"I don't like goth music..."
Εντάξει, μετά τις τελίτσες το σώζει κάπως, αλλά όχι ότι τον αδικώ. Νομίζω μάλιστα ότι συμφωνώ έτσι όπως το θέτει, οπότε ο άτυπος τίτλος που έβαλα στην συνέντευξη μπορεί να θεωρηθεί προβοκατόρικος. Σε μερικές μέρες λοιπόν θα δούμε για πρώτη φορά στην Αθήνα ζωντανά τους London After Midnight και τα'παμε λίγο με τον Sean Brennan, o οποίος εκτός από μουσικές, φαίνεται να έχει και ιδιαίτερες κοινωνικοπολιτικές ανησυχίες που μας αναλύει παρακάτω. Επίσης δεν θα ήθελε να κάνει ντουέτο με τον Peter Murphy. Μας φάνηκε και λίγο ζόρικος, είναι και 1.96 παλικάρι, τι να του πεις... Ενδιαφέρον πάντως έχει μπόλικο, οπότε προχωρήστε παρακάτω...
Los Angeles after midnight ή London after midnight; Συμβαίνει τίποτε ενδιαφέρον τώρα τελευταία σε αυτές τις πόλεις;
SEAN: Στο Los Angeles απολύτως τίποτα.
Για αμερικανική μπάντα κατορθώσατε να γίνετε πολύ δημοφιλείς στην Ευρώπη. Πιστεύεις ότι η «ευθεία» προσέγγισή σας προς τη Goth μουσική έναντι άλλων που δεν θέλησαν να αναγνωρίζονται με βάση αυτό το μουσικό ιδίωμα, ήταν κάτι που οι άνθρωποι εκτίμησαν;
SEAN: Δεν καταλαβαίνω την ερώτηση. Στα αγγλικά (ίσως λόγω της μετάφρασης) είναι σαν να λέτε ότι οι LAM είναι "έντονα goth" σε αντιδιαστολή με άλλες μπάντες που δεν θέλησαν να χαρακτηριστούν. Αλλά αυτό είναι εντελώς αντίστροφο. Δεν θέλω να χαρακτηριστώ και ούτε δημιουργώ τη μουσική μέσα στα όρια ενός ύφους, το οποίο είναι ότι ουσιαστικά όλες οι άλλες μπάντες που σχετίζονται με το goth, το death rock και το industrial, κάνουν. Δημιουργούν μουσική προκειμένου να «ακουστούν» με έναν ορισμένο τρόπο και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο όλοι ακούγονται ίδιοι. Αλλά η μουσική των LAM δεν ταιριάζει σε κανένα ιδίωμα. Ακούστε οποιοδήποτε CD των LAM και θα δείτε ότι η μουσική δεν είναι ίδια με αυτή άλλων συγκροτημάτων της Goth σκηνής, και μάλιστα διαφέρει από κομμάτι σε κομμάτι. Επίσης, το κάθε CD είναι μια πρόοδος, και παρά το ότι η μουσική έχει συνάφεια και είναι ταιριαστή, κατά την άποψή μου, υπάρχει πάντα ένας νέος ήχος μέσα σε κάθε CD της μουσικής των LAM. Και οι θαυμαστές όντως το εκτιμούν αυτό, για να απαντήσω στην ερώτησή σας. Οι θαυμαστές ψάχνουν κάτι νέο και ενδιαφέρον. Οι λάτρεις της μουσικής θέλουν καλοφτιαγμένη μουσική, όχι πανομοιότυπα πράγματα που δημιουργούνται για να αρέσουν στο υπάρχον ακροατήριο.
Υπάρχει κάποιο άλλο γκρουπ από την λεγόμενη δεύτερη γενιά της Goth σκηνής που εκτιμάς; Φαίνεται ότι οι περισσότεροι δεν είναι πλέον ενεργοί...
SEAN: Όxi. Δεν μ' αρέσει η Goth μουσική, εκτός από εκείνες τις μπάντες που θεωρούνται πρωτοπόρες ή είναι συνδεδεμένες με κάποιο τρόπο με το ιδίωμα όπως η Siouxsie, οι Bauhaus, οι Cure, και άλλες όπως o Iggy Pop, οι Velvet Underground, οι Joy Division, κ.λπ. Kαι μάλιστα δεν μ' αρέσει το σύνολο της μουσικής τους. Αλλά πραγματικά δεν υπάρχουν μπάντες των οποίων μ' αρέσουν όλες οι δουλειές τους. Στα σίγουρα πάντως δεν είμαι οπαδός του οτιδήποτε χαρακτηρίστηκε «Goth» και ήρθε αργότερα. Ήταν όλοι ψεύτικοι, δημιουργώντας για να ταιριάξουν με το ύφος της μουσικής. Αυτός είναι ο ορισμός του ξεπουλήματος.
Γιατί καθυστέρησε τόσο πολύ η κυκλοφορία του "Violent Acts Of Beauty"; Ήταν λόγω προβλημάτων με τις δισκογραφικές ή εξαιτίας καλλιτεχνικών θεμάτων;
SEAN: Έχουν συμβεί αρκετά πράγματα τα τελευταία χρόνια από την κυκλοφορία του τελευταίου μου CD "Oddities" (που είχε νέα τραγούδια, όπως και οι επανεκδόσεις του 2003 για το "Selected Scenes..." και το "Psycho Magnet", επίσης ένα νέο κομμάτι εμφανίστηκε στο soundtrack του Saw II, άρα κυκλοφόρησε καινούριο υλικό από τους LAM μετά το "Oddities". Εν πάση περιπτώσει, στους LAM έγιναν μερικές προσφορές από μεγάλες δισκογραφικές που τελικά όμως δεν οδήγησαν κάπου για τον ένα ή τον άλλο λόγο. Για παράδειγμα μια δισκογραφική εδώ στην Αμερική πτώχευσε και μια άλλη ήθελε να έχει μεγάλο έλεγχο στο έργο μου. Όλο αυτό έφαγε περίπου 2 χρόνια, και με άφησε να νοιώθω αμφιβολία για τη βιομηχανία. Επιπλέον με το παράνομο μοίρασμα αρχείων που ουσιαστικά κάνει αδύνατη την επιβίωση για τον καλλιτέχνη μέσω της μουσικής του, τα πράγματα έδειχναν αποκαρδιωτικά. Έτσι τα πράγματα τράβηξαν λίγο σε διάρκεια ενώ εγώ σκεφτόμουν τι θα κάνω. Επίσης, έγραψα αρκετή μουσική ικανή να γεμίσει μερικά CDs, όχι πως δεν έκανα τίποτα. Εργάζομαι πάντα για τους LAM. Συνέχισα να γράφω περισσότερη νέα μουσική. Και τα πράγματα τακτοποιήθηκαν βαθμιαία. Αλλά η ζωντανή έκδοση των LAM περιόδευε κατά τη διάρκεια εκείνου του χρόνου, και έπαιζε την καινούρια μουσική μου ανά πάσα στιγμή. Έτσι οι LAM δεν ήταν απολύτως απόντες. Και είχα ήδη γράψει αρκετά κομμάτια, αλλά συνέχιζα επιπλέον να γράφω νέο υλικό, σχεδόν καθημερινά. Τα παλαιότερα τραγούδια έμεναν συνεχώς εκτός CD και τα πιο καινούρια προστίθενταν. Τελικά αποφάσισα ότι το μίγμα των τραγουδιών ήταν τέλειο, η δυναμική και τα συναισθήματα - και ο χρόνος - ήταν τελικά ιδανικά για να κυκλοφορήσει το "Violent Acts of Beauty".
Πιστεύεις ότι είναι δυσκολότερο για μια μπάντα να κυκλοφορεί ένα άλμπουμ όταν περνάν τα χρόνια; Ανάμεσα στα "Psycho Magnet" και "Violent Acts Of Beauty" η μουσική σκηνή είχε μετατοπιστεί από τον κιθαριστικό gothic rock ήχο προς τον περισσότερο ηλεκτρονικό και την EBM.
SEAN: Όχι, επειδή δεν γράφω για κανέναν άλλο πέρα από μένα. Η επιθυμία μου είναι να δημιουργήσω τέχνη, όχι κάτι που θα ταιριάξει εύκολα στην σκηνή. Δεν δίνω προσοχή στην τρέλα της εποχής ή στο θέλω των ανθρώπων να στοιβάξουν τα πράγματα κάτω από τις ταμπέλες των ιδιωμάτων.
Το "Violent Acts Of Beauty" παρουσίασε την πολιτικοποιημένη πλευρά των LAM. Πώς αισθάνεσαι ως Αμερικανός με την παρούσα κυβέρνηση; Πως σου φαίνεται ο Obama; Οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνονται να βρίσκονται αντιμέτωπες με ολόκληρο τον κόσμο, ακόμη και με τους Ευρωπαίους που κάποτε ήταν σύμμαχοι. Που πιστεύεις ότι θα οδηγήσει η κατάσταση;
SEAN: Το καθεστώς Μπους είναι ο επιθετικότερος όλεθρος που πέρασε από τη γη για αρκετό διάστημα, αλλά οι ΗΠΑ έχουν "πηδήξει" τον κόσμο όλο για δεκαετίες, ακόμα από τότε που οι Ευρωπαίοι εισέβαλαν και σκότωσαν τους Αμερικάνους ιθαγενείς. Η ιδέα της αυτοκρατορίας, όπως ακολουθείται από όλες τις σημαντικές παγκόσμιες δυνάμεις κατά τη διάρκεια των αιώνων, είναι κάτι πολύ αρνητικό. Είμαι φιλελεύθερος/προοδευτικός. Η επιλογή μου για την θέση του Προέδρου είναι ο Ralph Nader, ο γνωστός συνήγορος καταναλωτών. Ο Obama είναι πάρα πολύ κεντρώος για μένα, αλλά είναι καλύτερος από το δημοκρατικό (συντηρητικό) υποψήφιο, McCain. Όλοι οι Δημοκρατικοί εκφράζουν το δόγμα Μπους.
Διάβασα κάπου ότι το "the kids are wrong" είναι μια παράφραση του τραγουδιού των Who "the kids are alright", θέλοντας να τονίσει τη διαφορά μεταξύ των δεκαετιών '60-'70, - μιας γενιάς με έκρυθμη κοινωνική και η πολιτική κατάσταση- και της γενιά μας στην οποία όπως είπες η ατομική δημοσιότητα, η νωθρότητα, η ματαιοδοξία και η πλεονεξία κυριαρχούν. Πάτα ταύτα είδαμε τους LAM να συμμετέχουν στο soundtrack της ταινίας SAW II, μιας ταινίας που είναι ένα προϊόν της αμερικάνικης βιομηχανίας τρόμου, μιας βιομηχανίας που εξουσιάζει και προκαλεί βίαια συναισθήματα, εθισμό και νωθρότητα. Μίλα μου για αυτά...
SEAN: Οι LAM ουσιαστικά δεν έλαβαν μέρος στο soundtrack, δεν είχα καμία απολύτως σχέση με την ίδια την ταινία. Ένα τραγούδι των LAM περιλήφθηκε στην ευρωπαϊκή κυκλοφορία του CD του soundtrack, επειδή κυκλοφόρησε στην Ευρώπη από την εταιρία των LAM, την Trisol. Αυτό έγινε για την προώθηση των LAM. Αλλά δεν είχε καμία σχέση με την ταινία. Ήταν απλά μια μουσική συλλογή.
Βρίσκω πως η καθημερινή ανθρώπινη πραγματικότητα του πολέμου, της φτώχειας, της σκληρότητας, της ματαιοδοξίας, και της πλεονεξίας είναι αρκετά τρομακτική, έτσι ώστε να βλέπω σπάνια ταινίες τρόμου. Και δεν είναι μια αντανάκλαση της πραγματικής φρίκης στο ελάχιστο, όπως ίσως μερικοί να μπορεί να υποστηρίξουν, επειδή σημαντικό κομμάτι του κοινού είναι κατά ένα μεγάλο μέρος ανίδεο οποιωνδήποτε πραγματικών καταστάσεων και είναι προφανές ότι αυτές οι ταινίες δοκιμάζουν απλά να ξεπεράσουν σε φρίκη η μια την άλλη, προκειμένου να κάνουν χρήματα, αυτός είναι ο στόχος. Αυτό είναι όλο. Τα τελευταία χρόνια με ενδιαφέρουν κυρίως τα ντοκιμαντέρ, πολλά από τα οποία είναι πολύ τρομακτικότερα οποιασδήποτε ταινίας τρομακτικής μυθιστοριογραφίας - επειδή είναι πραγματικά. Παραδείγματος χάριν, δες τον "Εφιάλτη του Δαρβίνου" του Hubert Sauper και προσπάθησε να μην ενοχληθείς. Αυτή είναι μια πραγματική ταινία φρίκης.
Οι τάσεις φυγής από την πραγματικότητα και οι άνθρωποι που καπηλεύονται διάφορες κοινωνικές δυσλειτουργίες προκειμένου να ωραιοποιήσουν την φρίκη, μου φαίνονται αρκετά καταστρεπτικοί. Οποιοσδήποτε πραγματικά "σκληροπυρηνικός" ή ένας αληθινός "επαναστάτης", ένας επαναστάτης που χρειάζεται να ωθηθεί στα άκρα όπως ισχυρίζονται μερικοί θιασώτες του gore, θα αγκάλιαζε περισσότερο την πραγματικότητα παρά τις ψεύτικες ταινίες τρόμου. Η φαντασία είναι ακριβώς αυτό, φαντασία. Είναι ασφαλές έτσι και αυτά τα εμπορικά, εταιρικά σκουπίδια δεν είναι τέχνη, φτιάχνεται για δωδεκάχρονα. Ο θάνατος δεν είναι όμορφος και είμαι σίγουρος ότι εάν οι άνθρωποι που παίρνουν στα σοβαρά τέτοιες ταινίες τρόμου ή τις εκτιμούν τόσο ιδιαίτερα επρόκειτο να βρεθούν σε μια εμπόλεμη ζώνη ή σε ένα έθνος χτυπημένο από την πείνα, επί παραδείγματι, και να δουν το πραγματικό αίμα, τον πόνο, το θάνατο και τη δυστυχία, το πάθος τους για αυτές τις ταινίες θα εξαφανιζόταν. Καταλαβαίνω την ανάγκη των ανθρώπων για απροβλημάτιστη, περιστασιακή ψυχαγωγία, και δεν υπάρχει πρόβλημα με αυτό. Αλλά το να αποκλείονται όλα τα αλλά εκτός της ανόητης ψυχαγωγίας είναι το πρόβλημα, και σχεδόν ολόκληρη η Αμερική αυτό κάνει, και η Αμερική εξάγει αυτήν την νοοτροπία. Έτσι το να επιτραπεί στην ανούσια ψυχαγωγία να εξουσιάσει την αγορά είναι λάθος. Επίσης, η ωραιοποίηση του gore είναι κάτι αρκετά παράξενο. Η απευαισθητοποίηση των ανθρώπων στη φρίκη οδηγεί σε μεγαλύτερα ζητήματα. Είναι αξιολύπητο το να βλέπεις σελίδες παιδιών στο MySpace που είναι γεμάτες με εικόνες πραγματικών νεκρών σωμάτων, με την σκέψη ότι αυτό είναι προχωρημένο. Αυτές οι εικόνες του πολέμου πρέπει να προσβάλουν τους ανθρώπους, δεν πρέπει να τους κάνουν να σκέφτονται "ω, τέλεια, κοίτα το χυμένο μυαλό εκείνου του τύπου στο δρόμο της Βαγδάτης".
Ξέρω ότι είσαι χορτοφάγος και υποστηρίζεις προφανώς τα ανθρώπινα & ζωικά δικαιώματα. Το κρέας είναι δολοφονία; Και τι αισθάνεσαι για τα reality show όπως το Fear Factor;
SEAN: Δεν έχω δει ποτέ το Fear Factor. Είμαι χορτοφάγος και δεν υποστηρίζω την σπάταλη, καταστρεπτική και σκληρή ζωική βιομηχανία. Οι άνθρωποι πρέπει να καταλάβουν ότι οι επιλογές τους δημιουργούν τον κόσμο που ζούμε. Πάρτε τη μετάβαση στη χορτοφαγία για παράδειγμα. Εάν επιλέξετε μια χορτοφαγική διατροφή συμβάλετε περισσότερο στη μείωση του φαινομένου του θερμοκηπίου παρά εάν οδηγήσετε ένα υβριδικό αυτοκίνητο. Και το γεγονός ότι ζούμε μια κλιματική κρίση κάνει την επιλογή ακόμα σημαντικότερη. Οι μικρές αποφάσεις μπορούν να κάνουν μια μεγάλη διαφορά. Υπάρχουν επίσης αμέτρητοι άλλοι λόγοι για να γίνετε χορτοφάγοι, οι οποίοι θα βελτίωναν πολύ τα πράγματα. Αλλά δεν έχει σημασία ποιο καλό θα επιτευχθεί τελικά - σημασία έχει αν αυτό που θα γίνει είναι το σωστό. Πολλοί άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται πλέον προκειμένου να κάνουν το σωστό. Είναι τόσο συγκεντρωμένοι στους εαυτούς τους, στην άμεση ικανοποίηση τους ώστε αδυνατούν να κάνουν το σωστό.
Οι άνθρωποι διαμαρτύρονται για τον κόσμο αλλά δεν κάνουν τίποτα για να σταματήσουν τις αδικίες, και μετά πάνε και υποστηρίζουν μερικά πολύ κακά πράγματα που δεν στέκονται ακόμη και για να τα εξετάσουν, όπως τα τρόφιμα που τρώνε ή τις συνήθειες που αποκτούν (όπως το κάπνισμα, το οποίο υποστηρίζει απίστευτα τις κακές εταιρίες που εξαπατούν ανθρώπους σε έναν θανάσιμο εθισμό). Αλλά το καλύτερο πράγμα που μπορείτε να κάνετε είναι να εκπαιδευτείτε για τις επιλογές που μπορείτε να κάνετε. Να αμφισβητείτε ουσιαστικά την εξουσία. Να αμφισβητείτε την δεξιά ιδεολογία, τη βάση της εταιρικής κεφαλαιοκρατίας, η οποία εξουσιάζει τον πολιτισμό μας. Θα διαπιστώσετε ότι κάνετε μια χάρη στον εαυτό σας.
Τεράστια κομμάτια του κόσμου ζουν πολύ υγιεινά μέσα από μια χορτοφαγική διατροφή. Εάν ο καθένας στη γη έτρωγε κρέας θα χρειαζόμασταν πραγματικά αρκετούς πλανήτες με βοσκοτόπια και πόρους. Δεν υπάρχει αρκετός χώρος στη γη προκειμένου για να ταϊστεί κάθε άνθρωπος με κρέας. Και η υποστήριξη της βιομηχανίας κρέατος υποστηρίζει πολλές σαθρές πρακτικές που οδηγούν στην παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου, σε απόβλητα ύδατος, και περαιτέρω περιβαλλοντική υποβάθμιση (για να μην αναφέρουμε τη σκληρότητα στα ζώα), και την επιβαλλόμενη ένδεια και το λιμό πάνω στα φτωχά έθνη, λόγω της υπερκατανάλωσης πόρων. Έτσι το κρέας είναι ξεπερασμένο και μια χορτοφαγική διατροφή είναι πραγματικά απαραίτητη. Και υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που μπορείτε να φάτε εκτός από τη σάρκα ενός νεκρού και σαπίζοντας ζώου.
Θρησκεία; Πιστεύεις στο Θεό; Τι εικόνα και τι αίσθηση έχεις για Αυτόν ...
SEAN: Ανατράφηκα καθολικός ως παιδί, αλλά δεν είμαι μέρος οποιασδήποτε οργανωμένης θρησκείας. Δεν έχω καμία ιδέα για το πώς θα μπορούσε να είναι ο Θεός. Αλλά ξέρω ότι θα ήταν πραγματικά εκνευρισμένος με τους ανθρώπους που ενεργούν σαν ηλίθιοι στο όνομά Του.
Πρόσφατα, καθώς παρακολουθούσα αποσπάσματα από τις εμφανίσεις σου, μπαίνει η γιαγιά μου μέσα στο δωμάτιο. Παρακολουθεί για λίγο μαζί μου και έπειτα λέει: "Αυτό το κορίτσι έχει τόσο βαριά & βαθιά φωνή!!". Εντάξει, είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα, αλλά και πάλι είναι αρκετά προφανές ότι η εικόνα σου είναι αρκετά θηλυκή. Και όμως όλα τα κορίτσια στις εμφανίσεις σου φωνάζουν σαν τρελά...
SEAN: Τα νεαρότερα παιδιά μπορούν να ξεχωρίσουν έναν άνδρα από μια γυναίκα και να δουν ότι είμαι προφανώς αρσενικός. Σε καμία περίπτωση δεν προσπαθώ να είμαι θηλυκός. Απλά έχω μακριά μαλλιά. Εάν ήμουν φαλακρός οι άνθρωποι δεν θα υπέθεταν ότι είμαι κορίτσι. Αυτό είναι το μόνο πραγματικά θηλυκό πράγμα σε μένα, αλλά οι άνδρες έχουν μακριά μαλλιά εδώ και χρόνια. Το makeup των εμφανίσεων με κάνει να μοιάσω περισσότερο με ένα πτώμα παρά με ένα κορίτσι. Έτσι, αν ένας άνδρας 2 μέτρα που φορά νεκρικά λευκό makeup και με μια προφανώς αρσενική διάπλαση είναι αυτό που η γιαγιά σου θεωρεί ότι είναι θηλυκό, τότε σκέφτομαι πως μάλλον βγαίνεις με τα λάθος κορίτσια. Ίσως πρέπει να έρθεις σε μια εμφάνιση των LAM. Έχει πολλά όμορφα κορίτσια.
**Από τη σύνταξη: Η ερώτηση ήταν της Κατερίνας, οπότε Κατερίνα τώρα ξέρεις που να βρεις ωραία κορίτσια. By the way, καταπληκτική φωτογραφία Sean.
Έχεις ακούσει το νέο άλμπουμ των Portishead; Πως σου φαίνεται; Έκαναν ένα μεγάλο διάλειμμα, όπως και συ.
SEAN: Συνήθως μ' αρέσουν μερικά κομμάτια τους. Έχω ακούσει μόνο ένα τραγούδι από το πρόσφατο CD και ήταν εντάξει.
Κάποια καλή νέα μπάντα που σου έρχεται στο μυαλό;
SEAN: Όχι.
Προγραμματίζεις νέο άλμπουμ σύντομα;
SEAN: Ναι, έχω έτοιμα διάφορα νέα τραγούδια και μερικά είναι εν μέρει ηχογραφημένα ήδη. Είχα επίσης μερικά σχέδια για βίντεο στο μυαλό αλλά θα δούμε τι θα βγει.
Το "Sacrifice" είναι ένα παλιό αγαπημένο στις συναυλίες σου. Σου έχει πει ποτέ κανείς ότι η εισαγωγή μοιάζει πολύ με την εισαγωγή του "it's raining men" των Weather Girls; Έγινε επίτηδες αυτό;
SEAN: Δεν είχα ακούσει ποτέ εκείνο το τραγούδι μέχρι πριν από μερικά χρόνια, για να είμαι ειλικρινής. Πρόκειται απλά για μια κοινή κλίμακα. Δεν υπάρχει κάτι τόσο παράξενο για αυτό το συγκεκριμένο riff σε ένα τραγούδι που ακούγεται παρόμοιο, εκτός από τη σύμπτωση ότι υπάρχουν επίσης ήχοι βροντής. Είναι μόνο ένα μικρό μέρος που ηχεί παρόμοιο. Αλλά έγραψα πραγματικά το κομμάτι των πλήκτρων για να ηχεί όπως το μουσικό θέμα του Haunted Mansion κι όχι όπως το κομμάτι των Weather Girls. Η ειρωνεία είναι ότι κανείς ποτέ δεν το παρατήρησε αυτό.
Ας υποθέσουμε ότι η δισκογραφική σε καλεί και λέει ότι θα μπορούσες να έχεις τον Peter Murphy, τον Robert Smith ή τον Andrew Eldritch για να τραγουδήσετε σε ένα ντουέτο για το νέο άλμπουμ. Ποιόν θα επέλεγες και γιατί;
SEAN: Κανέναν από τους προαναφερθέντες.
Σου λείπει ποτέ η περίοδος που οι London After Midnight ήταν μια ολόκληρη μπάντα σε σύγκριση με το σήμερα που χρησιμοποιείς άλλους μουσικούς μόνο για τις ζωντανές εμφανίσεις;
SEAN: Οι LAM δεν ήταν ποτέ μια πλήρης μπάντα. Οι LAM ήταν πάντα μόνο εγώ. Στην αρχή ήταν η πρόθεσή μου να έχω μια πλήρη μπάντα, αλλά αυτό ποτέ δεν λειτούργησε. Έχω απομακρύνει όλα τα παλαιότερα μέλη επειδή ήταν πραγματικά καταστρεπτικά. Έτσι από την πρώτη ημέρα, έχω γράψει όλη τη μουσική, την ηχογράφησα σε CD, κ.λπ.
Πρώτη φορά στην Αθήνα σε μερικές ημέρες. Τι θα έπρεπε να αναμένουμε από την εμφάνιση αναφορικά με το playlist και την σκηνική παρουσία;
SEAN: Δεν μπορώ να αποκαλύψω τα κομμάτια που θα ακουστούν αλλά θα βάλουμε τα δυνατά μας για να κάνουμε μια φανταστική εμφάνιση και να περάσουμε υπέροχα. Ανυπομονούμε για αυτό.
http://www.londonaftermidnight.com/
Συνέντευξη: Νίκος Δρίβας
Κώστας Μπρέλλας
Κατερίνα Ρουχίτσα
Μετάφραση: Λυδία Οικονόμου
Intro text: K. Μπρέλλας
Λοιπόν, να μη τα ξαναλέμε, τρώμε κάτι flashbacks που και που και φτιάχνουμε σιγά-σιγά το "where are they now?" της dark - goth σκηνής των 80's με τις σχετικές συνεντεύξεις του Νίκου Δρίβα. Specimen, Sex Gang Children και τώρα Gene Loves Jezebel! Τα "fabulous twins" από την Ουαλία όπως τους αποκαλούσαν κάποτε, ίσως το πιο glam-goth συγκρότημα που εμφανίστηκε στην μετα-punk Βρετανία. Μιλήσαμε με τον έναν εκ των διδύμων, τον Michael Aston, που πλέον είναι στα μαχαίρια με τον αδερφό του Jay. Δεν τον ενοχλήσαμε με το συγκεκριμένο θέμα, για την ιστορία όμως αυτή τη στιγμή υπάρχουν 2 versions του συγκροτήματος (μία του Michael και η άλλη του Jay), αλλά μας είπε άλλα, αρκετά ενδιαφέροντα. Διαβάστε και ακούστε όσοι ασχολείστε με το είδος, εμείς πάντως να σας προτείνουμε τα 2 πρώτα album των Gene Loves Jezebel, promise και immigrant που είναι και τα πιο αντιπροσωπευτικά...
Πέρασαν 28 χρόνια από τότε που πρωτοξεκίνησες να ασχόλησε με την μουσική. Πως ήταν για σένα και τον δίδυμο αδερφό σου Jay η μετακόμιση σας στο Λονδίνο το 1981; Ποια ήταν η τότε ατμόσφαιρα;
M. Aston: Εξαιρετικά καλή και μαγική στ' αλήθεια. Το Λονδίνο βρισκόταν σε αναρχο-ποστ πάνκ φάση και στις φλόγες λόγω του ξεσηκωμού ή των φυλετικών αναταραχών (όπως ονομαζόταν τότε) και τα πάντα έμοιαζαν πιθανά. Η γυναίκα μου παρακολούθησε ένα πολύ γνωστό σχολείο τέχνης (Saint Martins)και ξαφνικά βρεθήκαμε εκτεθειμένοι σε όλες εκείνες τις δυνατότητες που θα τολμούσε να ονειρευτεί ένα αγόρι από την Ουαλία.
Ο Jay (ή John όπως ήταν γνωστός τότε) έμεινε μόνο για μια μικρή περίοδο, ίσως ένα ή δυο μήνες, κι έτσι ήταν η πρώτη φορά στην ζωή μου που ήμουν εντελώς απελευθερωμένος από την συνύπαρξη των διδύμων και ήταν μια πολύ ευτυχισμένη περίοδος. Θυμάμαι έντονα πόσο δύσκολο ήταν να βρω ένα μέρος για να μείνω, κάθε διαμέρισμα έμοιαζε να έχει 50 ενδιαφερόμενους στη σειρά... αγόραζα πρωί, πρωί την Evening Standard (την Λονδρέζικη εφημερίδα που φιλοξενούσε τις μικρές αγγελίες για ενοικίαση σπιτιών) και περνούσα όλο μου το πρωινό κλείνοντας ραντεβού και πηγαίνοντας με τον υπόγειο σιδηρόδρομο προς κάθε κατεύθυνση προσπαθώντας να πείσω τους ιδιοκτήτες να με αφήσουν να νοικιάσω το χώρο τους. Ήμουν μόνος μου τις πρώτες βδομάδες και ήταν κάπως τρομακτικό. Λάβε υπόψη σου ότι δεν γνώριζα απολύτως κανέναν και πέρα από το Kensington και το Chelsea δεν είχα ιδέα τι γινόταν. Τελικά βρήκα ένα μέρος στο Pimlico, κοντά στον Τάμεση και σε απόσταση μια σύντομης βόλτας από την Kings Road.
Το Λονδίνο έχει τόσα πολλά και σπουδαία κτίρια και πάρκα και γκαλερί τέχνης και μαγαζιά και pub και καφετέριες, ήταν πολύ καλύτερα τότε αν και ζούσαμε με επίδομα ανεργίας. Πρέπει να ευχαριστήσουμε την Μάργκαρετ Θάτσερ που μας δημιούργησε. Απολύθηκα από την δουλειά μου στην Ουαλία, χρησιμοποίησα την αποζημίωση μου για να μετακομίσω στο Λονδίνο και να χρηματοδοτήσω την μπάντα και έπαιρνα μια επιταγή κάθε βδομάδα ίσα, ίσα για να επιβιώσω. Αυτά ήταν αρκετά για να μας βάλουν στο δρόμο μας όμως...
Οι Gene Loves Jezebel κατάφεραν να εδραιωθούν γρήγορα στο χώρο. Είχατε συμφωνία με την Situation 2 για να κυκλοφορήσει το single ‘Shavin' My Neck' έχοντας την Julianne Regan (αργότερα των All About Eve) στις τάξεις της μπάντας. Ήταν όλα τόσο εύκολα και ειδυλλιακά όσο ακούγονται;
M. Aston: Α, μπα καθόλου. Ήταν ευκολότερο για όλους μόλις βρήκα μια στέγη και βρεθήκαμε με όλους τους νέους κουλτουριάρηδες φίλους μας από το ST. Martin αλλά μας πήρε αρκετό διάστημα το να έρθουν ο Jay και ο Ian Hudson από την Ουαλία. Πλήρωσα για τα demo και προσπαθούσα να κάνω κάποιον αν ενδιαφερθεί για τα φοβερά δίδυμα. Άφησα κασέτες σε κάθε δισκογραφική που γνώριζα αλλά μόνο η Situation 2 και η 4AD δείξαν ενδιαφέρον και έστησαν ένα live (μια νύχτα ακρόασης) στο Rock Garden που βρίσκεται στο Covent Garden. Αυτό ήταν το πρώτο κανονικό μας show και ήμασταν τρομοκρατημένοι αλλά μάλλον και αρκετά διασκεδαστικοί καθώς η Situation 2 μας πρόσφερε συμφωνία για ένα 12'' single. Εκείνες τις μέρες τα τραγούδια μας ήταν απλά τίτλοι και αυτοσχεδιάζαμε και συνθέταμε καθώς προχωρούσαμε. Μαγικές εποχές...
Η μετάβαση από τον πρότερο σκοτεινότερο, εναλλακτικό σας ήχο στον περισσότερο αμερικανίζοντα mainstream pop, ήταν συνειδητή επιλογή; Αυτή ήταν μια μεταστροφή προς μια ολωσδιόλου διαφορετική κατεύθυνση ιδίως για το Ευρωπαϊκό κοινό.
M. Aston: Η αλλαγή ήρθε μετά την κατάρρευση του Ian Hudson (ο αρχικός κιθαρίστας) και τους «αστρικούς» ποπ ήχους του Jay στο Desire και το Sweetest Thing. Αυτό δυστυχώς (κατά την άποψη μου και σύμφωνα με τα ποσοστά δημοτικότητας) ενθάρρυνε λιγότερη τέχνη και έκφραση και περισσότερο παλιομοδίτικη φόρμα γραφής των τραγουδιών. Νομίζω ότι χάσαμε αρκετά ιδίως καθώς ο αντικαταστάτης του Ian, o James Stevenson έγερνε περισσότερο προς την glam/rock πλευρά. Δεν εκφράζω κριτική αλλά νομίζω ότι ήμασταν περισσότερο περιορισμένοι και μονοδιάστατοι σαν μπάντα με αυτή τη σύνθεση. Φύγαμε από το να γράφουμε τραγούδια για το σεξ με την μαμά και τις ρινοπλαστικές απευθείας στα ‘σε αγαπάω, μου λείπεις, σε χρειάζομαι' βασικά στοιχεία της ποπ. Όχι ιδιαίτερα ενδιαφέρον κατά την άποψη μου αν και υπήρξαν μερικά «στολίδια»...
Τώρα βρίσκεσαι στο Los Angeles. Για κάποιον που γεννήθηκε στην Ουαλία, πως έχει επηρεάσει εσένα και την μουσική σου αυτή η αλλαγή σκηνικού;
M. Aston: Το Λονδίνο μου λείπει περισσότερο, εκεί ένοιωσα ευτυχέστερος στην ζωή μου. Για κάποιους λόγους μετανιώνω που ήρθα στην Αμερική και ήρθα μόνο εφόσον εκδιώχθηκα από την μπάντα που αγαπούσα. Το Los Angeles έχει υπάρξει πάντως καλό μαζί μου και νοιώθω περήφανος που μπορώ και φτιάχνω δίσκους για περίπου 27 χρόνια τώρα. Και έχω μια υπέροχη γυναίκα και φανταστικά παιδιά. Κατά ειρωνεία της τύχης πιστεύω ότι η μετακίνηση μου στο LA δυνάμωσε την μουσική μου εδώ σε αυτό τον μακρινό τόπο καθώς νοσταλγώ την παλιά μου χώρα. Ο συλλογισμός και η οδύνη είναι ισχυρά εργαλεία γραφής τραγουδιών. Επίσης μην ξεχνάς πως βρίσκομαι μέσα στην καρδιά του σκότους που είναι η Αμερική και ανάμεσα στους πολέμους και την κοινωνική αναταραχή. Αυτές είναι πλούσιες φλέβες έμπνευσης για μένα.
Τα δυο τελευταία σου άλμπουμ "Love Lies Bleeding" και "Exploding Girl" μοιάζουν περισσότερο εστιασμένα μουσικά. Αισθάνεσαι καλύτερα τώρα που βρίσκεσαι εκτός της πίεσης των μεγάλων δισκογραφικών;
M. Aston: Λοιπόν μην ξεχνάς και το "Giving Up The Ghost", το οποίο πιστεύω πως είναι ένα αριστούργημα! Ουσιαστικά ποτέ δεν έδωσα σημασία σε καμία πίεση, το χειρότερο με τις μεγάλες δισκογραφικές είναι ότι σε καλομαθαίνουν και χάνεις την επαφή με την Μούσα σου. Έχω απολαύσει την δημιουργία των 5 τελευταίων μου άλμπουμ, το "Why Me", το σόλο μου είναι υπέροχο και θα ‘θελα να φτιάξω ένα σαν κι αυτό σύντομα. Ο καλύτερος Gene Loves Jezebel δίσκος που έγραψα ήταν το "Immigrant". Μια παγωμένη αγροικία στα σύνορα Αγγλίας/Ουαλίας και ένα παρεκκλήσι δίπλα σε ένα μεγάλο ποταμό (και μια pub) για να γράφω. Έκανε τόσο πολύ κρύο και το χιόνι που υποδεχόταν τις βόλτες μου από και προς την αγροικία, θα μείνει για πάντα μέσα μου. Απλά απίστευτο. Ήταν μια φοβερή εμπειρία και νομίζω πως βρισκόμασταν στην αποκορύφωση των συλλογικών, δημιουργικών μας δυνάμεων. Κάποιος μας «φρόντιζε», αυτό είναι σίγουρο.
Τώρα που είσαι το μοναδικό αρχικό μέλος που συνεχίζει, αισθάνεσαι ελευθερία μέσα στην μπάντα σε σχέση με το να πρέπει πάντα να συμβιβάζεσαι με τα υπόλοιπα μέλη;
M. Aston: Λοιπόν δεν υπάρχει στ' αλήθεια ποτέ συμβιβασμός καθώς οι παίκτες συνήθως δεν εκδηλώνονται. Απλά θέλουν να κάνουν το καλύτερο για το τραγούδι και σύμφωνα με την εμπειρία μου οι μπάντες χρειάζονται αρχηγούς και η πίεση βρίσκεται πάντα σε εκείνον που είναι αρκετά γενναίος ώστε να λέει το ναι και το όχι...
Η μπάντα βρίσκεται σε συνεχή περιοδεία, παίζοντας σε όλο τον κόσμο. Κάποια αξιοσημείωτη στιγμή σε live που θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας;
M. Aston: Είναι τόσες πολλές... Οι αγαπημένες μου είναι οι παλιότερες, το Camden Palace, το Rock Garden και το I.C.A. show στο Λονδίνο, η Danceteria στη Νέα Υόρκη κατά τη διάρκεια των συναντήσεων μας με τον John Cale το '84. Το Universal Αmphitheatre LA το 87 και τα Roxy shows το 85 ήταν φοβερά. To Purple Turtle και ολόκληρη η ακουστική περιοδεία στην Βρετανία ήταν φανταστική και μάλλον η πιο απολαυστική στη ζωή μου. Το να παίξω για τα τυφλά παιδιά στο Hereford πριν μερικά χρόνια ήταν απίστευτο. Ανοίγοντας για τους Ramones για τέσσερις συνεχόμενες νύχτες είναι επίσης αξιομνημόνευτο αν και ήταν τρομακτικό καθώς οι οπαδοί τους (στο 100% άνδρες) ΜΑΣ ΜΙΣΟΥΣΑΝ και μας έφτυναν κάθε βράδυ!! Το ότι ξετινάξαμε τους Bauhaus το 83 (?) στην πόλη τους και ήταν τόσο εκνευρισμένοι που ακύρωσαν την επόμενη εμφάνιση μας μαζί τους στο Λονδίνο. Αλλά δεν τους κακίζω, ποιος θα μπορούσε να συγκριθεί με τα λαμπερά δίδυμα; Πιστεύω πως χρειάζομαι μερικά κεφάλαια για να δώσω μια επαρκή εικόνα των show...
Τι σημαίνουν για σένα οι Gene Loves Jezebel πέρα από μια μπάντα; Υπάρχουν σχέδια για ένα νέο άλμπουμ;
M. Aston: Οι Gene Loves Jezebel ήταν και είναι ένα όχημα για οτιδήποτε θελήσουμε, είναι ένα σχέδιο, ένας λευκός καμβάς... πάντα ήθελα οι Gene Loves Jezebel να είναι ένα αυτεξούσιο πρότυπο, ελεύθερο από τις εξωτερικές επιρροές και τις απαιτήσεις της αγοράς και τις προσδοκίες. Απλά ένα σχέδιο μέσα στο οποίο οι παίκτες μπορούν να βρίσκονται αληθινά ελεύθεροι και δημιουργικοί (ακριβώς αυτό είναι σήμερα).
Πρόκειται να κυκλοφορήσουμε ένα «Best Of» σύντομα και ετοιμάζω και ένα νέο δίσκο. Δεν έχω αποφασίσει πως και που θα τον ηχογραφήσουμε αλλά να είστε σίγουροι πως οι στίχοι και οι μελωδίες θα είναι εξαιρετικές... επίσης ζωγραφίζω αρκετά και έχω πουλήσει κάποιους πίνακες μου, ελπίζω λοιπόν ότι μια μέρα θα είμαι εντελώς ελεύθερος σαν καλλιτέχνης και θα επικεντρωθώ αποκλειστικά στις τέχνες.
Συνέντευξη: Νίκος Δρίβας
Μετάφραση: Λυδία Οικονόμου
Intro text: K. Μπρέλλας
Ο κύριος Ripatti έρχεται με διάφορα ψευδώνυμα και τις αντίστοιχες μουσικές υποστάσεις αλλά διάλεξε να παρουσιάσει τις δύο από αυτές την Παρασκευή 13 και την Κυριακή 16 Ιουνίου, στο αμφιθέατρο και το προάυλιο της Τεχνόπολης αντίστοιχα.
O Sasu Ripatti - aka Vladislav Delay, Luomo, Uusitalo - μας επισκέπτεται ανελλιπώς τα τελευταία χρόνια ως Delay και Luomo - να δούμε εάν θα τον απολαύσουμε και ως Uusitalo. Στο φετινό Synch θα εμφανιστεί με τα δύο πρώτα projects του, αλλά και με μία ιδεάζουσα μορφή από τον χώρο του techno. Τον Μoritz Von Oswald - συνιδρυτή της Basic Channel. Η προσμονή είναι ασφαλώς μεγάλη, διότι με τον Φιλανδό είναι δεδομένο ότι όλοι όσοι θα παραβρεθούν θα έχουν ακόμη μία δυνατή μουσική εμπειρία, η οποία θα ξεκινήσει με technoid ήχους, θα συνεχιστεί με την γνωστή πειραματική διάθεση και θα τελειώσει με την απορία του θεατή «Αλήθεια... τι μουσική άκουσα σήμερα;»
Προφανώς τρέφεις μεγάλη αγάπη για την Ελλάδα αφού την επισκέπτεσαι για πολλοστή φορά. Μόνο ως Uusitalo δεν έχεις έρθει. Πως κι έτσι;
Vladislav Delay: Απλά συμβαίνει να παρουσιάζω σπάνια το Uusitalo project ζωντανά αν και ίσως και αυτό ακόμα να τακτοποιηθεί στο μέλλον.
Ο Moritz Von Oswald από τις σημαντικότερες μορφές της techno σκηνής παγκοσμοίως. Η συνεργασία σας προέκυψε από τα χρόνια της Chain Reaction όπου κυκλοφορούσες ως Delay; Πως θα τη χαρακτήριζες;
Vladislav Delay: Δουλέυουμε κατά διαστήματα μαζί με τον Moritz από τότε αλλά τώρα, με το Moritz' trio είναι η πρώτη φορά που το κάνουμε τόσο εντατικά. Η συνεργασία είναι πολύ φρέσκια και ευχάριστη, συμφωνούμε και οι δύο σε αυτό και αναμένουμε να αναπτυχθεί περισσότερο.
“Paper Tigers” το 2006 ως Luomo, “Whistleblower” σαν Vladilsav Delay και “Karhunainen” σαν Uusitalo τον περασμένο χρόνο. Από το ’99 έχεις εξαιρετικές κυκλοφορίες με όλα σου τα project. Γιατί αυτός ο διαχωρισμός με τα διαφορετικά ονόματα αλήθεια; Τι άλλο να περιμένουμε από εσένα στο μέλλον;
Vladislav Delay: Είναι κατά κάποιο τρόποι ευκολότερο για μένα να διαχωρίζω τα διαφορετικά μουσικά είδη ή τις ιδέες από το να προσπαθώ να τα βάλω όλα μαζί σε ένα. Είναι όπως και με το φαγητό μάλλον, δεν μπορώ να φανταστώ πως θα συνδύαζα Ιταλική, Ταυλανδέζικη και Φιλανδική κουζίνα με επιτυχία. Τα διαφορετικά είδη και οι ιδέες ανήκει το καθένα στη δικιά του πνευματική κατάσταση και ακουστική (ή άλλες φορές εώς και αναλωτική) διάθεση και επομένως θέλω να σέβομαι την αναγκαιότητα που προσωπικά εντοπίζω μέσα σε αυτό.
Αυτή τη χρονιά θα υπάρξουν διάφορα νέα installations όπου θα παίζω ακουστικά ντραμς και κρουστά, το οποίο έχω πολλά χρόνια να κάνω. Το ένα είναι με το Moritz von Oswald trio και το άλλο με το Vladislav Delay Quartet.
Ακόμη έχω σχεδόν τελειώσει το επόμενο Luomo album, το οποίο μάλλον θα κυκλοφορήσει στο τέλος του χρόνου και θα υπάρξει τουλάχιστον ένα ακόμα project με τη φίλη μου AGF/Delay.
Θεωρείς το “Vocality” την καλύτερη στιγμή της καριέρας σου μέχρι σήμερα; Θα χαρακτήριζες τον ήχο της Force Tracks επαναστατικό;
Vladislav Delay: Όχι δεν το θεωρώ την καλύτερή μου δουλεία αλλά αναγνωρίζω πως έχει τους ακόλουθούς του.
Η Force Tracks είχε αρκετά καλές στιγμές τότε. Αν και δεν θα χαρακτήριζα τον ήχο της επαναστατικό σε καμία περίπτωση, ήταν σημαντικός για την εξέλιξη της dance μουσικής.
Κατάγεσαι από τη Φιλανδία, μία πολύ μουσική χώρα, που όσον αφορά τον ηλεκτρονικό ήχο μας έχει προσφέρει ονόματα όπως οι Pan sonic, οι Brothomstates, εσένα... Συχνά επιλέγετε να φύγετε όμως και εσύ προσωπικά επέλεξες το Βερολίνο. Τι οδήγεί σε μια τέτοια απόφαση;
Vladislav Delay: Αυτή τη στιγμή που γράφω τη συνέντευξη έχω επιστρέψει στη Φιλανδία, είμαι μια βδομάδα τώρα εδώ...
Έζησα στο Βερολίνο για έξι χρόνια, ίσως και παραπάνω, και ήρθε η στιγμή για μένα και την οικογένεια μου να δοκιμάσουμε κάτι διαφορετικό. Δεν είμαι σίγουρος αν θα επιστρέψω στο Βερολίνο, θα μείνω στη Φιλανδία ή θα μετακομίσω σε ένα απομακρυσμένο ελληνικό νησί (που το έχουμε σκεφτεί σοβαρά επίσης)
Η εταιρία σου Huume δημιουργήθηκε κυρίως για να καλύψει τις δικές σου καλλιτεχνικές ανησυχίες, Να περιμένουμε και άλλους καλλιτέχνες στο μέλλον;
Vladislav Delay: Η Huume ιδρύθηκε μόνο για να μόνο για να στεγάσει τις δικές μου παραγωγές και σε καμία περίπτωση δεν θα σκεφτόμουν να κυκλοφορήσω μουσική άλλων καλλιτεχνών. Και βρίσκω τη γενικότερη ιδεά του να κυκλοφορείς μουσική σήμερα μία απόλυτα εξαντλητική διαδικασία από την οποία θα μείνω όσο πιο μακριά μπορώ.
Και τέλος θα ήθελα να μάθω το top3 των essentials της δημιουργικής σου διαδικασίας και το top5 playlist σου αυτό τον καιρό.
Vladislav Delay:
- Apple Mac και Logic Pro
- ένα μικρόφωνο
- και ένα καλό σετ από monitors
- το τελευταίο album των Roots
- οι δίσκοι των Knife
- το επερχόμενο Luomo album “Convivial”
- τα mixtapes του “half-time show” (ένα Νεουορκέζικο ραδιοφωνικό hiphop show )
- κλασσική μουσική
Συνέντευξη/Κείμενο: Νίκος Τσίνος
Το φετινό Synch Festival ξεκινάει σε 2 βδομάδες από σήμερα και αποφασίσαμε να κάνουμε μια σειρά (όσες προλάβουμε δηλαδή) από μικρές παρουσιάσεις/συνεντεύξεις με κάποια από τα πιο ενδιαφέροντα ονόματα. Ο Kode9 θα βρίσκεται στην Τεχνόπολη την Κυριακή 15 Ιουνίου.
Όταν πρωτοέμαθα ότι ο Steve Goodman είναι από την Γλασκώβη, η πρώτη απορία που μου ήρθε στο μυαλό ήταν: Celtic or Rangers? Η επόμενη ήταν Hyperdub or Tempa? Και ασφαλώς…. Kode 9 or Burial? Ο Steve μπορεί ασφαλώς να περηφανεύεται για το γεγονός ότι είναι ενεργό μέλος του μουσικού κινήματος που ακούει στο όνομα «dubstep», όντας ιδιοκτήτης και της Hyperdub, αλλά και μοναδικό μέλος των Kode9. Αφού περιπλανήθηκε ως DJ στο Ηνωμένο Βασίλειο, τελικά κατέληξε στο Λονδίνο, βάζοντας πλώρη όμως για καινούργιους προορισμούς στην μουσική του αναζήτηση.
Περίμενες οτι εταιρίες όπως η δική σου Hyperdub ή η Tempa θα είχαν τόσο μεγάλη απήχηση σε ένα ευρύτερο μουσικό κοινό όπως αυτό του dubstep/2step;
Kode9: Οχι. Εμείς απλά κάναμε εκείνο το είδος μουσικής που μας άρεσε και που δεν έκανε κανένας άλλος.
Εκτός από τους ακόλουθους υπάρχουν και αρκετοί fans αλλά και κριτικοί στο μουσικό τύπο, οι οποίοι λόγω της μεγάλης επιτυχίας και του όλου hype είναι τουλάχιστον αρνητικοί. Αν έλειπε αυτό το στοιχείο πιστεύεις πως η αναβίσωση αυτή του trip-hop (μαζί με όλα τα στοιχεία από garage, breakbeat και drum ‘n bass πάντα) θα ήταν πιο ευρέως και πιο έυκολα αποδεκτή;
Kode9: Τα πράγματα κινήθηκαν υπογείως για περίπου 5 χρόνια και η μουσική είχε εξαπλωθεί ήδη σε μεγάλο βαθμό... πόσο θα έπρεπε να μείνει κάτι underground δηλαδή; Και τέλος πάντων είναι καλό να καθαρίζει το underground που και που, να δίνει χώρο σε νέα στυλ μουσικής να βλαστήσουν.
To “Memories of the Future” είναι πραγματικά εξαιρετικό album. Τι να περιμένουμε από τον Kode9 στο μέλλον; Θα συνεχίσεις τη συνεργασία με τον Spaceape;
Kode9: Τελειώνω ένα remix για τον Lee Scratch Perry αυτή τη στιγμή. Μετά θα δουλέψω πάνω στο καινούριο Kode9 - Spaceape album. Ακόμη συνεργάζομαι με έναν παραγωγό, τον Frankie Solar, πάνω σε νέο υλικό και σε διαφορετικό στυλ και έχω κάποια επιπλέον project μαζί με ένα παραγωγό ο οποίος μου κόβει τα dubplates, τον LD.
Πιστεύεις πως η ταινία “Children Of Men” (που συμπεριλάμβανε κάποια dubstep κομμάτια στο soundtrack) προσέφερε ιδανική οπτική απεικόνιση των ήχων;
Kode9: Υπάρχουν πολλοί τρόποι να ορατιματιστείς τη μουσική. Κάποιοι συγκεκριμένοι, όπως σε αυτή την ταινία, και κάποιοι πιο αφηρημένοι.
Είσαι ένας από τους λίγους ανθρώπους που πραγματικά γνωρίζουν τον William Bevan aka Burial. Το απρόσωπο της υπόθεσης θα συνεχιστεί; Θα κάνει κανένα live επιτέλους;
Kode9: Δεν έχω ιδέα.
‘Ολη αυτή η μυστικοπάθεια όπως με τον Burial έχει αποδειχθεί ότι δημιουργεί ένα μύθο γύρω από το όνομα του και έχει ωφελήσει ιδιαίτερα τόσο τον ίδιο όσο και το label. Κάποιος θα πίστευε πως υπάρχει ένα σχέδιο πίσω από αυτό...
Kode9: Υπήρχε ένα σχέδιο. Το σχέδιο ήταν να πεί όχι σε ό,τι δεν ήθελε ο ίδιος να κάνει και να μην μπεί χωρίς τη θέληση του σε κανένα παιχνίδι των ΜΜΕ, με το οποίο δεν θα ένιωθε άνετα. Δεν υπάρχει κανενός είδους συνομωσία ή κάτι τέτοιο. Μην είστε τόσο παρανοικοί.
Δεν γνωρίζω και πολλά για τα μιμίδια (memetics), η συγκεκριμένη θεωρία απ' ότι έχω διαβάσει σε ενδιαφέρει αρκετά. Θα μπορούσες να μας δώσεις ένα απλό παράδειγμα της θεωρίας αυτής μέσω της μουσικής;
Kode9: Η αλήθεια είναι πως δεν επικροτώ την θεωρία των μιμιδίων στις περισσότερες μορφές της. Βασικά είναι μια εξελικτική/«ιοική» θεωρία και έχει να κάνει με τον πολιτισμό, την κουλτούρα. Απλά προσφέρει ένα τρόπο κατανόησης της εξέλιξης των διαφόρων σκηνών της μουσικής, της μετάλλαξής τους σε νέες φόρμες και των διαφορετικών συμπεριφορών που προκαλούν σε κομμάτια του πληθυσμού. Το πιο απλό και σχετικό με τη μουσική παράδειγμα έχει να κάνει με το πώς κάποιος να «κολλήσει» με έναν ελκυστικό ρυθμό. Μπορείς επίσης να δείς τη θεωρία στην πράξη παρακολουθώντας τον τρόπο με τον οποίο μια ρυθμική ενότητα του ενός λεπτού (το Amen breakbeat) αντιγράφηκε, αναπαράχθηκε και μεταλλάχθηκε σε ένα όλοκληρο νέο είδος, το jungle. Ή ένα άλλο παράδειγμα είναι ο τρόπος με τον οποίο το πειρατικό ραδιόφωνο στο Λονδίνο έχει λειτουργήσει ως επωαστήρας για μια σειρά από νέα μουσικά είδη τα οποία με τη σειρά τους απλώθηκαν σε μικρές κοινότητες ανά τον κόσμο. Προφανώς αυτές οι μουσικές δεν είναι οι πιο δημοφιλείς στον πλανήτη αλλά θα πρέπει να παραδεχτείς πως έχουν μια μοναδική «μπασο-κεντρική» μεταδοτικότητα και εθιστικότητα.
Και τέλος θα ήθελα να μάθω τη γνώμη σου για το τελευταίο album των Portishead.
Kode9: Δεν το έχω ακούσει ακόμα δυστυχως.
Συνέντευξη/Κείμενο: Νίκος Τσίνος
Contribution: Μαρία Καραγκούνη
"‘Εχουμε φέρει κάποια εντυπωσιακά πράγματα και πάλι μαζί μας. Την τεράστια αερωθούμενη τουρμπίνα που περιστρέφεται και ακούγεται υπέροχα..."
Θα μπορούσαν να είναι τα λόγια ενός αρχι-μηχανικού σύγχρονης αεροπορικής εταιρείας, αλλά όχι. Η τουρμπίνα θα στηθεί σε λίγες μέρες στην σκηνή του Fuzz και ο τύπος που βρίσκει τον ήχο της υπέροχο δεν είναι άλλος από τον Alexander Hacke, mastermind και multi-instrumentalist των φοβερών Einsturzende Neubauten, που στις 27 Μαίου επιστρέφουν στην Αθήνα για μία μοναδική συναυλία στα πλαίσια της Alles Wieder Offen Tour. Tον πήραμε τηλέφωνο, τον βρήκαμε κάπου στην Ισπανία να ετοιμάζεται μαζί με τον Blixa για μια ακόμα παράσταση στην Ιβηρική, και απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις μας, ή μάλλον σχεδόν σε όλες...Για τον Nick Cave και τη φυγή του Blixa Bargeld από τους Bad Seeds δεν καταφέραμε να του πάρουμε κουβέντα , ούτε μας είπε πόσα μέλη έχει φτάσει το Supporters project τους, αλλά γνωρίσαμε το νέο μέλος των Neubauten, τον Dave. Θα μπορούσε όλος αυτός ο θόρυβος (μεταφορικά και κυριολεκτικά) γύρω από τους γερμανούς πρωτοπόρους του βιομηχανικού ήχου να ξεκίνησε επειδή δεν είχαν να χρήματα να αγοράσουν πραγματικά drums? Και όμως...
Ας τα πάρουμε από την αρχή. Πως ήταν να μεταμορφώνεις όλα αυτά τα αντισυμβατικά αντικείμενα (φύλλα μετάλλων, μύλους, παλιοσίδερα μέχρι και καροτσάκια super-market) σε μουσικά όργανα; ‘Ηταν ένας τρόπος παραγωγής νέου ήχου; Μια μορφή αντίδρασης απέναντι στην ποπ κουλτούρα;
Alexander Hacke: Σίγουρα η αρχική προσσέγγιση ήταν να προσπαθήσουμε να επεκτείνουμε το επανασταικό πνέυμα που υπήρχε στη ατμόσφαιρα της εποχής, το punk κτλ, το οποίο βασικά ήταν άρνηση για τα κλασικά rock ‘n roll μουσικά σχήματα, μόνο τα ίδια 3 ακόρντα ήταν αρκετά. ‘Ηταν μια λαμπρή εξέλιξη αλλά θέλαμε να πάμε το θέμα ακόμα πιο πέρα. Ακόμα προέκυψε μέσα από απλή αναγκαιότητα γιατί δεν είχαμε τα χρήματα για κανονικά σετ από ντραμς τότε. Μάλιστα ο Andrew (N.U Unruh) αναγκάστηκε να πουλήσει τα ντραμς του για να πληρώσει το νοίκι του και κάπως έτσι άρχισαν όλα αυτά τα κρουστά. Είναι και πάρα πολύ καλός στις κατασκευές.
Το 2002 ιδρύσατε το neubauten.org και τελικά εγκαταλείψατε τη Mute λίγα χρόνια μετά. Είστε πλέον απελευθερωμένοι από εταιρίες, συμβόλαια, κανόνες και τυπικές υποχρεώσεις και συντηρείστε μέσω των «υποστηρικτών σας κατά βάση. Πως αντισταθμίζετε αυτή την υποστήριξη; Νιώθετε οτι πρέπει να δώσετε κάτι σε αντάλλαγμα;
Hacke: Είναι ένα τελείως διαφορετικό έιδος ευθύνης όταν έχεις να κάνει με ξεχωριστά άτομα στα οποία έχεις δώσει μια υπόσχεση. Σίγουρα πολύ διαφορετικό από τα να δουλέυεις με εταιρίες και ανάλογα με τις δύσκολες πολιτικές τους. Υπάρχει και το συναισθημα της άμεσης ικανοποίησης γιατί παίρνουμε feedback αμέσως και από ανθρώπους που νοιάζονται πραγματικά για αυτό που κάνουμε, σε αντίθεση με τους αντιπροσώπους των δισκογραφικών εταιριών που μπορούν μόνο να υποθέσουν τι θέλει το κοινό. Είμαστε σε άμεση συνδιαλλαγή με τους fans μας και νιώθουμε πολύ καλύτερα. Τους θεωρούμε περισσότερο φίλους παρά υποστηρικτές.
Άρα στην ουσία δημιουργείτε μαζί τους...
Hacke: Ναι, είναι πολύ ενδιαφέρον. Μοιάζει αρκετά με live. Κάνουμε τη δουλειά μας, παίζουμε τη μουσική μας και ο κόσμος μπορεί να παρακολουθήσει μέσω των webcasts, αλλά δεν συνθέτουμε μαζί. Τα όρια εξακολουθούν να υπάρχουν από την άποψη ότι είμαστε οι διασκεδαστές και αυτοί το κοινό, αλλά κάνουν τα σχόλια τους δίνοντας μας μια διαφορετική οπτική και περισσότερη διορατικότητα.
Προσφέρετε μία «εικονική οικειότητα» λοιπόν, όπως είχες πει, προχωρόντας σιγά σιγά και στην «απομυθοποίηση» σας, όπως είχε δηλώσει ο Blixa Bargeld. Πιστεύεις πως κάπως έτσι θα γίνουν τα πράγματα στο μέλλον της μουσικής; Η απολυτη και απεριόριστη ελευθερία μπορεί να συμβαδίσει με κέρδος ή αποτελεί ουτοπία για έναν καλλιτέχνη;
Hacke: ‘Ετσι φαίνεται και όχι μόνο στον τομέα της μουσικής. Βασικά ο ατομικισμός έχει προωθηθεί και επεκταθεί οριακά στη σημερινή κοινωνία. Οι άνθρωποι είναι τόσο ξεχωριστοί και μεμονωμένοι αλλά και τόσο πολύ μόνοι την ίδια στιγμή, διαχωρισμένοι στα διαμερίσματα και τα αυτοκίνητα τους. Δεν υπάρχει αληθινή έννοια κοινότητας πια και απλά κάθονται μπροστά στις οθόνες των υπολογιστών τους. Οι εικονικές κοινότητες είναι ένα υποκατάστατο για τις πραγματικές και μία διέξοδος, άρα το στήσιμο μιας τέτοιας κοινότητας αποτελεί μια δελεαστική πρόταση. Κάπως έτσι αναπτύσσονται τα πράγματα στο internet και τα ΜΜΕ, εγγραφές, συνδρομές, το σύστημα της λέσχης. Στην ουσία έχουμε να κάνουμε με σημεία των καιρών (“zeitgeist”),
Πόσους υποστηρικτές έχετε αυτή τη στιγμή αλήθεια;
Hacke: Δεν πρόκειται να σου πω!
Αν τελικά το Supporter’s project δεν λειτουργήσει θα επιστρέψετε στη μουσική βιομηχανία;
Hacke: Οχι, δεν νόμιζω. Πιστεύω πως ο καιρός τους έχει τελειώσει και φταίνε οι ίδιοι για αυτό. ‘Οταν κυκλοφόρησε το cd, οι δισκογραφικές εταιρίες έκαναν μεγάλα κέρδη επανακυκλοφορώντας τους καταλόγους τους - ο,τι είχαν βγάλει σε βινύλιο. Αυτό ήταν γύρω στα μέσα του ’80. Αλλά απέτυχαν πλήρως στο να επενδύσουν αυτά τα χρήματα σε νέα ταλέντα, σε καλλιτέχνες και ρεπερτόριο που θα είχε διάρκεια. ‘Εγιναν άπληστοι και επικεντρώθηκαν στην άμεση επιτυχία. Δεν αναπτύσσουν καλλιτέχνες πλέον και έτσι οι καλλιτέχνες πρέπει να βρούν άλλους τρόπους για να αναπτυχθούν και να αφήσουν αντίκτυπο. Και η αλήθεια είναι οτι ο νέος δίσκος έχει ήδη πάει καλύτερα από τον τελευταίο μας στη Mute.
Έχετε αποφασίσει ποιες θα είναι οι επόμενες φάσεις του Supporter’s Project;
Hacke: Όχι. Εδώ και 5 χρόνια δουλεύουμε συνέχεια και φτιάχνουμε μουσική με αυτό τον τρόπο. Η κάθε φάση ξεκίνησε αμέσως μόλις τελείωσε η προηγούμενη. Στην τελευταία μόνο κυλοφορήσαμε 10 δίσκους και θα κάνουμε ένα διάλειμμα για αλλαγή.
Ο Blixa θεωρεί τον δίσκο φετίχ στις μέρες μας. Αυτό όμως που βγάζει κέρδος από τις περιοδείες σας είναι το merchandise και ειδικά τα cd με τις live ηχογραφήσεις. Είναι κάπως οξύμωρο αυτο. Εσύ προσωπικά πως νιώθεις για τα βινύλια και τα cd; Είσαι συλλέκτης;
Hacke: Ημουν συλλέκτης αλλά όχι πια αφού το σπίτι μου είναι γεμάτο πράγματα. Τα live cds σχεδόν ξεπουλιούνται κάθε φορά, είναι ένα ωραίο δώρο για το κοινό.
Θεωρείστε πρωτοπόροι και πρωτεργάτες του industrial (στα πρώτα χρόνια) και έχετε παρακολουθήσει την πορεία του είδους μέχρι σήμερα. Αυτό που χαρακτηρίζεται ως industrial στις μέρες μας (οι harsh-electro-ebm κτλ μπάντες) έχουν καμία σχέση με τους Einstürzende Neubauten;
Hacke: Ίσως να ξεκινήσαμε σαν industrial μπάντα. Πλέον νιώθουμε σαν κολλεκτίβα καλλιτεχνών που μαζευόμαστε κάποιες στιγμές για να κάνουμε πειράματα και μουσική.
Είναι αλήθεια οτι μια βδομάδα αφού οι Einstürzende Neubauten πρωτοσχηματίστηκαν, κατέρρευσε το κτίριο του Berlin Kongresshalle; Οιωνός ή ιδανική προπαγάνδα;
Hacke: Εξακολουθεί να είναι μυστήριο...
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 το τραγούδι “Stella Maris” (ντουέτο του Blixa Bargeld και της Meret Becker, πρώην σύζυγος του Hacke) σημείωσε αρκετά μεγάλη επιτυχία. Έγινε ηθελημένα τότε αυτό; Σας ενδιέφεραν οι πωλήσεις και μαζικότερη αποδοχή;
Hacke: Προφανώς είναι πάντα καλό να μπορείς να μετατρέψεις την εμμονή σου σε επάγγελμα. Αλλά ποτέ δεν είχαμε εμπορική στρατηγική και αυτή είναι η βασική διαφορά. Σήμερα όλα έχουν να κάνουν με στρατηγικές και το πως να γίνεις δημοφιλής. Εμείς κάναμε αυτό που νιώθαμε και τελικά αυτό ενδιέφερε κάποιους ανθρώπους και είχε και αντίκτυπο στην πολιτιστική σκηνή. Δεν ήταν όμως προμελετημένο.
Το “Perpetuum Mobile” ήταν βασισμένο στην έννοια του αέρα. Μια ελέυθερη μετάφραση του “Alles Vieder Offen” είναι «’Ολα είναι ανοιχτά ξανά». Τι ανοίγετε και που οδηγεί αυτο; Υπάρχει κάποιο concept πίσω από το νέο album;
Hacke: Όχι. Αυτή τη φορά κάναμε απολογισμό της ιστορίας μας. Κατέληξε να είναι ένας πολύ ενδοσκοπικός δίσκος. Οι στιχοι του Blixa συγκεκριμένα αναλύουν τη δικιά του ιστορία, την ιστορία των Neubauten. Και η μουσική αναπτύχθηκε με έναν ιδιαίτερα οργανικό τρόπο αυτή τη φορά. Απλά παίζαμε μαζί και φτιάξαμε τη μουσική έτσι χωρίς να δουλεύουμε με νοήματα και αφηρημένες ιδέες.
Μάλιστα ο Blixa έχει πει πως είναι δίσκος του «εγώ» σε αντίθεση με «εμείς» ή «εσείς». Σε τι βαθμό μπορούν τα υπόλοιπα μέλη των Neubauten να ταυτιστούν με τους στίχους του Blixa Bargeld;
Hacke: Αυτή τη φορά μπορώ να πώ ότι μας αφορούν αρκετά (περισσότερο από άλλους στίχους του Blixa) γιατί δεν είναι μεταφορικοί ή μεταφυσικοί. Είναι πολύ διαφορετικός και πολύ συναισθηματικός δίσκος.
Το Nagorny Karabach (Nagorno Karabakh) είναι μια περιοχή στο νότιο Καύκασο, κοντά στα σύνορα Αζερμπαιτζάν και Αρμενίας. Δεδομένου οτι ένα άλλο τραγούδι των Neubauten ονομάζεται “Armenia” ποια είναι η σχέση σας με αυτή την περιοχή;
Hacke: «Nagorny Karabach is a place in a state of mind of Blixa Bargeld’s.»
Δουλεύετε μαζί σαν Einstürzende Neubauten εδώ και 28 χρόνια. Κάτι άλλο που έχετε πει για για το “Alles Wieder Offen” είναι οτι δεν εισάγατε ούτε ένα καινούριο στοιχείο σε αυτό το δίσκο. Υποθέτω οτι στην πορεία του χρόνου η εμπειρία παίρνει τη θέση του πειραματισμού. Η καινοτομία που βρίσκεται ανάμεσα σε όλα αυτά;
Hacke: Σίγουρα γίνεσαι καλύτερος σε αυτό που κάνεις. Μου αρέσει να χρησιμοποιώ την παροιμοίωση με τον μποξέρ σε αυτές της περιπτώσεις. ‘Οταν είναι νέος και στο ξεκίνημα του θα είναι πολύ ενεργητικός και επιθετικός και εκρηκτικός στις κινήσεις του. Αλλά όσο μεγαλώνει μαθαίνει πως να χτυπάει πιο αποτελεσματικά, να χρησιμοποιεί την ενέργεια του πιο αποδοτικά και να μην την χαραμίζει. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τους Neubauten. Οι πρώτοι Neubauten είχαν αυτή την εκρηκτική ενέργεια και επιθετικότητα. Δεν μας έχει μείνει και πολύ από εκείνη τη νεότητα αλλά γνωρίζουμε πως να εφαρμόζουμε αυτή μας την ενέργεια συστηματικά και μας απασχολούν περισσότερο οι δυναμικές. Ξέρουμε πως να κρατάμε χαμηλό προφίλ, να αναστέλλουμε την ένταση και να δημιουργούμε ξεσπάσματα. Είναι φωνητικές στρατηγικές κατά κάποιο τρόπο.
Πολλά συγκροτήματα αναφέρουν τους Einstürzende Neubauten σαν βασική επιρροή. Οι δικές σας επιρροές;
Hacke: Πάρα πολλές... Throbbing Gristle, Johnny Cash… Ειλικρινά υπερβολικά πολλές.
Το κτίριο του Palast der Republik φιλοξένησε κάποτε το κοινοβούλιο της Αν. Γερμανίας και το Volkskammer καθώς και τη συναυλια σας του 2004. Πως θα περιγράφατε την εμπειρία ενός live σε ένα τόσο ιστορικό κτίριο που δεν υπάρχει πια;
Hacke: ‘Ηταν 2 συναυλίες. Η πρώτη ήταν κανονική (για το κοινό) και χρηματοδότησε τη δεύτερη, η οποία ήταν για τους supporters. Είχαμε και μία χορωδία από τους supporters και ήταν φανταστικά.
Στην πρόσφατη συναυλία σας στον Κεραμεικό, το κοινό αποτελούνταν από κάθε είδους άτομα αλλά και αρκετούς από τους λεγόμενους “Goths”. Πως εξηγείτε τη σύνδεση τους με την μπάντα; Είναι ένα φαινόμενο που σας συμβαίνει και σε άλλες χώρες;
Hacke: Goths υπάρχουν παντού. Και κυρίως στην Αμερική.
Πως έχει πάει η περιοδεία μέχρι στιγμής;
Hacke: Πάρα πολύ καλά. Ξεκινήσαμε σε δύσκολες περιοχές όπως η Ρωσσία και η Πολωνία, προχωρήσαμε βόρεια και τώρα είμαστε στη Μεσόγειο. Η ανατπόκριση είναι πολύ καλή και οι συναυλίες sold-out. Ήταν η 21η εμφάνιση της περιοδείας και παίζουμε πλέον πολύ καλά.
Τα playlist είναι συγκεκριμένα σε αυτή την περιοδεία; Θα παιχτούν παλιότερα tracks ή και supporter’s tracks;
Hacke: Τα playlist διαφοροποιούνται. Όταν τα πράγματα είναι πολύ καθιερωμένα τείνουμε να τα ανατρέπουμε και να κάνουμε κάτι διαφορετικό. ‘Εχουμε 6 μουσικούς πάνω στη σκηνή. Εκτός από τους κανονικούς Neubauten, υπάρχει ο κύριος Ash Wednesday από την Αυστραλία που παίζει keyboards, samples και electronics, αυτά που δεν μπορούμε να αναπαράγουμε με τα όργανα μας. ‘Εχουμε φέρει κάποια εντυπωσιακά πράγματα και πάλι μαζί μας. Την τεράστια αερωθούμενη τουρμπίνα που περιστρέφεται και ακούγεται υπέροχα, πολλά φύλλα μετάλλου και έχουμε ακόμα τους πλαστικούς σωλήνες από το Perpetuum Mobile album. Το μέταλλο και το πλαστικό είναι τα κυρίαρχα υλικά/όργανα.
Οι περιοδείες των Neubauten με όλα αυτά τα «υλικά» και ειδικότερα τα ταξίδια με αεροπλάνο πρεπει να είναι εξαντλητικά. Κάποιο αστείο στιγμιότυπο;
Hacke: Οταν προσπαθούσαμε να βάλουμε την ρώσσικη τουρμπίνα μέσα σε μία πτήση από την Αθήνα στις Βρυξέλλες κατά την “Silence is Sexy” περιοδεία. Ευτυχώς ήταν πριν την 11η Σεπτεμβρίου...
Σε αυτή την περιοδεία κάνουμε και αυτό το παιχνίδι στα encore. Το ονομάζουμε “Dave”. Είναι μια διαδικασία σύνθεσης κατά την οποία χρησιμοποιούμε 600 κάρτες οι οποίες φτιάχθηκαν ειδκά για τους Neubauten και είναι κάτι σαν «μαντείο». Το όνομα Dave σχετίζεται με τη φωνή του GPS και έναν χαρακτήρα από την ταινία “The Nine Lives Of Thomas Katz” που με τη σειρά της σχετίζεται με τον υπόγειο σιδηρόδρομο του Λονδίνου. Το κάνουμε αυτό μόνο στις πόλεις που έχουν υπόγειους σιδηροδρόμους. ‘Εχουμε μάθει πάρα πολλά για αυτούς στην Ευρώπη αυτές τις μέρες. Ο πιο ενδιαφέρον ήταν της Αγίας Πετρούπολης γιατί είναι ο πιο ακριβός στον κόσμο. Η Αγία Πετρούπολη έχει χτιστεί πάνω σε ένα βάλτο και πρέπει να διατηρούν το έδαφος παγωμένο για να μην γλιστρήσει. Έχετε υπόγειο στην Αθήνα σωστά; Επομένως θα έχετε την ευκαιρία να ακούσετε αυτές τις στιγμιαίες συνθέσεις. Το album “Jewels” γράφτηκε εξ’ολοκλήρου έτσι.
Το 7ο tracks στο Jewels ονομάζεται “Epharisto”. Υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος για αυτό;
Hacke: Το “Epharisto” ξεκίνησε σαν αστείο αλλά ακούγεται πάρα πολύ ωραίο τελικά.
Μπορείς να μας δώσεις ένα παράδειγμα για το πως λειτουργεί αυτό το σύστημα με τις κάρτες;
Hacke: Κοίτα, θα σου πω τι έγινε χτες... Τράβηξα 3 κάρτες: η μία έλεγε “FF” που είναι ο μουσικός όρος για το Forte Forte και σημαίνει πολύ δυνατά. Η άλλη έλεγε “with Jochen” που σημαίνει ότι έπρεπε να συνδυαστώ με τον Jochen Arbeit και να δημιουργήσω κάτι μαζί του. Και η Τρίτη κάρτα έλεγε “switch”, άρα έπρεπε να βρω κάτι που θα μπορούσα να ανοιγοκλείσω ή να στρίψω πολύ δυνατά μαζί με τον Jochen. Υπάρχουν μερικές αρκετά ανόητες κάρτες επίσης. Φαντάσου να σου τύχουν 3 κάρτες που να λένε “fruit”, “in a different language” και “on the wall”, τι κάνεις τότε;!
Και λίγα πράγματα για τα solo project του Alexander Hacke. Τα “The history of electricity” στο Synch Festival και “Mountains of Madness” ήταν εξαιρετικά και λίγο έκπληξη για μένα, γιατί σε είχα συνδέσει περισσότερο με τις χορδές παρα με ψηφιακά και αναλογικά μέσα. Πότε άρχισες να δουλεύεις με αυτά;
Hacke: ‘Ολη μου τη ζωή αλήθεια. Το πρώτο μου μουσικό όργανο ήταν ένα αναλογικό synthesizer, το Korg MS-20, όταν ήμουν 13. Είχα ζητήσει από τη μαμά μου να μου το αγοράσει. Μου αρέσει να συνδυάζω διαφορετικά πράγματα και δεν είμαι κολλημένος με κάτι. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον προκύπτει όταν ανακατεύεις διαφορετικά ειδή και προκαλείς τριβή μεταξύ τους. ‘Οπως τσιγκάνικη folk και metal για παράδειγμα. Είμαι αντίθετος στη μουσική γκετοποίηση. Θα ήταν καλό να το ξεπεράσουμε αυτό.
Κλείνοντας θα μπορούσες να μας πεις κάποια πράγματα για το τρέχον project σου, “Ship Of Fools”;
Hacke: Στηρίζεται σε ένα μεσαιωνικό μυθιστόρημα του Sebastian Brant. Εκείνο τον καιρό και πριν δημιουργηθούν τα ψυχιατρικά άσυλα και οι φυλακές, οι περιθωριακοί της κοινωνίας τοποθετούνταν πάνω σε ένα πλοίο και καταδικάζονταν να πλέουν γύρω από τις ακτές μια ζωή. Το βιβλίο που έγραψε ήταν μια ματιά στην κοινωνία τότε μέσα από τους έγκλειστους ενός “ship of fools”. Περιγράφει 120 διαφορετικές ιστορίες και εμείς διαλέξαμε 11 και τις μετατρέψαμε σε οπτικοακουστική παράσταση. Η Danielle de Picciotto έκανε το οπτικο κομμάτι για τον κάθε χαρακτήρα και συνδυάσαμε διαφορετικά στυλ μουσικής. Παρουσιάζουμε αυτό ακριβώς που κάνουμε καλύτερα κατά κάποιο τρόπο. Στο διαλειμα της περιοδείας των Neubauten θα κάνουμε κάποια live και ελπίζουμε να το φέρουμε και στην Αθήνα.
Συνέντευξη: Μαρία Καραγκούνη
Contribution: Λυδία Οικονόμου, Κώστας Μπρέλλας
Μετάφραση: Μ. Καραγκούνη
intro text: Κ. Μπρέλλας
Περιμένοντας το τηλέφωνο να χτυπήσει, το μυαλό τρέχει άτακτα δύο περίπου χρόνια πριν, την προηγούμενη φορά δηλαδή που οι Madrugada επισκέφτηκαν την χώρα μας. Με το επιτυχημένο εμπορικά Τhe Deep End στις αποσκευές τους, η νορβηγική μπάντα όργωνε για έξι μήνες την Ευρώπη (επισκεπτόμενη δύο φορές την Ελλάδα), απολαμβάνοντας έτσι την αποδοχή του mainstream δισκογραφικού εγχειρήματος του George Drakulias. Εξάλλου, οι Madrugada διένυσαν με μόχθο αρκετό δρόμο για να φτάσουν μέχρι εκεί. Οκτώ χρόνια μετά την κυκλοφορία του αριστουργηματικού Industrial Silence, δεκάδες συναυλίες σε ολόκληρη την Ευρώπη, μια απαραίτητη για κάθε group βερολινέζικη δισκογραφική στάση με το Grit, και η πρώτη live συλλογή συνοδεία ενός dvd (Live at Tralfamadore) ήταν αρκετές ενδείξεις ότι οι Madrugada είχαν κατακτήσει το δικαίωμα να απολαμβάνουν μια ευρύτατη αποδοχή. Το ξημέρωμα της 12ης Ιουλίου 2007 βρήκε νεκρό τον κιθαρίστα και ιδρυτικό μέλος της μπάντας Robert Buras στο διαμέρισμά του στη Νορβηγία, ταράσσοντας για τα καλά την ζωή της μπάντας, αποδεικνύοντας πως το απρόβλεπτο ρίχνει την σκιά του σε κάθε ανθρώπινο μελλοντικό σχέδιο. Τον αιφνιδιασμό και την θλίψη διαδέχτηκε η αποστασιοποίηση και οι επανειλημμένες δηλώσεις για διάλυση των Madrugada και η κυκλοφορία του τελευταίου, πέμπτου studio άλμπουμ τους ως μικρό φόρο τιμής στον αγαπημένο φίλο τους. Ένα επίμονο κουδούνισμα και το ζεστό καλωσόρισμα του Sivert Hoyem με επαναφέρουν στην πραγματικότητα...
Πως είσαι?
S. Hoyem: Καλά. Τι γίνεσαι?
Όλα οκ. Χαίρομαι που αποφασίσατε να βγείτε πάλι σε περιοδεία.
S. Hoyem: Είναι όλα πολύ παράξενα και πολύ δοκιμαστικά. Τον Ιανουάριο δώσαμε μια συναυλία προώθησης του καινούριου δίσκου για δημοσιογράφους και φίλους στο Gamle Logen στο Όσλο, και παρότι το κοινό ήταν ιδιαίτερο, το συναίσθημα ήταν γνώριμα υπέροχο. Το ένστικτό μας προέτρεψε να ξαναβγούμε στους δρόμους για περιοδεία.
Είμαι σίγουρος ότι θα έχεις κουραστεί να σε ρωτάνε, αλλά επειδή ενδιαφέρει κάθε φίλο της μπάντας, αποφάσισες εσύ και ο Frode, για το μέλλον των Madrugada?
S. Hoyem: Ειλικρινά όχι. Όχι ακόμη. Βασικά δεν ξέρω και αν θα αποφασίσουμε ποτέ. Για την ώρα παίρνουμε τα πράγματα όπως έρχονται. Τώρα έχουμε κανονίσει αυτή την περιοδεία, που ξεκινά στις αρχές Μαΐου. Θα επισκεφτούμε αρκετές πόλεις και θα παίξουμε ξανά μετά από καιρό. Περιμένω με αγωνία να δω πως θα εξελιχθούν αυτές οι συναυλίες. Μετά βλέπουμε. Στο σημείο που βρισκόμαστε απλά αποφασίσαμε να παίρνουμε κάθε πράγμα στο καιρό του.
Σε μια απ’τις παλιές σου συνεντεύξεις χαρακτήριζες την κιθάρα του Robert ως την ψυχή των Madrugada.
S. Hoyem: Ακριβώς. Είναι αλήθεια. Η απώλεια του Robert προκάλεσε σοκ σε όλους μας. Δεν ξέρω αν έχω συνέλθει πλήρως ακόμη. Εννοείται πως πολύ δύσκολα μπορεί να αναπληρωθεί έστω και μέρος του κενού του. Για την περιοδεία μας επιλέξαμε τον Cato Salsa και τον Alex Closter Jensen να υποστηρίξουν τα κιθαριστικά μέρη. Ο Alex είχε παίξει μαζί μας ξανά στην Αθήνα, όταν τον Ιούλιο του 2003 κάναμε το support στον Iggy Pop και τους Stooges και ήταν ένας από τους καλύτερους φίλους και συνοδοιπόρος του Robert στους My Midnight Creeps (σ.σ. το side-project του Robert Buras). Ειλικρινά ήταν ότι πιο κοντινό μπορούσαμε να βρούμε σε κείνον.
Δώδεκα χρόνια πριν, ο Robert χτυπούσε την πόρτα του σπιτιού του Frode ζητώντας να συγκατοικήσουν και να παίξει στην μπάντα που σκαρώνατε…
S. Hoyem: Μεγαλώσαμε σαν Abbey’s Adoption σ’ένα Οσλο που θυμάμαι σκοτεινό και πολύ κρύο. Οι μέρες εκείνες ήταν γεμάτες ένταση, γεμάτες υπέροχες στιγμές. Κάθε μέρα ανακαλύπταμε και κάτι καινούριο, κάναμε ένα μικρό ή μεγάλο βήμα μπροστά. Ήμασταν μια πολύ δυνατή παρέα, που βρέθηκε την στιγμή που η δημιουργικότητά μας έφτανε στο απόγειο, ατομικά και ομαδικά. Ήταν και θέμα συγχρονισμού και θέμα τύχης, πάντως δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω εκείνα τα χρόνια. Ο Robert ζούσε κάθε στιγμή της μέρας δυνατά και με ένταση. Είχε μια απίστευτη δισκοθήκη και έπαιζε με την κιθάρα του όλη την ώρα. Ζούσε σ’ένα μόνιμο δημιουργικό οίστρο, ήταν αφοσιωμένος ολοκληρωτικά στην τέχνη του.
Ξέρεις, αυτή η ακραία καλλιτεχνική ανησυχία που περιγράφεις αποτυπώνεται στην ταινία του Bergman, Hour Of The Wolf, που πρέπει να’xει προγονικές σχέσεις με το τραγούδι Hour Of The Wolf, που έχετε στον καινούριο δίσκο.
S. Hoyem: Έχεις απόλυτο δίκιο. Στο Vargtimmen, που κυκλοφόρησε στις αγγλικές αίθουσες ως Hour Of The Wolf, ο Ingmar Bergman περιγράφει ένα καλλιτέχνη που κατατρέχεται από εσωτερικούς δαίμονες, ειδικά την στιγμή εκείνη της νύχτας, που ο Bergman αποκαλεί Hour of the wolf, το οποίο αν το μεταφράσουμε στα ισπανικά μας οδηγεί στην λέξη Madrugada. Οι ομοιότητες είναι προφανείς για να τις αγνοήσουμε, αλλά πέραν τούτου το κομμάτι είναι αφαιρετικό για να συζητήσουμε κάτι παραπάνω σε αυτό. Ξέρεις, το Vargtimmen ήταν μια από τις πιο αγαπημένες ταινίες του Robert.
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι τέχνες έχουν επηρεάσει την στιχουργική σας από τον Billy Pilgrim, ήρωα του “Slaughterhouse-Five” του Kurt Vonnegut μέχρι την πιο πρόσφατη αναφορά σας στον μυθικό πλανήτη Tralfamadore.
S. Hoyem: Δεν παύουμε να εμπνεόμαστε από όλων των μορφών τις τέχνες, όπως από την ποίηση και την λογοτεχνία μέχρι την φωτογραφία και την ζωγραφική. Για παράδειγμα έχουμε χρησιμοποίησει για τα covers των κυκλοφοριών μας από την δουλειά της Ribisi (σ.σ. «The Deep End») μέχρι το “The Sea Fight Off La Rochelle” (σ.σ. «Exiles»). Δεν θα πάψουμε στιγμή να υποστηρίζουμε την έντονη και δημιουργική αυτή αλληλεπίδραση.
Ο θάνατος του Robert σε έβαλε σε σκέψεις για τον τρόπο ζωής των μουσικών και πως θα σκεφτόσουν τον εαυτό σου σε δέκα-είκοσι χρόνια από τώρα ?
S. Hoyem: Σίγουρα προβληματίστηκα αρκετά, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν μπορείς να κάνεις μακροπρόθεσμα σχέδια. Το απροσδόκητο πάντα κάπου παραμονεύει. Η ζωή των μουσικών είναι ακραία, δημιουργική και απρόοπτη, τις περισσότερες φορές γοητευτικά απρόοπτη. Μπορώ να σου πω πως έχω αποφασίσει να παίζω μουσική μέχρι να πεθάνω. Να’ χω μια ενεργή δισκογραφία, να επικοινωνώ με το κοινό μου, να εργάζομαι στην μουσική γιατι ζω και αναπνέω γι’ αυτήν. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω να κάνω κάτι άλλο, για παράδειγμα να δούλευα σ’ ένα βιβλιοπωλείο ή σε κάποιο γραφείο. Η τέχνη μου είναι η μουσική. Ξέρεις, εκτιμώ πολύ καλλιτέχνες, όπως o Neil Young ή ο Van Morrisson, που έχουν τις αντοχές και δημιουργούν μουσική και περιοδεύουν συνέχεια, ερχόμενοι σε επαφή με νέο κόσμο. Πρόσφατα, διάβασα μια συνέντευξη του Keith Richards που ισχυρίζεται ότι το rock αφορά μόνο τις ηλικίες από 18 μέχρι 25. Τι μεγάλη μαλακία.
Αφού ισχυρίζεται κάτι τέτοιο γιατί συνεχίζει να βγάζει δίσκους με τους Stones?
S. Hoyem: Μόνο ο Θεός ξέρει γιατί. Έχει πολύ άδικο όμως. Αυτό που ανακάλυψα χρόνο με τον χρόνο είναι ότι χρειάζεται καιρός για να μάθεις να στέκεσαι στην σκηνή. Συναυλία με την συναυλία γινόμασταν καλύτεροι, μαθαίναμε τα λάθη μας, πειραματιζόμασταν. Το ίδιο και δισκογραφικά. Κανένας δίσκος μας δεν μοιάζει με τον προηγούμενο. Χρειάζεται αρκετό καιρό και μεγάλη πορεία για να αποκτήσεις την σοφία της μουσικής.
Υπάρχει κάτι που διαβάζεις ή ακούς τώρα τελευταία που σε εντυπωσίασε?
S. Hoyem: Έχω καιρό να διαβάσω κάτι. Στο παρελθόν αφιέρωνα αρκετό χρόνο στα βιβλία, αλλά τώρα δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Από μουσική, τελευταία ακούω συνέχεια το Everybody Know This Is Nowhere του Neil Young και μ’ αρέσουν πολύ οι Band Of Horses. Ξέρεις μου θυμίζουν τον εαυτό μας όταν κάναμε την πρώτη δισκογραφική μας εμφάνιση με το Industrial Silence.
Είσαι ικανοποιημένος απ’το αποτέλεσμα του Madrugada album ?
S. Hoyem: Κοίτα, το άλμπουμ είχε σχεδόν ολοκληρωθεί πριν τον θάνατο του Robert. Είχαμε κάνει πρόβες και ηχογραφήσεις στη Νέα Υόρκη και στο στούντιο των The Soundtrack Of Our Lives και είχαμε καταλήξει σε κάποιο κορμό. Να φανταστείς όλα τα κιθαριστικά μέρη των τραγουδιών ανήκουν στον Robert, και μάλιστα κλείνει το δίσκο τραγουδώντας…
…μ’ ένα υπέροχο τραγούδι…
S. Hoyem: …Για να πω την αλήθεια δεν ξέραμε ότι ηχογράφησε το Our Time Won’t Live That Long μέχρι που το ανακαλύψαμε στις μείξεις τους άλμπουμ. Μείναμε έκπληκτοι και αποφασίσαμε αμέσως να είναι ο επίλογος του άλμπουμ. Είμαι πολύ ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα και για να σου πω την αλήθεια, ένας από τους λόγους που τιτλοφορείται Madrugada είναι γιατι ο σκοτεινός rock ήχος των δύο πρώτων άλμπουμ μας Industrial Silence (1999) και The Nightly Disease (2001) έχει επιστρέψει. Μας εκφράζει απόλυτα και είναι το καλύτερο άλμπουμ που έχουμε κάνει εδώ και χρόνια και την ίδια στιγμή είναι τραγικό που ο Robert δεν μπορεί να απολαύσει τον αντίκτυπό του.
Από τις αρχές Μαΐου θα ξεκινήσετε την ευρωπαϊκή περιοδεία σας, παίζοντας αρχικά στην Ολλανδία και μετέπειτα σε διάφορες χώρες. Η αποδοχή του κοινού στην ιδιαιτερότητα αυτής της περιοδείας σας, που μπορεί να’ναι και η τελευταία, σε αγχώνει?
S. Hoyem: Σίγουρα, αλλά ξέρεις, βγαίνουμε στον δρόμο γιατι ειλικρινά μας έλειψε αυτό το συναίσθημα. Η συναυλία μας στο Όσλο, μας έδωσε ώθηση να ζητήσουμε δύναμη από τον κόσμο, τον δικό μας κόσμο, και εξάλλου χρωστάμε αυτές τις συναυλίες στα τραγούδια του νέου μας άλμπουμ. Χρωστάμε τις εμφανίσεις μας στο άλμπουμ Madrugada και πιστεύω ότι έτσι όπως σχηματίστηκε η μπάντα που θα μας συνοδεύσει, τα κομμάτια θα αποδοθούν με μεγάλη πιστότητα και υψηλή ποιότητα.
Γνωρίζεις ότι έχετε πολλούς fans στην Ελλάδα. Πες μου ειλικρινά 3 πράγματα που πέρασαν απ’το μυαλό σου, όταν υπογράψατε για τις δύο επερχόμενες συναυλίες στην Αθήνα.
S. Hoyem: Χμμμ, σίγουρα διακοπές. Ξέρεις όταν ήμουν μικρός ερχόμουν στην Ελλάδα την περίοδο των διακοπών, και έτσι την έχω συνδυάσει με διακοπές και όμορφες στιγμές. Έπειτα, πιστεύω ότι το πάθος σας χαρακτηρίζει πολύ. Είστε πολύ συναισθηματικοί και παθιασμένοι με διάφορα πράγματα και ιδίως με ψυχρούς ψηλoύς Νορβηγούς, όπως εμάς!
Συνέντευξη: Βασίλης Παπαευσταθίου
"The only reason I would want success would be to use it against the music industry!"
Είναι αυτό τελικά το ολοκληρωτικό σχέδιο του ΙΑΜΧ? Πόσο εναλλακτικός είναι πραγματικά ο δημιουργός του The Alternative? Γιατί εγκατέλειψε το Λονδίνο, τι σκεφτεται για το μέλλον της μουσικής βιομηχανίας, για την μόδα, τα ναρκωτικά, τις υπόλοιπες τέχνες και τις γυναίκες? Tι αγαπάει και τι μισεί? Ποια θα είναι η επόμενη κίνηση του? Μουσική, δημιουργία, τέχνη, άγχος, πόθος, ενοχή, σεξουαλικότητα, καθημερινότητα, οικειότητα, έκφραση, αντίδραση, διαίσθηση, αυθεντικότητα, ευφυία και παράνοια. Tο πάλαι πότε ταλαντούχο πιτσιρίκι των Sneaker Pimps μετεξελίχθηκε σε μια εμβληματικά sexy και μυστηριώδη περσόνα και φαίνεται ιδιαίτερα παθιασμένος για να τη στηρίξει με όλες του τις δυνάμεις. Ο Chris Corner στο Postwave.gr, σε μια πραγματικά απολαυστική και εξαντλητική συνέντευξη! Λίγο πριν το live, πάρτε βαθιά ανάσα, πατήστε read more και αποκρυπτογραφήστε τον κύριο X.... this could make you love again...
Από εκείνο το αγόρι των Sneaker Pimps μεταμορφώθηκες σε Χ, με 2 μόλις δίσκους. Ποιό ήταν το concept του IAMX Project στο ξεκίνημα και πως κατέληξε να είναι τώρα;
Chris Corner: Είχα βαρεθεί, ήμουν αγχωμένος και ένιωθα ανασφάλεια για το μελλον μου σαν δημιουργός. Είχα γράψει τραγούδια για τους Sneaker Pimps, αλλά ήταν πολύ προσωπικά για να χρησιμοποιηθούν. Ενιωθα ότι έπρεπε να κοιτάξω μπροστά, μια και οι Sneaker Pimps ήταν σε μια πολυ μπερδεμένη φάση εκείνη την εποχή. Το ρίσκο ήταν πολύ μεγάλο, ουσιαστικά επιστροφή στο ξεκίνημα μου, χωρίς λεφτά, να πρεπει να στήσω τον δικό μου εξοπλισμό, να κάνω την παραγωγή και να παίζω τα πάντα μόνος μου, να κλείνω ο ίδιος τις συναυλίες μου. Oι IAMX έσωσαν την καλλιτεχνική ζωή μου. Το concept στο μυαλό μου ήταν μια μίξη ακατέργαστων και ανατρεπτικών ηλεκτρονικών ήχων με δυνατούς στίχους και μελαγχολικές μελωδίες. Τα 2 τελευταία χρόνια ο ήχος απέκτησε τον δικό του προσωπικό χαρακτήρα, έγινε πιο επιθετικός και ζωντανός λόγω των live εμφανίσεων.
To Χ στα μαθηματικά είναι το άγνωστο, αυτό που ψάχνουμε σε μια εξίσωση. Σε άλλες περιπτώσεις όμως, το X χρησιμοποιείται σαν ένα σημάδι που δείχνει το σημείο που βρίκεται κάτι. Για σένα το X αντιπροσωπεύει το γνωστό ή το άγνωστο;
Chris Corner: Αυτή στη στιγμή το X αντιπροσωπεύει το υποσυνείδητό μου. Το μέρος από το οποίο βγαίνουν τα συναισθήματα και οι πιο ενδιαφέροντες δημιουργίες μου.
Είναι ασταθές, αφηρημένο και σε τελική ανάλυση άγνωστο. Μερικές φορές νιώθω τόσο αποσυνδεμένος από τον εαυτό μου. Η δημιουργία των IAMX ήταν μια προσπάθεια να έρθω πιο κοντά στο εαυτό μου και να εξερευνήσω το ομιχλώδες βάθος των προσωπικών, πραγματικών προβλημάτων. Χρειαζόμουν ένα δυνατό brand-name που να μου δίνει αυτοπεποίθηση για να ανοίξει τον δρόμο...
...και να ηχογραφήσεις το πρωτο σου album “kiss + swallow” στο Λονδίνο. Μετά μετακόμισες στο Βερολίνο, που απ’ ότι φαίνεται μοιάζει με καταφύγιο για εναλλακτικούς καλλιτέχνες στις μέρες μας. Γιατί πήρες αυτή την απόφαση; Τελικά η πόλη αυτή ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες σου;
Chris Corner: Zω πλέον μόνιμα στο Βερολίνο και έχει γίνει το κέντρο του κόσμου μου. Είναι πάμφθηνο, ανεκτικό και ακόμα υπάρχει τόσος αχρησιμοποίητος χώρος!
Κανείς δεν νοιάζεται για τον υπόλοιπο κόσμο, είναι σαν όαση στο κέντρο της Ευρώπης. Εχει υπέροχη τέχνη και μια περίεργη αίσθηση κοινότητας χωρίς συναγωνισμό και κυνισμό. Κατά κάποιο τρόπο είναι μια αμόλυντη και αθώα πόλη. Οι άνθρωποι έχουν το δικό τους στυλ, χωρίς να είναι μοδάτοι.
Ζούσα στο Λονδίνο για πολλά χρόνια και μια μέρα ξύπνησα και είπα “Γιατί βρίσκομαι εδώ?” Είναι τρελό. Αγχωνόμουν υπερβολικά, έπαιρνα πολλά ναρκωτικά και περίμενα υπερβολικά. Οι ρυθμοί και το πνεύμα του Βερολίνου είναι πολύ διαφορετικό. Είναι η πιο «αντι-πόλη πόλη» που έχω γνωρίσει και την αγαπώ. Το πρόβλημα είναι ότι δεν θέλω να γίνω κινητή διαφήμιση για το Βερολίνο γιατί θα προτιμούσα να μην έρθουν περισσότεροι άνθρωποι εδώ...
Και πως είναι μια τυπική Βερολινέζικη Χ μέρα? Τα απομεινάρια του κακόφημου cabaret χαρακτήρα και του θρυλικού Γερμανικού ιμπρεσιονισμού είναι ακόμα ζωντανά;
Chris Corner: Υπάρχουν απομεινάρια και φαντάσματα ενός ολόκληρου αιώνα κουλτούρας. Υπάρχει αυτή η ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής. Ισως αυτό να είναι μόνο εδώ στο διαμέρισμά μου και στο μυαλό μου, αλλά σε όλη τη πόλη υπάρχουν πολλά μέρη που ακόμα ζουν και αναπνέουν με έναν εναλλακτικό τρόπο. Μικροσκοπικά σκοτεινά μπαράκια, clubs, παράνομα πάρτι σε μυστικά σημεία. Το στυλ είναι ελεύθερο εδώ και η καθημερινότητα αρκετά χαλαρή, πρέπει να ομολογήσω. Δουλευω σε διαφορετικό χρόνο εδώ. Από τις 3 μέχρι την ώρα που θα κοιμηθώ, συνήθως. Δουλειά, κουβέντα, κρασί, φαγητό. Άφθονος χρόνος για συλλογισμό και δημιουργία σε έναν δικό μου ρυθμό, χωρίς να τεμπελιάζω υπερβολικά και να αποσυνδέομαι καθώς υπάρχει πάντα γύρω μου η βοή της πόλης.
Εξακολουθούν να υπάρχουν κάποια αυθεντικά καμπαρέ που επιμένουν στο πνεύμα εκείνης της εποχής. ‘Εγινε πρόσφτα και μία προβολή γερμανικών εξπρεσσιονιστικών ταινιών σε ένα σκοτεινό ανεξάρτητο σινεμά εδώ γύρω. Συνοδεύονταν από έναν πιανίστα που έπαιζε τα soundtrack ζωντανά. ‘Ηταν ιδιαίτερο.
Μετακινείσαι συνεχώς κάνοντας τουρνέ και δίνοντας συναυλίες, αλλά αν έπρεπε να εγκατασταθείς κάπου για να ηχογραφήσεις το τρίτο σου άλμπουμ σε αναζήτηση έμπνευσης, ποια πόλη θα ήταν ο προορισμός σου; Θα εγκατέλειπες την Ευρώπη για χάρη ενός πιο ανατολικού (Τόκιο ή Δελχί π.χ.) ή ενός πιο δυτικού (Νέα Υόρκη?) τόπου;
Chris Corner: Αγαπώ πολλές πόλεις και πιθανότατα θα μπορούσα να ζήσω προσωρινά σε μερικές από αυτές. Οι πραγματικά αγαπημένες μου όμως είναι το Βερολίνο και το Τόκιο. Δούλεψα αρκετά στο Τόκιο κάνοντας παραγωγές σε Γιαπωνέζους καλλιτέχνες και το νιώθω σαν δεύτερο σπίτι μου. Τόσο διαφορετικό και συναρπαστικό!
Το καινούριο άλμπουμ όμως θα είναι το “no-city” αλμπουμ.
Βρήκα ένα παλιό κτίριο στην Γερμανική ύπαιθρο. Θα γίνει το Εργοστάσιο, η βιομηχανική καρδιά του τρίτου δίσκου μου. Φτιάχνω studio εκεί και θέλω να δημιουργήσω μακριά από την ζωή της πόλης, στο δικό μου ΙΑΜΧ βασίλειο. Θέλω να είναι ένα σπίτι ανοιχτό σε ζωγράφους, σκηνοθέτες, μουσικούς... Αν ειναι κάποιος παραγωγικός θα μπορεί να ζεί σε αυτό, να δουλεύει εκεί και να συνεισφέρει σε αυτό.
Ακόμα δουλεύω πάνω σε αυτό το σχέδιο, δεν έχει εξελιχθεί για την ώρα.
Όταν άκουσα για πρώτη φορά το τελευταίο σου album “The Alternative” σκέφτηκα: «Αυτή είναι η καλύτερη κυκλοφορία του 2006» και ήταν ακόμα Απρίλιος... Δεδομένου ότι ο δίσκος πήρε διθυραμβικές κριτικές από τον τύπο, το νιώθεις σαν ανταμοιβή για τη δουλειά σου ή σε επιβαρύνει με άγχος ως δημιουργό;
Chris Corner: Σ’ευχαριστώ πολύ, αλλά γενικά δεν είμαι σε επαφή με το feedback. Είναι ασφαλέστερο για μένα να έχω τη μικρότερη δυνατή επαφή και να αντλώ χαρά και ικανοποίηση από τις ώρες που περνάω στο studio και από τις συναυλίες. Πάντα ήμουν ο πιο αυστηρός κριτικός των τραγουδιών μου, οπότε τελικά δεν έχει τόση σημασία η ανταπόκριση των άλλων. Αν κανένας δεν ενδιαφερόταν θα είχα πρόβλημα, άρα δεν μπορώ να πω ότι δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Πρέπει να όμως να δημιουργώ ένα σύστημα προστασίας.
Είμαι υπερ-ευαίσθητος και καταθλιπτικός πολλές φορές. Οταν τελειώνω ένα project εθελοτυφλώ στις αντιδράσεις του έξω κόσμου. Παιδιάστικο, αλλά έτσι τα καταφέρνω και προχωράω.
Θα αντάλλασες τις θετικές κριτικές και την αποδοχή από το κοινό που έχεις τώρα για μεγαλύτερες πωλήσεις; Εύχεσαι να πουλήσουν οι IAMX όσους δίσκους πούλαγαν οι Sneaker Pimps πριν 10 χρόνια περίπου;
Chris Corner: Καθόλου. Όσο προχωράω με αυτό το lifestyle που έχω επιλέξει τώρα, τόσο περισσότερο προσπαθώ να αποφεύγω τις ανοησίες. Η επιτυχία συνήθως διογκώνει τις άσχημες πλευρές της ανθρωπινης συμπεριφοράς και από τη φύση της αφήνει έξω όλα τα ενδιαφέροντα περιθωριακά μέρη της τέχνης. Είμαι εδώ για την τέχνη. Δεν θα μπορώ να κοιτάξω τον εαυτό μου στον καθρέφτη αν γλείφω κάθε κόπανο δισκογραφικής. Χρειάζομαι μόνο όσα λεφτά απαιτούνται για να συνεχίσω να κάνω αυτό που κάνω, μέχρι εκεί. Η επιστροφή στις ρίζες με ανεξάρτητη προσέγγιση μου έσωσε τη ζωή. Είναι ένα περιορισμένο ελεγχόμενο project, που μπορεί όμως να έχει παγκόσμια απήχηση χάρη στο internet, από στόμα σε στόμα και με πραγματικά σκληρή δουλειά. Οι γονείς μου ήταν σκληροπυρηνικοί της εργατικής τάξης, έτσι ήμουν τυχερός να αποκτήσω τέτοιου είδους ηθική από μικρή ηλικία. Ο μόνος λόγος που θα ήθελα να γνωρίσω μεγάλη επιτυχία θα ήταν για να τη χρησιμοποιήσω ενάντια στη μουσική βιομηχανία. Αυτό είναι το ταπεινό μας σχέδιο. Να γίνουμε άλλος ένας μικρός φάρος για ανεξάρτητες μπάντες. Στους ΙΑΜΧ υπάρχουν 9 άνθρωποι σύνολο, το management, η μπάντα και το crew. Φτάνουν νομίζω για μια μικρή επανάσταση.
Παρατηρησα επίσης ότι το “the Alternative” έχει μια πιο σκοτεινή και new-wave αισθητική από το προηγούμενο album. Πιο «οργανικό» επίσης. Ηταν συνειδητή επιλογή αυτό ή είχε να κάνει με τις επιρροές σου εκείνη την περίοδο;
Chris Corner: Είναι πιο ωμό και πιο επιθετικό από το “kiss + swallow”. Από μια άλλη οπτική δεν είναι εξίσου τέλειο τεχνικά. Ηθελα να βάλω περισσότερα live στοιχεία και περισσότερο θόρυβο και σ’αυτό νομίζω ότι οφείλεται η ζωντάνια του. Τα drums είναι πιο δυνατά, οι κιθάρες πιο σκληρές, το μπάσο πιο βρώμικο. Διασκέδασα πολύ που έπαιξα όλα τα όργανα και τα έβαλα μαζί με τρόπο που ακούγεται σαν ένα κανονικό συγκρότημα.
Επίσης πιστεύω ότι οι στίχοι είναι πιο έντονοι συναισθηματικά, τουλάχιστον έτσι ένιωθα όταν τους έγραφα. Η ζωή μου ήταν ένα χάος την εποχή που έγραφα τον δίσκο και το The Alternative σου δίνει μια βαθιά οπτική στην αστάθεια που επικρατούσε μέσα μου.. Σχέσεις που διαβρωνονταν, η διαφυγή μου στο Βερολίνο και μια γενικότερη απέχθεια για κάθε τι ανθρωπινο...
“For all you lonely boys I will be president / in all you sons of men I can be accident”. Θες να μας εξηγήσεις λίγο το ρεφρέν του “President”?
Chris Corner: Είναι μια μικρή φαντασίωση μου που οδηγεί όλους τους μισογύνεις σε πρόωρο θάνατο. Ηταν μια ανάμεικτη στιγμή αδυναμίας, εμπάθειας και βαθύ μίσους για τους ηλίθιους βίαιους άντρες που έχουν εξουσία, αλλά ποτέ δεν είχαν αγάπη και δίκιο. Δηλώνω και εγώ ένοχος. Γάμησέ τους, γάμησέ με και θάψτε μας όλους μαζί!
Το προσωπικό μου αγαπημένο από τον δίσκο είναι το “Bring Me back a Dog”. Αν επέστρεφες πραγματικά ως σκυλί στην επόμενη ζωή σου, τι ράτσα θα ήταν; Εχεις ζωάκια σε αυτή τη ζωή;
Chris Corner: Οχι, σε αυτή τη ζωή δεν έχω. Αλλά θα προτιμούσα ένα σκυλί από παιδιά. Υπάρχει αυτή η, κατά κάποιο τρόπο, ανόητη ικανοποίηση που αντλούν από την αφοσίωσή τους τα σκυλιά. Ζηλεύω το σύστημα ευχαρίστησης και ανταμοιβής που έχουν, όπως και την φροντίδα που τους δείχνουν οι άνθρωποι.
Θα επέλεγα να επιστρέψω ως ένα μικρό και κομψό σκυλάκι.
Εχοντας υπάρξει fan του David Bowie, θυμάμαι ότι και αυτός μετακόμισε στο Βερολίνο, επίσης έβαφε περίεργα το πρόσωπό του, πειραματίστηκε με τη μουσική και τη ζωή εκεί και φυσικά έγινε ο Thin White Duke… Φαντάζομαι σου αρέσει ο Bowie. Κάποιοι άλλοι καλλιτέχνες που θαυμάζεις?
Chris Corner: Είναι πάρα πολλοί για να απαριθμήσω...
Αγαπημένος δίσκος όλων των εποχών ή ένα πρόσφατο top-10?
Chris Corner: Και πάλι θα προτιμούσα να μιλήσω για αρχιτεκτονική.
Ok, ζωγραφική καλύτερα. Το Kiss +Swallow είχε memento-style λεζάντες στο σώμα σου σαν μέρος του artwork, ενώ η εικόνα του ΙΑΜΧ έγινε κιτρινο-μαυρη στα photo-sessions του Alternative. Φαίνεται λιγότερο άμεσο από τις λέξεις, αλλά τι αντιπροσωπεύει το κίτρινο στο concept του album?
Chris Corner: Οπτικά τo κίτρινο έχει μεγάλη δύναμη και ενέργεια, αλλά για μένα είναι η αντίθεση με το μαύρο που το κάνει σημαντικό. Υπάρχει ξεκάθαρη τρέλλα και ανησυχία σε αυτό, κάτι που ταίριαζε πολύ καλά με την αίσθηση του album.
To "Τhe Alternative” ήταν έντονο και αγχωτικό στην δημιουργία του. Ηχογραφήθηκε μέσα σε έναν μήνα, σε ένα μουχλιασμένο Βερολινέζικο υπόγειο χωρίς καθόλου χρήματα και αρκετή απελπισία. Νομίζω ότι το κίτρινο απεικονίζει την επιθετικότητα που είχα εκείνη την εποχή. Είναι το χρώμα της παράνοιας.
Το Βερολίνο είναι γνωστό ότι κρύβει «μικρούς θησαυρούς» στα μαγαζιά με μεταχειρισμένα ρούχα. Επίσης ξέρω ότι κάνεις τις δικές σου «κατά-παραγγελία» τροποποιήσεις στην γκαρνταρόμπα σου και στα μαλλιά σου και επίσης ότι κουβαλάς μαζί συνήθως ένα κουτί ραπτικής. Το πραγματικό στυλ δεν μπορεί να αγοραστει? Και τι ακριβώς σημαίνει «στυλ» για τον Chris Corner?
Chris Corner: Στυλ για μένα σημαίνει να μη νοιάζεσαι για την μόδα καθεαυτή, αλλά να παρουσιάζεις μια μοναδική εικόνα που να δείχνει προσωπικότητα και δημιουργικότητα. Πρέπει να υπάρχει ένα καλούπι και συντονισμός μαζί της, αλλά επίσης και μια υγιής αποστροφή για το συνηθισμένο. Πρεπει να είναι λογικό αλλά ξεχωριστό, σικ αλλά άνετο, ρετρό αλλά εκσυγχρονισμένο και προσαρμοσμένο. Το στυλ μου έχει να κάνει με τη γνωστή τεμπελιά μου. Επίσης επειδή είμαι μικροκαμωμένος, αναγκάζομαι να βρίσκω τα περισσότερα ρούχα στο τμήμα με τα γυναικεία. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αλλάζω το σχήμα τους και όπως είναι φυσικό φαίνονται λίγο παράξενα...
Εγραψες το soundtrack για τη ταινία “Les Chevaliers du Ciel”. Πως ήταν σαν εμπειρία να πρέπει να συνθέσεις για κάτι πολύ συγκεκριμένο; Υπάρχει κάποια ταινία που θα ήθελες να γράψεις τη μουσική της;
Chris Corner: Εκτος από την μουσική, έχω μεγάλο πάθος για την αρχιτεκτονική και τις ταινίες. Για την ώρα η αρχιτεκτονική είναι εκτός πεδίου δράσης μου, αλλά το μικρό μου όνειρο έιναι δουλέψω με έναν Τσέχο τρελόγερο σκηνοθέτη stop-frame animation ταινιών. Το όνομά του είναι Jan Svankmajer και έχει κάνει μια ταινία με τίτλο "Alice”, μία αναδόμηση της ιστορίας της Αλίκης στην Χώρα Των Θαυμάτων (σ.σ. στο Youtube υπάρχουν αρκετά αποσπάσματα από τον Alice). H ψυχρή, χαοτική και χιουμοριστική προσέγγισή του έχει πολλα κοινά με τον κόσμο των ΙΑΜΧ και το βρίσκω παρήγορο. Θα μου άρεσε να δουλέψω σε ένα αφηρημένο soundtrack χωρίς κλασικές δομές τραγουδιών. Επίσης το επόμενο βήμα μου θα έιναι να κάνω εγώ τις ταινίες για τις οποίες θα θέλω να γράψω μουσική.
Φαντάζομαι ότι τη συγκεκριμένη στιγμή μπορεί να μοιάζει χαζή η ερώτηση, αλλά τι γίνεται με τους Sneaker Pimps? Υπάρχουν σχέδια ή να τη θεωρήσουμε τελειωμένη ιστορία ;
Chris Corner: Δε λέω ποτέ όχι για κάποιο project που δεν έχει ολοκληρωθεί, αλλά με το που έκανες αυτή την ερώτηση μια δυσβάστακτη λέξη μου ήρθε στο μυαλο: IAMX
Κρυμμένο σε πολλές στρώσεις από συναισθήματα, προσωπικά διακρίνω εναν επαναστατικό και αφυπνιστικό υπαινιγμό στο The Alternative. Μπορεί ένας παράξενος μουσικός να ηγηθεί σε κάτι τέτοιο; Μήπως αυτή η επερχόμενη υποθετική επανάσταση θα μπορούσε να είναι σεξουαλική;
Chris Corner: Οι επαναστάσεις μου είναι μικρές. Προσφέρω απλά μια εναλλακτική επιλογή για όσους είναι απογοητευμένοι με τη πλύση εγκεφάλου και την άχρηστη εμπορευματοποίηση που υπάρχει στην μουσική. Είναι καθήκον να δώσω στον εαυτό μου και σε άλλους έναν τρόπο διαφυγής. Επίσης είμαι πολύ χαρούμενος που μπορώ να αποκαλώ τον εαυτό μου φεμινιστή. Υποστηρίζω την ιδέα να προσπαθούμε να βγάζουμε προς τα έξω τις καλύτερες πλευρές της ανθρώπινης φύσης, και αυτές συνήθως είναι οι θηλυκές. Ο πειραματισμός με την σεξουαλικότητα και τα συναισθήματα είναι αναγκαίος αν θες να αλλάξεις πράγματα και τον κόσμο γύρω σου.
Εχουν περάσει 2 χρόνια, αλλά ακόμα βγάζεις singles και remixes από το The Alternative. Δουλεύεις καθόλου πάνω σε καινούριο υλικό; Πότε να περιμένουμε το τρίτο album των IAMX?
Chris Corner: Οραματίζομαι την πρόοδο των κινήσεων μου με έναν πιο χαλαρό τρόπο. Νιώθω μια πιο φινετσάτη και όμορφη αύρα για τα τραγούδια μου. Δεν θέλω να χάσω την ένταση απ’ οτι έχω δημιουργήσει, αλλά έλκομαι από μια πιο λεπτομερή εξερεύνηση της ζωής.
Η περασμένη χρονιά μου γάμησε το μυαλό. Εληξαν κάποιες σχέσεις, μάθαινα άλλη γλώσσα, έκανα καινούρια αρχή στη ζωή μου. Υπάρχουν πράγματα για τα οποία θέλω να μιλήσω και να γράψω, αλλά πρέπει να συμπληρωθούν με τον σωστό ήχο. Θα είναι πάλι ωμός και επιθετικός, αλλά με περισσότερη έμφαση στη μελωδία και διαταραγμένο ρυθμό, σαν της ζωής.
Δουλεύω ήδη αρκετά τραγούδια. Και για κάποιο λόγο μπορώ να δω μπροστά μου "matadors”, “grandiose”, “temples” “women”, “men”, “being alone”, “genocide”, “prostitutes”, “gypsies and circuses”. Οσο θα τελειώνω τον δίσκο, θα κυκλοφορήσω ένα Live album και ένα EP με εκτελέσεις τραγουδιών μου με τη συνοδεία κουαρτέτου εγχόρδων.
Ελπίζω το νέο μου studio album να κυκλοφορήσει το Φθινόπωρο.
Έντονο makeup, φανταχτερά ρούχα και glam. Φαίνονται σαν κομμάτι της rock ‘n roll νοοτροπίας αλλά και του μύθου που χτίζεις γύρω από τον εαυτό σου. ‘Εχεις μπει ποτέ στον πειρασμό να απογυμνωθείς από το ρόλο του “X” πάνω στη σκηνη;
Chris Corner: Ναι. Θα κάνω μια μικρή περιοδεία μέσα σε αυτή τη χρονιά. Μόνο εγώ, μια ακουστική κιθάρα και ένα loop machine. ‘Ετσι γράφω γενικά και τη μουσική μου. ‘Ισως είναι ενδιαφέρον για κάποιους να δουν πως ακούγεται πριν παίξω με την παραγωγή και προσθέσω το θόρυβο στο studio.
Το ανδρόγυνο look έπαιξε πάρα πολύ στις φετινές πασαρέλες. Αν και στη μόδα οι τάσεις έρχονται και παρέρχονται όπως ακριβώς και στη μουσική, θα ήθελα να μάθω την πρόβλεψη σου για το μέλλον των δύο αυτών βιομηχανιών, μιας και ασχολείσαι και με τα δύο.
Chris Corner: Νομίζω ότι το πρόβλημά μου με τη μόδα είναι η υπερβολική ομορφιά. Βρίσκω τα μοντέλα πολύ βαρετά και αφύσικα. Αυτό μπορεί να βοηθάει στο σχεδιασμό των ρούχων αλλά δεν έχει καμία βάση, δεν ανήκει στην πραγματικότητα. Το βρίσκω παράξενα τραγικό. Με αποσυντονίζει από τα ρούχα.
Νομίζω πως το επόμενο κύμα θα είναι η επιστροφή στις ραπτομηχανές. Οι άνθρωποι έχουν βαρεθεί τόσο πολύ τα εμπορευματοποιημένα ετοιματζίδικα ρούχα τύπου H&M και θα έρθει μία Do It Yourself επανάσταση. Οι πιο κομψοί άνθρωποι πάντα συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία κατασκευής των ρούχων τους, κατά τη γνώμη μου.
Η τελευταία καλή ταινία που είδες, το πιο πρόσφατο βιβλίο που διάβασες και σου άρεσε, ένα πολύ καλό τραγούδι που άκουσες καθώς και ένα στιγμιότυπο από τη ζωή σου (κάτι που άκουσες ή είδες, οτιδήποτε... ) και σου έδωσε έμπνευση;
Chris Corner: Η τελευταία πολύ καλή ταινία ήταν το the “Sacrifice” του Andrei Tarkovsky. Το τελευταίο καλό βιβλίο, το “Liede und Gedichte” του Bertolt Brecht (σ.σ. συλλογή με ποιήματα και τραγούδια απο τα θεατρικά του Brecht).
Το τελευταίο αξιοσημείωτο τραγούδι ήταν το “Der Leiermann” από τον Gerald Moore, γραμμένο από τον Franz Schubert.
‘Ενας φίλος μου είπε το εξής: «Οι άντρες μπορούν να βιώσουν την ευτυχία μόνο μέσα από αυτό που κάνουν. Οι γυναίκες μπορούν να βιώσουν την ευτυχία μόνο μέσα απο αυτό που δίνουν.»
Κατάφερες να κάνεις την ευχή και κατάρα του κάθε μουσικού σήμερα (το internet και το κοινωνικό διαδίκτυο, πχ myspace, δηλαδή) να δουλέψουν υπέρ σου. Είχες υποστηρίξει σε μία παλιότερη συνέντευξη πως το να πολεμούμε την τεχνολογία είναι αυταπάτη και πως δεν θα σε πείραζε καθόλου αν αναγκαστείς να πουλάς τον εαυτό σου από πόρτα σε πόρτα, τελικά. Γοητευτική άποψη αν και τη βρίσκω και κάπως δυστοπική. Φοβάμαι μήπως η τέχνη καταλήξει στο μέλλον και πάλι να είναι προνόμιο των πλουσίων ή μετατραπεί σε περιδεύοντα απόκληρο θίασο τύπου freak show ή ακόμα και να εκλέιψει ολοκληρωτικά. Εξακολουθείς να πιστεύεις το ίδιο για όλα αυτά;
Chris Corner: Ναι. Υποστηρίζω με πάθος πως πρέπει να βρούμε τρόπους να διαφυλάξουμε την αξία της Τέχνης. ‘Οταν είναι διαθέσιμη σε οποιονδήποτε στον κόσμο, όταν μπορείς να περπατάς στο δρόμο και να παίρνεις όποια μουσική επιθυμείς και σε ότι μορφή θέλεις για πλάκα και χωρίς προσπάθεια, τότε οι άνθρωποι θα έχουν χάσει τελείως το νόημα του τι είναι ελκυστικό στην τέχνη του άλλου. Πως θα επιβιώσουν οι καλλιτέχνες όταν το κοινό έχει τη δύναμη να την απαιτεί και να τη διαχειρίζεται με όποιον τρόπο θέλει; Ο κόσμος βρίσκει μουσική δωρεάν, έτσι είναι πλέον. Πως θα προστατέψουμε τους εαυτούς μας; Πρέπει να προσφέρουμε κάτι που δεν μπορούν να πάρουν πατώντας τεμπέλικα μερικά κουμπιά. Θα πρέπει να δουλέψουν για αυτό. Τι θα γινόταν αν δεν κυκλοφορούσαν καθόλου δίσκοι πια; Πως θα βρουν μουσική; Θα πρέπει να έρθουν σε σένα (τον μουσικό) προσωπικά. Θα πληρώσουν για συναυλίες. Merchandise και οικειότητα.
Παραθέτω κάποια λόγια του Bill Hicks: “If you don't believe drugs have done good things for us, then go home and burn all your records, all your tapes, and all your CDs because every one of those artists who have made brilliant music and enhanced your lives? REAL fucking high on drugs.” Ναρκωτικά και δημιουργία, λοιπόν. Και μία φράση μέσα από ένα βιβλίο του Chuck Palahniuk: “No good art comes from happiness”. Δυστυχία και δημιουργία. Ποια η γνώμη σου για αυτά τα πραγματικά μεν κλισέ δε της μουσικής;
Chris Corner: Πρέπει να αναρωτηθείς τι είναι καλή τέχνη. Είναι όλα τόσο υποκειμενικά και εξαρτώμενα από πολιτιστικές, πολιτικές και θρησκευτικές συνθήκες.
Όλοι υποφέρουν με το δικό τους τρόπο. Διαφωνώ με την αυτοπάθεια και τον κατασκευασμένο πόνο μέσω των ναρκωτικών, για παράδειγμα. Η αληθινή ζωή είναι απείρως δυσκολότερη και πιο παράξενη από ηδονιστικές αποδράσεις. Αλλά θα συμφωνούσα πως όταν είσαι ικανοποιημένος και επαναπαυμένος δεν παράγεις και την καλύτερη μουσική. Η προσπάθεια και η απόγνωση για να εκφραστείς δίνουν συναισθηματικό βάθος και πόθο για σημαντική, σοβαρή δουλειά.
Τα κλισέ υφίστανται για κάποιο λόγο αλλά θα πρέπει πάντα και να τα αμφισβητούμε. Τα μέσα διαιωνίζουν έναν μύθο που δεν έχει σχέση με τους περισσότερους ανθρώπους και καλλιτέχνες. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με το τι πιστεύουμε και να ψάχνουμε τις απαντήσεις μέσα μας.
Συνέντευξη/Μετάφραση:
Κώστας Μπρέλλας
Μαρία Καραγκούνη
IAMX official
Εχει κυκλοφορήσει πάνω από 80 δίσκους με μια ντουζίνα διαφορετικά projects και πιθανότατα αυτό να αποτελεί ένα μικρό εναλλακτκό ρεκόρ. Κάποιοι από αυτούς μάλιστα είναι εκπληκτικοί! Μιλάμε βέβαια για τον Bill Leeb, ιδρυτή και μόνο σταθερό μέλος των Delerium, που στις 17 και 18 Μαϊου έρχονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα στα πλαίσια μιας από τις εξαιρετικά σπάνιες περιοδείες τους. Βρήκαμε λοιπόν την ευκαιρία να μιλήσουμε μαζί του και πολύ χαλαρά μας είπε για την 25ετή πλέον καριέρα του από το πρώτο μισό της δεκαετίας του '80 που πρωτοανέβηκε στη σκηνή με τους Skinny Puppy, για τους Front Line Assembly, για τους Delerium, τη ζωή του πριν και μετά το "Silence" και για τις προσδοκίες του από τις επερχόμενες εμφανίσεις του στην χώρα μας...
Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή τους, πότε και πώς αρχίσες να ασχολείστε με τη μουσική?
Bill Leeb: Γεννήθηκα στη Βιέννη και στα 8 μου άρχισα να μαθαίνω βιολί, πράγμα που συνέχισα για αρκετά χρόνια όσο ήμουν στο σχολείο. Με την μετακόμισή μου στον Καναδά ήρθα σε επαφή με νέα είδη πέραν της κλασσικής μουσικής. Μάλιστα, υπήρξα και μέλος punk rock συγκροτήματος, μέχρι που, επηρεασμένος μεταξύ άλλων και από τους δίσκους των Kraftwerk, άρχισα να πειραματίζομαι με τον ηλεκτρονικό ήχο. Και μετά ήρθαν οι Skinny Puppy. Μια επιτυχία που κανείς δεν φανταζόταν, ίσως ήταν και θέμα τύχης… από τότε πάντως ξεκινά η «σοβαρή» μου ενασχόληση με τη μουσική.
Γιατί αποχώρησες από τους Skinny Puppy?
Bill Leeb: Κάναμε μαζί τρεις δίσκους. Ήμασταν πάντα φίλοι, αλλά ένιωσα ότι η γνώμη των υπολοίπων ήταν τόσο ισχυρή που θα έπρεπε να παλέψω για να περάσω τις δικές μου ιδέες. Δεν αισθανόμουν ότι έκανα κάτι δικό μου και είχα παράλληλα την ανάγκη να εξερευνήσω νέους δρόμους και να δημιουργήσω περισσότερα.
Και ένα χρόνο μετά, και αφού έχετε ήδη γίνει γνωστοί σαν Frontline Assembly, αποφασίζετε μαζί με τον Michael Balch να ξεκινήσετε σαν side project τους Delerium. Τι σας οδήγησε σε αυτό?
Bill Leeb: Διατηρούσα τις Ευρωπαϊκές μου ρίζες, εξακολουθούσα δηλαδή να αγαπώ την κλασσική μουσική, και ανακάλυπτα διαρκώς καινούρια ακούσματα, έθνικ και μουσικές της Μέσης Ανατολής. Ήθελα να χρησιμοποιήσω όλα αυτά τα όργανα στη δουλειά μου. Οι Front Line Assembly ήταν πολύ «επιθετικοί» μουσικά. Ένα project που θα συνδύαζε τα παραπάνω, και μάλιστα με επιτυχία, ήταν ένα μικρό τρελό όνειρο που έκανα, ας πούμε, παίζοντας μόνος μουσική στο δωμάτιό μου. Και έτσι, φτιάχτηκαν οι Delerium που είναι πια μια ιστορία 20 ετών. Υπήρχαν βέβαια και πολλά άλλα side projects, πάντα με ενδιέφερε να κάνω διαφορετικά πράγματα. Νομίζω πως είναι καλύτερα να έχεις 10 διαφορετικούς τρόπους να δημιουργείς και να βγάζεις το ψωμί σου παρά μόνο έναν.
Πώς νιώθεις, αλήθεια, για τους Frontline Assembly?
Bill Leeb: Παραμένουν πολύ σημαντικοί για μένα. Ακόμα θυμώνω με πράγματα, με όλες αυτές τις ψευδαισθήσεις που πουλάνε η τηλεόραση και οι κατασκευαστές του lifestyle, με τον κόσμο που τις υιοθετεί σαν τρόπο ζωής. Pop Idol, πλαστικοί άνθρωποι… Οι Front Line Assembly είναι το τέλειο εργαλείο για εκφραστούν αυτά τα συναισθήματα. Είναι σημαντικό να μπορείς να πεις αυτά που θες, και μάλιστα χωρίς να τίθενται όρια από τη δισκογραφική σου εταιρία.
Ξαναγυρνώντας στους Delerium, παρατηρούμε ότι η μουσική σας όλα αυτά τα χρόνια έχει αλλάξει αρκετά, οι industrial ήχοι των πρώτων album έγιναν σταδιακά πιο ambient και, ειδικά από το Semantic Spaces και μετά, κάνατε μια στροφή προς ένα πιο radio friendly, new age ύφος. Ήταν απλά θέμα γούστου, ή έπαιξε ρόλο και η αλλαγή της εταιρίας (σ.σ. από την Dossier στη Nettwerk) σε αυτό?
Bill Leeb: Και τα δύο έπαιξαν ρόλο. Στο πέρασμα 10-15 χρόνων εξελιχθήκαμε, ο άνθρωπος, εξάλλου, αλλάζει μέρα με τη μέρα. Θελήσαμε να δώσουμε κάτι νέο. Από την άλλη, η Nettwerk ήταν η πρώτη μας μεγάλη εταιρία, και αυτό μας έκανε και να νιώσουμε διαφορετικά, ότι μπορούσαν να βγουν περισσότερα από τους Delerium. Μας δινόταν μια μεγάλη ευκαιρία. Είχαμε τη δυνατότητα να δουλέψουμε με πολλές γυναίκες μουσικούς- θυμάμαι τον ενθουσιασμό όταν το Flowers Βecome Screens με τα φωνητικά της Kristy Thirsk έγινε ραδιοφωνική επιτυχία στον Καναδά. Και ακολούθησαν πολλές και υπέροχες γυναικείες φωνές… Αυτόν τον καιρό πάντως, έχοντας φτάσει στο peak μας με αυτές τις μουσικές, είμαστε στη μέση μιας καινούριας δουλειάς διαφορετικής από τις προηγούμενες, πιο σκοτεινής.
Ο Rhys Fulber, έτερο μέλος του συγκροτήματος μετά την αποχώρηση του Michael Balch, έφυγε από τους Delerium το 1997, με την κυκλοφορία του Karma, και επέστρεψε το 2006. Μέσα σε αυτά τα 9 χρόνια τον βρίσκουμε να δηλώνει ότι θεωρεί απίθανο να ξανασυνεργαστείτε. Ποιοι λόγοι οδήγησαν στη διακοπή της συνεργασίας σας και την επιστροφή του?
Bill Leeb: Ο Rhys δεν είναι και πολύ ο τύπος που θα καθίσει να συζητήσει για τα συναισθήματά του. Αρχίσαμε να δουλεύουμε μαζί όταν ήταν μόλις 16 ετών, ένιωθα σαν μεγάλος αδερφός του. Φαντάζομαι ότι ένιωσε πιεσμένος μετά από κάποιο σημείο, ήθελε να δημιουργήσει και να πετύχει με τους δικούς του όρους. Ασχολήθηκε με δικά του project, τους Conjure One, έγινε γνωστός σαν παραγωγός των Fear Factory και των Paradise Lost. Παραμείναμε φίλοι, είναι πια παντρεμένος με παιδί και δική του καριέρα και τώρα ξανά δουλεύουμε μαζί σαν ίσοι.
Γίνατε πάρα πολύ γνωστοί το 2000 με την κυκλοφορία του ΕΡ Silence and Aria που περιελάμβανε και το remix του τραγουδιού (που αρχικά είχε συμπεριληφθεί στο Karma του 1997) από τον Dj Tiesto. Νιώσατε πιεσμένοι να επαναλάβετε την επιτυχία αυτή, αλλάζοντας ίσως και το ύφος σας ώστε να διατηρήσετε ένα κοινό που δεν σας γνώριζε πριν?
Bill Leeb: Η αλήθεια είναι ότι νιώσαμε κάπως έτσι. Το κομμάτι έγινε τεράστια επιτυχία, έφτασε στο νούμερο 1 πέντε χωρών και στο νούμερο 2 των charts του Λονδίνου. Μετά από αυτό, όλοι ελπίζουν ότι θα γράψεις άλλο ένα Silence, αλλά πιστεύω πως είναι μια ευκαιρία που σου δίνεται μόνο μια φορά στη ζωή. Είχαμε πάντα ένα σταθερό κοινό, που αγοράζει τους δίσκους μας για το ύφος μας. Από τότε και μετά υπάρχει και ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων που θα ακούσουν τα remix. Και είναι πάρα πολλά… η ηλεκτρονική σκηνή είναι τεράστια και έχουν δουλέψει πάρα πολλοί DJ από πάρα πολλούς χώρους με τη μουσική μας. Έχουμε, κατά κάποιον τρόπο, διεισδύσει σε δυο διαφορετικές κουλτούρες και έτσι έχουμε διπλασιάσει τις πωλήσεις μας και διευρύνει το προφίλ μας.
Για το Silence συνεργαστήκατε με τη Sarah McLahlan, κάτι που έχετε κάνει και με πολλές άλλες τραγουδίστριες, όπως πρόσφατα με τις Medieval Babes και τη Leigh Nash (σ.σ. με την οποία, μάλιστα, το 2007 οι Delerium συνίδρυσαν τους Fauxliage). Πόσα έχουν προσφέρει αυτές οι γυναίκες στη μουσική σας, πώς ήταν να δουλεύετε με τόσο σπουδαίες μουσικούς?
Bill Leeb: Έχουν προσφέρει πάρα πολλά. Η συνεργασία μαζί τους ήταν ουσιαστική, τους έστελνα τα κομμάτια και έγραφαν τους στίχους που στη συνέχεια τραγουδούσαν, ήταν σαν να συναντιούνται δυο κόσμοι. Φοβερό συναίσθημα. Έκαναν το κομμάτι δικό τους. Δεν φανταζόμουν ποτέ πως μπορεί να γίνει με αυτόν τον τρόπο, ποτέ δεν ξέρεις τι θα πάρεις πίσω ξεκινώντας μια τέτοια συνεργασία. Μια από τις ωραιότερες εμπειρίες ήταν η δουλειά μας με την Isabel Bayrakdarian, σοπράνο από την Αρμενία, για τον τελευταίο μας δίσκο, το Nuages du Monde. Την είχα ακούσει στο ραδιόφωνο και δεν μπορούσα να το πιστέψω όταν τελικά την ηχογράφησα να τραγουδά. Το ίδιο και με τη Sarah, της οποίας ο σύζυγος θα ακολουθήσει τους Delerium σαν drummer.
Το 2005 συμμετείχατε στη φιλανθρωπική συναυλία One World στο Vancouver για τα θύματα του τσουνάμι του 2004. Πώς ήταν η εμπειρία αυτή? Πώς αισθάνεστε για αυτού του τύπου τις εκδηλώσεις?
Bill Leeb: Hταν 2 συναυλίες, με κοινό 20.000 και καλλιτέχνες όπως η Avril Lavigne. Είναι περίεργο να παίζεις για τόσο πολλούς ανθρώπους. Προσωπικά προτιμώ μικρές συναυλίες, 1.000 ατόμων, το βρίσκω πιο οικείο. Μπορείς να δεις ποιος κάθεται πίσω. Φυσικά όμως, ήταν για καλό σκοπό και είχε και πλάκα να παιζουμε με τόσο μεγάλους σταρ.
Γιατί όλα αυτά τα χρόνια οι Delerium δεν έχουν κάνει άλλες περιοδείες πέρα από μια το 2003?
Bill Leeb: Σε αντίθεση με τους Frontline Assembly με τους οποίους έχουμε παίξει σε πολλές χώρες, οι Delerium έχουν πράγματι κάνει μόνο μια μικρή περιοδεία στη Βόρειο Αμερική το 2003. Με τόσες αλλαγές στη σύνθεση, ήταν δύσκολο να μαζευτούν όλοι μαζί. Αυτή είναι η πρώτη φορά που ερχόμαστε στην Ευρώπη και είναι κάπως «αναγνωριστική». Δεν ξέρουμε πόσο κόσμο θα βρούμε, πώς θα περάσουμε…
Υπάρχουν άνθρωποι εδώ που ανυπομονούν να σας ακούσουν, πώς αισθάνεστε που θα βρεθείτε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη?
Bill Leeb: Δεν έχω επισκεφθεί την Ελλάδα στο παρελθόν και είμαι ενθουσιασμένος που θα βρεθώ εκεί για πρώτη φορά. Τα τελευταία 25 χρόνια, καθώς έχω κάνει και σχετικές σπουδές, συλλέγω δείγματα τέχνης από τις χώρες όπου ταξιδεύω. Πάω οπωσδήποτε σε κάποιο μουσείο, σε κάποια εκκλησία, αγοράζω βιβλία, έχω γεμίσει το σπίτι μου με τέτοια ενθύμια. Το τελευταίο μου ταξίδι ήταν στη Μόσχα με τους Front Line Assembly. Ανυπομονώ, στη διάρκεια της μιας μέρας που θα έχω ελεύθερη στην Αθήνα, να την γυρίσω όσο μπορώ. Και φυσικά να γνωρίσω το ελληνικό κοινό.
Συνέντευξη: Σοφία Ράπτη
Το ξεκινήσαμε με τις συνεντεύξεις του Peter Murphy και του Andi Sex Gang και μια και δείχνετε αρκετό ενδιαφέρον για παλιές ιστορίες του Batcave, τι καλύτερο από μια κουβέντα με τους οικοδεσπότες ουσιαστικά του θρυλικού early-goth club, τους Specimen. Πιο συγκεκριμένα ο κιθαρίστας της μπάντας Jon Klein (μετέπειτα κιθαρίστας και στους Banshees) θυμάται όλα όσα συνέβαιναν στις αρχές των 80's στο club, μας λέει για την Siouxsie και την επίσκεψή τους στο Σπόρτινγκ το 1988, για την νέα tour εξαιτίας της επετείου 25 χρόνων του Batcave και άλλα πολλά ενδιαφέροντα και τραγελαφικά. Το ότι οι Specimen δεν έβγαλαν album την εποχή που έπρεπε, λίγο μας απασχολεί σήμερα... Ξέρατε όμως ότι στο Batcave διοργάνωναν αγώνες πάλης σε κρεμ-καραμελέ? Για να δίνουμε και καμιά πιο "γευστική" ιδέα στους εδώ club-promoters…
Ποια είναι η αίσθηση του να βρίσκεσαι και πάλι στο επίκεντρο μετά από τόσα χρόνια;
Jon Klein: Είναι διεγερτικό και τρομακτικό ταυτόχρονα! … ξέρω τι θα παίξουμε (υλικό του 1983)… αλλά τι θα φορέσουμε;
Ποιος είναι ο λόγος που «ξαναζωντάνεψες» τους Specimen; Ένοιωσες πως δεν έληξε τότε η ιστορία όπως θα έπρεπε;
Jon Klein: Είναι το Club που ρίζωσε στην ιστορία και που τραβά το γκρουπ έξω από τον τάφο του και το οδηγεί στο σκοτάδι! Περιέργεια αλλά και για να διασκεδάσω λίγο! Οι Specimen θέριεψαν απότομα παλιά και αυτό μας έβγαινε σε καλό κάποιες φορές. Σίγουρα έμοιαζε πάντως με κείνες τις ιστορίες που έχουν ενδεχόμενες απώλειες. Προσελκύαμε παλαβούς και τρελές καταστάσεις που συχνά έβγαιναν εκτός ελέγχου. Είναι κρίμα που δεν τα καταφέραμε ποτέ να ολοκληρώσουμε το album μας το 1984 και αυτός είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο συμφώνησα να οργανώσω την συλλογή AZOIC πρίν 10 χρόνια (πριν να το κάνει κάποιος άλλος!)
Επιστρέψατε το 2007 με το νέο άλμπουμ "Electric Ballroom", το οποίο είναι για την ακρίβεια το πρώτο άλμπουμ των Specimen. Είσαι ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα; Πιστεύεις πως οι θαυμαστές θα αντιδράσουν θετικά; Επίσης ο νέος ήχος του γκρουπ είναι βαρύτερος σε σύγκριση με τις παλιότερες δουλειές σας αν και μπορεί αν αναγνωρίσει κάποιος εκείνα τα στοιχεία που πάντα χαρακτήριζαν τον ήχο σας, το glam rock, το punk, τα σκοτεινά στοιχεία, τα synths και τα λοιπά. Ποια ήταν η προσέγγιση σου όταν έγραφες τα νέα κομμάτια;
Jon Klein: Το "Electric Ballroom" ήταν κατά κύριο λόγο ένα στουντιακό project για αυτό και η παραγωγή έχει περισσότερα στρώματα από παλιότερα. Ήταν μια ευκαιρία που παρουσιάστηκε μετά από μια αυτοσχέδια εμφάνιση στο San Francisco σαν Azoic. Είμαι αρκετά χαρούμενος, αν και ήταν πολύ δύσκολο να δεθεί το project εννοιολογικά. Η ανταπόκριση είναι πολύ συχνά ανάμικτη και μπορώ να το καταλάβω. Ίσως έπρεπε να κυκλοφορήσει σαν Azoic και όχι σαν Specimen, αλλά από την άλλη, αυτό ήταν που μας οδήγησε στον επανένωση μας με τη μορφή που είχαμε το 1983! Κάποια από τα κομμάτια ακολουθούν τις επιρροές μας, κάποια κάνουν παρελθοντικές αναφορές στα στοιχεία των πρώιμων Specimen και άλλα έχουν επηρεαστεί απ’ όσα έχουν συμβεί έκτοτε… το "Deathdrive" βρίσκεται εκεί που το παλιό και το καινούριο συναντιόνται και ίσως να είναι η πραγματική αρχή για ότι συμβαίνει σήμερα. Ήταν το αποτέλεσμα της σύγκρουσης του κόσμου μου και του Olli… και αργότερα κατά την διάρκεια του project (είχαμε ήδη γράψει το Ticket to Oblivion)… το "Ballroom" είναι παρατηρητικό –μια επίσκεψη στην Goth σκηνή του ’90 στο Λονδίνο, αν και είναι εμπνευσμένο από το “Nightclubbing” του Iggy που παιζόταν στον πάγκο των καλλυντικών του καταστήματος Macy’s στο San Francisco. To "Nothing Last's Forever" είναι ένα ενδοσκοπικό κομμάτι και ξεκίνησε σε μια περίοδο προσωπικού πένθους…
Ποια ήταν η αντίδραση των αρχικών μελών των Specimen (Ollie Wisdom, Johnny Slut) όταν αποφάσισες να επανασυνδέσεις το γκρουπ; Ήταν η συμμετοχή τους στο "Electric Ballroom" κάποιου είδους συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν;
Jon Klein: Ο Olli και ο Johnny ήταν πολύ θετικοί. Όλοι κάναμε κάτι δικό μας και φαντάζομαι πως η δημιουργία ενός rock δίσκου ήταν πλησιέστερα στο δικό μου κόσμο περισσότερο από οποιαδήποτε άλλου εκείνη τη στιγμή. Έβλεπα τον Johnny συχνά, αλλά ήταν η πρώτη φορά που συναντιόμουν με τον Olli μετά από μια δεκαετία κι έτσι στα σίγουρα αυτό ήταν ένας σύνδεσμος με το παρελθόν.
H 25η επέτειος του Batcave γιορτάζεται με μια ζωντανή εμφάνιση των Specimen με τους Sex Gang Children και μια περιοδεία με τους Alien Sex Fiend, πως προέκυψαν όλα αυτά;
Jon Klein: Με πλησίασαν προκειμένου να παίξω στην περιοδεία του περιοδικού Deathrock και είχα καταλήξει ήδη εκείνη τη στιγμή πως δεν το έκανα χωρίς τον Olli… μετά ήμασταν τυχεροί και μάθαμε πως o Slut και οι υπόλοιποι από την πρώτη περιοδεία στην Αμερική, ήταν στην περιοχή αυτό το καλοκαίρι. Λίγο αργότερα μας πλησίασαν διάφοροι club promoters από το Λονδίνο και σκέφτηκα να το κάνουμε πριν το κάνει κάποιος άλλος! Βρήκαμε μια φανταστική ομάδα που δουλεύει στο Club Antichrist, που είναι σε εγρήγορση, δημιουργικοί και επίσης καλοί άνθρωποι. Οι Fiends δεν μπορούσαν να εμφανιστούν στο Λονδίνο και ο Andi είναι ο μοναδικός άνθρωπος που μπορούσαμε να σκεφτούμε με την λέξη “Sex” στον τίτλο του!
Το Batcave έχει γίνει ένας μύθος. Είναι σημείο αναφοράς για το deathrock και το gothic. Μοιράσου μαζί μας κάποιες από τις αναμνήσεις σου από το εσωτερικό του club. Ήταν το “hot spot” της εποχής στο Λονδίνο;
Jon Klein: Το Batcave ήταν το μόνο συναρπαστικό μέρος για να πας στο Λονδίνο των αρχών του 80. Το Punk είχε τελειώσει, καθώς και τα Νεορομαντικά club όπως το Blitz… ο κόσμος πήγαινε περισσότερο σε συναυλίες παρά σε club. To Batcave γινόταν σε διάφορα σημεία που συνεχώς κλείνανε για νομικούς λόγους. Για να μπεις στον πρώτο χώρο διεξαγωγής (του Batcave), έπρεπε να περιμένεις στη σειρά για ένα ασανσέρ που χωρούσε μόνο 4 άτομα και να προχωρήσεις μέσω ενός μεγάλου φέρετρου. Ήταν ένα μεγάλο χωνευτήρι για πολύ διαφορετικούς ανθρώπους! Οι Banshees, ο Nick Cave, ο Marc Almond και οι Neubauten, αλλά και ο Vince Clark, ο Jimmy Pursey (Sham 69) ... ακόμα και ο Gary Glitter, οι Girlschool και οι Sigue Sigue Sputnik –ένα στ’ αλήθεια ποικίλο συνοθύλευμα! Άρεσε στον κόσμο γιατί δεν τους ενοχλούσε κανείς. Ένα βράδυ παρουσιάσαμε ένα τύπο που τον έλεγαν Michael Fagin και είχε διαρρήξει το υπνοδωμάτιο της βασίλισσας, ένα άλλο είχαμε πάλη μέσα σε κρεμ-καραμελέ και κρέμα ζαχαροπλαστικής, είχαμε ένα μονομάχο που έχωνε οβελίδια στο σώμα του (σουβλιζόταν) και γενικά κάθε είδους παράξενα cabaret acts, super 8 ταινίες και κασέτες με συλλογές που έπαιζαν μέσα στις τουαλέτες. Μετά την πρώτη εμφάνιση των Alien Sex Fiends, ο Jimmy Pursey τους πρόσφερε 20 λίρες για να ανέβουν ξανά στη σκηνή και να θρυμματίσουν την τηλεόραση που είχαν… το έκαναν! Μια νύχτα ο Marc Almond τραγουδούσε και ο μεθυσμένος manager του ανέλαβε την κονσόλα… ο Marc κατέληξε να του ουρλιάζει με την πλήρη υποστήριξη του κοινού (φοβερή παντομίμα!)
Πως σου φαινόταν το ότι ήσουν στους Banshees για επτά χρόνια; Αισθανόσουν ίσο μέλος ή έμοιαζε περισσότερο με το να βρίσκεσαι υπό τις διαταγές της Siouxsie?
Jon Klein: Το να παίζω για τους Banshees ήταν μια εμπειρία που μου άνοιξε τα μάτια αν και υπήρχε μια ιεραρχική δομή που γινόταν περισσότερο περίπλοκη από τους πολλούς managers που είδα να έρχονται και να φεύγουν. Στη σκηνή βέβαια ήταν περισσότερο ίσα τα πράγματα. Η Siouxsie ήταν κάτι ανάμεσα σε μεγάλη αδελφή και σχολική διευθύντρια. Προσωπικά το απολάμβανα να παίζω σε μπάντες που το αφεντικό ήταν μια κυριαρχική γυναίκα γιατί έτσι ξεπερνιουνται πολλές αγορίστικες βλακείες που συμβαίνουν σε πολλές μπάντες.
Σε έχω δει δύο φορές ζωντανά όταν έπαιζες με τους Banshees στην Αθήνα. Έχεις καθόλου αναμνήσεις από εκείνες τις επισκέψεις σου στην Ελλάδα; Πως ήταν το να περιοδεύεις με μια μπάντα σε ολόκληρο τον κόσμο;
Jon Klein: Ω ναι… δεν θα ξεχάσω ποτέ την Ελλάδα, πολύ διασκεδαστικά και ποοοοτέ βαρετά! Θυμάμαι που μας πήγαιναν για την εμφάνιση των Banshees σε ένα κλειστό γήπεδο στην Αθήνα και ο οδηγός μας πέρασε από ένα στενό δρομάκι δίπλα στο χώρο. Ήταν φίσκα από κόσμο κι έτσι το φορτηγάκι δεν μπορούσε να κουνηθεί… ο manager ούρλιαζε στον οδηγό να οδηγήσει αργά ανάμεσα στον κόσμο και το δοκίμασε… ο κόσμος δικαιολογημένα εξαγριώθηκε και άρχισαν να προσπαθούν να αναποδογυρίσουν το φορτηγάκι χωρίς να ξέρουν πως μέσα βρισκόταν η Siouxsie! Το επόμενο βράδυ στη Θεσσαλονίκη ο χώρος της συναυλίας είχε μια τζαμαρία με ύψος 50 πόδια κι έτσι μπορούσες να δεις τα φώτα από μίλια μακριά. Όλα τα εισιτήρια είχαν πουληθεί αλλά όταν οι εκατοντάδες των ανθρώπων που στεκόταν έξω άρχισαν να σπρώχνουν την τζαμαρία ήταν φανερό ότι θα γινόταν κομμάτια, και αναγκάστηκαν να ανοίξουν τις πόρτες… ήταν φοβερά και μετά τις παραστάσεις διασκεδάζαμε όλο το βράδυ!!
Πολλές από τις μπάντες που ξεκίνησαν τότε μαζί σου, είναι ακόμα στο προσκήνιο, είτε στα ίδια σχήματα ή κάνοντας προσωπικές καριέρες. Πρόσφατα οι Bauhaus κυκλοφόρησαν ένα νέο άλμπουμ το “Go Away White”, μετά από 25 χρόνια. Τι γνώμη έχεις; Πιστεύεις πως είναι απλά νοσταλγία ή πρόκειται για ένα ζωντανό μουσικό οργανισμό που μεγαλώνει και ωριμάζει συνεχώς;
Jon Klein: Μ’ αρέσει όταν οι μπάντες τα καταφέρνουν να επιβιώσουν. Δεν είχα το χρόνο να διεισδύσω στο άλμπουμ των Bauhaus σε τέτοιο βάθος, αν και η τελευταία συναυλία που είδα στο Λονδίνο πριν ένα χρόνο περίπου, ήταν πολύ δυνατή. Στα σίγουρα υπάρχει νοσταλγία, είναι απόλυτα φυσικό (η μουσική μπορεί να συνδεθεί με τις αναμνήσεις με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν και οι μυρωδιές) … αλλά εγώ είδα απλά μια μεγάλη μπάντα να δίνει μια φοβερή συναυλία. Είμαι σίγουρος πως κάποιοι το κάνουν για να τραβήξουν την προσοχή, άλλοι για τα χρήματα, αλλά πολλοί το κάνουν απλά επειδή πρέπει να δημιουργήσουν μουσική… είναι απλά αυτό που είναι και αυτό που κάνουν…
Πέρα από την αγάπη σου για τη μουσική, τι άλλο σε συναρπάζει ?
Jon Klein: Μ’ αρέσουν οι περιπέτειες! Υπήρξα αρκετά τυχερός γιατί προσελκύω παλαβούς. Μέσα στην τελευταία δεκαετία και αφού ψιλοβαρέθηκα με τα στούντιο, συνέχισα να ταξιδεύω. Συνάντησα ένα μάγο στην Νοτιοανατολική Ασία και κατέληξα να δίνω σουρεαλιστικές παραστάσεις σε τσίρκο στον ποταμό Mekong και στο Λάος. Το 2002 πήγα στην Κίνα όπου τραγούδησα μια πανκ έκδοση ενός παραδοσιακού κινέζικου τραγουδιού (στα Κινέζικα) στο καρναβάλι της Σαγκάης. –Πήγε τόσο καλά που τα κιγκλιδώματα υποχώρησαν και η αστυνομία αναγκάστηκε να τερματίσει το Καρναβάλι νωρίτερα! Αργότερα έζησα σε ένα ξενοδοχείο στη δυτική Κίνα γράφοντας μουσική επένδυση για μια θεατρική παράσταση- ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε από 20.000 σε 10.000.000 μέσα σε 10 χρόνια!!!!!!... Ήταν όλα τόσο παράξενα και η παραγωγή/συνεργασία ήταν φορτωμένη με πολιτισμικές διαφορές –αυτό ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα εκπαιδευτική καμπή. Ασχολήθηκα αρκετά και με την δημιουργία ταινιών… θα φτιάξω και ένα ντοκιμαντέρ για την επέτειο του Batcave μιας και οπωσδήποτε θα προσφέρει μερικές καλές ιστορίες!
Συνέντευξη: Νίκος Δρίβας
Μετάφραση: Λυδία Οικονόμου
Intro text: Kώστας Μπρέλλας
Προσπαθούσα να βρω ένα συγκρότημα από άλλο χώρο για να περιγράψω την περίπτωση των Diary Of Dreams στην Ελλάδα και μου ήρθε το “οι Puressence του electro-goth”, αλλά μετά σκέφτηκα ότι οι Diary Of Dreams έχουν καλό όνομα στο είδος τους και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Δικά μας παιδιά όμως και αυτοί, αν αναλογιστούμε πόσες φορές έχουν επισκεφτεί την χώρα μας την τελευταία δεκαετία. Το 2007 κυκλοφόρησαν νέο δίσκο και αυτές τις μέρες ξεκινάει η mini Nekrolog 43 tour σε 5 ελληνικές πόλεις για πρώτη φορά (το show της Αθήνας είναι στο Οξυγόνο live). Βρήκαμε τον Adrian Hates στο τηλέφωνο, μάλλον λίγο άρρωστο, αλλά με αρκετή διάθεση για να απαντήσει στις ερωτήσεις μας. Ομιλιτικότατος στην υπερβολή του θα λέγαμε, και καθόλου δε μας χάλασε...
Λίγες βδομάδες μετά την Nekrolog 43 tour και λίγες μόνο ημέρες πριν την μίνι περιοδεία στην Ελλάδα ^ πως ήταν τα πράγματα μέχρι στιγμής;
A. Hates: Είμαι πολύ χαρούμενος με την περιοδεία, μέχρι στιγμής ήταν μια υπέροχη εμπειρία και αν δεν κάνω λάθος έγιναν 36-37 συναυλίες αυτό το χρόνο σε 12 χώρες. Έτσι αυτή είναι μια πολύ καλή αρχή, ουσιαστικά τώρα μόλις αρχίζουμε και ναι, είμαστε τυχεροί για την Ελλάδα που έπεται και θα περιοδεύσουμε στην νότια Αμερική, την νότια Αφρική και σε πολλές ακόμα χώρες μέσα σ’ αυτό το χρόνο. Λατρεύω την περιοδεία, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα διαδικασία και οι παραστάσεις είχαν ιδιαίτερη επιτυχία. Η περιοδεία στην Ρωσία ήταν εξαιρετική, ήταν μια φοβερή εμπειρία το να ταξιδεύεις σε μια τόσο μεγάλη χώρα και να βλέπεις τόσο πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους. Τόσο πολλοί που μας περίμεναν για μεγάλο χρονικό διάστημα και δεν μπορούσαν να μας δουν. H ατμόσφαιρα ήταν ενθουσιώδης, ιδιαίτερα υποστηρικτική και ήταν ευχάριστο το να μιλάμε με τόσους πολλούς ανθρώπους. Δεν υπήρξαν ειλικρινά συναυλίες τις οποίες δεν απολαύσαμε και τι περισσότερο θα μπορούσαμε να ζητήσουμε;
Το Nekrolog 43 είναι το τέλος της ιστορίας που ξεκίνησε το 2004 με το άλμπουμ Nigredo;
A. Hates: Ναι, σχεδόν… δηλαδή, είναι όντως η ολοκλήρωση μιας σφιχτοδεμένης ιδέας. Όπως και σε ολόκληρη την δισκογραφία μου, όντως «δανείζομαι» κομμάτια από προηγούμενα άλμπουμ και δημιουργώ παραπομπές από το ένα στο άλλο. Σίγουρα υπήρξαν «δεσμοί» με το Nigredo και με προηγούμενα άλμπουμ, αλλά αυτή η σύλληψη έχει πλέον ολοκληρωθεί. Και θα ξεκινήσω κάτι νέο, ίσως κάτι που προκύπτει σαν το αποτέλεσμα όλων αυτών. Έχω κάποιες πολύ συγκεκριμένες ιδέες και φυσικά δεν θα αναφερθώ ακόμα σε αυτό.
Υποθέτω πως είναι δύσκολο να γράφεις νέο υλικό ταυτόχρονα με την προώθηση του νέου άλμπουμ και την περιοδεία…
A. Hates: Στην πραγματικότητα δεν είναι, είναι αρκετά εύκολο… επειδή πρόκειται για δημιουργικό αποτέλεσμα, είναι πρόκληση. Είναι απολαυστικό το να κάθεσαι και να δουλεύεις δημιουργικά κάπου ενδιάμεσα από την προώθηση και την περιοδεία. Είναι ένας τελείως διαφορετικός κόσμος από τα είσαι απομονωμένος στο στούντιο σου… μέσα σε λίγες ώρες μιας ολοκληρωτικά δημιουργικής διαδικασίας, χωρίς να «παράγεις», χωρίς να δίνεις σημασία στο πως ακριβώς έχουν πάει τα πράγματα, στη δουλειά που έχεις κάνει, απλά το αφήνεις να κυλίσει ανεμπόδιστα. Αυτό ακριβώς είναι που απολαμβάνω. Έχω ήδη ετοιμάσει 3 κομμάτια.
Ξεκινώντας από το Nigredo, στα άλμπουμ που επακολουθούν, η μουσική και ειδικά η αισθητική του εξωφύλλου είναι διαφορετικές από αυτές που είχαμε συνηθίσει μέχρι τότε. Μοιάζουν τρομαχτικές και κατά κάποιο τρόπο «αηδιαστικές»…
A. Hates: Δεν νομίζω πως πρόκειται για κάτι «αηδιαστικό», νομίζω πως είναι κάτι όμορφο! Βεβαίως υπάρχουν διαφορετικές απόψεις σχετικά με την αισθητική του εξωφύλλου αλλά νομίζω πως το σημαντικότερο είναι η τέχνη και η τέχνη δεν χρειάζεται απαραίτητα να σχετίζεται με τα λουλούδια ή κάτι τέτοιο. Η ομορφιά έχει πολλά πρόσωπα και χρησιμοποίησα το κατάλληλο πρόσωπο για την όλη ιδέα. Ξέρεις, την περίοδο 1909-1935 στην Γερμανία και κυρίως στην Αυστρία, υπήρξε ένα είδος γραμματείας, ιδιαίτερα δημοφιλούς που ονομαζόταν εξπρεσιονισμός και υπήρχαν και ζωγράφοι (με συναφή θεματολογία) αλλά η γραμματεία ήταν αυτή που κέντρισε το ενδιαφέρον μου ιδιαίτερα. Περιγράφανε την τέχνη λέγοντας πως είναι η ομορφιά της ασχήμιας και νομίζω πως νοιώθω πολύ άνετα όταν κάποιος χαρακτηρίζει με αυτό τον τρόπο την γραφιστική απεικόνιση και τον εικαστικό σχεδιασμό μου. Είναι η ομορφιά της ασχήμιας και αυτό βλέπω συνδυασμένο με ολόκληρη την μουσική ιδέα φυσικά.
Δεν βλέπω κάποιο κενό, όπως εσύ, βλέπω μια συνεχόμενη ανάπτυξη των πραγμάτων. Για παράδειγμα άκουσε από το άλμπουμ «Psychoma?», τα Tranceformation Baby, (ver)Gift(et)? και End(Giftet)?. Παρόμοια κομμάτια που είναι αρκετά «ριζοσπαστικά», ευέλικτα και επιθετικά αλλά πολύ ευχάριστα στο άκουσμα. Κι άλλα κομμάτια από αυτό το άλμπουμ, για παράδειγμα το Methusalem είχε στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν και σε επόμενα άλμπουμ. Και μετέπειτα, στο «One Of The 18 Angels», που ήταν μάλλον το σκοτεινότερο άλμπουμ που έφτιαξα ποτέ, υπάρχει μια θεματική συνέχεια. Ίσως το «Freak Perfume» ήταν ένα άλμπουμ με λίγη περισσότερη ευαισθησία μέσα του, ίσως λίγο «ελαφρύτερο» θεματικά από τα προηγούμενα ή τα επόμενα άλμπουμ. Δεν βλέπω κενά, βλέπω κεφάλαια.
Στην ιστορία που συμπεριλαμβάνετε στο βιβλιαράκι του Nekrolog 43, έχεις γράψει «Der Mensch glaubt, was er sieht, und was er nicht sehen kann, macht ihm Angst!» (Ο άνθρωπος πιστεύει αυτό που βλέπει και ό,τι δεν μπορεί να δει, τον τρομάζει). Θα μπορούσε να ήταν αυτή η απάντηση στην προηγούμενη ερώτηση μου;
A. Hates: Πιθανόν ναι… αφιερώνω αρκετή σκέψη στο ανθρώπινο είδος και στον τρόπο που σκέφτονται οι άνθρωποι και στο πως παρατηρούν το περιβάλλον τους. Σκέφτηκα απλά πως είναι αξιοθαύμαστο το ότι συνεχώς προσπαθούμε να καταλάβουμε τα πάντα, να δώσουμε στα πάντα ένα όνομα και να τα καταγράψουμε. Νομίζω πως το ανθρώπινο είδος στερείται της ευαισθησίας και της ικανότητας να απολαύσει ό,τι βλέπει γιατί αναλώνεται στο να παρατηρεί και να κατηγοριοποιεί τα πάντα. Για ποιο λόγο πρέπει να το κάνουμε αυτό και γιατί πρέπει να ξέρουμε τι συμβαίνει μετά το θάνατο; Γιατί να έχει ενδιαφέρον όλο αυτό το ζήτημα; Δηλαδή γιατί να σκεφτόμαστε τον θάνατο κατά τη διάρκεια της ζωής μας; Δεν μπορούμε να αλλάξουμε κάτι όπως και να ‘χει και ακόμα και αν ξέραμε τι συμβαίνει δεν θα μπορούσαμε να αλλάξουμε κάτι. Κι έτσι γιατί να μην αφήσουμε τα άγνωστα για μας πράγματα να είναι άγνωστα; Και γιατί να μην αφήσουμε και όλους τους πλανήτες εκεί έξω στην ησυχία τους μιας και εμείς σε αυτό εδώ τον πλανήτη τα έχουμε διαλύσει όλα, οπότε γιατί να καταστρέψουμε έναν πλανήτη ακόμα; Θα έπρεπε να αφήνουμε τα πράγματα ως έχουν και να μην ανακατευόμαστε παντού και πάντοτε.
Το ίδιο πράγμα συμβαίνει με την πολιτική, δηλαδή η κάθε χώρα πιστεύει πως πρέπει να ανακατεύεται παντού και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις αυτό είναι κάτι καλό, το να βοηθήσεις. Αλλά στο 99,9% των περιπτώσεων οι άνθρωποι δεν θέλουν να βοηθήσουν, θέλουν απλά να κερδίσουν χρήματα. Και αν το να βοηθήσεις σημαίνει ότι «θέλουμε το πετρέλαιο σου», τότε η βοήθεια γίνεται κάπως παράξενη και τα λοιπά και τα λοιπά… Αυτή είναι η άποψη μου για το ανθρώπινο είδος, όχι η καλύτερη δηλαδή.
Έχεις νοιώσει ποτέ πως ίσως θα έπρεπε να βάλεις κάποια όρια στην δημιουργικότητα σου λόγω του τι ενδεχομένως περιμένουν οι θαυμαστές από τους Diary Of Dreams;
A. Hates: Ίσως… ας το θέσω έτσι. Συζητάμε όλοι μαζί στο γκρουπ το τι κάνουμε, το τι κάνω, τι αποφασίζω, τι δημιουργώ και βεβαίως τι δημιουργώ σε συνεργασία με όλους τους υπόλοιπους. Το εξετάζουμε και αναρωτιόμαστε, «Είμαστε μήπως υπερβολικοί;» Μέχρι στιγμής έχουμε καταλήξει στο ότι δεν έχουμε κάνει κάτι υπερβολικό. Θυμάμαι μια περίπτωση που ήταν πραγματικά μοναδική, το 2001 με το maxi single «Ο’ Brother Sleep». Στο αρχικό εξώφυλλο υπήρχε ένας φλεγόμενος ορίζοντας που έμοιαζε κάπως με τον ορίζοντα της Νέας Υόρκης και όλο αυτό έγινε δίχως να γνωρίζω τι επρόκειτο να συμβεί αργότερα τον ίδιο χρόνο. Είχαμε καταχωρήσει την πρώτη σχετική διαφήμιση και ξαφνικά συμβαίνει η 11η Σεπτεμβρίου. Παρακολουθούσα τηλεόραση στο σπίτι ενός φίλου γιατί δεν έχω τηλεόραση κι έτσι έπρεπε να πάω κάπου για να δω τα γεγονότα. Και βλέπω αυτό τον φλεγόμενο ορίζοντα και σκέφτομαι «Γαμώτο, αυτό είναι στ’ αλήθεια τρομακτικό!… Στα σίγουρα δεν μπορούμε να προχωρήσουμε με αυτό γιατί ο κόσμος θα πιστέψει πως το απολαμβάνω να χρησιμοποιώ αυτές τις ωμές εικόνες προκειμένου να δημιουργήσω αίσθηση με τους δίσκους μου.» Αποφάσισα να κρατήσω την φωτιά αλλά να αφαιρέσω τον ορίζοντα. Αυτή ήταν μάλλον η πρώτη και η τελευταία φορά μέχρι στιγμής που έπρεπε να αλλάζω το εξώφυλλο ή την τέχνη μου λόγω τον καταστάσεων ή λόγω των απόψεων των άλλων. Αλλά απλά αισθάνθηκα ότι δεν άρμοζε να απεικονίσω το θέμα με κάποια ανθρώπινη μορφή εκεί μπροστά, καταλαβαίνεις. Μάτια που αιμορραγούν, μέσα σε ένα θρησκευτικό φόντο και ειδικά στην διάρκεια μια συναυλίας. Τα «Στίγματα», η Χριστιανοσύνη, το Ισλάμ, πολλά μπορείς να υποθέσεις και εγώ δεν ήθελα εικασίες. Ήθελα ένα ξεκάθαρο μήνυμα.
Αν με ρωτούσες για το μέλλον, αμφιβάλλω για το αν η οπτικοποίηση θα γίνει επιθετικότερη από ότι είναι μέχρι στιγμής. Δεν νομίζω γιατί από ένα σημείο και μετά δεν χρειάζεται να προσπαθείς να φορτίσεις την κατάσταση όλο και περισσότερο. Κάποιες φορές πρέπει απλά να κάνεις ένα βήμα πίσω και να απολαύσεις την απλότητα και την ομορφιά, όπως κάναμε με το «Nine In Numbers» ή το «Alive». Φέραμε τα πράγματα πίσω, στο ελάχιστο.
Ποια είναι η γνώμη σου για την εξέλιξη του μουσικού εμπορίου μέσω του Internet;
A. Hates: Μου αρέσει σχεδόν όλη η κατάσταση. Το Internet και ειδικά η μουσική στο Internet έχουν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα τους. Στα πλεονεκτήματα σίγουρα συγκαταλέγεται το ότι μπορείς να αυξήσεις την δημοτικότητα σου. Υπάρχεις σε όλο τον πλανήτη και έξαφνα μπορείς να αποκτήσεις θαυμαστές εκεί που η διανομή των δίσκων σου δεν μπορεί να έχει φυσική παρουσία, σε μέρη όπως η Χαβάη ή η Μαλαισία ή οπουδήποτε αλλού… σε όλες αυτές τις χώρες που οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να αποκτήσουν τα CD με νόμιμο τρόπο ή ίσως μόνο μέσω πολύ ακριβών διαύλων. Αυτοί οι άνθρωποι ξαφνικά αποκτούν την δυνατότητα να αγοράσουν και φυσικά αυτό σημαίνει και πολλές φορές να κλέψουν, απλά μέσω του Internet. Και αυτό είναι φυσικά ένα από τα μεγάλα μειονεκτήματα. Όπου υπάρχουν αυτές οι δυνατότητες οι άνθρωποι συνήθως τις εκμεταλλεύονται και συχνά όχι με νόμιμο τρόπο.
Σίγουρα δεν είμαι ευχαριστημένος βλέποντας την αποσύνθεση της μουσικής βιομηχανίας και την πτώση των πωλήσεων για κάθε σχεδόν μπάντα σε αυτό τον πλανήτη. Υπάρχουν εξαιρέσεις αλλά όχι πολλές. Απλά το βρίσκω πολύ δύσκολο να οραματίζομαι το μέλλον και να βλέπω με ποιο τρόπο εγώ και πολλοί φίλοι μου υποτίθεται πως θα μπορέσουμε να επιβιώσουμε μέσα από όσα κάνουμε. Παρά το ότι πιστεύει πολύς κόσμος το να φτιάχνεις μουσική δεν είναι δουλειά 3 ωρών την ημέρα. Έχουμε πολλή δουλειά και δουλεύουμε αρκετά περισσότερο από τους εργαζόμενους ανθρώπους. Συνήθως δουλεύω 12-14 ώρες κάθε μέρα συμπεριλαμβανομένων των Σαββατοκύριακων και όπως βλέπεις τώρα είμαι στο τηλέφωνο και δίνω συνέντευξη μέσα στο Σαββατοκύριακο μου, παρά το γεγονός ότι είμαι άρρωστος και έχω περιοδεία την επόμενη βδομάδα. Πάρα ταύτα είμαι εδώ και δίνω την συνέντευξη. Δεν παραπονιέμαι για αυτό, νοιώθω άνετα με την δουλειά μου και την έχω επιλέξει, την απολαμβάνω. Αλλά πιστεύω ότι κάποιοι κλέβουν την επιβίωση μου, κλέβουν την βάση όσων έχω και κλέβουν το μέλλον μου. Και αυτό το κάνουν σε όλους. Δεν ξέρω με ποιο τρόπο μπορεί σε κάποια στιγμή να αποζημιωθεί όλο αυτό, δεν ξέρω τι μπορεί να προκύψει το οποίο θα μας δώσει τα χρήματα που ξοδεύουμε κατά την διάρκεια της δημιουργίας των CDs.
Δεν ξέρω, κανείς δεν ξέρει. Αλλά οι ψηφιακές πωλήσεις σίγουρα δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τις φυσικές πωλήσεις. Είναι απλά ένα μικρό επίδομα αλλά δεν μπορούν ποτέ να αντικαταστήσουν τις φυσικές πωλήσεις. Αυτό είναι σίγουρο. Κάθε ειδικός επί του θέματος έχει ουσιαστικά την ίδια άποψη γιατί η διαμόρφωση της κατάστασης στα προηγούμενα χρόνια δεν έχει υπάρξει τέτοια ώστε να μπορούσε κάποιος να προβλέψει ότι οι άνθρωποι θα χρησιμοποιούσαν στο μέλλον την πλατφόρμα του Internet αποκλειστικά για νόμιμες αγορές. Κι έτσι δεν γνωρίζω τι θα γίνει αλλά όπως είπα και πριν, περίμενε το άγνωστο και άσε το άγνωστο ως έχει. Απλά κάνε αυτό που θες να κάνεις και όσο καταφέρνεις να επιβιώνεις, να είσαι ευχαριστημένος για αυτό.
Πώς προέκυψε η ιδέα να κυκλοφορήσετε έναν περιορισμένο αριθμό αντιτύπων σε βινύλιο; Είναι το πρώτο, έτσι δεν είναι;
A. Hates: Ναι είναι το πρώτο. Είμαι αρκετά μεγάλος ώστε μπορώ να λέω ότι μεγάλωσα με τους δίσκους βινυλίου, η μουσική μου συλλογή ξεκίνησε με βινύλια επομένως έχω μεγάλη αδυναμία για τους δίσκους γενικότερα, και φυσικά για κάθε μουσικό, είναι ωραίο να μπορεί να δει το artwork του δίσκου σε μεγάλο μέγεθος. Θυμάμαι όταν ήμουν έφηβος, είχα πραγματικά ενθουσιαστεί με τους δίσκους που είχαν πάνω φωτογραφίες (picture discs). Απλά σκέφτηκα ότι ήταν πολύ όμορφο να έχεις ένα δίσκο που μπορείς να τον ακούσεις αλλά και να βλέπεις εκείνες τις μεγάλες φωτογραφίες των συγκροτημάτων πάνω, γι’αυτό και κάποια στιγμή σκεφτήκαμε ότι μπορούσαμε να το κάνουμε κι εμείς -είναι άλλωστε κάτι που δεν γίνεται συχνά, είναι κάπως ασυνήθιστο- και είπαμε «ωραία, πώς θα ήταν να βγάζαμε ένα δίσκο»; Κι όταν το συνειδητοποιήσαμε, ήταν πραγματικός μπελάς και δεν είχε και πολλή πλάκα, γιατί η εταιρεία που θα τον τύπωνε στη Γερμανία, μας προκάλεσε αρκετά προβλήματα. Δεν ήθελε να τον τυπώσει γιατί νόμιζαν ότι κάνουμε μαύρη μαγεία εξαιτίας του εξώφυλλου. Ηλίθιοι υπάρχουν παντού σ’αυτόν τον πλανήτη. Επομένως έπρεπε να βρούμε άλλη εταιρεία.
Αλλά τελικά είμαι ικανοποιημένος με το τελικό αποτέλεσμα, νομίζω ότι είναι πολύ όμορφο. Είχε θετική ανταπόκριση σε πολλούς απ’το κοινό μας, τους άρεσε πραγματικά. Πιστεύω πως κάναμε άλλη μια ωραία κίνηση που κανένας άλλος δεν κάνει. Νομίζω ότι είναι καλό να κάνεις πράγματα εκτός των συνηθισμένων, θέλουμε να ακολουθήσουμε αυτόν τον κανόνα και ως τώρα τα πάμε μια χαρά.
Στα playlist που παίζεις ως dj, συμπεριλαμβάνεις συγκροτήματα όπως Placebo, Royksopp, Prodigy, Marilyn Manson. Αυτά τα group προτιμάς να ακούς και στον ελεύθερό σου χρόνο;
A. Hates: Μερικά ναι, μερικά όχι… Παίζω ακόμα μουσική από μπάντες όπως οι Linkin Park, οι Korn, οι Orbital. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία στη μουσική και μ’αρέσει να ακούω από ένα ευρύ φάσμα. Δεν πιστεύω ότι είναι εποικοδομητικό για έναν μουσικό να είναι στενόμυαλος σ’αυτό το θέμα, γιατί αυτό αντανακλάται στη μουσική σου. Νομίζω ότι είναι πολύ καλό να έχεις ανοιχτά σύνορα και ορίζοντες και να διασκεδάζεις με την ίδια τη μουσική και όχι να χαίρεσαι που είσαι στενόμυαλος και προσκολλημένος σε ένα μικρό είδος μουσικής. Δεν είναι πολύ παραγωγικό. Πιστεύω αντίθετα ότι είναι αντι-παραγωγικό, δε σε βοηθάει. Δεν ακούω απαραίτητα στο σπίτι αυτά που παίζω ως dj, για παράδειγμα Marilyn Manson δεν ακούω ποτέ όταν είμαι σπίτι. Νομίζω ότι είναι ωραίο να τον ακούς όταν είσαι σε ένα club, αλλά ως εκεί για μένα. Placebo ακούω σίγουρα και στο σπίτι, όχι πλέον τόσο συχνά όσο άκουγα παλιότερα. Αυτή τη στιγμή ακούω κυρίως Linkin Park, 30 Seconds to Mars.
Ποιο είναι το καλύτερο album που άκουσες αυτή τη χρονιά;
A. Hates: Δεν μπορώ να σου απαντήσω γιατί δύσκολα ακούω ένα δίσκο ολόκληρο. Συνήθως μ’αρέσει περίπου το μισό από από ένα album. Μάλλον το καλύτερο που έχω ακούσει εδώ και καιρό είναι το “Beautiful Lie” των 30 Seconds to Mars. Αυτός είναι ένας απ’τους καλύτερους δίσκους των τελευταίων 10 ετών.
Εμπνέεσαι από τον κινηματογράφο; Το κομμάτι Rumours about Angels περιέχει ένα απόσπασμα από το Dark City…
A. Hates: Όχι και τόσο, δε νομίζω ότι ο κινηματογράφος είναι πρωταρχική πηγή έμπνευσης για μένα. Ασφαλώς είναι μέχρι ένα σημείο, αλλά δε γράφω ένα κομμάτι εξαιτίας μιας ταινίας, η προσέγγιση αυτή είναι πολύ σπάνια. Στον τελευταίο μας δίσκο, το Congratulations γράφτηκε λόγω μιας ταινίας που είδα, το Old Boy, ένα θρίλερ, καταπληκτική ταινία. Το Rumours about Angels γράφτηκε πριν βρω το απόσπασμα, οπότε δεν ήταν ότι εμπνεύστηκα το Rumours about Angels από το Dark City. Το κομμάτι είχε ολοκληρωθεί, και σκέφτηκα ότι στην αρχή, όταν ξεκινάει το πιάνο, θα μπορούσα να του δώσω μια συγκεκριμένη ατμόσφαιρα, βασικά έψαχνα κάτι για να τονίσω το πιάνο και αυτό έγινε με το απόσπασμα απ’την ταινία. Αλλά αυτή δεν ήταν η έμπνευση για το κομμάτι.
Αυτό σημαίνει επίσης ότι δε θα σ’ενδιέφερε να γράψεις soundtrack για μια ταινία;
A. Hates: Αυτό είναι άλλη ιστορία. Το να με εμπνεύσει μια ταινία, σημαίνει ότι με προκαλεί να γράψω μουσική. Το να μου ζητά κάποιος να γράψω μουσική για μια ταινία είναι ακριβώς η αντίθετη διαδρομή. Το έχω κάνει ήδη μια δυο φορές. Μ’αρέσει πολύ, ως τώρα ήταν για χαμηλού προϋπολογισμού ταινίες, κι εύχομαι στο κοντινό μέλλον να έχω την ευκαιρία να το κάνω για μια μεγάλη ταινία, όχι απαραίτητα για μια τεράστια παραγωγή του Hollywood, αλλά για μια παραγωγή που να μπορεί να επενδύσει χρήματα και χρόνο για ένα αξιόλογο αποτέλεσμα.
Σε ενδιαφέρει να κάνεις remix σε κομμάτια άλλων συγκροτημάτων;
A. Hates: Καθόλου! Ποτέ δεν έχω κάνει remix σε κάποιο συγκρότημα. Ποτέ δεν έχω remix σε τίποτα, και πιστεύω ότι δε θα το κάνω ποτέ γιατί το βρίσκω τρομερά βαρετό και συχνά τα κομμάτια δε σ’αρέσουν καν. Δε θα ήθελα να σπαταλήσω χρόνο κάνοντας κάτι που δε θέλω, και απ’την άλλη, θα χρησιμοποιούσα χρόνο που θα μπορούσα να τον επενδύσω πολύ καλύτερα στους Diary of Dreams. Πάντα προτιμώ να γράφω ένα καινούργιο κομμάτι για τους Diary of Dreams παρά να διασκευάσω κάποιου άλλου. Θα μπορούσαν βέβαια να υπάρξουν μια δυο εξαιρέσεις, εάν έρχονταν (συγκεκριμένοι μουσικοί) και μου ζητούσαν να κάνω ένα remix γι’αυτούς, θα ήταν χαρά και τιμή για μένα, αλλά αφού ποτέ δε θα το κάνουν, συνεχίζω την πορεία μου.
Όπως και άλλα συγκροτήματα δεν έχουν κάνει remix κομμάτια σου. Δε σ’αρέσει αυτό;
A. Hates: Όχι, δε μ’αρέσει. Μερικές φορές επιτρέπω να γίνονται κάποιες διασκευές αλλά κι αυτό δε συμβαίνει συχνά. Δε μ’αρέσει η ιδέα μιας διασκευής γιατί στις περισσότερες περιπτώσεις η διασκευή είναι χειρότερη από το πρωτότυπο και αναρωτιέμαι τι λόγος υπάρχει για να γίνει κάτι τέτοιο, αφού προκύπτει κάτι χειρότερο από το πρωτότυπο.
Στο booklet του Nigredo και του Nekrolog έχεις γράψει από μια μικρή ιστορία. Είναι μέσα στα μελλοντικά σου σχέδια η συγγραφή κάποιου βιβλίου;
A. Hates: Αντιμετωπίζω γενικά ένα μικρό πρόβλημα στο γράψιμο, γιατί εκπαίδευσα εντατικά τον εαυτό μου στο να μπορώ να γράφω πολλές πληροφορίες με πολύ λίγες λέξεις. Ουσιαστικά για να γράφω ποιήματα ή στίχους. Όποτε βρίσκω χρόνο και κάθομαι να γράψω μια ιστορία, αυτή συνήθως δεν υπερβαίνει την μία ή δύο σελίδες. Οπότε η συγγραφή ενός ολόκληρου βιβλίου μου είναι κάπως δύσκολη. Ισως όταν γεράσω και πιθανά να έχω περισσότερο χρόνο να γράψω κάποιο βιβλίο, αλλά αυτή τη στιγμή αν έπρεπε να το κάνω θα ήταν ένα βιβλίο με πολλές μικρές ιστορίες.
Σε λίγες μέρες θα επισκεφτείτε ξανά την Ελλάδα, αυτή τη φορά όμως υπάρχουν και 3 επιπλέον πόλεις. (Λάρισα, Καβάλα, Χανιά). Πως προέκυψε αυτό;
A. Hates: Πρέπει να ρωτήσεις τον promoter καλύτερα. Δεν ξέρω, αλλά είμαι πολύ χαρούμενος που έχουμε αυτή την ευκαιρία. Οι επισκέψεις μας στην Ελλάδα είναι σαν να πηγαίνω σπίτι μου γιατί παίζουμε τόσο πολύ καιρό εκεί...Νομίζω πάνε περίπου 10 χρόνια από την πρώτη φορά. Εκείνες οι μέρες για μένα ήταν μέρες που έκανα φίλους για μια ζωή. Είναι πολύ ωραίο να επιστρέφω στην χώρα σας, να βλέπω φίλους και να βγαίνουμε έξω να διασκεδάζουμε. Νιώθω πολύ άνετα και οικεία, και η δυνατότητα τώρα να μείνω περισσότερο καιρό και να ταξιδέψω στη χώρα είναι μια ευκαιρία που δεν είχα μέχρι σήμερα, αν εξαιρεσουμε την Αθήνα, τη Θεσ/νίκη και τα περίχωρα. Είναι υπέροχο που θα περάσω περισσότερο χρόνο με ανθρώπους που μου αρέσει να έχω γύρω μου! Δεν ρωτάω «γιατί τόσες πολλες πόλεις», απλά λέω «ευχαριστώ πολύ που προσθέσατε περισσότερες πόλεις!»
To setlist θα διαφέρει καθόλου από αυτό της nekrolog tour ώστε να καλύψετε το μεγαλύτερο μέρος της δισκογραφίας των Diary Of Dreams για τους καινούριους fans?
A. Hates: Όχι, είμαστε απόλυτοι. Κάνουμε αυτό που κάνουμε και το διασκεδάζουμε όπως είναι. Δε νομίζω να αλλάξουμε το set σε μια tour 5 ημερών. Απαιτεί υπερβολική κόπωση...
Θα συμπεριλάβετε ακουστικό σετ;
Aδύνατον!
Στο μέλλον όμως? Είναι στα σχέδια σας μια αποκλειστικά acoustic tour?
A. Hates: Μάλλον όχι. Κάποια στιγμή μπορεί, αλλά για την ώρα όχι. Μόλις τελειώσουμε αυτή τη περιοδεία θα γράψω καινούριο album και μετά θα αρχίσει η νέα περιοδεία, οπότε οτιδήποτε διαφορετικό πάει για μετά το 2010 ή το 2011. Δεν μπορώ να ξέρω τι ακριβώς, αλλά σίγουρα όχι ακουστικά shows ξανά. Μόλις τελειώσαμε με την τουρνέ στην Γερμανία όπου δώσαμε κάποια ακουστικά shows σε release parties και νομίζω ότι είναι αρκετό για την ώρα. Αποδείξαμε στους εαυτούς μας ότι μπορούμε να το κάνουμε, το διασκεδάσαμε και εμείς και το κοινό, αλλά απαιτεί πάρα πολύ δουλειά και είναι σχεδόν αδύνατον να κουβαλήσουμε τον εξοπλισμό που απαιτείται στην Ελλάδα. Πραγματικά δεν θα ήταν καθόλου εύκολο και ξέρω ότι μπορεί να ακούγεται περίεργο και να λέει κάποιος «καλά, πόσο εξοπλισμό χρειάζεστε για ένα ακουστικό show?», αλλά πραγματικά χρειάζεται πολύ μεγαλύτερο από μια ηλεκτρονική συναυλία.
Οk, να μη σε κουράζω άλλο μια και είσαι και άρρωστος. Ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο σου!
A. Hates: Ευχαρίστησή μου!
Ελπίζω να γίνεις καλά σύντομα...
A. Hates: Το ελπίζω και εγώ, με τρελαίνει, αυτός ο βήχας με σκοτώνει... Δεν θα είναι ευχάριστα στη σκηνή αν δεν έχει περάσει ως τότε, θα δούμε... Θα είμαι εκεί πάνω σίγουρα όμως, ακόμα κι αν χρειαστεί να πεθάνω στην σκηνή!
Συνέντευξη:
Χαρούλα Τόγκα
Intro text:
Κώστας Μπρέλλας
Μετάφραση:
Λ. Οικονόμου
Β. Γιαννακόπουλος
Κ. Μπρέλλας
Pages