Οι Bête Noire μπήκαν ανυποψίαστα, όχι όμως και αθόρυβα, στη μουσική μου πραγματικότητα ένα βροχερό βράδυ στο Ντάλστον του Λονδίνου τον Απρίλιο του 2015. Συμπτωματικά, ο δρόμος με είχε τότε φέρει στο μικρό συναυλιακό χώρο του Shacklewell Arms. Θυμάμαι ότι των Bête Noire είχαν προηγηθεί δύο συγκροτήματα τα οποία ναι μεν μου είχαν αφήσει πολύ καλή εντύπωση, αλλά σήμερα πλέον δεν θυμάμαι καν τα όνοματα τους – ενδεικτικό του τι είχε ακολουθήσει: Υπό έναν καταιγισμό κιθάρων, ο David Hargreaves ανέβηκε στην σκηνή φορώντας ένα διάφανο μαύρο φόρεμα και λικνίζοντας το αδύνατο κορμί του σαν ιερέας ή ιέρεια αν προτιμάτε, σε κάποια παγανιστική τελετή. Τα όποια –λίγα είναι η αλήθεια - γελάκια και ειρωνικά σχολιάκια κόπηκαν γρήγορα όταν ο David άρπαξε το μικρόφωνο και βούτηξε στο κοινό για το “Shut your mouth”. M’ έναν ήχο που θυμίζει πρώιμους Interpol και έναν χαρισματικό performer που θυμίζε ένα ιδιόμορφο κράμα μεταξύ Lias Saudi (Fat White Family) και Lux Interior (The Cramps), οι Bête Noire μ’ είχαν συνεπάρει. ‘Ενα χρόνο αργότερα το συγκρότημα, έχοντας πλέον αποσπάσει διθυραμβικά σχόλια από το ΝΜΕ και το Clash, βρίσκεται καθ’ οδον προς Αθήνα. Δεν θα μπορούσα, λοιπόν, παρά να αδράξω την ευκαιρία για μια συνέντευξη ενόψει της συναυλίας τους στο Six Dogs (27 Απριλιου).
Πως επιλέξατε το Bête Noire ως όνομα;
David Hargreaves (φωνή): Αρχικά το είδα σε μια αφίσα από μια περιοδεία του Bryan Ferry και σκέφτηκα ότι ακούγεται ωραίο. Μετά ανακάλυψα και τι σημαίνει και μου άρεσε ακόμα περισσότερο. Είναι κάποιος που σε προκαλεί. Είναι, όμως, και ένα κατάστημα με κοσμήματα και σκέφτηκα “γαμώ, είναι και λίγο δήθεν”. Είναι και λίγο goth.
Για ποιο λόγο παίζετε μουσική σ’ ένα συγκρότημα λοιπόν;
David: Γιατί είμαι επιδειξίας (γέλια).
Danny Defalco (κιθάρα): Πάντα αγαπούσα τη μουσική, αν και δεν θεωρώ τον εαυτό μου μουσικό. Πάντα, όμως, μου άρεσε να γράφω τραγούδια και πάντα ήθελα να είμαι με μια μπάντα.
David: Από μικρός έπαιζα σε διάφορα συγκροτήματα και παντα έβρισκα ότι το να παίζω και να γράφω μουσική έχει κατά κάποιο τρόπο θεραπευτικές ιδιότητες.
Andrew (μπάσο): Είναι πάντα καλό να έχεις μια δημιουργική διέξοδο. Οποιαδήποτε δημιουργική διέξοδος είναι καλή. Και ξέρεις, όταν είσαι σε μπάντα έχει και τα ωραία του, γνωρίζεις κόσμο.
Τι προσπαθείτε να επικοινωνησετε λοιπόν;
David: Τα τελευταία χρόνια προσπαθώ να επικεντρωθώ στην queer κουλτούρα. Είναι κάτι με το οποίο πρόσφατα ταυτίστηκα. Εγκαταστάθηκα από το Χαλ στο Λονδίνο πριν 5 χρόνια και έχω αντιληφθεί πως εναλλακτική queer σκηνή δεν υφίσταται. Αυτό που προσπαθώ να κάνω όταν βρίσκομαι επί σκηνής είναι να μεταφέρω αυτή την κουλτούρα σ’ ενα πιο ετερόφυλο κοινό. Πιστεύω ότι ο περισσότερος κόσμος δεν κατανοεί αυτή την κουλτούρα. Όταν βρίσκεσαι σε μια σκηνή έχεις την άτυπη άδεια να κάνεις ότι θες. Είναι πιο σημαντικό να κάνεις χρήση αυτής της άδειας σε μέρη όπου δεν υπάρχει αυτή η αντίληψη (περί queer κουλτούρας).
Πως θα περιγράφατε τη μουσική σας;
Andrew: Μας αρέσουν οι σκοτεινοί ήχοι. Ο καταθληπτικός θόρυβος. Πολύ feedback και παραμόρφωση.
Danny: Τα γούστα μας, φυσικά, διαφέρουν. Σε γενικές γραμμές, όμως, όντως κινούμαστε προς πιο επιθετικούς, πιο σκοτεινούς ήχους. Νομίζω πως ταιριάζει καλύτερα και με τους στίχους που γράφει ο David.
Dave: Στιχουργικά, ο Morrissey υπήρξε η μεγαλύτερη μου επιρροή. Παρ’ όλα αυτά δεν θεωρώ τον στίχο μου πολιτικοποιημένο. Έχουμε βέβαια ένα τραγούδι που φέρει τον τίτλο “Piss on Putin”. Πρόκεται για μια ξεκάθαρη πολιτική δήλωση – απόρροια της βάναυσης πολιτικής του Πούτιν έναντι των ομοφυλόφιλων. Κατά τ’ άλλα γράφω για πράγματα που μου αρέσουν και τα οποία δεν είναι κατ’ ανάγκη πολιτικά.
Στο D-Level Dirt, ωστόσο, επιτίθεσε στη θρησκεία...
David: Όντως, αλλά δεν είναι κάτι που το κάνω επίτηδες. Πιο πολύ με ενδιαφέρει να σοκάρω το κόσμο, και να φέρω στο προσκήνιο κάτι το οποίο δεν θα έπρεπε εξαρχής να ενοχλεί ορισμένους.
Αυτή η ευθύτητα που σας χαρακτηρίζει σας έχει δημιουργήσει προβλήματα όσον αφορά την πορεία σας;
David: Σίγουρα. Για παράδειγμα στείλαμε το βίντεο για το Yes. D-Level Dirt σε ορισμένους ανθρώπους. Δεν θα πω όνοματα, θα αναφέρω μόνο το περιοδικό Q (γέλια). Μας είπαν ότι κάνεις δεν θα θέλει να το προβάλει διότι περιέχει σκληρές πορνογραφικές εικόνες ομοφυλοφιλικού περιεχομένου. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Ίσως για λίγο δευτερόλεπτα, αλλά δεν είναι και κάτι σπουδαίο δα.
Ο κόσμος στην Ελλάδα δεν σας γνωρίζει. Γιατί θα πρέπει να έρθουν να σας δουν;
David: Νομίζω επειδή είμαστε μια πραγματικά καλή λαιβ μπάντα. Λίγες μπάντες έχουν αυτό που λέμε performance στις μέρες μας. Όλοι μου οι φίλοι παίζουν σε shoegaze μπάντες. Δεν υπάρχει κάτι το μεμπτό σ’ αυτό, αλλά να αυτό το έιδος δεν έχει το στοιχείο της θεατρικότητας. Πίστευα ότι μπάντες όπως οι Savages και οι Big White Family θα κατάφερναν να δημιουργήσουν ένα νέο ρεύμα, αλλά μέχρι στιγμής δεν διαφαίνεται κάτι τέτοιο. Νομίζω πως υπάρχουν κοινά στοιχεία μεταξύ εμάς και των Big White Family.
Andrew: Τα τραγούδια μας έχουν δυνατά ρεφραίν και πιασάρικα ριφάκια. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι όσον αφορά εμάς, ακόμα και αν δεν σου αρέσει η μουσική μας υπάρχει κάτι να δεις. Δεν θα βαρεθείς σίγουρα.
Γνωρίζετε κάτι για τις μπάντες που θα παίξουν μαζί σας στην Αθήνα;
Danny: Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής δεν έχω προλάβει ακόμα να ακούσω τους Le Page, άλλα έχω ακούσει ωραία πράγματα γι’ αυτούς. Έχω ακούσει, όμως, τους Cruel Anagrams. Είναι σκοτεινοι και έχουν φρέσκο ήχο μ’ έναν δικό τους μοναδικό τρόπο. Είναι ακριβώς το είδος μπάντας που μου αρέσει.
*Οι Bête Noire θα εμφανιστούν στο ζωντανά στη σκηνή του Six Dogs την Μεγάλη Τετάρτη μαζί με τους Le Page και τους Cruel Anagrams.
Συνέντευξη: Γιάννης Μασούρας
Bête Noire @ facebook
Bête Noire bandcamp
Τις MONOWELT τις γνωρίσαμε πριν μερικούς μήνες με το παρθενικό τους άλμπουμ ''Rückschau'' στην Geheimnis Records και αυτό το Σάββατο 16 Απριλίου θα πάρουμε μια καλύτερη και πιο "ζωντανή" γεύση στο Death Disco που θα ανοίξουν τη συναυλία των Σελοφάν. Συνέντευξη με τις Βερολινέζες, για να πάμε καλά προετοιμασμένοι.
Το όνομα της μπάντας είναι “Monowelt”, που στα Γερμανικά σημαίνει “Μονό-κοσμος”. Περιγράψτε ποιό είναι το “μυστικό” μήνυμα πίσω από το όνομα και αν υπάρχει βέβαια κάποιο.
Marta Raya : Δεν υπάρχει ουσιαστικά κάποια “μυστική” σημασία πίσω από την συγκεκριμένη λέξη. Το όνομα ήταν η αυθόρμητη ιδέα ενός φίλου μας (ο μπασίστας του punk συγκροτήματος “Totenwald” – σημ. πρώην “Tanzkommando Untergang” το πρώτο συγκρότημα της Marta), ο οποίος καθόταν μαζί μας όταν προσπαθούσαμε να βρούμε ένα όνομα και ξαφνικά ξεστόμισε αυτήν την λέξη. Σκεφτήκαμε ότι ακούγεται όμορφα και το υιοθετήσαμε.
Μπορεί κανείς να ερμηνεύσει το όνομα της μπάντας με πολλούς διαφορετικούς τρόπους... Γιά μένα προσωπικά έχει να κάνει με την λέξη “μόνο” αυτήν καθαυτήν, η οποία σημαίνει “μόνος” ή “ένας”. Ερμηνεύω το όνομά μας σαν “ο δικός μας κόσμος” που όλοι πάντα χανόμαστε κάποιες στγμές, με κάποιον τρόπο... Είναι οι στιγμές που ζούμε στον κόσμο των σκέψεων και προσωπικών ελπίδων και πόθων μας, όπου ξεχωρίζουμε τον υπόλοιπο κόσμο από το είναι μας. Ίσως (το όνομα) εκφράζει μιά αίσθηση μοναδικότητας και ξεχωριστής οντότητας, ενώ επίσης το αίσθημα της ασφάλειας και αυτοπροστασίας... Τώρα μάλλον σκέφτομαι μεγαλοφώνως... αλλά όλα αυτά είναι η προσωπική ερμηνεία του “Μονόκοσμου”...
Daria Leere : Συμφωνώ με την ερμηνεία της Marta. Κι εγώ έχω την αίσθηση γιά λίγο “προσωπικό κόσμο”, όπου όλοι είμαστε κλεισμένοι και ο οποίος μας δίνει μιά αίσθηση ασφάλειας και άνεσης. Υπάρχουν δύο διαστάσεις κατανόησης των Monowelt. Εγώ είχα σκεφτεί το Μονό Κανάλι / “Μονοκάναλο” (σημ. Ηχοληπτικός όρος μετάδοσης ηχητικού σήματος). Είναι αυτό που συνδυάζει 2 σήματα σε ένα. Έτσι γιά μένα ο “Μονό-κοσμος” είναι σαν δύο ενέργειες που κινούνται μπροστά και δημιουργούν έναν ενιαίο ήχο.
Πότε συναντηθήκατε γιά πρώτη φορά ; Η μουσική αποτέλεσε την “κόλλα” που ευνόησε αυτήν την συνεργασία ή πολλά και απροσδόκητα γεγονότα – πέρα από την μουσική – συνέβησαν που οδήγησαν στην γνωριμία σας ; Το ρωτάω αυτό γιατί φαίνεστε και εμφανισιακά και ηχητικά σαν να ήταν πεπρωμένο να γνωριστείτε και να συνεργαστείτε. Μοίρα, τυχαίο γεγονός ή απλή λογική ;
Monowelt : Βρεθήκαμε γιά πρώτη φορά το 2010 στο Βερολίνο σε μιά κατάληψη που λέγεται “Köpi” και πολύ γρήγορα καταλάβαμε ότι μοιραζόμαστε τα ίδια μουσικά γούστα. Και οι δύο εμπνεόμαστε από τα εναλλακτικά μουσικά κινήματα και υποκουλτούρες του ’80 και είμαστε πολύ επηρρεασμένες από την σκοτεινή τους πλευρά. Η κοινή μας αγάπη γιά την συγκεκριμένη μουσική μας ένωσε σε ένα ανώτερο επίπεδο. Παράλληλα μας βοήθησε να κατανοήσουμε ότι θέλουμε να κάνουμε μαζί μουσική και λίγο καιρό μετά αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε την μπάντα. Ήταν μάλλον πεπρωμένο που έγινε μ’αυτόν τον τρόπο..
Οι μουσικές σας επιρροές είναι μάλλον εμφανείς. Παρ’όλα αυτά θα ήθελα να μάθω τις μουσικές σας καταβολές πέρα από τους γνωστούς dark wave/new wave/minimal synth ήχους και μπάντες και πως αυτές τις καταβολές τις μετουσιώνετε στο στοιχειωμένο τοπίο των Monowelt.
Marta : Ο ενθουσιασμός μου γιά την εναλλακτική μουσική ξεκίνσε από πολύ νωρίς, όταν ήμουν μόλις 11 χρονών. Εκείνη την εποχή μου άρεσε το 60’s rock, το grunge και το σύγχρονο εναλλακτικό rock. Μερικά χρόνια όμως μετά κυριολεκτικά ερωτεύτηκα το τέλη 70’s – αρχές 80’s punk rock, το οποίο μπορώ να κατονομάσω σαν κυρίως μουσικό υπόβαθρο. Μπορώ να πω πως αν δεν είχα δείξει ενδιαφέρον γιά την punk μοσυική, δεν θα είχα ίσως ανακαλύψει την post punk και dark wave αργότερα. Σε γενικές γραμμές όπως είπαμε, αυτό που με ενθουσιάζει είναι το μουσικό κίνημα του 80 και οι υποκουλτούρες του. Πολύ γρήγορα συνειδητοποίησα ότι προτιμώ την σκοτεινή και μελαγχολική πλευρά των αγαπημένων μου μουσικών ειδών, οπότε ο ενθουσιασμός μου πάνω στο “άγριο” και “ωμό” punk βρήκε διέξοδο στους ζοφερούς και μελαγχολικούς ήχους του post punk και dark wave. Χρόνια μετά άρχισα να λατρεύω την σκοτεινή ηλεκτρονική underground μουσική και τον ισχυρό της ρυθμό.
Daria : Οι μουσικές μας καταβολές φυσικά και επηρρέασαν τον ήχο μας. Πιστεύω ότι οτιδήποτε ακούγαμε στην προ-Monowelt εποχή, ξαναγεννήθηκε μέσα στην μπάντα. Θεωρώ ότι είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς πως μετουσιώνεται, είναι ένα άλλο επίπεδο της πραγματικότητας, όπου τα λόγια δεν μπορούν εύκολα να χρησιμοποιηθούν. Οι γονείς μου είναι μουσικοί, οπότε κατά τα παιδικά μου χρόνια άκουγα πρελούδια και φούγγες του Μπάχ, που ο πατέρας μου έπαιζε στην ακουστική του κιθάρα. Μετά επηρρεάστηκα από το MTV και την underground rap, ενώ αργότερα από εναλλακτικά σχήματα από την Αγ. Πετρούπολη (σημ. Η Daria είναι Ρωσσίδα και η Marta Πολωνέζα). Επίσης άκουγα λίγο Techno και Drum ‘n’ Base. Τον αληθινό όμως κόσμο της μουσικής τον ανακάλυψα όταν ήμουν 19 χρονών. Ήταν η εποχή της ψυχεδελικής μουσικής, του industrial και του 80’s wave. Η σχετικά πιό πρόσφατη “μουσική ανακάλυψη” ήταν το punk και αναρχο-punk όταν μετακόμισα στο Βερολίνο. Πήρα κάποιες αποφάσεις τότε σχετικά με την νέα μου ζωή και υιοθέτησα τους δυνατούς, μηδενιστικούς, γρήγορους και δυνατούς ήχους επηρρεασμένους από το punk και τις αναρχικές ιδέες σαν τρόπο ζωής.
Αν είχατε να διαλέξετε 5 μπάντες, ποιές θα ήταν οι πιό σημαντικές γιά εσάς ;
Marta : Μου είναι δύσκολο να διαλέξω μόνο 5 μπάντες από τόσες άλλες, που σημαίνουν τόσα πολλά γιά μένα. Θα αναφέρω αυτές που κατά την γνώμη μου επηρράσαν τις Monowelt. Οι Cure, οι Malaria, οι X-Mal Deutschland, οι Clan of Xymox και οι Trisomie 21.
Daria : θα προσέθετα επίσης τους Dead can Dance, Cocteau Twins, Neutral Project, Asylum Party και Chameleons.
Το πρώην Ανατολικό Βερολίνο είναι το κατάλληλο μέρος γι’αυτό το είδος μουσικής, είναι βέβαιο. Έχετε άλλα μέρη που σας κάνουν να επικεντρώνεστε στη μουσική και σας κάνουν να “βουτάτε” στα βαθιά νερά της έμπνευσης ;
Marta : Γιά μένα η έμπνευση μπορεί να βρίσκεται σε οποιοδήποτε μέρος έχω επισκεφθεί έως τώρα. Το κάθε μέρος έχει την δικιά του μαγεία και ιστορία. Το τελευταίο μέρος που επισκέφθηκα και με συνεπήρε ήταν η Ρώμη. Ήταν η πρώτη μου φορά εκεί και ένιωσα σαν να ήμουν μέσα σ’ένα παραμύθι ή σε μιά ταινία. Ήταν αποκαλυπτικό να βλέπεις τα αρχαία μνημεία της πόλης και να απολαμβάνεις τα όμορφα τοπία και την αρχιτεκτονική της. Πρέπει μάλλον να ταξιδεύω πιό συχνά, είναι πραγματικά μιά πηγή έμπνευσης. Και παρόλο που το Βερολίνο είναι μιά πηγή έμπνευσης από μόνο του και γιά τις δυό μας, πιστεύω ότι ταξιδεύοντας και εξερευνώντας νέα μέρη, θα μας κάνει πιό πλούσιες σε εμπειρίες και το να δούμε τον κόσμο από μιά τελείως διαφορετική οπτική. Αναμένω επίσης με ανυπομονεσία την συναυλία μας στην Αθήνα ! Νομίζω ότι η πόλη θα είναι γιά μας μιά νέα έμπνευση.
Daria : Εμπνέομαι πολύ από το Βερολίνο. Από την στενάχωρη εικόνα του. Είναι μιά πόλη που υπέφερε πολλά. Καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά κατά τον πόλεμο, μετά χωρίστηκε από το Τείχος... Όταν βρίσκεσαι εκεί, είσαι αυτόπτης μάρτυρας όλων αυτών καθημερινά. Ζω στο κέντρο, στο Kreuzberg. Εμπνέομαι από την παράδοση που έχει αυτή η περιοχή σχετικά με τις καταλήψεις και την εναλλακτική της αισθητική. Η πόλη αλλάζει βιαστικά, περισσότερη πολυτέλεια βλέπει κανείς σε περιοχές που πριν 20 χρόνια ήταν πιό βρώμικες και εναλλακτικές. Η ταχύτητά του επηρρεάζει τις ζωές των ανθρώπων και καμμιά φορά το ζοφερό Βερολίνο είναι ίσως ακόμα και γιά μένα υπερβολικό... Εύχομαι να ζούσα στην εξοχή, δίπλα στη θάλασσα ή στο βουνό... Δεν έχω επισκεφθεί πολλές πόλεις. Έτσι η αγάπη μου παραμένει γιά την Αγ. Πετρούπολη και την ποιητική της έμπνευση. Παρ’όλα αυτά θα ήθελα πολύ να επισκεφθώ και να ανακλύψω περισσότερα μέρη !
Συνθέτετε και γράφετε τους στίχους μαζί ή η κάθε μία από εσάς έχει και έναν συγκερκιμένο ρόλο στην μπάντα ;
Monowelt : Κάποιες φορές συμβαίνει να γράφουμε τους στίχους μαζί, σε κανά-δύο τραγούδια μας μάλιστα αυτό έχει συμβεί. Τις περισσότερες φορές όμως η καθεμία γράφει στίχους από μόνη της. Το ίδιο περίπου συμβαίνει και με την σύνθεση – και οι δυό μας προτίνουμε ιδέες γιά νέα κομμάτια. Κατά την διάρκεια των προβών, προσπαθούμε να συνδυάσουμε τις ιδέες μας και να καταλήξουμε στην δημιουργία ενός κομματιού. Η καθεμία από εμάς δημιουργεί τις δικές τις μελωδίες, ενώ η άλλη προσπαθεί να παίξει και να καταλάβει τις ιδέες της άλλης, δημιουργώντας παράλληλα δικά της “μέρη” στα πλήκτρα και στο μπάσο.
Οι πρώτες μίξεις των κομματιών που εμφανίστηκαν στο Youtube και Soundcloud είχαν επιμεληθεί από τον William Maybeline των Lebanon Hanover. Περιγράψτε μου πως γνωριστήκατε και τι έχετε αποκομίσει από την συνεργασία σας μ’αυτόν.
Monowelt: Γνωρίσαμε τον William και την Larissa ύστερα από μιά συναυλία τους στο Βερολίνο (μάλλον το 2011). Βρεθήκαμε μετά την παράσταση και είχαμε μιά ενδιαφέρουσα συζήτηση. Θυμόμαστε ότι είχαμε εντυπωσιαστεί από την σκηνική τους παρουσία και από το πόσο φιλικοί, αγαπητοί και μετριοπαθείς άνθρωποι ήταν. Τους είπαμε ότι είχαμε μία μπάντα και κάναμε πρόβες λίγο πριν την πρώτη μας συναυλία. Κρατήσαμε επαφή από εκείνο το σημείο και μετά. Όταν στείλαμε τις πρώτες ηχογραφήσεις μας στον William γιά να ακούσουμε την γνώμη του, μας είπε ότι θα ήθελε πολύ να ηχογραφήσει τα κομμάτια μας και να μας βοηθήσει με το τελικό μιξ. Αυτή ήταν πραγματικά μιά μεγάλη εμπειρία γιά εμάς. Νοιώθαμε από την πρώτη στιγμή της συνεργασίας μας ότι ο William καταλάβαινε σε τι είδους ήχο στοχεύαμε. Ένοιωθε κατά κάποιον τρόπο την “ατμόσφαιρα” των κομματιών μας και δεν ήθελε ούτε προσπάθησε να μας αλλάξει ιδέες. Πραγματικά εκτιμήσαμε αυτήν την προσέγγιση και την επιθυμία του να μας βοηθήσει με τις ηχογραφήσεις.
Η Geheimnis Records πως εμφανίστηκε στη “ζωή” σας ;
Monowelt: Αναπάντεχα και απροσδόκητα ! Όσο μπορούμε να θυμηθούμε ο Πάνος (Geheimnis Rec.) μας έγραψε ένα μήνυμα και μας ρώτησε αν ενδιαφερόμαστε να συνεργαστούμε. Εξέφρασε πόσο του άρεσε η μουσική μας και την επιθυμία του να κυκλοφορήσει τον πρώτο δίσκο μας. Αυτό μας ευχαρίστησε απόλυτα και μας ακούστηκε σαν πολύ καλή ιδέα. Ήμασταν κατ’αρχάς ευχαριστημένες που μία δισκογραφική εταιρεία μας έδειξε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον και ότι θα είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε μία κυκλοφορία σε βινύλιο. Είμαστε ακόμα έκπληκτες με το πόσο καλά πήγε όλη αυτή η συνεργασία και πολύ ευχαριστημένες με το τελικό αποτέλεσμα. Ευχαριστούμε, Πάνο γιά την όλη συνεργασία !
Οι τελικές μίξεις των κομματιών έγιναν από τον Χρήστο Μανωλίτση, έναν παλιό γνώριμο της Ελληνικής new wave σκηνής του 80. Πως ήταν αυτή η ομολογουμένως ενδιαφέρουσα συνεργασία, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι έχουμε να κάνουμε με την συνεργασία 2 γενεών ανθρώπων που ασχολούνται με την λεγόμενη “σκοτεινή εναλλακτική μουσική”.
Monowelt : Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η διαδικασία των τελικών μίξεων δεν ήταν τόσο εύκολη στην αρχή, μιάς που οι αρχικές μας μίξεις είχαν γίνει πολύ γρήγορα και όχι τόσο επαγγελματικά, εξαιτίας του ότι τις είχαμε πραγματοποιήσει στον χώρο που κάναμε τις πρόβες μας ή σε σπιτικό περιβάλλον. Αυτό είχε γίνει με έναν πολύ DIY τρόπο, επειδή εκτιμούμε πολύ αυτήν την αυθεντικότητα πάνω στην δημιουργία της μουσικής. Μας αρέσει ο τρόπος έκφρασης που αιχμαλωτίζει αυτές τις πρώτες στιγμές έμπνευσης με την ωμότητα στο αρχικό στάδιο. Καταλάβαμε όμως ότι η προσέγγισή μας ήταν τελείως διαφορετική απ’αυτήν που έχει συνηθίσει ο Χρήστος. Η πολυετής πείρα του στην ηχογράφηση και και στην μίξη συγκρούστηκε κάποια στιγμή με την οπτική μας. Επιπλέον, είχαμε ηχογραφήσει κάποια από τα τραγούδια μας μαζί με τα εφέ στα φωνητικά και στα όργανα (σημ. όχι σε διαφορετικά κανάλια γιά να είναι εύκολη η επεξεργασία τους), που σήμαινε ότι ήταν αδύνατος ο διαχωρισμός τους. Παρ’όλα αυτά, Ο Χρήστος έκανε θαυμάσια δουλειά, γιά την οποία είμαστε ευγνωμονούσες ! Μάθαμε πολλά από αυτήν την συνεργασία και είμαστε ακόμα εντυπωσιασμένες με το πως μπόρεσε να δημιουργήσει ένα τόσο δυναμικό μιξάρισμα, πράγμα καθόλου εύκολο. Ο Χρήστος μας έδωσε διάφορες χρήσιμες συμβουλές τις οποίες θα τις λάβουμε σίγουρα υπόψιν μας στο μέλλον.
Ποιά είναι τα πλάνα σας γιά το κοντινό και μακρινό μέλλον ; Έχετε προγραμματίσει συναυλίες στην Γερμανία και στο εξωτερικό ; Έχετε καινούργια τραγούδια τα οποία θα παρουσιάσετε στην Αθήνα ;
Monowelt : Έχουμε προγραμματίσει μερικές συναυλίες στο Βερολίνο και στην Γερμανία γιά τους επόμενους μήνες. Ευχαρίστως θα θέλαμε να εκμεταλλευτούμε κάθε ευκαιρία να παίξουμε στο εξωτερικό και να ανακλύψουμε νέα μέρη χάρις σ’αυτό. Σίγουρα θα παίξουμε κάποια από τα καινούργια μας κομμάτια στην Αθήνα !
Δουλεύετε πάνω σε νέα κομμάτια γιά ένα μελλοντικό δεύτερο άλμπουμ ;
Monowelt : Προς το παρόν παίζουμε τα καινούργια μας κομμάτια στις συναυλίες και έχουμε προγραμματίσει να τα ηχογραφήσουμε σύντομα. Ελπίζουμε αυτά να βγουν στην επόμενη κυκλοφορία μας, κατά προτίμηση στο δεύτερο άλμπουμ μας..
Είσαστε δύο ξωτικά που θα προσγειωθούν στις 16 Απριλίου στην σκηνή του Death Disco και θα παίξουν σαν support group στην παρουσίαση του νέου άλμπουμ των Selofan. Έχετε να στείλετε κάποιο μήνυμα στο Ελληνικό κοινό που θα έλθει στην συναυλία και θα “εντρυφήσει” στη μουσική σας ;
Monowelt : Dive in your dreamwave.. Dive in your “mono world”… :)
Συνέντευξη / Μετάφραση: Βασιλική Καρέλα
Monowelt @ Facebook
Monowelt bandcamp
Αν ήμουν πρωθυπουργός της Αγγλίας, θα έβαζα τον Cameron φυλακή...
Όταν σε ξυπνάνε το πρωί και σε ρωτάνε αν θες να πάρεις συνέντευξη από τον Andrew Eldritch η απάντηση μπορεί να είναι μία και μόνο μία: ναι! Δεν έχει καμία σημασία οτι η συνέντευξη έπρεπε να γίνει την ίδια κιόλας μέρα και οτι η τελική επιβεβαίωση για το τηλεφωνικό ραντεβού ήρθε μόλις 3 ώρες πριν, η απάντηση όσες φορές και να με ρωτάγανε ξανά θα ήταν η ίδια: ναι! Αμέσως μετά όμως έρχονται διάφορα στο νου με τρόπο καταιγιστικό. Κατ’ αρχήν είναι στριφνός άνθρωπος και μπορεί να σου φερθεί επιθετικά αν δεν του αρέσουν αυτά που τον ρωτάς. Στη συνέχεια αφού σε βρίσει μπορεί και να σου κλείσει το τηλέφωνο στα μούτρα (καταστροφή!). Και τέλος θα μιλούσα σε πραγματικό χρόνο με κάποιον που ήταν το εφηβικό, μετεφηβικό και πάει λέγοντας ίνδαλμά μου στο χώρο της μουσικής, κάποιον που πολλοί χλεύασαν από ένα σημείο και μετά, αλλά κάποιον στον οποίον προσωπικά έμεινα αφοσιωμένος έως και σήμερα.
Στριφνός, επιθετικός και ίσως ανάγωγος έγραψα? ΜΥΘΟΣ! Ο Andrew Eldritch στη συνέντευξή μας ήταν φιλικός, ευγενής, δεκτικός, συζητήσιμος, Άγγλος (όσο κι αν το έχει απαρνηθεί) και δε θα μου έκανε καμία εντύπωση αν το όνομά του ήταν Sir Andrew Eldritch με ότι αυτό κι αν σημαίνει. Είχα 12 λεπτά στη διάθεσή μου τα οποία τελικά ξεπεράστηκαν κατά πολύ και σαφώς είχα σημειώσει σ΄ ένα χαρτί τις ερωτήσεις που ήθελα να κάνω. Τα περισσότερα ήρθαν τούμπα βέβαια όταν μη γνωρίζοντας ποιος θα απαντήσει (κάποιος μάνατζερ ίσως?) κάλεσα στον τηλεφωνικό αριθμό που μου είχε δοθεί, ζήτησα να μιλήσω με τον κύριο Eldritch και πήρα την απάντηση: Andrew. Speaking.
Αυτό το “Andrew. Speaking.” ήταν ξερό, κοφτό, βαθιά επιβλητικό όπως άλλωστε και η φωνή του και είναι κάτι που θα μου μείνει καρφωμένο στη μνήμη για καιρό. Οι απαντήσεις του ήταν πράγματα που σε κάποιον βαθμό ήδη ξέραμε αλλά και αρκετά που δεν ξέραμε ή που τουλάχιστον θα ακουστούν σαν καινούρια. Φυσικά οι περισσότεροι θα αναρωτιέστε αν του έγινε η ερώτηση πότε και αν θα βγάλουν νέο δίσκο οι Sisters of Mercy και τι απάντησε. Tres banal, αλλά δεν μπορούσα να μην μπω στο πειρασμό να τον ρωτήσω. Η απάντηση ήταν πολύ διαφορετική απ’ αυτή που πιθανόν να νομίζετε, διαβάστε την παρακάτω μαζί με όλα όσα είπαμε.
- Γεια, μπορώ να μιλήσω στον κο Eldritch παρακαλώ?
A. Eldritch: Andrew. Ομιλείτε.
- Mε λένε Βασίλη, καλώ από το Postwave και έχουμε προγραμματίσει μια συνέντευξη για τώρα
A. Eldritch: Ναι! Θα πρέπει να μιλήσεις δυνατά όμως γιατί είμαι σ’ ένα πάρκινγκ.
- Ok, ευχαριστώ. Μου αρέσει πολύ η μουσική σας και χαίρομαι ειλικρινά που θα τα πούμε.
A. Eldritch: Εγώ ευχαριστώ. Είναι πολύ ωραίο να ξέρεις οτι κάποιος ακούει τη μουσική σου. Πολύ ωραίο.
- Αρκετοί ακούν τη μουσική σας, πιθανόν πιο πολλοί απ΄ όσους νομίζετε. Ας προχωρήσουμε όμως. Ποια μπάντα της τελευταίας δεκαετίας θα προτείνατε στους φαν σας και τι μουσική ακούτε τώρα?
A. Eldritch: Μου αρέσει ο Bassnectar, αλλά συνήθως βλέπω ταινίες, όταν δε δουλεύω, βλέπω ταινίες, μου θυμίζουν λιγότερο τη δουλειά μου.
- Και διαβάζεις βιβλία απ’ όσο ξέρω...
A. Eldritch: Ναι! Μου αρέσει πολύ το Amazon Kindle. Τι υπέροχη μηχανή! Μπορείς να το φορτώσεις με ότι θέλεις.
- Πιστεύεις οτι η τρέχουσα τεχνολογία απελευθερώνει ή περιορίζει τη μουσική δημιουργία?
A. Eldritch: Απελευθερώνει τη διανομή της και έως κάποιο βαθμό απελευθερώνει και τη δημιουργία της. Αλλά πιστεύω οτι δε χρησιμοποιεί πολύς κόσμος αυτή την ελευθερία. Όταν όλοι έχουν έναν υπολογιστή για μουσική στο υπνοδωμάτιό τους, πολλοί απλά φτιάχνουν μουσική υπνοδωματίου.
- Ασχολείσαι με τα κοινωνικά δίκτυα, facebook, twitter κλπ? Πιστεύετε οτι μπορούν να βοηθήσουν μια μπάντα να προωθήσει τη μουσική της?
A. Eldritch: Δεν τα χρησιμοποιώ, γιατί δεν τα χρειάζομαι, αλλά νομίζω οτι όλοι οι άλλοι τα χρησιμοποιούν.
-Ναι, για τη δουλειά, για το γκρουπ, δε νομίζεις οτι θα βοηθούσε?
A. Eldritch: Εχμ, πιθανόν, αλλά εγώ δεν θέλω να το κάνω. Οπότε, γράφω πολύ υλικό στην ιστοσελίδα μας, μου πήρε έξι μήνες, αυτή τη στιγμή δεν την ενημερώνω συχνά, αλλά εκεί θα έλεγα στους φαν μας να ρίχνουν μια ματιά. Μου αρέσουν τα χρώματα της, μου αρέσουν τα χρώματά μας, δεν μου αρέσουν καθόλου τα χρώματα του facebook. Επίσης, δε νομίζω οτι μπορεί να επικοινωνήσει κανείς αυτό που θέλει σε 140 χαρακτήρες. Πιστεύω οτι είναι κάτι υπέρ απλουστευμένο.
- Πιθανόν, αλλά μπορεί να είναι αρκετό για να στείλεις το μήνυμά σου. Γιατί υπάρχουν πολλοί εκεί έξω που θέλουν να το ακούσουν.
A. Eldritch: Είναι πολύ σημαντικό πιστεύω όταν θέλεις να επικοινωνήσεις κάποια νέα όπως για παράδειγμα αυτή τη βδομάδα μου είπαν οτι ο χώρος που θα παίξουμε στην Αθήνα είναι πλέον διαφορετικός, θα παίξουμε σε έναν μεγαλύτερο. Για αυτού του είδους τα νέα το twitter είναι τέλειο, αλλά έως εκεί, δεν είναι δα και για κβαντική φυσική.
- Ok, απ’ όσο γνωρίζω η μεταβαλλόμενη φύση της μουσικής βιομηχανίας σε έκανε να μην κυκλοφορήσεις νέο υλικό δισκογραφικά εδώ και πολλά χρόνια. Πιστεύεις οτι τώρα υπάρχουν καλύτερες προϋποθέσεις για μία δισκογραφική δουλειά λαμβάνοντας υπ’ όψιν oτι μπορείς πλέον να τη διαθέσεις κατευθείαν στο κοινό σου ή ακόμα και να τη χρηματοδοτήσεις μέσω του κοινού σου με τη βοήθεια μιας πλατφόρμας όπως για παράδειγμα το PledgeMusic?
A. Eldritch: Ναι, πιστεύω οτι οι εξελίξεις σχετικά με τους σύγχρονους τρόπους πληρωμής είναι αρκετά χρήσιμες, πλατφόρμες όμως όπως το Spotify υπάρχουν απλά για να γδύνουν οι δισκογραφικές εταιρείες τους καλλιτέχνες, όπως και παλαιότερα, σ’ αυτό πραγματικά δεν έχω κανένα ενδιαφέρον. Ναι, τώρα πια μπορεί κανείς να διαθέσει τη δουλειά του κατευθείαν στο κοινό του, αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον και πολύ χρήσιμο, το κοιτάζω από κοντά και το έχω κατά νου. ΝΑΙ, είναι κάτι που το σκεφτόμαστε τώρα, να κυκλοφορήσουμε δισκογραφικές δουλειές. Αν με ρωτούσες 5 χρόνια πριν θα σου έλεγα οτι δεν έβλεπα ποιο το νόημα να βγάλουμε ένα δίσκο, η μουσική βιομηχανία έλεγχε τα πάντα και με πολύ άσχημο τρόπο μάλιστα. Τώρα όμως δεν έχουν πια τον έλεγχο.
- Αυτά είναι πολύ ωραία νέα, ειλικρινά, σ’ ευχαριστώ! Πρόσφατα είχαμε ένα μεγάλης απήχησης 80s αφιέρωμα στο περιοδικό μας και το "First and Last and Always" ψηφίστηκε μέσα στα 20 καλύτερα άλμπουμ αυτής της δεκαετίας....
A. Eldritch: Wow!
- Πώς αισθάνεσαι γι’ αυτό το άλμπουμ τώρα? Ποια ήταν η τελευταία φορά που το άκουσες?
A. Eldritch: Σίγουρα ΔΕΝ είναι το αγαπημένο μου! ΔΕΝ είναι το αγαπημένο μου. Μου αρέσουν κάποια από τα τραγούδια του. Αλλά δεν κάναμε εμείς την παραγωγή τότε σ’ αυτό το άλμπουμ και νομίζω οτι φαίνεται. Είμαι πολύ πιο ευτυχής με τους ήχους, τις ενορχηστρώσεις, το παίξιμο, την απόδοση και το τραγούδι στους μεταγενέστερους δίσκους μας.
- Οπότε, ποια είναι η τελευταία φορά που το άκουσες?
A. Eldritch: Ακούω τα άλμπουμ μας περίπου μια φορά κάθε 5 χρόνια απλά για να μου υπενθυμίσω τι κάναμε καλά και τι όχι. Και για να ακούσω κάποιες από τις αρχικές εκτελέσεις όταν επιλέγω και ενορχηστρώνω τη μουσική που θα παίξουμε ζωντανά. Οπότε πιθανόν σε 5 χρόνια να μου υπενθυμίσω πώς ακούγομαι τώρα.
- Η επόμενη ερώτησή μου είναι…, ο Wayne Hussey πρόσφατα πόσταρε στη σελίδα των The Mission στο facebook οτι το First & Last & Always ήταν ένα καλό άλμπουμ και πιστεύει οτι ένας από τους παράγοντες που το έκαναν τόσο καλό ήταν η ένταση που υπήρχε μεταξύ αυτού και εσένα. Πιστεύεις οτι θα μπορούσες να είσαι πιο δημιουργικός αν υπήρχε μεγαλύτερη ένταση μεταξύ…
A. Eldritch: Δε νομίζω οτι είναι δα και ΤΟΣΟ σημαντικός για να μιλήσουμε γι’ αυτόν…
- OK, αλλά ας πάμε σε οτι συμβαίνει τώρα. Πιστεύεις οτι θα μπορούσες να είσαι πιο δημιουργικός αν υπήρχε μεγαλύτερη ένταση μεταξύ εσένα και των υπόλοιπων μουσικών της μπάντας?
A. Eldritch: Θα μπορούσε να βγάλει μουσική που ίσως να με εξέπλησσε αρκετά, αλλά η αρχική μπάντα και η μπάντα που είχαμε την εποχή του πρώτου μας δίσκου, όλοι τότε βρεθήκαμε την ίδια στιγμή να προερχόμαστε από παρεμφερή υπόβαθρα και όλοι είχαμε την ίδια ηλικία. Οπότε πιστεύω οτι οι προσωπικές εντάσεις μεταξύ μας μπορεί και να ήταν χρήσιμες. Τώρα όμως, αυτή η μπάντα, η σημερινή μπάντα, δε χρειάζεται προσωπικές εντάσεις γιατί προερχόμαστε από διαφορετικά υπόβαθρα και κυρίως διαφορετικά μουσικά υπόβαθρα. Οπότε κάπου εκεί ανάμεσα στις διαφορετικές μας εμπειρίες υπάρχει μία χαρούμενη και θετική ένταση μεταξύ μας. Ο Ben στην κιθάρα προέρχεται από το χώρο της κλασσικής ροκ όσον αφορά και το παίξιμό του αλλά και τον τρόπο που σκέφτεται. Εγώ προέρχομαι από την εναλλακτική indie σκηνή και ο άλλος κιθαρίστας μας ο Chris προέρχεται περισσότερο από το σύγχρονο πανκ ροκ. Δε χρειάζεται να διαφωνούμε μεταξύ μας σχετικά με το τι θα φορέσουμε, έχουμε τόσα πολλά άλλα θέματα να συζητήσουμε.
- Αν ο Dr Avalanche ήταν ένας πραγματικός μουσικός στο συγκρότημα, πώς θα τον περιέγραφες?
A. Eldritch: Ανελέητος.
- Δηλαδή?
A. Eldritch: Θα ήταν ασταμάτητος, δεν θα μπορούσες να του κλείσεις το στόμα! Θα ήταν σαν… εχμ… εξολοθρευτής του μουσικού μας ρυθμού!
- Έχεις σκεφτεί να υπάρχει μια γυναίκα στη μπάντα? Για την υποστήριξη των φωνητικών ίσως σε κάποια τραγούδια?
A. Eldritch: Ναι, το έχουμε δοκιμάσει κάποιες φορές στο παρελθόν. Αλλά είδαμε οτι δεν μας ταιριάζανε και τόσο πολύ. Απεναντίας τα ταξίδια μας έγιναν πιο δύσκολα, όσο πιο πολλοί μουσικοί είμαστε στο συγκρότημα τόσο δυσκολότερα ταξιδεύουμε. Οπότε, τώρα είμαστε τρία αγόρια και το drum-machine. Προσωπικά μου αρέσει να δουλεύω με γυναίκες μουσικούς στο στούντιο κι όχι τόσο με γυναίκες στα φωνητικά. Δεν έχουμε πολιτική που να αφορά γυναίκες ή άνδρες, απλά συμβαίνει τώρα να είμαστε τρία αγόρια και η μηχανή. Θα μπορούσαμε να είμαστε 2 αγόρια, ένα κορίτσι και η μηχανή. Απολαμβάνω πολύ αυτή την εβδομάδα το γκρουπ που ανοίγει τις συναυλίες μας, τους Black Moth, είναι κι αυτοί από το Leeds και η μισή μπάντα είναι κορίτσια, μια χαρά!
- Πού μένεις τώρα? Είσαι ευρωσκεπτικιστής ή ευρωυποστηρικτής?
A. Eldritch: Είμαι ευρωυποστηρικτής παρόλο που προφανώς υπάρχει έλλειψη δημοκρατίας και ανεπάρκειες που αφορούν το νόμισμα του ευρώ, γιατί οι οικονομίες του νότου τρέχουν με διαφορετική ταχύτητα σε σχέση με τις οικονομίες του βορρά. Αυτή την εποχή περνάω αρκετό από το χρόνο μου στο Βέλγιο γιατί η κοπέλα μου ζει εκεί. .
- Στην εποχή μας υπάρχει ένα πολύ μεγάλο ζήτημα με τους μετανάστες και τους πρόσφυγες από τη Μέση Ανατολή στην Ευρώπη, πώς αισθάνεσαι γι’ αυτό και ποιο θα ήταν το 1ο πράγμα που θα έκανες αν ήσουν στη θέση του Cameron, του πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου?
A. Eldritch: Well, κατά πάσα πιθανότητα θα έβαζα τον Cameron στη φυλακή.
- OK, το 2ο τότε…
A. Eldritch: Θα το έκανα, μου θυμίζει τον τρόπο που συμπεριφέρονταν οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα, πάρε την εξουσία και βάλε όλους τους υπόλοιπους στη φυλακή! Κάπως έτσι έκαναν στην αρχαία Ελλάδα. Όσον αφορά τους μετανάστες, κοίτα, εμείς δημιουργήσαμε τα μισά από τα προβλήματά τους στη Συρία οπότε πιστεύω οτι πρέπει να δείξουμε μεγαλύτερη υπευθυνότητα και να υποδεχθούμε όσο περισσότερους γίνεται. Κι αυτό αφορά όλους μας κι όχι μόνο τις κυβερνήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτή την κατάσταση. Νομίζω οτι οι Γερμανοί έχουν συμπεριφερθεί αρκετά καλά έως τώρα, οι Άγγλοι όχι και τόσο.
- Εκτός από τους παλιούς και αφοσιωμένους φαν σας, πιστεύεις οτι εξακολουθεί να υπάρχει ακόμα μια θέση για τους The Sisters of Mercy εκεί έξω εν έτη 2015 και μετά?
A. Eldritch: Ναι έτσι νομίζω και είναι στο χέρι μας να γράψουμε καλά τραγούδια. Δεν έχουμε στόχο να εμπνεύσουμε νέα μουσικά ρεύματα ή να γίνουμε της μόδας, εστιάζουμε περισσότερο στο να γράψουμε νέα και καλύτερα τραγούδια, αυτός είναι ο στόχος μας. Ακόμα κι αν θέλαμε να γίνουμε της μόδας, ένα fashion item, δε νομίζω οτι θα μας άφηναν να γίνουμε κάτι διαφορετικό από αυτό που είμαστε. Δε με ενδιαφέρει καθόλου αυτή η πλευρά της ενασχόλησης με τη μουσική και πιστεύω οτι τώρα που έχουμε μάθει λίγο καλύτερα πώς να παίζουμε με τα όργανά μας και πώς να τραγουδάμε επίσης λίγο καλύτερα, θεωρώ οτι όλα έχουν να κάνουν με τα τραγούδια μας και μόνο. Και έχω εμπιστοσύνη στα τραγούδια μας, οπότε, ναι, πιστεύω οτι υπάρχει μια θέση για τους Sisters of Mercy εκεί έξω..
- Είχατε πάντα τον τρόπο σας να διασκευάζετε υπέροχα τραγούδια όπως τα Gimme Shelter, Jolene, Emma, θα ακούσουμε κάτι απ΄ όλα αυτά στο live σας στην Αθήνα?
A. Eldritch: Ναι, έχουμε προετοιμάσει 3 ή 4 και κάθε βράδυ παίζουμε συνήθως ένα από αυτά.
- Αν μπορείς σε παρακαλώ να μου πεις ποιο από αυτά να αναμένουμε στην Αθήνα…
A. Eldritch: Δεν το γνωρίζω, αποφασίζουμε πάντα τo setlist την ημέρα της συναυλίας έτσι ώστε κάθε φορά να είναι και διαφορετικό.
- Όπως ήδη θα ξέρεις τα εισιτήρια για τη συναυλία σας στην Αθήνα αρχικά εξαντλήθηκαν και πλέον θα παίξετε σε μεγαλύτερο χώρο. Πώς αισθάνεσαι γι’ αυτό?
A. Eldritch: Πολύ, πολύ, είμαστε πολύ χαρούμενοι γι’ αυτό!
- Το μήνυμά σου προς τους φαν σας?
A. Eldritch: Όπως είπα και στην αρχή είμαι ΠΟΛΥ ευτυχής που κάποιοι ακούνε τη μουσική μας. Δεν είναι κάτι που πρέπει κανείς να έχει ως δεδομένο, οπότε είμαστε πολύ χαρούμενοι.
- Ομοίως είμαι πολύ χαρούμενος που μιλήσαμε, ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σου και αναμένω να σας δω ζωντανά στην Αθήνα για ακόμα μια φορά!
A. Eldritch: ΕΓΩ ευχαριστώ.Έλα να πεις ένα γεια.
Συνέντευξη – μετάφραση: Βασίλης Παπαδογεωργόπουλος
Απομαγνητοφώνηση: Ιλόνα Τκατσέβα
The Sisters Of Mercy official
«Τελικά η τουφεκιά που σου΄λεγα περιφέρθηκε για χρόνια και βρήκε στόχο….»
Θυμάμαι ήταν το 1983 στην Σοφίτα στην Πλάκα, όταν είδα για πρώτη φορά live τους Χωρίς Περιδέραιο. Αν και τα ακούσματα μου τότε ήταν μάλλον μονοδιάστατα και κυρίως προς το punk μπορώ να πω πως εντυπωσιάστηκα και κόλλησα μαζί τους, ειδικά με τους στίχους που έδεναν άψογα με την μουσική. Έκτοτε τους ακολουθούσα όπου μπορούσα και ειδικά στον Πήγασο, εκεί έτυχε να γνωριστώ και με τον Νίκο Αγγελή. Το 1986 αν δεν με απατά η μνήμη μου, εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο και έμεινα με την απορία, αλλά ευτυχώς συντροφιά με την μουσική τους, μια συντροφιά που κρατά ως σήμερα. Πέρσι με αφορμή το Εδώ δεν υπάρχει Άσυλο (άντε πότε θα το δούμε κύριε Γιαννόπουλε??) τους είδα ξανά και ήταν σαν να βρήκα κάτι πολύτιμο που είχα χάσει..Ένα πολύτιμο περιδέραιο! Όταν το Postwave μου ζήτησε να κάνω αυτή την συνέντευξη δεν το σκέφτηκα ούτε λεπτό. Επικοινώνησα με τον Νίκο Αγγελή, και να τι είπαμε..
Πως άρχισε η πορεία των Χωρίς Περιδέραιο?
Ν. Αγγελής: Ήταν προς το τέλος του 82 όταν βρεθήκαμε με τον Κώστα Κόλλια και τον Παντελή Πετρονικολό, φοιτητές όλοι της Νομικής. Αρχίσαμε πρόβες σε ένα μικρό σπίτι στο Χαλάνδρι όπου έμενα κατά διαστήματα. Παίζαμε με δύο πλήκτρα, κιθάρα και ένα αρχαίο ρυθμοκούτι από Ιταλία. Στίχοι υπήρχαν σε αφθονία. Με τη μουσική ξέραμε που θέλουμε να πάμε και ψαχνόμασταν.
Τι μουσικές επιρροές είχατε όταν ξεκινήσατε το συγκρότημα?
Ν. Αγγελής: Πέρα από τα ακούσματα του κλασικού ροκ, από το 78-79 και μετά υπήρχε μια μονομανία με το νέο ήχο. Πανκ, new wave, ηλεκτρονική κτλ. Magazine, Damned, Stranglers, Pistols, New York Dolls και άλλοι πολλοί. Έψαχνα σε δισκάδικα, άκουγα όσες μουσικές εκπομπές υπήρχαν...
Ποια συναυλία της πρώτης φάσης σας θυμάστε περισσότερο και γιατί?
Ν. Αγγελής: Πέρα από τη Σοφίτα στην Πλάκα που παίξαμε αρκετές φορές στις αρχές 83, μια από τις καλύτερες πιστεύω συναυλίες ήταν στο Βύρωνα το 84 νομίζω, με αρκετά άλλα γκρουπ. Εκεί ο ήχος μας είχε σχηματοποιηθεί σχεδόν, όπως ακούγεται στο Χορός για Μουσική. Οι βραδιές επίσης στον Πήγασο, όπου παίζαμε μία-δύο φορές το μήνα, ήταν πολύ ζεστές. Εκεί δε γνωριστήκαμε;
Ναι σωστά εκεί γνωριστήκαμε! Θρυλικός Πήγασος..! Μίλησε μας λίγο για τους στίχους σας που προσωπικά τους θεωρώ ευφυέστατους, τι σε ώθησε να γράφεις έτσι?
Ν. Αγγελής: Ξεκίνησα από τους στίχους. Θυμάμαι να ηχογραφώ στίχους με ήχους κρουστών πριν ακόμα ασχοληθώ με τη μουσική… Κάποιοι καθηγητές στο Βαρβάκειο μου άνοιξαν το παράθυρο στους υπερρεαλιστές Έλληνες και ξένους. Αυτοί έχουν την ευθύνη για ότι ακολούθησε....
Πολλοί αναρωτιούνται τι σημαίνει ακριβώς το Ganuma de Linarus..αν και κατασκευασμένη λεξη,αναρωτιεμαι τι σκεφτόσουν και ποιο το νόημα της?
Ν. Αγγελής: Είναι μια τουφεκιά στον αέρα, στο κενό. Όπως και όλα τα τραγούδια άλλωστε. Αν συναντήσουν κάποιον, όλα καλά. Αν όχι, δεν χάθηκε ο κόσμος... Πάντως το Ganuma de Linarus δε σημαίνει κάτι ιδιαίτερο από όσο θυμάμαι. Ο καθένας μπορεί να βρει τη δική του εκδοχή.
Ποια άλλα ελληνικά συγκροτήματα των 80s εκτιμάς?
Ν. Αγγελής: Πολλά συγκροτήματα τότε είχαν πολλά καλά τραγούδια. Θα σου πω για αυτούς που είχα ακούσει Yell O Yell, Reporters,Metro Decay, Clown, Antitroppau, Femmes Fatales, Moist Device, Nefos, Joyfull Nurses, Villa 21, Αρνάκια, Λευκή Συμφωνία, Blue Light, Not Two Without Three.... Μερικοί μόνο. Και ξεχνάω και άλλους τόσους. Για πολλούς μπορείς να ακούσεις πράγματα στο ντοκιμαντέρ Εδώ δεν υπάρχει Άσυλο.
Αγαπημένα στέκια στην Αθηνα,τοτε και τώρα?
Ν. Αγγελής: Τότε πέρα από Σοφίτα και Πήγασο, υπήρχαν πολλά μπαράκια στα Εξάρχεια, στο Παγκράτι κτλ. Σήμερα περνάω από όπου ακούγεται τέτοια μουσική. Teddy boy, κάποιες φορές Rebound, σε συνδυασμό με παιδικά πάρτυ... Θα τα δεις κι εσύ...
Τα βλέπω ήδη, σουρεαλιστικός συνδυασμός.. Αλήθεια, πως θα περιέγραφες τα 80s,τι σημαίνει για σένα σήμερα αυτή η δεκαετία?
Ν. Αγγελής: Πολύ μουσική, αυτοοργάνωση, μακριά από κόμματα,δισκογραφικές και παρέες. Αυτό ήταν για μένα τα 80. Το τίμημα πληρώθηκε. Οι περισσότερες μπάντες διαλύθηκαν
Δυστυχώς ισχύει..Όμως πως σας φαίνεται σήμερα να έχει η μουσική σας τόση ανταπόκριση και απήχηση και μάλιστα σε νεαρά άτομα που όταν κυκλοφορούσατε την Άνωση δεν είχαν καν γεννηθεί?
Ν. Αγγελής: Περίεργα. Τελικά η τουφεκιά που σου΄λεγα περιφέρθηκε για χρόνια και βρήκε στόχο...Νιώθω ...πράγματα όταν στις συναυλίες τα παιδιά ξέρουν κάθε στίχο.
Υπάρχει ακυκλοφόρητο και ξεχασμένο υλικό?
Ν. Αγγελής: Υπάρχει πολύ υλικό και από την περίοδο του συγκροτήματος και μετά, που τώρα πια ακούγοντάς το με την απόσταση που πρέπει, θα ήθελα να βγει. Με κάποιο τρόπο θα βγει.
Τι έχει αλλάξει σήμερα στο πως ζεις και βιώνεις μέσα από τους Χωρίς Περιδέραιο?
Ν. Αγγελής: Η αίσθηση όταν γράφεται ένα κομμάτι ή όταν το ολοκληρώνουμε με τη μπάντα είναι η ίδια πιστεύω. Και τότε και τώρα. Απλά τα πράγματα τώρα είναι πιο πιεσμένα. Υπάρχει πιο λίγος χρόνος.
Αν και δύσκολο να ξεχωρίσω , το πιο αγαπημένο μου από εσάς είναι το Έγχρωμη γρίπη. Λίγα λόγια για τους στίχους και τι σημαίνει?
Ν. Αγγελής: Ας αφήσουμε τη φαντασία να μας οδηγήσει. Δε θυμάμαι να σου πω.... Ομοιομορφία και ιδιαιτερότητα. Και για την ακρίβεια και τα δύο μαζί
Τι σχέδια έχετε για την συνέχεια, τι να περιμένουμε από Χωρίς Περιδέραιο στο μέλλον?
Ν. Αγγελής: Θέλουμε να παίζουμε τα τραγούδια που για τυχαίους λόγους δε βγήκαν ποτέ προς τα έξω. Θέλουμε να κυκλοφορήσουν τραγούδια αποτυπωμένα το 80, όσα είναι σε καλή κατάσταση, αλλά και να ηχογραφήσουμε άλλα, που είναι και τα πιο πολλά, που δεν ακούγονται εύκολα όπως έχουν σωθεί σε κασέτες, μπομπίνες κτλ.
Αυτά είναι πολύ καλά νέα! Θα σας ενδιέφερε να παίξετε live στο εξωτερικό?
Ν. Αγγελής: Συναυλίες στο εξωτερικό; Ίσως όταν μάθουν και οι άλλοι ελληνικά. Αν και από την Ειρκτή μας λένε ότι τα βινύλια μας πηγαίνουν καλά σε διάφορες χώρες,ακόμα και εξωτικές, στα περιορισμένα πάντα πλαίσια του ειδικού κοινού, ούτε το έχουμε σκεφτεί, ούτε υπάρχει και καμία πρόταση. Η καριέρα στο εξωτερικό ήταν όνειρο κάποιων γκρουπ, που από όσο ξέρω κατέληγε σε εφιάλτη.
Έχετε πλέον καταλήξει σε μια πιο μόνιμη σύνθεση ως προς τα μέλη του group?
Ν. Αγγελής: Σήμερα η σύνθεσή μας παραπέμπει στο αρχικό σχήμα. Εκτός από τον Παντελή Πετρονικολό που παίζει κιθάρα στο γκρουπ από το 82, η Λία Μιχαηλίδη παίζει πλήκτρα, όπως έκανε στο αρχικό σχήμα και ο Κώστας Κόλλιας. Τώρα το μόνιμο είναι πάντα σχετικό.
Ερώτηση κρίσεως! Νομική η Μουσική?
Ν. Αγγελής: Φαινομενικά το ένα δεν έχει σχέση με το άλλο. Αλλά ο καθένας μπορεί να κάνει οτιδήποτε με αυτοσεβασμό και αξιοπρέπεια. Τουλάχιστον να προσπαθήσει. Η μουσική είναι πηγή ζωής. Η δικηγορία τρόπος επιβίωσης.
Συμφωνώ απόλυτα! Αν φτιαχνόσασταν σήμερα σαν συγκρότημα τι πορεία θα ακολουθούσαστε?
Ν. Αγγελής: Πιθανόν την ίδια. Βέβαια τα ακούσματα δε μπορεί να είναι τα ίδια και σήμερα ο όγκος της πληροφορίας είναι μεγαλύτερος από τότε, με τα υπέρ και τα κατά. Βλέπω ότι οι νέοι μουσικοί, είναι τεχνικά πολύ καλύτεροι από παλιά και με πιο ανοιχτούς ορίζοντες. Πάντα σε κάποιο υπόγειο θα γράφονται ωραία τραγούδια....
Ελλάδα του 2015 ..το σχόλιο σου
Ν. Αγγελής: Τα πράγματα είναι δύσκολα. Η πολιτική που ακολουθήθηκε την τελευταία πενταετία δεν απέδωσε. Η συνέχιση αυτού του μοντέλου της λιτότητας θα συντελέσει στη διάλυση και της Ευρώπης και των κοινωνιών. Χρειάζεται σχέδιο αυτόνομης πορείας. Παραγωγής. Από την αρχή.
Κάτι καινούργιο που μπορεί να ακούσουμε στο Death Disco στην συναυλία της Παρασκευής?
Ν. Αγγελής: Την Παρασκευή θα παίξουμε 5-6 νέα κομμάτια. Και άλλα 3 που έχουμε να τα παίξουμε από το 86!!! Και μια και μιλάμε για παραγωγή, ένα τραγούδι που παίζουμε τελευταία προτείνει στο διάστημα να χτίσουμε ιχθυοκαλλιέργειες. Καλά προστατευμένες από το φως και την υγεία σας....
Εντάξει, δεν θέλω να ρωτήσω περισσότερα, μόνο αυτό με το τι θα ακούσουμε μου φτάνει! Έχουμε μιλήσει για τα παιδιά μας, αλήθεια τα παιδιά σου τι γνώμη έχουν για την μουσική του μπαμπά τους?
Ν. Αγγελής: Άλλοτε τους αρέσουν, άλλες φορές προτιμούν πιο παιδικά τραγούδια..ο γιος μου που είναι 11 χρονών θέλει να γίνει ντράμερ. Η κόρη μου που είναι 8 χρονών ήδη φτιάχνει δικά της τραγούδια!
Στα βήματα σου λοιπόν Νίκο! Πάντως έμενα ο γιός μου 20 μηνών πλέον ήδη χορεύει όταν ακούει την Άνωση! Γονίδια!! Σε ευχαριστώ πολύ για όσα είπαμε, και ελπίζω να τα πούμε σύντομα πάλι!
Ν. Αγγελής: Εγώ ευχαριστώ Παναγιώτη! Σε περιμένω την Παρασκευή!
Συνέντευξη: Παναγιώτης Καλλιγάς
Τέσσερις αξέχαστες δισκογραφικές δημιουργίες μετά και μια 7ετια επικών live συναισθηματικής εμβάπτισης στο wall of sound των Glasvegas, απαιτεί πρόνοια και πόθο για να μπεις στη λίστα αναμονής μιας από τις πιο προσδοκώμενες συναυλίες της χρονιάς. Τουλαχιστον για όσους γαλουχήθηκαν με τον κοσμικό ρόλο της κιθάρας. Βγαλμένοι μέσα από τη εργατική τάξη της ανατολικής Γλασκώβης, χωνεύοντας την κέλτική επική διάθεση σε στίχους προσωπικούς και ανοίγοντας τα μάτια στο παγκόσμιο χωριό, οι Glasvegas έρχονται στις 28 Φεβρουαριου να συναντήσουν τους Ελληνες go-ers της Britpop μοιράζοντας υποσχέσεις για τη διαχρονικότητα του ροκ ν ρολ και προτάσσουν χωρίς επιτήδευση την θεατρικότητα της μουσικής. Μιλήσαμε με τον Paul Donoghue, μπασίστα του σκωτσέζικου συγκροτήματος.
Είστε πλέον αρκετά χρόνια στην «μουσική ζούγκλα / έρημο». Ποια είναι η γενικότερη εντύπωση που έχεις για την τρέχουσα μουσική βιομηχανία;
Paul Donoghue: To έθεσες πολύ σωστά. Ζούγκλα και έρημος μαζί. Είναι ίσως η καλύτερη περιγραφή της μουσικής βιομηχανίας που έχω ακούσει! Από επιχειρηματική άποψη, δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς συμβαίνει στην μουσική αυτές τις μέρες. Φαίνεται ότι βρισκόμαστε ακόμα σε μια μεταβατική περίοδο, καθώς υπάρχουν νέοι τρόποι να έχεις πρόσβαση. Το “Streaming” είναι πολύ καλό καλό για τον καταναλωτή, αλλά ο καλλιτέχνης λαμβάνει ελάχιστη ανταμοιβή για τα τραγούδια του που παίζονται από πλατφόρμες όπως το Spotify και το Deezer και νομίζω ότι αυτό είναι ένα θέμα που η μουσική βιομηχανία πρέπει να το δει πολύ σοβαρά. Δεν είναι τόσο απλό, όπως το να λέμε «θέλουμε περισσότερα χρήματα», είναι μια πολύ περίπλοκη κατάσταση από την οποία πρέπει να ωφεληθούν όλοι. Μουσικά τώρα, όλα τα mainstream τραγούδια περιλαμβάνουν «κωλαράκια» και twerking. Δεν ξέρω από που προήλθε όλη αυτή η εμμονή με τα οπίσθια, αλλά ζούμε μια παράξενη εποχή για τη μουσική. Ευτυχώς καποιες μπάντες όπως οι Catfish και οι Bottlemen αρχίζουν την αντεπίθεση για τα κιθαριστικά συγκροτήματα.
Πιστεύεις ότι το rock n roll παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος της μουσικής ως μέρος της καθημερινής σύγχρονης ζωής;
Paul Donoghue: Για μένα ναι, είναι. Άσχετα με τις παρατηρήσεις μου σχετικά με το είδος τραγουδιών που είναι δημοφιλή αυτή τη στιγμή, ο καθένας μας έχει την προσωπική του αισθητική και θα κάνει τις δικές του μουσικές επιλογές που θα διαμορφώσουν τη ζωή του. Ένα παιδί που αγοράζει ένα δίσκο της Meghan Trainor κατά πάσα πιθανότητα δεν πρόκειται να συγκινηθεί από τον Leonard Cohen, αλλά αυτό είναι το γούστο τους και είναι δικό τους θέμα. Προσπαθώ να μην είναι πολύ επικριτικός με τα μουσικά γούστα των ανθρώπων. Ξέρω τι μου αρέσει αλλά δεν θα προσπαθούσα να το επιβάλω σε κάποιον άλλον.
Θεωρείτε την μουσική σας ως μια τοπική έκφραση του ήχου της Γλασκώβης ή ως κάτι μεγαλύτερο όπως η Brit-pop? Ποια η σχέση σας με τις άλλες μπάντες της Γλασκώβης;
Paul Donoghue: Νομίζω ότι έχουν βγει ελάχιστες μπάντες που αντιπροσωπεύουν πραγματικά την περιοχή της Γλασκώβης απ’όπου είμαστε εμείς. Το τελευταίο συγκρότημα πριν απο μας που πραγματικά αντιπροσωπεύει την δική μου Γλασκώβη ήταν οι The Sensational Alex Harvey Band. Στο ενδιάμεσο, τα πιο ξακουστά συγκροτήματα της Γλασκώβης έχουν προέλθει από τη δυτική πλευρά της πόλης. Εκεί έχουν μια εντελώς διαφορετική νοοτροπία και μπορεί να έχουν βγάλει κάποιες εκπληκτικές μπάντες και μερικά από τα καλύτερα τραγούδια που έχω ακούσει, αλλά δεν είναι αντιπροσωπευτικά της δικής μας Γλασκώβης. Πιστεύω ότι έχουμε περισσότερα κοινά με τους Oasis και τους Echo & the Bunnymen παρά με γκρουπ όπως οι Churches. Αυτό δε σημαίνει ότι οι Churches δεν αντιπροσωπεύουν πολλούς Γλασκωβέζους, απλά ίσως ο ήχος τους είναι πολύ πιο international από τον δικό μας.
Πως είναι η έννοια της επιτυχίας στο μυαλό σας και πως έχετε αντιμετωπίσει το θέμα μέχρι στιγμής;
Paul Donoghue: Όταν πρωτοξεκινήσαμε, η έννοια της επιτυχίας για μας ήταν να καταφέρουμε να παίξουμε ένα τραγούδι από την αρχή ως το τέλος χωρίς να το καταστρεψουμε. Μετά αρχίσαμε συναυλίες, καποιοι άνθρωποι ήρθαν να μας δουν και μάλλον κάπως έτσι μετράμε την επιτυχία μας τώρα. Όσο μπορούμε να παίζουμε σε μια σκηνή μαζί είμαστε ευχαριστημένοι. Το κανουμε εδώ και καιρό, είχαμε τα πάνω μας και τα κάτω μας, αλλά το μόνο πράγμα που μας χαροποιεί περισσότερο από οτιδήποτε ειναι να παίζουμε τα τραγούδια μας. Απο κει και πέρα οτιδήποτε άλλο συμβαίνει είναι bonus.
Οι συνθέσεις σας φαίνεται ότι αναφέρονται σε «δευτερευούσης σημασίας» θέματα, όπως τα συναισθήματα, τη μελαγχολία, τις σχέσεις, τα προσωπικά δράματα. Επιπλέον, χρησιμοποιείτε δυνατούς και anthemic ήχους ώστε να αναβαθμιστούν στο επίπεδο που τους αξίζει. Είναι αυτή η ραχοκοκαλιά των Glasvegas, να στοχεύετε σε ένα συγκεκριμένο κοινό?
Paul Donoghue: Δεν νομίζω ότι έχουμε στόχο κάποιον συγκεκριμένα. Στις συναυλίες μας έχω δει 15χρονα παιδιά να στέκονται δίπλα σε εξηντάρηδες. Παράγουμε μουσική που σημαίνει πολλά για εμάς, είμαστε πολύ ειλικρινείς και οι άνθρωποι φαίνεται ότι το εκλαμβάνουν αυτό όταν μας ακούνε. Ίσως τα τραγούδια που γράφει ο James να είναι για διαφορετικά πράγματα από αυτά για τα οποία γράφουν οι περισσότεροι άνθρωποι, αλλά είναι πάντα για θέματα που τον συγκινούν. Και ακόμη όταν τραγουδάει τραγούδια που δεν έχουν και την πιο ευχάριστη αφήγηση, τόσο η μπάντα όσο και ο κόσμος φαίνεται να περνάνε υπέροχα.
Το τραγούδι σας “Geraldine” αναφέρεται σε μια κοινωνική λειτουργό που κινητοποίησε τα συναισθήματα σας διερευνώντας της ποικιλομορφία των ανθρώπινων σχέσεων. Μοιάζει αστείο βέβαια που η Lady Gaga προσφέρθηκε στο παρελθόν να υποδυθεί το ρόλο της “Geraldine”. Μετά από τόσα χρόνια βρίσκετε ακόμη σημαντικά πρόσωπα για να εμπνέεστε?
Paul Donoghue: Φυσικά. Το πιο σημαντικό από όλα είναι μάλλον η επίδραση που έχουμε ο ένας στον άλλο. Όταν είμαστε μαζί και οι έξι (η μπάντα και οι δυο μας μάνατζερ), υπάρχει ένας ηλεκτρισμός που μας εμπνέει. Αυτό επεκτείνεται και στην οικογένεια μας και στους φίλους μας επίσης. Οι άνθρωποι που σημαίνουν πολλά για τον καθένα στην ζωή του είναι βασικά το μόνο που έχουμε σε αυτή την γη και η μεγαλύτερη έμπνευση που θα μπορούσε κάποιος να ζητήσει.
Ballads vs dancing. Είστε μια μπάντα προσανατολισμένη στην διασκέδαση ή μια shoegaze εκδίκηση για αυτούς που αγνοούν το μέγεθος των ανθρώπινων συναισθημάτων?
Paul Donoghue: Στην πραγματικότητα είμαστε κάπου στη μέση. Αρκετοί άνθρωποι περιμένουν από εμάς να είμαστε σκοτεινοί και δυστυχισμένοι, αλλά στην πραγματικότητα είμαστε σαν ένα νηπιαγωγείο που το έχουν πάει εκδρομή. Κάθε μέρα που είμαστε σε τουρνέ ή στο στούντιο ή απλά έξω, πάντα γελάμε. Χαιρόμαστε να πηγαίνουμε σε nightclubs και πάρτι, αλλά πιθανότητα θα είμαστε στην γωνία και θα λέμε αστεία μεταξύ μας κοιτώντας τι κάνουν όλοι οι άλλοι. Έχω γίνει γνωστός επειδή ξεσπάω σε αυθόρμητους χορούς σαν αυτούς στο βίντεο του «Thriller” και μια φορά ακόμη και σε fandango.
Το τελευταίο σας άλμπουμ “Later… When the TV turns to static” ήταν εξ ολοκλήρου παραγωγή του James Allan. Ποιο θα είναι το επόμενο βήμα? Σκοπεύετε να συνεργαστείτε με κάποιον άλλο αυτήν την φορά? Έχετε κάποια wishlist από ανθρώπους που θα θέλατε να συνεργαστείτε στο άμεσο μέλλον?
Paul Donoghue: Βρισκόμαστε στο studio αυτήν την στιγμή και ο James είναι και πάλι στο πηδάλιο. Είναι υπέροχα που ο James ήταν υπεύθυνος για το τελευταίο μας album και αυτό που δουλεύουμε τώρα, αλλά είμαστε πάντα πρόθυμοι να εξετάσουμε οποιαδήποτε συνεργασία ή κατεύθυνση που θα δώσει ώθηση στην μουσική μας. Τόσο ο Flood όσο και ο Rich Costey έφεραν σπουδαία πράγματα στα δυο πρώτα μας άλμπουμ, και υπάρχει μια φρεσκάδα όταν μπορούμε να έχουμε και την γνώμη κάποιου άλλου για την μουσική που δημιουργούμε.
Ποιο είναι το καλύτερο σκωτσέζικο συγκρότημα όλων των εποχών?
Paul Donoghue: Θα πω και πάλι τους Sensational Alex Harvey Band. Ήταν μία από τις πιο τολμηρές και αντισυμβατικές μπάντες που βγήκαν από την Γλασκώβη. Την πρώτη φορά που άκουσα την μουσική τους μου κόπηκε η ανάσα από το τσαμπουκά τους και την παντομίμα. Σε καμία περίπτωση δεν είναι και το πιο γνωστό σκωτσέζικο συγκρότημα, αλλά για μένα είναι το καλύτερο.
Η Σκωτία έκανε πρόσφατα το δημοψήφισμα σχετικά με την ανεξαρτησία της. Η Μεγάλη Βρετανία και η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται να έχουν σημαντικά συνταγματικά ζητήματα για τα οποία πρέπει να απευθυνθούν στους ανθρώπους. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η καταγωγή σας είναι από ένα εργατικό μέρος της Γλασκώβης βλέπετε μια κοινωνική επανίδρυση των εθνικών σχέσεων ως κρίσιμη και μείζονος σημασίας για την σύγχρονη ζωή?
Paul Donoghue: Το δημοψήφισμα ήταν μεγάλο πράγμα για την Σκωτία. Πραγματικά ενεργοποίησε ξανά το ενδιαφέρον των ανθρώπων για την πολιτική. Αν και η Σκωτία έχει υπάρξει μια αρκετά ασφαλής περιοχή για τους Εργατικούς, το σκωτσέζικο εθνικό κόμμα βρίσκεται σε άνοδο εδώ και αρκετό καιρό. Νομίζω ότι οι άνθρωποι της Σκωτίας είτε ψήφισαν ναι είτε όχι θέλουν περισσότερες από μια φωνές για πολλά ζητήματα. Αισθάνονται ότι δεν έχουν εκπροσωπηθεί κατάλληλα για μεγάλο χρονικό διάστημα και θέλουν από τους πολιτικούς μας να έχουν πιο άμεσο έλεγχο σε πολλά θέματα που μας επηρεάζουν άμεσα. Το καλύτερο πράγμα που βγήκε από το δημοψήφισμα για μένα όμως, παρόλο που ψήφισα όχι, ήταν ότι η Nicola Sturgeon είναι πλέον η πρωθυπουργός μας. Κατά την διάρκεια της εκστρατείας νομίζω ότι ήταν μια φωνή της λογικής και την πίστευα όταν μίλαγε, κάτι που δεν ισχύει για το 90% των άλλων πολιτικών. Ίσως δεν συμφωνώ με όλα όσα πιστεύει, αλλά πραγματικά πιστεύω ότι είναι το καλύτερο πρόσωπο για να πάει την χώρα μας μπροστά.
Μια και ανέφερες την πρωθυπουργό, ας μιλήσουμε για τις Σκωτσέζες. Εμένα το μυαλό μου πηγαίνει κατευθείαν στην θεσπέσια φωνή της Elizabeth Fraser και την εκπληκτική ομορφιά της Shirley Manson. Ποια είναι η άποψη σου για τις δυο αυτές κυρίες?
Paul Donoghue: Η Elizabeth Fraser είναι καταπληκτική. Οι Cocteau Twins ήταν άλλη μια σπουδαία μπάντα της Σκωτίας. Άλλαξαν πράγματα και έφεραν έναν εντελώς νέο τρόπο ερμηνείας στα αφτιά των ανθρώπων της Σκωτίας. Συνορεύουν με την Τέχνη. Και η Shirley Manson είναι πραγματικά πολύ γλυκιά. Παίξαμε μαζί σε ένα φεστιβάλ στο Μπιλμπάο και ενώ ήμουν στην μέση του πλήθους την άκουσα να τραγουδάει μια a capella εκτέλεση του “Whatever hurts you through the night”, κάτι που μας κολακεύει πολύ. Την συναντήσαμε την τελευταία φορά που έπαιξε στην Γλασκώβη και ήταν πολύ γλυκιά και εγκωμιαστική για τους Glasvegas. Πιστεύω ότι οι Σκωτσέζες είναι ανάμεσα στις καλύτερες γυναίκες του κόσμου. Είναι πολύ δυνατοί άνθρωποι που πάντα προσπαθούν για το καλύτερο στις ζωές τους και αυτό είναι ένα σπουδαίο στοιχείο του χαρακτήρα.
Το ποδόσφαιρο είναι ανάμεσα στις καθημερινές σας απολαύσεις. Πες μου τουλάχιστον πέντε ακόμα πράγματα που αγαπάτε ή κακές συνήθειες.
Paul Donoghue: Το πιο αγαπημένο μου ενδιαφέρον παραμένει η μουσική. Με συγκινεί περισσότερο από οτιδήποτε. Μετά από αυτό πιθανότατα είναι τα video games. Πιστεύω ότι είναι μια από τις πιο προοδευτικές τέχνες αυτήν την στιγμή γύρω μας. Οι ιστορίες τους είναι καλύτερες από αυτές που έχουν οι περισσότερες ταινίες που είδα πρόσφατα. Μετά θα έβαζα τα βιβλία. Αγαπώ τον γραπτό λόγο και έχω πολλούς δερματόδετους τόμους στο σπίτι μου. Φυσικά και το ποδόσφαιρο είναι ένα τεράστιο πάθος, αν και η ομάδα μου η Rangers αντιμετωπίζει πολλά οικονομικά και επιχειρηματικά προβλήματα αυτήν την στιγμή, οπότε δεν θέλω να μιλάω γι’αυτό. Δεν νομίζω ότι έχω κακές συνήθειες, αλλά το συγκρότημα λέει ότι βρωμάω όταν είμαστε στο πούλμαν. Όχι ότι είναι θέμα κακής υγιεινής, αλλά επειδή υπάρχει ένα περίεργο άρωμα όταν τρώω πικάντικες τροφές, κάτι που συμβαίνει σχεδόν καθημερινά.
Η Ελλάδα φημίζεται για τον πολιτισμό της, τα νησιά της, την διασκέδαση, και τελευταία για τις ταραχές. Τι νομίζετε ότι θα προσθέσει η επερχόμενη συναυλία σας στο ελληνικό κοινό? Έχετε ξανάρθει στην Αθήνα?
Paul Donoghue: Αυτή θα είναι η πρώτη μας επίσκεψη στην Αθήνα. Δεν συμβαίνει πολύ συχνά να επισκεπτόμαστε μια χώρα που δεν έχουμε ξαναπάει, οπότε θα είναι μια περιπέτεια για μας. Ειδικά όταν πρόκειται μια πόλη με τόσο πολιτισμό και τέχνη όπως η Αθήνα. Νομίζω ότι θα είναι ένα από τα αγαπημένα μου ταξίδια άσχετα πώς θα πάει η συναυλία. Πιστεύω ότι υπάρχουν πολλά κοινά σημεία μεταξύ Ελλήνων και Σκοτσέζων. Και οι δυο λαοί είναι ευέξαπτοι και ανοιχτόκαρδοι. Πιστεύω ότι ο καθένας που θα έρθει στην συναυλία μας θα βοηθήσει για να γίνει ένα απολαυστική βραδιά. Δεν μπορώ να περιμένω να έρθω!
Συνέντευξη - κείμενο: Διονύσης Ρήγας
Μετάφραση - επιμέλεια: Κώστας Μπρέλλας
Glasvegas Official
- *Οι Glasvegas θα εμφανιστούν το Σάββατο 28 Φεβρουαρίου στο Gagarin 205 για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
‘…we only ever thought we were gonna play two gigs…’
…ένα συγκρότημα που μετράει 34 χρόνια μουσικής δημιουργίας εξακολουθεί να γεμίζει μεγάλους συναυλιακούς χώρους στην Αγγλία με κοινό που δίνει την αίσθηση πως έχει κάνει βίωμα τους στίχους των τραγουδιών τους. Ο Justin Sullivan είναι ο μοναδικός που παραμένει από την αρχική σύνθεση της μπάντας και ο οποίος στα χρόνια που μεσολάβησαν από το ‘Today Is A good Day’ έχει μετουσιώσει τη συνέπεια μιας μεγάλης φωτιάς που σχεδόν κατέστρεψε το στούντιο του συγκροτήματος και η οποία εξαφάνισε live και άλλες ηχογραφήσεις, αρχειακό υλικό, μηχανήματα και μουσικά όργανα. Ο θάνατος του manager Tommy Tee και η αποχώρηση του μπασίστα τους Nelson ήταν δυο ακόμα καθοριστικά συμβάντα που σχεδόν διαμόρφωσαν ολόκληρη τη στάση του Justin Sullivan σχετικά με το παρελθόν το οποίο θεωρεί πως πρέπει να θάβεται, όπως έχει ήδη αναφέρει σχεδόν σε κάθε πρόσφατη συνέντευξή του. Οι διαφορές των δυο τελευταίων άλμπουμ ως συνέπεια και των μεταλλάξεων που αναγκαστικά συνέβησαν μέσα στη μπάντα ξάφνιασαν αρκετά το μουσικό τύπο αλλά και το κοινό του. Ταυτόχρονα είναι ενδιαφέρον το ότι σε διάστημα 1 χρόνου στην Αγγλία έχουν καταρριφθεί ‘μύθοι’, διάσημα ονόματα στη μουσική (π.χ. Johnny Rotten) ενώ ένα σοβαρότατο σκάνδαλο σεξουαλικής παρενόχλησης του ανθρώπου πίσω από την εκπομπή Top of The Pops, Jimmy Saville αλλά και όσων συνδέονταν μαζί του, διέλυσε κάθε ψευδαίσθηση ειδυλλιακού τοπίου στα μουσικά πράγματα του παρελθόντος.
Έγινε μια φοβερά ειλικρινής συζήτηση με τον Justin Sullivan κατά την οποία απάντησε σοβαρά και εκτεταμένα για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον των New Model Army και για ένα σωρό άλλα θέματα. Όμως παράλληλα ‘έσπασε καθρέφτες’ και διέλυσε ‘εικόνες’ μέσα σε 27’ κι αυτό δε θα το ξεχάσω παρότι είναι μια στάση την αποστομωτική βία της οποίας, αποδέχομαι και σέβομαι απολύτως γιατί αισθάνομαι πως λέει την αλήθεια. Πέρα απ’ όλ’ αυτά οι New Model Army έδωσαν 2 συναυλίες στην Αγγλία ως τις γιορτές (με setlist που είχε 31 κομμάτια), sold out μέσα σε ώρες, ενώ στο κατάμεστο Forum στην περιοχή Kentish Town το κοινό τους, όρθιο στους ώμους άλλων έβγαζε όλη του την ψυχή με τους στίχους του ‘No Rest’ και ο 50άρης δίπλα μου που έβαλε το δερμάτινό του μπουφάν μετά τη δουλειά για να έρθει στο live, άκουγε με σκυμμένο κεφάλι τους στίχους ‘…till we mortgaged the future buried our children…’. Πράγματι, δεν έχει λόγο κανείς να ‘περιμένει κάτι συγκεκριμένο’ από μια μουσική μπάντα και παρότι προσωπικά θεωρώ πως το οποιοδήποτε είδους ‘κουτί’ είναι μια απλή και εφήμερη συναρμογή ορθογώνιων κομματιών, δεν παύει να παραμένει διακριτό πράγμα το να μην περιχαρακώνεται κάποιος από γωνίες από το να αρνείται ότι έχει ένα κάποιο χαρακτήρα και μια στάση στα πράγματα. Τα συμπεράσματα φυσικά ανήκουν στον καθένα μας χωριστά κι εγώ προσωπικά εύχομαι τα όσα ειπώθηκαν σε αυτή τη συνομιλία να κυκλοφορούσαν και στον αγγλικό μουσικό τύπο.
Ξεκινήσατε την περιοδεία σας για τον καινούριο δίσκο τον Οκτώβριο σε πόλεις εκτός Αγγλίας. Πώς έχει πάει μέχρι στιγμής?
Justin Sullivan: Κάναμε συναυλίες για 3 εβδομάδες μέσα στον Οκτώβριο σε πόλεις της Γερμανίας και της Σκανδιναβίας και πήγαν όλες πολύ καλά. Αρχικά θέλαμε να κάνουμε αυτές τις live εμφανίσεις την Άνοιξη του 2014 αλλά δε μπορέσαμε γιατί ο Michael Dean είχε τραυματιστεί. Στη συνέχεια ήρθαμε στην Ελλάδα και τώρα ετοιμάζουμε τη μεγάλη μας συναυλία στο Λονδίνο λίγο πριν τις γιορτές.
Μιλώντας για το live σας στην Ελλάδα ξέρω πως εμφανιστήκατε στα πλαίσια μιας εκδήλωσης που έγινε στο Σπόρτινγκ για την Ευρωπαϊκή Μέρα Ενάντια στο Φασισμό. Πώς οργανώθηκε αυτή η εμφάνισή σας και πώς πήγε?
Justin Sullivan: Οργανώθηκε από μια ομάδα ανθρώπων στην Αθήνα, οι οποίοι μας ζήτησαν να παίξει όλη η μπάντα πράγμα που ήταν αρκετά κοστοβόρο και άρα ανέφικτο. Επειδή όμως εγώ ήθελα να παίξουμε, ήρθα με τον Dean (White) και κάναμε ένα live με δυο κιθάρες και λίγα πλήκτρα. Ήταν ωραία, δεν είχε και ένα εκατομμύριο κόσμο, αλλά η ατμόσφαιρα ήταν ωραία.
Ας μείνω λίγο ακόμα στην Ελλάδα. Το παλιότερο άλμπουμ σας ‘Carnival’ είχε έλληνα συμπαραγωγό, τον Χρήστο Τσαγκαρίδη. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία?
Justin Sullivan: Ο Χρήστος Τσαγκαρίδης έχει ασχοληθεί για πολλά χρόνια με τη ροκ μουσική και νομίζω πως ξεκίνησε από την Κύπρο. Έκανε το μιξάρισμα σε ένα live μας και επειδή δουλέψαμε καλά τότε, του ζητήσαμε να είναι ο παραγωγός αυτού του άλμπουμ αλλά τελικά αυτός δεν ήταν ένας ευτυχισμένος ‘γάμος’. Ο αγαπημένος μου έλληνας παραγωγός όμως ο οποίος ανέλαβε το άλμπουμ μας με τίτλο ‘The Love of Hopeless Causes’ του 1993, είναι για την ακρίβεια ελληνοαμερικάνος και ονομάζεται Νίκος Μπόλας. Έχει συνεργαστεί με διάφορους μουσικούς μεταξύ των οποίων και ο Neil Young, είναι καλός μου φίλος και συνεργαστήκαμε πολύ καλά.
Το Σεπτέμβριο του 2014 κυκλοφόρησε το ‘υβριδικό’ όπως το έχεις χαρακτηρίσει άλμπουμ των New Model Army, που ονομάζεται ‘Between Wine And Blood’. Ξέρουμε πως αυτό το άλμπουμ είναι συνέχεια του προηγούμενου ‘Between Dog And Wolf’ ο τίτλος του οποίου αφορά σε μια έκφραση στα γαλλικά που σημαίνει ‘ξημέρωμα’. Αναρωτιέμαι ποιά είναι η σημασία της έκφρασης ‘Between Wine And Blood’.
Justin Sullivan: Στο προηγούμενο άλμπουμ με τον τίτλο ‘Between Dog And Wolf’ υπήρχε και ένα κομμάτι με τον ίδιο τίτλο, ένα τραγούδι για την αγάπη που δανείζεται αυτή τη μεσαιωνική γαλλική έκφραση ‘Entre chien et lou’ γιατί θεωρήσαμε πως εκφράζει σε μεγάλο βαθμό τους New Model Army. Η έκφραση αυτή αναφέρεται στην αυγή της μέρας όπου το φως είναι τέτοιο που αν είσαι στο δάσος είναι πρακτικά αδύνατο να ξεχωρίσεις αν αυτή η σκιασμένη φιγούρα στο βάθος είναι το κυνηγετικό σου σκυλί ή ένας λύκος. Στη συνέχεια γράψαμε τους στίχους του κομματιού ‘…between dog and wolf between wine and blood between wolf and wine, between wine and blood…’ οι οποίοι έχουν προφανώς θρησκευτικές αναφορές και βασίζονται στην ιδέα της μεταμόρφωσης. Το ‘Between Wine And Blood’ είχαμε την πρόθεση να είναι ένα live άλμπουμ του προηγούμενου αλλά ταυτόχρονα θέλαμε να συνδέσουμε με κάποιο τρόπο τα δυο άλμπουμ κι έτσι επιλέξαμε αυτό τον τίτλο. Στη συνέχεια έτυχε να γράψουμε 6 καινούρια κομμάτια τα οποία ενσωματώσαμε στο δίσκο κι έτσι προέκυψε αυτό το υβριδικό άλμπουμ, το οποίο νομίζω ότι είναι καλό.
Συμφωνώ και κατά τη γνώμη μου είναι πράγματι ένας πολύ καλός δίσκος το ‘Between Wine And Blood’ και νομίζω πως οι δυο τελευταίες σας δουλειές συνδέονται κατά κάποιο τρόπο με παλιότερα κομμάτια σας όπως αυτά του ‘Thunder And Consolation’. Παράλληλα όμως αντιλαμβάνομαι ότι υπήρχαν κάποια βασικά στοιχεία που είχαν μεγάλη σημασία για τους New Model Army όσον αφορά στον ήχο της νέας σας δουλειάς. Για παράδειγμα ήταν σημαντικό το να δοθεί έμφαση και να υπάρξει ‘χώρος’ μέσα στη σύνθεση για επάλληλα επίπεδα των ντραμς, να δώσετε στη μουσική σας πιο ‘βαρύ’ ύφος και να έχετε πολύ καλή ποιότητα στον ήχο. Αυτοί ήταν, απ’ όσο έχεις πει, οι βασικοί λόγοι για τους οποίους επιλέξατε τον Joe Barresi για το μιξάρισμα του ήχου, ο οποίος μένει στο Los Angeles.
Justin Sullivan: Ναι πολύ σωστά, εγώ και ο Michael συζητούσαμε για όλ’ αυτά εδώ και πολύ καιρό και έχουμε ξαναπροσπαθήσει να υλοποιήσουμε την ιδέα των επάλληλων επιπέδων ντραμς αλλά ποτέ ως τώρα δεν κάτσαμε να το κάνουμε αυτό όπως έπρεπε. Έτσι αυτή τη φορά αποφασίσαμε να κάνουμε εμείς την παραγωγή του ήχου των ντραμς έτσι ώστε να έχουμε την ευχέρεια να κάνουμε ‘λάθη’ και να προσεγγίσουμε διάφορες κατευθύνσεις. Οι παραγωγοί έχουν την τάση να περιορίζουν τις δυνατότητες που έχει κανείς κι εμείς θέλαμε να μην εστιάσουμε σε κάτι συγκεκριμένο αλλά να εξελίξουμε διάφορες ιδέες πάνω σε αυτό που θέλαμε να πετύχουμε τελικά. Παράλληλα όμως από πολύ νωρίς είχαμε την πρόθεση τελικά να αναθέσουμε το τελείωμα, το μιξάρισμα δηλαδή, σε ένα από τους καλύτερους επαγγελματίες στον κόσμο κι έτσι επιλέξαμε τον Joe και αυτή η επιλογή μας αποδείχτηκε σωστή τελικά. Είναι ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος και είναι γνωστός στη ροκ σκηνή έχοντας δουλέψει με τους Queens of the Stone Age, τους Tool κ.α. μπάντες αλλά έχει επίσης πολύ μουσικότητα και δεξιοτεχνία στο να δίνει βάθος στη σύνθεση κι έτσι ο ήχος που δημιουργεί είναι πολύ δυνατός, πολύ καθαρός και έχει βάθος, πράγμα που ταιριάζει πολύ με το ύφος των New Model Army. Είχαμε κουραστεί να κάνουμε φτηνούς δίσκους που πουλάνε εύκολα κι έτσι αυτή τη φορά θέλαμε να κάνουμε μια ακριβή και πάρα πολύ καλή παραγωγή.
Πράγματι είναι εμφανής η διαφορά στον ήχο αυτού του άλμπουμ παρ’ όλ’ αυτά ομολογώ πως μου έλειψαν οι country, bluegrass αναφορές στα κομμάτια του ‘Between Wine And Blood’. Αυτό σημαίνει πως έχεις επιλέξει να εστιάσεις της solo δουλειές σου σ’αυτά τα είδη και πως τέτοια country γυρίσματα μέσα στις μελωδίες των κομματιών ανήκουν στο παρελθόν των New Model Army?
Justin Sullivan: Νομίζω πως οι folk μελωδίες είναι ακόμα εκεί απλά δεν είναι τόσο εμφανείς όσο πριν. Για παράδειγμα όταν γράφαμε το ‘Thunder And Consolation’ ο Ed (Alleyne Johnson) έπαιζε βιολί και τότε οι άνθρωποι έλεγαν ‘Α, αυτό είναι folk rock μουσική’. Αυτό που έχουμε αποφασίσει είναι πως όταν ο οποιοσδήποτε προσπαθεί να φτιάξει ένα ‘κουτί’ για να χωρέσει τους New Model Army μέσα, τότε το πρώτο πράγμα που κάνουμε είναι να βγούμε έξω από αυτό το κουτί! Προσπαθούμε να κάνουμε άλμπουμ που δεν είναι παρόμοια ή ίδια, γράφουμε μουσική και επηρεαζόμαστε από τα πάντα δε θέλουμε ποτέ να βρεθούμε μέσα σε κάποιο ‘κουτί’ οπότε αν κάποιος μας πει ‘Α ώστε είστε ‘αυτό το πράγμα’ τότε εμείς απαντάμε ‘Όχι, γιατί μπορούμε επίσης να κάνουμε ένα σωρό άλλα πράγματα’. Ξέρεις, μετά το ‘Thunder And Consolation’ και ‘Impurity’ υπήρχε ένα μεγάλο folk rock κύμα στη μουσική στην Αγγλία, για το οποίο ήμασταν εν μέρει υπεύθυνοι και κάπου εκεί σκεφτήκαμε ‘Οκ το κάναμε αυτό ας γράψουμε κάτι άλλο τώρα, ας κάνουμε κάτι διαφορετικό’ κι έτσι το ‘ The Love Of Hopeless Causes’ ήταν ένα περίπου hard rock άλμπουμ με επιρροές από τη σκηνή της Αμερικής. Οπότε αυτό που θέλω να πω είναι πως σε γενικές γραμμές επιδιώκουμε να προχωράμε και να εξελισσόμαστε μουσικά.
Το άλμπουμ σας ‘Between Dog And Wolf’ συνοδεύτηκε από την κυκλοφορία μιας πολυσέλιδης έκδοσης και τη δημιουργία ενός ντοκυμαντέρ για τους New Model Army από τον Matt Reid του BBC4. Έχεις δηλώσει πολύ σαφώς ότι ‘Αυτό είναι ένα ντοκυμαντέρ που ο Matt Reid έφτιαξε από τη δική του σκοπιά και όχι κάτι που απαραίτητα θα έκανε η μπάντα για τον εαυτό της’. Επίσης έχεις πει πως κατά τη διάρκεια της έρευνας που έκανε ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης, χρειάστηκε να επισκεφτείς ξανά το Sawmill στούντιο στην Κορνουάλη όπου ηχογραφούσατε πολύ παλιότερα και πως αυτό ήταν μια τραυματική εμπειρία για’σένα. Εκτός από αυτή η επίσκεψη ποιά άλλα στοιχεία δε σου άρεσαν από το ντοκυμαντέρ αυτό?
Justin Sullivan: Είναι ενδιαφέρον ότι η ταινία αυτή κυκλοφόρησε φέτος, ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του ‘Between Dog And Wolf’ και πριν λίγες μέρες μετά την προβολή της ταινίας σε ένα σινεμά, μαζί με τον Matt Reid απαντούσαμε σε ερωτήσεις του κοινού για την ταινία. Το ‘πρόβλημα’ με την ταινία αυτή είναι ότι, ας είμαστε ειλικρινείς, δε γίνεται να χωρέσεις 34 χρόνια σε 1 ½ ώρα ταινία. Αλλά παρ’ όλ’αυτά δεν έκανε μια ταινία για τους fans αντιθέτως προσπάθησε να αποτυπώσει την ουσία της μπάντας με αρκετά κενά, υπάρχει ένα κενό 20 χρόνων στην ιστορία που αφηγείται η ταινία αυτή. Ένα μεγάλο κομμάτι της ταινίας αφορά στη δεκαετία του ’80 και μετά μεταπηδάμε στην περίοδο κυκλοφορίας του ‘Between Dog And Wolf’ οπότε το ενδιάμεσο διάστημα απλά δεν αποτυπώνεται πουθενά κι έτσι η ταινία δε λέει όλη την ιστορία των New Model Army. Από την άλλη μεριά εμείς δε θα κάναμε ποτέ μια ταινία για τους εαυτούς μας, ήταν καλύτερο κάποιος να κάνει μια ταινία για εμάς οπότε αυτό είναι το νόημα της φράσης ‘αυτή είναι μια ταινία που έκανε ο συγκεκριμένος άνθρωπος και όχι απαραίτητα μια δική μας ταινία’. Προσπάθησε να κάνει μια ταινία που θα ενδιέφερε ανθρώπους που δεν ξέρουν τίποτα απολύτως για τους New Model Army και νομίζω πως το έκανε επιτυχώς αυτό γιατί αυτή την εβδομάδα ήρθε πολύς κόσμος στην προβολή της ταινίας στο σινεμά ∙ κόσμος που δεν ήξερε τίποτα για εμάς στον οποίο φάνηκε ότι άρεσε πολύ η ταινία. Αυτό που μου άρεσε πολύ επίσης είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Matt Reid ενσωμάτωσε τη μουσική μας. Τέλος πάντων αυτό ήταν έγινε τώρα. Το 2010 γιορτάσαμε την 30η επέτειο ύπαρξης των New Model Army και αυτό περιλάμβανε πολύ μεγάλη ανασκόπηση του παρελθόντος και μετά συνεχίσαμε κατευθείαν στην κυκλοφορία του ‘Between Dog And Wolf’ και κάθε κάποιο διάστημα, ιδίως όταν είσαι μια μπάντα 34 χρόνων πάντα υπάρχει κάποιος που θέλει να σε σύρει στο παρελθόν πράγμα το οποίο δε μας ενδιαφέρει οπότε η πρώτη σκέψη μας είναι ‘Οκ πρέπει να μιλήσουμε για το παρελθόν αλλά αυτό δεν είναι κάτι ευχάριστο για εμάς’.
Πέρασαν 5 χρόνια ανάμεσα στα ‘Today Is A Good Day’ και ‘Between Dog And Wolf’ και στο διάστημα αυτό συνέβησαν αρκετά και σοβαρά πράγματα τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και στην ίδια τη μπάντα. Έχεις πει πως μετά την επίθεση στους δίδυμους πύργους στην Αμερική το πρώτο κομμάτι που έγραψες ως ‘απάντηση’ ήταν το ‘Navigating By The Stars’ στο ομώνυμο σόλο άλμπουμ σου. Αυτό είναι ένα κομμάτι που δημιουργεί περισσότερο μια ατμόσφαιρα περισυλλογής παρά μια δυναμική και θυμωμένη ‘απάντηση’ στα γεγονότα. Έχοντας στο μυαλό σου το κομμάτι ‘Vengeance’ συγκριτικά με το ‘Navigating By The Stars’ ποιά από τις δυο προσεγγίσεις στα πράγματα έχεις δει στην πορεία των χρόνων ότι ‘λειτουργεί’ καλύτερα για’ σένα ως άνθρωπο στο να αντιμετωπίσεις διάφορες καταστάσεις?
Justin Sullivan: (παύση)…Και τα δυο (γέλια) για διαφορετικούς λόγους. Κανείς δεν είναι συνεχώς θυμωμένος και όλοι έχουν διαφορετικές εκφάνσεις του εαυτού τους. Και πάλι πιστεύω πως πολλοί άνθρωποι έχουν την τάση να φτιάχνουν ‘κουτιά’ για τις μπάντες και να λένε ‘Α αυτοί εκφράζουν καλύτερα αυτού του είδους τα συναισθήματα’ οπότε με αυτή τη λογική όταν έχεις κάποια συγκεκριμένη διάθεση βάζεις να ακούσεις ένα δίσκο των Cure για παράδειγμα. Με τους New Model Army τα πράγματα είναι διαφορετικά γιατί ακολουθούμε διαφορετικά μονοπάτια και διαθέσεις κάθε φορά, στάση η οποία είναι πιο συνεπής στο πώς είμαστε εμείς οι ίδιοι στο ότι η ύπαρξή μας έχει πολλές διαστάσεις. Ας πούμε, πολύς κόσμος θεωρεί πως είμαστε μια πολιτική μπάντα κι αυτό είναι λάθος κατά τη γνώμη μου γιατί δε δημιουργηθήκαμε για να επικοινωνήσουμε κάποιου είδους μήνυμα αλλά για να γράψουμε μουσική και καμιά φορά μπορεί να με ενδιαφέρει να γράψω ένα κομμάτι για πράγματα που συμβαίνουν στον κόσμο αλλά δεν υπάρχει η λογική ότι ‘Α έγινε αυτό το γεγονός και ΠΡΕΠΕΙ να γράψω ένα κομμάτι τώρα γι’ αυτό’ είναι τυχαίος ο τρόπος με τον οποίο γράφω κομμάτια για διάφορα πράγματα.
Στο κομμάτι ‘I need more time’ το οποίο εμένα προσωπικά με παραπέμπει στο ‘Working Class Hero’ υπάρχουν οι εξής στίχοι: ‘’ I need more time to make good on the promises I made to the world when the world was moving slower’’. Μπορείς να μοιραστεί μαζί μας κάποιες από αυτές τις υποσχέσεις?
Justin Sullivan: (παρατεταμένο γέλιο) χμμμ ναι όλ’αυτά αφορούν προσωπικές καταστάσεις… όμως έχω την εντύπωση πως σε όλους μας, ανεξάρτητα με το τι κάνει ο καθένας στη ζωή του, υπάρχει η αίσθηση ότι δεν επαρκεί ποτέ ο χρόνος για να κάνουμε όσα θα θέλαμε. Και σε αυτό συμβάλλει το γεγονός πως ο σύγχρονος τρόπος ζωής είναι τέτοιος που ειδικά στους καλλιτέχνες παρουσιάζονται διαρκώς εκατομμύρια διαφορετικές επιλογές και δυνατότητες. Και φυσικά ανάμεσα στα διαφορετικά projects, κανείς οφείλει να έχει και μια κάποια προσωπική ζωή, σχέσεις με ανθρώπους και όλοι έχουμε δυσκολίες στο να δίνουμε αρκετό χρόνο στις σχέσεις μας…μπορεί να υποσχέθηκα κάποια στιγμή στον κόσμο να είμαι καλός άνθρωπος…(γέλια)…και δεν τα κατάφερα.
Έχεις εκφράσει ανοιχτά τις αντιπολεμικές σου απόψεις όπως επίσης έχεις ασκήσει έντονη κριτική σε κάθε είδους στρατό κι όμως παρατηρούμε ότι έδωσες στη μπάντα το όνομα του στρατού του στρατηγού Thomas Fairfax κατά τον εμφύλιο πόλεμο της Αγγλίας (1642-1651) . Πώς και επέλεξες αυτό το όνομα?
Justin Sullivan: Ωραία ερώτηση. Πάντα με ενδιέφερε η Ιστορία της Αγγλίας και ειδικά η Αγγλική Επανάσταση (σημ. έτσι αναφέρεται ο Justin Sullivan στον Αγγλικό Εμφύλιο) . Οι New Model Army ξεκίνησαν το 1980, σε μια περίοδο έντονης πολιτικοποίησης καθότι ήταν η εποχή κατά την οποία διαμορφωνόταν η αντεπανάσταση εναντίον της Θάτσερ. Τότε ήμασταν όλοι αριστερής ιδεολογίας και όλα έδειχναν πως η επιλογή αυτού του ονόματος για τη μπάντα ήταν σωστή και λογική. Παράλληλα όμως θεωρούσαμε πως απλά θα κάναμε δυο συναυλίες. Ποτέ δεν ξεκινήσαμε συνειδητά μια πολυετή μουσική καριέρα ίσα ίσα λέγαμε ‘Είμαστε μια μικρή μπάντα θα κάνουμε δυο live και ως εκεί. Αλλά χρειαζόμασταν ένα όνομα οπότε σκεφτήκαμε ‘New Model Army’ ακούγεται καλό όνομα, ας βάλουμε αυτό λοιπόν αλλά κοίτα να δεις που 34 χρόνια μετά είμαστε ακόμα εδώ, έχουμε παίξει σε όλο τον κόσμο και ακόμα οι άνθρωποι μας ρωτάνε γι’ αυτό το όνομα. Όσον αφορά στις αντιπολεμικές μου απόψεις, ναι προφανώς και ο οποιοσδήποτε διαθέτει εγκέφαλο δε μπορεί να υποστηρίζει τον πόλεμο.
Όταν ξεκίνησαν οι New Model Army δούλευες στο εργοστάσιο παραγωγής της Mars και δεδομένου ότι τα περισσότερα κομμάτια σας αφορούσαν στις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η μέση εργαζόμενη οικογένεια εκείνη την περίοδο στην Αγγλία αναρωτιέμαι αν κάποιος από τους συναδέλφους σου στη δουλειά είχαν ακούσει τη μουσική σας και ποιά ήταν η ανταπόκριση που είχατε, πώς αντιμετώπιζαν τη μπάντα οι άνθρωποι εκεί που δούλευες ? Φαντάζομαι πως αν ζούσα στην Αγγλία τότε, θα ήταν πολύ πιθανό να πηγαίνω στις πορείες έχοντας τη μουσική σας στ’ αυτιά μου.
Justin Sullivan: Χμμμμ…ναι… πολύ καλή ερώτηση για να είμαι ειλικρινής. Αναρωτιέμαι αν έχοντας αφήσει πίσω μου αυτή την εμπειρία (έχω πολλά χρόνια να δουλέψω σε γραμμή παραγωγής σε εργοστάσιο) μπορώ να πω ότι έχω αποκοπεί από τις καθημερινές εμπειρίες των εργαζόμενων ανθρώπων? Πολύ καλή ερώτηση. Θεωρώ πως μαζί μ’ εμάς έχουν προχωρήσει και οι άνθρωποι που μας άκουγαν τότε. Δεν πιστεύω πως είμαστε μια μπάντα της εργατικής τάξης αλλά μια ακόμα μπάντα, απλά. Ξέρεις, όταν είμαστε σε περιοδεία, γύρω στα 12 άτομα δηλαδή, οι άνθρωποι που είναι μαζί μας είτε που συμμετέχουν στους New Model Army είτε είναι γύρω από τη μπάντα ήταν και είναι πάντα άνθρωποι διαφορετικοί, ορισμένοι μεσαίας τάξης, ορισμένοι εργατικής τάξης, άλλοι πολύ καλά μορφωμένοι άλλοι χωρίς μόρφωση και όλες αυτές οι διαφορές φαίνεται να έχουν πολύ μικρότερη σημασία από τη διαδρομή που κάνουμε μέσα στη ζωή. Υπάρχει πολύς κόσμος που εξακολουθεί και μας ακούει μετά από 30 χρόνια και το γεγονός πως τα τραγούδια μας έχουν αλλάξει και δε δίνεται έμφαση πια στα ίδια θέματα καθότι δεν είναι πια νεανικά τραγούδια, είναι αποτέλεσμα της εμπειρίας που έχουμε αποκτήσει μέσα από τη διαδρομή που έχουμε κάνει στη ζωή μας. Τα τραγούδια μας αφορούν κυρίως ζητήματα των λευκών και αυτό δε γίνεται για λόγους πολιτικής ορθότητας καθότι υπάρχουν διάφορες αντιφάσεις μέσα στα κομμάτια και αυτές οι αντιφάσεις θεωρώ πως ανταποκρίνονται καλύτερα στον τρόπο με τον οποίο ζούμε τελικά . Τελικά νομίζω πως το κοινό μας βρίσκει κάποιες αλήθειες σ’ αυτή μας την προσέγγιση.
Πρόσφατα ο Johnny Rotten άσκησε πολύ έντονη κριτική στον Russell Brand ο οποίος σε κάποια συνέντευξή του παρότρυνε τους νέους ανθρώπους να απέχουν από τις εκλογές. Δεν έκανε εντύπωση τόσο η κριτική αυτή καθαυτή στο συγκεκριμένο άνθρωπο όσο το γεγονός πως αυτοαναιρέθηκε ή/και απομυθοποίησε το ίδιο του το παρελθόν, όταν, ενώ απέρριψε όλα τα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα της Αγγλίας, είπε ξεκάθαρα ότι ‘η αναφορά μου στην αναρχία στο ‘Anarchy In The UK’ ήταν απλά μια καινοτόμα ιδέα για ένα κομμάτι και ένα παιχνίδι του μυαλού για τη μεσαία τάξη και τίποτα παραπάνω’. Αυτό ακούστηκε σχεδόν σαν προδοσία όλης της punk μουσικής και στάσης ζωής του τέλους της δεκαετίας του 1970. Ποιά είναι γνώμη σου γι’ αυτού του είδους την αποστασιοποίηση από το παρελθόν ενός συγκροτήματος?
Justin Sullivan: (μεγάλη παύση) Χμμμμ…πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση! Ίσως εκείνος να μπορούσε να την απαντήσει καλύτερα. Το ζήτημα με την punk είναι πως ήταν ενός είδους πολιτιστική επανάσταση και αυτό που προσπάθησε να κάνει και το πέτυχε ήταν να διαλύσει κάθε έννοια ορθότητας που είχε εγκαθιδρυθεί τη δεκαετία του ’60 και του ‘70 σε ό,τι αφορούσε στο πώς γράφει κανείς μουσική ή πώς κάνει ένα έργο τέχνης δίνοντας έμφαση σε πολύ πρωταρχικά πράγματα. Έτσι η διάθεση και μόνο να δημιουργήσει κανείς κάτι, απέκτησε μεγαλύτερη σημασία από το αν διέθετε την τεχνική γνώση για να το κάνει, η λογική ήταν ‘Ας γυρίσουμε πίσω στην εποχή που είχε περισσότερη σημασία η διάθεση της στιγμής, ως στάση στην τέχνη’. Το να περάσει κανείς μέσα από την punk σκηνή ήταν συνώνυμο με το να έχει μια συγκεκριμένη κριτική στάση απέναντι στα πράγματα υπήρχε η λογική του ‘Ό,τι και να ζητάει το σύστημα από’ σένα, απλά δεν του το δίνεις’ όμως αυτού του είδους η λογική δε συμβαδίζει με την πολιτική φιλοσοφία, δεν είναι πολιτική φιλοσοφία είναι απλά μια συμπεριφορά. Αν για παράδειγμα παρατηρήσει κανείς τη μουσική των New Model Army δε θα βρει πολιτική φιλοσοφία αλλά ένα σωρό αντιφάσεις που βασίζονται σε αυτή την ιδέα της στάσης/ συμπεριφοράς απέναντι στα πράγματα η οποία όμως λέει ‘ Ό,τι σου ζητάει το σύστημα δεν είσαι υποχρεωμένος να του το παρέχεις’. Η αγαπημένη μου ιστορία από τη Βίβλο και δεν είμαι χριστιανός, αναφέρεται σε μια συνομιλία του Ιησού με κάποιον όπου του λέει αυτός ‘ Πρέπει να πληρώσουμε φόρους?’ και ο Ιησούς του απαντάει ‘Απόδοτε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι…’ με άλλα λόγια, αυτό που θέλω να πω είναι πως ζούμε σ’ έναν υλιστικό κόσμο και πρέπει να διαχειριστούμε καθημερινά πρακτικά ζητήματα αλλά ταυτόχρονα αυτό δε σημαίνει πως πρέπει να πουλήσεις την ψυχή σου ή το πνεύμα που σε διακατέχει. Όσον αφορά στο ζήτημα της ψήφου, είναι ένα δύσκολο θέμα αυτό γιατί γνωρίζουμε πως άνθρωποι έδωσαν τις ζωές τους και πολέμησαν και αγωνίστηκαν έτσι ώστε εμείς τώρα να έχουμε τη δυνατότητα να επιλέγουμε το ποιός θα μας κυβερνήσει επομένως είναι δύσκολο, εγώ έχω την ίδια δυσκολία στο να πω ‘Μην ψηφίζετε’ αλλά από την άλλη μεριά δε μπορώ ν’αγνοήσω το γεγονός πως οι κυβερνήσεις μας, έχουν πουλήσει τα πάντα στις πολυεθνικές και αυτό δείχνει πως δεν διοικούμαστε από τις κυβερνήσεις αλλά από την Apple,το Amazon, τη Google τη Wall Street και το City του Λονδίνου. Παρ’ όλ’ αυτά πιστεύω πως έχει κάποια σημασία το πρόσωπο που ψηφίζει κανείς.
Αναρωτιόμουν σε τί αναφέρονται δυο παλιότερα τραγούδια των New Model Army το ‘Shot 18’ και το ‘The Ballad’ από το άλμπουμ ‘The Ghost of Cain’. Θα μπορούσες να μας πεις κάτι παραπάνω γι’ αυτά?
Justin Sullivan: Το ‘The Ballad’ είναι ένα απλό οικολογικό κομμάτι. Προέρχομαι από μια θρησκευόμενη οικογένεια όπου το ενδιαφέρον εστιαζόταν πάντα στη θρησκεία και τη δεκαετία του 1980 ανακάλυψα κάτι που με εκφράζει απόλυτα και είναι μια ‘θρησκεία’ που εστιάζει στη φύση. Οπότε το κομμάτι αυτό βασίστηκε εκεί. Όσον αφορά στο ‘Shot 18’…με το ζόρι θυμάμαι (γέλια)…ειλικρινά δε θυμάμαι (γέλια). Νομίζω πως ο τίτλος δε συνδέεται με την ιστορία που διηγούνται οι στίχοι.
Το άλμπουμ σας ‘Thunder And Consolation’ έχει στο εξώφυλλο έναν τεταρτογενή κέλτικο κόμπο. Γνωρίζω πως υπάρχουν διάφορες ερμηνείες αυτού του συμβόλου. Ποια είναι η σημασία του για εσάς?
Justin Sullivan: Η Joolz είναι ο άνθρωπος που αναλαμβάνει όλη την καλλιτεχνική επιμέλεια της μπάντας και ίσως είναι καταλληλότερη να απαντήσει γιατί εμείς δεν έχουμε καθόλου λόγο στο συγκεκριμένο θέμα. Την αφήνουμε εντελώς ελεύθερη να επιλέξει τις εικόνες βάσει του τί αντιπροσωπεύει καλύτερα τη μπάντα ή το εκάστοτε άλμπουμ, γιατί πιστεύουμε πως είναι μια αξιόλογη καλλιτέχνης. Η ιδέα του κέλτικου κόμπου έχει να κάνει με το ότι είναι μια συνεχής γραμμή που κάνει κύκλους με άλλα λόγια συμβολίζει το αιώνιο και έτσι κατά κάποιο τρόπο αντιπροσωπεύει την ίδια τη ζωή.
Η τελευταία μου ερώτηση αφορά σε ένα συμβάν που έγινε το 1985 όταν εμφανιστήκατε στην εκπομπή του BBC Top Of The Pops φορώντας μπλούζες που έγραφαν επάνω ‘Only Stupid bastards use heroin’. Ως συνέπεια οι New Model Army απαγορεύτηκε να ξαναεμφανιστούν στο Top of the Pops. Αυτό σας το σύνθημα φαίνεται πως ενόχλησε επίσης τα μέλη των Conflict οι οποίοι εμφάνισαν το δικό τους σλόγκαν ως απάντηση σ’ εσάς που έλεγε ‘Only Stupid Bastards Help EMI’. Πέρυσι ξανατυπώσατε εκείνα τα μπλουζάκια από το ’85, τα οποία πουλήθηκαν στο ebay και τα έσοδα δόθηκαν σε ένα κέντρο αποτοξίνωσης στην πόλη Bradford που ονομάζεται ‘Bridge’. Πώς έχει καταγραφεί μέσα σου όλο αυτό το συμβάν ιδίως στον απόηχο του σκανδάλου που αποκαλύφθηκε πέρυσι για σεξουαλική παρενόχληση εκατοντάδων ανθρώπων από τον Jimmy Saville, ιδρυτή του Top of The Pops?
Justin Sullivan: Ναι δεν είναι φοβερά ειρωνικό ότι τότε δεν άφησαν εμάς να φορέσουμε αυτά τα μπλουζάκια και πίσω από τις κάμερες γίνονταν πολύ πολύ σοβαρότερα και χειρότερα πράγματα?! Από την άλλη μεριά όλο αυτό είχε να κάνει και με την punk συμπεριφορά που ανέφερα προηγουμένως, η λογική αυτής μας της κίνησης ήταν ‘Ας κάνουμε κάτι για να ενοχλήσουμε τον κόσμο, έτσι για τη φάση’, αυτή η λογική διατρέχει σε μεγάλο βαθμό τη μπάντα. Πραγματικά πιστεύω πως μόνο ηλίθιοι μπάσταρδοι κάνουν χρήση ηρωίνης και ξέρω πρώην εξαρτημένους ανθρώπους από την ηρωίνη οι περισσότεροι από τους οποίους, θα συμφωνούσαν στο ίδιο πράγμα ή μάλλον όλοι θα έλεγαν το ίδιο πράγμα ‘Εύχομαι να μην είχα ξεκινήσει την ηρωίνη’. Όσον αφορά τους Conflict, δεν τους ξέρω, ποτέ δε γνώρισα κανέναν από αυτούς οπότε δεν ασχοληθήκαμε με το τί έκαναν.
Ευχαριστώ πολύ Justin γι’ αυτή τη συζήτηση ήταν χαρά μου να μιλήσω μαζί σου.
Justin Sullivan: Ευχαριστώ πολύ επίσης κι εύχομαι να ξαναέρθουμε στην Ελλάδα για συναυλία σύντομα.
So here come the nineties, the temperature is rising
I cannot seem to lose the stains when I wash my hands
One world is rising and one world is dying
And one has got it's precious head buried in the sand
Get me out, get me out of this place
Συνέντευξη: Νάντια Σαββοπούλου
Έχω γράψει πολλές φορές για τους B-Movie στο παρελθόν, από την εποχή ακόμα του synthpop avenue forum που προσπαθούσαμε να καταγράψουμε όλες τις διαφορετικές ηχογραφήσεις του Nowhere Girl και να ψηφίσουμε την καλύτερη. Η αλήθεια είναι ότι από πολύ μικρός τους είχα αδυναμία. Ήταν αυτός ο αβίαστος και νεανικός τρόπος που «έσμιξαν» το κλασικό new wave με την synthpop του Sheffield που μου ασκούσε γοητεία και η αίσθηση της αδικίας που η τύχη δεν τους τα έφερε όπως θα τους άξιζε που μου τους έκανε ακόμα πιο συμπαθείς. Το πόσο παράξενο μου φαίνεται ότι 35 χρόνια μετά την ίδρυση τους θα τους δω ζωντανά στο Death Disco το άλλο Σάββατο με την αρχική τους σύνθεση είναι περιττό που το αναφέρω. Όσο κι αν αρκετές φορές φροντίζω να απέχω διακριτικά από re-unions παλιών μου φίλων γιατί συνήθως με μελαγχολούν, με τους B-Movie θα είναι διαφορετικά. Η πρώτη μου φορά βλέπετε, κι ακόμα κι αν ο αυθορμητισμός έχει ατονήσει, η πρώτη φορά είναι πάντα ελκυστική και αξιομνημόνευτη. Μια remembrance day διαφορετική για τον καθένα. Τους χρωστούσα ηθικά και μια συνέντευξη, αυτή ήταν μοναδική ευκαιρία, οπότε... Ο Steve Hovington, τραγουδιστής και μπασίστας του συγκροτήματος, απαντάει στις όποιες απορίες μας.
Ονόμασες το συγκρότημα από έναν ομώνυμο πίνακα του Andy Warhol αν θυμάμαι σωστά. Έψαξα λίγο, αλλά δεν μπόρεσα να τον βρω πουθενά. Τι το ιδιαίτερο είχε ώστε να τον επιλέξεις; Τον θυμάσαι καθόλου;
Steve Hovington: Δεν είναι ακριβώς έτσι, γι αυτό δεν μπόρεσες να τον βρεις. Για την ακρίβεια ξεφύλλιζα κάτι βιβλία στο μάθημα τέχνης στο σχολείο μου και έπεσα πάνω σε ένα πόστερ για την ταινία του Blue Movie. Κάτι μου έκανε κλικ, αλλά σκέφθηκα ότι θα ήταν ρίσκο να βαφτίσω το συγκρότημα μου με τον τιτλο μιας ερωτικής ταινίας όπως αυτή του Warhol. Έτσι το συντόμευσα σε B-Movie.
Πoια ήταν η σχέση σας με την punk σκηνή όταν ξεκινούσατε τα τέλη των 70’s; Δεδομένου ότι τα πρώτα σας τραγούδια στην συλλογή East και το πρώτο σας 7ιντσο έχουν πολύ κοντινό στο punk ήχο, ήταν η βασική σας επιρροή ή είχατε ήδη διαμορφώσει μια διαφορετική εικόνα για το πως θέλατε να εξελιχθεί η μουσική σας;
Steve Hovington: Οι B-Movie δημιουργήθηκαν από τις στάχτες του punk συγκροτήματος The Aborted, αλλά όταν μπήκα στο συγκρότημα είχε φτάσει ήδη η λεγόμενη post-punk εποχή. Το πνεύμα του punk ήταν ακόμα εκεί, αλλά ύπήρχε μια πιο πειραματική προσέγγιση στην ενορχήστρωση και το παίξιμο. Ήμασταν από τα Midlands και το Sheffield ήταν μόλις λίγα μίλια μακριά, οπότε ακούγαμε όλα εκείνα τα πρωτοποριακά synth συγκροτήματα, όπως οι Human League και οι Cabaret Voltaire. Εγώ προσωπικά ήμουν fan των Ultravox της εποχής του John Foxx, των Magazine και των Cure. Από τότε φιλοδοξούσαμε να αποκτήσουμε ένα ήχο πιο πολύ βασισμένο σε επικά synthesizers, παρά στον κιθαριστικό new-wave pop που είχαμε στην αρχή. Ήταν μια σταδιακή εξέλιξη.
Θεωρώ το Nowhere Girl EP ως ένα από τα καλύτερα mini-albums που κυκλοφόρησαν το 1980. Τι δεν πήγε καλά στην εκτύπωση και σταμάτησε;
Steve Hovington: Ειλικρινά δεν ξέρω, ίσως έφταιγε που η μία πλευρά ήταν στις 45 στροφές και η άλλη στις 33.
Νομίζεις ότι θα είχε καλύτερη τύχη στα media της εποχής αν είχε πιο «επαγγελματική» παραγωγή;
Steve Hovington: Όλα ήταν καινούρια τότε, ένας νέος κόσμος όπου τα πάντα ήταν πιθανά. Η παραγωγή ήταν αρκετά πρωτόγονη, αλλά έιχαμε μόνο μία μέρα στο στούντιο και βασικά τα πάντα έγιναν σχεδόν live σε μία λήψη. Έχω μια αστεία ιστορία για τον Andy Dransfield, τον τύπο που είχε το στούντιο που ηχογραφήσαμε αυτό το EP και επίσης είχε κάνει παραγωγή στα πρώτα singles. Μετά από μερικά χρόνια, το καλοκαίρι του 1984, είχα έρθει για διακοπές στην Ελλάδα με την φίλη μου. Κάναμε μερικές μέρες περιοδεία στα νησιά και επιστρέψαμε στην Αθήνα για να δούμε τα αξιοθέατα. Πρέπει να ήταν Κυριακή βράδυ όταν περπατήσαμε μέχρι την Ακρόπολη για να βρούμε κάποιο εστιατόριο, για να καταλήξουμε σε ένα που ήταν εντελώς άδειο. Καθώς τρώγαμε μπήκε ένας τύπος που ήταν ολόιδιος με τον Andy, με προσπέρασε και κάθησε στο διπλανό τραπέζι με την παρέα του χωρίς να με κοιτάξει. Λίγο μετά κατάλαβα ότι ήταν πραγματικά αυτός. Ο πρώτος μας παραγωγός, που είχα να τον δω πάνω από 5 χρόνια, ήταν δίπλα μου σε ένα άδειο εστιατόρειο της Αθήνας. Τελικά χαιρετηθήκαμε και γελάσαμε πολύ με το περιστατικό. Πολύ παράξενη σύμπτωση!
Τι το ιδιαίτερο είχε ο χαρακτήρας της «nowhere girl» στο βιβλίο της Angela Ruth ώστε να σε εμπνεύσει να γράψεις το συγκεκριμένο τραγούδι;
Steve Hovington: Δεν είχα διαβάσει το βιβλίο για να είμαι ειλικρινής. Μου άρεσε μόνο ο τίτλος. Το εξώφυλλο της τότε έκδοσης του βιβλίου έδειχνε ένα ντροπαλό κορίτσι να κοιτάει σε έναν καθρέφτη. Προσπάθησα να φανταστώ το σενάριο και την κατάσταση στην οποία μπορεί να βρισκόταν. Το τραγούδι βασίστηκε σε μια εμπειρία που είχα με μια παλιά μου σχέση.
Και δεν το διάβασες ποτέ από τότε;
Steve Hovington: Όχι, αλλά νομίζω θα το κάνω κάποια στιγμή.
Από την άλλη, ήταν η δική σας nowhere girl που ενέπνευσε τον βασικό χαρακτήρα για ένα βραβευμένο web-comic το 2001. Αυτό το διάβασες; Πως νιώθεις;
Steve Hovington: Είναι φανταστικό συναίσθημα! Παρόλο που δεν το έχω διαβάσει, είναι υπέροχο που το τραγούδι μας έχει εμπνεύσει ένα σωρό διαφορετικά πράγματα. Οι άνθρωποι ταυτιζονται με τον χαρακτήρα του τραγουδιού ή με την αίσθηση που αποπνέει. Είναι ότι καλύτερο για μένα να νιώθω ότι μουσική μας μπορεί να εμπνεύσει.
Συμφωνείς ότι το Remembrance Day είναι το καλύτερο σας τραγούδι; Αυτη η μελωδία του με έχει στοιχειώσει...
Steve Hovington: Λοιπόν, ναι, κατά τη γνώμη μου είναι. Νομίζω ότι συμπυκνώνει τέλεια όλα όσα έιναι οι B-Movie και στιχουργικά έιναι η πιο δυνατή μου στιγμή. Η μελωδία του synthesizer είναι πολύ μελαγχολική και πραγματικά σε στοιχειώνει. Και η παραγωγή στο σινγκλ ήταν υπέροχη. Ο Mike Thorne είχε κάνει παραγωγή στους 3 πρώτους δίσκους των Wire και μετέφερε όλη αυτή την εμπειρία στα δικά μας sessions για την ηχογράφησή του.
The Some Bizzare days. Είχα πάντα μια θεωρία για τους Β-Movie, ειδικά για την περίοδο που περάσατε στην Some Bizarre. Κατά κάποιο τρόπο το ίδιο το συγκρότημα προκάλεσε σύγχηση στο κοινό. Ξαφνικά είχατε αυτό το νεο-ρομαντικό φουτουριστικό image στις φωτογραφίες και τα ρούχα σας, όμως η μουσική σας ήταν πιο περίπλοκη και ακατέργαστη από των Duran ή των Spandau Ballet. Από την άλλη όμως, ήταν πολύ πιο ποπ απ’ότι των Magazine, των Simple Minds και των υπόλοιπων new wave συγκροτημάτων. Πιστεύεις ότι στεκόσασταν στην μέση 2 διαφορετικών τάσεων και δεν μπορούσατε τα ταυτιστείτε με καμία από τις 2;
Steve Hovington: Ναι, μάλλον είναι δίκαιο αυτό που λες. Η αλήθεια είναι ότι η εικόνα μας δεν ήταν συνειδητoποιημένη, ειδικά στην αρχή. Ο κόσμος μας έμαθε μέσα από την εκπομπή του John Peel και ο ήχος μας είχε αναπτύξει κάποιες ακατέργαστες ψυχεδελικές απολήξεις, πιο κοντά στου παλιούς Pink Floyd και τους Doors παρά στην synth pop. Ήμασταν μέρος εκείνης της ετερόκλητης «φουτουριστικής» σκηνής και ήταν δύσκολο να κατηγοριοποιηθουμε. Υποθέτω ότι αυτό ακριβώς ήταν ένα σπουδαίο στοιχείο των B-Movie. Μετά έγινε αυτή η έκρηξη της νεο-ρομαντικής σκηνής και ξαφνικά είχαμε υπογράψει σε μια μεγάλη εταιρεία που ήθελε να πουλάει πολλούς δίσκους. Πιστεύω ότι την περίοδο του Remembrance Day διατηρήσαμε αυτή την ελαφρώς μυστηριώδη εικόνα, αλλά ήμασταν πολύ πιο εσωστρεφείς στην σκηνή από τα μεγάλα ποπ συγκροτήματα εκείνης της εποχής.
Το “Moles” είναι σίγουρα ένα από τα καλύτερα κομμάτια στην πρώτη συλλογή της Some Bizzare. Σε πλήγωσε το γεγονός ότι λίγο μετά αρκετές από τις άλλες μπάντες που συμμετείχαν, όπως οι Soft Cell, οι Blancmange, οι Depeche Mode και οι The The πέτυχαν εμπορικά ή είχατε μια εντελώς διαφορετική οπτική για την εξέλιξη της καριέρας σας;
Steve Hovington: Tο Remembrance Day που κυκλοφόρησε μετά τη συλλογή ξεπέρασε αρχικά τις προσδοκίες μας, αλλά απογοητευτήκαμε όταν απέτυχε να μπει στο Top 40. Λίγες θέσεις παραπάνω και θα μας καλούσαν στο Top of the Pops, και τότε ποιος ξέρει τι θα γινόταν... Υποθέτω ότι θελαμε να είμαστε μια «άλμπουμ-μπάντα», όπου θα μπορούσαμε να εκφράσουμε πλήρως τον ήχο μας. Το γεγονός ότι δεν κάναμε αυτό το άλμπουμ το 1981-1982 ήταν η μεγαλύτερη απογοήτευση. Επίσης θα μπορούσαμε να είχαμε πάρει μερικές καλύτερες αποφάσεις. Προφανώς και ήταν πολύ απογοητευτικό όταν το επόμενο single Marilyn Dreams απετυχε στα charts, τη στιγμή που οι Soft Cell, που είχαν κοινό manager με εμάς, τον Stevo (ιδρυτή της Some Bizzare), πήγαν στο νούμερο 1. Ποιος δεν θα ένιωθε ζήλια; Είμαι όμως περήφανος για όσα καταφέραμε.
Πως περάσατε στα support που κάνατε για τους Duran Duran τότε;
Steve Hovington: Ήταν μόνο για δύο παραστάσεις. Αρχικά η εταιρεία μας τα πλάσσαρε ως co-headline, οι Duran μόλις είχαν υπογράψει σε μεγάλη εταιρεία. Καταλήξαμε να ξεκινάμε να παίζουμε πρώτοι, ακριβώς τη στιγμή που άνοιγαν οι πόρτες και πριν από ένα cabaret act που λεγόταν Biddie and Eve. Όλοι μοιραζόμασταν το ίδιο καμαρίνι. Ήταν φιλικά παιδιά. Για το Nottingham Rock City show, ήμασταν σε πάτρια εδάφη και το κοινό ήταν πολύ ενθουσιώδες.
Κατά τη γνώμη μου, τα τραγούδια από τις ηχογραφήσεις του BBC το 1981 θα μπορούσαν να γίνουν ένα πραγματικά κλασικό post-punk άλμπουμ, αν τα ηχογραφούσατε σε στούντιο και κυκλοφορούσαν στην ώρα τους. Είναι κρίμα που δεν έγινε, θα μπορούσε να είναι αριστούργημα. Πιστεύεις ότι ήταν η καλύτερη περίοδός σας όσον αφορά την σύνθεση και την δημιουργία;
Steve Hovington: Ναι, παιζαμε καιρό τα τραγούδια ζωντανά και υπήρχε πάντα κάποιο στοιχείο αυτοσχεδιασμού. Νομίζω ότι καταφέραμε να «συλλάβουμε» τον ωμό ατμοσφαιρικό ήχο που θέλαμε σε αυτά τα sessions και το άλμπουμ θα ακουγόταν παρόμοια. Ήταν η πιο παραγωγική μας περίοδος και ναι, είναι κρίμα που το άλμπουμ δεν υλοποιήθηκε ποτέ.
Μετανιώνεις για την παραγωγή και τον τρόπο που ηχογραφήθηκε το πρώτο σας άλμπουμ Forever Running στα μέσα της δεκαετίας του '80;
Steve Hovington: Ναι. Πήγαμε στο στούντιο με μεγάλες ιδέες, αλλά όλα κατέληξαν να ηχούν λίγο υπερβολικά. Δέχομαι μέρος της ευθύνης γι 'αυτό, αλλά νομίζω ότι ο παραγωγός δεν κατάφερε να κατανοήσει το συγκρότημα και η διαδικασία ηχογράφησης ήταν υπερβολική και εριστική. Ήταν πραγματικό επίτευγμα που τελικά ολοκληρώθηκε το άλμπουμ. Δεν μπορούσα να το ακούσω για τριάντα χρόνια, αλλά πρόσφατα το έκανα, και νομίζω ότι πλέον στέκεται συμπαθητικά στα πλαίσια της 80s pop.
Πριν από μερικά χρόνια ξαναφτιάξατε τους B-Movie και το 2013 κυκλοφορήσατε νέο άλμπουμ και ένα EP με το αρχικό line-up. Είναι αυτό μια επανεκκίνηση ή βραχύβια μέθοδος αναβίωσης των νεανικών σας αναμνήσεων;
Steve Hovington: Λοιπόν, έιμαστε πλέον σχεδόν 10 χρόνια μαζί (το reunion show έγινε στον Λονδίνο στις 28 Οκτ. 2004), οπότε δεν μπορείς να την πεις βραχύβια! Είμαστε ακόμα καλοί φίλοι, ειδικά ο Paul και εγώ, και έχουμε ακόμα την αίσθηση ότι μπορούμε κάτι να προσφέρουμε δημιουργικά. Αυτές τις μέρες, η δημιουργικότητα είναι το βασικό κίνητρο.
Το "The Age Of Illusion" ακούγεται σαν ένα κλασικό B-Movie άλμπουμ, εννοώ μπορώ να αισθανθώ το ίδιο πνεύμα και σίγουρα οι χαρακτηριστικοί ρετρό synth ήχοι είναι ακόμα εκεί. Σας βγήκε αυθόρμητα έτσι;
Steve Hovington: Υποθέτω ότι είναι βασισμένο στην αγία τριάδα των επιρροών μας. John Foxx της εποχής των Ultravox, Simple Minds και Magazine, ίσως με μια μικρή δόση από Joy Division / New Order μέσα. Αγαπάμε τους ρετρό synth ήχους, αλλά υπάρχουν περισσότερα σύγχρονα στοιχεία σε αυτό.
Μια λίστα με τις αγαπημένες σου b-movies?
- The Incredible Shrinking Man
- The Man with the X Ray Eyes
- Dr Terror’s House of Horrors
- Plan 9 From Outer space
Ποιος είναι ο πιο επιδραστικός δίσκος όλων των εποχών για την μπάντα;
Steve Hovington: Το Systems Of Romance των Ultravox!
Μια ιδέα για το setlist στην επικείμενη συναυλία σας στην Αθήνα;
Steve Hovington: Θα εκτείνεται σε ολόκληρη την καριέρα των B-Movie από το 1979 ως το 2014.
Τέλος, what about the devil in you?
Steve Hovington: Ναι, υπάρχει ακόμα ένα κομμάτι από το παλιό γερο-διάβολο μέσα μου. Η μουσική και η καλή αίσθηση του χιούμορ όμως σε κρατάει νέο.
Συνέντευξη: Κώστας Μπρέλλας
David Eugene Edwards, ένας χαρακτήρας που μυστηριωδώς ενσαρκώνει την ιδέα του μοναχικού ιθαγενή Αμερικάνου καουμπόι. Το αποτέλεσμα δεν είναι μια φιγούρα δεμένη με το παρελθόν αλλά μια αυθύπαρκτη προσωπικότητα, ένας μυστηριώδης και πολύ εκφραστικός αφηγητής. Όλ’ αυτά που θα διαβάσετε αφορούν στο επίπεδο της εκλογικευμένης πραγματικότητας, η ουσία όμως κρύβεται στο live, στις διαλέκτους που εφεύρει για να τραγουδήσει και κυρίως στα σχήματα που κάνει με όλο του το σώμα ενώ τραγουδάει και παίζει. Και για όσο βρίσκεται εκεί πάνω στη σκηνή, ένας μουσικός που φλερτάρει με την ιδέα να είναι απλά ένα φάντασμα από το παρελθόν, να περιμένετε μια αξέχαστη εμπειρία και να μην ξαφνιαστείτε όταν, αφού τελειώσει η συναυλία, βγείτε στα φώτα της πόλης και η φωνή του θα σας ακολουθεί για αρκετό καιρό, ίσως ως την επόμενη συναυλία των Wovenhand..
Έχοντας παραβρεθεί πρόσφατα στη συναυλία των Wovenhand που έγινε στο Λονδίνο εντυπωσιάστηκα με την πλούσια εκφραστικότητά σου στη σκηνή και μου δημιουργήθηκε η εντύπωση πως έχεις μια ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης. Ζωντανεύεις τους στίχους κάνοντας περίεργα σχήματα γύρω σου χρησιμοποιώντας όλο σου το σώμα. Είναι σα να μπαίνεις σε έναν εντελώς άλλο κόσμο. Τί σε εμπνέει να γράφεις μουσική?
David Eugene Edwards: Τα ίδια τα κομμάτια και οι στίχοι μου δείχνουν κατά ένα τρόπο το πώς να εκφραστώ πάνω στη σκηνή και πώς να τα αποδώσω. Είχα συνηθίσει ως τώρα να παίζω καθιστός και αυτή ήταν μια εντελώς διαφορετική κατάσταση. Τώρα που στέκομαι όρθιος αναζητώ εκ νέου τον προσωπικό μου τρόπο έκφρασης γιατί είναι κάτι εντελώς καινούριο για μένα.
Προσωπικά είχα την εντύπωση πως το κοινό θα είχε καλύτερη επαφή με το νόημα των στίχων αλλά και πιο άμεση επικοινωνία με εσάς τους μουσικούς, αν η συναυλία γινόταν στο δάσος ή σε κάποιο άλλο εξωτερικό χώρο έτσι ώστε να βρίσκεται γύρω από εσάς και όχι κάτω από τη σκηνή. Ποιός θα ήταν για σένα ο ιδανικός χώρος για μια συναυλία των Wovenhand ?
David Eugene Edwards: Για’μένα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ο χώρος. Έχω κάνει πολύ καλά live σε πολύ κακά venues και άσχημα live σε πολύ όμορφους χώρους σε γραφικά τοπία. Αυτό που έχει σημασία είναι η διάθεση του κοινού και το τί συμβαίνει ως αποτέλεσμα αυτής της διάθεσης. Δεν υπάρχει κάποιο μέρος που να ευνοεί τη μουσική μου, σαν ιδέα είναι ενδιαφέρουσα και μακάρι να υπήρχε κάτι σαν κι αυτό που αναφέρεις, όμως ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις πώς θα λειτουργήσει τελικά ένας χώρος για τη μουσική.
Πρέπει να σου πω ότι δεν έχω επισκεφτεί την Αμερική επομένως όλες οι γνώσεις μου πάνω στην κουλτούρα, τον τρόπο ζωής και τους ανθρώπους, προέρχεται από βιβλία, ταινίες και εντυπώσεις που μου μεταφέρουν όσοι έχουν ταξιδέψει εκεί. Υπάρχουν είδη μουσικής τα οποία έχουν γεννηθεί στην Αμερική, η country, η blues, η jazz∙ θεωρώ πως κάθε φορά που κάποιος ακούει ένα country κομμάτι αποκτά μια εικόνα της αμερικάνικης κουλτούρας. Παρ’ όλ’ αυτά πιστεύω πως η μουσική των Wovenhand η οποία συνδυάζει τόσο ωραία, στοιχεία από διαφορετικά είδη μουσικής (rock, country, folk, gospel, native American), σκιαγραφεί μια πιο πλούσια εικόνα της αμερικάνικης κουλτούρας σε σύγκριση με τα άλλα είδη μουσικής. Προσωπικά πιστεύω πως μαθαίνω περισσότερα για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Αμερικής ακούγοντας τα δικά σας άλμπουμ. Είναι στόχος σας το να συνοψίζει η μουσική σας την αμερικάνικη κουλτούρα και εν μέρει, Ιστορία?
(η αρχική αντίδραση σ’αυτή την ερώτηση ήταν ένα συμπαθέστατο και προβληματισμένο μειδίαμα και μια μικρή παύση)
David Eugene Edwards: ‘Όχι δε θα το έλεγα πως αυτός είναι στόχος μου. Προσωπικά έχω πολύ περιορισμένη κατανόηση της Αμερικής, ακριβώς όπως εσύ, παρότι ζω εδώ και περιβάλλομαι από οικεία πράγματα και ανθρώπους και παρότι έχω ταξιδέψει σε διάφορα σημεία της Αμερικής. Οι άνθρωποι φέρονται διαφορετικά σε διαφορετικές περιοχές της Αμερικής, σκέφτονται διαφορετικά, δρουν διαφορετικά…είναι ενδιαφέρον. Μεγάλωσα ακούγοντας country μουσική και αυτό είναι το είδος που μου αρέσει πιο πολύ. Πιστεύω πως η country (αν και υπάρχουν πολλά είδη country μουσικής) αποτυπώνει επιτυχώς όλα όσα η Αμερική ήθελε να είναι.
Το τελευταίο άλμπουμ των Wovenhand ‘Refractory Obdurate’ είναι το πιο θορυβώδες και το πιο δυναμικό μέχρι σήμερα. Ποιά ήταν η βασική ιδέα πίσω από το άλμπουμ αυτό?
David Eugene Edwards: Δεν υπήρχε κάποια κύρια ιδέα. Αυτό που έχει σημασία είναι οι μουσικοί με τους οποίους παίζω μαζί. Η μουσική που παίζουμε είναι συνήθως ‘σκληρή’. Κάνουμε tour μαζί με τις μπάντες αυτών των μουσικών επειδή μου αρέσει η ‘σκληρή’ μουσική και πάντα χαίρομαι να ανακαλύπτω κάτι το ενδιαφέρον και ‘βαρύ’ στη μουσική. Έχω παίξει ‘σκληρή’ μουσική σε διάφορες φάσεις και μπορώ να πω πως είμαι εντελώς νευρωτικός με αυτήν, με την έννοια πως μπορεί κάποιες φορές απλά να μου αρέσει να παίζω με το banjo και κάποιες άλλες να θέλω 7 μουσικούς να παίζουν κιθάρες. Δεν παίζω πάντα με τον ίδιο τρόπο αλλά συνήθως το αποτέλεσμα εξαρτάται από το ποιοί είναι οι υπόλοιποι μουσικοί και με ποιους επικοινωνούμε καλύτερα, εξαρτάται επίσης από το χαρακτήρα αυτών των ανθρώπων και από το τί στοιχεία μπορούν να προσθέσουν, εγώ προσαρμόζομαι. Ο τρόπος με τον οποίο γράφω τα τραγούδια είναι ο ίδιος, δεν προσπαθώ να γράψω ένα ‘βαρύ’ κομμάτι, απλά γράφω ένα κομμάτι και μετά το κάνουμε ‘βαρύ’, μπορεί να το γράψω στο banjo αλλά μετά το χειριζόμαστε όπως όλα τα υπόλοιπα κομμάτια. Αποφασίζουμε χωριστά κάθε φορά τι χαρακτήρα θα δώσουμε στο καθένα.
Μιας και ανέφερες τη σημασία των υπόλοιπων μελών της μπάντας ήθελα να σε ρωτήσω το εξής. Έχεις πει στο παρελθόν ότι οι Wovenhand δεν είναι ένα συγκρότημα με την παραδοσιακή έννοια έτσι η μορφή που παίρνει κάθε φορά το σχήμα, έχει να κάνει με το ποιός είναι διαθέσιμος να συμμετάσχει. Στην πρόσφατη συναυλία που δώσατε στο Λονδίνο αφήσατε την αίσθηση μιας πολύ συνεκτικής ομάδας όπου όλοι αντιλαμβάνονται την ουσία της μουσικής που παίζετε και δίνουν όλη τους την ενέργεια προκειμένου να την αποδώσουν όσο καλύτερα μπορούν και το πετυχαίνουν εκπληκτικά κατά τη γνώμη μου. Με άλλα λόγια, δε δίνετε την εντύπωση ότι είστε μια ομάδα που δημιουργήθηκε ευκαιριακά επειδή οι συγκεκριμένοι μουσικοί έτυχε να είναι διαθέσιμοι να παίξουν. Ποιό είναι το σχόλιό σου ως προς αυτό?
David Eugene Edwards: Όχι δεν είναι ακριβώς έτσι. Η μουσική που παίζουμε είναι απαιτητική, δεν είναι απαραίτητα δύσκολη στην απόδοσή της αλλά έχει απαιτήσεις σε άλλα επίπεδα. Δεν είναι για τον οποιονδήποτε μουσικό. Ο μέσος μουσικός δε θέλει απαραίτητα να βρίσκεται σε μια μπάντα όπως οι Wovenhand και να έχει την εμπειρία που προσφέρει αυτό το συγκρότημα γιατί δεν πρόκειται για την τυπική εμπειρία που έχει κανείς παίζοντας σε μια μπάντα. Οι Wovenhand είναι κάτι το διαφορετικό ακόμα και για τους μουσικούς με τους οποίους παίζουμε τώρα μαζί και οι οποίοι έχουν εντελώς άλλη εμπειρία στις δικές τους μπάντες. Αλλά τους αρέσει η μουσική των Wovenhand αρκετά ώστε να θέλουν να συμμετάσχουν στη διαδικασία της σύνθεσής της και σε όσα λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια. Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι ότι δεν υπάρχουν πολλοί μουσικοί που θα έκαναν κάτι τέτοιο ή που μπορούν να συμμετάσχουν στη μπάντα, επομένως όσοι κάνουν αυτή την επιλογή είναι πολύ αφοσιωμένοι σ’αυτό που κάνουμε. Μπορεί να παίζω με διαφορετικούς ανθρώπους κατά καιρούς αλλά ξέρω ότι η στάση τους απέναντι στη μουσική που παίζουμε είναι αυτή που απαιτείται για το αποτέλεσμα που επιδιώκουμε.
Έχεις συνεργαστεί με τον Alexander Hacke ο οποίος ήταν παραγωγός του άλμπουμ ‘The Laughing Stark’ αλλά είναι επίσης μέλος των Crime & The City Solution όπου συμμετέχεις κι εσύ. Ακούγοντας ορισμένα από τα ορχηστρικά σημεία διάφορων κομματιών από το τελευταίο άλμπουμ, μου ήταν σαφές ότι οι Wovenhand έχουν κάτι από την ενέργεια των Einsturzende Neubauten και των Swans μαζί. Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Alexander Hacke? Τι πιστεύεις ότι πρόσθεσε στον ήχο των Wovenhand?
David Eugene Edwards: Γνωρίζω τον Alexander Hacke εδώ και πολλά χρόνια, περίπου 12, ίσως και παραπάνω. Έχουμε πολλούς κοινούς γνωστούς, όπως tour managers. Έχω δει τους Neubauten πολλές φορές live, έχω δει τους Crime & the City Solution live επίσης αρκετές φορές, οπότε ήμουν απλά ένας fan. Κάπως έτσι δόθηκε η ευκαιρία να γνωριστούμε με τον Alexander Hacke και μου άφησε την εντύπωση ενός πολύ καλού κι ευγενικού ανθρώπου με τον οποίο επικοινωνήσαμε πολύ καλά. Αρχίσαμε να συζητάμε το ενδεχόμενο να παίξουμε μαζί και κάπου εκεί ήρθε η συνεργασία μας μέσα στους Crime & the City Solution και η εμπειρία ως τώρα είναι πολύ καλή. Αυτή τη στιγμή συζητάμε πάνω σε ένα project που θα κάνουμε μαζί του χρόνου. Ο Alexander Hacke είναι ο ήρωάς μου!
Οι Crime & The City Solution κυκλοφόρησαν το άλμπουμ ‘American Twilight’ πέρυσι, το οποίο ανανέωσε το ενδιαφέρον του κοινού γι’ αυτό το συγκρότημα. Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε στο Detroit. Πώς ήταν η εμπειρία του να δουλεύετε σ’αυτή την πόλη-φάντασμα?
David Eugene Edwards: Περάσαμε πολύ ωραία παρότι το Detroit είναι μια πόλη που δημιουργεί πολλές δυσκολίες αλλά ταυτόχρονα είναι μια ωραία πόλη. Μου αρέσουν οι άνθρωποι εκεί και ήταν πολύ ωραίο το ότι ηχογραφήσαμε εκεί. Το Detroit είναι μια εντελώς διαφορετική πόλη συγκριτικά με ό,τι ξέρω ζώντας στο Colorado. Είναι μοναδική εμπειρία το να βρίσκεται κανείς σ’αυτή την πόλη, η Motown ήταν εκεί, τόση πολύ μουσική έχει βγει από εκεί, τόση αγάπη και κατανόηση για τη μουσική από τους ανθρώπους της τέχνης…
Το ‘Hiss’ είναι ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια από το ‘Refractory Obdurate’ και έχεις πει πως το κομμάτι αυτό είναι ‘…απλά μελοποίηση του κεφαλαίου 5 της Βίβλου για τον Ησαΐα…’. Παρ’ όλ’ αυτά ακούγοντάς το ζωντανά είναι προφανές πως πρόκειται για κάτι πολύ παραπάνω από ένα θρησκευτικό κείμενο με ροκ μουσική επένδυση. Έχεις βρει και αναδείξει με μοναδικό τρόπο, το συσχετισμό ανάμεσα στην παράδοση των Αμερικάνων ιθαγενών και το Χριστιανικό κείμενο. Φαίνεται πως το θρησκευτικό στοιχείο έχει καταπληκτική επίδραση επάνω σου. Οι υπόλοιποι μουσικοί έχουν αντίστοιχη άποψη για τη θρησκεία?
David Eugene Edwards: Συνήθως καθόμαστε όλοι μαζί και συζητάμε πάνω στο νόημα του κάθε κομματιού, πώς νιώθουμε γι’αυτό και τί επίδραση έχει στον καθένα μας. Αυτό σημαίνει το να είναι κανείς σε μπάντα μαζί μου, είναι ένας διαρκής διάλογος.
Παρατήρησα ότι στους τίτλους αρκετών κομματιών χρησιμοποιείς τη λέξη ‘hands’ (χέρια) είναι κάτι σαν ένα θέμα που εμφανίζεται συχνά στη μουσική της μπάντας. Ποια είναι η σημασία αυτής της λέξης για’σένα σε συμβολικό επίπεδο?
David Eugene Edwards: Αυτή η λέξη παίρνει διαφορετικό νόημα κάθε φορά αλλά σε γενικές γραμμές για μένα έχει σημασία το γεγονός ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τα χέρια τους για να κάνουν καλά πράγματα… Είναι δύσκολο να το εξηγήσω αλλά συνήθως αναφέρομαι στην περηφάνεια του ανθρώπου.
Κατά τη διάρκεια της συναυλίας των Wovenhand στο Λονδίνο διαπίστωσα ότι η εισαγωγή που έκανες σε ορισμένα από τα κομμάτια ήταν σε μια, άγνωστη σ’ εμένα, διάλεκτο. Αυτό το στοιχείο δεν αποτελεί κομμάτι της εκδοχής των κομματιών όπως τ’ακούμε στο cd. Τί διάλεκτος είναι αυτή?
David Eugene Edwards: Έχω διαφορετικά και πολλά πράγματα που μουρμουρίζω ενώ τραγουδάω, κάποιες λέξεις ανήκουν σε μια δική μου φανταστική διάλεκτο που εφηύρα εκείνη τη στιγμή, άλλες είναι σε γλώσσες των Αμερικάνων ιθαγενών που γνωρίζω. Συνήθως αυτά που μουρμουρίζω είναι λέξεις των οποίων ο ήχος μου αρέσει.
Στο παρελθόν έχεις πει πως οι Wovenhand και στο παρελθόν οι 16 Horsepower, ήταν πιο δημοφιλείς στην Ευρώπη παρά στις πολιτείες που βρίσκονται προς το κέντρο της Αμερικής, λόγω του ότι το θρησκευτικό κατεστημένο είναι πολύ ισχυρό σ’αυτά τα μέρη και οι άνθρωποι δεν αποδέχονται αυτή τη μουσική. Έχεις επίσης πει πως δεν έχετε booking agent για την Αμερική. Όσον αφορά στο αμερικάνικο κοινό έχει αλλάξει καθόλου η νοοτροπία των ανθρώπων τελευταία? Η μουσική είναι μια ‘μαλακή ισχύς’ και στο παρελθόν έχει καταφέρει να ριζοσπαστικοποιήσει την ανθρώπινη σκέψη. Πιστεύεις ότι αυτό έχει σταματήσει πια?
David Eugene Edwards: Χμμμ…η Αμερική είναι μια ενδιαφέρουσα περιοχή. Υπάρχουν θύλακες όπου οι άνθρωποι ενδιαφέρονται για διάφορα πράγματα μεταξύ των οποίων και η μουσική των Wovenhand, είναι όμως σπάνιο κάτι τέτοιο. Για να είμαι ειλικρινής οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται πια για τα συγκροτήματα, δεν ενδιαφέρονται να πάνε σε μια συναυλία γιατί ο καθένας είναι μέλος και σε μια μπάντα, ο καθένας είναι ένας star αυτή είναι η νέα πραγματικότητα της διασκέδασης. Σε ό,τι με αφορά, ο κόσμος που ενδιαφέρεται πραγματικά για τη μουσική είναι ολοένα και λιγότερος. Απ’ την άλλη μεριά οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν βρει τον τρόπο να βγάζουν χρήματα από αυτή την κατάσταση εκμεταλλευόμενες αυτό το κοινό αίσθημα απέναντι στη μουσική. Είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγει κανείς από αυτή την κατάσταση ιδίως όσο μπαίνουμε όλο και περισσότερο στο ψηφιακό και ψηφιοποιημένο μέλλον. Γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να βγει κανείς από το δίχτυ του μάρκετινγκ και των επιχειρηματικών συμφερόντων και παρότι η εναλλακτική μουσική δίνει την εντύπωση πως κρατάει όλη αυτή την κατάσταση σε περιφερειακό επίπεδο, για μένα δεν υπάρχει τίποτα πια. Είναι αρκετά ζοφερή η κατάσταση.
Ευχαριστώ πολύ για την πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση. Περιμένουμε να σας απολαύσουμε σύντομα στην Ελλάδα.
David Eugene Edwards: Κι εγώ ευχαριστώ πολύ, ανυπομονούμε να παίξουμε στην Ελλάδα. Θα τα πούμε εκεί.
Συνέντευξη: Νάντια Σαββοπούλου
- *Οι Wovenhand θα εμφανιστούν στις 8 Οκτωβρίου στο Fuzz και στις 7 Οκτωβρίου στο Fix Factory Of Sound (Θεσσαλονίκη)
"Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά θα στεναχωρηθώ πολύ αν τελειώσει ο χρόνος μου..."
Τα υπόλοιπα που μας λέει ο Justin Sullivan των New Model Army κάθε άλλο παρά μακάβρια είναι. Το συγκρότημα από το Bradford της Αγγλίας ξεπέρασε αισίως τα 30 χρόνια σταθερής πορείας στην underground σκηνή και έχοντας στην χρονομηχανή τους ιστορικούς δίσκους όπως τα Vengeance, No Rest For The Wicked, Ghost Of Cain, Thunder & Consolation και Impurity, επιστρέφουν φέτος στην Ελλάδα για 3 συναυλίες (Gagarin 205 - 30 Νοεμβρίου, Λάρισα - Μύλος, Πέμπτη 28/11 και Θεσσαλονίκη- Block 33, Παρασκευή 29/11) με νέο πολύ δυνατό άλμπουμ και αστείρευτη ενέργεια.
Το νέο album, "Between Dog And Wolf", φαίνεται να έχει πάρει τις καλύτερες κριτικές από τους μουσικοκριτικούς και το κοινό. Οι περισσότερες κριτικές ισχυρίζονται ότι αποτελεί αναφορά στο ιστορικό "Vengeance". Ωστόσο, είναι παράλληλα αρκετά σύγχρονο. Ποια είναι τα κύρια επίκαιρα στοιχεία αυτής της νέας κυκλοφορίας?
Justin Sullivan: Δεν πιστεύω ότι μοιάζει καθόλου με το "Vengeance" παρά μόνο στο περιπετειώδες πνεύμα. Οι επιρροές μας μπορεί να προέρχονται απ' οπουδήποτε, γεγονός που έκανε πάντα δύσκολο το να προσδιορίσει κανείς τη μουσική μας. Δεν πιστεύω ότι ποτέ κανείς έχει βγάλει κάποιο δίσκο που να είναι σαν τον πρώτο του.
Κάθε album φαίνεται να έχει στοιχεία πειραματισμού. Η μουσική σας επηρεάζεται από τα διεθνή μουσικά τεκταινόμενα? Για παράδειγμα, η αμερικάνικη indie pop κερδίζει έδαφος μέρα τη μέρα. Το γεγονός αυτό σας αφήνει αδιάφορους?
Justin Sullivan: Στα 33 χρόνια της μπάντας έχουμε δει να έρχονται και να φεύγουν τόσο πολλές τάσεις στη μουσική με αποτέλεσμα να τείνουμε στο να αγνοούμε τι είναι «σύγχρονο» και να ακολουθούμε το δικό μας αστέρι. Παρόλα αυτά γνωρίζουμε τι συμβαίνει σε πολλά μουσικά είδη και πως η τεχνολογία επηρεάζει τη μουσική. Κατά κάποιο τρόπο, γυρίσαμε πίσω με αυτό τον δίσκο προσπαθώντας να ηχογραφήσουμε (τουλάχιστον όλα τα drums) σε κασέτα- Είναι ακριβό αλλά αξίζει λόγω της ποιότητας του ήχου.
Η σύσταση της μπάντας παραμένει σχεδόν η ίδια ανά τα χρόνια. Τι συνιστά τη χημεία μεταξύ των μελών?
Justin Sullivan: Όχι, είχαμε κάποιες αλλαγές μέσα στα χρόνια και αυτό ήταν καλό για μας. Κάθε νέο μέλος αλλάζει τη δυναμική μέσα στη μπάντα και φέρνει καινούρια ενέργεια. Η πιο πρόσφατη μεταγραφή, ο Ceri Monger, δεν είχε καν γεννηθεί όταν δημιουργήθηκε η μπάντα, έτσι θα μπορούσαμε να πούμε ότι φέρνει την ενέργεια της νεαρής ηλικίας του. Η σταθερότητα, θεωρώ, είναι εχθρός της τέχνης. Η αλλαγή είναι κάτι καλό.
Αποτελείτε εξαίρεση στη μουσική βιομηχανία έχοντας πετύχει απόλυτη ανεξαρτησία σχετικά με τη δουλειά σας. Ωστόσο, πιστεύετε ότι η μουσική σας ανήκει, εκπροσωπεί ή έχει συμβάλει στη δημιουργία κάποιου συγκεκριμένου μουσικού είδους?
Justin Sullivan: Τα «είδη» αποτελούν ένα τεχνητό τρόπο κατηγοριοποίησης της μουσικής που βοηθά τον κόσμο των πωλήσεων και το promotion. Είναι πιο εύκολο να πουλήσεις κάτι αν μπορείς να προσδιορίσεις το target group. Πάλι, όλη αυτή η ιδέα είναι εχθρός για μας. Είμαστε εδώ να δημιουργήσουμε μουσική-οι πωλήσεις είναι απαραίτητες αλλά όχι ο βασικός στόχος. Το 2010 παίζαμε διαδοχικά Σαββατοκύριακα σε ένα folk, σε ένα metal, σε ένα gothic και σε ένα hippy festival σχεδόν με το ίδιο set! Δεν εκπροσωπούμε κάποιο είδος ;-)
Στους στίχους σας υπάρχουν παραστατικά στοιχεία, κάτι που ίσως προέρχεται από το γεγονός ότι εμπνέεστε κυρίως από ανθρώπινες ιστορίες που κάποιος σας διηγήθηκε. Εκτός από αυτές τις τυχαίες γνωριμίες, υπάρχουν άλλα γεγονότα που πυροδοτούν την έμπνευσή σας?
Justin Sullivan: Πιστεύω πως για να είναι ενδιαφέροντες οι στίχοι πρέπει να είναι σαν σύντομες ταινίες-ένα στοιχείο αφήγησης και ένα τοπίο. Στη συνέχεια ξυπνάει η φαντασία του ακροατή. Παίρνω αυτά τα στοιχεία από οπουδήποτε-ιστορίες που κάποιος μου διηγήθηκε, κάτι που διάβασα, οι ζωές άλλων ανθρώπων και περιστασιακά η δική μου.
Η διαχείριση της καθημερινότητας, από την ικανοποίηση βιολογικών αναγκών, όπως το φαγητό, μέχρι ζητήματα εμπορικής και προωθητικής φύσης, στερεί από τον καλλιτέχνη την απομόνωση από τα εγκόσμια, αναγκαία για τη καλλιτεχνική δημιουργία. Ωστόσο, ο βασικός λόγος της επιτυχίας σας διαχρονικά είναι η διατήρηση της αθωότητας. Πώς επιτυγχάνεται αυτό?
Justin Sullivan: Είχαμε μερικές επιτυχίες και κάποιες αποτυχίες. Κερδίζουμε αρκετά χρήματα για να μπορούμε να ζούμε από τη μουσική-αυτό είναι που έχει σημασία.
Justin, υπάρχει μια δήλωσή σου σε παλαιότερη τηλεοπτική συνέντευξη ότι η μουσική δεν είναι φιλοσοφία αλλά συναίσθημα. Το γεγονός αυτό διεγείρει το φόβο για το θάνατο, που αποτελεί το οριστικό τέλος της χημείας του σώματος, πηγή κάθε συναισθήματος?
Justin Sullivan: Δε φοβάμαι το θάνατο- αλλά θα στεναχωρηθώ πολύ αν τελειώσει ο χρόνος μου!
Σε παλαιότερη συνέντευξη έχει αναφερθεί ότι μεταξύ των μελών της μπάντας υπάρχουν διαφορετικές μουσικές επιρροές. Πώς αυτό επηρεάζει τη συνθετική διαδικασία?
Justin Sullivan: Οι ιδέες πάνω στη μουσική και τα σημεία αφετηρίας προέρχονται απ' όλους στη μπάντα-στη συνέχεια, εγώ και ο Michael κάνουμε το μεγαλύτερο μέρος της σύνθεσης-οι διακανονισμοί είναι μια επαναλαμβανόμενη διαδικασία διαφωνίας και συναίνεσης, κατά κάποιο τρόπο, μεταξύ όλων μας. Διαφωνούμε αρκετά σε σχέση με τη μουσική άλλα παίρνω αυτό σα σημάδι ότι όλοι νοιαζόμαστε.
Υπάρχει κάποια νέα μπάντα που έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον σας? Ποιο θεωρείτε το καλύτερο album των τελευταίων 5 χρόνων?
Justin Sullivan: Για μένα προσωπικά είναι το "Handmade" της Hindi Zahra αλλά όλοι μας ακούμε πολύ διαφορετικά πράγματα. Δεν υπάρχει ούτε ένας δίσκος στην ιστορία της μουσικής που να αγαπάμε όλοι ανεπιφύλακτα. Αυτό είναι σπάνιο για μια μπάντα.
Τα κομμάτια σας περιλαμβάνουν, σε αρκετές περιπτώσεις, πολιτικό λόγο. Δε θα μπορούσα να μη ρωτήσω την άποψή σας για το ελληνικό ακροδεξιό κόμμα που χρησιμοποιεί βία για την επιβολή των πολιτικών θέσεων που εκπροσωπεί.
Justin Sullivan: Αυτά τα σκατά είναι πάντα εδώ. Καταπολεμήστε τα ψέματά τους και να προστατέψτε ο ένας τον άλλο καλά.
Η Αθήνα είναι μια πόλη πολύ ενεργή σχετικά με τις μουσικές εκδηλώσεις. Από την άλλη, η κρίση φαίνεται να έχει αλλοιώσει τον καθένα μας. Στα μουσικά events καθένας παρευρίσκεται για διαφορετικό λόγο. Η μπάντα για να δώσει μια συναυλία, το κοινό απλά παρευρίσκεται, οι ηχολήπτες και αρθρογράφοι απλά δουλεύουν. Λαμβάνοντας υπόψιν το γεγονός ότι το ετερόκλητο κοινό σας έχει τα πιστεύω του group ως κοινό στοιχείο, τι περιμένετε από το επερχόμενο live σας στην Ελληνική πρωτεύουσα?
Justin Sullivan: Δεν είναι κρυφό ότι αγαπώ την Ελλάδα. Πάντα πίστευα ότι το ελληνικό κοινό αντιλαμβάνεται αυτό που κάνουμε σε ένα πρωτογενές και συναισθηματικό επίπεδο. Ανυπομονούμε για το live!
Συνέντευξη: Δήμητρα Μαρίνη
«Ο Tony Wilson είχε έναν θαυμαστό τρόπο να ξαναγράφει την ιστορία, ακόμα και την στιγμή που αυτή συνέβαινε..» Πάντα προτιμούσα να τους αποκαλώ Orchestral Manoeuvres in the Dark, παρόλο που κάθε φορά ένιωθα το ίδιο στραμπούληγμα στην γλώσσα μου. Electropop ήρωες, αυθεντικοί, επιδραστικοί, γλυκανάλατοι, παρηκμασμένοι..τα έχουν ακούσει όλα στην πολύχρονη πορεία τους, από το καλύτερο στο χειρότερο. Πριν μερικά χρόνια τους είδαμε επιτέλους ζωντανά στον Λυκαβηττό και φέτος επιστρέφουν με νέο δίσκο που αποπνέει κάτι από την αύρα των πρώτων τους ημερών. Αφορμή ψάχναμε για να τα πούμε, φυσικά όμως όταν έχεις να μιλήσεις με τον Andy McCluskey δεν μπορείς να μη σκαλίσεις το παρελθόν. Γράφοντας πρόχειρα τις ερωτήσεις μου, θυμήθηκα με τι αγωνία έψαχνα όταν ήμουν παιδάκι να μάθω με ποιό synthesizer είχαν φτιάξει αυτόν τον αναθεματισμένα φουτουριστικό ήχο πριν μπει το βασικό θέμα του Enola Gay και τις περίφημες μουσικές κόντρες Λίβερπουλ-Μάντσεστερ-Σέφιλντ. Νοσταλγία αρχικά, από εκεί ξεκινάμε...
Electricity. Το ντεμπούτο single των OMD κυκλόφόρησε το 1979 στην Factory Records, κάτι μάλλον παράξενο για ένα συγκρότημα από το Λίβερπουλ εκείνη την εποχή. Πώς συνέβη και τι σκέφτηκες για τον Tony Wilson όταν τον πρωτοσυνάντησες?
Andy McCluskey : Η πρώτη μας συναυλία ήταν ένα support στους Joy Division στο Eric's club στο Λίβερπουλ, και μετά μας πρόσφεραν ένα live gig στο The Factory club του Μάντσεστερ, που θα ήταν μόλις η δεύτερη. Υπήρχε μια ανταποδοτική σχέση ανάμεσα στα 2 club και γινόντουσαν τέτοιες ανταλλαγές. Σε εκείνη τη συναυλία γνωρίσαμε τον Tony Wilson και του στείλαμε ένα demo tape μερικές βδομάδες μετά, ουσιαστικά γιατί θέλαμε να μας συμπεριλάβει στην εκπομπή που είχε στην τηλεόραση. Αυτός τελικά μας έκανε προσοφρά για ένα single στην δισκογραφική του εταιρεία, λέγοντας μας ότι πιστεύει πως είμαστε «το μέλλον της ποπ μουσικής». Βέβαια αρκετά αργότερα ανακάλυψα πως αρχικά δεν του άρεσε η κασσέτα μας και ουσιαστικά τον έπεισαν η γυναίκα του και ο Peter Saville ότι έκανε λάθος. Ο Tony είχε έναν θαυμαστό τρόπο να ξαναγράφει την ιστορία, ακόμα και την στιγμή που αυτή συνέβαινε.
Λόγω της τεράστιας δημοτικότητας και αναγνωρισιμότητας του τραγουδιού εδώ και 3 δεκαετίες, φαντάζομαι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θα πιστεύουν ότι το Electricity ήταν πολύ μεγάλη επιτυχία στην εποχή του. Για μένα παραμένει μυστήριο το γεγονός ότι δεν κατάφερε να μπει ποτέ στα charts της Βρετανίας παρόλο που το κυκλοφορήσατε 3 φορές σε 2 διαφορετικά labels. Έχεις σκεφτεί τι δεν πήγε καλά?
Andy McCluskey : Ήταν απλά λίγο μπροστά από την εποχή του.
Επίσης έχετε παραδεχθεί ότι η βασική του ιδέα ήταν στην πραγματικότητα το Radio Activity των Kraftwerk σε επιτάχυνση...
Andy McCluskey : Ναι, είχα συναντήσει κάποια στιγμή το 1991 τον Karl Bartos, τον Wolfgang Flur και τον Emile Schult (*πρώην μέλη των Kraftwerk) και τους είπα ότι ήταν η η Βρετανική punk εκδοχή μας στο Radio Activity. Μου απάντησαν ότι το γνώριζαν..
Organisation. To 2o σας άλμπουμ ήταν ο πρώτος δίσκος που αγόρασα, μαζί με το Travelogue των Human League, και ουσιαστικά ένας από τους βασικούς λόγους που ενδιαφέρθηκα για την ηλεκτρονική μουσική. Δεδομένου ότι αυτό πρέπει να συνέβη σε χιλιάδες νέους εκείνη την εποχή, πως αντιμετωπίζεις σήμερα την ταμπέλα «electro-pop pioneers" όποτε αναφέρονται οι OMD? Δεν είναι αγχωτικό?
Andy McCluskey : Όχι, είναι τιμή να αναγνωρίζονται τώρα οι OMD ως σημαντικοί και επιδραστικοί. Δεν είχαμε ιδέα τι κάναμε όταν ξεκινούσαμε και κανένα πλάνο για να γίνουμε διάσημοι μουσικοί. Μας βγήκε έτσι τυχαία, συνδυάσαμε τα θεμελιώδη ήθη των Kraftwerk με ένα εντελώς πρωτόγονο και ακατέργαστο συναισθηματικό περιεχόμενο, δημιουργώντας έναν νέο για την εποχή ήχο.
Τι συνέβη και δεν έγινε ποτέ εκείνη η συναυλία σας στην Αθήνα το 1984? Θυμάμαι τις αφίσες, αλλά το show ακυρώθηκε χωρίς καμία περαιτέρω εξήγηση. ..
Andy McCluskey : Δυστυχώς δεν θυμάμαι γιατί είχε ακυρωθεί. Πιθανότατα επειδή ο promoter δεν ήταν σε θέση να εγγυηθεί την προκαταβολή για την αμοιβή μας.
1986. Pretty in Pink soundtrack. Κατάρα η ευλογία?
Andy McCluskey : Τίποτα από τα δύο. Είχαμε ήδη εγκαταλείψει κάποιες από τις πιο ριζοσπαστικές ιδέες μας τότε και γινόμασταν κάπως συμβατικοί και συνηθισμένοι. Βέβαια το τραγούδι "If you Leave" που έγινε επιτυχία από την ταινία μας βοήθησε πολύ να βρούμε επιτέλους σύνδεση και ανταπόκριση στο Βορειο-Αμερικάνικο κοινό.
Ο λόγος που γνωρίζουμε για την φυγή του Paul Humphreys από το συγκρότημα το 1989 είναι «ο εμπορικός προσανατολισμός της μουσικής σας» εκείνη την εποχή. Ισχύει? Πως ένιωσες όταν το original line-up των OMD επανήλθε μετά από 15 χρόνια?
Andy McCluskey : Υπήρχαν πολλές διαφορετικές πιέσεις στο συγκρότημα στα τέλη των 80'ς. Είχαμε πουλήσει εκατομμύρια δίσκους, αλλά το συμβόλαιό μας ήταν τόσο κακό που δεν είχαμε λεφτά και το μερίδιο μας από τις πωλήσεις ήταν ελάχιστο. Αυτό σήμαινε ότι πρέπει να γράφουμε και να ηχογραφούμε υλικό συνέχεια μόνο και μόνο για να παραμείνουμε «ζωντανοί», ενώ δεν είχαμε χρόνο για να αναπτύξουμε τις ιδέες μας όπως θέλαμε. Ήμασταν κουρασμένοι και αποθαρρυμένοι.. Κάποιοι άλλοι ασκούσαν πίεση σε μένα και στον Paul για δικό τους όφελος, κάτι που κατέληξε καταστροφικό στην σχέση μας. Δεν έφυγε ο Paul. Το συγκρότημα διαλύθηκε και σταμάτησε. Μετά η Virgin με έπεισε ότι θα μπορούσα να συνεχίσω το συγκρότημα μόνος μου...
Τα πάμε εξαιρετικά όλοι μαζί τώρα. Μεγαλώσαμε μαζί και περάσαμε τα 10 πιο τρελά χρόνια της ζωής μας παρέα. Έχουμε απόλυτη κατανόηση και αμοιβαίο σεβασμό ο ένας προς τον άλλον.
Synth Britannia. Πες μου κάτι για αυτό το πραγματικό σπουδαίο ντοκυμαντέρ του BBC. Εγώ όταν το έβλεπα σκεφτόμουν πόσο ενθουσιασμένοι φαίνεστε, εσύ, ο Phil Oakey, o John Foxx και όλοι οι άλλοι καλλιτέχνες όταν μιλάτε για τις πρώτες μέρες της έκρηξης της synthpop...
Andy McCluskey : Είμαστε όλοι πολύ περήφανοι για όσα καταφέραμε και χαιρόμαστε να μιλάμε γι αυτά. Επίσης, επειδή είχαμε συνείδηση στο τι θέλαμε να πετύχουμε ηχητικά και ξέραμε πως να το κάνουμε..είμαστε και σε θέση να το συζητάμε. Ειμαστε όλοι συνθέτες που χρησιμοποιούμε την διαίσθηση, κάτι που είναι δύσκολο να εξηγηθεί, όπως επίσης και συγκεκριμένες concept ιδέες και εγκεφαλικά στοιχεία, τα οποία είναι εύκολο να αναλυθούν.
Έχεις εξήγηση για το φαινόμενο των Depeche Mode? Γιατί νομίζεις η δημοτικότητά τους αυξανόταν συνεχώς τις 2 τελευταίες δεκαετίες, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα electropop συγκροτήματα των αρχών της δεκαετίας του 80?
Andy McCluskey : Οι Depeche Mode συνέχισαν όταν τα περισσότερα άλλα ηλεκτρονικά συγκροτήματα σταμάτησαν ή άλλαξαν εντελώς ήχο. Είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν ένα τεράστιο και αποφαστικής σημασίας fan-base που τους «μπόλιαζε» ενάντια στην γενική κατάρευση των πωλήσεων δίσκων της μουσικής βιομηχανίας. Επίσης, με χαρακτηριστική άνεση μπόρεσαν να υιοθετήσουν το πιο ροκ στυλ που τους κατέταξε πιο εύκολα στην κατηγορία των συγκροτημάτων που θα μπορούσαν να παίξουν σε στάδια. Και πάντα υπήρχε μια πολύ μεγάλη μερίδα γκόθικ και εναλλακτικού κοινού σε όλες τις χώρες που έλκονταν από τον ήχο τους.
English Electric. Ποιό είναι το concept του νέου σας δίσκου? Με ένα πρώτο άκουσμα με γυρνάει στην εποχή του Dazzle Ships...
Andy McCluskey : Είναι η δική μας απεικόνιση απέναντι στις χρήσεις και τις καταχρήσεις της τεχνολογίας στην τελευταία 50ετία. Τα μεταπολεμικά ουτοπικά οράματα που δεν τελειώνουν πάντα τόσο ελπιδοφόρα.
Ηχητικά διακρίνω μια έντονη ρετρό διάθεση..
Andy McCluskey : Ναι, προσπαθήσαμε συνειδητά να ξεχάσουμε τα τελευταία 30 χρόνια των κάπως πιο συγκαταβατικών συνθέσεων όπου είχαμε εγκλωβιστεί και να επιστρέψουμε στις πιο «τεμαχισμένες» και ασυνήθιστες ενορχηστρώσεις που είχαμε δημιουργήσει για το συγκρότημα όταν πρωτοξεκινούσε.
Το Metroland είναι μια όμορφα εμπνευσμένη από τους Kraftwerk σύνθεση. Ποιά πόλη είχες στο μυαλό σου όταν το έγραφες? Τι είναι η Metroland και γιατί σε ενέμπνευσε?
Andy McCluskey : Metroland ήταν το διαφημιστικό σλόγκαν του Μητροπολιτκού Σιδηρόδρομου του Λονδίνου που παρότρυνε τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν το κέντρο της πόλης και να ζήσουν στην εξοχή χρησιμοποιώντας την καθημερινή υπόγεια γραμμή. Το τραγούδι είναι μεταφορικό ως προς τις ενέργειες που κάνουμε για να βρούμε τον «παράδεισο», καταστρέφοντας στην πραγματικότητα αυτό που ψάχνουμε.
Kissing the Machine. Επανηχογραφήσατε και συμπεριλάβατε στο άλμπουμ αυτό το παλιό τραγούδι των Elektric Music, για το οποίο είχες συνεργαστεί με τον Karl Bartos 20 χρόνια πριν. Χαίρομαι που το ξανακούω, αλλά πως κι έτσι?
Andy McCluskey : Στιχουργικά και ως concept γενικότερα ταίριαζε στο English Electric και πολλοί άνθρωποι δεν είχαν την ευκαιρία να ακούσουν την αυθεντική εκτέλεση. Ο Paul το επεξεργάστηκε από την αρχή και το έκανε να ηχεί όπως έπρεπε για το νέο άλμπουμ.
Helen Of Troy. Η Ωραία Ελένη.. Νομίζω είναι ο πιο δημοφιλής γυναικείος χαρακτήρας από τους ήδη αρκετούς για τους οποίους έχεις τραγουδήσει. Περισσότερο και από την Ιωάννα της Λωραίνης πιστεύω.. Βλέπεις κάποιον ξεκάθαρο συμβολισμό στην Ελένη και αποφάσισες να τραγουδήσεις γι αυτήν?
Andy McCluskey : Το τραγούδι δεν είναι για την Ωραία Ελένη καθαυτή. Χρησιμοποιώ τον χαρακτήρα της μεταφορικά για την απόσταση και την απώλεια.
Πως προέκυψε η συνεργασία σας με τους δικούς μας Fotonovela? Ξέρω βέβαια ότι ο Γιώργος (Γερανιός) ήταν πάντα μεγάλος θαυμαστής των OMD...
Andy McCluskey : O Γιώργος μου είχε ζητήσει να τραγουδήσω ως καλεσμένος σε κάποιο τραγούδι των Fotonovela. Μου έστειλαν μερικά μουσικά κομμάτια, είχαμε συζητήσει και για το Helen Of Troy ως πιθανότητα...και δες τώρα τι ωραίο που βγήκε!
Συνεργάζεστε ακόμα με τον Peter Saville (Factory records, etc) για το artwork των δίσκων σας. Μπορείς να διαλέξεις το καλύτερο εξώφυλλο που έχει σχεδιάσει?
Andy McCluskey : Το αγαπημένο μου εξώφυλλο που έχει κάνει ο Peter είναι εκείνη η μπλε- πορτοκαλί έκδοση με τις εγκοπές για τον πρώτο δίσκο των Orchestral Manoeuvres in the Dark.
Πώς σου φάνηκε το σχέδιο που έκανε για το t-shirt της Εθνικής Αγγλίας πριν 2 χρόνια?
Andy McCluskey : Μου φάνηκε καταπληκτική ιδέα.
Έχεις κάποια άποψη για το νέο δίσκο του David Bowie?
Andy McCluskey : O David Bowie είναι ιδιοφυία και ενας από τους πιο σημαντικούς και επιδραστικούς μουσικούς της γενιάς μου. Έχει εδραιώσει την θέση του στο Πάνθεον της Ποπ Ιστορίας και του επιτρέπεται δικαιωματικά να απορροφά και να αντανακλά τα πάντα. Είναι εντελώς ασήμαντο τι πιστεύω εγώ για τον δίσκο του.
Καλύτερος synthpop δίσκος όλων των εποχών? Εξαιρούνται οι Kraftwerk και οι OMD.
Andy McCluskey : To Body Talk parts I & II της Robyn.
Ποιά θα ήταν τα πλεονεκτήματα μιας robot-wife?
Andy McCluskey : Υπάρχουν αμέτρητα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα για να αρχίσω να σου λέω. Σίγουρα πάντως προτιμώ μια human-wife.
Και τέλος, να επαναλάβω κι εγώ μετά από εσάς και να αναρωτηθώ: «Πού είναι ο παράδεισος που μας υποσχέθηκαν?»
Andy McCluskey : Προσπαθείς να τον φτιάξεις μόνος σου.. μέχρι που κάποιος θα στον πάρει μακριά.
Συνέντευξη: Κώστας Μπρέλλας
Pages