The Killers - Day & Age
01.Losing
Touch 02.Human 03.Spaceman
04.Joy Ride 05.A Dustland
Fairytale 06.This Is Your Life 07.I Can't Stay 08.Neon Tiger
09.The World We Live In
10.Goodnight, Travel Well, 11.A Crippling Blow (bonus track)
24 November 2008 - Island
Για δείτε τελικά... Τέσσερα χρόνια πέρασαν από την
κυκλοφορία του Hot Fuss που έφερε με εμφατικό τρόπο τους Killers στο
προσκήνιο της μουσικής των 00's και, κόντρα σε πολλές προβλέψεις, τα
παλικαράκια από το Λας Βέγκας
"κελαηδούν" ακόμα. Γιατί να σταματήσουν, εδώ που τα λέμε; Η "απενοχοποιημένη"
ποπ που υπηρετούν θα παραμένει επίκαιρη και θα βρίσκει πάντοτε το καταφύγιο που
της αναλογεί στα ερτζιανά και όλοι θα κοιμούνται χαρούμενοι - γιατί όχι
άλλωστε; Ας γίνουμε όμως πιο σαφείς..!
Το σωτήριον έτος 2004, μέσα στο ξεπέταγμα δεκάδων
νεοσύστατων και άκρως φιλόδοξων συγκροτημάτων, εμφανίστηκαν οι Killers
καταθέτοντας μία αρκετά ξεκάθαρη προσέγγιση σχετικά με το πώς αντιμετωπίζουν τη
μουσική: Το Hot Fuss ήταν ένας μελωδικός δίσκος, με αρκετά ηλεκτρονικά
περάσματα, "catchy" μελωδίες, ανάλαφρους, φωτεινούς στίχους, όσο "ορθόδοξος" εν
γένει αλλά ταυτόχρονα και όσο "ξεχωριστός" έπρεπε ώστε να εγγυηθεί ότι οι
δημιουργοί του θα λάβουν την απαιτούμενη προσοχή. Και φυσικά την έλαβαν:
Βραβεία, αναγνώριση, παγκόσμιες περιοδείες και ένα πρώιμο
χρίσμα ως "νέοι U2" και διάφορα τέτοια χαριτωμένα. Και σε εκείνο ακριβώς το
σημείο ξεκίνησαν για μένα τα όποια προβλήματα έχω με τους Killers...
Ας πάρουμε ως παράδειγμα την πιο πρόσφατη δουλειά τους Day
and Age. Ακόμα και από το πρώτο βιαστικό άκουσμα, θα πρέπει να είσαι αρκετά
μαυρόψυχος για να το μισήσεις: Τα τραγούδια του είναι ωραία ενορχηστρωμένα και
εμφανώς "δουλεμένα" στο στούντιο. Δεν λείπουν οι ιδέες, τα ηλεκτρονικά
στοιχεία, η διακριτική παρουσία των πνευστών, οι ευπρόσδεκτες αυξομειώσεις στην
ένταση, τα γκάζια. Και (μαντέψτε...) τα επίδοξα singles ξεπροβάλλουν από το
πρώτο λεπτό. Η πρώτη τους επιλογή, το Human, με τους παιδικά αφελείς
στίχους του, είναι ηλίου φαεινότερο ότι θα δεσπόσει στα εγχώρια και μη airplays
και μάλλον κανείς δεν έχει λόγο να ενοχληθεί ιδιαίτερα από αυτό. Ακόμα καλύτερο
είναι το Spaceman, ένα πανέμορφο track που θα μπορούσε να αποτελεί
μάθημα για το πώς γράφεται ένα σύγχρονο pop τραγούδι. Και η συνολική προσπάθεια
πλαισιώνεται μια χαρά από αρκετά κομμάτια (Losing Touch, A Crippling Blow,
Neon Tiger, Joy Ride), για τα οποία μπορεί ο χαρακτηρισμός "διαμαντάκια" να
είναι υπερβολικός, δεν ηχούν όμως καθόλου άσχημα σε κανένα αυτί, όντας
ειλικρινέστατα και ξεκάθαρα στις προθέσεις τους.
Τα -όποια- προβλήματα με τον δίσκο αρχίζουν από τα σημεία
στα οποία οι Killers αρχίζουν να παίρνουν τον εαυτό τους λίγο περισσότερο
σοβαρά απ' όσο πρέπει. Ευτυχώς, οι στιγμές αυτές είναι ελάχιστες (με πιο
χαρακτηριστικές ίσως τα Goodnight, Travel Well και A Dustland
Fairytale), αφήνουν έντονο όμως ένα συναίσθημα στα όρια του ανικανοποίητου.
Τι είναι τελικά η μπάντα; Δημιουργοί απλών, εύπεπτων τραγουδιών που θα δώσουν
"ραδιοφωνικό πάτημα" σε κάτι ποιοτικότερο από το 99% όσων κατακλύζουν (με την
κακή έννοια του όρου) σήμερα τα FM ή μήπως "the next big thing" που είναι
έτοιμο να απογειωθεί; Αν ισχύει το πρώτο, με ευχαρίστηση τους δίνουμε το
πράσινο φως, γιατί τα παιδιά ταλέντο στις μελωδίες διαθέτουν αναμφισβήτητο. Και
ας αναλάβουν το ρόλο της "ποιοτικής" αντιπολίτευσης σε κάθε είδος Hoobastank
του παρόντος και του μέλλοντος - άκρως ευπρόσδεκτοι. Αν όμως θέλουν να
θεωρηθούν πραγματικά μεγάλο συγκρότημα, θα πρέπει να αλλάξουν πολλά πράγματα
στην προσέγγισή που επιχειρούν στα σύγχρονα μουσικά δρώμενα. Θα πρέπει να δείξουν
την απαραίτητη τόλμη και ευρηματικότητα ώστε να "ανέβουν κατηγορία" και να
ξεχωρίσουν από τον ανταγωνισμό που ίσως να μην είναι ιδιαίτερα σκληρός, αν μη
τι άλλο, όμως, είναι πολυπληθής. Ο σκόπελος του "δύσκολου τρίτου άλμπουμ" (τι
αφόρητο κλισέ, αλήθεια...) πέρασε και ακόμα κανείς δεν τους έχει πάρει με τις
πέτρες. Είναι μάλλον η καλύτερη στιγμή για το μεγάλο άλμα, αλλιώς θα ξεχαστούν
γρήγορα, όπως αρκετοί συνάδελφοί τους. Χαλεποί γαρ οι καιροί...
Όπως είναι γνωστό στην ποδοσφαιρική πιάτσα, μόνο με άμυνα
δύσκολα παίρνεις πρωτάθλημα. Για να σκοράρουν σε αυτό που λέμε "καλλιτεχνική
δημιουργία" οι Killers πρέπει επιτέλους να ρισκάρουν να φάνε λιγάκι τα μούτρα
τους. Αν δεν το επιχειρήσουν, θα εξακολουθήσουν να έχουν αρκετές συμπάθειες
(γιατί και οι τρεις δίσκοι τους είναι αρκούντως καλοί), ελάχιστους όμως να τους
λατρεύουν. Σκεφτείτε μόνο το εξής: Οι περισσότεροι γνωρίζουμε τα ονοματεπώνυμα
και των τεσσάρων U2. Πόσοι (με το χέρι στην καρδιά) ξέρετε το επώνυμο του
ψηλόλιγνου frontman των Killers; Μήπως δεν είναι τυχαίο;
Rating: 7,2 / 10
Κωνσταντίνος Γούλας
The Killers - Human video
Klangstabil - Math & Emotion
1. math & emotion - the square root of one/ 2. perdere per vincere (the Italian opening) / 3. love has too much
audience / 4. fighting colours / 5. gridami / 6. hanham vs. steinitz / 7. lauf,
lauf! / 8. good night kingdom! / 9. beziehungsohr / 10. twisted words
16 October 2008 - Ant-Zen
Ο κόσμος το έχει
βούκινο, κι εμείς κρυφό καμάρι. Έχει περάσει ήδη τουλάχιστον 1 μήνα στα
ελληνικά εναλλακτικά charts, και τώρα κάνουμε
εμείς κριτική. Mea culpa, αλλά και δικό σας λάθος αν περιμένετε αυτή την
κριτική για να ακούσετε το τελευταίο πόνημα του ιταλο-γερμανικού ντουέτου που
ακούει στο όνομα Klangstabil.
Έχουν βαλθεί να μας
τρελάνουν. Πόσα συγκροτήματα με κάποια χρόνια παρουσίας δεν έχουν φτιάξει δύο
(2) άλμπουμ στο ίδιο είδος; Πόσα από αυτά καταφέρνουν να γίνονται πιο προσβάσιμα
αλλά ταυτόχρονα και καλύτερα με κάθε καινούρια κυκλοφορία (στο βαθμό που
μπορούμε να συγκρίνουμε άλμπουμ που κινούνται σε διαφορετικούς χώρους);
Ελάχιστα. Και ανάμεσα σε αυτά οι Klangstabil, που εμφυσούν
φρέσκο αέρα σε όποιο είδος ηλεκτρονικής μουσικής πιάνουν, αλλά είναι τόσο
ιδιαίτεροι που κανείς δεν τολμά καν να τους μιμηθεί. Και πώς να το κάνει
άλλωστε; Ακόμα και σε αυτή την «electropop» κυκλοφορία τους,
οι Klangstabil μεταμορφώνονται συνεχώς, από το 80s italo του gridami ως το EBM / industrial του twisted words, με τα άμεσα φωνητικά στο στυλ του
προηγούμενου άλμπουμ. Σε κάθε κομμάτι όμως, η σφραγίδα «klangstabil» είναι εμφανής, στο συναίσθημα, το μήνυμα,
τον τριπαριστό ρυθμό, τους ήπιους θορύβους και τη μελαγχολία τους. H θεματολογία, υπέρ των συναισθημάτων, και
του να ανοιχτούμε στο συνάνθρωπο, δίνεται με εξαιρετικούς στίχους, σε 3
γλώσσες. Είναι αυτό που δένει ακόμα περισσότερο τα κομμάτια μεταξύ τους, και τα
παρουσιάζει σαν φυσική συνέχεια του taking nothing seriously, αντικαθιστώντας
όμως στη θέση του κεντρικού συμβόλου το τίποτα
με το σκάκι.
Τα κομμάτια είναι
διαφορετικά, και όμως κυλούν από το ένα στο άλλο ομαλά (μου θυμίζει το matter + form σε αυτό το θέμα).
Το σκληρό και το γλυκό παντρεύονται, όχι με τις έντονες και ρηχές αντιθέσεις ενός
nu metal ή emo συγκροτήματος, αλλά σε ένα ειλικρινές δέσιμο, συνεχές:
χαρακτηριστικό παράδειγμα τα γλυκά synths και έγχορδα του love has too much audience, με τους στίχους - κραυγή απόγνωσης από
πάνω.
Φυσικά,
το πόνημα είναι δύσκολο. Οι Klangstabil
δεν είναι μάγοι: είναι σχεδόν αδύνατο να δημιουργείς καινούρια στυλ και
αναμείξεις που να κερδίζουν με τη μία το αυτί. Αναγκαστικά υπάρχουν σημεία
ακατέργαστα, που χρειάζονται πολλά συγκροτήματα να περάσουν από πάνω τους για
να τα τελειοποιήσουν. Αν και υπάρχουν κομμάτια που ξεχωρίζουν αμέσως,
χρειάζονται πολλές ακροάσεις για να εκτιμηθεί κάθε κομμάτι στο βαθμό που του
αξίζει. Αλλά τελικά, η ιδιοφυΐα και η ομορφιά κάθε τραγουδιού αναδεικνύεται στο
προσεκτικό αυτί: σαν μια παρτίδα σκάκι, όπου κάποιες κινήσεις τραβούν
περισσότερο την προσοχή, αλλά όλες οι κινήσεις είναι απαραίτητες για την τελική
νίκη, και όλες έχουν τη δικιά τους ομορφιά. Από την χορευτική δύναμη του lauf,
lauf! ως
την βουβή ιστορία του beziehungsohr.
Klanstabil Myspace
Rating: 9 /
10
Tec-goblin
Nikonn - Utopia
1.Free 2. A Lovely Place To Be 3.Repair
4.Glow 5.Safe & Dry 6.Sparks
7.Frame 8.Interlude I 9.Lullaby
10.Into The Deep Blue Sea
11.Don't Awake Me 12.Broken
Flowers 13.Mean Less 14.Hypnotized
15.Interlude II 16.3:00 A.M. 17.Dreams 18.Flow
15 September 2008 - Undo Records
Καθώς οι γιορτές
πλησιάζουν και όλοι μπαίνουν σε ένα κλίμα ανασκοπήσεων, περισυλλογής και
εξομολογήσεων, θα εξομολογηθώ κι εγώ κάτι: Ποτέ δεν έκανα ιδιαίτερο κέφι τους ΜΙΚΡΟ.
Περισσότερο από "ανάλαφρους" ή "pop" ή "παιχνιδιάρηδες", τους θεωρούσα σαχλούς.
Και η πλάκα είναι πως αναγνωρίζω ότι αυτή η αντιμετώπιση είναι κομμάτι άδικη
για μία μπάντα που και συνεπή παρουσία είχε και σήκωνε μεγάλο μέρος του
"βάρους" της διατήρησης της ελληνικής ηλεκτρονικής σκηνής στο προσκήνιο. Όχι
ότι δεν είχαν κυκλοφορήσει κάποια ωραία κομμάτια, αλλά η όλη παρουσία τους
έδειχνε ότι έπαιρναν την προσφορά τους λίγο πιο σοβαρά από όσο έπρεπε. Την είπα
την αμαρτία μου, ξελάφρωσα και τώρα μπορούμε να περάσουμε στο προκέιμενο.
Στις μετά ΜΙΚΡΟ
αναζητήσεις και επιλογές του, ο Nikonn εμφανίζει έναν εξ ολοκλήρου διαφορετικό
χαρακτήρα. Σόλο καλλιτέχνης και από τα αφεντικά της UNDO, εταιρείας που μας έχει
συνηθίσει σε κυκλοφορίες τουλάχιστον αξιοπρεπέστατες (για να μην αναπαράγουμε
το κλισέ: "φανταστικές για ελληνικές παραγωγές"...), δείχνει ότι υπάρχουν
περιπτώσεις που η "ωρίμανση" ενός δημιουργού είναι κάτι χειροπιαστό και όχι
απλά ένας λογοτεχνικός όρος. Η κυκλοφορία του Poladroid το 2006
αποκάλυψε έναν συνθέτη με ευαισθησίες, με πληθώρα ιδεών και την ανάγκη να
εκφραστεί με ένα δικό του τρόπο γραφής, αρκετά κατασταλαγμένο και αρκετά
διαφορετικό από όσα μας είχε συνηθίσει με την πρώτη μπάντα του. Το
σημαντικότερο όμως είναι ότι αποκάλυψε έναν άνθρωπο εργατικό, που έχει
"μελετήσει" εκτενώς το μουσικό ιδίωμα που υπηρετεί και έχει περάσει άπειρες
ώρες προσπαθώντας να μετουσιώσει τις ιδέες του σε πράξη. Γι' αυτό δεν ήταν και
τυχαία η αποδοχή που γνώρισε το άλμπουμ από κοινό και κριτικούς.
Το Utopia
συνεχίζει από το σημείο που σταμάτησε το Poladroid χωρίς να περιέχει
καμία, θορυβώδη τουλάχιστον, στιλιστική διαφοροποίηση. Οι ταχύτητες είναι
χαμηλές και οι μελωδίες εσωστρεφείς και
ήπιες, φανερώνοντας όμως ένα αξιοσημείωτο βάθος παραγωγής και επεξεργασίας.
Αυτό είναι ίσως και το μεγαλύτερο κέρδος από τους "χαμηλούς τόνους" που κρατάει
στα κομμάτια του ο Νίκος: Ο δίσκος αντέχει σε αλλεπάλληλες ακροάσεις γιατί κάθε
φορά αποκαλύπτει μία διακριτική και κρυμμένη
πτυχή του που δίνει συνεχώς επιπλέον πόντους στο σύνολο. Ένα σύνολο που
σε αρκετές στιγμές φέρνει στο νου τις Marsheaux (σε κάτι ίσως λιγότερο
φωτεινό και περισσότερο ενδοσκοπικό), κυρίως γιατί βασίζεται εκφραστικά σε
αιθέρια, πανέμορφα γυναικεία φωνητικά. Μία προσέγγιση, οφείλουμε να πούμε,
αρκετά ασφαλής και δοκιμασμένη που οδηγεί στα άρτια δομημένα A Lovely Place
to Be, Glow, Sparks, Don't Awake Me, Broken Flowers, τα οποία φαίνονται από
την πρώτη ακρόαση τόσο οικεία ώστε να νομίζεις ότι βρίσκονται καιρό στη
δισκοθήκη σου. Αν βέβαια (τυχαία το αναφέρω...) ακούσεις το άλμπουμ
επιστρέφοντας από το live π.χ (τυχαία πάντα...) των Monster Magnet, αισθάνεσαι
την παρόρμηση να περάσεις τις δύο επόμενες μέρες βλέποντας ποδόσφαιρο και
ταινίες καράτε. Έχει και η ευαισθησία στην ψυχή τα όριά της...
Τελικά όμως δεν είναι
η ευαισθησία το κυρίαρχο στοιχείο του Utopia. Υπάρχουν συνθέσεις και
ιδέες που σε κανένα σημείο δε θυμίζουν τις μέρες του Tronic Plasma (και
εδώ σταματάω οριστικά τις όποιες "κακίες" για τους ΜΙΚΡΟ), Τα Free,
Repair, 3.00am, Into the Deep Blue Sea είναι παραδείγματα κομματιών που
αποδεικνύουν ότι το ταλέντο του Nikonn μπορεί να δώσει μεγαλοπρεπείς στιγμές
και συνθέσεις που ξεφεύγουν από τη λογική του "soundtrack" και μπορούν να
σταθούν αυτούσια, ακριβώς γιατί διαθέτουν έμπνευση και χαρακτήρα. Σύμφωνοι, το
σύνολο απέχει του να χαρακτηριστεί πρωτοπόρο, ριζοσπαστικό ή ό,τι άλλο θέλετε.
Αυτό είναι όμως κάτι που το Utopia επιδίωκε από την πρώτη στιγμή: Να
πατήσει στην ικανότητα του συνθέτη να χειρίζεται την ηλεκτρονική μελωδία, να
αρνηθεί κάθε κίνηση εντυπωσιασμού και εν τέλει να κερδίσει τις εντυπώσεις με τη
συνολική αισθητική του, από τη συσκευασία μέχρι και το τελευταίο από τα 57
λεπτά του. Η "καλλιτεχνική πρωτοπορία" μπορεί κάλλιστα να περιμένει, χωρίς να
γκρινιάξει κανείς, γιατί το άλμπουμ από επαγγελματισμό και ειλικρίνεια
πραγματικά ξεχειλίζει. Και δείχνει ότι ο πήχης των απαιτήσεων από τα εγχώρια
ηλεκτρονικά σχήματα έχει ανέβει αισθητά, γεγονός που μόνο ικανοποίηση μπορεί να
προκαλεί.
Το αν έχει μέλλον ένας ηλεκτρονικός τρόπος γραφής
τόσο ήπιος και εσωστρεφής, με την απουσία ενός πιο χορευτικού "κράχτη" είναι
μεγάλη συζήτηση, εν μέρει άτοπη γιατί μπαίνει επικίνδυνα στα "χωράφια" του
γούστου και των προτιμήσεων του καθενός. Αυτό ίσως που έχει τη μεγαλύτερη
σημασία για τον κάθε δημιουργό είναι η συνέπεια και το μεράκι με το οποίο
υπηρετεί το είδος του. Και με τη δεύτερη σόλο δουλειά του, ο Νίκος Μπιτζένης
αποδεικνύει ακόμα και στον πιο δύσπιστο ότι διαθέτει περίσσια και από τα δύo.
Nikonn Myspace
Rating: 7,5 / 10
Κωνσταντίνος Γούλας
The (International) Noise Conspiracy - The Cross Of My Calling
01. Intro / 02. Assassination of Myself / 03. Dustbins of History / 04. Arm
Yourself / 05. Hiroshima Mon Amor / 06. Boredom of Safety / 07. Child of
God / 08. Interlude / 09. I Am the Dynamite / 10. Washington Bullets / 11.
Satan Made the Deal / 12. Storm the Gates of Beverly Hills / 13. Black
September / 14. Cross of My Calling
14 November 2008 - Burning Heart
Πριν από λίγες μέρες, 1η Δεκεμβρίου συγκεκριμένα, βρισκόμενος
στο Βερολίνο έτυχε να παρακολουθήσω μία συναυλία των Σουηδών The (International) Noise Conspiracy στο SO36 -κάποιο club της πόλης-. Ως
περίεργος άνθρωπος κι εγώ αγόρασα τον καινούριο τους δίσκο "The Cross of my Calling" από τον χώρο της
συναυλίας, τραγούδια του οποίου άκουσα live εκείνο το βράδυ δηλώνοντας εντυπωσιασμένος. Μιας και το ταξίδι στο
εκπληκτικό Βερολίνο δεν είχε ως αφορμή την συναυλία, τον δίσκο κατάφερα να τον
ακούσω αρκετές μέρες μετά στην Αθήνα, έχοντας διαμορφωμένη μία αρκετά θετική
γνώμη λόγω του γεμάτου ενέργεια και διάθεση show της μπάντας επί σκηνής (και όχι μόνο).
Βασικά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή γράφοντας ο,τι γνωρίζω για
τους (I)NC μιας και είναι μαζί
με τους The Hives και Mando Diao μάλλον οι πιο γνωστές ποπ-ροκ, punk rock, όπως θέλετε πείτε τους, μπάντες από την Σουηδία.
Ξεκίνησαν το 1998, έχουν κυκλοφορήσει πέντε άλμπουμ μέχρι σήμερα, από τα οποία
τα δύο τελευταία "Armed Love" του 2004 και "The Cross of my Calling" του σήμερα σε παραγωγή Rick Rubin. Κύρια
χαρακτηριστικά της μπάντας είναι η πολιτικοποιημένη θέση την οποία εκφράζουν, η
punk αισθητική των τραγουδιών τους και η ποπ πλέον
φιγούρα του τραγουδιστή τους, Dennis Lyxzén.
Γράφω "πλέον" διότι ο Dennis Lyxzen υπήρξε ο τραγουδιστής των πιτσιρικάδων μεν,
διαλυμένων δε, hardcore kids Refused με τους οποίους είχε κυκλοφορήσει τρεις
δίσκους. Μουσικά, πάντα έμοιαζαν αυτοσχεδιαστικοί, ακουγόντουσαν δυναμικοί, κάποτε
(στον πρώτο δίσκο "The first Conspiracy" του 1999) punk στο ύφος των Anti-Flag (?) [ωραία μπάντα, αυτή μου ήρθε στο κεφάλι] πλέον,
και ειδικά μετά το 2004, λίγο πιο εμπορικοί και εύπεπτοι.
Συγκεκριμένα μιλώντας, το "The Cross of my Calling" τελικά (προς
απογοήτευση μου) είναι ένας μετριότατος δίσκος. Οι T(I)NC κρατώντας την
συνήθεια των σόλο και του αυτοσχεδιασμού, πετώντας και το τελευταίο punk riff της κιθάρας (τα
παραλέω) και αντικαθιστώντας το με πιο χορευτικά ρυθμικά και χαρούμενα
παιξίματα, μπορεί να καταφέρνουν να σε ξεσηκώσουν για να χορέψεις, αλλά σίγουρα
όχι να τα "σπάσεις" όπως έκανε μέχρι και το εμπορικό hit-άκι "the way I feel about you" του 2004! Αρκετά κοντά στο ύφος των Hives, σίγουρα είναι δυναμικοί, τα πλήκτρα αφήνουν ένα jazz χάιδεμα που γράφει πολύ θετικά στο τελικό αποτέλεσμα,
καθώς και το πολύ «τα δίνω όλα» drumming του Ludwig
Dahlberg. Από τον δίσκο ξεχωρίζουν τα δύο punk-rock τραγούδια "Washington bullets" και "Black September". Ο
δίσκος θα τελειώσει με το ομώνυμο τραγούδι, ένα από τα σπάνια μεγάλης διάρκειας
ηχογραφήματα των T(I)NC!
Υ.Γ.: Να σημειώσω πως δικαίως παραπλανήθηκα από το live της μπάντας καθως ήταν σε έναν πολύ όμορφο
χώρο με άψογο ήχο, το συγκροτημα στην σκηνή να δίνει το 100% της ενέργειάς του
και έναν Dennis Lyxzen να κάνει τα ακροβατικά-χορευτικα που κάνει
και στα video-clip.
Rating: 5 / 10
Άγγελος Κουκλάκης
official site
myspace
The International Noise Conspiracy - the cross of my calling live
Fotonovela - Mistakes Are Good
1. stand up / 2. strange (featuring Marsheaux)
/ 3. wrong is right / 4. lower / 5. fade away / 6. gorgeous / 7. in-between us
(feat. Elektra) / 8. stupid doll / 9. story of my love / 10. hammer (feat.
Elektra) / 11. breath / 12. unfair
26 September 2008 / Undo Records
Εδώ ο κόσμος
καίγεται, οι ποπάδες αρμενίζουν. Και χωρίς να ντρέπονται για τα λάθη τους. Και
ναι, ενώ εσείς εκεί πέρα αναπνέετε δακρυγόνα, εγώ, υπό τις πρώτες νιφάδες
παριζιάνικου χιονιού, θα εντρυφήσω στο ντεμπούτο των Fotonovela. Ποιες φωτογραφίες μπορούμε να βρούμε σε αυτό το κολάζ; Μα
του Νίκου Μπιτζένη των Μίκρο (κομμένη προσεκτικά από την ομαδική τους φωτογραφία),
και του Γιώργου Γερανιού, συνιδρυτή της Undo και του (αγαπημένου σε πολλούς εδώ πέρα) Hysterika, fan club των Depeche Mode.
Και ποια είναι η
φύση των 12 λαθών που απολαμβάνουν οι εν λόγω κύριοι σε αυτή την κυκλοφορία τους;
Ξενοιασιά; Ανεμελιά; Απαγορευμένες δόσεις κεφιού; Μια ελαφρότητα χωρίς
ενδοιασμούς; Ε ναι! Αν δεν σας ενδιαφέρουν οι πειραματισμοί και οι βαθυστόχαστοι
στίχοι, και θέλετε να χορέψετε με γλυκούτσικα κομματάκια που δεν φοβούνται να
βαρέσουν πού και πού το μπητάκι δυνατά, αυτό το άλμπουμ είναι για εσάς! Υπάρχει κάποια
ιστορία σε αυτή τη φωτονουβέλα; Όχι. Διακρίνω μεγαλύτερη συνάφεια με το ομώνυμο
cult κομμάτι του Ivan, παρά με μια νουβέλα. Όχι ότι έχουν αναφορές σε italo: μιλάμε για house, electronica, funk, electropop και αυτή την ελαφρότητα που χαρακτηρίζει το
μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής electro σκηνής,
συνδυασμένη με το κέφι των Μίκρο. Κάθε κομμάτι σε αυτό το κολάζ θυμίζει κάτι που
έχουμε ξανακούσει (μερικές φορές κραυγαλέα, όπως στο wrong is right με ένα sample που το ακούμε συχνά τελευταία και πρέπει να
απαγορευτεί λόγω υπερβολικής χρήσης), αλλά με κάποιο μαγικό τρόπο καταφέρνουν
να ακούγονται δεμένα και να κυλάνε χωρίς να κουράσουν. Τουλάχιστον στην πρώτη
ακρόαση.
Στη δεύτερη όμως; Εξαρτάται
από τα αγαπημένα σας είδη. Δεν μιλάμε για κάτι ριζοσπαστικό, αλλά για κάτι
ευχάριστο. Εγώ έμεινα να κουνιέμαι στο ρυθμό ενός κομματιού: το story of my love, όπου το EBM μπάσο και ρυθμός συνδυάζονται με μια ήπια μελαγχολία,
απούσα από το υπόλοιπο άλμπουμ, και έναν όμορφο συνδυασμό αντρικών και
γυναικείων φωνητικών (από ποια άραγε; Ξέρουμε για την 20χρονη Ηλέκτρα και τις
γνωστές μας Marsheaux, αλλά θα ήταν χρήσιμο αν ανέφερε κάτι το booklet μέσα σε αυτή την όμορφη
θηκούλα).
Δεν μπορώ όμως να
πω ότι ξεχώρισα κάποιο άλλο κομμάτι που να έρχεται κοντά στα δικά μου γούστα,
παρά τις 7 ακροάσεις. Παρ' όλ' αυτά, δεν πρέπει να απογοητεύεστε: οι φανς της
ηλεκτροπόπ, με μια υγιή εκτίμηση για τη γενικότερη dance σκηνή, θα βρουν εδώ 50 λεπτά χαράς, με μια παραγωγή από τους μάστερ του
είδους: κάθε εφέ στη σωστή ένταση, κάθε
μπάσο καλοδουλεμένο! Και όπως πολύ σωστά και διακριτικά γράφουν στο τριγωνικά
διπλωμένο ενθετάκι: this album is mastered for better quality, not for louder signal. For louder signal
just turn up the volume...Enjoy!
Fotonovela Myspace
Rating: 7,3 /
10
Tec-goblin
Tindersticks - The Hungry Saw
1.Introduction /
2.Yesterdays Tomorrows
/ 3.The Flicker Of A Little Girl / 4.Come Feel The Sun / 5.E-Type / 6.The Other Side Of The
World / 7.The Organist Entertains / 8.The Hungry Saw / 9.Mother Dear / 10.Boobar Come Back To Me / 11.All The Love / 12.The Turns We Took
28 April 2008 - Beggars Banquet
Το νέο της
δισκογραφικής δραστηριοποίησης των Tindersticks με το The Hungry Saw γεννά από
μόνο του ένα ευχάριστο και συνάμα γλυκόπικρο συναίσθημα, σα να συναντάς τυχαία στον
δρόμο ένα παλιό προδομένο έρωτα. Είναι η ίδια μελαγχολική ανατριχίλα που θα
νιώσουν όσοι τους ερωτεύτηκαν με την πρώτη ακρόαση απ΄τις εκπομπές του Μηλάτου και
βρήκαν τα σώματά τους να περιπλανιόνται στα νοικιασμένα δωμάτια του αριστουργηματικού
Curtains. Τοποθετημένοι
σε περίοπτη θέση στο βιβλίο Συγκροτήματα-Που-Για-Ένα-Παράξενο-Λόγο-Κάνουν-Επιτυχία-Μόνο-Στην-Ελλάδα
μαζί με τους Puressence και τους Madrugada, οι Tindersticks ποτέ δεν σταμάτησαν
να αποτελούν για το ελληνικό κοινό ένα παλιό εφηβικό έρωτα γεμάτο πάθος και
προδοσία, κάνοντας οτιδήποτε περνά απ’ το χέρι τους για να απαρνηθούν την εγχώρια
δημοφιλία τους.
Πιθανότατα
η τύχη της μπάντας από το Nottingham να ήταν διαφορετική αν το Hungry Saw ερχόταν
στην επιφάνεια δέκα χρόνια πριν, διαδεχόμενο το Simple Pleasures και πιθανότατα
να μην κυκλοφορούσαν ποτέ τα καταστρεπτικά Can Our Love και Waiting For The Moon. Μπορεί το
υλικό του νέου άλμπουμ να απέτρεπε τους Tindersticks από αδιάφορους κινηματογραφικούς πειραματισμούς και αυτιστικές αναζητήσεις,
και να εμπόδιζε το μυαλό του Stuart Staples να περιπλανιέται σε εμμονοληπτικούς
εσωστρεφείς κύκλους, προσπαθώντας να αποκηρύξει με αυτοκαταστροφικό πάθος το
είδωλο που βλέπαμε στα μάτια του. Αντί για
όλα αυτά όμως, την θριαμβευτική κυκλοφορία του Curtains ακολούθησε η καθοδική πορεία
της μπάντας που ξεκίνησε απ’ το 1998 για να καταλήξει με τον καιρό σε μια
ανησυχητική δισκογραφική σιωπή και μια παρατεταμένη απενεργοποίηση.
Η αποχή των
Tindersticks διεκόπη απότομα τον Σεπτέμβριο του 2006, όταν όλα τα μέλη τους
ανέβηκαν στην σκηνή του λονδρέζικου Barbican Centre για μια και μοναδική φορά.Δύο ώρες αργότερα,
ο Alasdair Macauley (drums), ο Mark Colwill (bass) και ο σπουδαίος Dickon Hinchliffe
(violin) εγκατέλειπαν οριστικά την μπάντα, βάζοντας τέλος σε μια μακρόχρονη
κοινή καλλιτεχνική πορεία. Η απουσία
τους αποτελεί μοιραία ορόσημο στην πορεία της μπάντας, που στράφηκε στην
ηχογράφηση νέου υλικού σε μια προσπάθεια να επιστρέψει στους ήχους τους παρελθόντος,
επανακαθορίζοντας τους μουσικούς της στόχους.
Η πρόθεσή τους
είναι κάτι παραπάνω από εμφανής εδώ, στο υλικό του The Hungry Saw και αποτελεί
μια μικρή ανταμοιβή σε όσους παρέμειναν πιστοί στις ικανότητες των Tindersticks
περιμένοντας να ξαναγευτούν τους σκοτεινούς ήχους των δύο πρώτων άλμπουμ.Διαμάντια, όπως
το Yesterday’s Tomorrow, το spector-ικό Boobar Come To Me και το λυρικό The Flicker
of a Little Girl είναι συνθέσεις που δύσκολα θα αφήσουν ασυγκίνητο κάποιον, σαν
μικρά καλέσματα επανασύνδεσης στους παλιούς εραστές της μπάντας.Παράλληλα,
μια σειρά από ορχηστρικούς μονολόγους και αργόσυρτες αισθαντικές μπαλάντες,
πλημμυρισμένες με έγχορδα και πνευστά, γεμίζουν τα σωθικά του The Hungry Saw και
κτίζουν το κατάλληλο περιβάλλον για την Φωνή.
H Φωνή, που
παραμένει αναλλοίωτη και ερωτεύσιμη χρόνια
μετά, που έζησε την άνοδο και την πτώση, δοκιμάζοντας την απογοήτευση των solo
δίσκων και το ακρωτηριασμό της μπάντας, για να ξαναβγεί τώρα από το λαρύγγι του
Staples καθαγιασμένη και έτοιμη να ξεκινήσει πάλι από το μηδέν.
Οι καιροί όμως
έχουν αλλάξει, οι ακροατές έχουν μεγαλώσει, και οι παλιοί συνοδοιπόροι έχουν
εγκαταλείψει. Δυστυχώς τίποτα δεν μπορεί να θυμίσει τον πρώτο έρωτα.
Rating: 7,5 / 10
Βασίλης Παπαευσταθίου
Τindersticks - the flicker of a little girl live
The Verve - Forth
01.Sit and Wonder 02.Love Is
Noise 03.Rather Be 04.Judas
05.Numbness 06.i See Houses 07.Noise Epic
08.Valium Skies 09.Columbo 10.Appalachian Springs
25 August 2008 - EMI
Ας αρχίσω με μία εξομολόγηση: Δεν υπήρξα ποτέ ο μεγαλύτερος fan των Verve που πάτησε το πόδι του στη γη.
Και για να μην παρεξηγούμαι, δεν έχει τίποτα να
κάνει αυτό με την αξία των δισκογραφικών κυκλοφοριών τους. Κακά τα
ψέματα, το Urban Hymns του 1997 ήταν ένας από κάθε άποψη αψεγάδιαστος
δίσκος που αποτέλεσε ορόσημο για τη μουσική στα Νησιά την περασμένη δεκαετία
και παραμένει συναρπαστικός ακόμα και σήμερα. Από την άλλη, βέβαια, το σωτήριον
έτος 1997, ένα αμόκ έμπνευσης και δημιουργικότητας είχε καταβάλλει πάρα πολλές,
μεγάλες και μικρές μπάντες, που μας
φιλοδώρησαν με μερικές από της καλύτερες κυκλοφορίες τους. Και που συνέχισαν να
μας απασχολούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό και την επόμενη δεκαετία. Εκτός από μία
φωτεινή εξαίρεση. Μαντέψτε...
Ναι λοιπόν, επανήλθαν οι Verve μετά από απουσία 11 ολόκληρων
χρόνων, με την τέταρτη δισκογραφική δουλειά τους που φέρει τον ανέμπνευστο
τίτλο Forth (και, παρεμπιπτόντως, ένα εκπληκτικής αισθητικής εξώφυλλο).
Και πριν από την ίδια την ακρόαση, έρχονται τα πρώτα ερωτήματα... Γιατί τώρα
αυτή η κυκλοφορία. Ή, μάλλον, για να ακριβολογούμε: Προς τι η κυκλοφορία;
Σίγουρα όχι για να τους βάλει στο πάνθεον της ιστορίας. Οι τρεις προηγούμενοι
δίσκοι τους φτάνουν και περισσεύουν. Ούτε για να μας πείσουν για την
εργατικότητά τους. Αποκλείεται οι ίδιοι να μην έχουν καταλάβει ότι η φωτογραφία
τους κοσμεί όλα τα αγγλικά λεξικά στο λήμμα “underachiever” - τουλάχιστον όσο
μιλάμε για όγκο δουλειάς. Μάλλον ούτε για να ανανεώσουν τη σύγχρονη μουσική
σκηνή – ακόμα και ο ίδιος ο Χριστός, που λέει ο λόγος, δεν περίμενε να
αναστηθεί για να κάνει τον Μεσσία. Τότε; Μόνο τα λεφτά, αγαπητέ Richard;
Ε, λοιπόν, όχι μόνο. Όχι ότι θα ήταν κακό, φυσικά, αλλά
υπάρχει ένα βαθύτερο κίνητρο: Η πεποίθηση που έχουν προσωπικότητες σαν του Ashcroft ότι το “εκ γενετής” ταλέντο τους
ξεχωρίζει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και ότι είναι προορισμένοι να ασκούν
“πρωταθλητισμό” με τη μουσική τους. Και αν, κατά πολλούς, για τον συμπαθή
τραγουδιστή η συνταγή αυτή είχε “στραβώσει”
στα σόλο άλμπουμ του, στο Forth το φενγκ-σούι αποκαθίσταται. Ο Mc
Cabe επιστρέφει ακμαίος και ορεξάτος στις κιθάρες (κανείς δε θυμάται πλέον
γιατί είχε αποχωρήσει τότε και όσοι θυμούνται, δεν τους ενδιαφέρει πλέον) και η
ομάδα ετοιμάζεται για το τέταρτο ταξίδι της στην εικοσαετή περίπου πορεία της.
Είπαμε, για εργατικότητα και υπέρμετρο ζήλο δε θα τους κατηγορήσει κανείς...
Και το ταξίδι αυτό μας οδηγεί -ω του θαύματος- εκεί που όλα
είχαν σταματήσει. Στο εξωτικό 1997. Το Space Rock στοιχείο τους είναι
αναλλοίωτο, οι κιθάρες τους ξυπνούν αναμνήσεις, η φωνή του Ashcroft δε δείχνει
καθόλου γερασμένη και παραμένει οικεία σαν του Νίκου Χατζηνικολάου στις
ειδήσεις. Τα παραπάνω όμως δεν αποτελούν έκπληξη. Το παράδοξο είναι ότι κόντρα
στις προβλέψεις όσων έσπευσαν να καταδικάσουν το εγχείρημά τους (εμού
συμπεριλαμβανομένου...), οι Verve επανήλθαν με έναν δίσκο που είναι καλός.
Χωρίς πολλά λόγια και κοσμητικά επίθετα, ελάχιστοι θα περίμεναν ένα τόσο μεστό
άλμπουμ από τους Verve εν έτει 2008. Και ας λείπουν οι συγκρίσεις με τις
παρελθούσες δουλειές τους. Ή μάλλον ας μη λείπουν, θα το πούμε όσο πιο ξεκάθαρα
γίνεται: Με εξαίρεση ένα-δύο κομμάτια, το Forth δεν έχει τίποτα να
ζηλέψει από τις προηγούμενες κυκλοφορίες τους. Και, ναι, μπορεί άνετα να σταθεί
δίπλα τους, όσο εκνευριστικό κι αν είναι αυτό. Ας βρίζουν πολλοί (εμού
συμπεριλαμβανομένου πάλι...) την καταφανέστατα “εμπορική” επιλογή του Love
Is Noise για single. Δυστυχώς, είναι μια χαρά κομμάτι και σίγουρα οι
περισσότερες από τις “φρέσκες” μπάντες θα επιθυμούσαν διακαώς να το είχαν
γράψει οι ίδιες. Και ας έχει το Noise Epic μία ύποπτη ομοιότητα με...
dEUS! Στο Forth υπάρχουν τραγούδια ωραιότατα που δε γίνεται να αφήσουν κανέναν
ασυγκίνητο. Από το μελωδικότατο εναρκτήριο Sit and Wonder στο Rather Be (τη δεύτερη επιλογή
single από το άλμπουμ), από το πανέμορφο I See Houses στο Appalachian
Springs
ή το “κλασσικού” ύφους Valium Skies, υπάρχουν
στιγμές που αποδεικνύουν ότι η τέχνη όχι μόνο δεν ξεχνιέται, αλλά κάποιοι έχουν
πολύ δρόμο να διανύσουν μέχρι να κοιτάξουν τον φίλτατο Richard στα μάτια.
Αν φέρνουν κάτι στο μυαλό οι Verve με την τέταρτη κυκλοφορία τους, δεν είναι τίποτα
άλλο από τον Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς του Ολυμπιακού. Ναι, δεν παίζει τη μπάλα που
έπαιζε δέκα χρόνια πριν. Και μερικές στιγμές δείχνει να μην τον απασχολεί
ιδιαιτέρως αυτό και να κρατάει τις μηχανές του σβηστές. Αν όμως μπει στον
αγωνιστικό χώρο, μπορεί να κάνει πολλούς εικοσάρηδες να ντρέπονται και να μην
ξέρουν από πού τους ήρθε. Είναι μεγάλη και ίσως αδιέξοδη η κουβέντα για το αν
το Forth 11 χρόνια μετά τιμάει ή όχι την ιστορία τους και
αν οι Verve είναι το ίδιο μεγαλειώδεις με το παρελθόν τους. Ο
δίσκος σήμερα στέκεται μια χαρά απέναντι στους επίδοξους ανταγωνιστές του και
χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Όπως ακριβώς παίρνει και ο Τζόλε τα πρωταθλήματα,
δηλαδή..!
Rating: 7,7 / 10
Κωνσταντίνος Γούλας
The Verve - Rather Be video
DIGITONAL - Save Your Light For Darker Days
1. Ana Kata / 2. Silver Poetry / 3. Wide – Eyed, Wrapped In Love / 4. 93 Years On / 5. Nothing Left To Say / 6. Emberkreiss / 7. A Lighter Touch / 8. Gone / 9. After The First Death / 10. The Beating Of Her Hear
JUST MUSIC / 08 Sep 2008
Ο Gary Lineker,
σπουδαίος striker τόσο της Tottenham
όσο και της Εθνικής Αγγλίας, είχε δηλώσει μετά το τέλος του ημιτελικού κόντρα
στην - ενωμένη - Γερμανία - στο παγκόσμιο κύπελλο που διεξαγόταν στην Ιταλία - το
εξής : «το ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα
στο οποίο παίζουν έντεκα εναντίον έντεκα και στο τέλος κερδίζουν οι Γερμανοί».
Με την κυκλοφορία λοιπόν του Save Your Light For Darker Days των Άγγλων Digitonal, μπορώ πλέον να
υποστηρίξω, ότι η idm είναι ένα είδος μουσικής που
προσπαθεί πολύς κόσμος να συνθέσει, στο τέλος όμως οι Άγγλοι σε πείθουν ότι
είναι απλά ένα σκαλί παραπάνω. Και πώς να μην σε πείσουν με τέτοια ποιότητα που
διακρίνει τόσο τις εταιρείες, όσο και τους καλλιτέχνες που υπάρχουν σε αυτή την
χώρα. Μην σας πηγαίνει ο νους στους Autechre και τον Aphex
Twin… άντε και στους Plaid - τους Boards Of Canada
δεν τους κατηγοριοποιώ, διότι είναι από μόνοι τους μία κατηγορία… αφήστε που
είναι και από το Εδιμβούργο… Όταν λοιπόν υπάρχουν εταιρείες στο νησί, όπως οι Skam,
η Toytronic, η Expanding, η Neo
Ouija… και καλλιτέχνες σαν τους Maps
+ Diagrams, τους Multiplex,
τον Jega, τον Quinoline Yellow
(εντάξει αυτός είναι Ουαλός), τον Μetamatics και πάει λέγοντας, είναι
πολύ δύσκολο για τον υπόλοιπο κόσμο να αμφισβητήσει τα σκήπτρα που κατέχει το
νησί. Όσο και αν λέγεσαι μία Schematic ή μία Merck
ή είσαι οι Phoenecia ή έστω οι Funckarma.
Όσο και να προσπαθούν τοπικές σκηνές σαν την ισπανική με την spa.RK
να ηγείται εκεί ή ακόμη και αν η Ελβετία κατάφερε να ξεχωρίσει με την Spezialmaterial
και στις κάτω χώρες οι U-Cover
και η Sending Orbs, έχουν προσφέρει τα
μέγιστα.
Θα ακουστεί οξύμωρο, αλλά πολλά βρετανικά groups
και ειδικότερα οι Digitonal, με έχουν βγάλει από
τα ρούχα μου. Συμπληρώνοντας έντεκα χρόνια ζωής, το λονδρέζικο ντουέτο με
σύνολο δύο άλμπουμς, δύο mcd’s
και ένα single, όχι απλά κράτησε ένα low
profile, αλλά κατάφερε a
priori να έχει μία εκλεπτυσμένη ποιότητα στις συνθέσεις του,
όπου ένας μέσος ακροατής αδυνατεί να κατανοήσει την αμεσότητα αλλά και την
ευκολία των Digitonal να καταφέρνουν να ξεπερνούν συνεχώς τον ίδιο
τους τον εαυτό. Όσο μπορεί να εξηγηθεί αυτό το αστείρευτο ταλέντο των δύο
μουσικών - αν μπορεί - θα προσπαθήσω, έστω και αδόκιμα, να δώσω μία όσο το
δυνατόν πειστικότερη ερμηνεία.
Ο Andy
Dobson συνάντησε τον γεννημένο στην Σαουδική Αραβία Samy Bishai το 1997 και σχημάτισαν τους Digitonal.
Ο μεν πρώτος προοριζόταν να γίνει κλασσικός μουσικός σπουδάζοντας κλαρινέτο,
αλλά στην πορεία έμπλεξε με τις μουσικές του Richard
D. James και με τους ήχους
του Music Has The
Right To Children.
O δε δεύτερος με σπουδές στο κλασσικό βιολί, τα παράτησε
για να ασχοληθεί με την jazz και με την ethnic
μουσική. Η ειμαρμένη όμως αποφάνθηκε οι δρόμοι τους να συναντηθούν και η
ιστορία να γράψει την χρονιά του 2002 το ντεμπούτο τους από την Toytronic
με τίτλο 23 Things Fall Apart.
23… χεχ, τέλος πάντων... Η αντίστιξη των ήχων του βιολιού, του κλαρινέτου - σε
κάποιες περιπτώσεις και της άρπας - με το laptop
φέρνουν ένα συγκλονιστικό αποτέλεσμα. Το Drencrom από εκείνη την δουλεία είχε
προκαλέσει μία μικρή επανάσταση στους κύκλους της electronica
εκείνη την εποχή. Οι εκπλήξεις συνεχίστηκαν με το EP
The Centre Cannot
Hold, στο οποίο τα φωνητικά της Kristy
Hawkshaw (ξέρετε… Swayzak…State
Of Grace…) καθώς και το
τσέλο του Callum Cook έκαναν αρκετούς να
αναρωτηθούν εάν πρόκειται για την δημιουργία ενός νέου είδους μουσικής, που
συνδυάζει στοιχεία της κλασσικής μουσικής με αυτά να συναντούν την σύγχρονη
έκφραση της ηλεκτρονικής μουσικής. Οι ίδιοι πάλι αναρωτήθηκαν εάν αυτό που
παρουσίαζαν οι Digitonal, ήταν κάτι εφήμερο
χωρίς σαφή προορισμό. Έχουμε γίνει άλλωστε μάρτυρες αρκετές φορές - και θα
γίνουμε πάλι στο μέλλον - για διάφορες μόδες που πλασάρονται στο αφελή και αθώο
μουσικό κοινό που διψάει για ρηξικέλευθες ιδέες. Είναι hype
σου λέει ο άλλος… Αυτή λοιπόν η αμφιθυμία έπαψε να υπάρχει και την θέση της
πήρε η ανυπομονησία για το τι πρόκειται να ακολουθήσει από τους Digitonal,
αλλά και από το αγαστό μουσικό αποτέλεσμα που προσφέρουν οι ήχοι που πηγάζουν
τόσο από φυσικά όργανα, όσο και από μηχανήματα.
Και σήμερα ακόμη, αδυνατώ να πιστέψω ότι
μπορεί σε λίγα χρόνια να επιστρέψουν και να κυκλοφορήσουν κάτι καλύτερο από το Save
Your Light For
Darker Days…. αν και βαθιά μέσα
μου πιστεύω ότι θα διαψευστώ. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ακούγοντας το άλμπουμ,
δεν θα διαψευστείτε εσείς στο παραμικρό από τις απαιτήσεις που σας έχουν λογικά
δημιουργηθεί διαβάζοντας αυτή την κριτική. Κομμάτια όπως τα Nothing Left To
Say, Gone και ειδικά το κορυφαίο After The First Death, δεν γράφονται κάθε
μέρα. Οι ίδιοι οι Digitonal χαρακτηρίζουν την
μουσική τους ως “cinematic electronica”.
Καθόλου αδόκιμος όρος εάν αναλογιστεί κανείς την αρτιότητα του ήχου, με τους
τίτλους των κομματιών να σε μεταφέρουν σε μία διάσταση όπου ο Stanley
Kumbrick του 2001 : A
Space Odyssey, συναντάει τον Ridley
Scott του Blade Runner.
Τελικά ο Gary Lineker είχε δίκιο… «… και στο τέλος
κερδίζουν οι Γερμανοί…».
Νίκος Τσίνος
http://www.digitonal.com
http://www.myspace.com/digitonal
Digitonal : 93 Years On video
comments & discussion
Helios - Caesura
1. Hope Valley Hill / 2. Come With Nothings / 3. Glimpse / 4. Fourteen Drawings / 5. Backlight / 6. The Red Truth / 7. A Mountain OF Ice / 8. Mima / 9. Shoulder To Dand / 10. Hollie
Type Records / 11 Nov 2008
Όταν το 2004 είχε κυκλοφορήσει η Merck το Unomia, μου είχαν γεννηθεί
ασυναίσθητα κάποιες απαιτήσεις από τον Keith
Kenniff, παρόλο που το συγκεκριμένο άλμπουμ ήταν το ξεκίνημα του στην
δισκογραφία. Η Merck έκλεισε και ο Keith
βρίσκει την μουσική του στέγη στην Βρετανική Type, τόσο για τους Helios, όσο και για το βασικό του side
project, τους Goldmund. H καθημερινότητα του,
μπορώ να φανταστώ, αρχίζει και τελειώνει με μία κιθάρα στα χέρια του ή μπροστά
από το πιάνο του, όπου οι εικόνες του συνθέτη μετουσιώνονται σε εύηχους ήχους
κάνοντας προ πάντων τον ίδιο τον συνθέτη, να συνεχίζει να «αναπνέει». Ο Keith
Kenniff έχει δημιουργήσει τον δικό του μουσικό κόσμο ή για να είμαι πιο
ακριβής…. «τον δικό του κόσμο». Σε αυτόν τον υπερκαταναλωτισμό στην μουσική
βιομηχανία, οι Helios είναι ένα από τα πιο
απτά παραδείγματα για ποιο λόγω κάποιος θα καθίσει να συνθέσει μουσική. Η
απάντηση είναι τόσο απλή, αλλά δυστυχώς ο πολύς ο κόσμος την έχει ξεχάσει και
το χειρότερο είναι ότι την έχουν ξεχάσει και οι ίδιοι οι δημιουργοί. Πολύ απλά
ο Keith γράφει μουσική για τον ίδιο του τον εαυτό και κατά δεύτερο για τα
πρόσωπα που αγαπά. Το Caesura
που είναι το τέταρτο άλμπουμ των Helios είναι αφιερωμένο
στην σύντροφό του, με την οποία διατηρεί και τους Mint Julep.
Για το τι θα συναντήσει κανείς στο Caesura…
χμμ… έχετε περπατήσει τελευταία στην εξοχή - ειδικά τις πρώτες πρωινές ώρες -
νοιώθοντας το γρασίδι στα πόδια σας, καθώς η πρωινή αχλή δημιουργεί μεταφορικά
και κυριολεκτικά ένα δροσερό τοπίο, στο οποίο εσύ ο ίδιος, από μία απλή
φιγούρα, έχεις μετατραπεί σε αυτόν που δημιουργεί στον καμβά; Έχετε βρεθεί με φίλους σε μια απομονωμένη
παραλία, οπου δεν χρειάζεται να σας κολακεύουν, αλλά αρκεί ένα βλέμμα τους να
σας κάνει να νοιώσετε την θωπεία που θα γαληνέψει τον εσωτερικό σας κόσμο;
Έχετε μια εικόνα τώρα για τις εικόνες που γεννά τον εν λόγω άλμπουμ.
Όσον αφορά τις καθαρά μουσικές οδηγίες - που
περιττεύουν για μένα - για το Caesura, αυτό που κυριαρχεί
είναι ο ήχος της ακουστικής κιθάρας, ο οποίος συνοδεύεται από το πιάνο και τα
ντραμς. Ακούγοντας την τελευταία δουλειά των Helios,
θα βρείτε αρκετά στοιχεία από τον Ulrich Schnauss,
αλλά δεν θα βρείτε κάπου την έκσταση που επαγωγικά παράγει ο Γερμανός συνθέτης.
Σε καμιά περίπτωση ο Keith Kenniff δεν έχει συνθέσει ένα επίπεδο άλμπουμ, απλά
οι αναζητήσεις του είναι διαφορετικές από αυτές του Schnauss.
Επίσης θα βρείτε τους Boards Of
Canada του Dayvan Cowboy,
δηλαδή την συνύπαρξη ακουστικών οργάνων με μια ambient
αισθητική… Αναφέρθηκα στην ambient… Ναι ναι, έχετε
δίκιο… δεν λείπει ούτε και από εδώ ο κύριος Εno.
Όπως δεν λείπουν ούτε και οι Mogwai, ούτε και οι Eluvium,
ούτε και οι Sigur Rós, ούτε
και οι Explosions In
The Sky…
Και φτάνουμε ξανά στο Unomia,
ακούγοντας τις πρώτες νότες του Velius. Παραφράζοντας το Being John Malcovic σε Being
Keith Kenniff ίσως μέσα από την μουσική των διάφορων projects
του, καταφέρουμε και αποκρυπτογραφήσουμε όχι τον χαρακτήρα του, αλλά το
μονοπάτι που θέλει να χαράξει στην μουσική. Εάν είστε ερωτευμένοι… ερωτευμένοι
με την ίδια την ζωή και δεν διακρίνεστε από την φιλαυτία που χαρακτηρίζει
κάποιους ανθρώπους και απεκδύεστε ότι περιττό σας βαραίνει, μπορεί και εσείς να
περπατήσετε στο μονοπάτι που έχει χαράξει ο Keith Kenniff. Και πιστέψτε με…. θα
έχετε πολλά να κερδίσετε….
Νίκος Τσίνος
http://www.soundalong.com/helios
http://www.myspace.com/thesadepicurean
"Helios - Fourteen Drawings" download
comments & discussion
Flakes - Lick Your Fingers, If You Like It
1.Wish / 2.Swinton / 3.Clerkenwell Screws / 4.The secret Life of
Errol Brown / 5.Prince / 6.Flat C / 7.Trashroot / 8.K.2.X / 9.North / 10. 45' / 11.Yem?
20 October 2008 - Inner Ear
Στη ροκ
μουσική ο πρώτος δίσκος είχε πάντα ξεχωριστή σημασία, έτσι δεν είναι; Τρεις,
τέσσερις νέοι μαζεύονται, αρχίζουν να παίζουν μουσική και στα όνειρά τους
βρίσκεται πάντα αυτή η στιγμή – ορόσημο, η δισκογραφική γνωριμία τους με τον
έξω κόσμο. Κάθε συγκρότημα, ή κάθε καλλιτέχνης μεμονωμένα έχει να διηγηθεί μια
τόσο ίδια και τόσο διαφορετική ιστορία για το ξεκίνημα. Αυτή η πρώτη
κυκλοφορία συνδέεται συνήθως με κάποια
παρόμοια χαρακτηριστικά: αυθορμητισμός, ένταση, λίγη ή πολλή προχειρότητα, λάθη
και η απαραίτητη…τρέλα. Άλλοτε σημαίνει πολλά για όλη τη διαδρομή, άλλοτε λίγα.
Όπως και να ‘χει όμως, όποια περίπτωση κι αν σκεφτώ, ο πρώτος δίσκος
διακατέχεται από μια μοναδική γοητεία που από μόνη της είναι λόγος για να τον
αγαπήσεις, τουλάχιστον να τον ξεχωρίσεις.
Βέβαια, τα
πράγματα δείχνουν να έχουν διαφοροποιηθεί από τα μέσα της προηγούμενης
δεκαετίας και μετά. Η μουσική καταναλώνεται με ρυθμό μεγαλύτερο από την
έμπνευση για μουσική δημιουργία, τα περιθώρια για λάθη στενεύουν, η προσφορά
είναι ασφυκτικά μεγάλη… Συγκροτήματα όπως οι Bloc Party, οι Kaiser Chiefs, οι Killers, οι Arcade Fire κυκλοφόρησαν τον πρώτο τους δίσκο με
τους συντελεστές τους να δείχνουν ότι έχουν πέσει αγωνιωδώς όλοι με τα μούτρα,
εργαζόμενοι για το καλύτερο και -σε μεγάλο βαθμό- εμπορικότερο αποτέλεσμα. Το
οποίο τελικώς ήταν επιτυχημένο, με καλογυαλισμένες παραγωγές, προσεκτική και
καταιγιστική προβολή, και κομμάτια που κατάφεραν να ακούγονται σαν να μη θέλουν
να προσβάλλουν κανέναν.
Όλα αυτά
είναι λίγο πολύ γνωστά και σίγουρα κούρασαν, αλλά πραγματικά ευχαριστιέμαι να
τα σκέφτομαι όταν φέρνω στο μυαλό μου τον πρώτο δίσκο των Ελλήνων Flakes. Τα παιδιά συνεχίζουν την παράδοση
που έχει φτιάξει η Πάτρα, να σχηματίζονται εκεί δηλαδή πολύ αξιόλογα
συγκροτήματα όπως ο Raining Pleasure, οι Serpentine, οι Abbie Gale και οι B-Sides. Και κυκλοφόρησαν πριν λίγο καιρό
ένα πραγματικό ροκ ντεμπούτο. Το Lick your fingers if you like it, έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά
που θα σε κάνουν να το ακούσεις, να το ευχαριστηθείς, να το καταλάβεις και να
το κρίνεις με το χέρι στην καρδιά, με την ίδια ειλικρίνεια που εκπέμπει η
μουσική του.
Οι Flakes με τη μορφή που μας παρουσιάζονται
στο κίτρινο δισκάκι τους, δημιουργήθηκαν στην Πάτρα περίπου 2 χρόνια πριν, όταν
η τραγουδίστρια Yodashe γνωρίστηκε με τα υπόλοιπα μέλη. Μετά από συναυλίες στην
Αθήνα, στη Σερβία και το Λονδίνο, κυκλοφόρησαν το δίσκο τους στην ανεξάρτητη Inner Ear. Η αγάπη τους για τη μουσική των Bloc Party, Placebo, Hot Hot Heat, Buzzcocks είναι παραπάνω από εμφανής. Κιθάρες,
βιαστικά νευρώδη ριφάκια και πολλή pop ενέργεια, που μαζί με τις ιδιαίτερες αρετές της μπάντας, το
κάνουν να ακούγεται πολύ πιο ενδιαφέρον απ’όσο φαίνεται. Και πρώτα πρώτα,
χτυπάει η φωνή της Yodashe. Αιχμηρή και πολύ δεμένη με τις indie – punk μελωδίες των κομματιών. Ειδικά όταν
αποφασίζει να παίξει λίγο με αυτή, όπως στο The secret life of Errol Brown, κλέβει την παράσταση. Η ίδια
δηλώνει fan της
Bjork, συχνά
λοξοκοιτάζει την PJ Harvey, και σίγουρα έχει χαρακτήρα που δυναμιτίζει ιδανικά το
ηλεκτρισμένο σκηνικό του δίσκου.
Στο Wish που ανοίγει το άλμπουμ, οι Flakes πατάνε το κουμπί και από εκεί και
πέρα φαίνεται να μεταφέρονται πάνω στη σκηνή όπου παίζουν δυνατά και ακούραστα
μπροστά στο κοινό. Τα κομμάτια τρέχουν, και ήδη μέχρι το πιο αργόσυρτο Flat C, έχει χωρέσει κάτι απ’τη ρετρό αίσθηση των Franz Ferdinand και τη χορευτική εκρηκτικότητα των
Bloc Party. Κολλάω στο αυθεντικά εφηβικό K2X και στο «βρώμικο» πιο ηλεκτρονικό κλείσιμο του Yem?. Δεν είναι ότι μπερδεύουν τις
εντυπώσεις, ας πούμε ότι αφήνουν ανοιχτή την πόρτα για μια πιο απρόβλεπτη
συνέχεια.
Το Lick your fingers if you like δεν κρύβει άλλωστε πολλές εκπλήξεις,
δεν εντυπωσιάζει με την ευρύτητα των επιρροών και των αλλαγών στον ήχο. Αλλά οι
Flakes,
φρόντισαν να στήσουν μια καλύτερη και ειλικρινέστερη γνωριμία, απ’ότι θα ήταν
μια μουσικά πολυδιάστατη και προσιτή δημιουργία: μας συστήθηκαν ως νέοι που
κάνουν αυτό ακριβώς που αγαπάνε. Αυτό είναι αρκετό στο να κερδίσουν συμπάθεια
από πολλούς και σίγουρα την προσοχή όλων. Έχουν να αντιμετωπίσουν πολλά και
δείχνουν να ξέρουν τον τρόπο, ο οποίος έχει ξεχαστεί από άλλους μουσικούς.
Γι’αυτό και τόσο ειλικρινά σου ‘ρχεται να περιμένεις περισσότερα και καλύτερα.
Cross your fingers if you liked it!
Rating : 7,6 / 10
Βαγγέλης Γιαννακόπουλος
Flakes Myspace
Inner-ear shop
Pages