Ο άνθρωπος ανέκαθεν ένιωθε μία ασφάλεια, μία σιγουριά όταν ομαδοποιούνταν. Του άρεσε να βάζει ταμπέλες στην πολιτική, στην φυλές, στην κοινωνία. Του άρεσε να βάζει όρια, σύνορα στην ηθική. Σε μία ηθική όμως που η ίδια η τέχνη αντιπαραβάλλει την αισθητική. Εις μάτην προσπάθησε να περάσει νέα ήθη και έθιμα σε μία κοινωνία νεωτερική με τον θεσμό της εκκοσμίκευσης να πρωτοστατεί. Στον δυτικό κόσμο αυτό σε κάποιες περιπτώσεις είχε κάποια επιτυχία. Στην Ελλάδα, απέτυχε παταγωδώς. Η λοβοτομημένη αντίληψη του Έλληνα για τα περί τέχνης, τον άφησαν δέσμιο μιας στείρας παράδοσης. Μιας παράδοσης που θέλει δέσμιο τον άνθρωπο σε μία Αρχή, χωρίς να παρεκκλίνει, κρατώντας το κοινωνικό φαντασιακό σε ένα τέλμα το οποίο αντανακλάται στο πρόσωπο της κοινωνίας που έχει δημιουργήσει ο Νεοέλληνας.
Τα πράγματα δεν διαφέρουν στον τομέα της τέχνης και ειδικότερα σε αυτόν της μουσικής. Έχοντας μπλέξει καλλιτεχνικές τάσεις, όπως αυτός του μεταμοντερνισμού, ο κάθε ένας έχει πιστέψει ότι είτε είναι μπροστά από τους υπολοίπους, είτε ότι σέβεται ένα παρελθόν, που σε πολλές περιπτώσεις είναι διαστρεβλωμένο, εξωραϊσμένο και εξιδανικευμένο.
Η μουσική δεν απέχει φυσικά από όλα τα παραπάνω, πόσο μάλλον σε αυτό της κατηγοριοποίησης. Intelligent techno, intelligent dance music, dance music, electronica, ambient techno... Όλες τους είναι ανόητες και κατασκευασμένες κατηγορίες, αντιπροσωπεύοντας περισσότερο τις φιλοδοξίες των οπαδών και των κριτικών, παρά τα κίνητρα των καλλιτεχνών. Οι Αμερικανοί Phoenecia με έδρα το Μαϊάμι και ιδιοκτήτες της Schematic, είναι στο χώρο της επονομαζόμενης idm, εδώ και 15 χρόνια περίπου. Η πρώτη τους κυκλοφορία, το "Randa Roomet" είχε κυκλοφορήσει από την Warp το 1997, ύστερα από μεσολάβηση των Autechre (ποιος σας είπε ότι δεν γίνονται ρουσφέτια στον χώρο της μουσικής;). Έκτοτε κυκλοφόρησαν από την εταιρεία τους το κλασσικό πλέον "Brownout" την χρονιά του 2001 και μέχρι πέρυσι ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Το "Echelon Mall" μας εξέπληξε με την πειραματικότητα τού σχήματος, που σε κάποιες περιπτώσεις άγγιζε τα όρια της musique concrete. Στην νέα τους δουλειά "Demissions", τους βρίσκουμε πιο ώριμους από ποτέ. Λες και δεν πέρασε μία μέρα από το "Brownout" και το ντουέτο συνεχίζει όχι απλά από εκεί που σταμάτησε προ δεκαετίας, αλλά από εκεί που θα ήθελε ο κάθε ακροατής να σταματήσει. Η ποικιλομορφία είναι εμφανής στο άλμπουμ και η μεταβατικότητα των Joshua Kay και Romulo Del Castillo από την οργασμική δομή των κρουστών του Αμαζονίου που φέρει στο νου τον Glen Velez (Two-Part Invention For Bodharn), σε ηλεκτρονικές κατασκευές (IV Port) που παραπέμπουν στην εποχή "Confield" των Autechre, είναι αν μη τι άλλο αξιοθαύμαστη!
Μην προσδοκάτε να συναντήσετε στίχους κενούς ή βαθυστόχαστους που αποβλέπουν στον εντυπωσιασμό ενός απαίδευτου ανθρώπου. Ούτε κινήσεις κωδικοποιημένες σε ένα σύστημα βιο-ανάδρασης ωθούμενης από τον ήχο του εκάστοτε χορευτικού είδους μουσικής, η οποία οδηγεί σε μία μορφή έκστασης, μία συνάντηση που διαδραματίζεται στο εικονικό διάστημα του πνευματικού κόσμου. Τίποτε από τα παραπάνω. Το τι θα συναντήσετε με την ακρόαση του "Demissions", είναι σε θέση να το πει ο κάθε ένας ξεχωριστά, αφού η κάθε οντότητα θα εμφορείται από κάτι το ξεχωριστό.
Νίκος Τσίνος
Το νέο πόνημα των The Rapture, In The Grace Of You Love, είναι μια συλλογή από 11 κομμάτια, κανένα από τα οποία δε στερείται ιδεών, ούτε προορίζεται για απλό filler track. Δίνει την αίσθηση ότι είναι μια προσπάθεια για ένα album στιβαρό και πλούσιο σε ρυθμό, μελωδία και ένταση, ώστε να μην κάνει κοιλιά σε κανένα σημείο του και να δικαιολογεί στο έπακρον την πολυετή αναμονή των fans. Πίσω από σχεδόν κάθε τραγούδι διακρίνει κανείς μία ιδέα, μια έμπνευση, που κάποιες φορές είναι και πολύ καλή.
Για παράδειγμα, δε χωράει αμφιβολία ότι κομμάτια σαν τα "Sail Away" ή How Deep Is Your Love" έχουν τη δυναμική για να γίνουν ύμνοι των clubs, ούτε θα αμφισβητήσει κανείς την πρόθεση του "Blue Bird" να σε καταστήσει έρμαιο του ανελέητου ρυθμού του. Ακούγοντας το "Come Back To Me" σχεδόν μυρίζεις την καλοκαιρινή του αύρα, ενώ η funkιά του"Never Die Again" μόνο χαμόγελο μπορεί να προκαλέσει.
Στην πράξη, όμως, για να περάσουμε στην ουσία των πραγμάτων, η πρώτη παράγραφος περιγράφει μόνο το τι θα μπορούσε να είναι το album αυτό και δυστυχώς απέχει αρκετά από την πραγματικότητα, μιας και η υλοποίηση των ιδεών είναι συνήθως άστοχη. Το συγκρότημα φαίνεται να μην τις δούλεψε αρκετά και να αρκέστηκε σε μια άκρως επιφανειακή αντιμετώπιση: γέμισε ασφυκτικά με υπερφίαλη και ανούσια μουσική το σκελετό των τραγουδιών, προσπαθώντας να καλύψει τα κενά που δημιουργεί η έλλειψη της ωριμότητας των ιδεών αυτών. Έτσι, τα περισσότερα από τα τραγούδια είναι ρηχά, κακόηχα και ενοχλητικά, καθιστώντας δύσκολη την απόλαυση ακόμα και σε συνθήκες νυχτερινής διασκέδασης.
Ορισμένα, βέβαια, κυρίως τα της δεύτερης παραγράφου, υπό αυτές τις συνθήκες βρίσκονται σε ικανοποιητικό επίπεδο και θα μπορούσαν να είναι η χαρά αρκετών DJs. Αλλά αν μη τι άλλο αυτό από μόνο του δεν αποτελεί κριτήριο για την καλή μουσική. Τη μέρα που η ηλεκτρονική μουσική στο σύνολό της θα ακούγεται μόνο σε clubs και θα απολαμβάνεται μόνο με τη συνοδεία αλκοόλ, θα πρέπει το απανταχού μουσικόφιλο κοινό να πάει για ομαδικό χαρακίρι.
Σε ένα 2011 ανατρεπτικό για την ευρύτερη ηλεκτρονική σκηνή, μια χρονιά που ο James Blake κυκλοφορεί ένα δίσκο υπόδειγμα συναισθηματικής προσέγγισης της μουσικής πατώντας στο μινιμαλισμό που καθιέρωσαν οι XX, ενώ φρέσκα ονόματα όπως οι Mount Kimbie, o Nicolas Jaar και ο SBTRKT βουτάνε στα βαθιά και επαναπροσδιορίζουν την ουσία του είδους, οι Rapture επιλέγουν να πλατσουρίσουν στην επιφάνεια και να μείνουν στους χορούς και τα πανηγύρια. Ας το έκαναν τουλάχιστον καλά, όπως παλιά!
Εν ολίγοις, μετά το τέλος των αξιόλογων LCD Soundsystem, την φθίνουσα πορεία της φούσκας που ακούει στο όνομα Klaxons, το μέτριο δεύτερο δίσκο των Friendly Fires, τον κακό δεύτερο δίσκο των Hadouken! αλλά και τις πρόσφατες απογοητεύσεις από Digitalism και Yacht που ηχητικά είναι "ξαδερφάκια", η νέα αυτή δουλειά των Rapture δε φαίνεται να βοηθάει ιδιαίτερα τη dance-punk σκηνή να ορθοποδήσει...
Rating : 5,5 / 10
Άρης Καζακόπουλος
In the solitude of hearts, in the traces that echo through the ether
Tied to meanings bound to fate, we're assured by sounds that echo across the airwaves
Tuning through the waves faded distant signals, hoping someone's there
Ας το ξεκαθαρίσουμε από την αρχή: δεν διαβάζει κανείς κριτική από μένα για να μάθει τους VNV Nation - σχεδόν όλοι τους ξέρετε ήδη. Δεν διαβάζει ούτε για να μάθει αν είναι καλό: η ιστορία έχει δείξει ότι είμαι ο πιο καμμένος φαν του σε Ελλάδα και Γαλλία. Αν θέλετε να μάθετε τα ισχυρά σημεία του άλμπουμ, πηδήξτε κατευθείαν στον επίλογο. Αν θέλετε πάλι να δείτε μια διαφορετική ματιά σε κάθε κομμάτι, πλευρές που ίσως δεν έχετε προλάβει να ανακαλύψετε, και να κάνουμε μια συζήτηση για την ιδεολογία του Ronan Harris, προχωρήστε άφοβα! Αν δεν απαντήσω εγκαίρως τα σχόλιά σας, θα είναι γιατί η μαμά πατρίδα αποφάσισε να με έχει έγκλειστο κάπου στη Θήβα και το Γουδή.
Είπα όμως κάτι για ιδεολογία; Ναι, θα βρούμε τα γνώριμα στοιχεία των απόψεων του Ronan για τον κόσμο:
...and tracing lines of what connects me and binds me to
images of that remote and never-changing
grand designs, style and grace
and am I
lost in thoughts on open seas, where the currents carry me?
Θα δούμε την έννοια της κυκλικότητας των πραγμάτων και την πεποίθηση ότι υπάρχει κάτι που συνδέει το παρελθόν με το μέλλον, αυτή τη φορά με τη ματιά ενός «ρετρο-φουτουρισμού». Όντας στο 2011, στρέφει το βλέμμα στην αισιοδοξία των κινημάτων του φουτουρισμού που ξεπήδησαν στην Ιταλία στις αρχές του 20ού αιώνα και αντλεί δύναμη από αυτά. The strength of our future lies in our past, όπως έλεγε ο Ronan και στο Advance+Follow v2. Ακριβώς 100 χρόνια μετά, νιώθει μέσα του την ανάγκη για αυτή την επανάληψη και προσπαθεί να δώσει ένα αισιόδοξο μήνυμα για τον 21ο αιώνα:
Aerodynamic dreams, across the stratosphere,
foundation for tomorrows, way of life today
For the new world symphony, for the 20th century,
the dawning of the age to come
Streamlined simplicity, the essence of humanity
Με αυτή την έννοια δεν είναι πολύ διαφορετικό το μήνυμα από το μήνυμα του faith, power and glory, μόνο που εδώ είναι καθαρότερο: όλο το άλμπουμ διαπνέεται από μια αισιοδοξία, μια προσπάθεια για ένα καλύτερο αύριο της ανθρωπότητας, ένα futureperfect. Futureperfect είπα; Μήπως αντί για 100 χρόνια στο παρελθόν, γυρίσαμε 10 χρόνια; Το Futureperfect ήταν το πρώτο τους άλμπουμ που λανσαρίστηκε με τον νέο όρο «future pop», και το Automatic είναι το πρώτο τους άλμπουμ που είναι ΠΡΑΓΜΑΤΙ αμόλυντη future pop. Όχι με την έννοια που δόθηκε από τους διάφορους κλώνους, αλλά με την έννοια που ήθελαν να δώσουν ο Ronan Harris και ο Stephan Groth όταν έφτιαχναν τον όρο: πρωτότυπη, ενεργητική ποπ, βασισμένη στις φόρμες του EBM. Και όντως το Automatic είναι ακομπλεξάριστα ραδιοφωνικό, μελωδικό, χορευτικό και άμεσο. Στις προσπάθειές τους να γράψουν και ξαναγράψουν τα κομμάτια μετά από διάφορες βλάβες υλικού και λογισμικού τα έφτασαν σε μια αρτιότητα παραγωγής και σύνθεσης χωρίς προηγούμενο στην ιστορία τους. Δεν υπάρχουν αγυάλιστες γωνίες ή σημεία που κουράζουν. Είναι ένα άλμπουμ που αποζητά την τελειότητα, για να δώσει ελπίδα για έναν τέλειο κόσμο:
I don't want 15 minutes, I want a hell lot more/
I don't want to suffer the fools and the spoils of war[...] I want CONTROL
Αυτός ακριβώς ο έλεγχος είναι βασικό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του Ρόναν: ο ίδιος λόγος για τον οποίο δεν χρησιμοποιεί breaks και δεν ακούει jazz, αυτή η μανία του με τη δομή και τον έλεγχο σε κάθε ήχο που χαρακτηρίζει τους VNV Nation. Είναι δύσκολο αυτή τη φορά να μιλήσω για τα κομμάτια ξεχωριστά: από το μαγικό μπάσο του streamline ως το υπέροχο συνθ του radio η ποιότητα του ήχου είναι απλά είναι έτη φωτός μπροστά από την υπόλοιπη σκηνή. Ακόμα και κομμάτια που φαίνονται να ακολουθούν παραδοσιακές συνταγές του παρελθόντος, όπως το space & time είναι τόσο πυκνά σε αλλαγές που θα έμπαιναν δεκάδες φορές στο repeat αν δεν ανυπομονούσα και για το επόμενο κομμάτι! Πιθανότατα εσείς και τα clubs θα έχουν ήδη ξεχωρίσει το control, το πιο EBM κομμάτι του album, σκληρό και μηχανικό με πολύ ωραία σπασίματα. Εγώ όμως ξεχωρίζω και το gratitude:
Thank you for all the doubts, for all the questioning
For all the loneliness, and for all the severing
For all the emptiness, and the scars it left inside
[...]For the strength and courage, that in me I have never known
Σαν φυσική συνέχεια του beloved, ο Ronan, με μια ωριμότητα που δεν συναντάμε συχνά, ευγνωμονεί εκ βάθους καρδιάς το... θεό για το πόσο δυνατότερο τον έκανε με το χωρισμό τους. Όμως, όπως συνηθίζει ο μουσικός, το ειδικό γίνεται σύμβολο του γενικού και το τραγούδι μπορεί να γενικευθεί για όλους τους χωρισμούς. Αντίστοιχα ανατριχιαστικό είναι και το nova, η μπαλάντα του άλμπουμ - η οποία όμως, σε αντίθεση με τις μπαλάντες του παρελθόντος των VNV, έχει πλήρη ενορχήστρωση και ισχυρό ρυθμό που σε ταξιδεύει προς ένα υπνωτικό φως. Οδηγεί με αυτό τον τρόπο φυσικά προς το εμπνευσμένο από την ολλανδική trance photon.
Δεν υπάρχει κομμάτι λοιπόν σε όλο το άλμπουμ που να ήταν εύκολο, ή που να μπορεί να βελτιωθεί με κάποιο ρεμίξ. Δεν υπάρχουν κοιλιές από υπερβολικά αργά ή απλοϊκά κομμάτια. Αν δεν έχετε αλλεργία στις ποπ δομές, ίσως είναι για εσάς το καλύτερο άλμπουμ που έγραψαν ποτέ οι VNV Nation. Αν πάλι είστε σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής σας, μπορεί και να σας δώσει την ελπίδα που χρειάζεστε.
Light the brightest fire, from the highest mountain
So the whole world knows that your spirit can't be broken
Rating: 9,3 / 10
tec-goblin
...και νομίζω ότι αν άλμπουμ ήταν σημεία στίξης, θα ήταν το θαυμαστικό και το ερωτηματικό. Όπως είπαμε και λίγους μήνες πριν, η live εμφάνιση των Mani Deum ξεπέρασε κάθε προσδοκία και εν μέρει τις εκτελέσεις του cd. Τα θέματα του debut album είναι η αγάπη, η προδοσία της, η εκδίκηση λόγω αυτής, η πίστη στους ανθρώπους, στις ενέργειές τους αλλά και η θρησκευτική πίστη και εξαπάτηση... ? Γενικά κυριαρχούν τα αρνητικά συναισθήματα, η μελαγχολία για πράγματα που υπήρξαν και αποδείχτηκαν ανάξια προσοχής και η οργή. Το άλμπουμ είναι σύμβολα, είναι κατάθεση ψυχών, είναι προσπάθεια, είναι απόπειρα εξιλέωσης και μια δήλωση με πολλαπλό και πολύπλοκο περιεχόμενο. Σίγουρα λοιπόν δεν είναι μόνο μουσική...
1. Μουσική από φωνές, πιάνο, βιολί, κιθάρες, μπάσο, κρουστά, μελόντικα, glockenspiel, μπουζούκι, theremin, drums και συναίσθημα...
Οι Mani Deum έχουν ακούσει πολλή μουσική. Αυτό είναι σαφές από το πολύμορφο μελωδικό ύφος των κομματιών που περιέχει το άλμπουμ τους και είναι προς τιμήν τους. Έχουν επηρεαστεί από όλα τα ακούσματά τους, από διάφορους ερμηνευτές ενώ έχουν δουλέψει πολύ δικά τους στοιχεία ερμηνείας και ύφους ώστε να αναπτύξουν ένα προσωπικό και ιδιαίτερο στυλ. Προς μεγάλη και θετική μου έκπληξη, φαίνεται πως η ελληνική ροκ μουσική έχει αφήσει ένα διακριτό ίχνος στη μουσική τους έκφραση. Παράλληλα συμπεραίνω ότι έχουν ξεπεραστεί διάφορες αγκυλώσεις άλλων γκρουπ του είδους, οι οποίες βασίζονται στην πεποίθηση ότι ορισμένα μουσικά όργανα δεν ταιριάζουν με κάποια είδη μουσικής. Ελάχιστες μπάντες θα τολμούσαν να δημιουργήσουν μια θέση για μπουζούκι σε αυτή τη ‘βρώμικη' ροκ, infected folk ‘n roll' μουσική. Είναι προς τιμήν τους αυτή η μουσική ωριμότητα, ιδίως σε μια εποχή που οι αφορισμοί κυριαρχούν.
Το άλμπουμ αυτό ξεκινά στον απόηχο κομματιών των Current 93 (πολύ εύκολα φανταζόμαστε τη χροιά του David Tibet στα ‘Infected Kittens' και ‘Wave Goodbye'), Ordo Rosarius Equilibrio, Sieben, Spiritual Front, Death In June, Band of Holy Joy, ενώ κάνει εκπληκτικές και καλά δουλεμένες συνθετικά ‘στάσεις', από την ελληνική ροκ (σε σημεία με παραπέμπει ευθέως στο Γιάννη Αγγελάκα, τη Μελίνα Κανά και το Θανάση Παπακωνσταντίνου). Από μουσικής πλευράς, κομμάτια όπως το ‘The Cat and the Crow', ‘I feel the vibrations of earth' ανήκουν σίγουρα πλέον στα αγαπημένα μου ενώ το ‘Nemesis' με παραπέμπει ευθέως στο ‘Fishwives' των Band of Holy Joy στιχουργικά.
Όσον αφορά στα μουσικά όργανα και τη σύνθεση, ξεχωρίζει ο Matt Howden στο βιολί, ο Μπάμπης στο μπουζούκι και ο Πάνος στο thelemin το οποίο δημιουργεί ένα εξωκοσμικό βάθος στην όλη συναισθηματική φόρτιση των στίχων και των φωνών. Με μπέρδεψε λίγο η ηχογράφηση του πιάνου σε ορισμένα σημεία γιατί μου δημιούργησε ένα ερωτηματικό του κατά πόσο ο ήχος που άκουγα οφειλόταν μόνο στη σχετική έλλειψη μελέτης της ταχύτητας των συγκεκριμένων σημείων ή/και στον τρόπο ηχογράφησής του.
2. Οι στίχοι
Πριν συνεχίσω θεωρώ ότι πρέπει να σπεύσετε, αν δεν το έχετε ήδη κάνει, να αγοράσετε το άλμπουμ και αφού το ακούσετε να κάνετε μια απλή ανάγνωση των στίχων για να νιώσετε τη συναισθηματική τους βαρύτητα. Οι καταστάσεις που περιγράφονται έχουν επενδυθεί με έναν ορατό σχεδόν μανδύα που δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι το νόημά τους ακροβατεί ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα. Προσωπικά είμαι σχεδόν βέβαιη ότι βασίζονται σε αληθινά γεγονότα... Παράλληλα υπάρχει ένα στοιχείο που με μπερδεύει σε κάθε ακρόαση και το οποίο σε συνδυασμό με ορισμένα άλλα, δε μου άρεσε. Αναφέρομαι σε φράσεις (σε όλα τα κομμάτια) που παραπέμπουν ευθέως σε χριστιανικές πεποιθήσεις. Υπάρχουν αναφορές που παραπέμπουν ευθέως στη ‘γνωστή' ιστορία για τον Κήπο της Εδέμ με τους απαγορευμένους καρπούς κλπ, επίσης γίνεται αναφορά στο χριστιανικό συμβολισμό του αμνού, (‘...There's a forbidden fruit deep in my garden that even Eve wouldn't dare to taste...' ‘...I could see God trembling in your eyes filling me with lies...Once again I could see the lamb slaughtered in your hands...'). Οι αναφορές αυτές φαίνεται να επιδιώκουν να τονίσουν τη συναισθηματική βαρύτητα που έχουν οι ιστορίες προδοσίας που περιγράφονται. Οι λέξεις ‘ blasphemy', ‘God', ‘ Nemesis', forgiveness', ‘forgivers' εμφανίζονται με συχνότητα και σε τέτοιο νοηματικό πλαίσιο, που δε μπορεί να αγνοηθεί ως τυχαίο γεγονός ιδίως όταν επάνω στο cd, στη μέση του βρίσκεται ένα σύμβολο το οποίο μεταξύ άλλων περιλαμβάνει και το ακάνθινο στεφάνι. Ο στίχος ‘What am I paying for nailed in this Cross...' δε νομίζω να αφήνει καμία αμφιβολία περί του σημείου αναφοράς του. Και μέσα σε όλ' αυτά ένα τραγούδι κλείνει με μια στροφή τελείως διαφορετική από το υπόλοιπο κομμάτι , αλλά και από τη θεματολογία του άλμπουμ ‘ On my shoulders I have my best soldiers embrace me while Roma falls'...!!!!
3. Σύμβολα
Το cd και το booklet βρίθουν συμβόλων που εκφράζουν αντικρουόμενα πράγματα σε πέραν των 2 φιλοσοφικών-θρησκευτικών ρευμάτων. Μια απλή αναζήτηση για παράδειγμα, θα σας αποκαλύψει τα διάφορα θρησκευτικά νοήματα της γάτας (πολυθεϊστικές θρησκείες και ο χριστιανισμός χρησιμοποίησαν εκτενώς τις γάτες) και του κορακιού (εκτενής χρήση σε διάφορες μυθολογίες, στις ανατολικές θρησκείες, στον ινδουισμό, στην Κέλτικη θρησκεία και σε παγανιστικές θρησκείες φυλών της Αμερικής αλλά και στο σαμανισμό) όσο και των παγανιστικών και αποκρυφιστικών ακόμα νοημάτων των δυο ισόπλευρων τριγώνων (το ένα με την κορυφή στραμμένη προς τα επάνω και το άλλο με την κορυφή στραμμένη προς τα κάτω) και της ένωσής τους. Σίγουρα όλοι θα σκεφτείτε το ίδιο πράγμα όταν δείτε ένα ακάνθινο στεφάνι σε μια καλλιτεχνική δουλειά. Κατόπιν αυτού, όσον αφορά το σύμβολο επάνω στο cd, θεωρώ άστοχη και χαοτική την επιλογή της τοποθέτησης του ακάνθινου στεφανιού στην ένωση των δυο τριγώνων. Και τώρα θα αναρωτιέστε γιατί τόση ανάλυση για τα σύμβολα. Απαντώ προκαταβολικά το εξής. Καταρχάς δε χρησιμοποιούν όλοι οι μουσικοί σύμβολα, αλλά όσοι το κάνουν (π.χ. ο David Tibet ασχολείται αποκλειστικά με το χριστιανούς κόπτες τα τελευταία χρόνια και έχει εκτενώς χρησιμοποιήσει στα cd του τις γάτες καθώς και τα γράμματα ‘Α' και ‘Ω' τα οποία ανοίγουν και ‘κλείνουν' το booklet ), χρησιμοποιούν πολύ λίγα και μάλιστα από ένα φιλοσοφικό ρεύμα κάθε φορά. Ο λόγος, που επιβάλλει σε γκρουπ ή μουσικούς τη χρήση συμβόλων, αφορά την ανάγκη τους (όπως οι ίδιοι δηλώνουν σε συνεντεύξεις και βιβλία) να επικοινωνήσουν με τον κόσμο τις πεποιθήσεις τους, οι οποίες μάλιστα επηρεάζουν βαθύτατα τόσο τους στίχους όσο και το είδος της μουσικής που παίζουν. Τα σύμβολα, όταν υπάρχουν, βρίσκονται εκεί για να τα προσέξουμε και ακριβώς για τον ίδιο λόγο βρίσκονται στη θέση που έχουν, τα σύμβολα στο cd των Mani Deum. Με όλ' αυτά δεν σας προσφέρω ‘μασκαρεμένη' κάποιου είδους κριτική σε θρησκευτικές πεποιθήσεις. Δε θεωρώ όμως θετικό ούτε εντυπωσιακό στοιχείο της δουλειάς αυτής το ότι στίχοι αναφέρονται σε ένα θρησκευτικό ρεύμα και συνδυάζονται με διάφορα είδη συμβόλων από άλλα φιλοσοφικά ρεύματα, τα οποία έχουν εναντιωθεί σφοδρά κιόλας στα χριστιανικά σύμβολα από τη γέννηση των φιλοσοφιών αυτών. Με απλά λόγια, ακόμα και αν αυτή η μουσική δουλειά ήθελε να φέρει σε αντιπαράθεση ή να αφορίσει (στιχουργικά, γραφιστικά) διάφορες φιλοσοφίες, με την παράθεση τόσο αντιφατικών και ισχυρών συμβόλων, τελικά προσωπικά μου δημιούργησε τέτοια σύγχυση που έχασα το ενδιαφέρον του να καταλάβω το νόημα αυτής της επιλογής της μπάντας.
Επίλογος
Το cd αυτό δεν παύει να είναι ένα εντυπωσιακό μουσικό ξεκίνημα για το συγκρότημα και δεν παύει να προσφέρει μια μουσική όαση ανάμεσα σε διάφορα άλλα ακούσματα χωρίς χαρακτήρα. Ίσως να είναι απλά μια σύντομη παρουσίαση όλων των θεμάτων με τα οποία θα καταπιαστούν στο μέλλον, ίσως και να είναι περισσότερο μουσική για το τοπικό πορνείο παρά για την τοπική εκκλησία. Έρχονται άμεσα στο μυαλό άλλωστε ιστορίες του Burroughs στην ανάγνωση του τίτλου. Οι επόμενες δουλειές τους θα μας ‘καλέσουν' να το διαπιστώσουμε. Ως τότε...
Rating: 7 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Οι Drums, ένα από τα πιο "so hot right now" ονόματα της indie κοινότητας για το 2010, αλλά και ένα από τα πιο προμοταρισμένα τότε (βλέπε BBC Sound Of 2010, Phillip Hall Radar Award στα περσινά βραβεία του NME κ.ά.), δεν περίμεναν πολύ. Μόλις ένα χρόνο μετά το πετυχημένο ντεμπούτο τους επιστρέφουν με αυτό το δεύτερο album. Όπως θα δούμε, η συνταγή που ακολουθούν είναι η ίδια. Θα δέσει όμως το γλυκό αυτή τη φορά;
Για όποιον είχε μπει στη διαδικασία να ακούσει τον περσινό δίσκο των Drums, ιδιαίτερες εκπλήξεις δεν θα υπάρξουν στη νέα τους δουλειά. Αυτό βέβαια δεν είναι κακό, μιας και σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα ούτε είναι φυσικό να εξελιχθεί ιδιαίτερα ένα συγκρότημα, ούτε το είδος που εκπροσωπούν προλαβαίνει να κορεστεί. Έτσι, έχουμε και πάλι ζωηρή, γλυκιά, γεμάτη σπιρτάδα, αλλά και εφηβική αφέλεια, θαλασσινή indie pop, κατευθείαν από την ανατολική ακτή. Το feeling, βέβαια, του νέου αυτού album είναι λιγότερο ξέγνοιαστο και περισσότερο μελαγχολικό. Αν, δηλαδή, οι παλιοί Drums ήταν μια ηλιόλουστη καλοκαιρινή παραλία, τότε οι νέοι είναι η ίδια παραλία συννεφιασμένη, στις πρώτες φθινοπωρινές ψύχρες!
Ο ήχος διατηρεί την ατμοσφαιρικότητά και την καλώς εννοούμενη ελαφρότητά του, με το reverb σε συνδυασμό με τα μελαγχολικά φαλτσέτα να συμβάλλουν σε αυτό και με τους ανελέητα γρήγορους ρυθμούς στην πλειοψηφία των κομματιών να καθιστούν την ακινησία σχεδόν αδύνατη. Πέρα από τα indie γνωρίσματα, τα ηλεκτρονικά στοιχεία κάνουν φυσικά την εμφάνισή τους (π.χ. "Hard To Love", "Searching For Heaven"), ενώ δε λείπουν και οι post-punk επιρροές ("Please Don't Leave", "I Don't Know How To Love" κ.ά.).
Όλα καλά ως εδώ και οι αναγνώστες που προέτρεξαν να κοιτάξουν τη βαθμολογία θα αναρωτιούνται προς τι το συγκρατημένο 6,5. Η απάντηση βρίσκεται στις συνθέσεις. Δυστυχώς, λίγες μόνο από αυτές καταφέρνουν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να δικαιολογήσουν μια ενδεχόμενη συνέχιση της επιτυχίας των Drums. Τέτοιες είναι το πρώτο single "Money", αλλά και κομμάτια όπως τα "What You Were" και "If He Likes It Let Him Do It", τα οποία και προτείνουμε να ακούσουν όσοι δε σκοπεύουν να ασχοληθούν με το δίσκο στο σύνολό του.
Επιπλέον, μεγάλο μειονέκτημα του Portamento δεν είναι άλλο από την ομοιότητα των 12 τραγουδιών που το αποτελούν. Χρειάζονται πολλά ακούσματα για να είναι κανείς σε θέση να ξεχωρίσει τα κομμάτια μεταξύ τους. Το αποτέλεσμα είναι μια μονοτονία που κουράζει αρκετά όποιον αποφασίσει να ακούσει ολόκληρο το album, ενώ οι αξιόλογες στιχουργικές στιγμές δεν αρκούν για να εξισορροπήσουν τη ζημιά αυτή.
Πάντως, αν και πολύ περιορισμένοι στα γνωστά τους μονοπάτια, οι Drums έχουν μουσική ταυτότητα πολύ πιο συγκεκριμένη και σαφέστερα ορισμένη από αντίστοιχα νέα indie pop συγκροτήματα όπως οι Foster The People, οι Naked And Famous ή οι Wolf Gang, γεγονός που αποτελεί και το μεγαλύτερο προνόμιό τους. Οι αισθητικές τους αναφορές είναι διακριτές και απόλυτα εναρμονισμένες, ενώ αναμφίβολα υπάρχει και έντονο το προσωπικό στοιχείο. Έτσι, ανεξάρτητα από το υποκειμενικό κριτήριο και γούστο του καθενός, αντικειμενικά κάνουν ένα μουσικό statement με τις μέχρι τώρα δουλειές τους.
Γενικά, υπάρχουν πολλά ερωτηματικά ως προς το αν το συγκρότημα έχει το απαραίτητο βάθος και τη δυναμική να ξεπεράσει το εφήμερο hype και να κρατήσει στο χρόνο. Το Portamento, πάντως, βρίσκεται ένα μικρό σκαλί κάτω από το προηγούμενο album και εν μέρει θα ικανοποιήσει τους fans των Drums, αλλά και του είδους κατ' επέκταση.
Rating : 6,5 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Καιρό τώρα έψαχνα να βρω κάποιο νέο συγκρότημα, συγκεκριμένα από το χώρο του "Dark", που θα μου τράβαγε την προσοχή. Μέσα στην πληθώρα των σχημάτων, τις τόσες διαφορετικές τάσεις, βρέθηκε λοιπόν ένα σχήμα που κυριολεκτικά με κατέκτησε με το πρώτο κιόλας άκουσμα, οι Soror Dolorosa.
Σχηματίστηκαν αρχικά στην Τουλούζη, της νότιας Γαλλίας το 2001. Μετά από μερικά demo οι Soror Dolorosa, λατινικά για «επώδυνη αδελφή», θα κυκλοφορήσουν το EP "Severance" με έξι συνθέσεις στην αγγλική Todestrieb Records το 2009. Αμέσως θα κάνουν αίσθηση με το gothic rock και death rock ύφος των τραγουδιών τους, με επιρροές από συγκροτήματα όπως Christian Death, Bauhaus, The Cure και The Sisters Of Mercy αλλά με μια πιο cold wave χροιά. Και να σκεφτεί κανείς ότι τα μισά μέλη έχουν metal καταβολές!
Από τις πρώτες νότες του "Crystal Lane" που ανοίγει το δίσκο, οι Soror Dolorosa σε βάζουν αμέσως στο κλίμα. Ένα κλίμα σκοτεινό, με μια χειροπιαστή αίσθηση της απομόνωσης, όπου οι ταλαντευόμενες κιθάρες παίζουν πάνω σε στιβαρές γραμμές μπάσου και στα συμπαγή σφυροκοπήματα των τύμπανων. Δημιουργούν έτσι μια παγερή ατμόσφαιρα ώστε τα φωνητικά να ακούγονται γεμάτα πάθος. Το πιασάρικο "Autumn Wounds" με το έντονο μπάσο να οδηγεί το κομμάτι, κτίζεται σταδιακά και φορτίζει όσο κυλάει με τα γεμάτα ερμηνεία φωνητικά του Andy Julia και αποτελεί κατά την γνώμη μου το καλύτερο κομμάτι του δίσκου. Ενώ το "Damaged Dreamer" που ακολουθεί θα μπορούσε να είναι μια γοτθική εκδοχή των Interpol! Ένα ακόμα στοιχείο που χαρακτηρίζει την μουσική τους είναι τα πολλά shoegaze σημεία, πράγμα που διακρίνουμε στο "Low End".
Το δεύτερο μισό του δίσκου κινείτε στα ίδια πάνω κάτω μοτίβα. Ακούγεται ευχάριστα μεν αλλά πιστεύω ότι το πρώτο μισό είναι αυτό που θα κρατήσει τον ακροατή και μάλιστα για πολλές επαναλήψεις.
Ένας πολύ καλός δίσκος, καλά ισορροπημένος γενικά, με οχτώ συνθέσεις, όσες χρειάζονται για να μην είναι κουραστικός. Γνώριμοι ήχοι και νοσταλγική ατμόσφαιρα, σαν να ακούς όλα τα αγαπημένα σου στοιχεία της dark σκηνής μαζί.
Kυκλοφόρησε στην Beneath Grey Skies, sub label της γερμανικής metal εταιρείας Northern Silence Productions. Οι ηχογραφήσεις έγιναν στο Drudenhaus ένα απομονωμένο αναλογικό στούντιο στην Βρετάνη της δυτικής Γαλλίας, κατάλληλο για να δημιουργηθεί η ατμόσφαιρα που απαιτούσε ο δίσκος.
Rating: 7,5 / 10
Νίκος Δρίβας
Για αρχή θα σας πω ότι μου αρέσει πολύ η συχνότητα με την οποία βγαίνουν νέα άλμπουμ από τη γαλλική Prikosnovenie...ούτε πολύ σύντομα ούτε σπάνια.
Ως προς την ακρόαση αυτού του άλμπουμ προτείνω ως ώρα, την ανατολή μιας οποιασδήποτε μέρας σε κάποιο εμπνεύσιμο για εσάς μέρος και να είστε ‘ανοιχτοί' στο μυαλό και την ψυχή σας για όσα σας πουν οι φωνές και η μουσική των Corde Oblique...
Αυτό το άλμπουμ, το τέταρτο κατά σειρά του Riccardo Principe από την Ιταλία και των πολυάριθμων φίλων του επιφυλάσσει αρκετές εκπλήξεις στους ακροατές του, αφού είναι το αποτέλεσμα σύμπραξης σημαντικών μουσικών όπως των Daemonia Nymphe, του Duncan Patterson από τους Anathema και του τραγουδιστή των Ashram Sergio Paranella. Μαζί με όλ' αυτά φανταστείτε και λίγες νότες από Radiohead. Αυτό το άλμπουμ αν ήταν στοιχείο της φύσης, θα ήταν το νερό, με τα τραγούδια να δρουν παρηγορητικά όσο και παρακινητικά, αντιστοιχώντας στις αλλαγές της ροής του και της εγγενούς δυναμικής της.
Αρκετά με τις παρομοιώσεις όμως, φανταστείτε σας παρακαλώ τα εξής...γεύση πικραμύγδαλων στο στόμα, μελωδικά ακούσματα και ρυθμικά γυρίσματα που παραπέμπουν ευθέως σε χορούς δερβίσηδων και μαινάδων, στον απόηχο ενός κομματιού των Placebo και λίγο πριν την καίρια φωνητική εμφάνιση του Σπύρου Γιασαφάκη των Daemonia Nymphe, στο ανατριχιαστικό Crypta Neapolitana.Όσο για την τοπολογία των τραγουδιών, φανταστείτε άγρια φυσικά τοπία με πολλά χρώματα και ροές.
Τι κάνει τη μουσική κάθε άλμπουμ ξεχωριστή?
Δε θα ακούσετε άγριες κιθάρες, ούτε synth, ούτε προηχογραφημένους ήχους, ούτε keyboards αλλά πιάνο, διάφορα τύμπανα, διάφορα μπάσο, διάφορα περίεργα κρουστά , φλογέρα, κίθαρις, κλασσική και ακουστική κιθάρα, τύμπανα, ιρλανδικό μαντολίνο και κλαρινέτο. Όλα αυτά σε πετυχημένη ενορχήστρωση που ενισχύει το ρόλο του κάθε οργάνου και τονίζει την αντίθεσή του με τις φωνές. Οι στίχοι (εκτός του κομματιού των Radiohead φυσικά) είναι του Riccardo Principe. Πρόκειται για 15 αργά κομμάτια από άποψη ρυθμών, μικρά σε διάρκεια έτσι ώστε το άλμπουμ να μην κουράζει και τα οποία το μόνο που δε θα κάνουν είναι να σας προξενήσουν αρνητικά ή δυσάρεστα συναισθήματα τόσο στιχουργικά όσο και συνθετικά. Θα αναγνωρίσετε τα μοναδικά στοιχεία όλων των συγκροτημάτων που αντιπροσωπεύουν όσοι συμμετέχουν σ'αυτό το άλμπουμ και στο τέλος θα είστε ‘ελαφρύτεροι' συναισθηματικά απ' ό,τι τη στιγμή που ακούσατε το πρώτο κομμάτι, ‘A hail of bitter almonds'. Οι μουσικές επιδράσεις του άλμπουμ είναι ποικίλες αλλά για να απλοποιήσω λίγο τα πράγματα και να καταλάβετε τί περίπου θα ακούσετε έχω να παρατηρήσω τα εξής: Οι έντονα αναγνωρίσιμες μουσικές επιρροές είναι η παραδοσιακή ναπολιτάνικη (που έτσι κι αλλιώς έχει ποικίλες μουσικές επιδράσεις που περνούν και από την Ελλάδα) και η κέλτικη μουσική κυρίως στο είδος της μπαλάντας. Δεν είναι επίσης απαρατήρητη η επιρροή στοιχείων του αρχαίου ελληνικού δράματος σε ό,τι αφορά στο χαρακτήρα των ερμηνειών. Θεωρώ πως ολόκληρο το άλμπουμ προσομοιάζει τελικά στο αποτέλεσμα που δίνει ο ‘Χορός' στις αρχαίες τραγωδίες. Τέλος, όλα τα όργανα και ειδικά οι κιθάρες, παίζονται με εξαιρετική δεξιοτεχνία όπως μπορεί ο καθένας να διαπιστώσει ακούγοντας τη μουσική πιο προσεκτικά.
Τι είν'αυτό που καθορίζει την μουσική ατμόσφαιρα ενός άλμπουμ?
Αιθέρια γυναικεία φωνητικά σε πολλά κομμάτια σε αντιδιαστολή με αντρικά φωνητικά τα οποία ταιριάζουν τόσο πολύ μαζί, που το άκουσμα είναι κάτι καλύτερο και από τους καθαρούς ήχους που ακούμε στη φύση. Κάτι πιο απαλό κι από χάδι...αν υφίσταται κάτι τέτοιο. Ειδικά στα ‘Arpe di vento' και ‘Le piccole cose' οι Floriana Cangiano και Caterina Pontradolfo συνοδεύονται από γλυκές μελωδίες από βιολί το οποίο κυριαρχεί μαζί με μεθυστικά τύμπανα και κρουστά στο παρασκήνιο. Όλα αυτά μεταμορφώνουν κομμάτια με σχετικά αδιάφορο μουσικό θέμα σε ρυθμικά παιχνιδιάρικα εναύσματα για ακατάπαυστους απελευθερωτικούς στροβιλισμούς. Στο ίδιο στυλ παρ'ό,τι μετά το πρώτο λεπτό παραπέμπει σε διάφορα άλλα σχήματα της Prikosnovenie, κινείται το ‘Paestum'. Η αιθέρια, λιγότερο αγωνιστική , εμβατηριακή και λυπητερή εκδοχή κομματιών όπως το ‘La Ballata dell' ardito' των Ianva ή το ‘ Il passo dell'esule' των Egida Aurea, μοιάζει να είναι το ‘La madre che non c'è' κι αυτό το αναφέρω για να ξεσηκώσω το κοινό της ιταλικής neofolk μουσικής να ακούσει τα κομμάτια σε αντιπαραβολή. Άλλωστε δεν είναι άγνωστη η έντονη παρουσία των χαρακτηριστικών του αντάρτικου τραγουδιού στην ιταλική μουσική παράδοση η οποία και το εισήγαγε.
Τα highlights του άλμπουμ είναι σίγουρα η διασκευή του ‘Jigsaw falling into place' των Radiohead με το ρυθμό του κομματιού να ακούγεται από βιολί pizzicato ενώ συμβαίνουν μουσικές διακοπές της ροής του ρυθμού με αργά και ήρεμα μέρη. Τη βασική μελωδία αναλαμβάνει η φωνή της Caterina Pontrandolfo η οποία άξια διατηρεί και ενισχύει όλες τις δυναμικές του αρχικού κομματιού. Το αξιόλογο στοιχείο της επέμβασης βρίσκεται στη μουσική απόδοση και τo διαφορετικό παίξιμο του βιολιού χωρίς δοξάρι.
Το δεύτερο καλύτερο κομμάτι του άλμπουμ κατά την προσωπική μου άποψη είναι το ‘Crypta Neapolitana' όπου η φωνή του Σπύρου Γιασαφάκη αλλάζει το χαρακτήρα που διαφαίνεται από τις πρώτες του νότες και του προσδίδει δυναμική με εκρηκτικά χαρακτηριστικά μετά το πρώτο 1 1/2 λεπτό. Η διάθεση του κομματιού αλλάζει με μια ξαφνική αλλαγή τονικότητας και ρυθμών τόσο στη μουσική όσο και στα φωνητικά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα προσωπικά να ακούω το κομμάτι τουλάχιστον 5 φορές σε κάθε ακρόαση του άλμπουμ. Το ταυτόχρονο άκουσμα των δυο φωνών (αντρική και γυναικεία) σε αντιπαραβολή είναι εξαιρετικό. Θεωρώ συνειδητή την συναισθηματική εγρήγορση που δημιουργεί αυτό το κομμάτι σαν να θέλει να μας αποσυντονίσει με μια υποβόσκουσα δύναμη που μας κάνει να θέλουμε να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας στιγμιαία με όποιο τρόπο μπορούμε!
‘Le piccole cose' ή αλλιώς... το ιδανικό άκουσμα για στιγμές που όλοι χρειάζονται κάτι να τους παρηγορήσει για πράγματα άφατα! Στην τελευταία λέξη των στίχων ένα συναίσθημα σαν αυτό στην ανατολή μιας μέρας. Κατά τα υπόλοιπα η μουσική του άλμπουμ και οι ‘ζεστές' φωνές όλων, δημιουργούν τελικά ένα αίσθημα οικειότητας με όλους τους μουσικούς , λίγο παραπάνω από το συνηθισμένο.
Τυχαία αν και όχι τόσο, ανακάλυψα πως ο Mallarmé άθελά του εκφράζει σε λίγους στίχους ό,τι προσπαθεί το άλμπουμ με τόσες νότες...
‘ Όταν απείλησε η σκιά με τη μοιραία τελευτή
κάποιο όνειρο πανάρχαιο...'
Rating: 6 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Η αλήθεια είναι πως αυτό το ‘φάντασμα' με την πολλαπλή προσωπικότητα που έχει δια-περάσει όλα τα υπαρκτά φύλα και όλες τις εκφάνσεις της θλίψης και της απόγνωσης...δεν ήξερε κανείς πότε θα ξαναφανεί πόσο μάλλον αν θα ξαναπροσέφερε κάτι αξιόλογο μουσικά και αντάξιο παλιότερων κομματιών όπως τα ‘ Die Bruderschaft des schmerzes' και ‘...And bringer of sadness', ‘ The goat'.Τα ‘Les fleurs du mal' και ‘Le chambre d'echo', δε με συγκίνησαν ούτε στιχουργικά ούτε μουσικά. Νομίζω πως το κατά μεγάλο μέρος ορχηστρικό και ταξιδιάρικο μουσικά, ‘Sanatorium Altrosa' έδειξε σαφώς τη μουσική στροφή του Sopor προς πιο μελωδικά μονοπάτια και τη σταδιακή εγκατάλειψη των μεσαιωνικών ήχων....όχι όμως και της μακάβριας αισθητικής και φιλοσοφίας της ζωής!
Το ‘Have you seen this ghost?' ακούγεται σαν συνέχεια του ‘Sanatorium Altrosa' αλλά ταυτόχρονα είναι κάτι διαφορετικό, όπως μαρτυρά και ο τίτλος του...αυτή η κωμικοτραγική ερώτηση χωρίς απάντηση την οποία αναιρεί εν τη γενέσει της ο τίτλος του πρώτου κομματιού.
Πριν ξεκινήσω, να σας πω ότι κατά τη γνώμη μου είναι το πιο ‘σκοτεινό' από άποψη διάθεσης και νοημάτων, άλμπουμ που έχω ακούσει φέτος και μαζί με το ‘Variété' του Marc Almond, από τα πιο μελαγχολικά ίσως της τελευταίας πενταετίας τουλάχιστον.
Από ψυχολογικής πλευράς το άλμπουμ είναι αρκετά ‘βαρύ' εξολοκλήρου πράγμα το οποίο με ωθεί να σας αποθαρρύνω να το ακούσετε αν βρίσκεστε σε κάποιου τύπου πνευματική-ψυχολογική αδράνεια λόγω καλοκαιρινού κλίματος. Αν επίσης δεν αντέχετε τις συγκινήσεις σταματήστε εδώ και ξεχάστε ότι βγήκε αυτό το άλμπουμ φέτος γιατί αλλιώς θα ακούσετε τα εξής:
...but sadness is the only thing that he and I have ever shared...
Πένθιμες τρομπέτες, βιολιά, τσέλο, όμποε, τρομπόνι, διάφορα κρουστά, μεταλλόφωνο, bells που ευθέως παραπέμπουν σε πένθιμες καμπάνες, synth και διάφορα άλλα όργανα σε μελαγχολικές μελωδίες τις οποίες συμπληρώνουν μπαρόκ λυπητερά ακόρντα (ειδικά στο ‘Starlight seen through veins of tears') και όλ'αυτά σε ρυθμούς πένθιμων εμβατηρίων και μελαγχολικών βαλς με δόσεις martial.Οι μελωδίες αυτές πλαισιώνουν ισότιμα τα σπαραχτικά φωνητικά του Sopor Aeternus παράγοντας ένα πληθωρικό άκουσμα όπου όμως όλα έχουν το ρόλο τους. Όλ'αυτά βέβαια δεν είναι προφανώς πρωτόγνωρα σε ένα αυτοαναφορικό άλμπουμ του Sopor, όμως το στοιχείο που αυτή τη φορά κάνει τη διαφορά και αυξάνει το συναισθηματικό φόρτο, είναι η απουσία μελωδιών συγκεκριμένου ύφους από φλογέρες και τύμπανα που παρέπεμπαν μονοσήμαντα σε μεσαιωνικά ακούσματα και τα αναρίθμητα μελωδικά γυρίσματα σε όλα τα κομμάτια. Ενδιαφέρουσα είναι η πλαισίωση των φωνητικών κυρίως με ήχους από bells σχεδόν σε κάθε κομμάτι σε αντίθεση με τους πομπώδεις ρυθμούς που παίζουν οι τρομπέτες και τα λοιπά όργανα στα ορχηστρικά μέρη. Το τελευταίο, σε συνδυασμό με τις μελωδίες που ανέφερα παραπάνω και τους στίχους που μόνο αδιέξοδα περιγράφουν, κάνουν το άλμπουμ αυτό να μοιάζει με μουσικό ξυράφι...
‘I only eat because I'm lonely and I got nothing else to do. I recently discovered it's the perfect way to pass the time. I'm wolfing down all kinds of shit to fill the emptiness inside. I tend to live on chocolate now for reasons I mentioned above the fridge becomes my new best friend and food my substitute for love...'
Αν το ‘Dust lanes' του Yann Tiersen ήταν το κομμάτι που, θα μπορούσε να συνοδεύει ένα αισιόδοξα φιλοσοφημένο κατευόδιο, το άλμπουμ του Sopor νομίζω πως θα ήταν η μουσική επένδυση ενός συναισθηματικά πολύ θλιμμένου ίσως καταραμένου κατευοδίου κι αυτό γιατί εκφράζει μόνο πίκρα και μελαγχολία με έναν ελκυστικό όμως τρόπο.
‘...the sexless priest, the joyless clown never judges only frowns...'
Προσωπικά παραληρούσα από τη χαρά μου (όπως μπορούν να επιβεβαιώσουν 1-2 άνθρωποι), όταν άκουσα για πρώτη φορά ολόκληρο το άλμπουμ και ειδικά το τελευταίο του κομμάτι ‘ The hours of sadness' τουλάχιστον 8 φορές σε επανάληψη. Εξακολουθώ βέβαια να ανατριχιάζω ειδικά στο άκουσμα των σόλο του βιολιού και της τρομπέτας και νομίζω ότι τελικά μπορώ να συγκρίνω την επίδρασή του, με αυτή του ‘Sweetest embrace' του Nick Cave. Εξαιρετικά κομμάτια βρίσκω επίσης το κωμικοτραγικό από άποψη στίχων ‘Cornucopia d'amour', και τα ‘It is safe to sleep alone', ‘Starlight seen through veins of tears' και ‘ Holding out for a hero' (ειδικά στο τελευταίο λεπτό). Πραγματικές αποκαλύψεις είναι οι εξωπραγματικά άψογες διασκευές πέρα από κάθε διεστραμμένη προσδοκία των ‘Hello' του Lionel Richie και ‘Holding out for a hero' της Bonnie Tyler. Θα συμφωνήσετε μαζί μου ότι τα κομμάτια είναι αγνώριστα περνώντας μέσα από το σκοτεινό φίλτρο του Sopor Aeternus!!!!! Για την ακρίβεια θεωρώ πως μεταμορφώθηκαν σε καινούρια κομμάτια. Προσωπικά τον παραδέχομαι σε υπερθετικό βαθμό μόνο και μόνο για αυτές τις διασκευές στις οποίες κατάφερε να διαφθείρει πλήρως το αρχικό νόημά τους, δίνοντας τους μια πικρόχολη και σαρκαστική νότα που προηγουμένως δεν είχαν ούτε μουσικά, ούτε ερμηνευτικά ούτε στιχουργικά. Αισθάνομαι σχεδόν εκστατικά...
‘...Happiness is completely overrated...'
δήλωσε πρόσφατα το μοναχικό πλάσμα Sopor Aeternus το οποίο κανείς δεν έχει δει ζωντανά και ούτε πρόκειται παρά μόνο στα λεπτά που εμφανίζεται στο πρόσφατο video clip του και στις εικόνες των cd του. Όπως ο ίδιος δηλώνει σε πρόσφατη συνέντευξή του, δεν είναι εύκολο ένας άνθρωπος με τόσα ψυχολογικά αδιέξοδα να δημιουργεί, ειδικά από τη στιγμή που και μόνο το να γράφει μουσική αποτελεί υπέρβαση. Έτσι τα άλμπουμ που κατά καιρούς έχει κυκλοφορήσει μόνος του ή με τη συμβολή του John Rivers είναι μουσικά πυροτεχνήματα, δημιουργικά θαύματα, μιας προσωπικότητας σε κατάθλιψη στο πλαίσιο κάποιου τύπου προσωρινής αυτοῒασης ή αυτοκάθαρσης. Στο μυαλό μου, ο Sopor Aeternus μαζί με τη Sarah Kane και τον Lars von Trier προσφέρουν σε προσωπική υπέρβαση ο καθένας, διαφορετικές κριτικές- πτυχές του ίδιου κόσμου. Μιλάω για δημιουργικά ξεσπάσματα ανθρώπων οι οποίοι βρίσκονται σε ιδιαίτερα δυσάρεστη κατάσταση και παρ' όλ' αυτά μας προσφέρουν έργα με τέτοια ποιότητα που καταστρέφουν με την πρώτη νότα, την πρώτη λέξη, την πρώτη εικόνα, καθετί που μας συνθέτει και μας ισορροπεί. Με απλά λόγια όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ανέφερα μαζί με έναν που δε μπορώ να αναφέρω...μου δημιουργούν υπέρτατο σεβασμό φέρνοντάς με σε κατάσταση ψυχολογικού μετεωρισμού και ελπίζω να συνεχίζουν, όσοι είναι εν ζωή, να διαφωτίζονται και να μας προκαλούν όσο περισσότερο και όσο σφοδρότερα γίνεται!
Περίμενα αρκετό καιρό για να αποφορτιστώ συναισθηματικά πριν γράψω αυτό το κείμενο ώστε να είμαι πιο ‘αντικειμενική...παρ' όλ'αυτά είναι αδύνατο καθότι είναι το δεύτερο άλμπουμ που ακούω ανατριχιασμένη από την αρχή ως το τέλος ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ. Αυτό το άλμπουμ είναι το προσωπικό μου 10/10 για φέτος!
(επειδή υπάρχουν ορισμένοι κανόνες, κατά τα άλλα....)
Rating: 8 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Οι βρετανοί Wild Beasts είναι μάλλον από τα πιο αδικημένα συγκροτήματα της μουσικής βιομηχανίας της χώρας τους, απολαμβάνοντας ελάχιστη εμπορική επιτυχία σε σχέση με την ποιότητα της δουλειάς τους. Δημοσιότητα έλαβαν κυρίως μετά την περσινή τους υποψηφιότητα για το Mercury Prize , το οποίο δικαίως ή αδίκως έχασαν μέσα απ' τα χέρια από τους XX. Τον περασμένο Μάιο έκαναν την επιστροφή τους με το Smother, το τρίτο τους album που αποτελεί και την τρίτη εκπληκτική προσθήκη στη δισκογραφία τους.
"Smother", δηλαδή καταπνίγω. Πού μπορεί να οδηγήσει ο καταπνιγμός της επιθυμίας και της έκφρασης; Γιατί ο άνθρωπος αδυνατεί να κατανοήσει τις πραγματικές του επιθυμίες; Γιατί γίνεται κυνικός; Ποιες είναι οι συνέπειες των λανθασμένων επιλογών; Πώς βγαίνει κανείς από τα αδιέξοδα; Πόσο επώδυνο είναι να συνειδητοποιείς την περατότητα της ύπαρξης; Ερωτήματα που μεταξύ άλλων απασχόλησαν τους Wild Beasts στη δημιουργία αυτού του ιδιαίτερα σκεπτικιστικού, εσωτερικού και ψυχολογημένου δίσκου. Πρόκειται για το απόλυτο ψυχογράφημα της ανθρώπινης αδυναμίας, μέσα από μια απροσδόκητα ώριμη ματιά, δεδομένου του νεαρού της ηλικίας των μελών.
Εκτός από τα παραπάνω, όμως, το συγκρότημα κατάφερε απρόσμενα καλά να ντύσει τους εξαιρετικούς στίχους με μαγικές συνθέσεις. Εκκεντρικό και μυστηριώδες, αλλά καθόλου δήθεν, αρκετά ρυθμικό, αλλά και μελωδικό, με άψογη παραγωγή και με ήχο σύνθετο και άκρως ενδιαφέροντα (αν και προσεγγίσιμο μόνο μετά από πολλά ακούσματα), το album δεν απέχει πολύ από την τελειότητα. Τα φωνητικά του Hayden Thorpe με τα άπαιχτα φαλτσέτα για μία ακόμη φορά προκαλούν ανατριχίλες, ενώ ωραίες είναι και οι αλλαγές, όπου ερμηνεύει ο Tom Fleming.
Το σπουδαιότερο απ' όλα, όμως, είναι ότι η μουσική των Wild Beasts έχει ένα σπάνιο χαρακτηριστικό: είναι τόσο εμπνευσμένη και διαφορετική από τα τετριμμένα, που μοιάζει να είναι αυθύπαρκτη και δυσκολεύει τον ακροατή να εντάξει το άκουσμα αυστηρά σε ένα πλαίσιο από τα ήδη υπάρχοντα. Αποτέλεσμα; Του αφήνει περιθώρια μοναδικής ελευθερίας. Όταν ακούς το Smother είσαι κύριος της φαντασίας σου. Εσύ επιλέγεις τις εικόνες που θα δημιουργήσεις. Αν, μάλιστα, λάβουμε υπόψη μας και την παράμετρο "στίχοι", τότε είναι που ο δίσκος επιδέχεται πραγματικά πολλούς διαφορετικούς τρόπους ακρόασης. Άλλος θα παρασυρθεί από τα έντονα ρυθμικά μοτίβα ή θα απολαύσει τα γλυκά riffάκια ή θα δώσει βάση στην αγγελική φωνή του Thorpe και άλλος θα εστιάσει την προσοχή του στη βαθιά μελαγχολία των στίχων. Το σίγουρο είναι ότι και οι δύο θα έχουν υπέρ αρκετά ερεθίσματα για να κλείσουν τα μάτια και να αφήσουν την φαντασία τους να καλπάσει, όπως λέγαμε νωρίτερα. Και αυτή είναι η μαγεία της ιδανικής μουσικής: να αφήνει τον ακροατή να επιλέξει τον τρόπο που θα την ακούσει, αντί να του δίνει μασημένη τροφή.
Ας ρίξουμε όμως μια πιο ειδική ματιά στις καλύτερες στιγμές του Smother, που δεν είναι καθόλου λίγες. Στο εν λόγω album βρίσκει κανείς πραγματικά σπουδαία κομμάτια, όπως το μοναχικό και νοσταλγικό πρώτο single "Albatross" ή το υπέροχο "Bed Of Nails" που περιγράφει έναν δυνατό έρωτα, ο οποίος ολοκληρώνεται με τη δημιουργία ζωής. Αξεπέραστο και το "Loop The Loop", που σκιαγραφεί τον εσωτερικό αποπροσανατολισμό του σύγχρονου ανθρώπου. Φυσικά δε θα μπορούσε να παραλειφθεί το σχεδόν 8λεπτο επικό "End Come To Soon", ο καλύτερος τρόπος για να κλείσει μελωδικά ο δίσκος, καθώς αποτελεί το μεγαλύτερο ίσως μουσικό επίτευγμα που συναντά κανείς στο Smother και σίγουρα ένα από τα κομμάτια για τα οποία θα θυμόμαστε το 2011 στο μέλλον.
Κάπως έτσι, λοιπόν, οι βρετανοί έκαναν και πάλι το θαύμα τους. Αν και υπάρχουν διάφορα πολύ καλά indie συγκροτήματα με κοντινό ήχο (Grizzly Bear, Yeasayer, Local Natives κ.ά.), το Smother αποδεικνύει περίτρανα ότι οι Wild Beasts ξεχωρίζουν, και μάλιστα βρίσκονται ένα βήμα μπροστά από όλους. Φίλοι ή μη του είδους, πάντως, μην αφήσετε το καταπληκτικό αυτό album να ξεφύγει από τη συλλογή σας.
Rating : 9 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Κάποτε η μουσική είχε ως σκοπό να ηρεμεί και να ευφραίνει την ψυχή του κάθε ακροατή. Στην πορεία χρησιμοποιήθηκε για να δίνει τον ρυθμό σε ολόκληρες στρατιές, ενώ δεν έλειψε και από τις εκάστοτε λατρείες του κάθε λαού. Μουσική, μουσική, μουσική. Παντού μουσική για το οτιδήποτε. Μέσα σε αυτό το άπειρο παζλ, ένα μικρό κομματάκι ανήκει και στους δικούς μας Absent Without Leave.
O Γιώργος Μαστροκώστας είναι ο άνθρωπος που βρίσκεται πίσω από αυτό το σχήμα, το οποίο κλείνει αισίως μία δεκαετία ζωής. Το "Faded Photographs" είναι το τρίτο άλμπουμ, ανάμεσα στις κατά τα άλλα πολλές κυκλοφορίες του, αλλά και συνεργασίες που είχε στο παρελθόν με διόλου ευκαταφρόνητους καλλιτέχνες. Ο ήχος των Absent Without Leave χαρακτηρίζεται από τον ήχο της κιθάρας του Γιώργου Μαστροκώστα. Ένας ήχος δοσμένος με τέτοιον τρόπο που να δημιουργεί ρίγη συγκίνησης και γλυκές αναμνήσεις του παρελθόντος. Δεν μπορούσε λοιπόν να είναι διαφορετικός και σε αυτό το άλμπουμ, με την διαφορά ότι ο μουσικός έχει προσθέσει μία πλειάδα μουσικών οργάνων, όπως τσέλο, βιολί, μελόντικα, άρπα και τόσα άλλα, προσκαλώντας καλούς του φίλους να τον συνοδεύσουν στις μουσικές του αναζητήσεις. Αυτοί λοιπόν οι καλοί φίλοι, δεν είναι άλλοι από μέλη των Hood, Epic45, Millimetrik... (σίγουρα κάποιον θα ξεχνώ). Το mastering έγινε στην Γένοβα από τους πολύ συμπαθείς Port - Royal, με τους οποίους έχει συνεργαστεί και στο παρελθόν. Τελικά ο Γιώργος Μαστροκώστας έκανε τίποτα σε αυτό το άλμπουμ; Μα φυσικά!! Έκανε την μίξη στην κρεβατοκάμαρά του!
Η ιδιαιτερότητα του "Faded Photographs" είναι ότι έχει ηχογραφηθεί σε διάφορα μέρη του κόσμου. Από την Αθήνα και την Βιέννη, μέχρι το Κεμπέκ και το Ρέικιαβικ -και όχι μόνο. Αναπόφευκτα μπορεί κανείς να κατανοήσει τις εμπειρίες του καλλιτέχνη να αποτυπώνονται με αγαστό, αλλά συνάμα απλό τρόπο, στις μελωδίες που ξετυλίγονται όπως ένα φωτογραφικό άλμπουμ. Και εδώ αξίζει να αναφερθεί η απλή μεν, έξυπνη δε κίνηση, να κυκλοφορήσει το άλμπουμ σε μορφή cdr σε 500 αντίτυπα, αλλά το κάθε ένα από αυτά να έχει από μία αληθινή φωτογραφία στο εξώφυλλο, διαφορετική σε κάθε αντίτυπο (κάτι αντίστοιχο έχουν κάνει οι Mint Julep στο παρελθόν). Ασυνείδητα λοιπόν ο κάτοχος ενός από τις 500 κόπιες του άλμπουμ, θεωρεί ότι αυτό είναι ένα μοναδικό κομμάτι που φτιάχτηκε μόνο για τον ίδιο, χωρίς ο καλλιτέχνης να γνωρίζει την ύπαρξή του. Όντως, μπορεί να μην την γνώριζε και ενδεχομένως να μην την μάθει και ποτέ, αλλά το άλμπουμ είναι τόσο όμορφα φιλοτεχνημένο, τόσο σχεδιαστικά, όσο και μουσικά, που από το πρώτο άγγιγμα στο ανακυκλωμένο χαρτόνι να δημιουργείται μία κτητική αίσθηση. Ο καλλιτέχνης έχει αφεθεί στην έμπνευσή του, την έχει κάνει οδηγό του και εμάς τους ακροατές του, συνεπιβάτες του.
Θα ήταν άδικο να γράψω ότι το άλμπουμ απευθύνεται στο κοινό από τον ευρύτερο χώρο του post rock. Άδικο πρωτίστως για τον ίδιο τον καλλιτέχνη και ασφαλώς για τον κάθε μουσικόφιλο που θέλει να απολαύσει ένα πραγματικά όμορφο άλμπουμ. Θα σταθώ κυρίως στον επίλογο του "Faded Photographs", το Above The Trees. Αν δεν γνώριζα από ποιον προέρχεται το συγκεκριμένο κομμάτι, θα αναρωτιόμουν πότε δημιούργησαν καινούργιο project οι Epic45 με τους July Skies. Ηχοτοπία που παραπέμπουν σε καταπράσινα λιβάδια του βορρά και ήχοι που μας κάνουν να αφουγκραζόμαστε την κάθε μας στιγμή και να της δίνουμε την αξία που πρέπει, όπως και το κάθετι που μας περιτριγυρίζει. Ένας περίπατος με συντροφιά το "Faded Photographs" θα σας πείσει.
Νίκος Τσίνος
Pages