Crystal Stilts - In Love With Oblivion
1.Sycamore
Tree/ 2.Trough the Floor/ 3.Silver Sun/ 4.Alien Rivers/ 5. Half a Moon 6.Flying Into The
Sun/ 7.Shake the Shackles/ 8.Precarious Stair/ 9.Invisible City/ 10.Blood
Barons/ 11.Prometheus at Large
12 April 2011 - Slumberland
Η αναπαλαίωση στη μουσική είναι πλέον ένας ευρέως αποδεκτός
θεσμός, ο οποίος δεν εκτιμάται λιγότερο από τα καινοτόμα δείγματα. Άλλοι
περνούν τελείως τη μουσική τους από τα φίλτρα παλαιότερων δεκαετιών και άλλοι
επηρεάζονται και απλά θυμίζουν κάτι. Ο λόγος όμως τόσο για τον καλλιτέχνη όσο
και για τον ακροατή που γυρίζουν πίσω στον χρόνο είναι λίγο δύσκολο να
περιγραφεί με ειλικρίνεια. Και προσωπικά ακόμα αναρωτιέμαι. Δεν θέλω να το
ταυτίσω με τη νοσταλγία γιατί είναι αρκετά μετέωρο.
Νέα Υόρκη και Slumberland, τα υπόλοιπα έρχονται μόνα τους... Ξεκινούν από
κυκλοφορίες «ονειρικών» Stereolab και Velocity Girl, θορύβους των Black Tambourine μέχρι
τους πλέον οικείους The Pains of Being Pure at Heart και
Dum Dum Girls. Φτάνουμε λοιπόν στους Crystal Stilts, άλλη μια αιθέρια σειρά
εκτελέσεων με κοσμητικές τις βρόμικες κιθάρες και εκκεντρικότητα θα λέγαμε του Vox Jaguar Organ, φωνητικά αναλλοίωτα με
την πάροδο του χρόνου .
Μετά το αναμφίβολα επιτυχές Alight of Night φέτος
έχουμε το In Love With Oblivion από τους
Crystal Stilts,
ένα soft γκαράζι που μας έρχεται από το Brooklyn. Κρατά καλά την παράδοση των Jesus and Mary Chain και
των My
Bloody Valentine
και παρουσιάζει μια αναβίωση του είδους της δεκαετίας του 80 με αναμείξεις
ψυχεδελικού organ και «όνειρα» των 90s. Στα ίδια πλαίσια με τον προηγούμενο δίσκο η ατμόσφαιρα του
αγγίζει τολμώ να πω εξίσου γοητευτικό επίπεδο της χαρακτηριστικής δεκαετίας
χωρίς να χάνει τη φρεσκάδα της σημερινής κατάταξης του shoegaze. Είναι όσο σωστό πρέπει, χωρίς
ατέλειες, επαρκές χωρίς να χάνει το ενδιαφέρον σαν μουσικό προϊόν.
Η ιστορία δείχνει ότι πολλοί καλλιτέχνες ζουν μέσα από τα
συνεχή πειράματα τόσο για την διαμόρφωση του ήχου όσο και για την
αποκρυστάλλωση του χαρακτήρα τους, χωρίς να στέκονται σε σταθερά ερεθίσματα.
Από την άλλη πλευρά έχουμε την εκδοχή του «κλασσικού» που αποδίδεται με
ανεξίτηλους κανόνες, καθοριστικοί αλλά χωρίς περιορισμούς, θεμελιώδεις αλλά και
εκφραστικοί, με «δασκάλους» αλλά και με
δημιουργικές ψυχές. Υπάρχει όμως πίσω από όλα αυτά η τραγική ειρωνεία
του κέρδους ; Κατά πόσο μας ενδιαφέρει ;
Rating : 8 / 10
Φωτεινή Κολαΐτη
Crystal Stilts official
Low - C'mon
01. Try to Sleep 02. You See Everything 03. Witches 04. Done 05. Especially Me 06. $20 07. Majesty/Magic 08. Nightingale 09. Nothing but Heart 10. Something's Turning Over
12 April 2011 - Sub Pop
(«Πού είναι τα riffs?»)
Οι Low, το αμερικάνικο τρίο από το Duluth της Minnesota, επέστρεψαν αυτή την άνοιξη με το ένατο άλμπουμ
τους. Απ' τους πρωτεργάτες του slowcore ήχου (παρόλο που οι ίδιοι δεν αποδέχονται την «ταμπέλα») - μαζί με groups όπως οι Red House Painters και οι Codeine - οι Low είναι απ' τις μπάντες που θα
μπορούσε να αποκαλέσει κανείς «όνομα και πράγμα»: αργά tempos και μινιμαλιστικές ενορχηστρώσεις, διανθισμένες από ένα match made in heaven ως προς τα φωνητικά (Alan Sparhawk και Mimi Parker).
Η συνταγή, αν και επιτυχημένη, εμπλουτίστηκε -άλλοτε επιτυχώς και άλλοτε
ανεπιτυχώς- με διάφορες πιο ηλεκτρονικές και κιθαριστικές επιρροές μέσα στην
20ετή πορεία τους, χωρίς ωστόσο να χάσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της. Μετά
μάλιστα από τις πιο πειραματικές διαθέσεις των τελευταίων άλμπουμ τους, οι Low φαίνεται να κάνουν μια συνειδητή επιστροφή στον
πιο πρώιμο -και αγαπημένο- ήχο τους.
Το C'mon συγκεκριμένα κινείται στα
χνάρια του Things We Lost In The Fire αλλά και του πιο πρόσφατου και εξαιρετικού Trust. Δεν είναι άλλωστε καθόλου τυχαίο ότι ηχογραφήθηκε
στο ίδιο ακριβώς μέρος ώπου είχε ηχογραφηθεί το Trust (μια παλιά Καθολική εκκλησία), με την ιδιαίτερη ηχητική του χώρου να κάνει
έκδηλη την παρουσία της και στα δύο άλμπουμ. Και είναι ίσως κι αυτός ένας ακόμα
συμβολισμός της διάθεσης για επιστροφή στο παρελθόν, μέσα από την ωριμότητα των
ηχητικών πειραματισμών του παρόντος. Μια ακόμα ευχάριστη έκπληξη του C'mon είναι η συγκριτικά μεγαλύτερη παρουσία και συμβολή της Mimi Parker, τόσο στα φωνητικά,
όσο και στο γενικότερο ηχητικό αποτέλεσμα. Το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, μέσα από
τη φαινομενική -και καθ'όλα συνειδητή- απλότητα των συνθέσεων/ενορχηστρώσεων,
αντανακλά μια έντονη πλέον αυτοπεποίθηση αλλά και μια αφοπλιστική ειλικρίνεια. Και
είναι οι ίδιες αυτές οι προυποθέσεις, σε συνδυασμό με τη δυναμική των συνθέσεων
και τις ιδιαίτερες συνθήκες ηχογράφησης, που δημιουργούν με επιτυχία την
ψευδαίσθηση μιας επαφής πρώτου προσώπου μεταξύ ακροατή και συγκροτήματος.
Αν και στιχουργικά υπάρχουν κάποιες αδυναμίες, το
νέο άλμπουμ των Low είναι
γεμάτο απο μελωδίες-κομψοτεχνήματα και συναισθηματικά πλούσιες στιγμές. Και ενώ
φαινομενικά δεν παρουσιάζει μεν κάτι καινούριο ως προς τη μουσική τους εξέλιξη,
ουσιαστικά κάνει ένα βήμα πίσω για να επανακαθορίσει τον ήχο τους, μέσα απ' το
πρίσμα του «τώρα». Κι αυτό το «τώρα» δεν θα μπορούσε να εκφραστεί καλύτερα παρά
μόνο μέσα απ' τους στίχους του ίδιου του Alan Sparhawk: "Confusion and art, I'm nothing but heart.."
Κομμάτια που ξεχωρίζουν είναι το Especially Me, με
τα αιθέρια φωνητικά της Mimi Parker, το συγκριτικά πιο noisy Witches, που
σε παροτρύνει να αντιμετωπίσεις τις προσωπικές σου «μάγισσες-δαίμονες» μ'ένα
ρόπαλο του μπέιζμπολ, όπως και το πολυεπίπεδο Nothing But Heart, με τη συνδρομή του Nels Cline των Wilco στην steel κιθάρα. Ακόμα ένα αγαπημένο κομμάτι του δίσκου
είναι το ατμοσφαιρικό Majesty/Magic, αλλά και το αφοπλιστικό $20 που δίνει απάντηση σε αιώνια ερωτήματα ερωτοχτυπημένων ανά τον
κόσμο (τύπου «πόσο πάει;»).
Σε γενικές γραμμές, το C'mon, παρόλο που ανταμοίβει -και με το παραπάνω- το μακροχρόνιο ακροατή, δεν
απευθύνεται σε όλους, όπως και οι ίδιοι οι Low άλλωστε. Κι αυτό γιατί το είδος της μουσικής που
παίζουν μπορεί φαινομενικά να φλερτάρει,
τουλάχιστον ως προς τις πρώτες ακροάσεις, με πιο αδιάφορες εώς νυσταλέες
καταστάσεις ( οι diehard fans εξαιρούνται). Ωστόσο, αυτό που ουσιαστικά τους διατηρεί μακριά απ'αυτά τα
μονοπάτια είναι η ικανότητά τους να σχηματίζουν αυτή την πιο «προσωπική» σχέση
με τον ακροατή, γράφωντας μελωδίες που τόσο προέρχονται όσο και καταλήγουν στην
καρδιά. Κι ακόμα κι αν αυτό δεν ισχύει απαραίτητα για κάθε ξεχωριστή κυκλοφορία
της εικοσαετούς πορείας τους, το C'mon είναι ένα άλμπουμ όπου εκτός
από τα υπόλοιπα θετικά του, το συγκεκριμένο στοίχημα έχει ευτυχώς κερδηθεί.
(Α ναι, τα riffs. Οι Low -και ο
Chuck Norris- δεν χρειάζονται
riffs.)
Rating: 8 / 10
Κωνσταντίνα Μπασκουρέλου
Low @ Myspace
Fabrics - Fabrics
01. Autofriend / 02. Attractor / 03. Ir Committee / 04.
The Mark 13 / 05. Dark Entry / 06. Ebium / 07. Elbow Room / 08. Sad Modem / 09.
Deconstruction Yard / 10. Void Shuttle / 11. Raw
13 April 2011 - From A Tree
Η εγχώρια idm σκηνή έχει πολλές ιδιαιτερότητες,
τόσες που ίσως την καθιστούν και μοναδική σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες που
υπάρχουν στην χώρα. Χάραξε και συνεχίζει να χαράζει μόνη της το μονοπάτι που
ακολουθεί. Προσπαθεί να μην μπαίνει σε στεγανά -όσο της επιτρέπεται- και με
κάποια διαλείμματα επανεμφανίζεται στο προσκήνιο. Εκεί λοιπόν που έλεγα ότι θα
αργήσει να προβάλλει κάτι από τον συγκεκριμένο χώρο, εμφανίζεται ένα σχήμα από
την Θεσσαλονίκη. Οι Fabrics.
Πάει σχεδόν μία δεκαετία από
τότε που Έλληνες καλλιτέχνες ξεκινούσαν να ασχολούνται με την idm. Αρχικώς επηρεασμένοι από τους Autechre, Phoenecia, Richard Devine, και
μετέπειτα από την νέα γραμμή της Hymen. Άλλοτε ως ομάδες (Biofighters), άλλοτε ως εταιρείες (Vibrant Music, Rubber, Bios) και άλλοτε ως σχήματα (Qebo, Poptraume, Digitanalog, Peekay Tayloh), έδιναν το στίγμα της
Ελληνικής idm σκηνής. Στην
πορεία υπήρξε μία ύφεση, στην οποία συνετέλεσε και η παύση κάποιων εγχώριων
εταιρειών (Poeta Negra
και Spectraliquid), αν
και αυτές ποτέ δεν ήταν idm
με την αυστηρή έννοια του όρου, και απλά κατά καιρούς φιλοξενούσαν καλλιτέχνες
από τον χώρο αυτό.
Οι Fabrics
φέτος μας συστήνονται με το ομότιτλο άλμπουμ τους, αν και η πορεία τους
ξεκίνησε πριν από μερικά χρόνια, με κυκλοφορίες σε net labels. Μία από τις τρεις
κυκλοφορίες τους σε αυτές τις εταιρείες είναι στην Xynthetic,
η οποία είναι από τις πολύ ποιοτικές. Το άλμπουμ των Θεσσαλονικιών είναι
περίεργο άλμπουμ. Ξεκινάει με ένα συγκεκριμένο μοτίβο, στην πορεία παρεκκλίνει
και προς το τέλος σε πάει αλλού. Τι εννοώ; Το Autofriend μαζί με το Attractor είναι
τα κομμάτια που πρωτοσυναντάμε και αναπόφευκτα μας προδιαθέτουν για τι
πρόκειται να ακούσουμε. Δύο κομμάτια με σαφής αναφορές στην Skam και ειδικότερα στους Quinoline Yellow και Mr 76ix. Όλος ο
Αγγλικός ήχος του δεύτερου μισού της δεκαετίας του '90 είναι μέσα σε αυτά. Οι Fabrics όμως είναι ένα νέο σχήμα που θα συνεχίσει να ωριμάζει
και να μετατρέπεται. Η μουσική ταυτότητα που φαίνεται ότι αναζητεί το ντουέτο
είναι κάτι παραπάνω από εμφανές. Αυτό βέβαια δεν λειτουργεί ανασταλτικά για τα
παιδία, το αντίθετο μάλιστα, αφού έτσι ο καλλιτέχνης πειραματίζεται, δοκιμάζει,
απορρίπτει, καταλήγει. Χωρίς όμως να παραμένει στο ίδιο σημείο για μεγάλο
χρονικό διάστημα. Αυτό συμβαίνει και στα υπόλοιπα κομμάτια του άλμπουμ. Υπάρχει
μία συνεχής αναζήτηση, που μπορεί να ξεκινά με τον ήχο της Skam, να συνεχίζει με πιο breaks (Ir Committee) που φέρνουν στο μυαλό
τους Transformantra και την Silver Recordings,
και να τελειώνει με πιο βιομηχανικούς ήχους που παραπέμπουν στην Ant - Zen.
Οι Fabrics
έχουν ιδέες και όρεξη. Γράφουν μουσική πρωτίστως για να τιμήσουν όλες τους τις
επιρροές και το κάνουν ανιδιοτελώς. Η ενέργεια που ξόδεψαν στα έντεκα κομμάτια
του άλμπουμ διοχετεύεται στον ακροατή, παρόλο που η παραγωγή δεν είναι και στα
καλύτερά της, και η δύναμη των ηχοτοπίων είναι εναργής κάθε στιγμή που ο νους
μας είναι επικεντρωμένος σε αυτά. To Fabrics μπορεί να σταθεί στην
παγκόσμια σκηνή, αφού αυτό που προσφέρει το προσφέρει αξιοπρεπώς. Εφόσον η
επόμενη δουλειά τους είναι πιο δομημένη συνθετικά και καταφέρουν να κρατήσουν
τα πολλά καλά στοιχεία αυτής της κυκλοφορίας, αποβάλλοντας κάποια πράγματα που
κουράζουν, τότε θα πρέπει να περιμένουμε κάτι μεγάλο. Ίδωμεν...
Νίκος Τσίνος
Fabrics @ myspace
The Pains Of Being Pure At Heart - Belong
01. Belong 02. Heaven's Gonna Happen Now 03. Heart in Your Heartbreak 04. The Body 05. Anne With an E 06. Even in Dreams 07. My Terrible Friend 08. Girl of 1,000 Dreams 09. Too Tough 10. Strange
29 March 2011 - Play it Again Sam
2031:
Στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον:
α) οι The Pains of Being Pure at Heart θα έχουν διαλυθεί,
β) θα αποτελούν,
όμως, το πιο hot όνομα σε μασωνικές συζητήσεις indie τύπων - τρέμω για τη
στυλιστική εξέλιξη της ενδυμασίας τους...
γ) οι δίσκοι τους
θα χτυπάνε 60ευρα και τα πρώτα τους ep
και επτάιντσα 100άρια
δ) οι σημερινοί
popsters θα διηγούνται στις νέες γενεές μελαγχολικών ''nerds'' τα ταξίδια τους
στην Αγγλία για ένα τους live, την ιστορική (και επίσης μασωνική, από άποψη
προέλευσης κοσμου) συναυλία τους εν έτει 2009 στο Gagarin, τα secret gigs στο
Λονδίνο και φυσικά θα καταλήγουν στο ότι το καλύτερο live τους ήταν αυτό με τον
λιγότερο κόσμο
ε) ο αριθμός των
λέξεων στα ονόματα των pop bands θα έχουν αυξηθεί εκθετικά. Π.χ. το Τhe English Summer Rain Breaks my
Heart When I Forget my Anorak Back to Home θα
είναι ένα τυπικό όνομα μίας τυπικής indie μπάντας
ζ) ο όρος hipster
θα έχει εκφυλιστεί τόσο που το ''Στο Δρόμο'' θα κάνει ρεκόρ πωλήσεων σε νέα
''αναθεωρημένη'' έκδοση, την επιμέλεια της οποίας θα έχει αναλάβει ο hipster
τρισέγγονος του Κέρουακ
η) και τέλος,
ακόμα κάποιοι θα ελπίζουνε σε μία επανένωση των Smiths
2011:
Στο όχι και τόσο διακριτό παρόν:
α) οι The Pains
of Being Pure at Heart, πέντε δηλαδή καλόπαιδα εξ Αμερικής που διάλεξαν για όνομα
τον τίτλο ενός (ακυκλοφόρητου φυσικά) παιδικού παραμυθιού, αποτελούν μακράν το
σημαντικότερο ποπ γκρουπ στη μετά Belle and Sebastian εποχή
β) οι Pains ήδη
μετράνε: ένα LP(s/t) και ένα EP (higher than the stars) που σε 20 χρόνια θα
θεωρούνται masterpiece του είδους, για τον πολύ απλό λόγο ότι τις επιρροές τους
(Jesus & Mary Chain, The Field Mice και φυσικά Smiths), σε αντίθεση με το
σωρό απ΄τα indiepop groups, τις εξέλιξαν αισθητικά Δημιούργησαν έτσι τραγούδια
που όχι μόνο τα ξεχωρίζεις μεταξύ τους, αλλά αποστηθίζεις και τους στίχους...
Ένα LP ήταν πάντα το δύσκολο χαρτί της ποπ.. Σε αντίθεση με τα 7ιντσα που
μπορούσαν να σε κάνουν θρύλο. Οι Pains όμως είναι συγκρότημα του Lp. Και η
ακρόαση του δεύτερου τους δίσκου, ονόματι Belong, είναι αυτή που το επιβεβαιώνει
Οι επιρροές δεν άλλαξαν (ίσως να προστέθηκαν νέες), ούτε και
τα labels (Slumberland για την Αμερική και Fortuna Pop! για τους Εγγλέζους). Ο
ήχος άλλαξε. Η αισθητική για μία ακόμα φορά εξελίχθηκε με αποτέλεσμα το Belong
να αποτελεί ουσιαστικά την πιο pop(ular) εκδοχή του indie. Καθοριστικό ρόλο
έπαιξε και η επιλογή των Flood και Αlan Moulder για παραγωγή και μίξη. Όταν
και οι δύο μαζί έχουν συνεργασίες από Jesus & Mary Chain και The Sound
μέχρι U2 και Smashing Pumpkins - ακόμα και με τους Against Me! - γίνεται εύκολα
κατανοητό ότι το αποτέλεσμα δε θα ικανοποιήσει μόνο τους μη απαιτητικούς.
Αυτούς δηλαδή που ουσιαστικά περιμένουν ν' ακούσουν μία επανάληψη του πρώτου
δίσκου. Οι TPOBPAH όμως, κόντρα στην μάζα και σαν άλλοι Field Mice βαριούνται
την επανάληψη. Αντιθέτως, ηδονίζονται με το πειραματισμό. Πάντα βέβαια στα όρια
της ποπ κουλτούρας, γι' αυτό και μέσα απ' το ομορφότερο και καταληκτικό κομμάτι
του δίσκου ομολογούν ότι ''όταν οι άλλοι
κάναν ναρκωτικά, αυτοί κάναν έρωτα''. Στίχος συσπείρωσης και απάντησης,
ίσως, σε μία γενιά που ακόμα πιστεύει ότι το χασίς είναι παράνομο - άρα και
επανάσταση...
Από στίχους άλλο τίποτα! Απλά πράγματα, αλλά έξυπνα
γραμμένα. Όπως και η
καλή ποπ εξάλλου."She was the
heart in your heartbreak, she was a miss in your mistake". Κι όμως, λίγοι θα μπορούσαν
να γράψουν αυτόν τον τόσο απλό στίχο και πόσω μάλλον να το κάνουν το ένα απ' τα
πιο catchy single της χρονιάς. Φυσικά δε λείπει και άλλη μία παραπομπή στους
Field Mice (ή στον Ηarvey Willams;) με το my terrible friend να χαμογελά, αυτή
τη φορά στο Fabulous Friend (ή στο Μy Dearest Friend;). Κάπου εκεί προστίθενται
ιδανικά και τα synths και κάπου εκεί, όπως πολύ πετυχημένα είπε ένας φίλος, σου
σκάνε και εικόνες Cure ποπ αθωότητας... Μήπως οι καινούργιες επιρροές που
λεγαμε; Μας είχαν προϊδεάσει εξάλλου και με το περσινό b-side "Lost
saint". Μέσα σε όλα αυτά προστίθεται και το "Anne with an e" και
κάπως έτσι αποκαλύπτεται πλήρως το μεγαλείο των Pains. Σταδιακή κορύφωση - σαν
εκείνες τις στιγμές έρωτα - κιθάρες βγαλμένες απο μελωδίες που τις αδικείς
λέγοντας τις indie, η τόσο κλασική πια τυμπανοκρουσία που κάθε φορά σε συγκινεί
το ίδιο και ''Let's go out tonight and do
something that's wrong cuz I don't feel alright when disaster gone''.
Τελικά το πιθανότερο είναι να απογοητευθούν από το "Belong" μόνο οι σκληροπυρηνικοί
popsters. Αυτοί που περιμένουν αντίστοιχη "βαβούρα" με τον πρώτο
τους. Όμως τέτοιοι ήχοι μία φορά γράφονται (και πολλές ανακυκλώνονται). Οπότε
όλοι οι προαναφερθέντες, ικανοποίηση μικρή θα πάρουν. Κι αυτό γιατί υπάρχει και
το "Τoo tough" που κάλλιστα θα μπορούσε να ήταν στη θέση του
"Stay alive" στον πρώτο δίσκο, αλλά και το "girl of 1000
dreams" κάπου χαμένο στις κιθάρες των Jesus & Mary Chain και στους
στίχους των Wham!. Τώρα για το Βelong που ανοίγει το δίσκο τι να πω; Θα το πάρω
ως άνοιγμα της indiepop στους fans των Smashing Pumkins...
Μήπως τελικά αυτός είναι ο λόγος ύπαρξης των The Pains of
Being Pure at Heart; Ή μήπως αυτό είναι το μεγάλο ατού τους; Το ότι δηλαδή δεν
απευθύνονται σε ένα περιορισμένο κοινό, αλλά σε ένα απεριόριστα alternative
χώρο;
Yγ.: Αξίζει να αναφερθεί ότι πολύ σημαντικό ρόλο στο να
δράσουν μουσικά οι Pains έπαιξαν δύο υπέροχα και πραγματικά παιδιά της ποπ, ο
Xρίστος Καλύβας και η Mαριάνθη Μακρά (συγγραφείς του Χρυσαλιφούρφουρου), οι οποίοι μέσω της δισκογραφικής Atomic Beat που έχουν στο Λονδίνο, κυκλοφόρησαν, αν
δεν κάνω λάθος, το δεύτερο και συλλεκτικό πλέον 7'' των Pains, όταν ακόμα ήταν
αγνωστοι..
Rating: 8,5 / 10
Ιωάννης Κούσης
POBPAH @ Myspace
John Foxx and The Maths - Interplay
01. Shatterproof 02. Catwalk 03. Evergreen 04. Watching A Building On Fire 05. Interplay 06. Summerland 07. The Running Man 08. A Falling Star 09. Destination 10. The Good Shadow
21 March 2011 - Metamatic
Το ότι ο σπουδαίος John Foxx κυκλοφόρησε νέο δίσκο, δεν αποτελεί πλέον συνταρακτικό μουσικό νέο. Το 2011, μια είδηση για νέο άλμπουμ των Blancmange ακούγεται εντυπωσιακότερη. Ο άνθρωπος που σύνδεσε το όνομά του με το πρωτοποριακό ξεκίνημα των Ultravox και οριοθέτησε τον ηλεκτρονικό ήχο και τον πειραματισμό γύρω από τη νεορομαντική θολούρα, έχει αφήσει εδώ και μια δεκαετία τις μούσες του να τον κάνουν ο,τι θέλουν. Περίπου 15 άλμπουμ, πολλές συνεργασίες με πραγματικά μεγάλους καλλιτέχνες μεταξύ των οποίων οι Steve Jansen, Ηarrold Budd και Robin Guthrie. Η εμπορική επιτυχία και τα pop πλούτη του Metamatic δε το κάνουν τόσο ευδιάκριτο, αλλά απ'το The Garden και μετά, o Foxx έδειξε ότι είχε το δικό του τρόπο να χάνεται στη μουσική. Σαν να περπατά αθόρυβα, με τις μύτες των ποδιών πάνω σε άλλα μουσικά είδη, να τα αφήνει να εξελιχθούν μέσα του, να τα εκφράσει με τη γνωστή προσήλωσή του στην τεχνική και το εντυπωσιακό μυστήριο που τελικά κατακτά κάθε δίσκο του.
Για μένα, το The Garden είχε τον ήχο αλλά όχι -ακριβώς- τα κομμάτια, το σχεδόν κατανυκτικό Cathedral Oceans είχε ένα τόσο ισχυρό αποτέλεσμα που ξεπερνούσε όλα τα άλλα που συνέβαιναν σ'αυτή τη μεγαλεπίβολη ambient δουλειά. Το A Secret Life ήταν το δικό του Approaching Silence, ενώ κάτω απ'τον ονειρικό κιθαριστικό απόηχο του Guthrie απέδωσε μερικά πανέμορφα φωνητικά στη συγκινησιακά φορτισμένη συνεργασία του Mirrorball. Οι δίσκοι του πάλι με τον Louis Gordon επέστρεφαν σε synthpop ρίζες και ηλεκτρονικές παρορμήσεις. Ένας αθεράπευτα ρομαντικός παλιομοδίτης που αμφιταλαντεύεται μεταξύ κομπιουτερ, synths και σιωπηλών μοναχικών περιπλανήσεων... Στο Interplay, ως John Foxx and the Maths, τραβάει μια ευθεία γραμμή από την εποχή του Metamatic περνά από παλιότερα και πιο σύγχρονα ηλεκτρονικά πειράματα για να καταλήξει όπως πάντα στις ανεξάρτητες από ήχο προσωπικές εσωτερικές στιγμές του που μπλέκουν αμεσότητα, προσιτές και απρόσιτες διεργασίες για δημιουργία και λυρισμό. Κι όμως, δε μου ‘ρχεται να το θεωρήσω σαν επιστροφή στα παλιά, παρά τα πολλά 80's χαρακτηριστικά του, περισσότερο μοιάζει σαν το μέλλον εκείνου του ήχου όπως ακούγεται στο μυαλό του μετά τις τόσες και διαφορετικές μουσικές και μη διαδρομές του.
Ο "The Maths" είναι ο Λονδρέζος συνθέτης και συλλέκτης (!) μουσικού εξοπλισμού, Ben Edwards, στου οποίου το βιογραφικό βρίσκεται και η αναγνώριση από τον μεγάλο Brian Eno. To Interplay είναι ένα πολύ καλό αφιέρωμα στον ήχο των Kraftwerk, των Human League, του Gary Numan, των πιο πρόσφατων πειραγμένων techno και electronica αναζητήσεων. Αν και οι τελευταίες, έχουν έναν diy αέρα, με την πιο μοντέρνα «τίποτα στην τύχη» νοοτροπία- εδώ μάλλον ο Foxx έχει την ευθύνη κρίνοντας από κάθε άλλη δουλειά του. Πρώτα απ'όλα κρίνοντάς το Interplay ως συνεργασία, έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Ο Edwards γεμίζει με ενθουσιασμό τον ήχο του από κάθε είδους αναλογικό εξοπλισμό, στέκεται άλλωστε δίπλα σε έναν απ'τους μέντορές του. Η βαριά ηλεκτρονική δομή του εναρκτήριου Shaterproof μαρτυράει ένα προσεγμένο «δεν κρατιέμαι!» συναίσθημα, και συναντά την ατμόσφαιρα του Metamatic, την αυστηρή αμεσότητα, και τον αποκλειστικά pop ποιότητά του. Έχει μεγάλη σημασία για έναν τέτοιο μουσικό δεκαετίες μετά τα πρώτα του βήματα να ξέρει να στήνει συνεργασίες που να αναδύουν τις ιδιαιτερότητες όσων συμμετέχουν. Η μπάσα πλέον, φιλτραρισμένη φωνή του Foxx και ο κοφτός ρυθμός μας πάει στην εποχή του πρώιμου ebm και μαζί με το χορευτικό Catwalk που ακολουθεί ξεκαθαρίζει τις γέφυρες με τον ήχο και την επιτυχία συγκροτημάτων όπως οι Knife και οι Chrystal Castles.
Οι Ultravox αποδομήθηκαν και ανασυντέθηκαν υπό τις ορέξεις ενός νεότερου που ίσως τους λάτρεψε και του αρχηγού της πιο απρόβλεπτης περιόδου τους. Αλλά σε κομμάτια σαν το Evergreen και το A Falling Star ξαναβρίσκονται μπροστά μας σχεδόν απαράλλαχτοι ταιριάζοντας εντυπωσιακά γύρω από πιο σύγχρονους ήχους. Όχι δηλαδή σαν νοσταλγικές παρεμβάσεις λατρείας, αλλά σαν κομμάτια που φυσικά παίρνουν τη θέση τους σε ένα μπλεγμένο μουσικό σύνολο. Κάπου εκεί νομίζω ότι κρύβεται όλη η ομορφιά του Interplay. Η συμμετοχή της Mira Aroyo των Ladytron στο Watching a building on fire με το δυνατό ρυθμό των synth δένει με τη φωνή του Foxx που μπορεί και να θυμίζει Bowie σε μια μελοδραματική χορευτική έξαρση. Το Destination μαζεύει όλη τη ρετρό ενέργεια του κλασσικού ηλεκτρονικού ήχου του Foxx, τη συγκρατημένη στιχουργική απελπισία, την ψυχρή ατμόσφαιρα και φυσικά τη μοναδική αίσθηση τέτοιων κλασσικών new wave κομματιών που σε έκαναν όλα αυτά τα στοιχεία να θες να τα χορεύεις.
"Sometimes you find out too late" λέει στο Watching a building on fire, αλλά δεν πρόκειται για μια μουσική αναγέννηση ούτε καν για επιστροφή, όπως τουλάχιστον θα την εννοούσε - η θα την ευχότανε- ένας ...περασμένης επιτυχίας μουσικός. Ίσως να πρόκειται για το καλύτερο remix album των Ultravox από τον Foxx, αυτό δηλαδή που θα αποτύπωνε το παλιό με τα εντελώς δικά του μέσα, σαν να το προσπαθεί ο άνθρωπος που τους δημιούργησε να αποτυπώσει τη δύναμη και το ρομαντισμό του με νέους στίχους και μελωδίες. Σε ενάμιση μήνα αφήνει να χαθεί το αστικό Interplay, κλείνει τους διακόπτες και κυκλοφορεί το Nighthawks μαζί με τον Harold Budd και τον Ruben Garcia. Ίσως να είναι δύσκολο αλλά μαγικό να προσπαθήσει κανείς να μάθει μέσα από όλες αυτές τις κυκλοφορίες τι τελικά κυνηγάει αυτός ο τόσο ξεχωριστός καλλιτέχνης.
Rating: 7,8 / 10
Βαγγέλης Γιαννακόπουλος
John Foxx @ myspace
Epic45 - Weathering
01. People Say This Place Is Dying / 02. The Village Is
Asleep / 03. Evening Silhouettes / 04. With Our Back To The City / 05. Summer
Message / 06. Afternoon, Shadowed / 07. The Weather Is Not Your Friend / 08.
These Walks Saved Us / 09. Ghosts I Have Known / 10. Weathering / 11. Washed Up
24 March 2011 - Make Mine
Διαβάζοντας πριν από χρόνια ένα
βιβλίο, που αναφερόταν στο ζήτημα της φιλίας, μου είχε εντυπωθεί το παρακάτω
απόφθεγμα: «Στην μοναξιά του συνωστισμού,
στην λιμοκτονία της αφθονίας και στην φτώχεια της ευμάρειας που επικρατεί στην
σημερινή κοινωνία, η φιλία είναι το μοναδικό αντίδοτο στην παθογένεια της».
Τόσο απλά και περιεκτικά, ο συγγραφέας
εξέφραζε την αξία της φιλίας, που δυστυχώς τείνει να εκλείψει στους ρυθμούς που
ζούμε. Ενώ σε κάποιους ανθρώπους είναι απλά για το φαίνεσθε, ή για να καλύψει τις
ανησυχίες και τους φόβους του καθενός, δημιουργώντας έτσι μία επίπλαστη φιλία
χωρίς στέρεες βάσεις, σε άλλους φτάνει μία απλή έκφραση του προσώπου, ή μία
χειρονομία για να γίνει αντιληπτό το τι νοιώθει ο εκάστοτε για τον φίλο του.
Υπάρχει όμως και μία άλλη εκδοχή για να γίνει αντιληπτή. Είναι ο μόχθος της
πνευματικής εργασίας δύο φίλων για την δημιουργία μιας σύνθεσης, ενός
τραγουδιού, μερικών στίχων, μιας μελωδίας. Αυτή είναι η εκδοχή των Epic45.
Oι Ben Holton και Rob Glover, μεγάλωσαν στα West Midlands, στο Staffordshire και το κοινό ενδιαφέρον τους για την μουσική, τους οδήγησε
αβίαστα στην δημιουργία των Epic45, με το πρώτο τους άλμπουμ να κυκλοφορεί πριν από
εννέα χρόνια. Έκτοτε, χωρίς να έχουν πολλές αλλαγές στον ήχο τους, κατάφεραν να
φτιάξουν ένα δυνατό όνομα κρατώντας συνάμα και ένα χαμηλό προφίλ. Η μουσική
τους είναι γεμάτη από μελωδίες, που άλλοτε θα μας φέρνουν στο μυαλό τούς Cocteau Twins και άλλοτε τούς Slowdive, και ασφαλώς τα μελοδραματικά φωνητικά με την
ενάργεια που χαρακτηρίζει τους στίχους μάς μεταφέρουν εκεί στα μέρη τους, στα West Midlands.
Το "Weathering"
είναι αισίως το έβδομό τους άλμπουμ. Η παραγωγικότητα που έχει αυτό το γκρουπ
είναι αξιοθαύμαστη, διότι αν προσθέσουμε και τα ΕP's, τότε πλησιάζουν τις είκοσι κυκλοφορίες. Δικαίως κατέχουν μία
θέση μέσα σε αυτό το πάνθεον όλων αυτών των Βρετανικών σχημάτων, που ξεκίνησαν
στις αρχές του 2000 και τους χαρακτηρίζει αυτός ο ήχος. Δηλαδή ένας συνδυασμός post rock, electronica, ethereal και ambient. Σχήματα όπως οι Yellow6, July Skies, Avrocar, Portal...
Oι Epic45 είναι ίσως οι πιο «σκληροί» σε αυτόν τον ήχο. Αυτό
τουλάχιστον μας έδειξαν με τις πρώτες τους δουλειές και ειδικότερα με το "Against The Pull Of Autumn".
Μέχρι που ήρθε η κυκλοφορία του "May Your Heart Be The Map", στην
οποία μας ξεδίπλωσαν το αστείρευτο ταλέντο τους προσφέροντας μας ένα δείγμα,
συναισθηματικής post electronica
με ακουστικά στοιχεία, υψηλής γραφής. Το "Weathering" βαδίζει στα
χνάρια του εν λόγω άλμπουμ. Αρχίζουν να πειραματίζονται όμως και με χώρους που
πριν δεν είχαν ασχοληθεί, όπως είναι αυτός της modern classical. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα είναι το Evening Silhouttes. Η σφραγίδα της μουσικής τους πάραυτα μπαίνει στο Summer Message.
Πιο Epic45 κομμάτι δεν θα
μπορούσε να υπάρχει στο άλμπουμ. Ειδικά η συμμετοχή της Rose Berlin στα φωνητικά, ήταν κάτι
παραπάνω από έξυπνη. Εκτός βέβαια από την συγκεκριμένη συμμετοχή, στο "Weathering" κάνουν την εμφάνιση τους και άλλα ονόματα. Όπως αυτό
του Antony Harding των July Skies, του Stephen Jones, αλλά και μέλη των Hood και The Romote Viewer.
Με τόσες καλές δουλειές, κάποια
στιγμή περιμένω και μία μέτρια, και γιατί όχι και μία κακή στιγμή των Epic45. Το "Weathering" παρ' όλα αυτά, δεν είναι τίποτε από τα παραπάνω.
Δεν φτάνει βέβαια στο επίπεδο της έμπνευσης και της καλαισθησίας ενός "In All The Empty Houses" ή
ενός "May Your Heart Be The Map", αλλά αυτό επ' ουδενί δεν
μειώνει τις έντεκα συνθέσεις. Τώρα, για το αν κάποτε θα βγάλουν κάτι κακό,
ελπίζω αυτή η μέρα να αργήσει πολύ να έρθει...
Νίκος Τσίνος
Epic45 @ myspace
Empusae & Shinkiro - Organic.Aural.Ornaments
1.
first ornament / 2. second ornament / 3. third ornament / 4. fourth ornament / 5.
fifth ornament / 6. sixth ornament
February 2011 - Ant-Zen
Ο
ήχος: ένας ιάπωνας και ένας φλαμανδός με αρχαιοελληνικό ψευδώνυμο σε μια
γερμανική εταιρεία. Οι περιστάσεις: ένας έλληνας στο Παρίσι που έχει αγοράσει
τη μουσική σε αμερικάνικο ηλεκτρονικό μαγαζί. Οι χρησμοί για το αποτέλεσμα
θολοί, οι προβλέψεις αδύνατες.
Και
όμως, τα organic.aural.ornaments είναι πιο ταιριαστά με το όνομα
Έμπουσαι, τις ανθρωποφάγους προαγγέλους δυστυχιών της μυθολογίας απ' ότι το
παρελθόν της σόλο δουλειάς του Empusae,
ο οποίος είναι γνωστός περισσότερο από τη συμμετοχή του στους this morn'omina και στους tzolk'in. Όποιος τον έχει παρακολουθήσει δεν
θα εκπλαγεί φυσικά από τους υπνωτικούς τελετουργικούς ρυθμούς. Όμως ο Shinkiro τον κρατάει σε ένα σαφές σκοτεινό και
μελαγχολικό υπόβαθρο. Στα 6 δεκάλεπτα κομμάτια, οι ρυθμοί δεν πλησιάζουν ποτέ
την πολυπλοκότητα και την ένταση των tzolk'in, σε καμία περίπτωση τα χορευτικά ύψη
των this morn' omina, ούτε τις μελωδικότερες στιγμές των
σόλο έργων του Empusae. Δεν υπάρχει χαρά συνδεδεμένη με τις Έμπουσας,
και το άλμπουμ κινείται σε σταθερά σκοτεινά επίπεδα, αν και είναι αρκετά
ρυθμικό για να φεύγει από την dark
ambient.
Το
άλμπουμ μπορεί να συνοδεύσει ατμοσφαιρικά την ανάγνωση ενός καλού βιβλίου, και
παίρνει τα πάνω του από το 3ο ornament και μετά, με ιδιαίτερα απρόσμενο το 5ο,
που έχει έντονες αναφορές στο blade
runner του
Βαγγέλη. Παραμένει όμως, όπως και οι σόλο δουλειές του Empusae, σχετικά άνισο: υπάρχουν πολύ καλά
σημεία, αλλά και πιο μονότονα. Η παραγωγή του δεν τραβάει την προσοχή, χωρίς
όμως να ακούγεται «βρώμικο» ή πρόχειρο.
Θα
ήθελα πάντως να δω να συνεχιστεί με επιμονή η συνεργασία της Ευρώπης με την
Ιαπωνία στον ευρύτερο χώρο, για να μπολιάσουν νέες ιδέες. Όσο για τους
αναγνώστες, αν είστε ήδη μυημένοι στο χώρο, αξίζει να το ακούσετε. Αν δεν
είστε, και θα σας ενδιέφερε ηλεκτρονικός ήχος που παραπέμπει σε ρυθμικές
απαγορευμένες τελετουργίες σε σκοτεινές στοές, συνιστώ να αρχίσετε με το tzolk'in, αλλά και το κομμάτι The Hatred of Trees από το ομώνυμο του Empusae.
Rating: 6,9 / 10
tec-goblin
Empusae @ myspace
Shinkiro @ myspace
Current 93 - Honeysuckle Aeons
1. Kingdom/ 2.Moon/ 3. Pesrimmon/ 4. Cuckoo/ 5. Jasmine/ 6. Lily/ 7.
Pomegranate/ 8. Honeysuckle/ 9. Sunflower/ 10. Planet/ 11. Queendom
24 March 2011 - Coptic Cat
...ή αλλιώς ‘Εποχές του αγιοκλήματος'. Ένα άλμπουμ ωδή στους Peter Christopherson και Sebastian Horsley, με ισχυρή ατμοσφαιρική
διάθεση χωρίς να είναι ιδιαίτερα συγκινησιακή και με μουσική σχεδόν απαρατήρητη.
O Tibet σε μια προσωπική αφιέρωση μέσα στο άλμπουμ,
χαρακτηρίζει ως ‘Honeysuckle' και ‘Sunflower' τους δυο ‘αδερφούς' του και αποκαλύπτει τα
κομμάτια -αφιερώσεις σ'αυτούς. Το ενδιαφέρον έγκειται κυρίως σε στοιχεία
περισσότερο ‘εσωτερικά', που αφορούν τη δομή και το σκεπτικό πίσω από τη
δημιουργία του άλμπουμ. Μια προσεκτική παρατήρηση στους τίτλους των κομματιών
και τους στίχους, πιστεύω πως αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Το άλμπουμ αυτό
δεν εστιάζει την προσοχή ούτε στην ενορχήστρωση ούτε στη σύνθεση. Αλλά στην οικεία
αφηγηματικότητα του Tibet. Θα πρότεινα ένα άκουσμα χωρίς τη συγκινησιακή φόρτιση που προκαλούν τα
ονόματα Christopherson και Horsley παρ' ό,τι ενδεχομένως να παίζουν πρωταρχικό ρόλο
στο αποτέλεσμα.
Μέρος Α'
Συνοπτικά στα 35 λεπτά και 77 δευτερόλεπτα του άλμπουμ δεν υπάρχουν ούτε οι
μελωδικές συγκινήσεις του ‘Thunder Perfect Mind', του ‘Island', του ‘Birth Canal Blues', του ‘Baalstorm Omega' αλλά ούτε τα δυναμικά και σκληρά ξεσπάσματα των ‘Black ships ate the sky' και ‘Aleph at the Hallucinatory mountain'. Προσωπική μου γνώμη είναι πως αυτό το άλμπουμ είναι η ‘ήσυχη' συνέχεια
του ‘Aleph at the Hallucinatory mountain' τουλάχιστον από άποψη θεματολογίας.
Η μουσική σχεδόν χωρίς μελωδία αφήνει μια διάχυτη αίσθηση επιτόπιου
πειραματισμού ενώ αυτή τη φορά φαίνεται να συνοδεύει με τρόπο αφαιρετικό,
μινιμαλιστικό τις όποιες ερμηνευτικές διακυμάνσεις του Tibet. Η Baby Dee προσφέρει μελωδίες ιδιαίτερα απλοϊκές και όχι τόσο ενδιαφέρουσες στο πιάνο ενώ
το εκκλησιαστικό όργανο προσθέτει στη μυσταγωγική ατμόσφαιρα των διηγήσεων. Προσωπικά θα μπορούσα να συγκρίνω το σύνολο
της μουσικής του άλμπουμ με τα ακούσματα της τελετουργίας του τσαγιού στην
Ιαπωνία. Ως ένα αποτέλεσμα αντίστοιχα εγκεφαλικό και φαινομενικά απλοϊκό σε
βαθμό που προσεγγίζει αυτό που ονομάζεται πρωταρχικό άκουσμα. Προσωπική μου
απογοήτευση η παρουσία τόσο ιδιαίτερων μουσικών οργάνων (πιάνο, εκκλησιαστικό
όργανο, theremin ή στα
ελληνικά εθερόφωνο, kalimba ένα
όργανο της οικογένειας των κρουστών που χρησιμοποιείται στη μουσική παράδοση
της Ν.Αφρικής, ούτι, bender) και η
απουσία ενορχήστρωσης που θα μπορούσε να τα αναδείξει περισσότερο.
Οι στιγμές που ξεχωρίζουν κατά τη γνώμη μου είναι το ‘Persimmon' η σχεδόν διαφανής
μουσική μετάβαση από το ‘Kingdom' στο ‘Moon', οι σαφείς αναφορές στη μουσική παράδοση της
Ανατολής, ειδικά στα κομμάτια ‘Cuckoo' και ‘Lily', ο ‘διάλογος' (όπως αποκαλύπτουν οι στίχοι στο
δεύτερο πρόσωπο) στο ‘Honeysuckle' με τον P.Christopherson τον οποίο, ο Tibet χαρακτηρίζει
ως Honeysuckle (αγιόκλημα) στην
αφιέρωση του άλμπουμ. Αξιοπρόσεκτο χαρακτηριστικό είναι η διάχυτη αίσθηση που
αφήνει ότι βρισκόμαστε σε κάποιου είδους απροσδιόριστο φυσικό τοπίο όπου
κυριαρχεί η φωνή ενός τριζονιού η οποία συνοδεύει ως αναπόσπαστο στοιχείο τη
μουσική διήγηση του Tibet...Ονειρική ατμόσφαιρα.
Αυτό είναι όλο, πράγμα που σημαίνει ότι μπορείτε να σταματήσετε την
ανάγνωση αυτού του κειμένου εδώ.
Μέρος Β'
Υπάρχει ένα στοιχείο το οποίο απαγορεύεται να αγνοείται σε οποιαδήποτε
έκφραση γνώμης σχετικά με δουλειές με τόσο έντονη ιδεολογική- φιλοσοφική
ταυτότητα. Αναφέρομαι συγκεκριμένα σε μουσικές ανθρώπων όπως ο David Tibet, οι οποίοι ταυτίζουν
το σύνολο σχεδόν της μουσικής που γράφουν με την κοσμοθεωρία τους σε όλα της τα
επίπεδα.
Έχουμε στα χέρια μας και τα αυτιά μας ένα άλμπουμ για τη φύση και όχι μόνο,
αλλά κυρίως γι' αυτήν, ή τουλάχιστον αυτό είναι το στοιχείο που από μια πρώτη
προσεκτική παρατήρηση, έχει επιλεχθεί να προβάλλεται σ' αυτό το άλμπουμ. Αν
προσέξετε, το πρώτο κομμάτι διάρκειας 41'' τιτλοφορείται ‘Kingdom' και το τελευταίο
διάρκειας 44'' ‘Queendom', ενώ ενδιάμεσα όλα τα
υπόλοιπα κομμάτια δεν έχουν σχέση με πρόσωπα αλλά με φυτά πολλά από τα οποία
έχουν διάφορες συμβολικές και άλλες ιδιότητες σε διάφορες εθνικές παραδόσεις.
Τα θέματα των στίχων είναι πολλές και περίπλοκες ιστορίες που ξεκινούν με
αφορμή τους τίτλους των κομματιών αλλά απλώνονται με φρενήρη ταχύτητα και σε
ανυπολόγιστη ποσότητα πεδίων. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο είναι
αδύνατο να αναπτύξω το σκεπτικό μου στον περιορισμένο χώρο ενός τέτοιου
κειμένου, σχετικά με τις αιτίες και τις σημασίες της συνύπαρξης τόσων θεμάτων
σε 11 τραγούδια πόσο μάλλον να κάνω τη νοηματική τους σύνδεση με τους τίτλους τους.
Για παράδειγμα είναι αδύνατο να περιγράψω συνοπτικά πώς ένα κομμάτι που
τιτλοφορείται ‘Ρόδι' (Pomegranate) ξεκινώντας από μια αφαιρετική αναφορά στους
πλανήτες εν μέσω αφήγησης μια προσωπικής (προφανώς) ιστορίας, καταλήγει μεταξύ
άλλων να αναφέρεται στον πρώτο δολοφόνο και αδελφοκτόνο.
Ολόκληρη άλλωστε η μουσική πορεία του Tibet είναι τόσο πυκνή νοημάτων που νομίζω τελικά πως αυτό που ξεχωρίζει το κάθε
νέο άλμπουμ εντοπίζεται κυρίως στη δομή του όπως αυτή αποκαλύπτεται από το
μουσικό ύφος, τους ρυθμούς και το βασικό θέμα που εντοπίζεται στους τίτλους των
κομματιών και στη νοηματική τους σύνδεση.
Αναγνωρίζοντας λοιπόν πως οι Current 93 είναι μια ξεχωριστή άκρως προσωπική υπόθεση
για τον καθένα εκ των πιστών ακροατών τους και ως το επόμενο άλμπουμ...
‘Meanwhile there was a ghost in my life and the pomegranate blues descended...'
Rating: 6 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Current 93 official
IAMX - Volatile Times
1. I Salute You
Christopher / 2. Music People / 3. Volatile Times / 4. Fire and Whispers / 5.
Dance With Me 6. Bernadette / 7. Ghosts of Utopia / 8. Commanded By Voices / 9.
Into Asylum / 10. Cold Red Light / 11. Oh Beautiful Town
18 March 2011 - 61 Seconds
Το χει πάρει κατάκαρδα ο Corner με τη μουσική ως μέσο για να
ενσαρκώσει τις ιδέες του και να μιλήσει για τον εαυτό του. Λέει πολλά, ίσως
παραπάνω απ΄όσο πρέπει. Σε σημείο να "υπνωτίζει" και να "καθοδηγεί". Όχι με
κακό σκοπό. Εννοώ ότι με τα προηγούμενα δημιουργήματά του κατάφερε να
διαμορφώσει μια συγκεκριμένη ατμόσφαιρα γύρω απ' το είναι του, ώστε με το Volatile Times να εντάξει και τον ακροατή στα "ιδιαίτερά" του.
Ποτέ δεν πίστευα οτί όσο μιλούσε μέσα από τη μουσική του δεν ήξερε τι έκανε.
Πάντα ήξερε, αλλά μετρίαζε τα ξεσπάσματά του. Τώρα όμως εκδηλώνεται όπως ίσως
ποτέ άλλοτε. Είναι χαρακτηριστικό του ότι του αρέσει να αναπολλεί τα διάφορα
βιώματά του, το ίδιο κάνει και τώρα αλλά αυτή τη φορά ξεγυμνώνει το μεγαλύτερο
μέρος από την ιστορία του την οποία κρατάει σε "βιτρίνα ασφαλείας". Την
κουβαλάει παντού όπου πάει, την λατρεύει όσο τίποτα άλλο, την έχει κάνει είδωλο
με μεταφορικά στολίδια.
Με μία τολμηρή εισαγώγή κάνει
την είσοδό του, το "I Salute You Christopher" στο οποίο λίγο πολύ "ανακυρίττει" τον εαυτό
του "βασιλιά" με την κατάλληλη μουσική υπόκρουση. Όμως τι τύπου βασιλιάς είναι
όταν δεν μιλάει για το αντισταθμικό του βασίλειο; Εκ πρώτης όψεως διακρίνεται
μια αλαζονεία, σχεδόν χωρίς λόγο, όμως κατα βάθος εξυμνεί τον εαυτό του για την
ωμή προσβολή στα κοινωνικοπολιτικά τέρατα της ανθρωπότητας και την προσπάθειά
του να βγάλει τον εαυτό του έξω από όλα. Να δηλώσει την ανεξαρτησία του στον
τρόπο ζωής και κατ' επέκταση στην μουσική που γράφει. Άλλοτε κάτω από το πέπλο
της "Bernadette", περιγράφει τον θεατρινισμό του κάνοντας έτσι τα
διάφορα σχόλιά του για τα αγνά ανθρώπινα πράγματα που μεταφράζονται είτε ως
ελλατώματα είτε ως χαρίσματα, ακόμα και ως αμαρτήματα.
Όσον αφορά τη μουσική του Volatile Times είναι αρκετά αντιπροσωπευτική του Corner αλλά όχι αναμασημένη. Είναι
ένα εύστοχο αποτέλεσμα πειραμάτων και ιδεών όλων αυτών των χρόνων πράγμα που
σημαίνει ότι ο ίδιος είναι απτόητος παρατηρητής, δημιουργός, μουσικός και όχι
"οργανοπαίκτης" καθώς και ένα ονειροπόλο πνεύμα με εύλογη φαντασιοπληξία.
Αγγίζει κάτι το δραμματοποιημένο, τη δυσφορία σε συνδυασμό με την οργή και την
εκρηκτικότητα. Κοντά πάντα στο ανθρώπινο, το περιοδικό, το θνητό, πράγμα που
αποδίδει με τους ζωηρούς ρυθμούς. Η απόδοσή του αυτή είναι τέτοια που καταφέρνει
να θεοποιήσει τα "φθαρτά" και να τους δώσει μια ευγενή διάσταση. Δίνει στα
"ασταθή" συνθετικότητα. Αυτή είναι και η ιδιαιτερότητά του, που τον κάνει να
μην μοιάζει με κανέναν άλλον μουσικό. Και αυτό γιατί δεν έχει σκοπό να κάνει
κάτι εύπεπτο, αποδεκτό, εμπορικά προκλητικό, ούτε και καινοτόμο. Είναι μια
προσωπική αφήγηση, που εκφράζεται με μουσική, στίχους και διαλλακτικές
συμπεριφορές.
Είναι πραγματικά αξιέπαινο το ότι δεν καταχράστηκε τις μουσικές του
ικανότητες και γνωρίζοντας τη μη επιβίωσή του αν διέπραττε το αντιθετο στο
Λονδίνο, κατέφυγε στο Βερολίνο όχι για τη σίγουρη αποδοχή και την κερδοσκοπία
αλλά γιατί ως πνευματικά απελευθερωμένο άτομο αρνήθηκε τις κατευθυνόμενες
λογοκρισίες των μέσων και της συμπεριφοράς της ευτελους-μουσικής βιομηχανίας.
Rating : 8,5 / 10
Φωτεινή Κολαΐτη
IAMX official
Deaf Center - Owl Splinters
01. Divided / 02. Time Spent
/ 03. New Beginning (Tidal Darkness) / 04. The Day I Would Never Had / 05.
Animal Sacrifice / 06. Fiction Dawn / 07. Close Forever Watching / 08. Hunted
Twice
10 February 2011 - Type
Deaf Center.
Ίσως το πιο επιβλητικό όνομα που θα μπορούσε να έχει ένα συγκρότημα,
ανεξαρτήτως πού θα το κατέτασσε κανείς, πόσω μάλλον όταν προέρχεται από τον
χώρο του modern classical -ή αν προτιμάτε contemporary music.
Έξι χρόνια είναι πολλά. Όσο πολυάσχολοι
κι αν ήταν οι δύο Νορβηγοί μουσικοί, παραμένουν πολλά. Την χρονιά του 2005 το
πρώτο τους άλμπουμ "Pale Ravine" έκανε την εμφάνισή του και μόνο απαρατήρητο δεν
πέρασε. Βοήθησε και η Type
βέβαια, όπου είναι μία εταιρεία με κύρος, οι συνθέσεις του όμως, απότοκο του
ζευγαρώματος τσέλου και πιάνου, προκάλεσαν απειράριθμα συναισθήματα σε όσους
είχαν την ευκαιρία να το απολαύσουν. Τα χρόνια περνούσαν από τότε και παρόλο οι
Erik Skodvin και Otto Todland ασχολούνταν με τα της
εταιρείας Miasmah και των άλλων μουσικών σχημάτων που διατηρεί ο πρώτος, ο άλλος
έγραφε μουσικές για τους Nest. Η αδημονία του
κοινού για την επόμενη μουσική πρόταση του ντουέτου παρέμενε υψηλή.
Αυτό όμως μέχρι τις αρχές Φεβρουαρίου,
αφού τότε έκανε την εμφάνιση στις ιστοσελίδες των δισκοπωλείων -δυστυχώς δεν μπορώ
τη σήμερον ημέρα να γράψω στα ράφια- η νέα τους δουλειά. "Owl Splinters".
Μπορείτε να φανταστείτε τις ταινίες του
David Lynch δίχως
μουσική υπόκρουση; Η αυτοτέλεια του κάθε ήχου που ακούγεται, υποβάλλουν τον
ακροατή σε μία κατάσταση πλήρης αδράνειας του σώματος. Αυτή η αυθυποβολή κάνει
το άτομο να χάσει κάθε επαφή με το περιβάλλον και να βιώσει αυτό που έχει ο
καθένας στο ασυνείδητό του. Προσθέστε και το οπτικό μέρος και τότε μπορείτε να νοήσετε
με καθαρότητα τι αποτελέσματα μπορούν να φέρουν οι ταινίες του Lynch. Το "Owl Splinters"
θα μπορούσε κάλλιστα να κοσμεί μία από αυτές. Οι στιγμές του άλμπουμ είναι
ποικίλες. Στην διαδρομή θα συναντήσουμε το μελαγχολικό πιάνο, ενώ την αμέσως
επόμενη οι έντονοι ήχοι που παραπέμπουν σε drone ακούσματα, θα αντικατασταθούν με τα επιβλητικά περάσματα
που δημιουργεί το τσέλο.
Σε ένα απαίδευτο αφτί, κάποια κομμάτια
ίσως να ακουστούν σαν οχλαγωγία και να προτιμήσει τις πιο ήπιες στιγμές του.
Όταν όμως ακούσει πιο προσεκτικά το άλμπουμ και αφήσει να τον παρασύρει, τότε
θα διαπιστώσει πόσο λάθος έκανε για την δήθεν ενόχληση που ένιωθε σε κάποια
σημεία. Τότε θα φανεί, και με μεγάλη διαύγεια μάλιστα, πόσο πλανεμένος ήταν
μέσα σε αυτή την τύρβη της μουσικής -της ίδιας της ζωής. Το "Owl Splinters"
είναι η αποθέωσης, το επιστέγασμα που νοιώθουμε όταν ολοκληρώνεται ένα μουσικό κομμάτι
και αισθανόμαστε πλημμυρισμένοι από τα πιο έντονα συναισθήματα και ως φυσικό
επακόλουθο, στο τέλος έρχεται η ψυχική ηρεμία. Το "Owl Splinters" κατακλύζει το «είναι» του
ακροατή για να δώσει πνοή στο «γίγνεσθαι».
Νίκος Τσίνος
Deaf Center @ LastFM
Pages