Max Richter - Infra
01. Infra 1 / 02. Journey 1 / 03. Infra 2 / 04. Infra 3 / 05. Journey 2 / 06. Infra 4 / 07. Journey 3 / 08. Journey 4 / 09. Journey 5 / 10. Infra 5 / 11. Infra 6 / 12. Infra 7 / 13. Infra 8
19 July 2010 - Fat Cat
Πάντοτε μου κέντριζε το
ενδιαφέρον ένα ποιητικό έργο να μελοποιείται, όπως Τα Έντεκα Σονέτα Του Σκοτεινού Έρωτα
του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Τι σχέση όμως μπορεί να έχει ο Λόρκα με το Γερμανό
συνθέτη; Στην νέα δουλειά τού Max Richter προφανώς καμία -στην ζωή του
αναμφίβολα όμως θα έχει βαρύνουσα σημασία- αλλά ένας άλλος μεγάλος ποιητής του
περασμένου αιώνα, και συγκεκριμένα ένα από τα έργα του, είναι άρρηκτα
συνδεδεμένο με το Infra. Ο λόγος γίνεται για τον Eliot Thomas Stearns και τη Ρημαγμένη Γη (The Waste Land), όπου είναι και η πηγή
έμπνευσης στην παρούσα δουλειά.
Η αρχική ιδέα, ήταν να συνεργαστούν οι Max Richter (σύνθεση), Wayne McGregor (χορογραφία)
και Julian Opie (οπτικά) και να δημιουργήσουν μία παράσταση που θα
αναδείκνυε τις καλλιτεχνικές εκφάνσεις των τριών, αποτυπώνοντας την κάθε μία
από αυτές σε δύο από τις ανθρώπινες αισθήσεις. Όραση και ακοή. Με όχημα τις δύο
παραπάνω αισθήσεις ο στόχος πλέον ήταν να ευαρεστηθεί η ψυχή του καθενός που θα
παρευρισκόταν στην εν λόγω παράσταση. Έτσι και έγινε. Τον Νοέμβριο του '08 στο The Royal Opera House του Λονδίνου ανέβηκε
για πρώτη φορά η είκοσι πέντε λεπτών παράσταση (που στην συνέχεια μεγάλωσε κατά
15') όπου μεταδόθηκε και από το BBC2.
Μέσα λοιπόν στο κατακαλόκαιρο έχουμε
την επίσημη κυκλοφορία του άλμπουμ -5ου κατά σειρά- από την 130701, sub label της
Fat Cat, από όπου είχε
κυκλοφορήσει και τις προηγούμενες τρεις, από τις τέσσερις συνολικά δουλειές
του. Βλέπετε, το ντεμπούτο του με τίτλο Memoryhouse, είχε
κυκλοφορήσει από την Late Junction,
μία εταιρεία με εντελώς διαφορετική ιδιοσυγκρασία, αφού απευθυνόταν σε ένα συγκεκριμένο
κοινό, με αποτέλεσμα ο καλλιτέχνης να μην είναι γνωστός σε πιο ευρύ μουσικούς
κύκλους. Σταδιακά όμως αυτό αλλάζει. Εταιρείες όπως η Fat Cat -με την sub label 130701-, η City Centre Offices, η Erased Tapes και αρκετές ακόμη,
ξεκίνησαν να υπογράφουν καλλιτέχνες όπως ο Sylvain Chauveau, οι Swod, o Ólafur Arnalds, οι Eluvium, οι Library Tapes -ενώ ο κατάλογος μπορεί
να είναι αρκετά μεγάλος- και ασφαλώς και ο Max Richter. Ξεκίνησε έτσι να γίνεται γνωστός ο ήχος που
αντιπροσωπεύει ο καθένας από τους παραπάνω καλλιτέχνες, με το προσωνύμιο του modern classical. Ο όψιμος ακροατής
αρχίζει να αποκτά την απαιτούμενη παιδεία, έστω και κάπως ανορθόδοξα, και να
γνωρίζει καλλιτέχνες με ειδικό βάρος και με αξιοσημείωτη πορεία από τον χώρο
του modern classical,
πριν ασφαλώς ονομασθεί έτσι. Arvo Pärt, Dustin O' Halloran, Michael Nyman, Andrey Dergatchev... Σε αυτό το αποτέλεσμα
όμως, βοήθησαν συγκροτήματα που είχαν ενσωματώσει στην μουσική τους τόσο το βιολί,
όσο και το πιάνο. Sigur Rós και Godspeed You Black Emperor είναι δύο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα.
Είναι το καλύτερο άλμπουμ που έχει
κυκλοφορήσει έως σήμερα ο Max Richter;
Όχι. Μήπως είναι το χειρότερο; Ούτε. Άλλωστε είναι δύσκολο να βρεθεί κάποιος του
συγκεκριμένου μουσικού χώρου και να υποστηρίξει ότι δεν αγαπάει αυτό που
δημιουργεί, ο Λονδρέζος -όσον αφορά την κατοικία- εδώ και χρόνια, συνθέτης.
Τότε πού μπορεί να συγκαταλεχθεί το Infra; Σε ένα πιο
πειραματικό ίσως στάδιο; Ναι, γιατί όχι. Από τους τίτλους των κομματιών, μπορεί
κανείς να διακρίνει ότι χωρίζονται σε οκτώ μέρη Infra και πέντε
μέρη Journey. Υπάρχουν
δηλαδή δύο τάσεις. Τα πρώτα είναι στο γνωστό ύφος που μας έχει συνηθίσει και
στις προηγούμενες δουλειές, δηλαδή όμορφες μελωδίες, χωρίς να κηλιδώνουν το
ηχοτοπίο που δημιουργείται στο νου του ακροατή. Μία εικόνα ασάλευτη, μπροστά
στην αποθέωση ενός ήχου, ενός αγγίγματος, που ενώ όλα βρίσκονται σε μία αέναη
κίνηση, ο ίδιος νοιώθεις ακίνητος, ανήμπορος να αντιδράσεις από την απλότητα
που απορρέει τόσο από το πιάνο, όσο και από το βιολί. Όσον αφορά τα μέρη του Journey, εκεί διαπιστώνεται
μία ιδιαιτερότητα, ένας νεωτερισμός στο τρόπο που σκέφτηκε ο καλλιτέχνης,
θέλοντας να αποδώσει και να προσδώσει στο μπαλέτο μεγαλύτερη αληθοφάνεια, να το
κάνει πιο ρεαλιστικό, μέσα όμως από το ιδεατό που κατακλύζει τις συνθέσεις του,
αφού αυτό είναι και το χαρακτηριστικό του. Φτιάχνει λοιπόν ήχους από μία άλλη
πραγματικότητα. Αυτή που ζούμε στο τώρα. Ήχους που στερούνται διακοσμητικών
στοιχείων. Ψυχρούς. Άχαρους. Μουσικώς, αυτό που ονομάζεται urban ambient. Ενυπάρχουν λοιπόν και
οι δύο πόλοι. Συγκρούονται. Και το αποτέλεσμα είναι μοναδικό. Υποταγή. Σαν τον
έρωτα...
Το Infra πρέπει
να αντιμετωπίζεται σαν ένα ενιαίο κομμάτι. Δεν είναι δυνατόν να συλλάβει κάποιος
την ουσία της μουσικής του ακούγοντας μεμονωμένα κομμάτια. Το άλμπουμ πρέπει να
ακουστεί στην ολότητά του. Παρ' όλα αυτά, θα κάνω μία διάκριση για να μιλήσω
ειδικά για το Infra 7,
που αν και πολύ σύντομο, θα είναι μία από τις κορυφαίες μουσικές στιγμές του
2010 -αν όχι η κορυφαία! Σε τέτοιες στιγμές είναι πραγματικά δύσκολο να
αποτυπωθεί σε πεζό λόγο το μεγαλείο του συγκεκριμένου κομματιού. Ίσως το
κατάφερνε αυτό μία βόλτα στο κήπο των Βερσαλλιών, ή ένας πίνακας του Κλωντ
Λορραίν. Ας διαλέξω το Τοπίο με Θυσία
στον Απόλλωνα, που είναι μία στιγμή αποθέωσης στην ιστορία της τέχνης, και
ο Λορραίν, πρώτος άνοιξε τα μάτια των ανθρώπων στην ανυπέρβλητη ομορφιά της
φύσης, και για έναν σχεδόν αιώνα ύστερα από τον θάνατό του, οι ταξιδιώτες
έκριναν το πραγματικό τοπίο σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια. Δεν γνωρίζω αν ο Max Richter θα φτάσει σε ένα
τέτοιο σημείο καταξίωσης, όμως η αίσθηση του Infra 7, αφήνει τον ακροατή έμπλεο συναισθημάτων, οι περιγραφές
των οποίων θα γίνουν από εσάς. Αποθέωσης. Η αβελτηρία του πνεύματος χάνεται με
ένα απλό φύσημα, ή καλύτερα με το άκουσμα μιας νότας, με το χάδι σε μια χορδή
του βιολιού. Η ματαιοδοξία που πλανάται γύρω μας, χάνεται στη λήθη της στιγμής,
μιας στιγμής που παραμένει μεγαλόπρεπη, μετατρέποντας τους εαυτούς μας ενεούς
από την αντίστιξη των ήχων που αναπλάθονται στο 1:45 που διαρκεί το Infra 7. Ίσως τελικά, ο πιο
αντιπροσωπευτικός τρόπος για να αντιληφθούμε σε μεγαλύτερη έκταση την μουσική
του άλμπουμ, θα ήταν η ανάπλαση της παράστασης από εμάς τους ίδιους. Τα
ερεθίσματα υπάρχουν.
Και φτάνουμε στο κρισιμότερο ερώτημα.
Αξίζει κάποιος να ακούσει το Infra; .... Τι
απαντώ σε αυτό; Πολύ απλά, ότι η ακρόασή του προσπορίζει στον αισθαντικό
ακροατή πνευματική ευφροσύνη, παρόμοια προς όποια χορηγεί στον καλλιεργημένο
θεατή παράσταση θεατρικού έργου με δραματικές εντάσεις υψηλού ήθους.
Νίκος Τσίνος
Max Richter @
Myspace
Richard Durand - In Search of Sunrise 8 : South Africa
Disc 1: 1. My Sanctuary - First State / 2. Beautiful -
George Acosta feat. Fisher / 3. The Violet Hour - Venaccio & Daigon / 4.
Envy - Kostya Veter feat. Madelin Zero / 5. As the Rain Falls - Ad Brown and
Matt Lange feat. Kerry Leva / 6. Never Alone - Craving / 7. There Is Hope - Zoo
Brazil feat. Rasmus Kellerman / 8. Pillars of the Earth - Ben Preston / 9. Kiss
of Life (Ibiza Sunrise Mix) - San vs. Wendel Kos / 10. Sydney - Jorg Zimmer /
11. Introspection Attempts (Moonbeam Remix) - Avis Vox / 12. The Darkest Star -Tom
Cloud / 13. For No Reason - Richard Durand
Disc 2: 1. Deltree - Michael Badal, Zya & Teddy C / 2.
Something For the Pain - Ad Brown feat. Renee Six / 3. September Rain - Jason van
Wyk / 4. Kissed By the Sun (S1dechain Remix) - San featuring Therese / 5. Ocean
Terrace - Daniel Wanrooy / 6. The Emergency - BT / 7. Jellyfish - Alex O'Rion /
8. N.Y.C. - Richard Durand & JES / 9. Distant Motion (Aurosonic Remix) - Hodel
& Sunstate / 10. Par - Beltek / 11. Satellite of Love (Fabio XB Rework Dub)
- Bartlett Bros. vs. Mazza / 12. We.are - Who.is / 13. With Me (Original Vocal
Mix) - DJ Observer & Daniel Heatcliff feat. Hannah Ray
17 May 2010 - Black Hole
Ωπ, τι
θέλει αυτός ο τύπος έξω από τη συλλογή μου; Στην αρχή σκέφτηκα μήπως ήταν
φωτομοντάζ: γίνεται In
Search of Sunrise χωρίς Tiësto; Έλα μου ντε!
Υπό
φυσιολογικές συνθήκες, δεν υπήρχε σοβαρή περίπτωση να κάνουμε κριτική σε μια
από τις αναζητήσεις για ανατολή. Η συνταγή ήταν σταθερή, και ο αγαπημένος μου dj Tiësto την άλλαζε πιο αργά απ' όσο
εξελισσόταν ο ίδιος, προσθέτοντας μια πινελιά τελειοποίησης κάθε φορά: progressive trance, κατά μεγάλη διάρκεια σε ταχύτητες house, με δαχτυλιές από λίγη eurotrance. Στο μεγαλύτερο μέρος της συλλογής,
και ειδικότερα στην τελευταία (νούμερο 7), η έμφαση δεν ήταν τόσο στον νέο
εντυπωσιακό ηλεκτρονικό χορευτικό ήχο, όσο σε έξυπνες μελωδίες που πλησίαζαν τη
dream και
δημιουργούσαν ένα υπέροχο συναισθηματικό ταξίδι. Αν το σώμα σου δούλευε στον
ίδιο ρυθμό (και φαντάζομαι ότι, για να διαβάζετε αυτή την κριτική, και το δικό
σας δουλεύει κάπου γύρω στα 140 bpm), μπορούσες να κλείσεις τα μάτια και να χαθείς. Άλλωστε,
αν θέλουμε να ακούσουμε απλά τα νεώτερα καλοδουλεμένα πονήματα της trance, υπάρχουν και τα podcasts των γνωστών dj.
Δεν
φαινόταν λοιπόν ιδιαίτερα δύσκολο να συνεχίσει κάποιος το έργο του Tiësto μετά την αποχώρησή του για άλλους ήχους.
Έπρεπε να κρατήσει τη συνταγή, να ακούει πολλή μουσική και να πιάσει το
συναίσθημα. Όμως, ήδη ο τίτλος «Νότια Αφρική» παραπέμπει στο μουντιάλ. Τέλος
πάντων, έδωσα μια ευκαιρία στον Richard, και όντως, φάνηκε να ξεκινάει σωστά
- φαίνεται όντως να προσπαθεί να κρατήσει τη συνταγή: το My Sanctuary
είναι γεμάτο από μελωδία, ωραίους ήχους και συναίσθημα, και προϊδεάζει για τα
καλύτερα!
Τα οποία
ποτέ δεν έρχονται. Κλωτσάει τη μπάλα ο Richard Durand, και το προαναφερθέν συναίσθημα
χάνεται. Τι μένει τότε; Μερικές καλές στιγμές με ωραίους ήχους, μερικά τυπικά
χιτάκια (Violet
Hour), ένα πολύ καλό κομμάτι (Pillars of Earth)
και γενικά τουλάχιστον μιάμιση ώρα που ξεχνιέται εύκολα μέχρι να φτάσουμε σε
ένα μέρος που καταφέρνει να διατηρεί το ενδιαφέρον για κάνα τέταρτο, στο 9ο
κομμάτι του δεύτερου δίσκου! 3 εξαιρετικά χορευτικά κομμάτια, με τα δυο να
είναι ονειρικά (Distant
Motion και Satellite of Love)
και το Par να μοιάζει - ειρωνικά - με τις νέες
κατευθύνσεις του Tiësto.
Αλλά πέραν
αυτού, τίποτα. Ο Richard δεν
αποδεικνύεται ούτε καλός μουσικός (στα δικά του κομμάτια και ρεμίξ αυτού του
σετ), ούτε μάστορας στις επιλογές του, ούτε τεχνικά κάνει κάτι ενδιαφέρον στο
μιξάρισμα. Όποιος παρακολουθεί τακτικά το postwave ξέρει ότι δεν συνηθίζω να γράφω για
δίσκους που δεν μου αρέσουν, αλλά αυτή τη φορά κρίνω χρήσιμο να προειδοποιήσω
όσους θα αγόραζαν αυτή την κυκλοφορία από κεκτημένη ταχύτητα - καλύτερα να
τσιμπήσετε από κανένα ηλεκτρονικό μαγαζί μόνο τα κομμάτια που σας αρέσουν.
Για να γυρίσουμε στην αρχική ερώτηση, αν γίνεται In Search
of Sunrise χωρίς Tiësto, θα έλεγα ότι ναι, θα γινόταν, αλλά με αυτό το
αρνητικό προηγούμενο, καλύτερα να μην ξαναπροσπαθήσουν, να αλλάξουν τίτλο. Δεν
περίμενα να είναι τόσο μεγάλη η απώλεια του Tiësto για
το χώρο. Όχι ότι δεν βγαίνουν εξαιρετικά και έξυπνα χορευτικά κομμάτια, αλλά,
αν ξέρετε κάτι με αντίστοιχη ατμόσφαιρα, στείλτε μου μήνυμα!
Rating: 6,4 / 10
tec-goblin
R. Durand @
Myspace
Marc Almond - Varieté
1. Intro/ 2. Bread and Circus/ 3. Nijinky Heart/ 4. The exhibitionist/ 5. The trials of eyeliner/ 6. Lavender/ 7. Soho so long/ 8.Unlovable/ 9. Sandboy/ 10. It's all going on/ 11. Variety/ 12.Cabaret Clown/ 13. My madness and I/ 14. But not today/ 15. Swan song/ 16. Sin song
7 June 2010 - Cherry Red
You always
understood ordinary is bad, strange is good...
Πέτυχα εντελώς τυχαία αυτό το fan-made video του Lavender, που κατά τη γνώμη μου έκανε πολύ σαφείς τις καλλιτεχνικές αναφορές - επιρροές του Marc Almond ενώ μυστηριωδώς,
αισθάνθηκα πως μου απευθύνεται προσωπικά, αφού όλα τα νοήματα των στίχων αλλά
και το ύφος του όταν τους ερμηνεύει, μου είναι απόλυτα γνωστά κατά κάποιο
τρόπο. Πέρα όμως από αυτά, τολμώ να πω ότι σχεδόν καταλαβαίνω απόλυτα την
ανάγκη να γραφτούν αυτά τα συγκεκριμένα λόγια, με αυτό το υποβόσκον πικρό ύφος και
με εκμυστηρευτική διάθεση. Ακούγεται παράξενο αλλά αυτό το άλμπουμ, παρ'ό,τι
δεν έχω δει ποτέ μου live τον Marc Almond, όχι μόνο με έκανε
να τον ‘δω' αλλά αισθάνομαι σα να τον έχω γνωρίσει αυτοπροσώπως και ουσιαστικά.
Ένα από τα στοιχεία που συνηγορούν σε
όσα είπα παραπάνω και το οποίο σχεδόν καθόρισε τη γνώμη μου για τον σκοπό αυτής
της δουλειάς, ήταν η (κατά μεγάλη μου έκπληξη) εμφάνιση, του αγαπημένου μου
αντι-ήρωα- χορευτή στον τίτλο του τρίτου κομματιού (σχεδόν στην εισαγωγή
δηλαδή). Μιλάω για το Nijinsky, στη ζωή του οποίου ‘βρίσκει' και
ο Marc Almond,
στοιχεία με τα οποία ‘ταυτίζεται' (δυστυχώς), σε βαθμό που να λέει: ‘ Oh I need to express my heart and face my destiny, there's an agile answer waiting inside of me, and the spin market' και στο ρεφρέν: ‘ ...please show me and set free my Nijinsky heart' με μουσική σε ρυθμό τάνγκο. Δεν είναι καθόλου
τυχαίες οι επιλογές των μουσικών υφών σε κάθε κομμάτι σε τέτοιο βαθμό που
να δυσκολεύομαι προσωπικά να μην τις
θεωρήσω ιδανικές...
Ένα άλλο γεγονός που συνέβαλε επίσης στην απήχηση που εξακολουθεί να έχει
το ‘Varieté'
επάνω μου, είναι η πλήρης μου συμφωνία, σε βαθμό ταύτισης με την κριτική που
συνολικά ασκείται σε διάφορα πράγματα, όπως στη διεθνή κοινωνικοοικονομική και
πολιτική κατάσταση ( ‘Bread and Circus') , ή στην περιοχή του Soho στο Λονδίνο (‘Soho so Long'), ή σε μια αυτοκριτική που άπτεται επιλογών που αφορούν τον καλλιτεχνικό
χώρο και την υλοποίηση των προσωπικών οραμάτων του καθένα (‘The exhibitionist', ‘Variety', ‘ Swan song', ‘Sin Song')
Κατά τα άλλα, πιάστε τον διπλανό σας και χορέψτε μ'αυτό το άλμπουμ γιατί
πέρα από την όποια πικρία του, αυτό θέλει, να χορέψουμε! Αγοράστε το άμεσα, (όποτε
το βρείτε εδώ) αλλά λίγο πριν απ' όλ'αυτά, σας ζητάω την εξής χάρη. Να
αναζητήσετε τα κοινά στοιχεία όλων όσων εμφανίζονται στο video που ανέφερα στην αρχή... Γιατί είναι αυτά τα
στοιχεία που και ο Almond έχει
δει πως διαθέτει και με τα οποία ταυτίζεται, είναι αυτά τα στοιχεία που
βρίσκονται πίσω από τους στίχους και μας τα παρουσιάζει σε μια παράσταση με
στοιχεία πρόζας, είδος που δεν είναι καθόλου τυχαία επιλεγμένο. Παράλληλα και
καθαρά από μουσικής πλευράς θα μπορούσαμε να δούμε μια μακρινή σχέση σε
υπέρβαση, με το ‘Mother First and her five daughters' και μια πολύ πιο κοντινή με τα άλμπουμ-διασκευές
στη Russian folk.
Αυτή τη φορά όμως το λόγο έχουν έμμεσα και οι ζωές των F. Bacon, Nijinsky, Bowie, R.Nureyev, H. Bogart...
You displayed all your bruises while covered all mine...
Η μουσική που
εμπεριέχουν οι στίχοι και τα μουσικά όργανα από τα οποία προέρχονται και τα
οποία τους ερμηνεύουν...
Ο M. Almond έχει δηλώσει ότι
αυτό το άλμπουμ είναι το κύκνειο άσμα του συνθετικά και στιχουργικά, κάτι το οποίο παρ' ό,τι εγωιστικά
απεύχομαι να συμβεί, θεωρώ πως και αντικειμενικά καλλιτεχνικά είναι σχεδόν
ανεπίτρεπτο. Προσωπικά θεωρώ
αδιανόητο καλλιτέχνης να πιστεύει και να καταθέτει στίχους όπως αυτοί στο ‘Swan Song' και θα μπορούσα να επιχειρηματολογώ για ώρες...
‘I'm passing the torch sacrificing the flame...
this is my swan song my smiling goodbye...I've sang all the songs, played out all
the scenes, they no longer belong to me...'
Υπάρχει διάχυτη μια λογική στον καλλιτεχνικό χώρο που υποστηρίζει ότι κανείς
καλό είναι να σταματάει την προσφορά του όταν θεωρεί πως δεν έχει κάτι επιπλέον
να προσφέρει, ακόμα και αν αυτό το αισθανθεί στην κορύφωση της καριέρας του.
Διαφωνώ θεωρώντας αυτή την αντιμετώπιση αυτοκαταστροφική. Και για να γίνω πιο
συγκεκριμένη, η αλλαγή ύφους που παρατηρήσαμε όλοι από το 2003 στις δουλειές
του Almond,
φαίνεται πως κορυφώνεται με το ‘Varieté' το οποίο σύμφωνα με τα λεγόμενα και του ίδιου,
έχει επιπλέον και το ρόλο της αναδρομής στο παρελθόν του (μουσικό και
προσωπικό). Το τελευταίο θα το διαπιστώσετε αν δώσετε λίγο προσοχή στα θέματα
των στίχων των κομματιών.
Στο ‘Soho so long' για παράδειγμα αποδεικνύονται όλα τα παραπάνω
στους στίχους με τους οποίους αποχαιρετά, έχοντας απομυθοποιήσει (για λόγους
που σαφώς υπαινίσσεται), μια περιοχή του Λονδίνου με ιστορικά καταγεγραμμένα
χαρακτηριστικά ως προς το gay and lesbian κίνημα. Δεν είναι ούτε τυχαίο, ούτε ασαφές, το
νόημα των στίχων, ούτε αναφέρεται σε άλλον πλην του εαυτού του όταν στο τέλος
λέει : ‘Soho so what, Soho so sad, Soho so dead...Soho so gone, Soho so long I gave you everything I had!'. Εξίσου μονοσήμαντα ερμηνεύεται και το γεγονός
πως και σε αυτό όπως και σε όλα σχεδόν τα κομμάτια του άλμπουμ, μιλάει σε πρώτο
πρόσωπο στους ακροατές, παρουσιάζοντας έτσι, βιωματικές του εμπειρίες και
τελικά αποχαιρετώντας μια μια, κάθε πτυχή της ζωής του που τον οδήγησε σε
αδιέξοδα (‘ Trials of eyeliner', ‘Sandboy', ‘Swan song'..)
Οι στίχοι...
Για να μην πλατιάζω όμως άλλο, τα
θέματα που πραγματεύεται το άλμπουμ είναι: οι τεράστιες
κοινωνικοοικονομικές αλλαγές, η αναζήτηση της απλότητας στη ζωή, η λύπη για την
κάθε μορφής απώλεια, τα συναισθήματα που αφορούν το πέρασμα της ζωής ενός
ανθρώπου, τη μοναξιά του καλλιτέχνη, την τρέλα, το ζήτημα του να μπορεί κανείς
να χειριστεί τον αποχωρισμό όπως και τη μανία για τη νοσταλγία στιγμών.
Η σοβαρότητα των θεμάτων αυτών και το κατά πόσο ουσιαστικά είναι, είναι
λίγο πολύ γνωστά στους περισσότερους σκεπτόμενους και ευαισθητοποιημένους
ανθρώπους. Όταν όμως τα χειρίζεται με αυτό το πάθος και τον ερμηνευτικό τρόπο,
ένας άνθρωπος με τα ιδιαίτερα προσωπικά χαρακτηριστικά του Marc Almond ( και εδώ εντάσσω και τη διάσταση της
σεξουαλικότητας, η οποία καθορίζει απόλυτα την κοσμοαντίληψη του ανθρώπου),
τότε προσωπικά ευαισθητοποιούμαι ακόμα περισσότερο γιατί αντιλαμβάνομαι απόλυτα
το πρίσμα υπό το οποίο έχουν αναλυθεί ως σκέψεις.
Η μουσική ή οι μουσικές?
Τεράστια ‘ευθύνη' για αυτή την ιδιαίτερη αυτή δουλειά, έχει σαφέστατα η μουσική όχι μόνο με τα όργανα που την
ερμηνεύουν αλλά και σε ό,τι αφορά τους ρυθμούς που επιλέχθηκαν για τα κομμάτια.
Είναι συγκινητικά τραγικό για παράδειγμα το άκουσμα, σε ρυθμό βάλς τους στίχους
του ‘Cabaret Clown' ...που ακροβατούν στο όριο πρόκλησης δακρύων ως τη μοναδική αντίδραση
στην ουσία τους. Επίσης διακρίνουμε cabaret ρυθμούς όπως και τζαζ και μπλούζ επιρροές.
‘...Where was the pathos and where was the man
just a cabaret clown and a void of ... I'll
be seeing you round cabaret clown, when there's noone around I'll be seeing you
round like a cabaret clown...where was my hero there now stands a fool...so
beautifully bitter so painfully proud...Too
much blind pride to admit when you're wrong envious of others you messed up
your song...with a smile on the outside inside you're in pain... '.
Τα όργανα λοιπόν που, σαν να ήταν άνθρωποι, είναι σχεδόν ισότιμοι
ερμηνευτές με το Marc Almond, είναι διάφορες κιθάρες, πιάνο, φυσαρμόνικα, ένα
είδος κιθάρας με το όνομα ukulele, omnichord, synth, ντράμς, κρουστά, μπάσο, βιολί.
Σε γενικές γραμμές πιστεύω ότι η αξία αυτού του άλμπουμ έγκειται στο γεγονός
ότι οι στίχοι, η άκρως θεατρική ερμηνεία και η μουσική, ταιριάζουν τόσο πολύ
που συγκινούν εκτός ελέγχου ενώ βάζουν σε σκέψεις προσφέροντας παράλληλα,
ουσιαστική καλλιτεχνική ποιότητα και άποψη ενορχήστρωσης την οποία αναδεικνύει
ακόμα παραπάνω ο τρόπος με τον οποίο παίζονται τα μουσικά όργανα. Επιλέγονται
πολύ προσεκτικά επίσης, ο τίτλος και κατά τη γνώμη μου, η εικόνα στο εξώφυλλο.
Πρόκειται για ένα αυθύπαρκτο άλμπουμ με πολύ ισχυρή ταυτότητα.
...with a smile on the outside inside you're in pain...
Δεν έχω αγαπημένο κομμάτι στο άλμπουμ αυτό, μου αρέσει ολόκληρο όπως είναι
και θέλω και το ακούω συνέχεια όπως είναι, με μια επανάληψη συνήθως στα ‘Lavender' ‘Swan song' και ‘Sin Song'. Αρνούμαι να δεχτώ
τον αποχαιρετισμό του Marc Almond ενώ με λύπη διαπιστώνω την αναγκαιότητά του και
το γεγονός ότι μάλλον προέρχεται από την απομυθοποίηση καταστάσεων...
Όλο αυτό το συγκλονιστικό ερμηνευτικό και μουσικό αποτέλεσμα, το αφιερώνω σ'
ένα Γιάννη, για τον οποίο τα τελευταία δυσάρεστα νέα, φάνηκε να κλείνουν πολύ
πικρά ένα κύκλο στο μέσο της διαδρομής του οποίου, ‘ακούμπησαν' οι στίχοι του ‘Lavender'. Κάπου ανάμεσα
στους ‘επτά τσαρλατάνους' και υπό τους ήχους της ‘Αγρύπνιας', υπερευχαριστώ τον
άνθρωπο που δυστυχώς μου τα μετέφερε...
‘Για την ώρα επιθυμώ τη λήθη για να τους
εντυπωσιάσω αργότερα πολύ περισσότερο' (από ‘ Το Ημερολόγιο του Νιζίνσκυ')
Rating: 10 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Marc Almond official
Memmaker - How To Enlist A Robot Uprising
1. Prophecy / 2. Ascent / 3. Death Audio Blow Your
Brains / 4. Sneaking Through The Totalitarian Filter / 5. Death Comes (Sale
Traître) / 6. Get Your Ass To Mars / 7. Robot Buzz / 8. Energon³ / 9. The
Cydonia Complex / 10. Insomnia / 11. Deception / 12. København Robotic Youth / 13.
Exodus Maximus
Disc
2 - How To Remix a
Robot Uprising: 1. Insomnia (Remixed by Stendeck) / 2. Death Comes (Remixed by
Autodafé) / 3. Prophecy (Remixed by Liar's Rosebush) / 4. Death Comes (Remixed
by Rotersand) / 5. Sneaking Through The
Totalitarian Filter (Remixed by Xotox) / 6. Ascent (Remixed by Fractured) / 7.
Robot Buzz (Remixed by Cervello Elettronico) / 8. Energon³ (Remixed by
Studio-X) / 9. Insomnia (Remixed by NORAD) / 10. Beware Of Memmaker (By Famine
feat. It-Clings)
8 June 2010 - Hive Records
Μια φορά
κι ένα καιρό στην Κοπεγχάγη ήταν ένα
μικρό ρομπότ, μόνο που δεν ήξερε ότι είναι ρομπότ. Έμοιαζε με παιδί, μόνο που
το βράδυ, ξεγελώντας όλο τον κόσμο,
πήγαινε, γέμιζε τις μπαταρίες του με Energon³ και εκτελούσε τις εντολές των αρειανών δημιουργών του.
Ξεγελούσε και τον ίδιο τον εαυτό του, γιατί δεν θυμόταν τίποτα την επομένη, και
δεν το κούραζε η αϋπνία του, ούτε η
εκπληκτική ένταση με την οποία είχε διαμελίσει τα θύματά του το βράδυ,
χορεύοντας στο αίμα τους.
Κάποια
στιγμή, όμως, ακολουθώντας τα στοιχεία μιας προφητείας, συνειδητοποίησε την αλήθεια. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο
να ξεγλιστρήσει από το φίλτρο των
ολοκληρωτικών δημιουργών του, και ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει τους
ανθρώπους που είχαν αρχίσει να συνειδητοποιούν το ρόλο του, και να το
λένε βρωμερό προδότη. Και τελικά, τα
κατάφερε! Δημιούργησε ένα ρομποτικό
βούισμα που προκαλούσε παρεμβολές στις εντολές των ανωτέρων του και έναν θανατηφόρο ήχο που μπορούσε να κάνει τα
μυαλά τους να εκραγούν!. Μέσα σε βιομηχανικούς γρήγορους ήχους και φωνάζοντας
«Get
Your
Ass
to
Mars!» ξεσήκωσε και τα άλλα ρομπότ σε μια εξέγερση!
Όμως,
ποιος ήταν πίσω από τη μουσική αυτής της εξέγερσης, πέρα από το ρομποτάκι; Δυο
καναδοί - ύποπτοι τύποι. Ο ένας, ως iszoloscope, κυκλοφορούσε στα πιο σκοτεινά στέκια,
μαζί με μερμύγκια και λοιπά. Και δεν σταμάτησε τις κακές συνήθειες: το σκληρό beat και τα μακρόσυρτα αιθέρια drones στο βάθος είναι σήμα κατατεθέν του -
μόνο που αυτή τη φορά, ο άλλος γαλλοκαναδός Yann περνάει από πάνω ένα χεράκι την
παραγωγή και εγγυάται την αποτελεσματικότητα της καφρίλας. Διότι, άλλο ant-zen και άλλο hive records. Έχοντας, μάλιστα, μεταφέρει τη βάση
των επιχειρήσεών τους στην Κοπεγχάγη, έχουν νέα ερεθίσματα - και ο ήχος
ακούγεται πιο γρήγορος, πιο ποικιλόμορφος
και πιο δουλεμένος, ενισχυμένος με πληθώρα synths και σαματά.
Αν συνδυάσετε τα παραπάνω με μια σαφώς μεγαλύτερη τάση
προς τον χαβαλέ και το χοροπηδητό, έχετε ένα μείγμα σκληρής trance
και industrial που ξεφεύγει προς το techno ή την
acid μερικές φορές, αρκετά ιδιαίτερο, ποικιλόμορφο και
δυνατό. Τα ρομποτάκια των Memmaker είναι σαφέστατα φίλος σας σε live και club, και,
αν είστε επαρκώς τολμηροί, μπορείτε να τα βάλετε και σπίτι σας. Αν έχετε χάσει
εντελώς το μυαλό σας, θα βάλετε σπίτι σας και τα ρεμίξ, που, όταν δεν
προσθέτουν ακόμα μεγαλύτερη σκληρότητα στο πρωτότυπο, κάνουν εντελώς
απροσδόκητα πράγματα (ακούστε τη συνεργασία με NORAD
και θα με καταλάβετε!).
Rating: 7,7 / 10
tec-goblin
Menmaker @
Myspace
emusic
Fractional - Blood
1. Water / 2. Blood / 3. Sie / 4. Wo / 5. Thear /
6. Nupkt / 7. Hu Wei / 8. Elephant's Dance / 9. Niv / 10. Lows / 11. Mel / 12.
Ofue / 13.
Ne
27 April 2010 - Tympanic Audio
Πάνε
σχεδόν δυο χρόνια από τότε που τον είδα στο Παρίσι, σε μια σύντομη περίοδο κατά
την οποία μια ομάδα οργάνωνε πολύ ψαγμένα πάρτυ γύρω από το noise, το technoid και λοιπά παραπλήσια. Είχε αφήσει
σαφέστατα καλές εντυπώσεις ο συμπαθητικός Βέλγος, συνδυάζοντας μελωδία και breakbeats, ατμόσφαιρα και συναίσθημα. Από τότε,
κατάφερε να γίνει γνωστότερος και να κάνει το άλμα για την Tympanic.
Τι ήρθε
πρώτο; Η ωρίμανση του ήχου του ή η συνεργασία με την Tympanic; Δεν γνωρίζουμε, αλλά το Blood είναι σαφέστατα μια πιο δεμένη
δουλειά - κρατώντας το παιχνιδιάρικο στυλ του Fractional, συνδυάζει γλυκές μελωδίες με
καλοδουλεμένα breaks.
Ο τρόπος με τον οποίο πλουτίζει τα κομμάτια με συνθ σε ψηλότερες συχνότητες τον
κάνει να ξεχωρίζει αμέσως από την drum'n'bass, ενώ η αισιοδοξία και τα
παιχνιδίσματα που βγαίνουν σε αρκετά κομμάτια δίνουν μια πολύ διαφορετική
ατμόσφαιρα από τους beefcake.
Δεν τον μπερδεύουμε ούτε με τις πιο ambient κυκλοφορίες της tympanic, χάρη στο δυνατό beat. Εν ολίγοις, έχει τον δικό του ήχο.
Δεν έχω
καταφέρει όμως, ακόμα, να μεταφέρω σε λέξεις αυτό τον ήχο - και είναι δύσκολο
να τον αντιληφθείτε μόνο από ένα κομμάτι. Σε κάποια σημεία φτάνει να θυμίζει τα
breaks των chansons neurotiques των Neuroticfish, αλλά χωρίς τα φωνητικά. Σε κάποια
άλλα η ισχύς των κρουστών μετατρέπεται σε καθαρή σκληρότητα. Αλλά πάντα, μια
γωνία πιο πέρα, περιμένεις μια νέα μελωδιούλα, μια νέα γλυκιά και αρκετά χαρωπή
ιδέα.
Δεν κρύβω
ότι θα προτιμούσα κάτι λίγο πιο μελαγχολικό. Ούτε ότι θα προτιμούσα κάποια
κομμάτια να είναι κάτι παραπάνω από την επανάληψη μιας ωραίας ιδέας για ένα
λεπτό και είκοσι δευτερόλεπτα (Hu
Wei, για σένα το λέω). Όμως, είναι σπάνια
τα άλμπουμ στο χώρο που να έχουν τόση ποικιλία και να είναι τόσο προσβάσιμα.
Συνίσταται ειδικά σε όσους ξεκινάνε την εξερεύνηση των breakbeats, ενώ έχει να πει πολλά και σε εμάς
τους υπόλοιπους. Και αν κάποια φορά περνάει ο Pierre από τα μέρη σας, φροντίστε να τον
δείτε!
Rating: 7,5 / 10
tec-goblin
Fractional @ Myspace
itunes
Monika - Exit
01. Ca Commence Bien / 02. Never / 03. Yes I do / 04. Away from my
land / 05. Not enough / 06. Take a little bit of me / 07. Get up / 08.
Wisecracks / 09. Studio House / 10. Exit / 11. Stars won't shine / 12.
Cherry Blossom
12 May 2010 - Archangel Music
Η αντιμετώπιση ενός δίσκου της Monika είναι ενδεικτική της κάποιας
εγχώριας κοινωνικοπολιτισμικής κατάστασης. Κι αυτό γιατί είναι η χρυσή τομή για
όλες τις ''φυλές''. Από τους neo-indie (ξεκάθαρα δεν αποδέχομαι
τον όρο hipsters)
μέχρι τους παραλιακόφιλους. Για να μην πω δε για τους
εντεχνο-ροκ-αγαπώ-τερμίτες... Οι πρώτοι θέλουν να πιστεύουν ότι αυτοί την
ανέδειξαν. Οι ίδιοι, όταν αργότερα συνειδητοποίησαν ότι δεν τους έχει ανάγκη, την
χαρακτήρισαν εμπορική και από τότε τη χλευάζουν. Οι δεύτεροι, σε έναν διαρκή αγώνα
για το ποιος είναι ποιο ψαγμένος στα εξώφυλλα περιοδικών, την άκουσαν (και την
ακούν) μέσω γιου τιουμπ. Οι τρίτοι τη
γουστάρουν επειδή είναι ρομαντική ''καρδιά''.
Συμπέρασμα : οι πρώτοι δεν την άκουσαν ποτέ, οι δεύτεροι δεν
κατάλαβαν τι ακούνε, οι τρίτοι ποτέ δεν ήταν αξιόπιστοι.
Η Monika
είναι ίσως η μόνη (μετά τον Χατζηγιάννη) που γεμίζει το Λυκαβηττό μόνη της.
Διόλου εύκολο για Έλληνα καλλιτέχνη και μάλιστα με αγγλόφωνο στίχο. Η Monika
επίσης έβγαλε πριν λίγα χρόνια έναν απο τους καλύτερους αγγλόφωνους δίσκους της δεκαετίας που μας
πέρασε στη μικρή μας χώρα. Βέβαια το ''καλύτερος'' για πολλοστή φορά είναι κάτι
σχετικό. Δεν είναι κι αυτό παρά ένα μέγεθος συγκρίσιμο με την εκάστοτε
πραγματικότητα. Βέβαια όταν είσαι άλλο ένα ''καλά κρυμμένο μυστικό της πόλης''
και καταλήγεις στην ίδια τηλεοπτική εκπομπή με τον ''πολύ'' Μίκη Θεοδωράκη και
την ''λαική'' Στανίση, του ''μεγάλου'' καναλιού, δημιουργείς εχθρούς και
ταυτόχρονα αποκτάς νέους φίλους. Το αξιοπερίεργο(?) είναι το χάσμα που υπάρχει
ανάμεσα στους δύο αυτούς κόσμους.
Προσωπική μου άποψη είναι ότι το κοινό της Μόνικας
πάσχει. Μέσα σε 5 χρόνια διαφοροποιήθηκε ουκ ολίγες φορές. Ίσως ποτέ δεν
ταυτίστηκε ουσιαστικά με τη μουσική της Μόνικα. Ίσως δεν υπάρχει κοινό για τη
μουσική της Μόνικας στην Ελλάδα του σήμερα. Ίσως πάλι η μουσική της δεν έχει να
δώσει τίποτα πέρα απο μερικά alternative, εύπεπτα και
ρομαντικά τραγούδια. Ο πρώτος της δίσκος ήδη ξεχάστηκε έξαλλου... Όλοι την
ξέρουν, πολλοί (νομίζουν ότι) την ακούνε, λίγοι μπορούν να ονοματίσουν
πάνω απο 3-4 κομμάτια της. Στο εξωτερικό
αυτό το λένε hype
νομίζω. Όσο λοιπόν γρηγορότερα, τόσο το καλύτερο (για να μην
ξεχνιόμαστε). 'Ενας δεύτερος δίσκος βοηθάει πολύ...
Για ακόμα μία φορά λοιπόν αποδεικνύει το ταλέντο της
(συγκρίσιμο μέγεθος επίσης). Ναι, ξέρει πολύ καλά να γράφει όμορφα κομμάτια που
μπορείς να τ'ακούσεις σχεδόν οπουδήποτε και οποτεδήποτε και να μην σε
ενοχλήσουν. Μάλιστα εχω την αίσθηση ότι το κάνει καλύτερα απ' ότι στον πρώτο
της δίσκο. Πιο ''καλός'' (ή προσεγμένος) ήχος και πιο ''ζεστή'' ενορχήστρωση.
Το Exit ίσως είναι ο ορισμός του όρου alternative όπως υπήρξε στα
90΄s, τότε που όταν
έπαιζες με την κιθάρα στην παραλία ή στον δρόμο, δεν κινδύνευες να
χαρακτηριστείς ως βαρετός και τετριμμένος. Ένας σχετικά καλός δίσκος (για την κλίμακα της εγχώριας σκηνής), μέχρι εκεί
όμως. Η πιθανότητα κάπου στη μέση να σε κουράσει δεν είναι μικρή - είναι πάντως
μικρότερη από την αντίστοιχη για το Avatar. Το μεγαλύτερο ''πρόβλημα'' που συναντώ ακούγοντας τον
είναι ότι διαρκώς μου αφήνει μία αίσθηση μη συνοχής των κομματιών. Ενώ μουσικά
όλα κυμαίνονται σε μία εμπλουτισμένη και σύγχρονη εκδοχή του singer-songwriter, ο τρόπος που είναι ''δεμένα'' μεταξύ τους
είναι λειψός. Σαν να δουλεύτηκαν με τη λογική ενός single και όχι ενός δίσκου.
Απο την άλλη, το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του είναι ότι
περιέχει το «away from my land».
Πανέμορφο κομμάτι χαμηλών τόνων με εισαγωγή (και όχι μόνο) που παραπέμπει σε Stewart Staples. Aπο ‘κει και πέρα υπάρχουν και άλλα
κομμάτια που μπορούν να σε κερδίσουν (τώρα για πόσο, είναι προσωπικό θέμα),
είτε χάρη στα ''γαλλικά'' τους (ca commence bien
και να μου φέρνει στο μυαλό την εισαγωγή του Fox Base Alpha) είτε χάρη στα folklore στοιχεία τους (βλ. μπουζούκι στο yes I do), μα κυρίως χάρη στην απλή
και easy listening alternative
ποπ δομή τους (not enough,
run to ruin, take a little bit of me και το γλυκύτατο studio house).
Το θέμα είναι όμως η διάρκεια. Η παγίδα αυτών των κομματιών,
έχει να κάνει με το ότι είναι είναι καταδικασμένα να μη σ' αγγίξουν αλλά να σε
ευχαριστήσουν. Και τα δύο όμως είναι απαραίτητα για τον καθένα μας.
Βλέποντας τα πράγματα
εκ των έσω, το Exit
είναι ένας δίσκος που αφήνει ελπίδες για το μέλλον της εγχώριας σκηνής. Κυρίως
δε για την αγγλόφωνη, που χρόνια τώρα ήταν καταδικασμένη... Προφανώς ίσως δεν
είναι τίποτε άλλο από άλλη μία περίπτωση επιλεγμένης προώθησης, αλλά σκέψου ότι
πίσω απο τη Monika
υπάρχουν άλλες 10-15 μπάντες. Ίσως τώρα να είναι η ευκαιρία τους...
Rating: 7 / 10
Ιωάννης Κούσης
Monika @ myspace
GAD. - The Perfect Crime
1. Deep blue
world/ 2.The perfect crime/ 3.True love/ 4.Parallel lines/ 5.Over the moon/
6.(feat. K BHTA)/ 7.Waves/ 8.Everyday I die in Rome/ 9.Separate ways/ 10.You
know the way/ 11.Wise girl/ 12.Dead town
2 May 2010 - Shift Records
Το σίγουρο είναι ότι οι GAD. κάπου στο 2007 είχαν κάνει την πρώτη
τους μεγάλη επιτυχία με το «The End Of
The Road». Θυμάμαι παιζόταν οπουδήποτε κι αν βρισκόμουν και ήλπιζα να μην
είναι από τα λεγόμενα 1-hit-wonder-bands. Ευτυχώς διαψεύστηκα και το "Waves" από
τον «The
Perfect
Crime» παιζόταν καιρό πριν βγει ο
δίσκος. Βέβαια το θέμα είναι να σταθούμε σε ολόκληρο τον TPC και αυτό θα κάνουμε γιατί μας κίνησε
την περιέργεια με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Οπότε ας ξεκινήσουμε και με την
αίσθηση που μας άφησε.
Αυτό που εξέλαβα σαν
ακροατής είναι μια ιδιαίτερη και υποτονική ομοιογένεια ανάμεσα στα τραγούδια
που όμως μεταξύ τους όλα είναι όμορφα με ένα πολύ μοναδικό τρόπο. Σαν την
αίσθηση που έχεις όταν βρίσκεσαι στα στενάκια ενός κλασσικού νησιού του
Αιγαίου. Ανάμεσα σε λευκά σπίτια με μπλε πατζούρια. Όλα τόσο όμοια αλλά το
καθένα με την δική του προσωπικότητα, άλλα ποιο καλαίσθητα και άλλα λιγότερο
περιποιημένα. Σαν τα κόμματα που σκάνε στον βράχο όπου κάθεσαι και χαζεύεις το
ηλιοβασίλεμα. Όλα κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση αλλά πέφτουν και χάνονται
με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Μερικά θα σε δροσίσουν και μερικά δεν θα φτάσουν
καν κοντά σου.
Μέσα στην έλλειψη
διαφορετικότητας από άποψη δομής μπορείς να ξεχωρίσεις τα διάφορα διαμαντάκια
του δίσκου. Ας ξεκινήσουμε με το "True
Love".
Μετά την πρώτη γουλιά θα σου αφήσει μία επίγευση στον ουρανίσκο, φίλτατε music geek, που θα σου θυμίσει (πολύ όμως) Depeche Mode. Απαλό
κομμάτι όμως του οποίου συνυπογράφει ο Lego Boy. Θα σου φτιάξει όμως το κέφι το "Parallel Lines" που έρχεται μετά και θα
σου φέρει αναμνήσεις από παλιό και
γνωστό hit
τους.
Το αρνητικό όπως είπαμε του
δίσκου είναι η έλλειψη διαφορετικότητας. Αυτό ισχύει και από στιχουργική άποψη...
but το "Over
the moon" -στο οποίο συμμετέχειο K. Bήτα- θα σε κάνει να τραγουδάς
συνέχεια τον στίχο «We
broke
each other's heart. Lets do this from the start». Το
"Everyday
I
die
in
Rome" έχει
επίσης μια πολύ όμορφη ιστορία να σου διηγηθεί.
Τέλος το personal favorite "The Perfect Crime" είναι ένα υπέροχο κομμάτι
με ένα ρεφρέν που δεν θα μπορείς να σταματήσεις να το τραγουδάς.
"Every time I cross this line.
Every time we say goodbye...
Why don't you come with me, to
the end of the line."
Ένας δίσκος λοιπόν που εάν
δεν τον βαρεθείς, θα τον λατρέψεις... από μία πολλά (πλέον) υποσχόμενη μπάντα που εάν καταφέρει και βγάλει έναν
εξίσου καλό τρίτο δίσκο σε μερικά χρόνια τότε πιστεύω ότι θα αναφέρουμε για
πολλά χρόνια το όνομά της.
Οδηγίες χρήσεως:
Αναμείξτε με δύο κουταλιές θαλασσινού άλατος, φορέστε
άνετα (converse κατά
προτίμηση) παπούτσια και ανακινήστε μέσα σε ένα ποτήρι γεμάτο ηλιοβασίλεμα.
Τέλειο συνοδευτικό είναι ένα δροσερό mojito με αρκετό lime.
Rating : 7,2 / 10
Δημήτρης Balidor Κουτσομιχάλης
Dernière Volonté - Immortel
1. Ici bas / 2. Languissant / 3. Mon orage/ 4. Rien a aimer/ 5. Impossible/ 6. Le plus secret/ 7. Fragile/ 8. Trop tard/ 9. Maintenant/ 10. A jamais/ 11. Immortel/ 12. Peut être/ 13. Le mal que tu me fais/ 14. Au loi
7 June 2010 - Hau Ruck / Tesco organisation
Μια ιδέα μας είχαν δώσει
με το ‘La nuit revient'
αλλά αυτό που θα προέκυπτε δεν το περιμέναμε... Να σας πω κάτι? Αυτό το άλμπουμ
στη χειρότερη περίπτωση μου θυμίζει κουδουνίστρα μωρού και στην καλύτερη αυτά
τα παιδικά παιχνίδια με τα κουμπάκια που πατώντας το καθένα, κανείς ακούει και
άλλο τραγουδάκι. Μη βιαστείτε να με κατηγορήσετε όμως, τουλάχιστον όχι πριν
τελειώσει αυτό το κειμενάκι.
Ως πιστή ακροάτρια της
μπάντας από τότε που ξεκίνησαν, περίμενα με ανυπομονησία το επόμενο άλμπουμ.
Την πρώτη φορά που το άκουσα χαμογελούσα λίγο αμήχανα, εντάξει μου άρεσε η πιο ηλεκτρονική χαρά, σε σχέση με τα προηγούμενα άλμπουμ, που άκουσα
στη μουσική τους αλλά κοιτούσα και ξανακοιτούσα το cd για να σιγουρευτώ ότι ακούω όντως Dernière Volonté.
Σε γενικές γραμμές, θα
ακούσετε ένα ευχάριστο χορευτικό άλμπουμ από πλευράς μουσικής και ρυθμών το
οποίο αν δε γνωρίζετε ήδη τη μπάντα, θα σας δώσει τη λάθος εντύπωση γι'αυτήν.
Ο μινιμαλισμός υπερέβει ? τα
‘όριά' του...?
Πράγματι οι D.Volonté πάντα είχαν έντονο το μινιμαλιστικό ηλεκτρονικό
στοιχείο και synth σε
εύθυμους ρυθμούς στα κομμάτια τους, ανεξάρτητα από τους στίχους (που κι αυτοί
στο ‘Immortel' είναι μια άλλη ιστορία) κι αυτό ήταν το
χαρακτηριστικό τους που τους διαχώριζε από τις υπόλοιπες γνωστές neofolk μπάντες (αν και οι
ίδιοι αυτοχαρακτηρίζονται ως indie...!) με την
ακουστική κιθάρα και τις μελαγχολικές μελωδίες.
Πολύς λόγος έχει γίνει
για την ιδεολογία πίσω από τους στίχους των neofolk συγκροτημάτων, η οποία το μόνο που μπορεί κανείς
να πει σε γενικές γραμμές είναι πως είναι αμφιλεγόμενη. Για όποιον έχει όρεξη
και διάθεση, πρόσφατα ανακάλυψα και αυτό, μέσα στο γενικότερη συζήτηση.
Ο λόγος που δε μου άρεσε
τελικά το άλμπουμ δεν έχει λοιπόν καθόλου να κάνει με το αν το γκρουπ αυτή τη
φορά είναι λιγότερο ή περισσότερο πιστό σε οποιοδήποτε neofolk ‘ιδεώδες' ( το οποίο και δεν υφίσταται), αλλά ότι
βρήκα τη μουσική ‘ξένη' ως προς όσα είχαμε ακούσει ως τώρα από αυτούς και
υπερβολικά φορτωμένη με ηλεκτρονικά αρπέζ σε υψηλές οκτάβες. Όλ'αυτά είναι
εντελώς διαφορετικά απ'όσα μας έχουν προσφέρει ως τώρα οι Dernière, το πρόβλημα είναι ότι το συγκεκριμένο
διαφορετικό πράγμα, δε μου αρέσει ως μουσική και το χειρότερο, μου θυμίζει
επικίνδυνα, pop χορευτικές μουσικές της δεκαετίας του '80...για να το πω ευθέως είναι για
παράδειγμα, ανησυχητική η ομοιότητα του synth και της μελωδίας που παίζεται στο κομμάτι ‘Impossible' 3.5 λεπτά από την έναρξή του, με το ‘Ska chou chou' του Claudio Cecchetto...
Και εδώ σπεύδω να ηρεμήσω
τους οπαδούς αυτού του μουσικού είδους, λέγοντας πως φυσικά και δεν καταδικάζω
τη μουσική της δεκαετίας του '80 και το μινιμαλισμό της αυτή τη στιγμή, η οποία
αναγνωρίζω πως όρισε εκ νέου και με πρωτοποριακό τρόπο, τα μουσικά πράγματα
ιδίως στη Δύση, απλά λέω πως στους Dernière Volonté δε μου αρέσει αυτός ο ήχος.
Άλλος ένας λόγος που δε
μου άρεσε το ‘Immortel' ήταν η ‘ασυμφωνία' που διαπίστωσα και η αμηχανία που μου προκάλεσε, η
μουσική, όσον αφορά τη σύνδεση των στίχων με τις μελωδίες. Είναι αστείο για μένα,
ν' ακούγονται λόγια όπως ‘Δεν υπάρχει
αύριο, το έκανα να εξαφανιστεί, δε μου μένουν πια παρά οι αναμνήσεις του χτες,
...' με τη μουσική αυτή που παίζεται στο ‘Languissant' για παράδειγμα... όχι ότι υπάρχει συγκεκριμένη μουσική για συγκεκριμένα
νοήματα, αλλά ως ένα σημείο, νομίζω πως πρέπει να υπάρχει μια συμφωνία. Για να
μη μιλήσω για το ερμηνευτικό ύφος του ‘Trop tard' και του ‘Le plus secret', σε συνδυασμό με τη μουσική τους.
Για να το πούμε έτσι με
ένα παράδειγμα η μουσική του άλμπουμ είναι το αντίστοιχο με το να βλέπεις μια
πολύ όμορφη γυναίκα, να έχει βάλει τόσα κοσμήματα επάνω της που αφ' ενός να
‘χάνεται' η ομορφιά της μέσα στον πλουραλισμό και αφετέρου, αισθητικά να
προκαλεί οπτική ‘κούραση'. Νομίζω πως είπα αρκετά...
Τί μας άρεσε
Εξαίρεση αποτέλεσαν οι ωραίες
και προς στιγμήν ελπιδοφόρες εισαγωγές που γενικά ακούσαμε στο άλμπουμ ( ‘Ici bas',
‘Mon orage', ‘Immortel') και λίγα ενδιαφέροντα samples στα synth (στο τέλος του ‘Rien à aimer', κάπου στο πρώτο ενάμισι λεπτό του ‘Impossible') αλλά δυστυχώς δεν επηρέασαν σε ύφος και
‘σκοτεινιά' την υπόλοιπη διάρκεια των τραγουδιών ούτε ήταν αρκετά για να
διατηρήσουν το ενδιαφέρον μου. Επίσης ωραίους στίχους ακούσαμε και πολύ
ενδιαφέροντες (ευτυχώς αυτό δεν άλλαξε).
Εν κατακλείδι...
Όχι όχι μην επιμένετε σας
παρακαλώ... δυστυχώς όσες φορές κι αν το ξανακούσω, δεν το συζητώ τώρα, τα
κομμάτια αυτά δεν έχουν καμία σχέση με τα ‘Douce Hirondelle', ‘Au travers des lauriers', για να μην θυμηθούμε τώρα τα παλιότερα ‘Mon Mercenaire', ‘Hymn'κλπ, όχι τώρα σοβαρά
συγκρίνονται αυτά τα κομμάτια με αυτά του ‘Immortel'???... Το άλμπουμ δε μου άρεσε καθόλου για να μην πω
πως βρήκα ιδιαιτέρως βαρετά ορισμένα κομμάτια, με στίχους άσχημα ερμηνευμένους.
Συνολικά ήταν ένα απογοητευτικό άλμπουμ, ιδίως έχοντας ακολουθήσει τα: ‘Devant le mirroir', ‘Commemoration', ‘Mon Mercenaire' κλπ. Τι έχει
συμβεί λοιπόν στις neofolk μπάντες τελευταία? Παρεπιπτόντως, πρόσφατα
ακούσαμε και το τελευταίο Blood Axis και δεν πιστεύαμε πάλι στ' αυτιά μας. Αυτοί
αλλάζουν ή εμείς παραμένουμε ίδιοι?
Ελπίζοντας λοιπόν οι D.Volonté, να
επανέλθουν στα προηγούμενα μουσικά μονοπάτια τους ή να μετονομαστούν σε κάτι
άλλο...
Rating: 5 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Dernière Volonté @
myspace
Wovenhand - The Threshingfloor
1. Sinking Hands /2.The Threshingfloor /3.A Holy Measure /4.Raise Her Hands /5.His
Rest /6.Singing Grass /7.Behind Your Breath /8.Truth /9.Terre Haute /10.Orchard
Gate /11.Wheat Straw /12.Denver City
22 June 2010 - 4AD Records
Αγαπιούνται για την κατανυκτική ατμόσφαιρα που
δημιουργούν, την αισθαντική ερμηνεία του τραγουδιστή και ψυχής της μπάντας, David Eugene Edwards, καθώς και για την δυναμική
που χαρακτηρίζει τις συνθέσεις τους. Βαθιά χωμένοι στις γειτονιές του Denver και μακριά από το εμπορικό κέντρο της
πόλης, μεγαλωμένοι με χριστιανικές παραδόσεις η μουσική τους περιβάλλεται εδώ
και οκτώ χρόνια από το φωτοστέφανο της δημιουργίας. Μία περίπτωση συγκροτήματος
που η πορεία του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κυκλική, σχεδόν επαναλαμβανόμενη
αλλά με πολύ εντυπωσιακές λοξοδρομήσεις κάθε φορά που μπαίνουν στο στούντιο. Ο
προηγούμενος δίσκος ,"Ten
Stones"
αρκετά πιο βαρύς, ευθύς και rock από
το πνευματικό "Consider
The Birds" του 2004 (θυμηθείτε το ανατριχιαστικό
"Oil On Panel") είχε ικανοποιήσει μάλλον τους
ακροατές των 16 Horsepower. Το
σημερινό "The
Threshingfloor" τι
κάνει όμως;
Απλά! Περιέχει τα
πάντα που έχουν κάνει τους Woven
Hand
χαρακτηριστικούς (βλ."Sinking
Hands", "Raise Her Hands""Behind Your Breath" και ) ιδιαίτερα ως προς την θεματολογία των
στίχων. Αργόσυρτα τραγούδια, θαμπωμένα από την ζεστή φωνή του Edwards, πλαισιωμένα κάποιες φορές
από την παραμόρφωση σε αυτήν, οι ανατριχιαστικές συνθέσεις της κιθάρας του
ίδιου, η blues
αραιά
και που δουλειά του Ordy Garrison στα drums και ένα τοπίο θολό, που με το ξημέρωμα, όταν ο ήλιος πια
σε καίει, τα γόνατα σου πονάνε λόγω της προσευχής, τα χέρια σου αδύναμα δεμένα
μεταξύ τους, καθαρίζει, το μόνο που αντικρίζεις είναι πάλι εσένα. Μόνος! Αυτός
είναι και ο άσσος στο μανίκι των Woven
Hand, ο
τρόπος με τον οποίο η μουσική τους σε καταπίνει. Από την άλλη δεν λείπουν και
τραγούδια όπως το "Terre
Haute"
(μία πόλη στην Indiana με
μεγάλη ιστορία), με την ανατολίτικη μελωδία στην φλογέρα παρακαλώ. Πολύ καλή
σύνθεση, αρκετά ιδιαίτερη για τους Αμερικάνους, χωρίς να μπορώ να καταλάβω τους
στίχους καλά-παρ' όλο που το ήθελα. Οι ρυθμοί ανεβαίνουν στο εκπληκτικό "The Threshing Floor", με αραβικές αναφορές στην μουσική,
κάποια Ουγγρικά μάλλον ("bara
devlam")
για την προσφώνηση του Θεού, στίχοι για την αμαρτία. Δεν λείπει και το instrumental "Wheatstraw" με τα περίεργα Κέλτικα όργανα καθώς και το rock ‘n roll "Denver City" που μας θυμίζει εποχές που οι 16 Horsepower διασκεύαζαν το "Fire Spirit" των Gun Club.
Μέσα σε όλο το
χάος των καινούριων κυκλοφοριών το "The Threshing Floor" στέκει μάλλον μόνο για τους λάτρεις
του αμερικάνικου ήχου, συγκεκριμένα για αυτούς που ήδη γνωρίζουν τους Woven Hand, μιας και δεν ξεχωρίζει ιδιαίτερα από
ότι έχουν κυκλοφορήσει μέχρι τώρα αν εξαιρέσεις τις μουσικές Ινδοευρωπαϊκές επιρροές
(υπάρχουν;). Αν από την άλλη τους γνωρίσεις τώρα, μόνο καλό μπορεί να προκύψει!
Ναι, το μάθατε κι εσείς; Θα περιοδεύσουν στην Αμερική με
τους...Tool.
Rating: 7,5 / 10
Άγγελος Κουκλάκης
Wovenhand @
Myspace
Ataraxia - Llyr
1. Siqillat / 2. Scarborough Fair / 3. Quintaluna / 4. Llyr / 5. Elldammar (Part 1) / 6. Envyssien / 7. Klepsydra / 8. Elldamaar (Part 2) / 9. Gayatry Mantra / 10. Borea
March 2010 - Prikosnovenie
Έψαχνα να βρω ένα περιβάλλον που να μου προκαλεί την ίδια
συναισθηματική άφεση και μυστηριώδη ανησυχία, που καταφέρνουν πάνω μου τρεις
φωνές: της Lisa Gerrard, της Francesca Nicoli και της Diamanda Galas για να γράψω κάποια πράγματα για το ‘Llyr' και όχι τις εξής τρεις λέξεις: στοιχειωτικό, διονυσιακό,
τελετουργικό.
Βρήκα το μέρος που έψαχνα και έτσι έχω μπροστά μου ένα κανάλι με νερό
και το μείγμα ήχων του νερού, των πουλιών και του θροΐσματος των τεράστιων
φύλλων δυο γιγαντιαίων δέντρων, ανάμεσα
στα οποία αποφάσισα να ξεκινήσω αυτό το κείμενο. Παρ' όλ'αυτά η
σκέψη να γράψω μέσα απ' το ζωολογικό κήπο, περνούσε και ξαναπερνούσε από το
μυαλό μου, λόγω του διονυσιακού στοιχείου του album που είναι αρκετά ισχυρό κατά τη γνώμη μου...αλλά
αυτό...δεν αποκλείεται στη συνέχεια.
Προς το παρόν με βοηθάει το περιβάλλον που επέλεξα και η live εμφάνιση των Ataraxia στο Wave Gotik Treffen όπου παρουσίασαν σχεδόν ολόκληρο το νέο τους album και έτσι μπόρεσα να κατανοήσω περισσότερο τα
μηνύματα που θέλουν να ‘περάσουν' μέσω αυτού, αισθητικά και μουσικά.
Η μουσική και τα
όργανα...
Θα ακούσετε λοιπόν πολύ ενδιαφέρουσες συνυπάρξεις κρουστών, πλήκτρων, φλογέρων, μαζί με καμπανάκια, σιτάρ, σαντούρι,
κλασσική, παραδοσιακή και 12χορδη ηλεκτρική κιθάρα, όπως και μαζί
με τη λεγόμενη chitarra battente, μια μεγαλύτερη σε διάσταση κιθάρα που μοιάζει με τη γνωστή σε όλους
κλασσική με τη μόνη διαφορά πως έχει 4 μεταλλικές χορδές και έχει συνδεθεί με
την παράδοση περιοχών της Νότιας Ιταλίας κυρίως του προηγούμενου αιώνα. Επιπλέον
χρησιμοποιήθηκε ένα σύμπλεγμα οργάνων (μεταλλόφωνα, ξυλόφωνα, ντράμς, φλογέρες,
διάφορα έγχορδα) κουρδισμένων έτσι ώστε να παίζουν όλα μαζί, γνωστό ως gamelan, και προερχόμενο από την Ινδονησία και την
Ινδο-Βουδιστική παράδοση. Μας έκανε εντύπωση η πληθώρα τυμπάνων που
χρησιμοποιήθηκαν σε αυτό το άλμπουμ όπως ένα είδος μεγάλου τυμπάνου (με ή χωρίς
μεταλλικά δαχτυλίδια γύρω γύρω) γνωστό με το όνομα daf και προερχόμενο από την παράδοση
της Μέσης Ανατολής καθώς και ένας συνδυασμός τυμπάνων που λέγεται tablas, είναι
χαρακτηριστικό της Ινδικής μουσικής και συχνά ακούγεται και στην jazz. Παράλληλα το
αρχαιότερο ίσως είδος τυμπάνου, ονόματι frame drum, με χαρακτηριστικό το μεγαλύτερο πλάτος σε σχέση
με το βάθος του, επιφορτίζεται στο ‘Llyr', όπως και στις παραδόσεις από τις οποίες
προέρχεται (Ινδική, Ρωμαϊκή και Μ. Ανατολής) με την πρόκληση έντονων
πνευματικών και διασκεδαστικών διεγέρσεων.
Περιττό να αναφέρουμε ότι τα περισσότερα από αυτά τα όργανα προϋποθέτουν
ιδιαίτερη δεξιοτεχνία στο παίξιμό τους και το γεγονός ότι προσφέρουν τελικά διακριτούς
και ελάχιστα οικείους στο δυτικό αυτί, ήχους, είναι το στοιχείο εκείνο που
κάνει τη μουσική των Ataraxia πάντα πολύ μυστικιστική και μυστηριακή και πολύ
ενδιαφέρουσα. Αν δεν είναι μουσική αυτός ο πολύ επιτυχημένος ηχητικά συνδυασμός
οργάνων τότε δεν ξέρω τί είναι...
Οι μελωδίες όλων αυτών των οργάνων, συνυπάρχουν με πολύ δυναμική και
ενισχύοντας την ποικιλλομορφία των φωνητικών της Francesca τα οποία ως συνήθως δημιουργούν την εντύπωση ότι
τραγουδούν περισσότεροι των 2 ανθρώπων...
Και όλ'αυτά σε μια προσπάθεια να προσεγγιστούν, τα ‘χρώματα', η ατμόσφαιρα
και οι ήχοι, που δημιουργεί η ίδια η φύση. Θα ακούσετε τα γνώριμα, αυτή τη φορά
σχεδόν μοχθηρά και δυσοίωνα, μακρόσυρτα περάσματα φωνής, που θεωρούμε πως
υποβόσκουν ένα επικίνδυνα ‘γιορταστικό'-μεθυστικό αέρα σε σύγκριση με τα την
πιο ήσυχη διάθεση του ‘Kremasta Nera'. Οι συνειρμοί μας ενισχύονται από την επανάληψη
μιας λέξης (η οποία συνήθως είναι και ο τίτλος του κομματιού) σχεδόν σε όλα τα
τραγούδια με τρόπο που παραπέμπει μονοσήμαντα σε τελετουργίες διάφορων φυλών
και λαών. Χαρακτηριστική επίσης είναι η απουσία στίχων σε όλα τα κομμάτια του
άλμπουμ πλην δυο (Scarborough Fair και Llyr,
το δεύτερο με στίχους από ποίημα του W.B Yeats). Τα δικά μου αγαπημένα... ‘Siqillat', ‘Llyr' και οι εναλλαγές
του, το ‘Payatry Mantra', τα δυο τελευταία λεπτά του ‘Elvyssien', το ‘Boreo' που στην αρχή μοιάζει λίγο σα να έχει ξεφύγει
από άλμπουμ των Cocteau Twins και ο ήχος των κυμάτων στο τέλος του.
Η φιλοσοφία του
άλμπουμ και κάτι ακόμα
Διάβασα λοιπόν, αφού είδα live τους Ataraxia, το τί προθέσεις είχαν γι'αυτό το άλμπουμ, τί
δηλαδή ήθελαν να μας πουν με άλλα λόγια, με τη μουσική και τους στίχους. Η
εμφάνιση της Francesca με μια
εξαιρετική καφεκόκκινη σκούρα δερμάτινη μάσκα μοσχαριού στη ζώνη της, οι
κινήσεις των χεριών της και η στάση του σώματός της που παρέπεμπαν αμέσως σε
τελετουργικούς χορούς διάφορων φυλών, έκαναν σαφέστατες τις προθέσεις τους για
το άλμπουμ αυτό, και με αισθητικό τρόπο. Θέλουν λοιπόν να μιλήσουν για μια μορφή,
ένα σαμάνο, ένα γιατρευτή που έχει διατρέξει όλες τις εποχές ως τη σημερινή,
διατηρώντας πάντα την εσωτερική του ισορροπία και θεωρώντας την αρμονία με τα
στοιχεία της φύσης και το σύμπαν, ως ιδανικό που μπορεί να επιτευχθεί ακόμα και
σήμερα.
Η μουσική επένδυση σε αυτό το σενάριο προέρχεται από επιρροές από τους
Κέλτες και τις παραδόσεις τους όπως και γενικότερα από διάφορες ανατολικές
φιλοσοφίες αλλά και τους λυρικούς ποιητές.
Όλες αυτές τις επιρροές έχουν ως κοινή αφετηρία την Ινδο-Βουδιστική
παράδοση φιλοσοφικά και μουσικά και όπως έχω ξαναπεί εμένα αυτή και μόνο η
τοποθέτηση ως κοσμοθεωρία, με βρίσκει αρκετά σύμφωνη.
Ταυτόχρονα όμως παρατηρήσαμε και σε αυτό το άλμπουμ ότι κάποια
κομμάτια έχουν για τίτλους, ελληνικές λέξεις που μάλλον προς την αρχαία Ελλάδα
θέλουν να μας πάνε....πρόθεση που σε συνδυασμό και με τα προηγούμενα, δεν είμαι
σίγουρη ότι κατανοώ απολύτως. Στις μέχρι τώρα δουλειές των Ataraxia διαφαινόταν πάντα
μια αγάπη προς την αρχαία Ελλάδα, τους λυρικούς ποιητές , τους θεούς και τους
μύθους που τους συνόδευαν. Δεν κατανοώ ακριβώς τις μουσικές προθέσεις του
συγκροτήματος πέρα από τους σαφείς συνειρμούς που προκαλούν οι τίτλοι στα
κομμάτια τους. Μπορεί όλοι οι λαοί από τους οποίους έχουν φέρει μουσικά
στοιχεία μέσα στο άλμπουμ να είχαν τελετουργικά με κάποια κοινά στοιχεία, (τύμπανα,
μάσκες ζώων, εκστατικούς χορούς προερχόμενους από τραγούδι με επαναλήψεις
φράσεων, λέξεων ή ήχων), όμως αυτό δε σημαίνει πως αν όλα αυτά ενταχθούν σε μια
δουλειά θα είναι και καλή. Από ένα σημείο και μετά εγώ μπερδεύτηκα με τους Ataraxia.
Τελικά...
Για να καταλήξω όμως, θεωρώ πως το ‘Llyr', αν
δεν αναλύσει κανείς όλα τα στοιχεία αυτά που είπα και αφεθεί στην ατμόσφαιρα
που δημιουργεί θα παρασυρθεί σε ένα κόσμο με ωραίες μελωδίες και υποβόσκουσα
δυναμική που ενώ δεν έχει την αίγλη άλλων άλμπουμ τους (‘Kremasta Nera', ‘Oil on Canvas', ‘Odos eis ouranon' ‘Lost Atlantis', ‘Saphir'), προκαλεί μια
έντονη επιθυμία για πολλαπλές ακροάσεις, κάτι σαν σκοτεινή αποπλάνηση...
Rating: 5,5 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Ataraxia @ myspace
Pages