Θυμάστε που σας έλεγα ότι αν ο Othon ήταν γεωμετρικό σχήμα θα ήταν κύκλος? Ε λοιπόν το άλμπουμ που έχω μπροστά μου επιβεβαιώνει πολλαπλά αυτή τη γνώμη. Οι συντελεστές του ‘Impermanence' είναι: Othon,Ernesto Tomasini, Camille O' Sullivan, Marc Almond αλλά και Elysian Quartet, Cedar Quartet μεταξύ άλλων. Όλοι όπως άλλωστε αποδεικνύει και το οπισθόφυλλο του cd, είναι κομβικά σημεία αυτής της δουλειάς και του προαναφερόμενου κύκλου. Το ενδιαφέρον σε άλλες περιπτώσεις δίσκων εξαντλείται στην απλή συμμετοχή διαφόρων μουσικών. Στο ‘Impermanence' κάθε ερμηνευτής έχει ένα ρόλο να τραγουδήσει, ο οποίος είναι μοναδικός για εκείνον/η. Έτσι τα κομμάτια που ερμηνεύει ο Marc Almond για παράδειγμα διακατέχονται από τον ερμηνευτικό πλουραλισμό του από τον οποίο όμως φαίνεται να έχουν εμπνευστεί και οι στίχοι τους. Αυτό δεν συναντάται συχνά σε άλλες δουλειές. Το ίδιο ισχύει για το ‘A trip to Paradise' το οποίο ερμηνεύει σαν παραμύθι η Camille O' Sullivan. Και ενώ οι στίχοι είναι σε σημεία μελαγχολικοί, αποκαλύπτοντας πράγματα που έχουν ‘χαθεί' η όλη αίσθηση που δημιουργείται είναι αυτή που έχει ένα παιδί όταν κάποιος, κρατώντας το από το χέρι του δείχνει άγνωστα μέρη με διττές συχνά σημασίες.
Last night I paid to close my eyes and open my heart instead...
Ο κορμός...
Παράλληλα με όλα τα παραπάνω κάθε φορά που (ενώ θέλω να ακούσω ένα κομμάτι, τελικά) ακούω ολόκληρο το άλμπουμ, βρίσκομαι να εύχομαι όλο και πιο έντονα να υπάρχει κάπου μια σκέψη για να γίνει το ‘Impermanence' εν καιρώ, θεατρική παράσταση με μουσική και τραγούδι. Μια παράσταση δραματική με στιγμές εκτόνωσης τα ‘A little dream' και ‘A trip to paradise', στιγμές από άλλους παραμυθένιους κόσμους το ‘Mystery star dance' και στιγμές κορύφωσης τα ‘Impermanence -', ‘All is too soon' και ‘ The fall'. Η παράσταση όπως και το άλμπουμ θα είχε ως συνεκτικό στοιχείο τα τρία κομμάτια με τίτλο ‘Impermanence' και διαφορετικά πρόσημα (-, + και ουδέτερο) και άρα διαδράσεις σε αντίθεση μεταξύ τους. Πρόκειται κατά τη γνώμη μου για τρία στοιχεία που ορίζουν το θεματικό κύκλο του άλμπουμ και περιγράφουν με στίχους και μουσική την εικόνα που υπάρχει στο οπισθόφυλλο του cd. Είναι δε τοποθετημένα στην αρχή και το τέλος δημιουργώντας κάτι σαν δίνη ανάμεσά τους, που περιλαμβάνει τα υπόλοιπα τραγούδια.
Το cd αυτό είναι κύκλος γιατί (από άποψη δομής) είναι αυθύπαρκτο. Έχει στίχους, μουσική και ερμηνείες σε συνέργεια μεταξύ τους. Το αποτέλεσμα, 11 κομμάτια που εκτός της προσωπικότητας του δημιουργού τους, των ερμηνευτών και των μουσικών, σκιαγραφούν και μια επιπλέον οντότητα. Αυτή που προκύπτει από το συνδυασμό όλων των παραπάνω.
In rituals of death and of life...
Τα μουσικά όργανα...
...είναι διάφορα έγχορδα, άρπα, τσέλο, πιάνο, μπάσο, διπλό μπάσο, ντραμς, φλογέρες, όμποε, κιθάρα, celeste (διάσημο όργανο που χρησιμοποιήθηκε στον ‘Καρυοθραύστη' του Τσαϊκόφσκι και προσομοιάζει με το πιάνο) όλα σε ρόλο πρωταγωνιστικό και μεγαλύτερο από τον προφανή. Δηλαδή σε σκηνογραφικό ρόλο αφού εμμέσως αποκαλύπτουν ένα φανταστικό εικαστικό σκηνικό που πλαισιώνει τον ερμηνευτή κάθε κομματιού τονίζοντας το ρόλο του, την ερμηνεία του και τον ίδιο (π.χ. στο εξαιρετικό ‘The fall'). Οι φράσεις που παίζουν τα όργανα αυτά, δίνουν ακόμα παραπάνω έμφαση στους στίχους που ακούμε.
With a few deep breaths my mind is still and quiet
No harsh feelings, no regrets...
Ρυθμοί και ερμηνείες
Με κομμάτια σε ρυθμούς τάγκο και τζαζ, μουσική που ώρες ώρες παραπέμπει στις δραματικές συγχορδίες του Rachmaninov και άλλες φορές στις μελωδίες του Wim Mertens και την παρακίνηση της μουσικής του Yann Tiersen, οι θεατρικές ερμηνείες όλων των συντελεστών είναι προκλητικά και φυσικά καλοδεχούμενα ελκυστικές. Με λίγα λόγια PAN muzik! Θεωρώ εγκληματικό να ξεχωρίσω 2,3,4 τίτλους...όλους τους τίτλους. Ο Marc Almond χαρίζει ασυνήθιστες ερμηνείες στα ‘Last night I paid to close my eyes' και ‘Impermanence +' το οποίο είναι ένα κομμάτι ονειρικό (οι ηλεκτρονικοί ήχοι εντείνουν αυτή την εντύπωση) και προκαλεί αναπάντεχη ψυχική ανάταση ειδικά στην τελευταία στροφή. Πρόκειται για μια εκτέλεση που ήδη σοκάρει καθότι διαφέρει πολύ από το υπόλοιπο άλμπουμ, είναι σε διαφορετική αλλά τελικά περίεργα συγγενή διάθεση με τα υπόλοιπα κομμάτια. Όσο για το κομμάτι το οποίο ερμηνεύει ο Othon, το ‘ All is too soon' αν και γράφτηκε από ό,τι αντιλαμβανόμαστε υπό μια δυσάρεστη συγκυρία είναι τόσο γλυκό ενώ ερμηνεύεται με τρόπο που τελικά καταδεικνύει όλη την συναισθηματική αντίφαση που έπρεπε να βιωθεί κατά το συμβάν που το ενέπνευσε.
Όσο για το τραγούδι ‘Impermanence' τι να πρωτοπώ τώρα? Το ότι συγκινούμαι με ΚΑΘΕ του ακρόαση? Αν προσθέσω ότι η εισαγωγή των εγχόρδων στην αρχή θυμίζει Preisner και ότι ο Ernesto με τις τόσες χροιές και τα ύφη σε συνδυασμό με τη συνοδεία των εγχόρδων στο παρασκήνιο, δεν αφήνει κανένα άλλο περιθώριο από το να αφεθεί κανείς σε παρηγορητικά συναισθήματα τρομερής έντασης? Αυτός ο άνθρωπος στο ίδιο κομμάτι, αντλώντας από μια εξαιρετική ερμηνευτική παλέτα, θυμίζει ταυτόχρονα, Δημήτρη Χορν και Klaus Nomi ενώ προσφέρει κάτι εντελώς νέο, αξιοποιεί θεατρικές και φωνητικές δυνατότητες τόσο δραματικό ‘59' όσο και στα υπόλοιπα κομμάτια. Το αξιοπερίεργο είναι πως όσα λένε οι στίχοι που ερμηνεύει, εκείνος τους δίνει τόση ένταση και τέτοια ζωή που κανείς δεν το περιμένει. Όλοι νομίζουν ότι απλά θα ακούσουν τραγουδιστά στίχους, αφού σπάνια ο στόχος είναι να ζωογονηθούν οι λέξεις. Ο Othon και ο Ernesto Tomasini κάνουν ουσιαστική και πολύ συνειδητοποιημένη δουλειά.
Αντί επιλόγου
Δεν είναι πολύ σύνηθες να έχει κανείς την ευκαιρία να ακούσει ένα άλμπουμ μέσα στο νοηματικό πλαίσιο ενός μουσικού φεστιβάλ. Η συναυλία αφιέρωμα στη Baby Dee στο Café OTO, δημιούργησε τις συνθήκες στις οποίες άκουσα μέρος του ‘Impermanence' ανάμεσα σε ερμηνείες από τον David Tibet, τον Marc Almond μέχρι το καμπαρέ μουσικό ‘κλείσιμο' της Baby Dee. Αυτή η μυστηριώδης βραδιά ήταν το ίδιο με το να οπισθοχωρεί κανείς 3-4 βήματα πίσω ενώ κοιτάζει μια εικόνα από κοντά. Τη βλέπει πολύ καθαρότερα.
In heaven we believed but hell is what we've got...
Rating: 10 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Οι Hometaping είναι μια ιδιαίτερη και αθόρυβη μουσική προσπάθεια του Άρη Σιαφά και του Νίκου Αίμα, γνωστός ο πρώτος από την πορεία του στους Matisse ενώ ο δεύτερος μας έχει συστηθεί μουσικά ως Αίμα. Αγαπάω το να ασχολούμαι μαζί τους γιατί αυτό το σχήμα, βγάζει αυτό που περιμένεις από ένα ας πούμε side-project καλλιτεχνών από διαφορετικές κατευθύνσεις. Το ύφος των κυκλοφοριών τους έχει αυτό που θέλω να φαντάζομαι ότι προκύπτει όταν δυο μουσικοί στήνουν κάτι ξεχωριστό από τις συνήθεις ή τις πιο γνωστές ασχολίες τους, για να εκφραστούν πάνω σε κάτι άλλο, ή να το κάνουν κάπως αλλιώς, ή για να το προσφέρουν σε κάποιους άλλους. Μια πιο απερίσπαστη σχέση ίσως; Ο ήχος των Hometaping δεν προσδιορίζεται εύκολα, αλλά απ'την πρώτη επαφή νιώθεις την πλήρη ελευθερία να αφοσιωθείς στη χαρακτηριστική τους diy οικειότητα, σε στοιχεία που φανερώνουν δουλειά και ψάξιμο. Το Red Coffee είναι απλά άλλος ένας δίσκος τους που αν τον αγαπήσεις θα είναι γιατί τον άκουσες πολύ, μόνος σου, μάλλον σπίτι σου,και γιατί όπως κι αν τον είχες φανταστεί ή σ'τον είχαν περιγράψει, βρήκες ένα σωρό γνωστά και άγνωστα πράγματα που σου αποκαλύφθηκαν με τρόπο που σε έκαναν να χαμογελάσεις . Ακόμα και από έκπληξη ή αμηχανία.
Ο ήχος των κυκλοφοριών των Hometaping, που είναι λίγες σε σχέση με το υλικό που έχουν γράψει στα περισσότερα από 10 χρόνια ύπαρξης τους, δεν είναι ο ίδιος. Στα Homemade Ep, The B-Sides και Hometaping Are Killing Music, η βάση είναι καθαρά ηλεκτρονική, με αρκετό πειραματισμό, δυσνόητες δομές τραγουδιών, χωρίς εξάρσεις στην ένταση, ενώ για χιτάκια ή κάτι που να μοιάζει, ούτε λόγος. Κι όμως είναι μαζεμένα πολλά χαρακτηριστικά από την pop κυρίως των 80's αλλά και των 90's, η τελευταία ως προς τον τρόπο που απλώθηκε με ευκολία σε διαφορετικές μουσικές και χρονικές ιδιομορφίες. Στο B-Sides συμβαίνουν διάφορα, αλλά μου μένει εκείνη η πρόκληση του 15λεπτου She Doesn't Sing Anymore που παραμόνευε στο κλείσιμο και χρησίμευε στο να μετατοπίζεται συνεχώς μπρος και πίσω η τελεία εκείνου του δίσκου. Ο Νίκος Αίμα ευθύνεται για όλες αυτές τις απλές και σύνθετες ηλεκτρονικές δομές, ενώ ο Άρης Σιαφάς για τις επίσης όχι συνηθισμένες ερμηνείες του στα κομμάτια.
Το Red Coffee δεν είναι εξαίρεση σε όλα αυτά, κι ας είναι... γεμάτος εξαιρέσεις. Το εναρκτήριο ομώνυμο instrumental σε εισάγει σε ένα άλμπουμ βαθιά ατμοσφαιρικό, ρομαντικό και περίεργο, μια σύνθεση αντιθέσεων. Αυτό που τραβάει αμέσως την προσοχή είναι η baroque αισθητική που παίρνουν τα κομμάτια από ρυθμούς προπολεμικών δεκαετιών, από τον ήχο ακορντεόν και την αντίστοιχη χαμηλόφωνη απόλυτα θεατρική ερμηνεία του Σιαφά. Εικόνες από βωβό κινηματογράφο που μπλέκονται διεστραμμένα με αναλογικούς ηλεκτρονικούς ήχους, και παραμορφώσεις. Αφήστε τα να γίνουν εθιστικά, όπως το Dreams and Free Will. Στα πειράματα περιμένεις να δεις το αποτέλεσμα για να κρίνεις, αλλά τα κομμάτια του Red Coffee μοιάζουν περισσότερο με σύντομα παιχνίδια, που σου επιβάλλονται να τα πάρεις στα σοβαρά. Εννοώντας ότι φτιάχνεται αυτή η καπνισμένη ρετρό-ηλεκτρονική ατμόσφαιρα, αλλά κι αυτή εμφανίζεται και χάνεται μέσα από pio«ξεκάθαρα» κομμάτια όπως το Lotus Blossoms, ή το σκοτεινό ambient ορχηστρικό Alone In the Sweet Dark. Ο θλιμμένος σαρκασμός των Magnetic Fields, η απάθεια των Postal Service, ο πληγωμένος εγωισμός του Gavin Friday ( θυμάστε το Dolls; ), κινηματογραφικά τοπία στον ήχο και θεατρικοί λυγμοί στα φωνητικά. Στο Let's Dive είναι σαν να χορεύουν όλα τα προηγούμενα με το μελαγχολικό σκοπό ενός ακορντεόν για να χαθούν όλα στην προβλέψιμη lo-fi synth pop του Fields and Frames .
Υπάρχουν πολλές κρυμμένες γωνιές που βολεύονται από το ελάχιστο φως του Red Coffee, και είναι περίεργα βαλμένες στη ροή του. Μια μπερδεμένη συλλογή ήδη μπερδεμένων κομματιών που νιώθεις ειδικά στα πρώτα ακούσματα να ξεπετάγονται παράταιρα, πιστά όμως σε μια περίεργη ατμόσφαιρα δύσκολα αναγνωρίσιμων συναισθημάτων. Το Swimming with Mum θα μπορούσε να είναι κολλητική μουσική arcade παιχνιδιού, και λίγα λεπτά μετά μπορεί να χορεύεις τον αυστηρό τύπου Gary Numan ρυθμό του The Hills, ή να χαθείς στο απειλητικό τελευταίο instrumental του δίσκου το the Room. Πώς βγαίνεις από τέτοια διαδρομή;
To Red Coffee εξελίσσεται γρήγορα και αναπάντεχα, σε δοκιμάζει. Αρκετές φορές το παρατάς, χωρίς να ξέρεις ακριβώς γιατί. Πότε ήταν απλή η μουσική των Hometaping; Πότε ο ρομαντισμός ήταν εύκολη υπόθεση; Ή πάλι, πότε δεν είχε μια δόση τρέλας; Ίσως να θέλει να του δώσεις εσύ την προσοχή που δεν ζητάει, να κολλήσεις εσύ τα συναισθήματα που δυσνόητα περιγράφει. Για να τα καταλάβεις πραγματικά.
Rating: 8 / 10
Βαγγέλης Γιαννακόπουλος
Παλιά, σε ημέρες ανούσιου κατά την γνώμη μου ρομαντισμού, η πολιτιστική βιομηχανία είχε μία απλή και κατανοητή δομή. Υπήρχαν οι κοινότητες του mainstream που αγκάλιαζαν όλη την αγορά, υπαγόρευαν το εμπορικό βάσει του οποίου ετεροκαθοριζόταν το indie, το οποίο με την σειρά του κουβαλούσε σε ένα μάρσιπο το DIY ως εμβρυακή μορφή του. Τότε η κατανάλωση μουσικής είχε μία υλική διάσταση: ο δίσκος αγοραζόταν, απαιτούσε κίνηση στο κατάστημα, αναζήτηση, επικοινωνία με τον μαγαζάτορα ή άλλους μουσικόφιλους ή χρειαζόταν να αντιγραφεί σε απτή κασσέτα ή σιντί. Η δε ακρόασή του ήταν πιο εύκολο να επαναληφθεί, αφ' ενός λόγω του περιορισμού που έθετε η αγοραστική απαίτηση, αφ' ετέρου λόγω της μεγαλύτερης ευκολίας με την οποία δημιουργούσε κοινότητες ακρόασης. Οι πιθανότητες να μοιράζεσαι ακούσματα με κάποιον ήταν μεγαλύτερες.
Μετά εμφανίστηκε το διαδίκτυο και οι κοινότητες άρχισαν να γίνονται πιο τυχαίες, σποραδικές, στιγμιαίες και διάχυτες. Το ζήτημα που θέτει το απαλλοτριωμένο θησαυροφυλάκιο του διαδικτύου δεν είναι ο ανούσιος διαξιφισμός (προσβλητικά: κονταρομαχία) για το αν αποτελεί παράδεισο, κόλαση ή καθαρτήριο της μουσικής δημιουργίας. Η μύχια αλήθεια που επικαλύπτουν αυτές οι ιπποσύνες είναι ότι η διαδικασία της αισθητικής αίρει πλέον εν ριπή οφθαλμού τον διαχωρισμό παραγωγής και κατανάλωσης τέχνης. Όλα γίνονται περάσματα, υπάρχει μουσική να παίζει και γραφιστική να βλέπεται. Τεχνοκράτες ή συντηρητικοί όμως, όλοι έχουμε εγγραφές από την ρομαντική μηχανή Και όλοι γινόμαστε νοσταλγοί.
Η μεγαλύτερη, νομίζω, νοσταλγία που προκύπτει αφορά την εγγύτητα με το μουσικό έργο. Αυτή πλέον εμφανίζεται μόνο με τεχνικό τρόπο. Μόνο εκεί που συνυπάρχουν η αισθητική ταύτιση, η ιστορική σύμπτωση, η γεωγραφική εμπειρία και η θυμική ομοιομορφία προβάλει η κουτσουρεμένη μορφή της εγγύτητας. Εκεί πληθαίνουν οι ακροάσεις και η κυβερνητική συνουσία με την μήτρα του διαδικτύου γίνεται ενεργητική, συνειδητή και στοχευμένη.
Το Paper Plane Flight Recorder υπήρξε μία τέτοια περίπτωση εγγύτητας. Από την πρώτη ακρόαση παροτρύνει σε δεύτερη. Ο Logout είναι ένας ζεστός, μελαγχολικός, χειμερινός τραγουδοποιός. Και πρώτα απ' όλα: είναι τραγουδοποιός. Περιορίζει την εννοιολογική τέχνη και τον πειραματισμό στις επιλογές της ενορχήστρωσης, συγκεκριμένα στο live-looping (όπως με αφορμή τον δίσκο έμαθα ότι λέγεται), την τεχνική που συναντάμε και στον Matt Elliott και η οποία συνίσταται στην ηχογράφηση ενός φωνητικού ή κιθαριστικού μέρους και την αναπαραγωγή και παραμόρφωσή του μέσω πεταλιών ενόσω ο δημιουργός απλώνει νέα φωνητικά ή κιθαριστικά μέρη από πάνω. Κοινώς, αποτελεί την μουσική εκδοχή του "μιλάω μόνος μου" στην ψηφιακή εποχή. Και φυσικά, όταν μιλάει κανείς μόνος του, απαραίτητα τίθεται το ζήτημα της μοναξιάς.
Κατά Logout, η μοναξιά φαίνεται να είναι μία όμορφη κατάσταση. Η ηλεκτρο-ακουστική μελαγχολία του δεν έχει την τραχύτητα του αλκοολικού φυγά όπως την καθιέρωσαν ως πρότυπο φιγούρες σαν τον Johnny Cash και τον Tom Waits. Απλώνει γαλήνιες εικόνες σπιτιών τονίζοντας τον άδειο χώρο ανάμεσα στην κτισμένη ύλη. Εκεί είναι που διαφοροποιείται και από τον Matt Elliott. Εκεί που ο τελευταίος προτάσσει την υποβόσκουσα οργή (Bomb The Stock Exchange), ο Logout κοιτάει ηδονικά τον άδειο χώρο και την κατάσταση μόνιμης απουσίας που επιβάλει η σύγχρονη εποχή. Εκεί βρίσκει την παιχνιδιάρικη δυστυχία (π.χ. στα παιδικά ακόρντα του "Establishment" που διακόπτονται από μια σπαρακτική απόδοση των στίχων "now the days have gone and went/ I walk around the establishment") και την γλυκιά βαρύτητα του Tim Buckley (π.χ. Στο "Winter + Summer"). Και απ' αυτή την άποψη, ίσως βρίσκεται πιο κοντά στο εξαιρετικό "The Forest and the Sea" του Leafcutter John" παρά στον Matt Elliott. Όπως και να έχει, Χριστούγεννα έρχονται και μαζί με τον Matt Elliott και τον Leacutter John αποτελεί μία ιδανική μουσική συνοδεία για να κρεμαστείτε απ' τον πολυέλαιο.
Rating: 8 / 10
Γιάννης - Ορέστης Παπαδημητρίου
"Το νέο άλμπουμ των Misuse περιλαμβάνει 5 οργανικά κομμάτια μεγάλης διάρκειας, το κάθε ένα από τα οποία είναι χωρισμένο σε δύο μέρη", διαβάζω στο δελτιο τύπου και τοποθετώ το δισκάκι στο cd-player. Με το πρώτο άκουσμα, αυτό που παρατηρεί κανείς είναι ότι το συγκρότημα έχει εξελιχθεί πάρα πολύ από τον τελευταίο του δίσκο και έχει απομακρυνθεί αισθητά από το post rock. Ο κιθαριστικός ήχος παραμένει μεν αλλά τα ηλεκτρονικά στοιχεία πλέον υπερτερούν. Η προετοιμασία για τις ηχογραφήσεις του άλμπουμ ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2011, από όπου προκύπτει και ο τίτλος του δίσκου, μαρτυρώντας την "ανοιξιάτικη" δημιουργική διάθεση του συγκροτήματος. Ανοιξιάτικη ως προς την άνθιση και την πολυχρωμία ιδεών και πειραματισμών και όχι τη μουσική ευδιαθεσία.
Οι Misuse δίνουν την εντύπωση ότι δεν δυσκολεύτηκαν καθόλου με το δεύτερο "δύσκολο" άλμπουμ τους μιας και οι συνθέσεις ρέουν αβίαστα. Ταυτόχρονα όμως, διαφαίνεται και η συλλογική σκληρή δουλειά. Η μουσική τους εδώ έχει κάτι το ταξιδιάρικο, αφαιρετικό και γι' αυτό χαλαρωτικό, αυτό που κατορθώνει να περικλείει πληθώρα συναισθημάτων. Όπως έχει ξαναειπωθεί, η απουσία φωνητικών δίνει την ελευθερία στον καθένα να ερμηνεύσει με τον δικό του τρόπο τη μουσική. Ήχοι που ταιριάζουν σε οποιοδήποτε περιβάλλον. Από το φυσικό περιβάλλον, όπως απεικονίζεται στο εξώφυλλο, ως το αστικό τοπίο, τη μέρα ή τη νύχτα ανάλογα με τη διάθεση και τη στιγμή.
Το συγκρότημα διανύει μια πολύ δημιουργική φάση, ώριμη, με τις επιρροές τους να έχουν κατασταλάξει. Εμπλουτίζοντας τη συνθετική τους ικανότητα, διευρύνουν τους ορίζοντές τους μένοντας ανοιχτοί σε πειραματισμούς και νέες τάσεις απ' όπου αποπλέουν νέες ερμηνείες. Τα μέλη του γκρουπ αφομοιώνουν τα γύρω τους ερεθίσματα και τα απελευθερώνουν έξυπνα μέσα στα κομμάτια, αφού ο κάθ' ένας έχει εντρυφήσει στον τομέα του. Οι Δημήτρης Πατσαρός και Λευτέρης Βολάνης στις κιθάρες, βάζουν τις απαραίτητες πινελιές, άλλοτε λεπτεπίλεπτες και άλλοτε σκληρές (βλέπε "Dear hunter"). Ο Κώστας Στεργίου στα πληκτροφόρα δίνει ρεσιτάλ παιξίματος κατά τη γνώμη μου, χρωματίζοντας όλα τα κομμάτια με διαφορετικό τρόπο. Ο Σταύρος Μαραγκός στο μπάσο έχει υιοθετήσει ένα πιο βελούδινο παίξιμο ενώ ο Νίκος Δημητρακάκος στα ντραμς μεταδίδει τον ρυθμό και χωρίς να το καταλάβεις κινείσαι σ' αυτόν (βλέπε "Marsupial pt IΙ").
Επί της ουσίας τώρα, η εισαγωγή με το "Marsupial pt I" αποπνέει μυστήριο, ένα κάλεσμα που σου κεντρίζει το ενδιαφέρον και σε απορροφά. Η μετάβαση στο "Marsupial pt IΙ" φανερώνει το νέο πρόσωπο της μπάντας. Τα πρόσθετα ηλεκτρονικά στοιχεία παραπέμπουν στον πρωτοποριακό για την εποχή του δίσκο "What A Long, Strange Journey This Has Been" των 2 By Bukowski του 1998. Στο "8", κομμάτι που χτίζεται σιγά σιγά και κορυφώνεται διατηρώντας πάντα το downtempo στυλάκι του, επικρατούν κατά κύριο λόγο τα πλήκτρα, κάπως νοσταλγικά και ρετρό, θυμίζοντάς μου κάτι από το γαλλικό ντουέτο των Air. Ακολουθεί το "Dear hunter", που είχε κυκλοφορήσει σε διαφορετική εκτέλεση στη συλλογή "First Steps: 2 Years Of Puzzlemusik", το 2008. Εδώ σε δύο μέρη σύμφωνα με το concept, το "Dear hunter pt I" με το πιάνο να αιωρείται γαλήνιο, προσδίδοντας μια ελαφρά μελαγχολία, σε βρίσκει ευάλωτο σε συναισθήματα ενώ το "Dear hunter, pt II", τραγούδι καλειδοσκόπιο που λειτουργεί λυτρωτικά, εκπλήσσει με μια ελεγχόμενη έκρηξη όπου όλοι οι συντελεστές οργιάζουν και οι κιθάρες ουρλιάζουν παθιασμένα και αγριεμένα, διατηρώντας το αρχικό ισορροπημένο ύφος. Το "Bela" με φιλμ νουάρ αισθητική αποτείνει φόρο τιμής στον Bela Lugosi (γνωστού για τους ρόλους του Κόμη Δράκουλα, αλλά και για τη συμμετοχή του στις cult ταινίες του Ed Wood). Οι Misuse καταφέρνουν να δημιουργήσουν την κατάλληλη γκραν γκινιόλ ατμόσφαιρα όπως αρμόζει στον διάσημο Ούγγρο ηθοποιό. Ο δίσκος κλείνει με τα δύο μέρη του "Techtris". Νυχτερινό οδοιπορικό, ονειροπόλο περιγράφει εικόνες από φώτα που αναβοσβήνουν έξω από ένα βρεγμένο παράθυρο, από τοπία που σε προσπερνούν σε κάποιο ταξίδι. Οι στίχοι που δεν ειπώθηκαν ποτέ παίρνουν μορφή απ'τον κάθένα ακροατή.
Καμιά φορά δεν χρειάζεται πολύ ανάλυση. Απλά ακούς τη μουσική και την αφήνεις να λειτουργήσει μόνη της. Έτσι και σε αυτή την περίπτωση, είτε ακούγοντας μεμονωμένα κομμάτια είτε ολοκληρωμένα το άλμπουμ, η ακρόαση αποδεικνύεται μια ιδιαίτερη εμπειρία. Πριν χρόνια είχαμε πει ότι το συγκρότημα διαθέτει μεγάλα εφόδια και αφήνει πολλές υποσχέσεις για ακόμη ωραιότερα πράγματα στο μέλλον. Με αυτό τον δίσκο το πετυχαίνουν με τον καλύτερο τρόπο.
Rating: 8,5 / 10
Νίκος Δρίβας
Όταν η indie pop συναντά το new wave και τη synth μουσική των 80's, μόνο καλά πράγματα μπορούν να συμβούν. Ο νέος δίσκος των αμερικανών Future Islands αποτέλεσε ευχάριστη έκπληξη, μιας και είναι από τις καλύτερες προτάσεις του είδους.
Ο ήχος αυτού του νέου album είναι δεν είναι τίποτα άλλο από μία χρονική γέφυρα. Η νοσταλγία των 80's αναμειγνύεται αρμονικά με τις σύγχρονες indie πινελιές, αναδεικνύοντας συγχρόνως και μια εκκεντρική, φουτουριστική πλευρά, όπως δηλώνει ο τίτλος του. Πρωταγωνιστές σε αυτό το ηχητικό πάντρεμα αποδεικνύονται τα λιτά αλλά έξυπνα παιχνιδίσματα του μπάσου, καθώς και τα καταπληκτικά synths, που προσδίδουν μία ιδιαίτερη, γλυκόξινη αίσθηση στη μουσική των Future Islands.
Η επιτυχημένη ηχητική προσέγγιση συνοδεύεται και από ωραίες συνθέσεις, οι οποίες ξεχωρίζουν για την αμεσότητά τους. Τα 8 κομμάτια (τόσα απομένουν στο δίσκο αν εξαιρέσουμε τα 3 filler tracks) είναι όλα τους αυτό που λέμε "προσβάσιμα", από το πρώτο κιόλας άκουσμα. Αντί να προσπαθεί να δείξει σύνθετο, το On The Water προτιμά να χρησιμοποιεί στη μουσική του συνταγή λίγα, αλλά σίγουρα υλικά, εστιάζοντας στις μελωδίες. Οι οποίες, συναισθηματικές και ονειρικές καθώς είναι, γεμάτες μελαγχολία και ρομαντισμό, εύκολα μένουν στο μυαλό και δύσκολα σε αφήνουν ασυγκίνητο. Η πολύ ιδιαίτερη φωνή του Samuel T. Herring, βέβαια, θα ξενίσει και θα δυσκολέψει πολλούς. Ωστόσο, η μοναδικότητά της καταφέρνει να δώσει ταυτότητα στη μουσική των Future Islands, γεγονός που μόνο κακό δεν είναι.
Από τα αρκετά τα ζουμερά τραγούδια που περιέχει το On The Water, ξεχωρίζουν το ομότιτλό και εναρκτήριο, αλλά και τα singles "Before The Bridge" και "Balance", που αποτελούν και τα πιο δυναμικά (χορευτικά, αν θέλετε) κομμάτια του δίσκου. Και το συναισθηματικό ξέσπασμα του "Give Us The Wind", όμως, συγκαταλέγεται στις καλύτερες στιγμές του. Και γενικά, ευτυχώς κακό κομμάτι δεν υπάρχει, πέρα από τα μάλλον ενοχλητικά fillers που παρεμβάλλονται στην tracklist σαν σωστά παράσιτα.
Και επειδή ως εδώ όλα μοιάζουν τέλεια και ο αναγνώστης θα αναρωτιέται προς τι το 7.5 στη βαθμολογία, μάλλον είναι το κατάλληλο σημείο για να αναφερθεί το μελανό σημείο του δίσκου. Έτσι, το μοναδικό (αλλά σημαντικό) πρόβλημα του On The Water είναι μια κάποια έλλειψη βάθους. Όπως ειπώθηκε πριν, οι χάρες του album ξεδιπλώνονται άμεσα και το όλο έργο αφομοιώνεται χωρίς ιδιαίτερη φιλοσοφία. Αυτό εν γένει μπορεί να μην είναι κακό, αλλά στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει αρκετή ουσία, αλλά ούτε και στιγμές απογείωσης, ώστε να μπορέσει το album να αντέξει στο χρόνο και να διατηρήσει το ενδιαφέρον του με τα πολλά ακούσματα. Πρακτικά, λίγο τα κομμάτια που μοιάζουν πολύ μεταξύ τους, λίγο η επανάληψη των ηχητικών μοτίβων, λίγο η απλοϊκότητα των συνθέσεων και λίγο το προφανές και το προβλέψιμο των καταστάσεων, το album δεν θα σε τραβήξει εύκολα να το ακούσεις ολόκληρο, ούτε θα σε βάλει στο τρυπάκι να το ακούσεις και να το ξανακούσεις, μιας και δεν υπάρχουν πολλά καινούρια πράγματα να ανακαλύψεις σε κάθε άκουσμα.
Επειδή όμως οι απλές χαρές έχουν κι αυτές την αξία τους, το On The Water αξίζει να το κατατάξουμε σε περίοπτη θέση ανάμεσα στις κυκλοφορίες του φθινοπώρου. Για φίλους ή μη του είδους, τουλάχιστον ένα άκουσμα στα κομμάτια που αναφέρθηκαν παραπάνω είναι σχεδόν απαραίτητο!
Rating : 7,5 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Με πάνω από 10 ακροάσεις ως τώρα και μια live, αυτό το άλμπουμ είχε το ίδιο αντίκτυπο σε όποια κατάσταση και αν βρισκόμουν ακούγοντάς το με ξεσηκώνει πολύ σαν κάποιος να με τραβάει απότομα για να χορέψουμε. Πράγματι χορεύω πολύ με τα περισσότερα κομμάτια του άλμπουμ και αυτό είναι για μένα μια καλή ένδειξη για τη μουσική του αξία.
Φταίνε οι κιθάρες, οι ρυθμοί, η χροιά της φωνής του Peter Murphy, οι στίχοι, η απουσία των γυναικείων back vocals που θυμίζουν τα άσχημα κατά τη γνώμη μου pop κομμάτια των 90s (όπως συνέβαινε σε αρκετά κομμάτια του προηγούμενου άλμπουμ) και αδιάφορων μελωδιών με απλοϊκούς ρυθμούς. Το ‘Ninth' μου άρεσε τόσο γιατί είναι κατά κάποιο τρόπο η φυσική μουσική συνέχεια του ‘Go away white', μόνο που έχει καλύτερες συνθέσεις και παραγωγή. Είναι ευτυχώς πολύ διαφορετικό από το ‘Unshattered' και κυρίως δεν έχει καμία σχέση με το μυστικιστικό και αρκετά περίεργο ‘Dust'.
...your whisper is mine as it lifts you up from above...
Είναι πιο δυναμικό, σε ροκ διάθεση, πολύ πιο χορευτικό από τα δυο τελευταία άλμπουμ και μαγικό. Γιατί την ώρα που ακούμε τα 11 κομμάτια του είναι σα να ακούμε μέσω του Murphy, τον Iggy και τον Bowie ενώ μεταφερόμαστε στην ατμόσφαιρα των Bauhaus. Είναι το άλμπουμ που επαναφέρει στο προσκήνιο του δικού μου τουλάχιστον ενδιαφέροντος, τον Peter Murphy. Παρ' όλ'αυτά η κριτική στη δουλειά ενός μουσικού με τόσo εκτενή πορεία και τόσες διαφορετικές μεταξύ τους δουλειές δεν είναι απλή υπόθεση. Τείνω να καταλήξω στο ότι πιο ειλικρινές είναι να γνωρίζει κανείς ποιά στοιχεία του αρέσουν και ίσως ποιές περίοδοι στη δουλειά ενός μουσικού όπως ο Peter Murphy. Προσωπικά με ενδιαφέρει το κομμάτι της δουλειάς του που φέρει μέσα του χνάρια των Bauhaus από άποψη μουσικής, δυναμικής, ερμηνείας και συναισθημάτων. Για παράδειγμα θεωρώ ότι το ‘Ninth' θα μπορούσε να ήταν άλμπουμ των Bauhaus ενώ το ‘Dust' όχι και αυτός είναι ένας από τους λόγους που μου άρεσε περισσότερο.
Δεν υπάρχουν πνευστά στο ‘Ninth', αλλά σκληρές ηλεκτρικές κιθάρες, μπάσο, ντραμς, βιολί, βιόλα και τσέλο και η σοφία του Peter Murphy που ξεχειλίζει ακόμα και μέσα από το booklet, τις φωτογραφίες και το γενικότερο ύφος και τα χρώματα. Στο live στο ‘The Garage' του Λονδίνου πριν από ένα περίπου μήνα, στάθηκα αρκετά τυχερή και κατέληξα πολύ κοντά στη σκηνή και έτσι κατέληξα στο ότι ο Peter Murphy έχει σοφία. Όχι αυτή την ‘αναμενόμενη' της ηλικίας (που άλλωστε δε συμβαίνει πάντα). Σκέφτομαι ότι είναι κάτι σαν αυτή που κουβαλάει κάποιος που έχει διαπεράσει διάφορες εποχές (στην προκειμένη περίπτωση, μουσικές εποχές) και ο οποίος έχει δει το κοινό του να αλλάζει αρκετές φορές. Και κάθε φορά καταλαβαίνει κάτι ακόμα για την εκάστοτε εποχή. Είναι η σοφία που εκπέμπει κάποιος φυσιογνωμικά, ως στάση σώματος, ως βλέμμα, ως ανάγκη αποστασιοποίησης κατά την ερμηνεία συγκεκριμένων στίχων, ως κίνηση, ως ευφυές πνεύμα το οποίο αποκαλύπτεται μέσα από τις αστείες ατάκες ανάμεσα στα τραγούδια. Η σοφία βρίσκεται μέσα στα μακρόσυρτα φωνητικά και τις κραυγές στο ‘Peace to each', ‘Never fall out' και ‘Uneven&Brittle', ακόμα και στην επιλογή της θέσης και του προσανατολισμού των τίτλων των κομματιών του άλμπουμ στο οπισθόφυλλο του cd. Προσπαθώ να σας περιγράψω αυτό που λένε οι στίχοι και αποπνέει ο τίτλος του ‘I spit roses'. Το οποίο για' μένα, είναι το ίδιο με αυτό που αποπνέουν οι κραυγές στα ‘Adrenalin' και ‘In the flat field'.
...you'll never fall out, if you take me in there'll be no way out without you never fall out...
ΌΧΙ το άλμπουμ αυτό δεν είναι καλό επειδή διακρίνεται η σοφία του Peter Murphy μέσα από τις συνθέσεις του. Αλλά γιατί αποτελεί τη φυσική συνέχεια κομματιών όπως το ‘The first stone', ‘Black stone heart', ‘Burning from the inside', ‘She's in parties', ‘Hollow hills'. Η live εμφάνιση στο ‘The Garage' με έκανε να συνειδητοποιήσω και κάτι ακόμα ακούγοντας κομμάτια των Bauhaus όπως το ‘Silent hedges', ‘Cool cool breeze', ‘In the flat field' δίπλα στο ‘I spit roses' και το ‘Velocity bird'. Το ότι μπορώ για παράδειγμα να δω ξεκάθαρα το νήμα που συνδέει το ‘Never Fall out' με τα ‘Thelma sings for little Nell', ‘Emergency unit' και ‘A strange kind of love' όπως και τη σύνδεση ανάμεσα στους εφηβικούς και all-time heroes του Myrphy με το σύνολο των κομματιών του ‘Ninth'. Για να είμαι πιο ακριβής, μπορώ να ‘δω' στα τελευταία κομμάτια του ‘Ninth' τα αποτυπώματα όλων όσα προανέφερα. Η σοφία λοιπόν στην οποία αναφερόμουν προηγουμένως έγκειται στο ότι το αποτύπωμα αυτό όπως και άλλα, διαπιστώνω πως δε λειτούργησαν ως καλούπια για τα καινούρια τραγούδια αλλά περισσότερο ως αφηρημένες ιδέες. Σα να κρατήθηκε ένας πολύ υποτυπώδης σκελετός και πάνω σε αυτόν γράφτηκαν τα νέα κομμάτια. Σαν να ακούω την ηχώ των τελευταίων ακόρντο στα ‘Burning from the inside' και ‘Who killed Mr Moonlight' μέσα από τις νότες των ‘Secret silk society' και ‘Crème de la crème'.
...out of ourselves to ourselves we've gone...
Το δικό μου αγαπημένο κομμάτι του άλμπουμ είναι το ‘Never fall out' ενώ ακολουθεί το ‘The prince and old lady shade' αν και συνολικά μετά από τόσες ακροάσεις όλα τα κομμάτια μου αρέσουν ισότιμα. ΠΟΛΥ. Επομένως αν και δύσκολες οικονομικά εποχές σας παροτρύνω να αγοράσετε το άλμπουμ (υπάρχει σε πολύ οικονομική τιμή στο διαδίκτυο) γιατί θεωρώ την απουσία του από τη δισκοθήκη σας, ως μεγάλη παράλειψη.
Σας αφιερώνω τα ‘προφητικά' και περιέργως (?) επίκαιρα λόγια του τελευταίου κομματιού για να συνοδεύουν τις σκέψεις σας...
... Adieu now we're laying on new waves our guns have
lost the ιr victims' names...
Rating: 8,4 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Το 1979 ο πολύς Μάνος Χατζιδάκις, στον άπλετο ελεύθερο χρόνο και την ασταμάτητη υπαρξιακή βαρεμάρα που είχε ως συνεπής αριστοκράτης, αποφάσισε να περιπαίξει τους ακροατές του, εκείνο το πρωτο-νεόπλουτο τσόυρμο που τον άκουγε ευλαβικά επιθυμώντας να πάρει σαφείς ντιρεκτίβες διαχείρισης του πλούτου του προκειμένου να αγοράσει την καλαισθησία που του έλειπε. Ο Χατζιδάκις, έχοντας βρει πεδίο αστεϊσμού, επιλέγει μια shock rock παρτίδα, καλώντας στην ραδιοφωνική εκπομπή του στο Τρίτο Πρόγραμμα τον Γιάννη Φλωρινιώτη. Η εισαγωγή γίνεται με τον Άρη Δαβαράκη (μάλλον) να παρουσιάζει το πλαίσιο της χατζιδακικής μεταστροφής των τραγουδιών του Φλωρινιώτη σε ένα μόνο όργανο με μουσική υπόκρουση το "Πειράζει Που Είμαι Μεγάλη Φίρμα". Όλα αυτά από τα ηχεία του Τρίτου Προγράμματος και μάλιστα σε μία εποχή που τα δημόσια πρόσωπα θεωρούνταν ανεπίδεκτα αμφισβήτησης και το διαδίκτυο δεν είχε είσαγει ακόμα το "trolling" ως κοινή λέξη και πρόταγμα.
Ο Φλωρινιώτης παρουσιάζεται σαν αρκούδα σε τσίρκο. Στην αφηγηματική καθοδήγηση της εκπομπής από τον Χατζιδάκι βρίσκουμε τα εξής: "Τον Φλωρινιώτη τον ανακάλυψε ένα είδος τραγουδιού που δε θα μας απασχολούσε παρά μονάχα σαν ένα εντατικό σύγχρονο κοινωνικό πρόβλημα", "Το αίσθημα ανθίζει και στο ευτελές", "Το τσέμπαλο ταιριάζει στον Φλωρινιώτη. Γιατί τον βοηθάει να τοποθετηθεί άνετα πλάι στους προκλασσικούς και να εξοστρακίσει έτσι με ευκολία τους τραγουδιστές παραδείγματος χάριν της Λυρικής Σκηνής." Για το επόμενο διάστημα, η αθηναϊκή μεσαία τάξη που πάσχιζε να αποτινάξει την αγροτική της καταγωγή και νοοτροπία, θεώρησε μεγάλη πρόοδo - στον δρόμο για την καλή κοινωνία - την επιστροφή της στα νυχτερινά κέντρα που τραγουδούσε ο Φλωρινιώτης. Ο Χατζιδάκις έμεινε να γελάει σαρκαστικά.
Ο Χατζιδάκις, βέβαια, ήταν ένας αριστοκράτης είρωνας, μία ιδιοφυία που καλλιτεχνούσε εννοιολογικά εις βάρος της αξιοπρέπειας του Φλωρινιώτη. Αντίθετα, το "Lulu", με τον Lou Reed να ερευνά τα θεατρικά έργα του Frank Wedenkind παρέα με την αγροτική ορχήστρα Metallica, δίνει επιτέλους την πολυπόθητη αφορμή να αμφισβητήσουμε την ιδιοφυία που η rock 'n' roll (και όχι μόνο) ιστορία τείνει να του αποδίδει.
Φυσικά, δεν είναι η μόνη ένδειξη: οι δίσκοι των Velvet Underground χωρίς τον John Cale είναι αδιάφοροι, πίσω από την λούμπεν αμφισεξουαλική θεματική του Transformer βρίσκεται ένας Bowie (ή έστω ενας Ronson) και το Metal Machine Music το παρουσίασε ως άσκοπο θόρυβο, ασχέτως αν μετά την εισβολή της μεγάλης Laurie Anderson στην ζωή του ξαφνικά αποφάσισε όχι απλά να το πάρει στα σοβαρά, αλλά να βγάλει και sequel. Είναι επίσης ιδιαίτερα αμφίβολο αν το Metal Machine Music θα έχαιρε ως μεγάλο πειραματικό έργο σε περίπτωση που δεν έχει βρεθεί ένας μαστουρωμένος Lester Banks να το θεοποιήσει. Για να μην είμαστε άδικοι όμως, αυτά δεν σημαίνουν οτι ο Lou Reed είναι κανένας τυχαίος σημαίνουν όμως ότι έχει κάνει καλύτερα από όλους την κριτική στο άτομο του όταν τραγούδησε τον στίχο "i guess i'm just dumb cause I know I ain't smart, but deep down inside i've got a rock 'n' roll heart".
Όσο χαζός κι αν είναι ο Lou, ωστόσο, είναι σίγουρο ότι οι Metallica είναι περισσότερο. Και σίγουρα δεν έχουν κανενός είδους rock 'n' roll σωθικό. Οι Metallica ξέρουν έναν τρόπο να κόβουν τις πέμπτες στην κιθάρα, ξέρουν να βαράνε ανέμπνευστα τα ντραμς, ξέρουν πώς να μην γράφουν ενδιαφέρουσες μπασογραμμές και - ένεκα του συνδυασμού αστικής ανατροφής και περηφάνειας για την αμερικάνικη επαρχία - ξέρουν να τραγουδάνε σαν παιδιά της πόλης που εμφανίστηκαν στο σαλούν της τάδε επαρχίας και προσπαθούν να εντυπωσιάσουν τους ντόπιους. Οι Metallica είναι κακόγουστοι και τα σπίτια τους ποντάρω πως έχουν δωρικούς κίονες και μαύρο μάρμαρο.
Η κακογουστία των Metallica είναι εμφανής σε όλον τον πρώτο δίσκο του Lulu. Για 6 βασανιστικά τραγούδια διάρκειας 45 λεπτών, η καζούρα του ξεμωραμένου Lou Reed στα βλαχαδερά ξεπερνάει κατά πολύ το επιτρεπόμενο χρονικό διάστημα ενός αστείου. Όσο και να αντέξει να το ακούσει κάποιος, ο ακατάσχετος συνδυασμός φωνής και μη-μελωδίας του Reed με την προκάτ τραγουδοποιία των Metallica δεν αποτελεί μεταμοντέρνα ανορθολογική (ή αντι-ορθολογική) τέχνη ή διαταξική δημιουργία. Αποτελεί απλά τον καρπό μίας συνάντησης ενός καλλιτεχνικού λείψανου με το πανταχού παρόν τυχάρπαστο της pop κουλτούρας. Οι μουσικές τους φόρμες είναι πολύ μακριά για να συναντηθούν και η απόσταση αυτή δεν μπορεί να καλυφθεί από την δημιουργική τους "ικανότητα". Ο πρώτος δίσκος του Lulu είναι ένα μνημείο του κιτς, με τρόπο που δεν μπορεί να θεωρηθεί καν διασκεδαστικό cult.
Το δεύτερο μέρος του Lulu - εμφανώς με μεγαλύτερο έλεγχο του Reed στην κατάσταση - είναι σαφώς πιό ανεκτό. Οι αρχικές μου εκτιμήσεις έλεγαν μέχρι και ωραίο· αυτό μέχρι την στιγμή που συνειδητοποίησα ότι η μόνη του επήρρεια κατά την ακρόαση είναι να μην προκαλεί ιδρώτα και πόνο στις αρθρώσεις όπως το πρώτο μέρος - ωραίο γίνεται μόνο ως λύτρωση από τον βασανιστικό εξάσματο πρόλογό του. Το ενδιαφέρον του περιορίζεται σε μία μετριότατη ambient κατακλείδα και σε μια ακατέργαστη εφαρμογή της γενικής ιδέας του "The Gift" των Velvet Underground. Μπορούμε, λοιπόν, να πάρουμε το Lulu ως μία ενδιαφέρουσα περίπτωση που το ωραίο (δεύτερο μέρος) ορίζεται μέσω του γκροτέσκου (πρώτο μέρος). Αλλά η μόνη άλλη επιλογή μας - σε περίπτωση που βαριόμαστε την αισθητική θεωρία - είναι να το βάψουμε μπλε και να το πετάξουμε στην θάλασσα. Όλοι μαζί, για το καλό της ανθρωπότητας.
Rating: 3 / 10
Γιάννης - Ορέστης Παπαδημητρίου
Μπορεί η Florence να ξεκίνησε το 2009 με τρελό hype και υποστήριξη από τον alternative μουσικό τύπο, όμως κανείς δεν φανταζόταν την απήχηση που θα είχε, ειδικά στο αμερικάνικο mainstream κοινό, που δεν είναι συνηθισμένο σε τέτοια μουσική αισθητική. Έμοιαζε, τότε, να ισορροπεί επιδέξια ανάμεσα στους δύο αυτούς κόσμους, με όπλο την ιδιαίτερη ερμηνεία της, τον πρωτότυπο ήχο της, τη φρεσκάδα και τον άκρατο αυθορμητισμό της. Ένα νέο αστέρι γεννιόταν, καθώς πολλοί έκαναν λόγο για τη νέα Kate Bush και άλλες βαρύγδουπες δηλώσεις.
Ακούγοντας το νέο της album Ceremonials, είναι παραπάνω από προφανές ότι το παρελθόν αυτό την γέμισε με το άγχος να συνεχίσει την ανοδική πορεία, να πετύχει μεγαλύτερα νούμερα, να αποκτήσει μεγαλύτερο κοινό. Είναι γεγονός ότι η Florence προσπάθησε πάρα πολύ. Και αυτό έχει μεν τα καλά του, αλλά περισσότερο χαντάκωσε τη νέα αυτή δουλειά.
Ας μιλήσουμε όμως συγκεκριμένα. Τα καλά νέα είναι ότι ο νέος δίσκος έχει πολύ και ενδιαφέρον υλικό. Όλα σχεδόν τα κομμάτια έχουν κάτι το πιασάρικο, είναι όμορφες και έξυπνες συνθέσεις που έχουν δουλευτεί πολύ στο μυαλό της. Είναι κομμάτια που μοιάζουν να είναι γραμμένα για να παίζονται live και να ξεσηκώνουν, αλλά συγχρόνως και πολύ ραδιοφωνικά. Τα επίδοξα singles είναι τόσα πολλά, που θα μπορούσαν να χαρίσουν στη Florence έως και ενάμιση χρόνο ραδιοφωνικής ζωής. Παράλληλα, το ύφος είναι πολύ κοντά στο ντεμπούτο της, γεγονός που συνεχίζει να της δίνει μοναδική ταυτότητα. Αυτή η συνταγή της κέλτικης, αέρινης, επικής pop παραμένει συναρπαστική. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ίδια θα γίνει αρκετά πιο γνωστή, ίσως και huge, μέσα στο 2012.
Τα κακά νέα; Μέσα στην προσπάθειά της για κάτι μεγάλο, η Florence έπεσε στην παγίδα της έπαρσης και της υπερβολής. Τα κομμάτια μοιάζουν να είναι απεγνωσμένα για αναγνώριση, σε αγχωτικό βαθμό μερικές φορές. Μεγαλειώδεις και πληθωρικές συνθέσεις χωρίς ουσιαστικό λόγο. Ο ήχος έχει γίνει πολύ pop και "γλυκερός", αφήνοντας στην άκρη σχεδόν κάθε indie στοιχείο. Δεν είναι λίγα τα κομμάτια που πατάνε σε τόσο ασφαλή μονοπάτια της αμερικανικής pop, που δεν μπορούν παρά να αντιμετωπιστούν με καχυποψία. Όσο για την παραγωγή, μπορεί να είναι εντυπωσιακή, όμως είναι πολύ εντονότερη από το επιθυμητό, καθιστώντας το album ένα από τα πιο overproduced που έχουν κυκλοφορήσει τελευταία. Κάποιος ξέχασε ότι το μεγαλείο κρύβεται στην απλότητα...
Και τελικά, έχουμε μια Florence που χάνει την άγρια ομορφιά της, στο όνομα της επιδίωξης της εμπορικότητας. Η κάποτε indie αμαζόνα γλυκάθηκε από την απρόσμενα ευρεία δημοσιότητα και πλέον πάει για τα μεγάλα στάδια, παρουσιάζοντας ένα album που προσπαθεί με νύχια και με δόντια να μας εντυπωσιάσει. Η ίδια έγινε θύμα της δικής της φιλοδοξίας. Το Ceremonials, λοιπόν, κινείται στα επίπεδα του απλώς ικανοποιητικού λόγω των 4-5 επιτυχιών ευρείας κατανάλωσης που περιέχει, στερώντας στον εαυτό του μια θέση στα δυσθεώρητα ύψη που θα μπορούσε να κατακτήσει...
Rating : 6,5 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Tελευταία, βλέπουμε να επανακυκλοφορούν αρκετοί δίσκοι που έχουν εξαντληθεί πολλά χρόνια και μάλιστα σε βινύλιο! Έχουμε όμως και μερικές κυκλοφορίες από δουλειές που έμειναν ακυκλοφόρητες για διαφόρους λόγους. Η από έλλειψη ενδιαφέροντος της εποχής της δημιουργίας τους, από έλλειψη χρημάτων για την ολοκλήρωση της παραγωγής η πολύ απλά από την διάλυση του συγκροτήματος. Εδώ θα ασχοληθούμε με την νέα κυκλοφορία "Cities Of Steel and Neon" των In Trance 95 (Αλεξ Μαχαίρας - Νίκος Βελιώτης) που έχει λίγο από όλα τα παραπάνω.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Τα συγκροτήματα της ελληνικής ανεξάρτητης σκηνής έχουν περάσει από πολλές δυσκολίες καθ'όλη την διάρκεια της ύπαρξης της. Μια σκηνή με λίγη προβολή, ελάχιστα μέσα και με μικρό κοινό. Οι δυσκολίες γίνονταν ακόμα μεγαλύτερες αν κάποιος κινούνταν στο χώρο της ηλεκτρονικής σκηνής, ειδικά τότε πίσω στην δεκαετία του '80. Οι In Trance 95 όμως από την αρχή δεν πτοήθηκαν και με την χρήση φορητών analogue synthesizers και drum machines, έγιναν από τους πρώτους καλλιτέχνες στην Ελλάδα που αποφάσισαν να κινηθούν στο λεγόμενο minimal-synth / cold wave / EBM στην χώρα μας πετυχαίνοντας και σχετική αναγνώριση πέραν των συνόρων μας φτάνοντας έως και το MTV.
Το πρώτο τους σιγνκλ, "Desire To Desire / Brazilia" που κυκλοφόρησε 1988 από την Wipe Out, έχει γίνει από τα πιο περιζήτητα 7ιντσα για τους συλλέκτες δίσκων. Ένα δισκάκι που συνδύαζε άψογα το παρελθόν με το μέλλον της electro μουσικής, όπου μελωδίες, ρυθμός, σκοτεινή ατμόσφαιρα και χορευτική διάθεση γίνονται ένα. Κατά την γνώμη μου αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα σιγνκλ που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα. Για το "Desire To Desire" θα φτιάξουν και βίντεο κλιπ, το οποίο γονάτισε οικονομικά το σχήμα και αποτέλεσε το κύριο λόγο να μην κυκλοφορήσουν το δεύτερο σινγκλ τους "Presidente". Την ίδια εποχή αυτή θα έχουν ηχογραφηθεί και άλλα κομμάτια που δεν κυκλοφόρησαν ποτέ. Το καλοκαίρι του 1990 κυκλοφόρησαν την πρώτη ολοκληρωμένη δουλειά τους, το mini LP "Code Of Obsession" και πάλι από τη Wipe Out. Ακολούθησε ένα χρόνο αργότερα το EP "Warm Nights Driving On Wet Streets" στην ανεξάρτητη εταιρεία Elfish. Το 1996 συμμετείχαν στο φεστιβάλ Rock Of Gods και μετά ο Νίκος Βελιώτης θα αποχωρίσει. Μετά από πολλά χρόνια ο Αλεξ Μαχαίρας θα επανέλθει κάτω από το όνομα ITENEF. Όταν θα τους καλέσουν να ανοίξουν την εμφάνιση των Recoil στο κλαμπ Fuzz το 2010 θα καλέσει να συμμετάσχει και ο Νίκος Βελιώτης. Το συγκεκριμένο live στάθηκε η αφορμή και συνετέλεσε στην οριστική επανασύνδεση των In Trance 95.
Τότε θα έρθει σε επαφή μαζί τους η Veronica Vasicka, η δημιουργική δύναμη της Minimal Wave Records με έδρα την Νέα Υόρκη, της δισκογραφικής εταιρείας που επανέφερε το new wave της δεκαετίας του 80 στο προσκήνιο. Έτσι συμφωνήθηκε να μαζευτούν όλες οι πρώτες ηχογραφήσεις των In Trance 95 της περιόδου 1988-1989 και κυκλοφορήσουν κάτω από το τίτλο "Cities Of Steel And Neon". Η συλλογή περιλαμβάνει στην ουσία τα τραγούδια που είχαν στα δύο πρώτα 7ιντσα καθώς και εφτά ακυκλοφόρητα στο minimal-synth / wave ύφος του συγκροτήματος εκείνης της εποχής που έχουν αρκετές αναφορές και παραπομπές στους πρωτεργάτες του είδους, Kraftwerk. Αρχή γίνεται με το κλασσικό "Desire To Desire" και το πολύ καλό και άγνωστο μέχρι σήμερα "Fairweather Friends", ένα minimal synth κομμάτι με τα ανατολίτικα ριφ να του προσδίδουν ένα ταξιδιάρικο ύφος. Ακολουθεί το δυνατό "21st Century European Temptation", από το από split σιγνκλ με Dada Data του 1989, εδώ σε μια σπάνια εκτέλεση. Το "Presidente" μαρτυρά την στροφή στον ήχο του σχήματος και προδιαθέτει το τι θα επακολουθούσε στην χορευτική μουσική των 90's. Συνοπτικά, το "Cities Of Steel And Neon" μπορεί να αντιμετωπιστεί ως ένα μνημείο-αναφορά στην εγχώρια ηλεκτρονική σκηνή, με το νεανικό τότε ντουέτο να προσπαθεί να αποτυπώσει τις κεντρο-ευρωπαϊκές τάσεις του είδους, με αυθορμητισμό και αφέλεια. Σήμερα θα το αποκαλούσαμε old-school EBM, τότε το λέγαμε απλά ebm ή nb (new beat) σε περιπτώσεις. Αν πρέπει να γράψω ονομαστικά αναφορές, θα διάλεγα τους παλιους Front 242 και Die Krupps, τους Clock DVA και τους Cabaret Voltaire, με μικρά ψείγματα από την electropop του πρώτου δίσκου των OMD και την ατμόσφαιρα των συγκροτημάτων της Factory.
Μια πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα κυκλοφορία, σε περιορισμένη έκδοση 999 αντιτύπων βινυλίου 180 γρ. Επειδή το παραπάνω κείμενο είναι ουσιαστικά παρουσίαση-αναδρομή παρά δισκοκριτική, μια και πρόκειται για παλιό υλικό, να σημειώσουμε ότι οι In Trance 95 σύντομα θα κυκλοφορήσουν και καινούριο album στην ίδια εταιρεία το οποίο και αναμένουμε με πολύ ενδιαφέρον και θα ασχοληθούμε εκτενέστερα.
Rating: 7,5 / 10
Νίκος Δρίβας
Ή αλλιώς το πιο ενοχλητικό άλμπουμ αυτής της χρονιάς!
...δεν ξέρω μήπως είναι το πιο ενοχλητικό άλμπουμ των τελευταίων χρόνων. Κρίμα και ήθελα τόσο πολύ να ακούσω κάτι καινούριο από τη Bjork που να έχει κάποια σχέση με στιγμές όπως ‘Bachelorette', ‘Violently happy' κλπ.
Μα γίνεται να βγάλει κάτι άσχημο η Bjork? Απ' ό,τι φάνηκε, γίνεται να κυκλοφορήσει κάτι άμουσο, αμελωδικό και αδιάφορο.
Επειδή μια δήλωση ατεκμηρίωτη είναι εντελώς άχρηστη...
Πολύ συνοπτικά αναφέρω τα εξής: Η Bjork είναι ένα πλάσμα αιωρούμενο ανάμεσα στο πραγματικό και το ονειρικό, με χαρακτηριστικά αρχέγονης οντότητας. Το αποτέλεσμα για εμένα προσωπικά είναι ότι αποκτά παροδικά, ρόλο ζωογόνου δύναμης. Δύσκολο να τα αναλύσω όλα αυτά όμως η φωνή της κάθε φορά, μου δημιουργεί πολλαπλές υπαρξιακές δονήσεις με διαφορετική διάρκεια και σφοδρότητα, κάτι το οποίο αποδέχομαι άνευ όρων...(δε θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά άλλωστε).
Όπως η ίδια δήλωσε πρόσφατα σε συνέντευξή της, διακατέχεται από (σχεδόν αυτονότητη για τον καλλιτεχνικό χώρο) ευαισθησία και αγάπη προς τη φύση και τα ουράνια σώματα τα οποία και την εμπνέουν σε βαθμό που να επιδιώκει μέσω της μουσικής να προσεγγίσει την ενέργειά τους νοερά μέσω των τραγουδιών και της μουσικής. Και ίσως να το έχει καταφέρει αυτό το τελευταίο σε ένα βαθμό αφού το σημείο αναφοράς της ως καλλιτέχνη, βρίσκεται κάπου όπου υπάρχει ορίζοντας και άνοιγμα...στον ουρανό. Όλα της τα κομμάτια μέχρι τώρα μου προκαλούσαν την εντύπωση ότι κάτι με σηκώνει ψηλά και με κρατάει εκεί. Και η αίσθηση είναι σαν αυτή που έχω στο ψηλότερο σημείο μιας κούνιας, λίγο πριν αρχίσει την κάθοδο προς το χαμηλότερο σημείο και πάλι πίσω...λίγο πιο κοντά στο άνοιγμα που λέγαμε πριν.
Στο θέμα όμως γιατί όλ' αυτά ίσχυαν μέχρι το άκουσμα της πρόσφατης συνεργασίας της με τον Anthony Hogharty και του καινούριου της άλμπουμ, αυτού που αποτελεί και το αντικείμενο αυτού του κειμένου.
Biophilia
Αφήνω στην άκρη το τεχνολογικό και multimedia concept του biophilia, που τόσο έχει διαφημιστεί (the first app album, blah blah...) και προχωράω μόνο στο μουσικό περιεχόμενο. Αυτό το άλμπουμ είναι σκέτοι λαρυγγισμοί χωρίς μουσικό ή κάποιο άλλο ενδιαφέρον. Σαν επανάπαυση. Χωρίς μουσική, σαν διαλογισμός με ελάχιστη μελωδία, με μόνη ενδιαφέρουσα στιγμή την τρισδιάστατη ηχητική εντύπωση στο πειραματικό ‘Dark Matter' το οποίο ήταν το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του άλμπουμ. Ίσως έχει ένα ενδιαφέρον να ακούσετε μαζί το ‘Mutual Core' με το ‘Flowers' από Rozz Williams. Αυτά τα λίγα και ανεπαρκή. Ένα άλμπουμ που δεν αξίζει την υπομονή και σίγουρα ούτε τα χρήματά σας το οποίο όμως θα ήταν εξαιρετικό για μάθημα τεχνικής Graham ή Cunningham στο σύγχρονο χορό. Αναμένουμε το επόμενο...Άλλωστε όπως η ίδια η Bjork μας υπενθυμίζει...
‘What you resist PERSISTS, nuance makes heat to counteract distance...!'
Rating: 4 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Pages