφήθηκε ζωντανά μέσα σε μία ημέρα στο Ρέικιαβικ με την συνεισφορά του Ben Frost -ένα όνομα που δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Το μέρος όπου έγινε η ηχογράφηση; Μία εκκλησία...
Για πολλούς το "Harmony In Ultraviolet" του '06 παραμένει η καλύτερη δουλειά του. Δεν τους αδικώ. Είναι ένα άλμπουμ που γίνεται αρεστό με το πρώτο άκουσμα. Στο "Ravendeath, 1972" αυτό δεν υφίσταται. Δεν μπορεί ο ακροατής να δεχτεί άμεσα αυτό που ενυπάρχει στις συνθέσεις του άλμπουμ. Μα τόσο δύσκολο είναι τελικά θα αναρωτηθείτε; Ναι, είναι δύσκολο άλμπουμ και γίνεται δυσκολότερο όταν προσπαθείς να ερμηνεύσεις το νοητό και το φυσικό. Νοητό στην προκειμένη περίπτωση είναι η μουσική που ακούμε. Φυσικό είναι ο τίτλος του κάθε κομματιού. Hatred Of Music I. Τι μπορεί να αποκομίσει κανείς διαβάζοντας απλά αυτό τον τίτλο; Ακούγοντάς το όμως το αποτέλεσμα διαφέρει. Και διαφέρει από άτομο σε άτομο, αφού όλα είναι υποκειμενικά στην συγκεκριμένη «παράσταση».
Δεν θα κουράσω άλλο με αναλύσεις επί αναλύσεων για ένα μουσικό άλμπουμ που αξίζει να ακουστεί. Τα συμπεράσματα θα είναι πολλά με την ακρόαση, η εμπειρία όμως... μοναδική.
Νίκος Τσίνος
Ήταν η χρονιά του '94 όταν οι Tortoise έκαναν την εμφάνισή τους στην μουσική σκηνή φέρνοντας μαζί τους έναν ήχο που μετά από μερικά χρόνια θα επηρέαζε πολλούς καλλιτέχνες. Θα αναρωτηθείτε αν ο ήχος τους ήταν ρηξικέλευθος και έφερε επανάσταση στα συγκροτήματα που τον υιοθέτησαν στην πορεία. Ασφαλώς και δεν μπορώ να δεχτώ κάτι τέτοιο, αλλά η πρόταση των μουσικών από το Σικάγο ήταν τέτοια που προσέλκυσε πολύ κόσμο. Από τους Mogwai μέχρι τους GYBE!... Και εγένετο το post rock! Αυτή η συνύπαρξη ακουστικών οργάνων, δίχως την προσθήκη φωνητικών, στάθηκε και η αιτία για την δημιουργία των The Pattern Theory.
Το τριμελές σχήμα μπορεί να δημιουργήθηκε στο Λιντς, όμως η βάση του πλέον είναι το Βερολίνο. Έχοντας για ντράμερ το μέλος των Epic45, οι The Pattern Theory χωρίς να δημιουργούν μεγάλες συγκινήσεις, καταφέρνουν με σύμμαχό τους την μελωδία και το δέσιμο που έχουν ως μουσικοί, να προσφέρουν ένα αξιοπρόσεκτο άλμπουμ με μέση, αρχή και τέλος. Με το πρώτο άκουσμα, είχα την εντύπωση ότι ακούω την καινούργια δουλειά των I'm Not A Gun, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι με τις επόμενες ακροάσεις δεν γίνεται αντιληπτό το προσωπικό ύφος του συγκροτήματος. Υπάρχουν μερικές πολύ όμορφες στιγμές στο ομότιτλο άλμπουμ -που είναι και το πρώτο τους- όπως το Chevrons και το Names For Places, όμως υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος. Το άλμπουμ θα ακουστεί από τους οπαδούς της σκηνής, αλλά τι γίνεται με τους υπολοίπους; Εκεί υπάρχει ένα ζήτημα. Ο ήχος είναι σχετικά επίπεδος. Δεν υπάρχουν αυξομειώσεις. Δηλαδή δεν θα ακούσουμε τα ξεσπάσματα των Mogwai, ούτε όμως και τα γαλήνια διαστήματα των Epic45 -το Framed Fields κάτω υπό προϋποθέσεις ίσως αποτελεί την εξαίρεση. Αυτό ίσως κουράσει. Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει ή δεν έχουμε πει εμείς οι ίδιοι: «Ωραίο άλμπουμ, αλλά δεν θα το άκουγα και κάθε μέρα».
Το σίγουρο είναι ότι οι The Pattern Theory βρίσκονται σε τροχιά που μπορεί να τους κάνει να ξεχωρίσουν στο εγγύς μέλλον. Αυτό εξαρτάται από τους ίδιους. Εμείς μέχρι τότε θα απολαμβάνουμε το The Pattern Theory και θα αναμένουμε την επόμενη δουλειά τους.
Νίκος Τσίνος
Αν το ‘Breaking point' ήταν ιδιαίτερα αδιάφορο και το ‘In love we trust' κινήθηκε σε πιο σκληρά ηλεκτρονικά και gothic μονοπάτια τα οποία ήδη έχουν χαράξει οι Xymox με άλμπουμ όπως το ‘Hidden faces', τότε με το ‘Darkest Hour' έχουν να πουν ότι εκφράζονται κάπως καλύτερα τις...σκοτεινές ώρες και θα συμφωνήσω κι εγώ μαζί τους, αν και φαίνεται να ξεχνούν λίγο τα μελωδικά minimal synth που ακούγαμε σε κομμάτια όπως τα ‘Medusa', ‘Cry in the wind' ‘ Stumble and fall' και ‘Equal ways'.
Αυτό το άλμπουμ συμπίπτει με τα 30 χρόνια ύπαρξης των Xymox, κυκλοφόρησε στα γενέθλια του Ronny Moorings και κατά τη γνώμη μου κάνει αναφορά σχεδόν στο σύνολο της μέχρι τώρα πορείας της μπάντας με κομμάτια που παραπέμπουν σε άλλα παλιότερά τους με καινούρια ματιά. Επιπλέον έχει όλα τα εθιστικά χαρακτηριστικά του darkwave το οποίο ανεβάζει τη χορευτική διάθεση έτσι κι αλλιώς αλλά δεν έχει καθόλου στίχο ή μάλλον πιο ευγενικά, έχει σε σημεία του ιδιαίτερα αφελή στίχο.
Το χαρακτηριστικό στοιχείο όλων των κομματιών είναι το ότι τα synth παίζουν σε διάφορες τονικότητες και κλίμακες οι οποίες εναλλάσσονται δημιουργώντας ένα πολύ ενδιαφέρον άκουσμα συνολικά, ενώ τα κρουστά δίνουν έμφαση όπου χρειάζεται. Είναι σαν να έχει γίνει μουσική, το λαχάνιασμα που υπάρχει σε μια στιγμή έντονης ανυπομονησίας.
Σε γενικές γραμμές σ' αυτό το άλμπουμ νομίζω είναι ιδιαίτερα εμφανείς οι αντηχήσεις του παλιότερου ‘Farewell' και ίσως αρκετά αφαιρετικά και των ‘Michelle' και ‘A Day' ειδικά σε κομμάτια όπως τα ‘She did not answer' και ‘My chicane'. Ίσως θα είχε ενδιαφέρον το να συμπεριλάβετε σε μια playlist όλα τα παραπάνω κομμάτια και να δείτε ποια στοιχεία των παλιότερων έχουν ‘μεταφερθεί' μεταλλαγμένα στα πιο πρόσφατα. Σε κάθε περίπτωση νομίζω ότι η εξέλιξη είναι εμφανής και έχει μια ροπή προς πιο harsh ηλεκτρονικό ήχο από άποψη παιξίματος και ταχύτητας.
Το πρώτο μισό του άλμπουμ... ‘I want to delete...'
...θα προτιμούσα να έλειπε εντελώς καθότι η συγκεκριμένη electro προσέγγιση δε με δελεάζει καθόλου αλλά μιας και τα κομμάτια αυτά επιλέχθηκε να ξεκινούν το άλμπουμ, οφείλω να πω ότι θεωρώ τη θέση τους εντελώς ατυχή (θεωρώ ότι τουλάχιστον θα μπορούσαν να ‘κλείνουν' το άλμπουμ ) καθότι μάλλον κακό κάνουν παρά ενισχύουν τη θέληση του ακροατή να συνεχίσει ν'ακούει το άλμπουμ ιδίως γιατί ακούει Clan Of Xymox και όχι Combichrist. Η σύγκριση αυτή δεν έχει την πρόθεση απαξίωσης κανενός απλά θέλει να καταδείξει τη διαφορά στο μουσικό ύφος των δυο συγκροτημάτων.
Πρόκειται λοιπόν για 4 κομμάτια χωρίς μελωδίες με εκνευριστικά μονότονο μουσικό background, χωρίς μουσικές φράσεις με αποκορύφωμα το κομμάτι ‘Delete' του οποίου οι στίχοι, για μένα είναι άκρως ενοχλητικοί...και όχι με δελεαστικό τρόπο! Παρ' όλ' αυτά το μυστήριο άκουσμα του synth στο τέλος του κομματιού είναι αρκετά ενδιαφέρον και ως ρυθμός και ως τονικότητα...για την ακρίβεια είναι το μόνο ενδιαφέρον στοιχείο της ενότητας αυτής.
Η μετάβαση...ο καθησυχασμός, η ‘σκοτεινιά' και...δε φαντάζεστε τί μ(σ)ας περιμένει στη συνέχεια...
‘Dream of fools'
Και εκεί που ανησυχούσα πολύ ότι θα συνεχίσει με τον ίδιο τρόπο το άλμπουμ, το ‘Dream of fools' χαμηλώνει τους ρυθμούς, έχει λίγο πιο ‘βρώμικο' ήχο και όχι τόσο δυνατό και οξύ, τα φωνητικά γίνονται προάγγελοι κάποιου ‘σκοτεινού' μελλοντικού γεγονότος και η διάθεση γενικά μυστηριακή σαν δυσοίωνος χρησμός. Αρχίζω και χαίρομαι για να μην πω ότι έχω παρασυρθεί λόγω αυτού του κάπως μακρόσυρτου ήχου και των φωνητικών και σχεδόν...συμπάσχω.
‘Deep down I died'... και σκέφτομαι, μήπως έρχεται μια σύγχρονη εκδοχή του ‘Equal ways'? Τελικά όχι, αλλά είναι ακόμα πιο θλιβερή η διάθεση σε σχέση με το προηγούμενο κομμάτι, τα bells που ακούγονται στο βάθος ήδη ανατριχιάζουν, οι ρυθμοί έχουν πέσει πολύ και το κομμάτι είναι ορχηστρικό ως το 3ο λεπτό και έχει μελωδία με πολύ δυσοίωνη σχεδόν απειλητική διάθεση. Επιτέλους! Ήδη έχω ξεχάσει όλα τα προηγούμενα κομμάτια και σας παραπέμπω να κάνετε άλλο ένα πείραμα. Να ακούσετε στη σειρά αυτό το κομμάτι και το ‘Labyrinth of dreams' των Nox Arcana.
‘In your arms again'
NOW you're talking Mr Moorings! (όπως λένε και οι Άγγλοι). Ήδη από τις πρώτες του νότες και τη μελωδία της εισαγωγής, ανέβασε τα db στα ύψη πόσο μάλλον όταν άκουσα τους στίχους και την ερμηνεία τους στο ρεφρέν. Μαζί με το ‘She did not answer', παίζουν σε επανάληψη από τη στιγμή που απέκτησα το άλμπουμ. Οι λόγοι? Το στοιχείο της μελαγχολικής γεμάτης απόγνωση λαχτάρας στην ερμηνεία των στίχων, μαζί με το ρυθμό και τα δυναμικά stand out των synth με τα κρουστά τα οποία τόσο πετυχημένα συντονίζονται σχεδόν με τους χτύπους της καρδιάς. Χορευτική υπερένταση άκρως ευπρόσδεκτη.
Όσο για το ‘She did not answer', εκτός του ότι παραπέμπει λίγο στο ‘She' των Diary of Dreams από άποψη θεματολογίας (οι οποίοι όμως κάπως πλανώνται νομίζω πάνω από αυτά τα δυο κομμάτια...) έχει τα μοναδικά χαρακτηριστικά της μουσικής των Xymox και αυτό ακυρώνει εξαρχής κάθε ‘περίεργη' σκέψη. Είναι ένα κομμάτι με πολύ ωραίο μελωδικό γύρισμα στο ρεφρέν και στίχους οι οποίοι μας επιτρέπουν να φανταστούμε μια μικρή (λίγο πικρή) ιστορία. Ξέρουν άλλωστε πολύ καλά να το χαράζουν αυτό το μονοπάτι των υπαινισσόμενων ιστοριών οι Clan of Xymox.
Αν δεν έχουν ήδη, νομίζω ότι στο εγγύς μέλλον αυτά τα δυο κομμάτια θα έχουν περίοπτη θέση στα dance floors.
Αφού απαγκιστρωθείτε από τα τέσσερα αυτά κομμάτια, η συνέχεια του άλμπουμ πιάνει το νήμα από το ‘Dream of fools', κινείται σε πιο gothic και αργούς ρυθμούς, με μελαγχολικές διαθέσεις στην ερμηνεία και φόντο έναν αρκετά σύνθετο ηλεκτρονικό ήχο από άποψη περιεχομένου ρυθμών, κλιμάκων και πλήθους εναλλαγών. Τελικά το ‘Deep down I died' δε θα μπορούσε να συνοψίζει καλύτερα το τί επακολούθησε.
Rating: 8 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Για όσους έχουν ασχοληθεί με τη μουσική του Patrick Wolf στο παρελθόν, η πρώτη έκπληξη από το νέο, πέμπτο του album έρχεται ήδη από το εξώφυλλο. Λευκό, απλό και εντελώς απέριττο, δε θυμίζει σε τίποτα τα εξώφυλλα από παλαιότερες δουλειές του. Αυτή η πρώτη εντύπωση είναι, χωρίς υπερβολή, η καλύτερη περίληψη που θα μπορούσε να γίνει για τη μουσική μεταμόρφωση που υπέστη στο συγκεκριμένο δίσκο ο άλλοτε σκοτεινός τραγουδοποιός.
Τα πράγματα εδώ είναι πιο απλά, φωτεινά και αισιόδοξα. Το Lupercalia, καλώς ή κακώς, είναι ένα κλασσικό love album. Αρχικά, βέβαια, το σχέδιο ήταν να κυκλοφορήσει το sequel του προηγούμενου αρκετά καταθλιπτικού, από άποψη περιεχομένου, δίσκου. Ωστόσο, ο Patrick Wolf στο μεταξύ ερωτεύτηκε και πήρε την απόφαση να αφήσει στο συρτάρι το υλικό που είχε, προκειμένου να ηχογραφήσει κάτι που θα αντικατοπτρίζει την τρέχουσα ψυχική του διάθεση. Η απόφαση ήταν σωστή (πιθανότατα δε θα έπειθε πλέον αν συνέχιζε στο ίδιο ύφος), αλλά αυτός ο νέος ήχος δεν παύει να ξενίζει στα αυτιά του ακροατή. Το να ακούς χαρούμενα (και συχνά χαζοχαρούμενα) τραγούδια αγάπης δια στόματος Patrick Wolf, είναι σαν να αναθέτεις στον Mika να εκτελέσει μοιρολόγια! Το κοντινότερο στο Lupercalia δείγμα από τη δισκογραφία του είναι το κομμάτι The Magic Position. Οι fans των δύο πρώτων, gothic inspired, folcotronica δίσκων, αλλά και του industrial ήχου του πιο πρόσφατου μάλλον θα απογοητευτούν αυτή τη φορά.
Μουσικά, πάντως, και αυτό το album έχει κάποιο ενδιαφέρον. Ναι μεν έχουμε αμιγώς pop, στα όρια του mainstream (!) συνθέσεις, όμως είναι άψογα ενορχηστρωμένες και εκτελεσμένες. Βιρτουόζος μουσικός με κλασσική παιδεία, ο Patrick Wolf για μία ακόμα φορά ξετυλίγει το ταλέντο του και κάθε άλλο παρά απογοητεύει. Η μυστηριακή αύρα και ο ελιτισμός, βέβαια, εδώ μάλλον θυσιάζονται στο βωμό μιας πεντακάθαρης, "γήινης" παραγωγής. Επίσης, αρκετά κομμάτια είναι γλυκανάλατα, ενώ τα μισά περίπου χαρακτηρίζονται επιεικώς αδιάφορα από μουσικής πλευράς. Αντίθετα, στις καλές στιγμές συγκαταλέγονται το Together, μοναδικό κομμάτι στο οποίο ο Wolf θυμίζει τον παλιό, ηλεκτρονικό ήχο του, το single House, όπου βρίσκει τη χρυσή τομή αποτύπωσης της ευτυχίας χωρίς να καταλήξει γλυκανάλατος, καθώς και το επίσης single The City που ξεχωρίζει με το σαξόφωνο του, όργανο που φέτος σαν από σύμπτωση πρωτοσυναντήσαμε σε albums πολλών καλλιτεχνών, από Destroyer και Bon Iver, μέχρι Lady Gaga!
Το δυνατότερο χαρτί του Lupercalia, όμως, είναι οι στίχοι του. Ο Patrick Wolf γράφει με απίστευτη αμεσότητα και ευαισθησία, την ευαισθησία μιας πονεμένης ψυχής που βρήκε τη γαλήνη και τη λύτρωση στην αγάπη. Η κορυφαία στιχουργική στιγμή βρίσκεται και στο κορυφαίο κομμάτι του δίσκου, Home: "I love that you live here with me / gives me the greatest peace I've ever known", για να καταλήξει στο "Only love makes house a home" λίγες γραμμές αργότερα. Στο Together έχουμε την απόλυτη υπέρβαση του εγωισμού ("I put my honour in the waste, pull you closer and embrace"), ενώ στο The City αναδεικνύεται και η αλτρουιστική πλευρά της αγάπης ("Let me shed some light on your dark"). Δεν λείπουν βέβαια και τα τραγούδια χωρισμού, όπως το Time Of My Life, αλλά ούτε και οι σαφείς αναφορές στην κοινωνική καταπίεση που μπορεί να υποστεί κανείς, συμπεριλαμβανομένου προφανώς και του ίδιου του καλλιτέχνη: "No fear of society evolves you and me", "Forgive me father, I've no son". Τέλος, καθόλου τυχαίο δεν μοιάζει να είναι το γεγονός ότι ο τελευταίος στίχος ολόκληρου του album είναι το "Time to ring that charming bell", αν και, εντελώς ειρωνικά, ακούγεται υπερβολικά "μικροαστικό" για να το λέει ο Patrick Wolf!
Γενικά, το concept της αγάπης προσεγγίζεται πολύ σφαιρικά, αν και όχι πάντα με απόλυτη επιτυχία. Καμιά φορά η έντονη περιγραφικότητα στο στίχο, καθώς και η συχνή επανάληψη λέξεων και φράσεων, σε συνδυασμό με την ανάλαφρη μουσική, καθιστούν το Lupercalia γλυκανάλατο. Με τις υπάρχουσες καλές στιγμές, όμως, να είναι αρκετές και διακριτές, οριακά ξεγλιστράει και αποφεύγει να πέσει στην κατηγορία των χιλιοακουσμένων και βαρετών love albums. Μην περιμένετε πάντως κάτι εντυπωσιακό...
Rating : 6,5 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Ή αλλιώς...μια ατέλειωτη μουσική αιώρηση..?
Τι είναι πιο χρήσιμο? Το να συγκρίνει κανείς κάποιον με τον πρόσφατο εαυτό του ώστε να φανεί η εξέλιξή του και η περισσότερο ή λιγότερο θετική της ροπή? Μήπως, το να συγκρίνει με άλλα συγκροτήματα του ίδιου ή παρεμφερών μουσικών ειδών? Ή το να μη γίνει καμία σύγκριση τελικά αλλά να εστιάσει κανείς στην όποια αίσθηση προκαλούν οι στίχοι και η μουσική? Καλύτερα, να μη θέσω καν το ερώτημα του κατά πόσο είναι χρήσιμη μια κριτική που αφορά στη μουσική επένδυση ταινιών. Γιατί τότε θα μπουν υπό χαώδη συζήτηση, παράγοντες που άπτονται του προσωπικού γούστου του καθένα και στοιχεία που επηρεάζουν την προτίμηση στο ένα ή το άλλο μουσικό μορφολογικό ύφος ανάλογα με την υπόθεση κάθε ταινίας.
Επιλέγω να κάνω το δεύτερο και πιο ριψοκίνδυνο αφού παραθέσω πρώτ' απ' όλα, τρεις τίτλους και τέσσερα ονόματα τα οποία θα ‘μας' χρειαστούν στην πορεία: ‘L'esprit', ‘Praxis', ‘Anatomy of a poet', ‘Max Richter', ‘Julia Wolfe', ‘Wim Mertens', ‘Michael Nyman'.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Παραδέχομαι την έντονη δυσαρέσκειά μου με το ξεκίνημα του ‘Blind Sound' και την αρνητική έκπληξή μου όσον αφορά στο ερμηνευτικό κομμάτι του άλμπουμ. Για το πρώτο, ο λόγος ήταν το σχεδόν ‘εξαντλημένο' (από άποψη επεξεργασίας και σύνθεσης) soundrack-ικό ύφος της μουσικής και το γνώριμο πολυχρησιμοποιημένο μουσικό μοτίβο των In the Nursery, το οποίο ξαναπαρουσιάζεται απαράλλαχτο και σ' αυτό το άλμπουμ. Τα ίδια τύμπανα, στους ίδιους ρυθμούς παράγουν τον ίδιο ήχο που έχουμε ακούσει σχεδόν σε όλα τα άλμπουμ της μπάντας. Παρ' όλ' αυτά το άλμπουμ δεν παύει να είναι δελεαστικό για τους λάτρεις της martial και neoclassical σκηνής κυρίως γιατί ενισχύεται το πομπώδες ύφος των τυμπάνων και των κρουστών γενικά. Για το δεύτερο, την έκπληξη, φταίει ο τρόπος ερμηνείας των κομματιών ‘Artisans of civilisation' και ‘Past glory' ο οποίος με έκανε να αναρωτηθώ πολύ σοβαρά αν ακούω In the Nursery, ή ξαφνικά ο Tomas Pettersson αποφάσισε να συνδράμει στο Blind Sound. Σε κάθε περίπτωση, προτιμώ τους Ordo Rosarius Equilibrio!
Από το ‘Trial by error' και μετά, το άλμπουμ αλλάζει ύφος κι αυτό θεωρώ ότι είναι το ενδιαφέρον του στοιχείο. Στα επόμενα τραγούδια υπερτερεί το ηλεκτρονικό, και μινιμαλιστικό στοιχείο με αδιάφορες μελωδίες στα όργανα που πρωταγωνιστούν (πιάνο, βιολί) παρ' όλ'αυτά. Τα κρουστά και ειδικά τα τύμπανα λιγοστεύουν και η ατμόσφαιρα που επικρατεί ακροβατεί ανάμεσα σε ambient και lounge διαθέσεις (βλ. ‘Coloured silence'). Τα φωνητικά παίζουν καθοριστικό ρόλο σε όλα τα παραπάνω εφ' όσον έχει επιλεχθεί να ακούγονται σε λίγα σημεία και έχοντας ένα χαρακτήρα αιθέριο, συνοδευτικό της μουσικής και ήσυχο από άποψη συναισθημάτων. Ενώ λοιπόν καλωσορίζω αυτή την αλλαγή ύφους, τελικά αυτό το άκουσμα δε μου τράβηξε την προσοχή και το ενδιαφέρον ως κάτι το αξιόλογο. Θεωρώ πως οι λάτρεις της ambient και dark ambient σκηνής, μάλλον αδιάφορο θα έβρισκαν αυτό το μισό του άλμπουμ λαμβάνοντας υπ' όψη άλλα συγκροτήματα του είδους.
‘...His reputation went in front of him carrying a red flag...' (‘Red Harvest', album: Duality)
Και τώρα έχω ένα ρητορικό ερώτημα να θέσω...ή μάλλον δυο. Αν υποθέσουμε ότι τα ‘Praxis', ‘L'esprit', ‘Anatomy of a poet' είναι τα καλύτερα άλμπουμ των In The Nursery μέχρι τώρα (από άποψη μελωδιών, ερμηνείας και στίχων), το ‘Blind Sound' τι θέση έχει ανάμεσά τους? (Η δική μου απάντηση: καμία). Επίσης, αν θεωρήσουμε ότι η ορχηστρική μουσική που επενδύει ταινίες ‘περιγράφει' ιστορίες ή αλλιώς, συναισθήματα, τότε, πόσα συναισθήματα εκφράζει το ‘Blind Sound'? Ίσως δεν είναι δόκιμο αυτή τη στιγμή, όμως αποτελεί την προσωπική μου βάση αξιολόγησης, γι' αυτό και θα το αναφέρω.
Όταν λοιπόν ακούω έστω και δυο μουσικά μέτρα από οποιoδήποτε κομμάτι της Julia Wolfe ή του Michael Nyman, ήδη καταλαβαίνω (όπως όταν κάποιος μου διηγείται προφορικά) την αρχή μιας ιστορίας. Οι νότες που παίζει για παράδειγμα το βιολί ή το πιάνο στις συνθέσεις αντίστοιχων συνθετών, φαίνεται να μη μπορούν να ακουστούν από κανένα άλλο μουσικό όργανο. Σαν η χροιά και ο ήχος αυτών των οργάνων να παρέχουν ΑΚΡΙΒΩΣ ό,τι χρειάζεται το κομμάτι στη δεδομένη στιγμή, για να κάνει πλήρως κατανοητό το νόημά του. Ο Max Richter μόνο με ένα μουσικό μέτρο έχει ήδη δημιουργήσει τεράστια συναισθηματική ένταση.
Δεν αισθάνομαι το ίδιο με τη μουσική των In the Nursery, παρ' ό,τι ανήκει στο ίδιο περίπου είδος με τη μουσική των προαναφερόμενων συνθετών ακροβατώντας ανάμεσα σε ambient και neoclassical. Τα κομμάτια των In the Nursery κατά τη γνώμη μου δε θα μπορούσαν ποτέ να επενδύσουν μια ταινία του David Lynch ούτε και την ‘Κοιλιά του Αρχιτέκτονα' όμως θα μπορούσαν να αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι ταινιών όπως ‘Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών' ή οι ‘300'... Δεν είναι τίποτα απ ‘όλα πιο προτιμητέο από τα υπόλοιπα όμως προσωπικά δε μου προκαλεί το παραμικρό συναίσθημα η μουσική επένδυση ταινιών όπως η τελευταία. Ακόμα κι αυτό όμως δε θα έπρεπε να παίζει κανένα απολύτως ρόλο στην τελική αποτίμηση ενός μουσικού αποτελέσματος. Με άλλα λόγια αν αυτό το άλμπουμ δεν αγκιστρωνόταν από ήδη δοκιμασμένες συνθέσεις του παρελθόντος τους, το αποτέλεσμα ίσως να ήταν πιο ενδιαφέρον. Μου είναι δύσκολο με τα δεδομένα αυτά να διώξω την εντύπωση πως η χρήση ήχων από τόσα διαφορετικά μουσικά όργανα έχει μοναδικό σκοπό απλά τη δημιουργία ενός πληθωρικού ακούσματος. Αμφιβάλλω δε αν υπάρχει ενορχήστρωση ή απλά όλα ‘βρήκαν τη θέση' τους λίγο ενστικτωδώς και αρκετά εμπειρικά. Δε μου αρκεί ότι πρόκειται για ένα άλμπουμ που ‘γιορτάζει' τα 30 χρόνια του συγκροτήματος παρά μόνο αν το άλμπουμ αυτό παίζει το ρόλο μιας περίληψης της μουσικής πορείας τους ως τώρα.
A resonance which doesn't...resonate... !
Τελειώνω με μια αναφορά στο κομμάτι ‘Crave' το οποίο είναι για μένα το πιο ενδιαφέρον του άλμπουμ (μαζί με το ‘Crepuscule'), το πρώτο λεπτό του ‘Lectern' (ώσπου τα φωνητικά να θυμίσουν στην καλύτερη περίπτωση στιγμές του ‘When Cherished Dreams Come True' (1983) ) και το ‘Resonance'. Η ερμηνεία του δε μου προκαλεί αυτό που λέει ο τίτλος σε καμία περίπτωση και αναρωτιέμαι...
Γι'αυτό θα τολμήσω μια ‘επικίνδυνη' σύγκριση με το ‘Craving' των Dreadful Shadows για όποιον ριψοκίνδυνο, γιατί επιδιώκω μέσω αυτής να δημιουργήσω σοβαρές αμφιβολίες για το μουσικό αποτέλεσμα του συγκεκριμένου κομματιού του ‘Blind Sound'. Υπάρχει βέβαια και η πιθανότητα να με βρείτε υπερβολική. Το ρίσκο δικό μου...και το αναλαμβάνω!
Αν η διάθεσή μου ήταν χρώμα, με το τέλος αυτού του άλμπουμ αυτού, θα ήταν... το μισητό μου' γκρι.
Rating: 6,5 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Με 13 χρόνια πορείας στο μουσικό στερέωμα και ήδη 6 albums στο ενεργητικό τους, οι Death Cab For Cutie δεν είναι σε καμία περίπτωση "χθεσινοί". Ιδιαίτερα δημοφιλείς στην Αμερική, μετρούν αρκετά top 10 singles στα US alternative charts, ενώ το 2009 φλέρταραν έντονα και με τη mainstream σκηνή, όταν το κομμάτι "Meet Me on the Equinox" συμπεριλήφθκε στο soundtrack του The Twilight Saga: New Moon. Σε αυτά τα μήκη κύματος φαίνεται να κινείται και το νέο, έβδομο album τους, μία φιλόδοξη προσπάθεια για να διευρύνουν ακόμα περισσότερο το fan base τους.
Το "Codes And Keys" διαφοροποιείται από όλες τις προηγούμενες δουλειές του συγκροτήματος. Είναι εμφανές ότι εδώ ακολουθήθηκε μια περισσότερο pop κατεύθυνση. 'Ετσι, έχουμε πολύ λιγότερες κιθάρες, τις οποίες ήρθε να αντικαταστήσει το synthesizer, προκειμένου να αποφευχθεί μια ενδεχόμενη επανάληψη του ήχου του προηγούμενου album, "Narrow Stairs", όπως δήλωσαν και οι ίδιοι. Δεν αποκλείεται, βέβαια, να είχαν στο μυαλό τους την επιτυχία του electropop / synthpop side project του τραγουδιστή Ben Gibbard "The Postal Service" όταν έκαναν αυτήν την επιλογή. Ο παραγωγός (και κιθαρίστας) Chris Walla, πάντως, έχει κάνει καλή δουλειά αυτή τη φορά, μιας και όλα τα κομμάτια είναι προσεγμένα και επιμελώς επεξεργασμένα. Οι 11 αυτές συνθέσεις, φιλικότατες προς το αυτί όλες τους, συνιστούν έναν ευκολοάκουστο και ευχάριστο δίσκο που δεν περνάει απαρατήρητος, μιας και περιέχει αρκετές και διαφορετικές μεταξύ τους ιδέες, άφθονη μελωδικότητα και πολυποίκιλη δομή. Κάθε κομμάτι ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα και έχει κάτι διαφορετικό να δείξει. Θεματολογικά, η γνωστή μελαγχολία των Death Cab For Cutie φωτίζεται από ηλιαχτίδες αισιοδοξίας αυτή τη φορά, σηματοδοτώντας ίσως την έναρξη ενός νέου κεφαλαίου για τη στιχουργική του συγκροτήματος.
Αυτό που λείπει από το "Codes And Keys", είναι το βάθος. Δεν είναι ότι μας είχαν συνηθίσει σε κάτι τέτοιο, βέβαια, όμως όταν ο παραγωγός δηλώνει πρόθεση να δώσει προβάδισμα στον "ιμπρεσιονισμό" έναντι της "φωτογραφίας", οι προσδοκίες ανεβαίνουν και εντέλει το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να απογοητεύσει. Οι catchy μελωδίες επισκιάζουν τους στίχους, προδίδοντας έναν έντονο εμπορικό προσανατολισμό, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω. Όσο κι αν ισχυρίζεται ο Gibbard ότι είναι περήφανος για αυτό το album και δεν τον νοιάζει αν θα αρέσει στον κόσμο, τα φαινόμενα προδίδουν το αντίθετο. Έχει καταβληθεί μεγάλη προσπάθεια για εύπεπτη μουσική, καταφεύγοντας συνεχώς σε ασφαλείς επιλογές. Συνεπώς, μπορεί να μην υπάρχει κακό κομμάτι, όμως το τίμημα είναι ότι δεν υπάρχει και κάποιο που να αγγίζει ιδιαίτερα τον εσωτερικό κόσμο. Συν τοις άλλοις, τα περισσότερα από αυτά ακούγονται περιέργως οικεία... Κλείνοντας με τα αρνητικά, ο πειραματισμός είναι μεν αρκετός, σε καμία περίπτωση όμως η διαφορά δεν εκπλήσσει τον ακροατή, όπως σκόπευαν οι αμερικανοί.
Κάνοντας έναν απολογισμό, η επιστροφή των Death Cab For Cutie κινείται μεταξύ της στασιμότητας και της προόδου. Αρκετά διαφορετικό για να πει κάτι καινούριο, πολύ συντηρητικό για να κάνει την υπέρβαση. Θα έλεγε κανείς ότι κάνει μισό βήμα προς τα εμπρός! Η αντοχή του στο χρόνο και στη μνήμη μας είναι αμφίβολη, όμως στο βαθμό που η μουσική είναι κάτι το υποκειμενικό, το "Codes And Keys" μπορεί να αγγίξει κάποιους και γι αυτό αξίζει τουλάχιστον ένα άκουσμα από όλους. Ενδεικτικά, αξιόλογα κομμάτια είναι τo πρώτο single "Υou Are a Tourist", καθώς και τα "Doors Unlocked and Open" και "Unobstructed Views". Περιμένουμε όμως καλύτερα πράγματα από το συγκρότημα στο μέλλον.
Rating : 6 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Arctic Monkeys - Suck It and See
1. She's Thunderstorms 2. Black Treacle 3. Brick
by Brick 4. The Hellcat Spangled Shalalala 5. Don't Sit Down 'Cause I've Moved
Your Chair 6. Library Pictures 7. All My Own Stunts 8. Reckless Serenade 9.
Piledriver Waltz 10. Love Is a Laserquest 11. Suck It and See 12. That's Where
You're Wrong
6 June 2011 - Domino Records
Για τους Arctic Monkeys δε χρειάζονται
ιδιαίτερες συστάσεις. Ξεκινώντας δυναμικά την καριέρα τους το 2006 με έναν από
τους καλύτερους δίσκους των 00's, το "Whatever People Say I Am,
That's What I'm Not", χάρη στο οποίο δημιούργησαν ένα
τεράστιο fan base, συνέχισαν με το σχεδόν εξίσου καλό "Favourite Worst Nightmare", που τους εκτίναξε σε ακόμα μεγαλύτερα ύψη, για να απογοητεύσουν
ελαφρώς με τον τρίτο δίσκο τους "Humbug", το οποίο
σχολιάστηκε αρνητικά από την πλειοψηφία κοινού και κριτικών για την έλλειψη
ξεκάθαρου ηχητικού προσανατολισμού. Οι πιο οξυδερκείς, βέβαια, είχαν επισημάνει
ότι η συγκεκριμένη δουλειά ανοίγει ορίζοντες για νέες μουσικές κατευθύνσεις του
συγκροτήματος. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο δεν ξέραμε τι ακριβώς να περιμένουμε
από το παρόν, τέταρτο album των μαϊμούδων. Θα
επιστρέψουν στις ρίζες τους μετά την αποτυχία του "Humbug"; Ή θα εξελίξουν τον ήχο τους ακόμα περισσότερο;
Η απάντηση ήρθε ηχηρή
από το συγκρότημα. Το "Suck It and See"
είναι ένα mix 'n'
match album, ένα ηχητικό κολλάζ βρετανικών και αμερικάνικων στοιχείων, πλην όμως
πολύ πιο πετυχημένο, συνεκτικό και κατασταλαγμένο από το "Humbug". Το είχε δηλώσει άλλωστε και ο ίδιος ο frontman, Alex Turner: αυτή τη φορά τα παιδιά πήγαν στο studio έχοντας ξεκάθαρη εικόνα του τι θέλουν να δημιουργήσουν. Αν
το "Suck It and See"
είναι ηχητικά ένα μίγμα παλαιότερων κομματιών του συγκροτήματος, τα κυριότερα
συστατικά του είναι τα "Fluorescent Adolescent", "My Propeller" και "Cornerstone". Πάνω σε αυτά
είναι δομημένο, με πινελιές psychedelic, garage, μέχρι και stoner rock , υπό την καθοδήγηση του παραγωγού και frontman των Queens of the Stone Age, Josh Homme, ο οποίος εδώ έκανε
εμφανώς καλύτερη δουλειά απ' ό,τι στο "Humbug". Σε καμία περίπτωση, πάντως, δεν υπάρχει στασιμότητα στον ήχο,
γεγονός που καταγράφεται στα υπερ. Πέρα από αυτά, οι κιθάρες είναι για μία
ακόμα φορά εξαιρετικές, με μια περισσότερο vintage χροιά, οι συνθέσεις όμορφες και καλοδουλεμένες, συχνά
πολύ μελωδικές, αλλά ποτέ γλυκανάλατες, ενώ στιχουργικά ο Alex Turner αποδεικνύει και πάλι
τη μαεστρία, την ασύλληπτη εφευρετικότητα και την αστείρευτη φαντασία του. Από
άποψη θεματολογίας, έχουμε να κάνουμε κυρίως με μικρές καθημερινές προσωπικές
ιστορίες, συνήθως ερωτικού χαρακτήρα, δοσμένες με ρομαντισμό, αφοπλιστική
ευθύτητα και ενίοτε σαρκασμό. Φυσικά, η γνωστή εικονοπλαστική τακτική και οι
ιδιοφυείς μεταφορές του Alex Turner δηλώνουν όπως πάντα το "παρών".
Αν υπάρχει σημείο στο
οποίο χωλαίνει o Turner στο "Suck It and See",
αυτό είναι η ερμηνεία του. Ενώ τα κομμάτια είναι στην πλειοψηφία τους ζωηρά,
παιχνιδιάρικα και αρκετά δυναμικά, εκείνος τα ερμηνεύει όλα με τον ίδιο πεζό,
άχρωμο και ξεψυχισμένο τρόπο, σε μια προσπάθεια ίσως για να δείξει ωριμότερος
και σοβαρότερος. Ήδη από το "Humbug" είχαμε
παρατηρήσει αυτήν του την τάση, τώρα όμως έγινε εντονότερη. Το αποτέλεσμα είναι
μια ερμηνεία ανεπαρκής, με τα τραγούδια να μην υποστηρίζονται όσο θα έπρεπε και
να ακούγονται κάπως φτωχά, σαν να συγκρατούνται από το να απογειωθούν.
Μιλώντας για
κομμάτια, πάντως, στο "Suck It and See"
υπάρχει άφθονο καλό υλικό. Τα εναρκτήρια "She's Thunderstorms" και "Black Treacle" είναι η
καλύτερη εισαγωγή που θα μπορούσε να έχει ο δίσκος και σίγουρα συγκαταλέγονται
στα highlights. Γλυκές, ανάλαφρες μελωδίες, πλούσιος ήχος,
βρετανικό στυλ και εναλλαγές είναι μεταξύ άλλων τα καλούδια τους. Τα ίδια ισχύουν
και για το "The Hellcat Spangled Shalalala", που αποτελεί και το δεύτερο single. Πριν από αυτό, το "Brick By Brick" μας πάει στην
άλλη πλευρά του ατλαντικού. Πολύ καλά φωνητικά από Matt Helders, απολαυστικές
κιθάρες, αν και φτωχοί για τα δεδομένα των Arctic Monkeys στίχοι. Το συγκρότημα
επιμένει στον αμερικάνικο ήχο και στο πρώτο
single "Don't Sit Down 'Cause I've Moved Your Chair", ίσως η πιο
βαριά ροκιά που έχουμε ακούσει μέχρι τώρα στη δισκογραφία των Monkeys, με στοιχεία desert και stoner rock. Το "Library Pictures", που
ακολουθεί, χωρίς να είναι κακό, είναι ίσως το μόνο παράταιρο και αταίριαστο
κομμάτι του δίσκου. Μοιάζει να έχει ξεμείνει από το "Favourite Worst Nightmare", μιας και θυμίζει αρκετά "Teddy Picker" και "Do Me a Favour". Back vocals από τον παραγωγό Josh Homme στο μέτριο "All My Own Stunts", χαριτωμένη
μουσική στο "Reckless Serenade", που περιγράφει με γλαφυρό τρόπο έναν έρωτα που γεννιέται, για να
φτάσουμε στο "Piledriver Waltz", ένα ακόμα διαμαντάκι, το οποίο υπάρχει και στη solo δουλειά του Alex Turner στο soundtrack της ταινίας "Submarine", αλλά ηχογραφήθηκε εκ νέου από όλο το συγκρότημα με πολύ καλύτερα
αποτελέσματα. Στο αδύναμο συνθετικά "Love Is a Laserquest" έχουμε έναν δύσκολο χωρισμό και ίσως
τους καλύτερους στίχους του album, ενώ τα δύο
τελευταία κομμάτια "Suck It and See"
και "That's Where You're Wrong" είναι συμπαθητικά χωρίς να ξεχωρίζουν.
"Suck It and See" μας προτρέπουν, λοιπόν, οι Arctic Monkeys. Και αφού ακούσει κανείς το album, ο τίτλος αποδεικνύεται έξυπνος και απόλυτα πετυχημένος. Η γεύση του
είναι ιδιαίτερη. Σε άλλους θα αρέσει, σε άλλους όχι. Προσωπικό συμπέρασμα; Το album δεν είναι εξίσου
συναρπαστικό με τα δύο πρώτα, αλλά είναι σαφώς καλύτερο του "Humbug". Αν το πάρεις απόφαση ότι οι Monkeys των 00's τελείωσαν και
συμβιβαστείς με το γεγονός ότι πλέον έχουμε να κάνουμε με ένα άλλο συγκρότημα,
το "Suck It and See"
είναι ένα απολαυστικό άκουσμα.
Rating : 8 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Arctic Monkeys official
Pages