Dustin O'Halloran - Lumiere
01. A Great Divide / 02. Opus 44 / 03. We Move Lightly / 04. Quartet N.2
/ 05. Opus 43 / 06. Quintette N.1 / 07. Fragile N.4 / 08. Opus 55 / 09. Snow +
Light
28 February 2011 - 130701
«Agunt volentem fata, nolentem
trahunt». Αυτά
είναι τα λόγια του μεγάλου Σενέκα. Και σημαίνουν τα εξής: «Τον θέλοντα οδηγεί το πεπρωμένο, τον μη θέλοντα σύρει». Τόσο απλά,
τόσο περιεκτικά, ο στωικός φιλόσοφος μέσα σε πέντε λέξεις συγκεντρώνει την
ουσία ενός στοχασμού που ταλάνιζε τον κόσμο και θα συνεχίσει να τον ταλανίζει.
Ασφαλώς υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος που λέει ότι δεν υφίσταται ο
ντετερμινισμός στις πράξεις μας, αλλά στην προκειμένη περίπτωση εμείς θα
ακολουθήσουμε τον δρόμο που μας δείχνει ο Σενέκας. Για να αποδοθεί όσο πιο αληθινά
το μεγαλείο που κρύβει η πρότασή του, όχημά μας θα είναι το "Lumiere" και
συνοδηγός μας ο Dustin O' Halloran.
Ένας άνθρωπος και ένα πιάνο.
Ένας άνθρωπος και ένας κόσμος. Ένας άνθρωπος και ένας προορισμός. Από τις
πρώτες νότες του άλμπουμ ο ακροατής αντιλαμβάνεται ότι η αναζήτηση θα έχει έναν
σκοπό. Εδώ δεν υπάρχουν μέσες καταστάσεις. Η νόηση ερεθίζεται από την ηδύτητα
της μελωδίας, από την γηθοσύνη του ευάρεστου και η τέρψη της ψυχής είναι
ανείπωτη. Η αυθυπαρξία της μουσικής του O' Halloran
είναι το απαύγασμα της επίνοιας που διέπει τον καλλιτέχνη όλα τα χρόνια της
ενασχόλησής του με την τέχνη τής μουσικής. Και φυσικά δεν αναφέρομαι στην
τελευταία επταετία όπου και ασχολείται επαγγελματικά. Η οπτική που έχει για την
τέχνη γενικότερα και για το πώς πρέπει να προσεγγίζει ο ίδιος τις συνθέσεις
του, διαφέρει απ' ό,τι μας έχουν συνηθίσει οι μουσικοί του συρμού. Μία ακρόαση
του Opus 55 θα πείσει και τον πλέον δύσπιστο. Μία ακρόαση όμως
που δεν θα σταθεί αρκετή για να ευαρεστηθεί και το τελευταίο κύτταρό του. Έτσι
αναπόφευκτα θα χρειαστούν πλείστες αυτών για να νοιώσει αυτό που αναζητεί
ακούγοντας μουσική -την ψυχική ανάτασή του.
Πάραυτα αξίζει να σημειωθεί ότι
στο "Lumiere" η συμμετοχή
και μόνο καλλιτεχνών όπως οι παρακάτω, έχει ως αποτέλεσμα, όχι μόνον να κάνει
το άλμπουμ πιο προσιτό σε μεγαλύτερο κοινό και ασφαλώς να του προσδώσει
μεγαλύτερη γοητεία, αλλά η δύναμη του λόγου που διαχέεται μέσα από την κάθε
νότα να μας παρασέρνει, όπως παρασέρνουν τα λόγια ενός ποιητή καθώς απαγγέλει
με την γνωστή καλλιέπεια που τον διακρίνει. Adam Wiltzie (Stars Of The Lid), Peter Brederick, Johan
Johannsson. Μόνο
τυχαίος δεν είναι ο Dustin O' Halloran, καθώς τον συναντούμε στην
σύνθεση της μουσικής για δύο ταινίες. Η πρώτη, του 2006, της Sofia Coppola "Marie Antoinette" και η
δεύτερη προ διετίας, του Wlliam Olsson
"An American Affair".
Και για να κλείσω όπως ξεκίνησα,
δεν υπάρχει τρίτος δρόμος. Με το που θα ακούσει κάποιος το "Lumiere", αυτό θα τον
οδηγήσει εκεί όπου η Κλωθώ έχει μεριμνήσει. Αν θέλεις να ακολουθήσεις,
ακολούθα. Αν όχι, και πάλι θα ακολουθήσεις...
Νίκος Τσίνος
Dustin O'Halloran @
Myspace
Cylix - Alpha
1. Enter /
2. So Much for Love / 3. Miles
Divide / 4. Heal Me / 5. Don't Let Me Fade / 6. Keine Zeit / 7. In My Veins /
8. Deepest Fear / 9. Exit / 10. So Much for Love: Lights of Euphoria Cafe Mix /
11. Heal Me: Psyche After Hours Mix
December 2010 - Life Is Painful
«Έχουμε πολύ ακόμα μέχρι
το Ωμέγα Παπα-Στρουμφ;»
Χρειάστηκαν
δέκα χρόνια για το Α, για να γίνει το πρώτο άλμα από το αθηναϊκό δίδυμο. Δέκα
χρόνια αφοσίωσης στα ακούσματα που ξύπνησαν τη futurepop και synthpop σκηνή στην Ελλάδα. Από αυτά τα
ακούσματα οι Cylix
φαίνονται να έχουν κρατήσει πιο κοντά στην καρδιά τους τους De/Vision, τους Depeche Mode και τους VNV Nation - και, προς αποφυγή παρεξηγήσεων,
αναφέρομαι ιδιαίτερα στους VNV
του 1999-2001: στο απλό
δυνατό beat
και τα eurotrance synths.
Δεν
χωρά αμφιβολία ότι οι Cylix
θα ήταν στο στοιχείο τους κατά την άνθηση των futurepop κλώνων στις αρχές της προηγούμενης
δεκαετίας. Τα περισσότερα από τα κομμάτια φαίνονται να έχουν γραφτεί από παλιά
(ακόμα και τα ρεμίξ από Lights
of Euphoria και Psyche δεν είναι πρόσφατα). Όμως φτάσαμε στο
2011 και το τελικό αποτέλεσμα ακούγεται αλλόκοτο: το άλμπουμ δίνει την εντύπωση
ότι δεν έχουν προσπαθήσει να κάνουν κάτι καινούριο και ότι ό,τι έκαναν το
έκαναν από αγάπη για τα ακούσματά τους. Για να δουλέψει λοιπόν το εγχείρημα, θα
πρέπει η εκτέλεση να είναι πολύ καλή. Αν δεν ξεπερνάει τα πρωτότυπα σε
φαντασία, να τα ξεπερνά τουλάχιστον σε προσοχή στη λεπτομέρεια, να ευφραίνει το
αυτί και να ξυπνά τη νοσταλγία. Το καταφέρνουν αυτό οι Cylix;
Από
φωνή πάμε καλά. Αυτό αναδεικνύεται όχι μόνο στα αργά κομμάτια, αλλά και στις
επιλογές των καλλιτεχνών που έκαναν τα ρεμίξ. Ειδικά οι Psyche θέλησαν ξεκάθαρα να αναδείξουν το
δυνατότερο σημείο του συγκροτήματος, ντύνοντας τη φωνή με απλό piano synth.
Από
μελωδία... περίεργα τα πράγματα. Οι μελωδίες είναι απλές και επαναλαμβανόμενες.
Όταν καταφέρνουν να μας παρασύρουν είναι
με τα την υπνωτική τους αρμονία (Miles
Divide,
Heal
Me). Δυστυχώς, σε άλλα κομμάτια ούτε καν
η αρμονία δεν επιτυγχάνεται: το πρωτότυπο So Much For Love μοιάζει
με Syrian στις πιο
ατυχείς τους στιγμές: συνθ σε κλίμακες που δεν ταιριάζουν με τα άλλα όργανα,
ένα δυσαρμονικό χάος που σώζεται όμως στο ρεμίξ των Lights of Euphoria.
Από
παραγωγή η έμφαση δεν είναι στην πρωτοτυπία και τους νέους ήχους, αλλά στη
σωστή ισορροπία των ηλεκτρονικών και της φωνής, της αποτελεσματικότητας στα clubfloors και της ποπ ευαισθησίας, κάτι που
επιτυγχάνουν. Υπάρχουν σημεία στα οποία τα χορευτικά κομμάτια κλιμακώνονται εξαιρετικά
(για παράδειγμα στο τέλος του Deepest
Fear). Δυστυχώς, από τότε τα μεγάλα
συγκροτήματα έχουν ανανεώσει το εύρος των ήχων τους, κάνοντας για άλλη μια φορά
το Alpha να μοιάζει
βγαλμένο από το 2002. Ειδικά η εμμονή στο ξερό μονότονο beat των πρώιμων VNV Nation (για το οποίο οι VNV Nation τις άκουγαν από το 97) φλερτάρει με
τον παραλογισμό. Λίγα παραπάνω ακούσματα σε trance και techno μόνο ωφέλιμα θα μπορούσαν να είναι
για το εύρος των ήχων που έχει το συγκρότημα στη διάθεσή του.
Εν
ολίγοις, το Alpha
μοιάζει να άργησε υπερβολικά πολύ να κυκλοφορήσει. Τώρα όμως που το συγκρότημα
βρήκε στέγη, μπορεί να δώσει την ενέργειά του σε κάτι πιο τολμηρό. Αναμένουμε!
Rating: 6,9 / 10
tec-goblin
Cylix @ myspace
Bibio - Mind Bokeh
01.Excuses / 02. Pretentious / 03. Anything New / 04.
Wake Up! / 05. Light Seep / 06. Take Off Your Shirt / 07. Artists' Valley / 08.
K Is For Kelson / 09. Mind Bokeh / 10. More Excuses / 11. Feminine Eye / 12.
Saint Christopher
4 April 2011 - Warp
Πώς σας φαίνεται ο μουσικός όρος
folktronica; Έχετε
καμία καμιά ιδέα σε ποιους μπορεί να απευθύνεται; Σίγουρα όχι στους εγχώριους
καλλιτέχνες που συνδύασαν ηλεκτρονικούς ήχους με... τουμπερλέκι. Ονόματα δε λέμε.
Ας σοβαρευτούμε όμως και να περάσουμε στο δια ταύτα. Έκτο άλμπουμ μέσα σε έξι
χρόνια για τον παραγωγικότατο Stephen Wilkinson
και το project του Bibio. H αρχή έγινε
στην πολύ καλή Mush,
ενώ στην πορεία η μουσική του στέγη για τις τρεις τελευταίες κυκλοφορίες του
είναι η Warp.
Έχει κατηγορηθεί από πολλούς ότι
έχει κλέψει, ειδικά στο ξεκίνημά του, τους Boards Of Canada. Εγώ
θα το γράψω πιο εκλεπτυσμένα. Με την δική του μουσική έκφανση, η προσέγγιση που
γίνεται έχει μία ιδιαιτερότητα στον τρόπο που αγγίζει αυτό που τον έχει
επηρεάσει. Θέλετε ο αέρας του Wolverhampton όπου ζει ο κος Wilkinson, θέλετε αυτό που αποπνέει η Βρετανική εξοχή; Όπως και
να ‘χει αυτός ο χαρισματικός μουσικός έχει καταφέρει αυτό το συνονθύλευμα ιδεών
να το εκφράσει με μία άρτια αντίστιξη ήχων, που τη μια φορά ο ακροατής θα νομίζει
ότι ακούει κάποια από τις μελωδίες των Boards Of Canada, ενώ την αμέσως επόμενη στιγμή θα φαντάζεται τον εαυτό του
με φαβορίτες και afro
μαλλί, ντυμένος με καμπάνα παντελόνι να λικνίζεται σε υποψιασμένο κλαμπ των 70's κάτω από τους ήχους της soul μουσικής.
Αυτός είναι ο κόσμος των Bibio και κατ' επέκταση
του νέου άλμπουμ "Mind Bokeh".
Όταν πριν από δύο χρόνια
κυκλοφορούσε το "Ambivalence Avenue", ένα άλμπουμ που τον καθιέρωσε και φυσικά πέρασε
το στίγμα του ως ενός μουσικού που δεν μένει στάσιμος σε κάτι που -όντως- είναι
επιτυχημένο. Το "Mind Bokeh" ενώ έχει μεγάλες διαφορές με το ντεμπούτο το "Fi", παρ' όλα αυτά
ακούγοντάς το καταλαβαίνεις ότι έχεις να κάνεις με τον ίδιο άνθρωπο.
Αναπόφευκτα όμως η σύγκριση θα γίνει ανάμεσα στην τελευταία και την προηγούμενη
κυκλοφορία του.
Έχω την εντύπωση ότι το "Ambivalence Avenue" ήρθε τόσο
φυσιολογικά ως έμπνευση στον Wilkinson,
όσο φυσιολογικά ωριμάζει ένας άνθρωπος -ειδικότερα ένας άνθρωπος της τέχνης ή
των γραμμάτων. Προσπάθησε όμως να συνθέσει ένα "Ambivalence Avenue" Part II; Η απάντηση δεν μπορεί να
είναι απόλυτη, γιατί πολύ απλά θα πέσουμε σε μία παγίδα, στην οποία θα βλέπουμε
μόνο την μία πλευρά του νομίσματος. Και η κρίση αυτή θα είναι λανθασμένη, αφού
θα εναπόκειται στο αν ο απότοκος του όλου συλλογισμού έχει θετική ή αρνητική
έκβαση.
Το σίγουρο για το "Mind Bokeh" είναι η μεγάλη
αυτοπεποίθηση που νοιώθει πλέον ο Wilkinson πίσω από το μικρόφωνο, αλλά και η δυνατότητα να
χρησιμοποιεί με την ίδια άνεση τόσο μία κιθάρα, όσο και ένα πλαστικό μπουκάλι
νερού για μουσικά όργανα. Δεν θα διστάσει στο Take Off Your Shirt να
μας φέρει στο μυαλό την μουσική των Thin Lizzy και στα φωνητικά τον
τραγουδιστή τους Philip Lynott.
Στο K Is For Kelson θα
ξεδιπλωθεί η indie
πλευρά του και στα Artists' Valley και Saint Christopher
θα καταλάβουμε γιατί κατηγορείται για rip off των Boards Of Canada. Όσον αφορά το Artists' Valley, αξίζει να
σημειωθεί ότι είναι ο τίτλος της δισκογραφικής εταιρείας που διατηρεί μαζί με
άλλους μουσικούς. Με την ακρόαση του "Mind Bokeh" θα βρούμε την ψυχεδέλεια
του "Ambivalence Avenue" στο Excuses και θα συναντήσουμε στο Pretentious την funk ιδιοσυγκρασία του DJ Shadow και την hip hop αισθητική
των Prefuse 73 μέσα από το μουσικό κόσκινο της soul, που διέπει σε πολλά σημεία τον ήχο
του άλμπουμ.
Εν κατακλείδι, η πρόσφατη
κυκλοφορία του Stephen Wilkinson
είναι γεμάτη με δροσερούς ήχους, που πότε κλείνουν προς την pop, πότε προς την indie πλευρά.
Σημείο αναφοράς ασφαλώς παραμένει το "Ambivalence Avenue", που είναι ένα από τα
πιο επιτυχημένα και καλογραμμένα άλμπουμ της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά αυτό
δεν ακυρώνει την προσπάθεια του μουσικού να συνθέσει δώδεκα κομμάτια που ηχούν
όμορφα στο αφτί τόσο του υποψιασμένου, όσο και του ανυποψίαστου ακροατή.
Νίκος Τσίνος
Bibio @
Myspace
Kryptic Minds - Can't Sleep
01. Brief Passing / 02. The Things They Left Behind / 03.
Just After Sunset / 04. Fade To Nothing / 05. No More No Less / 06. Can't Sleep
Feat. Alys Be / 07. Alone / 08. Myth / 09. The Fifth / 10. Depth Of Field / 11.
Arcane Feat. Youngsta / 12. A
Glimpse Of Hope / 13. 1000 Lost Cities
1 April 2011 - Black Box
Είναι οι μέρες που ο κόσμος της dubstep -και όχι μόνο-
περιμένει να ακούσει και να βγάλει τα συμπεράσματά του, για την νέα δουλειά του
William Bevan.
Κατά κόσμο, Burial. Μας
έδωσε ένα μικρό δείγμα γραφής του με το 12΄΄ "Street Halo". H όρεξη
μάς έχει ανοίξει για τα καλά με τα τρία κομμάτια που μας παρουσίασε, έτσι η
αναμονή για το τρίτο του άλμπουμ είναι μεγάλη. Η συγκεκριμένη κριτική όμως δεν
γράφει πουθενά Burial,
αλλά Kryptic Minds. Σωστά.
Υπάρχουν όμως κάποια στοιχεία που τους συνδέουν. Οι μουσικές τους είναι
παρεμφερείς και προέρχονται και τα δύο σχήματα από το νοτιοανατολικό Λονδίνο.
Άλλωστε δεν θα μπορούσα να φανταστώ κάποιον που μένει στο βόρειο μέρος της
πόλης ή στο δυτικό, και να γράφει dubstep. Αν υπάρχει, τότε το κάνει για το φαίνεσθαι και μόνο. Κάποια
άλλη φορά ίσως γράψω δυο λόγια για την ιδιοσυγκρασία αυτής της μουσικής.
Νοτιοανατολικό Λονδίνο λοιπόν. Σαν να λέμε
Millwall, West Ham, Upton Park, Bromley...dubstep. Όταν με το καλό βρεθείτε σε
εκείνα τα μέρη ακούστε το Μyth ή το No More No Less από την τελευταία τους δουλειά. Ίσως δείτε με άλλο μάτι τόσο
την περιοχή, όσο και την συγκεκριμένη μουσική.
Όταν πριν από μία δεκαετία περίπου, οι Brett Bigden και Simon Shreeve ξεκινούσαν της μουσική τους καριέρα, ο ήχος που τους
ενδιέφερε ήταν αυτός της drum n' bass. Φυσικά καθόλου
πρωτότυπο για το παρελθόν όλων των μουσικών της dubstep. Τα σημεία των καιρών τούς
οδήγησαν να καταπιαστούν με αυτό τον ήχο που μπορεί στις μέρες μας να ξενίζει
πολύ κόσμο, αφού έχουν στο μυαλό τους της εύκολη λύση να κατηγορήσουν κάτι
επειδή είναι hype, ή
επειδή είναι τόσο απλό ως μουσική δομή. Επιδερμικές προσεγγίσεις από άμουσους
και αδαείς. Δεν είναι ανάγκη να ασχοληθώ περισσότερο επί τούτου.
Τα διαπιστευτήρια τους οι Kryptic Minds τα είχαν δώσει πριν από δύο χρόνια με το πολύ καλό ντεμπούτο
τους "One Of Us". Φτάνουμε έτσι στο σήμερα να
ακούσουμε τα 13 κομμάτια -συνολικής διάρκεια 70 λεπτών περίπου- του νέου τους
άλμπουμ "Can't Sleep". 13 κομμάτια!!
Όντως είναι πολλά και ορθώς θα αναρωτηθείτε αν καταντάει βαρετή η ακρόασή του.
Το αντίθετο θα έλεγα. Και δεν το υποστηρίζω ελέω της δήλωσης που έκαναν ότι, με
τη ολοκλήρωση του "Can't Sleep", ενώ είχαν στο
μυαλό τους αρχικά να μειώσουν τον αριθμό των κομματιών, αποφάσισαν να τα
αφήσουν όπως είναι, αφού τους άρεσαν όλα. Ούτε ότι τους ταιριάζει να φτιάχνουν
άλμπουμ αντί singles θα
συμπληρώσουν. Τίποτε από τα παραπάνω. Η δεύτερη ολοκληρωμένη κυκλοφορία τους
είναι ότι πιο βαθύ, πιο σκοτεινό, πιο δυνατό, πιο εγκεφαλικό έχει φτιάξει αυτή
η σκηνή μέχρι σήμερα. Μόνο οι ίδιοι μπορούν να το αλλάξουν αυτό. Επειδή όμως
μας ενδιαφέρει το παρόν, και το παρόν στην προκειμένη περίπτωση λέγεται "Can't Sleep", ας δούμε αν
όντως μένουμε άυπνοι ή μας παίρνει τελικά ο ύπνος.
Στο "One Of Us" με το αποτέλεσμα
χωρίς να είναι καθόλου κακό, ο ακροατής συναντούσε έναν μονοδιάστατο ήχο.
Μπορεί στα πρώτα ακούσματα να ήταν όντως εντυπωσιακός, αλλά από ένα σημείο και
μετά έψαχνες να βρεις τι άλλο θα ακούσεις. Πολύ δύναμη - ελάχιστο συναίσθημα. Δηλαδή
στο "Can't Sleep" υπάρχει και
συναίσθημα; Ακούστε τον επίλογο του άλμπουμ, 1000 Lost Cities, και θα καταλάβετε αμέσως. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό
που βρίθει από μία ατμόσφαιρα που ισορροπεί μεταξύ μουσικής αρμονίας και ατέρμονης
πολυμορφίας. Μπορεί στο συγκεκριμένο κομμάτι οι επιρροές από το "Untrue" των Burial να είναι κάτι παραπάνω
από εμφανείς, αλλά στην καλύτερη ίσως στιγμή του άλμπουμ, The Things They Left Behind, η δύναμη που ξεχύνεται σαν
λάβα καλύπτει -για να μην γράψω ισοπεδώνει- την όποια αμφιβολία για την clubbish πλευρά των Kryptic Minds. Στο single του
άλμπουμ, που είναι και το ομώνυμο κομμάτι, συναντούμε την Alys Be στα φωνητικά, με την οποία είχαν
συνεργαστεί και στο εκπληκτικό Time Flies (κρίμα που δεν βρίσκεται ανάμεσα στα υπόλοιπα
κομμάτια). Η δουλειά που έχει γίνει στο τομέα των ντραμς είναι αξιοθαύμαστη,
και τα μονίμως 140 bpm
δείχνουν το σεβασμό τού γκρουπ προς τις μουσικές τους καταβολές. Υπάρχει ένας
συνεχείς πόλεμος στο "Can't Sleep", μία αέναη σύγκρουση του
άτσαλου με το εκλεπτυσμένο, του συμπαγές με το ρευστό. Αυτή είναι η μαγιά που
έχουν ρίξει μέσα στις νότες οι Brett Bigden και Simon Shreeve. Αυτός ο κυκεώνας συναισθημάτων
άλλοτε ξεσηκώνει, άλλοτε ηρεμεί. Ένα είναι το σίγουρο όμως. «Δεν μπορείς να κοιμηθείς...»
Νίκος Τσίνος
Kryptic Minds @
Myspace
Editors - Unedited [ box set ]
1.The Back Room (2005)
2.An End Has a Start (2007)
3.In This Light and on This Evening (2009)
4.You Are Fading I : "No Sound But the Wind" (Full Band Version) / "Last Day" / "Heads In Bags" / "Find Yourself A Safe Place" / "Let Your Good Heart Lead You Home" / "An Eye For An Eye" / "Disappear" / "Crawl Down The Wall" / "For The Money"
5. You Are Fading II : "Every Little Piece" / "Open Up" / "Some Kind Of Spark" / "Release" / "Banging Heads" / "Come Share The View" / "The Diplomat" / "Dust In The Sunlight"
6. You Are Fading III : "This House Is Full Of Noise" / "Camera" (Original Demo Recording" / "From The Outside" / "Bullets" (Single Version) / "Time To Slow Down" / "A Thousand Pieces" (Instrumental) / "I Buried The Devil" / "Alone" / "A Life As A Ghost" / "The Picture"
7. You Are Fading IV : "Colours" / "I Want A Forest" / "Thousands Of Lovers" / "Forest Fire" / "Human" / "No Sound But The Wind" (Live at Werchter 2010) / "You Are Fading" / "These Streets Are Still Home To Me" (Version 1)
28 March 2011 - Kitcheanware
Info (για τους αδαείς)
Τόπος καταγωγής : Birmingham
Σχηματίστηκαν το 2002 . Προηγούμενα ονόματα Pilot, The Pride and Snowfield.
Μέλη:
- Tom Smith (lead vocals, rhythm guitar, piano)
- Chris Urbanowicz (lead guitar, synthesizer)
- Russell Leetch (bass guitar, backing vocals)
- Ed Lay (drums, percussion).
Έχουν στο ενεργητικό τους 3 άλπμουμ, δύο από τα οποία πλατινένια .
Facts (για μένα)
Καλοκαίρi 2005. Καφές με παλιοσειρά του δικού μας φόρουμ, φανατική οπαδό των suede και χαμένη πια και μου δίνει ένα cdακι. Η δουλειά της σε δισκογραφική είχε πολλά πλεονεκτήματα. Άκουγε πάρα πολλά πράγματα πριν βγούν και είχε καλό αυτί, της το αναγνωρίζω .
- Τι έχει ?
- Μεταξύ άλλων άκου και αυτούς τους Editors, θυμίζουν λίγο Interpol, θα σου αρέσουν.
- ΟΚ.
Σπίτι και cd στον cd player. Χτυπούν οι πρώτες συνχορδίες του "Lights" και "LOVE AT FIRST SIGHT". Μένω ενθουσιασμένος και πλέον το repeat παίρνει φωτιά.
Λίγο καιρό αργότερα έχουμε μια συζήτηση με τον μπασίστα των Puressence σε φιλικό σπίτι. Η συζήτηση περί μουσικής για την τότε περίοδο περιστρέφεται σε δύο ονόματα. Chameleons και πόσο ωραία τα καταφέραν οι Εditors.
Είναι λοιπόν πνευματικά παιδιά των Chameleons που πήραν δύναμη από την αύρα των Interpol (και όλης της dark 80 ‘s αναβίωσης ) και απο την ανεμελιά των REM. Δείχνουν οτι έχουν πολλά να πουν και ήδη το "All Sparks" γίνεται super club hit.
Η συνέχεια γνωστή . Κυκλοφορούν το δεύτερο άλπμουμ τους An End Has a Start και πλέον μιλάμε για ένα μεγάλο γκρούπ για τους ενθουσιώδεις ή για μια πολύ καλή κυκλοφορία για τους μετριοπαθείς.
Τρίτη και τελευταία φάση της μέχρι τώρα καρριέρας τους είναι η συναυλία στο Ejekt. Εκεί παρουσιάζουν τέσσερα άν δεν κάνω λάθος κομμάτια από το τρίτο (και ακυκλοφόρητο αλμπουμ τους μέχρι τότε - In This Light And On This Evening). Οι φήμες επαληθεύονται και είναι κατά βάση ηλεκτρονικό. Οι κιθάρες έχουν περάσει σε δεύτερο ρόλο, τα πλήκτρα, οι early - depeche modαδικοι ρυθμοί έχουν έρθει στο προσκήνιο και αναβλήζει μια καραdark 80‘s ατμόσφαιρα άλλο πράγμα. Ήταν η πιο τολμηρή κίνηση της μέχρι τώρα καρριέρας τους. Πολλοί το αγάπησαν, πολλοί το μίσησαν, δίχασε και ακόμα διχάζει.
Facts (για όλους τους υπόλοιπους.)
26 Νοεμβρίου 2010 ο Tom γράφει στο επίσημο web site της μπάντας ότι ξεκινάνε το τέταρτο αλμπουμ και είναι έκδηλη η χαρά του που θα ξανασυνεργαστούν με ένα μεγάλο παραγωγό όπως ο Flood.
Πριν μπούν στο στούντιο για να δοκιμάσουν τις ιδέες τους για να δούν που θα τους βγάλει, κοντοστέκονται και ρίχνουν μια γρήγορη ματιά στο παρελθόν. Ήδη μετρούν περίπου 9 χρόνια, έχουν στα συρτάρια τους ένα σκασμό ακυκλοφόρητα κομμάτια που για τον ένα ή άλλο λόγο δεν μπήκαν, δεν χώρεσαν σε κάποιο αλμπουμ. Επόμενη σκέψη, για να περάσουν στον επόμενο κύκλο ζωής της μπάντας, είναι να τα παρουσιάσουν.
Γυρίζω τον χρόνο πίσω.
1997 και οι Suede κυκλοφορούν το sci fi Lullabies, μια συλλογή με τα «περισσέματα» των προσπαθειών τους. Και ξαφνικά κυκλοφορούν τον καλύτερο δίσκο της καρριέρας τους. Δεν θέλει κι πολύ μυαλό =. Τα b-sides είναι ευκαιρία για το συγκρότημα να πειραματιστεί όσο θέλει, χωρίς να ακολουθεί κάποιες νόρμες. Αλλωστε πρόκειται για κομμάτια που δεν θα μπουν πουθενά ή θα αποτελέσουν την βάση για άλλα κομμάτια στο μέλλον. Αν η εμπνευση υπάρχει την περίοδο αυτή τότε βγαίνουν αριστουργήματα.
Στην προκειμένη περίπτωση οι Editors το έκαναν πολύ πιο ολοκληρομένο. Βγήκαν στην αγορά και φωνάξαν. «Παρτε ότι έχουμε κάνει σε κάθε δυνατή μορφή». Ετσι δημιουργήθηκε το ογκοδέστατο μαύρο πακέτο με την ονομασία «UNEDITED».
Ας δούμε τι περιέχει το πακέτο των 149,99 ευρώ
- Τρείς επίσημες κυκλοφορίες. The Back Room - An End Has a Start -In This Light and on This Evening
- Τέσσερα αλμπουμ που περιέχουν όλα τα b-sides και οτι ακυκλοφόρητο είχαν στα συστάρια τους ή στα tapes. Τα άλμπουμ τα ονομάζουν You Are Fading 1 εως 4 .
- Ενα μεγάλο photobook με στιγμές από το studio από συναυλίες και επίσημες φωτογραφήσεις της μπαντας.
Οι πιο παρατηρητικοί θα προσέξαν οτι δεν ανέφερα cds γιατί δίνουν την μουσική τους σε 7 cds, σε 7 βινύλια, σε ένα συμπιεσμένο αρχείο 592 ΜΒ που περιέχει όλα τα κομμάτια σε mp3 και επιπλέον έτοιμα εξώφυλλα σε pdf αρχεία αν κάποιος θέλει να τα κάψει. Δεν έχει μείνει και άλλος τρόπος μου φαίνεται.
Εχοντας ακούσει τα αλμπουμ τους το μουσικό ενδιαφέρον πέφτει στα ακυκλοφότητα.
Το You Are Fading 1 είναι ένα μικρό αριστούργημα που θα μπορούσε να αποτελέσει και αυτόνομη κυκλοφορια. Ξεχωρίζουν το No Sound But The Wind full band version που εμφανίστηκε στο soundtrack της ταινίας Twilight (η έκδοση της ταινίας είναι μόνο με πιάνο).
Από τα υπόλοιπα fading ξεχωρίζουν τα Every Little Piece που αποτέλεσε τον προπομπό του The Weight of the World από το an end has a start αλμπουμ, το Dust In The Sunlight,το πειραματικό A Life As A Ghost, το joy division-ish The Picture. Ακουγοντάς τα ,καθένας θα ανακαλύψει μικρά διαμαντάκια που δεν πρόκειται να δούν ποτέ το φώς της δημοσιότητας. Είναι το μόνο σίγουρο.
Τα μόνα απωθημένα ότι δεν υπάρχουν η διασκευή στο lullaby των Cure και η διασκευή στο french disco των Stereolab.
Verdict (για όλους)
Τελικά αξίζει η αγορά του; «Όχι» είναι η απάντηση .
Σε τέτοιους καιρούς μια τιμή γύρω στα 80 θα το καθιστούσε ευκαιρία από της λίγες. Τώρα θεωρώ οτι είναι πολλά τα λεφτά.
Αλλά είναι ένα μικρο κόσμημα. Όλοι έχουμε αγοράσει πιστεύω κάτι για να το έχουμε στην κατοχή μας, ξέροντας ότι δεν αξίζει και τόσο τα λεφτά του. Έτσι είναι και το box set. Μια αγορά που θα τη προσέχεις σαν φυλαχτό και μόλις σε ρωτάνε πόσο στοίχισε θα αλλάζεις την κουβέντα για το ποδόσφαιρο.
Υστερόγραφο: Sold out. Ξεπουλήσαμε.!!
Αποστόλης Ζώτος
drog_A_tek - Homeland
01 Intro_H 02 Homeland I 03 H 04 Atmo_Tek 05 Riots 06 Homeland II 07 Universalis 08 Homeland Main 09 Social X 10 Suburban miDi 11 In_No_Sense 12 I Sea Things 13 Homeland III 14 Suburban miDi End Titles 15 Omonia
January 2011 - Inner Ear
Η ταινία έκανε το soundtrack ή το soundtrack την
ταινία; Που τελειώνει η αφορμή και πότε ξεκινά η δημιουργία του; Πόσο σύμπραξη
μπορεί να θεωρηθεί η συνύπαρξη μουσικής και κινηματογράφου; Κι αν η εικόνα είναι παντοδύναμη, τότε οι
εικόνες που δημιουργεί το μυαλό ακούγοντας τους ήχους της, τι είναι; Η πλέον
κλινικά νεκρή σχέση μου με τον κινηματογράφο με έκανε να δω τα soundtrack μέσα
από άλλη διαδικασία, ίσως αντίστροφη.
Αν μια κινηματογραφική σκηνή είναι η πραγματικότητα της
στιγμής που σου επιβάλλεται, τότε η μουσική που τη συνοδεύει είναι το μέσο για
να δει κανείς τον εαυτό του μέσα σ' αυτή. Φαντάζεστε μια συρραφή όλων αυτών των
προσωπικών σκιαγραφήσεων κατά την εξέλιξη μιας ταινίας; Μια παράλληλη δηλαδή «ταινία» που εξελίσσεται χωρίς εξέλιξη, με
πραγματικά ακαθόριστη διάρκεια, θολά και διακεκομμένα στιγμιότυπα που
συνδέονται με μια τρομακτική συναισθηματική συνοχή, και σταματά πάντα στο
σημείο που μπορεί κανείς να αντέξει την ένταση. Πόσο παρόμοια μπορεί να οριστεί
ένα όνειρο... Ίσως τελικά η μουσική να μη χρησιμεύει στο να «επενδύει», τονίζει,
ομορφαίνει μια κινηματογραφική δημιουργία, αλλά για να καλύπτει τον εγωισμό, ή
την ανάγκη μας να δούμε τον εαυτό μας μέσα στη συναισθηματική πλοκή της. Είναι
μαγευτικό να σκέφτομαι από τι ακριβώς θα πηγάζουν οι εντυπώσεις κάποιου που
σχολιάζει, κρίνει ή συζητά για τη μουσική μιας ταινίας, για το πόσο τον άγγιξε
ή τον άφησε αδιάφορο...
Οι drog_A_tek έγραψαν το Homeland ως soundtrack για την ταινία του Σύλλα
Τζουμέρκα «Χώρα Προέλευσης». Συγκρότημα από την Αθήνα, μια μουσική
κολλεκτίβα, που εκτός άλλων, λατρεύει να εξερευνά αυτό το χώρο μεταξύ εικόνας
και ήχου, να δοκιμάζει τις αισθήσεις του κοινού σε συναυλίες και video art project. Όταν τους είδα για πρώτη
φορά πριν τρία χρόνια περίπου sto Gagarin
χωρίς να έχω ακούσει τίποτα από τη μουσική τους, είχα μείνει καρφωμένος,
όρθιος, τρομερά εντυπωσιασμένος. Ηλεκτρονικός πειραματισμός με πολλές
παραμορφώσεις, παιχνίδια με τις συχνότητες του ήχου, μινιμαλισμός,
δυσδιακριτικές μελωδίες μέσα από αργούς ρυθμούς και μοναχικούς ήχους από κιθάρα
και τρομπέτα. Μου ανατίναξαν το κεφάλι, που θα έγραφε και ο Γούλας. Μια
σπουδαία επί σκηνής αυτοσχεδιαστική έκφραση για τα πρόσωπα της πρωτεύουσας, τα
σκοτεινά, περίεργα, πεζά ή ερωτικά. Αυτά που οι κάτοικοί της ζουν μέρα και νύχτα, συνειδητά αποφεύγουν και
ασυνείδητα αναζητούν. Μουσική που κάνει πέρα τους αστικούς ήρωες και τις
ιστορίες τους, και προτιμά να πλανάται πάνω από τους δρόμους της πόλης και μέσα
στα βλέμματα των κατοίκων της.
Η ατμόσφαιρα είναι γκρίζα, το τοπίο μονότονο, βαρύ. Το Homeland ξεκινά
μελαγχολικά και ξεδιπλώνεται μέσα από πολύ πειραματισμό, επαναλαμβανόμενες
δομές, θλιμμένους τόνους, και πολλές δόσεις βίας. Συνεπαίρνει με λεπτότητα (Homeland I, II και Homeland main) αγριεύει (Riots), απειλεί (Suburban Midi και Suburban midi end titles) σε καθηλώνει σε έναν
αφιλόξενο ψυχρό προβληματισμό (I sea things, Social X-1). Η
κιθάρα, απ'τα κεντρικά πρόσωπα του έργου τους, σε αμέτρητους ρόλους, ξένη ως
προς τον ξέφρενο ηχητικό πειραματισμό του παλιότερου Who Hurt You?, οδηγείται μέσα από
θόρυβο, περίεργους και γνώριμους ήχους, υπόγειους οριακούς ρυθμούς σαν να
προσπαθεί να ξετυλίξει το κουβάρι μιας υπόθεσης που δείχνει απλησίαστη σε κάθε
στιγμή. Ένα soundtrack δεν έχει ξεσπάσματα, έχει όμως πλοκή και το Homeland δείχνει
σκόπιμα αφηρημένο γύρω από κάποιο εσωτερικό σκοπό. Οι εικόνες υφαίνονται
αβίαστα, κρατάω τις δικιές μου και τις αφήνω να αλλάζουν συνεχώς, για τον
καθένα το ίδιο θα ισχύει, είναι εντυπωσιακό όμως πώς όλες συνδυάζονται μεταξύ
τους γύρω από ένα θέμα μιας ταινίας άγνωστης σε μένα, ή και άσχετης με εμένα.
Κολλάω παραπάνω στο In_no_sense γιατί και ο Viny Reilly των
Durutti Column έτσι θύμωνε κάποτε, παιδί μιας τέτοιας πόλης ήταν κι αυτός, αλλά έχει πολλά χρόνια να το δείξει με τόσο
συγκλονιστικό τρόπο. Στο τέλος τα αφήνεις όλα να σβήσουν μπερδεμένα, κάτι έχει
ολοκληρωθεί που μπορείς να το αισθανθείς αλλά σίγουρα όχι να το δεις, τα πρόσωπα
έμειναν στο σκοτάδι, τα προβλήματα και τα αδιέξοδα δε λύθηκαν αλλά κάπου στο
τέλος βρίσκεται η ικανοποίηση, σε μια ισχνή εντύπωση ολοκλήρωσης και
αυτοτέλειας.
Το Homeland δεν πήγε τους drog_a_tek παραπέρα,
αυτό γίνεται άλλωστε σε κάθε κομμάτι ή εμφάνισή τους- πήγε όμως την ταινία -ή
τέλοσπάντων μια ταινία- ένα βήμα παραμέσα μας. Δεν κοίταξαν ούτε στιγμή την
πόλη από κάπου ψηλά το βράδυ για να θαυμάσουν την ομορφιά της, οι άνθρωποι που ζουν
σ'αυτή δεν είναι φώτα που λάμπουν σταθερά και γαλήνια σε νυχτερινό ουρανό.
Χάθηκαν σε μουντά στενά και άχρωμους δρόμους, έφτιαξαν τοπία από γήινα υλικά
αλλά και δύσκολα συναισθήματα, για να ψάχνει και να παίζει ο καθένας το ρόλο
του, μέχρι να τον ξυπνάνε προσωπικές αγωνίες... και να ξαναρχίζει.
Rating: 8,2 / 10
Βαγγέλης Γιαννακόπουλος
Drog_a_tek @ myspace
Death In June - Peaceful Snow / Lounge Corps
CD1 : Peaceful Snow
Murder Made History / Fire Feast / Peaceful Snow / Life Under Siege / A Nausea / Wolf Rose / The Scents of Genocide / Red Odin Day / My Company of Corpses / Cemetery Cove / Our Ghosts Gather / Neutralize Decay / The Maverick Chamber
CD2 : Lounge Corps
Leopard Flowers / Hail! the White Grain / Break the Black Ice / The Glass Coffin / Kameradschaft / Luther's Army / She Said Destroy / Heaven Street / Jesus, Junk and the Jurisdiction / Runes and Men / But, What Ends When the Symbols Shatter? / The Enemy Within / Fall Apart / Rose Clouds of Holocaust / Idolatry / Golden Wedding of Sorrow / To Drown A Rose
November 2010 - NER
Σε ποιον πλέον απευθύνεται ο Douglas P. σήμερα; Τι έχει να μας πει μετά από μια τόσο μακρά πορεία μέσα στα χρόνια; Από το punk μέχρι σήμερα, έχει πολλαπλές κυκλοφορίες με διαφοροποιήσεις ανά καιρούς, εντρυφώντας σε punk, post punk, darkwave και electro πειραματισμούς δημιουργώντας τελικά το λεγόμενο neofolk / apocalyptic folk.
Στην προηγούμενη τους δουλειά, το καλούτσικο "The Rule of Thirds" του 2008, είχαμε μια τελείως απογυμνωμένη προσέγγιση στα τραγούδια με μόνη συνοδεία της φωνής μια ακουστική κιθάρα. Και εκεί που νόμιζες ότι ο Douglas P. έφτασε σε τέλμα, τραβάει έναν άσσο από το μανίκι του και μας παρουσιάζει το 13ο άλμπουμ των Death In June με 13 νέες λιτές συνθέσεις. "Peaceful Snow": η φωνή του και ένα πιάνο! Σε συνεργασία με τον Σλοβάκο πιανίστα Miro Snejdr (τον οποίο ανακάλυψε από το internet, όταν ο Miro ανέβαζε στο Youtube τραγούδια των Death In June παιγμένα με πιάνο). Με μόνη αυτή τη διαφοροποίηση, δηλαδή την αντικατάσταση του βασικού οργάνου, και γενικά χωρίς καμία αλλαγή στο ύφος του, ο Douglas P. κατάφερε να κάνει κάτι τόσο διαφορετικό αλλά συνάμα το ίδιο. Η αρχική σύνθεση έγινε σε κιθάρα και keyboards ενώ στην συνέχεια ο Miro τα προσάρμοσε στο πιάνο. Μια διαδικασία που έγινε εξ αποστάσεως με τις ηχογραφήσεις να ολοκληρώνονται στα Big Sound Studios στην Αδελαΐδα της Αυστραλίας και στα Dirty Martini Studios στην Μπρατισλάβα της Σλοβακίας.
Ακούγοντας το δίσκο δημιουργούνται στο μυαλό εικόνες. Καταλαβαίνει κανείς ότι θα ήταν το ιδανικό σάουντρακ σε κινηματογραφικά ταινία. Η μουσική επένδυση σκηνών που διαδραματίζονται σε ένα πιάνο μπαρ με μοναδικούς θαμώνες τον Douglas P. να ερμηνεύει και τον Miro Snejdr στο πιάνο κάτω από το σιωπηλό βλέμμα ενός αμίλητου μπάρμαν. Η μουσική σε παρασύρει σε κάποια χιονισμένη άκρη των Βαλκανίων, με το απόηχο του κροατικού εμφυλίου να αιωρείται ακόμα στην ατμόσφαιρα. Σε αυτό το σκηνικό μεταφερόμαστε, ένα μέρος μοναχικό, ελαφρά μελαγχολικό και νοσταλγικό, ένα σκηνικό παραίτησης, αυτοεγκατάλειψης και μοιρολατρίας όπου μόνο με μπόλικη υπομονή και αυτοπειθαρχία θα μπορούσε κάποιος να αντεπεξέλθει.
Ίσως κουράσουν τα 13 συνολικά τραγούδια του δίσκου. Γενικότερα τα τελευταία χρόνια έχω ένα θέμα με τα CD που έχουν μεγάλη διάρκεια. Οι πολλές συνθέσεις κουράζουν και αποπροσανατολίζουν τον ακροατή. Μπορεί να λειτουργούσε διαφορετικά το "Peaceful Snow" ως extended play για παράδειγμα, μιας και ο ήχος όλων των τραγουδιών είναι ίδιος. Έχει όμως και τις στιγμές του, όπως τα "Murder Made History" και το ομώνυμο "Peaceful Snow" που είχε προηγηθεί ως σινγκλ. Κάτι ξεχωριστό προσδίδει στο σύνολο το "Neutralize Decay" από τις πρώτες κιόλας φωτεινές νότες που ξεπηδούν από τα πλήκτρα του πιάνου, καθώς φέρνει μια πιο αισιόδοξη πτυχή στο δίσκο με τον Douglas P. να τραγουδά "If we don't neutralize decay, we may run out of tomorrow...".
Οι δαίμονες του Douglas P. τον ακολουθούν όπως πάντα, με τους στίχους να κινούνται στην γνώριμη θεματολογία κάτι που γίνεται αντιληπτό ακόμα και από τους τίτλους των κομματιών. Έτσι αυτή η λίγο αινιγματική περσόνα, που έχει πλέον μιλήσει ανοιχτά για την ομοφυλοφιλία του, εκπλήσσοντας πολλούς που τον θεωρούσαν τίποτα άλλο παρά μόνο ένα ακροδεξιό κάθαρμα, συνεχίζει το έργο των Death In June πάντα με τις συγκεκριμένες εμμονές και φετίχ.
Κάπως έτσι φτάνουμε στο τέλος αυτής της κριτικής και το ερώτημα παραμένει. Σε ποιόν άραγε απευθύνεται ο Douglas P. σήμερα; Εγώ θα έλεγα στους οικείους του ακροατές που κατά καιρούς έχουν μαγνητιστεί από τους Death In June, όχι τόσο της αρχικής περιόδου αλλά της μετέπειτα μοναχικής πορείας τους Douglas P. Και πάλι, για όσους τελικά τολμήσουν θα πρέπει να έχουν την κατάλληλη διάθεση, αφού ο δίσκος είναι αρκετά moody.
Τα πρώτα 3,000 αντίτυπα του δίσκου περιλαμβάνουν το bonus CD "Lounge Corps", που περιέχει πιάνο εκτελέσεις κλασικών κομματιών των Death In June παιγμένα φυσικά από τον Miro Snejdr. Ένα ενδιαφέρον εγχείρημα, που μάλιστα στάθηκε και το αρχικό έναυσμα για την κατεύθυνση που οδήγησε στο "Peaceful Snow". Ιδανικό για ήρεμες, χαλαρωτικές καταστάσεις με την συνοδεία ενός καλού κρασιού (κατά προτίμηση από την περιοχή του Ρήνου).
Rating: 5,8 / 10
Νίκος Δρίβας
Death In June official
Cold Cave - Cherish the Light Years
1. The Great Pan Is Dead/ 2. Pacing Around The Church/ 3. Confetti/ 4. Catacombs/ 5. Underworld USA/ 6. Icons Of Summer/ 7. Alchemy And You/ 8. Burning Sage/ 9. Villains Of The Moon
5 April 2011 - Matador
Υπάρχουν πράγματα που τα περιμένεις αλλά υπάρχουν, όμως, και οι απροσδόκητες εκπλήξεις που (σχεδόν) πάντα σε ενθουσιάζουν. Δεν ξέρω αν έχει ξεκινήσει μια αναβίωση ήχων και μελωδιών (ή απλά έτυχε να πέσουν τέτοια δείγματα μαζεμένα στα χέρια μου) που έχουν ξεχαστεί δυο με τρεις δεκαετίες τώρα, αλλά καινούργιο υλικό, όπως το Cherish The Light Years των Cold Cave, είναι πάντα ευπρόσδεκτο.
Βέβαια σε κάθε review πρέπει να πούμε και δυο λόγια για τον καλλιτέχνη/group που αναφερόμαστε. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, μιλάμε για το πως ένας Αμερικάνος μουσικός διάφορων hardcore punk, noise rock (e.t.c.) groups καταφέρνει να βγάλει πανέξυπνη new wave, synth pop (κι ελαφρά noise) μουσική η οποία έχει επιρροή από την Βρετανία των 80's. Born in the wrong place at the wrong time, όπως λένε και οι Depeche Mode? Maybe!
Ο Wesley Eisold, λοιπόν, έχει καταφέρει κάτι πολύ όμορφο. Όπως αναφέρεται σε ένα άλλο review: "If you like to dance, dance, dance to the radio, think that boys don't cry, enjoy the silence now and then or feel blue on Mondays, there is no f***ing reason not to be into this awesome record. You should be able to get it basically everywhere." Κι εδώ θα σταθούμε, γιατί εν μέρει έχει πολύ δίκιο. Το εναρκτήριο "The Great pan is Dead" είναι ένα ευφυέστατο πολύ γρήγορο κομμάτι, με πολύ ωραίες background μελωδίες που μόλις φτάσεις στο 1ο του λεπτό, δεν μπορείς να το αφήσεις. You just, can't!
Στο "Confretti"για παράδειγμα θα ακούσεις Cure-ίστικες κιθάρες στο βάθος και συνθάκια που θα σε κάνουν να χορέψεις στροβιλίζοντας το κορμί σου μέσα σε ένα άδειο δωμάτιο. To «Underworld USA» έχει μια πιο heavy-beat αισθητική και ακόμη πιο danceable για clubs. Και αυτά είναι μερικά μονάχα δείγματα. Θα ακούσεις τρομπέτες ("Alchemy Around You") και αρκετά σκοτεινή διάθεση ("Burning Sage") σε αυτόν τον δίσκο.
Ας κλείσουμε με κάποια λόγια του ίδιου του δημιουργού: «...It's a love letter to the path that has lead me to where I am now, to loss and love and friends and enemies and the dizzied and blurred ways of the world. This song (the Great Pan is Dead) and record is about magic, preservation, youth and movement.»
Τι άλλο μπορώ να προσθέσω;;;
Enjoy the silen....noise!
Rating : 7,8 / 10
Δημήτριος Balidor Κουτσομιχάλης
White Lies - Ritual
1. Is love 2. Strangers 3. Bigger than us 4. Peace & quiet 5. Streetlights 6. Holy ghost 7. Turn the bells 8. The power & the glory 9. Bad love 10. Come down
17 January 2011 - Fiction
Για τον περισσότερο κόσμο το πρώτο άλμπουμ των White Lies ήταν μία πολύ ευχάριστη έκπληξη. Βασισμένο μεν σε όσα κλισέ μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους από τις αρχές της δεκαετίας του 80, συνδυασμένα μεν με τέτοια μαεστρία που σου φαινόντουσαν τόσο καινούρια. Και όλα αυτά πασπαλισμένα με υπέροχη παραγωγή (φυσικά δεν ήταν μόνο αυτοί οι λόγοι που το πρώτο άλμπουμ θεωρήθηκε σπουδαίο, αλλά σε αυτό θα επανέλθουμε αργότερα...). Οπότε για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να αναγνωρίσουμε σαν κύριο ελαφρυντικό την έλλειψη του παράγοντα "έκπληξη". Όπα. Μισό λεπτό. Είπαμε ελαφρυντικό? Άρα πρόκειται να πέσει θάψιμο? Όχι ακριβώς (αλλά περίπου)!
Λοιπόν, πάμε από την αρχή. Θα ήταν πολύ ωραίο να έβγαινε ένα άλμπουμ ισάξιο του "To Lose My Life". Ωραίο άλλα σπάνιο. Ελάχιστα συγκροτήματα έχουν καταφέρει το 2 στα 2 όταν ο πρώτος δίσκος τους πιάνει ακόμα και τους ίδιους στον ύπνο. Και φυσικά δεν είναι κακό το να μην συμβεί αυτό. Κακό είναι οι προσδοκίες να πνίξουν και τους ίδιους τους μουσικούς. Δυστυχώς κάτι τέτοιο δείχνει να συμβαίνει, ευτυχώς όμως όχι σε μεγάλο βαθμό. Μοιάζουν σε κάποια σημεία να είναι λίγο "κουμπωμένοι" και αγχωμένοι, αλλά ποτέ δεν γίνεται ενοχλητικό και μάλλον είναι σχετικά κατανοητό. Το μόνο κακό που θα μπορούσε να διακρίνει κάποιος είναι το ότι φιλτράρεται λίγο ο ενθουσιασμός του συγκροτήματος και σβήνει η άγνοια κινδύνου που τους χαρακτήριζε*, κάτι που έχει ως συνέπεια να λείπουν οι πολύ μεγάλες στιγμές (δεν θέλω να είμαι κομιστής κακών ειδήσεων, αλλά τραγούδια όπως το "Lose my life"και κυρίως το "Farewell to the fairground" καλό είναι να τα ξεχάσετε στο Ritual). Τα πάντα λοιπόν είναι λίγο πιο επίπεδα, χωρίς ιδιαίτερες κορυφώσεις αλλά και χωρίς ιδιαίτερες πτώσεις.
Αρκετά όμως με τα αρνητικά, πάμε σε αυτά που μας άρεσαν. Η φωνή του Ηarry McVeigh, ίδια και απαράλλαχτη, ένα από τα μεγάλα ατού του συγκροτήματος. Η παραγωγή παραμένει σε πάρα πολύ καλό επίπεδο, το εξώφυλλο του άλμπουμ εξαιρετικό, η συντριπτική πλειοψηφία των συνθέσεων ικανοποιητική (αλλά είπαμε, σχεδόν ποτέ δεν ξεφεύγει από αυτό το "ικανοποιητικό"), καλή επιλογή των singles, συμπαθέστατα βιντεοκλίπ. In more detail, που θα λέγανε και οι ίδιοι οι White lies, το γενικότερο ύφος παραμένει σχετικά ίδιο, με εμφανή όμως διάθεση να προσπαθήσουν να το συγκεκριμενοποιήσουν. Μπόλικα πλήκτρα και ατμόσφαιρα, η κιθάρα φυσικά δεν λείπει, αλλά ίσως να περνάει σε λίγο πιο δεύτερη μοίρα, η βάση πάντα πέφτει στα φωνητικά, μελαγχολία, μπόλικες εναλλαγές ακόμα και μέσα στα ίδια κομμάτια. Τα κομμάτια που ξεχωρίζουν είναι το πρώτο single του δίσκου "Βigger than us", το επίσης single "Strangers" και το "Holy ghost", τα μόνα κομμάτια που έχουν κάτι από την έκπληξη που νιώσαμε με τον πρώτο δίσκο, με ωραίες συνθέσεις, πιασάρικα ρεφρέν, πάθος στα φωνητικά. Από εκεί και πέρα μια ευθεία γραμμή, από την οποία με δυσκολία ξεφεύγουν τα κομμάτια, με εξαίρεση ίσως το πρώτο κομμάτι του δίσκου, το (με μπόλικα 90's περασματάκια) "Is love".
Γενικά, και για να είμαστε δίκαιοι, αν δεν είχε προηγηθεί το "To Lose My Life", θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για έναν συμπαθέστατο δίσκο. Τώρα όμως, που οι απαιτήσεις μας έχουν ανέβει πολύ, μάλλον στα πλαίσια του μέτριου (προς καλούτσικου) θα κινηθούμε. Δεν πειράζει, μπορούμε να περιμένουμε...
Rating : 6,5 / 10
Κίκο Παπαδόπουλος
Various Artists - Miss Fortune Was A Henhouse Manager
1.1. Yassa - Matthew/1.2. Sun of Nothing - Dead End Nights and Bright Mornings (And the Things Between 'Em)/1.3. National Pornographik - Gybiolt/1.4. Drunk Motherfuckers - Ain't Give No Shit About Sobers/1.5. Nechayevschina - Stoner City Dub/1.6. Last Rizla - Battles: Sinatra/1.7. Korsikov - Liqweedator/1.8. Stonenrow - The Harvest/1.9. Yassa - B.I.I.D./2.1. Yassa - Aokigahara/2.2. Bad Trip - God Mode/2.3. Sadhus: The Smoking Community - Foondamentalist/2.4. Brotherhood of Sleep - Ain Berashyth/2.5. Universe217 - Black Widow/2.6. 1000Mods - Sister Fucker (Part I)/2.7. Sector Illusion - Idmusxx/2.8. Extraordinary Rendition - Guantanamo Bay/2.9. Circassian - Rashidun Caliphate Surf/2.10. Yassa - Autotomy
11 February 2011 - Spinalonga Records
Ας σκεφτούμε τον χώρο που κινούμαστε. Όχι μόνο με τα κρατικά, γεωγραφικά, πολεοδομικά ή οικιακά/εργασιακά όριά του. Ας συνυπολογίσουμε και τους τόπους που κατασκευάζονται από τις ανθρώπινες πράξεις, από την κοινωνία της πληροφορίας, τα έργα τέχνης, την ανθρώπινη ομιλία, τα ραδιόφωνα, τις τηλεοράσεις, τις συνεστιάσεις, το διαδίκτυο. Τόπους που δεν συγκροτούνται από υλική μορφή, μετρήσιμες διαστάσεις ή κάποια χωροταξική δομή, ωστόσο επιτρέπουν την πλοήγηση, την ύπαρξη, την οικειοποίηση, την περιπλάνηση, την αναδιαμόρφωση. Τόπους που υπάρχουν δυναμικά, που κάθε στιγμή κάποια μακρινή ξεχασμένη ιστορική συνιστώσα ή μια τυχαία φράση ενός ατόμου από τα δισεκατομμύρια που κατοικούν τον πλανήτη μπορούν να ανασυντάξουν ριζικά. Ας πάρουμε αυτούς τους τόπους των ανθρώπων και ας συνάγουμε την απειρία κόσμων που μπορούν να δημιουργηθούν σε μια ντουζίνα στρέμματα.
Ο καθένας από εμάς είναι εχθρός κάποιων απ' αυτούς τους τόπους. Κάποιοι δεν ταιριάζουν με τις πεποιθήσεις και τα βιώματά μας. Οι περισσότεροι μας είναι ξένοι αισθητικά, παραγνωρισμένοι, ίσως και αόρατοι. Στο μυαλό μας μπαίνουν με μια ταμπέλα που τους αποκλείει από τις ζωές μας, την ευχαρίστησή μας ή την σκέψη μας. Κάποιες φόρες όμως, σε στιγμές τυχαίες, απρόβλεπτες, αυτοί οι τόποι διογκώνονται και ότι ήταν μέχρι πρότινος αόρατο κάνει την παρουσία του εξίσου καταναγκαστική μ' αυτήν του γεωγραφικού χώρου και μπαίνει στις συζητήσεις μας, στις καθημερινότητές μας και στην σκέψη μας. Και εκεί οι υπεκφυγές τελειώνουν.
Η συλλογή Miss Fortune Was A Henhouse Manager είναι η δήλωση ενός τέτοιου τόπου. Ένα σύνολο φαινομένων, ένα δίκτυο ανθρώπων, μερικές φυγόκεντρες κουλτούρες και μια ιστορική συνέχεια με τις αποσχίσεις της που ξέφυγε από τις αισθήσεις των πολλών επί σειρά χρόνων, αδύναμη όπως ήταν να κοντραριστεί με μια σνομπ ταμπέλα "χαμηλής ποιότητας" που της είχε δωθεί από την μουσική ιντελλιγκέντσια. Τόσα χρόνια λεγόταν: "η καλή μουσική είναι κομψή, εξευγενισμένη, ανάλαφρη, αναπαυτική" και εγχώρια επιλέγονταν ανώδυνες μπάντες ενός υποτιθέμενου indie ήχου (επιτυχής στο να σκοτώσει την καλή κιθαριστική ποπ μουσική) με μοναδικό κριτήριο το παραπάνω δόγμα. Λοιπόν, δεν είναι αυτό η καλή μουσική. Η καλή μουσική είναι μια εκστατική εμπειρία ασχετώς του αν πατάει πάνω στην ευεξία, την φρίκη, την οργή ή την λύπη για να φτάσει την έκσταση. Η καλή μουσική μπορεί να συζητηθεί, μπορεί να αποκωδικοποιηθεί, μπορεί να αναπλάσει, να τραβάει την προσοχή όποτε βρεθεί μπροστά σου. Μπορεί να κατασκευάσει πολλά παραπάνω από τον ήχο της και να διαλύσει άλλα τόσα.
Και χρόνια τώρα, στον γεωγραφικό τόπο της ελλάδας, ένα αόρατο ρεύμα αποδομητών των Black Sabbath, του ακαδημαϊκού μουσικού πειραματισμού, της χαλαρής ψυχεδέλειας, του μανιερικού post rock και πολλών άλλων κατασκευάζει σταθερά στιγμές μιας κοινότητας που ακμάζει στο υπόγειο του an club, στις παραλίες του praise the fuzz, σε μικρά συναυλιακά μαγαζιά στην επαρχία, σε στούντιο και σπίτια, σε μπαρ. Μια κοινότητα που διαλύει το συναυλιακό κατεστημένο της αποχώρησης στο τέλος της συναυλίας, του αποτυχημένου ροκσταριλικιού, της μουντρουχιάς και της χαζοχαρουμενίας, της αλαζονίας του ντεμέκ πειραματισμού, της απαθούς διασκέδασης.
Δύο χρόνια χρειάστηκαν για να γίνει η επιλογή του υλικού μιας συλλογής που θα χαρτογραφήσει αυτόν τον τόπο. Και παρ' ότι είναι πιθανώς η πιό επιτυχής προσέγγιση, καταφέρνει να αποτυπώσει μόνο ένα μικρό κομμάτι του φαινομένου. Γιατί μια συλλογή, διπλή, τριπλή ή τετραπλή δεν θα καταφέρει ποτέ να πιάσει την πραγματικότητα της κοινότητας, την συμπεριφορά των μουσικών και την ανεξήγητη αύρα που αυτές σχηματίζουν. Αυτό που μπορεί να καταφέρει όμως είναι να καταδείξει το καλλιτεχνικό σημείο που αποτελεί το κέντρο όλων αυτών και μερικά παραδείγματα των τροχιών που διάφοροι μουσικοί διαγράφουν γύρω απ' αυτό.
Το κέντρο είναι ένα αμάλγαμα χαμηλοκουρδισμένων ηλεκτρικών οργάνων, πολλών εφέ, στιβαρών drums, γρεζαρισμένων φωνητικών. Οι τρόποι περιφοράς είναι εξιστορήσεις και σχολιασμοί. Προσωπικοί, εμπνευσμένοι σχολιασμοί των μουσικών του παρελθόντος, των συμπερασμάτων των μουσικών πειραματισμών και των εκάστοτε μουσικών δομών. Οι Yassa σχολιάζουν την διάλυση της μουσικής φόρμας. Οι Sun of Nothing το Black Metal. Οι Nechayevschina την μουσική της Ανατολής και το Kraut Rock. Οι 1000mods την ψυχεδέλεια που πρέπει να διασωθεί εντός του σκληρού ήχου (αν και η διασκευή τους σε Εyehategod που επιλέγεται εδώ, δεν μπορεί να θεωρηθεί και αντιπροσωπευτική του ήχου τους), σε αρκετά ομόια κατεύθυνση με τους Brotherhood of Sleep. Οι National Pornographik τα όρια του groove και οι Bad Trip και οι Circassian την χωρική τάξη του post rock*.
Η σημασία όμως αυτού του ήχου βρίσκεται στην ζωντανή πραγμάτωσή του, εκεί όπου τα ηχοτοπία με όλες τις πολιτισμικές τους σημασίες βρίσκουν έδαφος ανάπτυξης. Είναι αφηρημένες μουσικές, εκτυλίσσονται μέσω των επαναλήψεων και των αποσχίσεων, σχηματίζονται κατά την πρόσληψή τους από τον ακροατή. Γκεσταλτικές στην ουσία τους, έχουν να διαδώσουν πολλά παραπάνω από το άθροισμα των μουσικών τους φράσεων. Και από την στιγμή που δεν είναι καθαρά ηχητικά φαινόμενα, δεν μπορούν να αναπνεύσουν από καθαρά ηχητικές φόρμες (γι' αυτό και δεν βαθμολογώ εν προκειμένω). Υπάρχει όμως ένα πράγμα που λέγεται γούστο και μπαίνει σε λειτουργία όταν οι επιλογές παραταχθούν μπροστά σου. Υπάρχει κι άλλο ένα πράγμα που λέγεται ιστορία και μνήμη, που θέλει τα ντοκουμέντα της. Η μουσική ηχογράφηση είναι μια νέα γραφή, τα γραπτά μένουν και ακόμα κι αν ο τόπος που κατασκεύασε αυτό το πλήθος τόσα χρόνια δεν γίνει μεγαλύτερος, η "κυρ-ατυχία που διαχειριζόταν κοτέτσια" με το πανέμορφο packaging της θα μείνει να προκαλεί τύψεις για όλες τις χαμένες εμπειρίες σε υπέροχες συνθήκες που κάποιοι δεν ανακάλυψαν ποτέ.
*οκ, το παραδέχομαι, αυτή η φράση δεν σημαίνει κάτι αλλά ακούγεται ωραία.
Γιάννης - Ορέστης Παπαδημητρίου
Spinalonga Records
Pages