''Fly baby, fly baby, fly baby, fly
Get the tequila, get your body on mine and let's fly''
Σχεδόν ένα λεπτό μέσα στο καινούριο τρίτο άλμπουμ των DREAMLINE, ''Warning'', αναρωτιέμαι ακούγοντας τα πρώτα ρυθμικά χτυπήματα του ''Fly'' αν πρόκειται για το ίδιο σχήμα με αυτό των δύο προηγούμενων άλμπουμ.
Γιατί μπορεί οι στίχοι να μιλάνε για πέταγμα αλλά ξέρουμε πολύ καλά ότι η μουσική του σχήματος είχε την τάση να παρασέρνει τον ακροατή εκτός Γης. Εδώ φαίνεται ότι κατεβαίνουν στη Γη, η έξαψη εμφανίζεται για πρώτη φορά, οι ρυθμοί γίνονται εντονότεροι και γρηγορότεροι, η αλά David Sylvian προσέγγιση απούσα και οι kraut ευλογίες ισχυρότερες από τον ενδιάμεσο κρίκο του new wave που φαίνεται σαν ο κοντινότερος συγγενής αλλά δεν είναι τελικά..
Δεν είναι συνηθισμένο συγκρότημα οι DREAMLINE οπότε δεν ακούτε κάτι συνηθισμένο όσο και αν σας φανούν οικεία τα ηχητικά συμπλέγματα που χρησιμοποιούν. Το ''Fly'' με την σχεδόν μοτορική, σχεδόν post punk, σχεδόν new wave αλλά γνώριμη ορμή και ένταση είναι ένα γερό ξεκίνημα και μετά από κάποια ακούσματα μπορώ να πω με σιγουριά ότι μαζί με τα ''Black Tigers'', ''Weather Beating'' του προηγούμενου ομώνυμου άλμπουμ τους και το ''The Snake'' από το ''Here And Gone'' είναι ότι καλύτερο έχουν γράψει.
Η ανανεωμένη ηχητική παλέτα του σχήματος ακούγεται και στα δύο επόμενα τραγούδια.
Το ''Ride'' αναμοχλεύει τα '70'ς και κινείται με βάση έναν καλοχωνεμένο αλλά ευδιάκριτο Bowie/Eno/Roxy Music άξονα που ανεβάζει λίγο παραπάνω την αδρεναλίνη.
Το τρίτο κομμάτι ''Sink'' παίρνει τα καλύτερα post punk ξυσίματα και τα ανακατεύει με μελωδικότερη ερμηνεία και βροντώδη κρουστά. Και τα τρία αυτά κομμάτια έχουν την απαραίτητη ένταση αλλά και την δικιά τους προσωπικότητα που τα κάνει να ξεχωρίζουν σε αυτό το άλμπουμ, άμεσα.
Με ένα τέτοιο άνοιγμα αναρωτιέται κανείς τι θα επακολουθήσει στα υπόλοιπα οκτώ τραγούδια του νέου αυτού άλμπουμ. Θα ξαναβρούμε noir διάθεση; Χαλαρώτερους ρυθμούς;
Φυσικά και θα βρούμε. Το ζήτημα όμως είναι ότι με τα τρία πρώτα τραγούδια έχουμε μπροστά μας ένα σχήμα που δεν κλείνεται στον ήχο που μας είχε συνηθίσει αλλά με τα υπόλοιπα οκτώ δείχνει έντονα σημάδια εξέλιξης του.
Το ''Twilight'' είναι ένα γερό παράδειγμα. Σοφά τοποθετημένο στο τέλος της δεύτερης μεριάς, ολοκληρώνει με τον καλύτερο τρόπο το στυλ τους παρουσιάζοντας αναβαθμισμένες ηχητικές εξερευνήσεις έχοντας κατά νου ένα πολύ ενδιαφέρον μέλλον για να προσμένουμε.Τα dub περάσματα, οι jazzy κιθάρες και φυσικά η ατμοσφαιρική ρυθμική μηχανή είναι στα καλύτερα τους σε αυτό το τραγούδι. Υπάρχει επίσης το ''God Save Tomorrow''. Κλείνει την πρώτη μεριά κι εδώ αχνοφαίνεται για πρώτη φορά μια ποπ μελωδικότητα σε ελαφρά φωτεινότερους τόνους που θα θέλαμε να εξερευνήσουν λίγο περισσότερο. Πριν, το ''Met A Girl'' είναι ένα απολαυστικό new wave /funk με κιθάρες που λατρεύουν τον Snakefinger αλλά δεν τον αντιγράφουν.
Oι Dreamline είναι πραγματικά πολύ επικεντρωμένοi μέσα στη μουσική τους και δεν αφήνουν τίποτα να πάει χαμένο. Όμως όπως όλα τα μεταβατικά άλμπουμ έτσι και σε αυτό οι ιδέες είναι περισσότερες από αυτό ίσως που μπορεί να διαχειριστεί το κάθε σχήμα ή μουσικός.
Έτσι ενώ η πρώτη μεριά φαίνεται περισσότερο κατασταλαγμένη και εύκολο να αφομοιωθεί, η δεύτερη συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε το ''Black Tigers'' με μικρότερης διάρκειας συνθέσεις και ιδέες που αναπτύσσονται αλλά δεν ολοκληρώνονται και μάλλον γιατί η διεύρυνση του ήχου τους δεν έχει δαμαστεί ακόμα. Οι τέσσερις, μικρές σε διάρκεια, συνθέσεις ανάμεσα στο ''Quiz'' και στο ''Twilight'' έχουν καλή δυναμική αλλά η μικρή τους διάρκεια τις αδικεί. Ακούγονται ανήσυχες, με ενδιαφέρον ήχο αλλά με αφήνουν να περιμένω κι άλλα. Καταλαβαίνω όμως ότι μπορεί να είναι και σκηνές από ταινία προσεχώς.
Το ''Warning'' είναι τελικά αυτό που λέει ο τίτλος του.
Μια δυνατή προειδοποίηση για την μελλοντική ηχητική τους προσφορά.
Rating: 8,5 / 10
Χρήστος Μίχος
तत् त्वम् असि είναι σανσκριτικά, προφέρεται ''Τa Tvam Asi'' και κατά λέξη μεταφράζεται ''You Are That''. Το τι μπορεί να σημαίνει όμως είναι πιο πολύπλοκο από ότι φαίνεται. Αναζητήστε περισσότερα εδώ: https://en.wikipedia.org/wiki/Tat_Tvam_Asi
Ταυτόχρονα είναι και ο γενικός τίτλος της νέας διπλής κυκλοφορίας των DING AN SICH, που επανεμφανίζονται ύστερα από πάρα πολλά χρόνια απουσίας από τη δισκογραφία και συναυλιακή δράση.
Το तत् त्वम् असि .7 είναι παλαιότερες ηχογραφήσεις και το तत् त्वम् असि .23 περιλαμβάνει τις πιο καινούριες τους οι οποίες δεν έχουν ακουστεί πουθενά και είναι ο δίσκος που ανοίγει ή κλείνει (το μέλλον θα δείξει) ένα κύκλο και προχωρά τον ήχο του σχήματος σε περισσότερο πνευματικά επίπεδα, ενσωματώνοντας πρωτίστως, και με τον καλύτερο τρόπο, επιρροές από την '80'ς περίοδο της 4AD - ιδίως της σκοτεινότερης και ηλεκτρονικότερης πλευράς των This Mortal Coil - και στη συνέχεια όλης της ethereal goth σκηνής της κεντρικής Ευρώπης των είκοσι προηγούμενων χρόνων.
Χωρισμένο σε δύο συνεχόμενα μέρη, όπως και οι πλευρές του δίσκου βινυλίου, με τέσσερα τραγούδια του κάθε μέρος και με ενιαία ηχητική θεματική, το νέο άλμπουμ των Ding An Sich είναι ότι πιο φιλόδοξο έχουν ηχογραφήσει ως σήμερα. Πυκνό και στιβαρό σαν δομή και ενορχήστρωση, προϊόν έντονης στουντιακής και πνευματικής αναζήτησης.
Τα μελωδικά και απόκοσμα φωνητικά είναι η πυξίδα σε αυτό τον υπαρξιακό μουσικό ωκεανό ρυθμών και μελωδιών. Καθορίζει κάθε σύνθεση και είναι ο συνδετικός ιστός από τη μία σύνθεση-κατάσταση στην άλλη ή καλύτερα ο αγωγός μεταφοράς από τον ένα κόσμο στον άλλο. Ταυτόχρονα λειτουργεί όπως οι Σειρήνες, χωρίς όμως να γκρεμοτσακίζει τον ακροατή σε βράχια αλλά να τον υποδεχτεί σε ένα σαγηνευτικό μουσικό κόσμο που θέλει να του ξυπνήσει μνήμες όμως περισσότερο να τον αφυπνίσει για περισσότερη εσωτερική περιπέτεια.
Θα θέλατε λίγο περισσότερο συναισθηματικό βάθος, όμως η αποστασιοποίηση από μελοδραματικά ύψη βοηθά στην ξεκάθαρη υπαρξιακή κατεύθυνση του ήχου, με τίμημα το συναισθηματικό δέσιμο με τον ακροατή και αυτό είναι προς τιμή του σχήματος. Η ιδέα είναι ένα γενναίο βήμα σε κάτι παραπάνω από έναν σκοτεινό ποπ δίσκο.
Η πολύ όμορφη, φωτεινή και στρατηγικά επιλεγμένη διασκευή στο ''Love Minus Zero'' του Bob Dylan με τη συμμετοχή της Sin'Drella, πρώην τραγουδίστριας των Attrition, είναι η πιο νοατλγική στιγμή του άλμπουμ και μια από τις καλύτερες που έχουν γίνει σε τραγούδι του Dylan. Επίσης το ''Unconditional'' με τις μεσαιωνικές πινελιές αλλά και το πιο electro-goth ''Sleepwalker'' είναι τα κομμάτια που ξεχωρίζουν, χωρίς όμως να υποβιβάζονται τα υπόλοιπα τραγούδια του άλμπουμ που στέκουν στα υψηλά ποιοτικά στάνταρ που έχουν θέσει τα μέλη του σχήματος. Το πνεύμα είναι φυσικά η καθολική ακρόαση του δίσκου με μόνη στιγμή διαλείμματος την αλλαγή πλευράς.
Σε αυτό το άλμπουμ πέρα του Νίκου Σαρικώστα και του Γιώργου Γκίνη, στα φωνητικά συμμετέχει η Μαρία Ιωαννίδου και σαν τρίο φαίνεται να είναι η πιο σταθερή σύνθεση που είχαν ως τώρα.
Και οι δύο κυκλοφορίες κυκλοφορούν σε 200 αντίτυπα βινυλίου των 180 γραμμαρίων από την Missing Vinyl records.
Rating: 9 / 10
Χρήστος Μίχος
Οι Siva Six επιστρέφουν με το τέταρτο ολοκληρωμένο άλμπουμ τους "Dawn Of Days". Ένας δίσκος με τον οποίο το γκρουπ κάνει ένα βήμα μπροστά αναμειγνύοντας dark electronics με παραδοσιακά ανατολίτικα όργανα όπως ούτι και yayli tambur (είδος λαούτου από την Τουρκία) αλλά και θέρεμιν παιγμένο από τον θεατρικό μουσικό Γιώργο Διαμαντόπουλο, η συμβολή του οποίου είναι καθοριστική (βλέπε "Twenty Eight", "Until Death Reunites Us", "The Messenger"). Ο ήχος είναι σαφώς εμπλουτισμένος, χωρίς ωστόσο να ξεφεύγουν από το γνώριμο dark electro / EBM / industrial ύφος τους. Το ντουέτο σε αυτή τη φάση αποτελούν οι Z (φωνητικά) και U-RI (πλήκτρα), ο οποίος είχε διατελέσει θητεία και παλιότερα στο συγκρότημα. Η παραγωγή της νέας δουλειάς έγινε και πάλι στα Lunatech Sounds Studio του Δημήτρη Ντούβρα, που αποτελεί εγγύηση για το ηχητικό αποτέλεσμα.
Τον όλο δίσκο διακατέχει ένα δυνατό apocalyptical concept με τα visuals να υπογράφει ο Ιάπωνας καλλιτέχνης Tomoki Hayasaka (Sheerheart). Σκοτεινή διάθεση, φουτουριστική ατμόσφαιρα, που άνετα παραπέμπει σε ταινίες sci-fi δράσης ή ακόμα και ψηφιακών games, όπου τα δυνατά beats θα ταίριαζαν με την αδρεναλίνη που εκκρίνει η ένταση και ο ρυθμός ενός παιχνιδιού. Δύναμη που γίνεται αντιληπτή άμεσα, από το εναρκτήριο "To The Light" αλλά και το "Daylord" που ακολουθεί, όπου ναι μεν βρίσκονται στο στοιχείο τους αλλά πλέον φαίνεται να έχουν «δαμάσει» λίγο τα harsh χαρακτηριστικά. Πράγμα θετικό κατά την άποψή μου καθώς δεν υπήρξα ποτέ φαν του πολύ σκληρού ήχου. Τα λεγόμενα club hits δεν λείπουν, εδώ έχουμε τα "Αποκάλυψις", "High And Low" αλλά και το "Superstition", από το ομώνυμο EP που είχε βγει το 2013, αλλά σε ένα λίγο διαφορετικό mix.
Η πρώτη αξιομνημόνευτη στιγμή του δίσκου έρχεται με το κομμάτι "Twenty Eight" που αποτελεί διασκευή στο βασικό θέμα της ταινίας 28 Days Later του Danny Boyle. Οι guest ηλεκτρικές κιθάρες από τον Boog των Γερμανών Junksista, δίνουν ένα από τα πιο σκληρά αποτελέσματα του δίσκου, εναλλασσόμενες με στοιχειωμένο πιάνο, αλλάζοντας το ύφος του κομματιού με εφιαλτικό τρόπο. Ενώ με το "Forever" ο ρυθμός γίνεται πιο μελωδικός, αποτελώντας αυτό που θα λέγαμε την EBM πρόταση του δίσκου: Μελωδικό πιάνο πάνω σε mid-tempo ρυθμό και με synths για την επιθυμητή ατμόσφαιρα.
Αλλά εκεί που ξεφεύγουν και προσφέρουν κάτι νέο και ενδιαφέρον στον ήχο τους είναι προς το τέλος του δίσκου με τα "Until Death Reunites Us" και "The Messenger" που κλείνουν και το άλμπουμ. Εδώ βλέπουμε μια πραγματική «αποκάλυψη» όπου σπάνε τα ηχητικά τους όρια εισάγοντας έθνικ και tribal στοιχεία, διαμορφώνοντας έτσι με τον καλύτερο τρόπο μια ατμόσφαιρα που αντικατοπτρίζει το όλο concept στο οποίο στοχεύει το σχήμα. Κομμάτια σαν αυτά θα μπορούσαν άνετα να αποτελούν soundtrack αποκαλυπτικής φουτουριστικής ταινίας. Οι δύο αυτές συνθέσεις, που φανερώνουν την εξέλιξη και ωρίμανση των Siva Six, με εκφραστική ερμηνεία από τον Ζ, κλείνουν το άλμπουμ με τον ιδανικότερο τρόπο, αφήνοντας μας μια γεύση για το τι μπορεί να επακολουθήσει από το σχήμα στο μέλλον.
Rating: 7,7 / 10
Νίκος Δρίβας
Το σχήμα κυκλοφόρησε πέρυσι το ντεμπούτο του άλμπουμ ''Here And Gone'' σε περιορισμένο αριθμό βινυλίων μόνο και μας πήγε πίσω, στην παλιά γνώριμη ιεροτελεστία του πικάπ και καλωσόριζε τον ακροατή σε γνώριμα τοπία χαμηλών συχνοτήτων και αιθέριων, δύστροπων μελωδιών. Ήταν ένας δίσκος που απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή και αφοσίωση αλλά αντάμειβε καλά στο τέλος.Πριν ακούσω δεύτερο άλμπουμ τους, ''Black Tigers'', ήμουν περίεργος προς τα που θα εξελισσόταν ο ήχος τους.
Με το πρώτο άκουσμα δεν μπορούσα να προσδιορίζω κάποιο κεντρικό άξονα παρά μόνο διασκορπισμένες μελωδικές φράσεις και ρυθμούς σε ένα ολοένα μεταβαλλόμενο αιθέριο ηχητικό περιβάλλον.
Χρειάστηκαν μερικά ακούσματα ακόμα για να φανούν οι λεπτές μελωδίες πίσω από τις κιθάρες του Housework και τα διακριτικά ρυθμικά στοιχεία του George K. και του Fivos, αλλά και οι θαυμάσιες ''αόρατες'' ambient στρώσεις των πλήκτρων του Κώστα Κούζα.
Η γενική αίσθηση είναι αυτή ενός ανοικτού ηχητικού πεδίου που διακρίνεις κομμάτια από τον ήχο του D.Sylvian, των Tuxedomoon, του Michael Brook, των Shriekback και του B.Eno σε ακόμα πιο αιθέρια και χαλαρή μορφή, ένα όνειρο νυχτός που σε βγάζει από το σώμα σου και πετάς μαζί του. Αυτή τη φορά τα παιδιά δεν μένουν στη γη αλλά διυλίζονται σε αβαρή νετρόνια με υπόγειες μελωδίες που δεν βγαίνουν μπροστά αλλά απογειώνουν τα τραγούδια τοποθετημένα σε χαρακτηριστικά σημεία. Υπάρχει ισορροπία ηχοχρωμάτων και αν σας πει κάποιος ότι ο Housework τραγουδά ή ψιθυρίζει, η ότι ο Φοίβος παίζει ρυθμούς μάλλον δεν ακούει τη γενική ηχητική εικόνα. Όλοι παίζουν ένα ρόλο σε αυτό το περίεργο, κρυστάλλινο, ηχητικό νέφος του άλμπουμ. Κανένα εγώ, κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό να υπερτονίζεται και να προβάλλεται. Ένα ηχητικό, ελκυστικό και σαγηνευτικό ηχητικό κέντημα με μικροσκοπικά ηχοχρώματα που σκάνε αλλάζοντας τη συχνότητα και την εντύπωση του ήχου, ακαθόριστο αν αυτό που ακούμε είναι ή κατατάσσεται τελικά κάπου κι ας έχει κοντινές αγαπημένες αναφορές.
Δεν υπάρχει κεντρικός άξονας τελικά καθώς οι διαθέσεις αλλάζουν συνεχώς. Μένουν βέβαια οι κιθάρες να παίζουν το ρόλο της πυξίδας αλλά και αυτές ατμοποιούνται στο γενικό σύνολο. Οι Dreamline στο δεύτερο άλμπουμ τους αναχωρούν από τις αναφορές τους και ανοίγουν δικά τους δρομάκια που πρέπει να τα διαβείς χωρίς προκατάληψη. Η εμμονή τους στη μορφή του βινυλίου με ανάγκασε σε νυχτερινές ακροάσεις (με ακουστικά τώρα πια), χωρίς οθόνη μπροστά μου, κάτι που είχα χρόνια να κάνω και για να σας πω την αλήθεια ήταν αρκετά όμορφα. Ο δίσκος τους είναι προσκολλημένος σε αξίες που πλέον λίγοι ακολουθούν και ακόμα λιγότεροι θα κατανοήσουν δυστυχώς. Όμως ο δίσκος είναι εκεί και περιμένει. Θα αφήσετε την πρόκληση να περάσει έτσι;....
Rating: 9 / 10
Χρήστος Μίχος
Ξεκινάμε αποδεχόμενοι το γεγονός της τραγωδίας και της επίδρασης της πάνω στο συνθετικό και ερμηνευτικό μέρος των καινούριων τραγουδιών του Nick Cave.
Γνωρίζουμε τον Cave σε όλες τις φάσεις τις ζωής του τα τελευταία 36 χρόνια. Ο ίδιος δεν αρνήθηκε ποτέ και δεν συγκάλυψε τίποτα απ' όσα καλά ή άσημα ή άτυχα έχουν συμβεί στη διάρκεια των χρόνων αυτών. Κάθε άλμπουμ του περιείχε λίγο ή πολύ στοιχεία του. Φυσιολογικό.
Μπορεί ο καθένας να έχει τις δικές του προτιμήσεις για το ποιά ήταν τα αγαπημένα ή όχι από την πλούσια δισκογραφία του N.Cave & The Bad Seeds όμως ειναι καθαρά υποκειμενική υπόθεση σε μια δισκογραφία ξεχωριστή και σημαντική και κανείς δεν χρειάζεται να κρίνει ξεκινώντας από το πόσο καλή ζωή ή όχι κάνει ο αρχηγός για να κρίνει το αποτέλεσμα. Το στούντιο ή η σκηνή είναι τόποι εξαγνισμού και εξορκισμού των καλλιτεχνών και ότι γίνεται εκεί μέσα οφείλουμε να το σεβαστούμε και να το κρίνουμε με ψυχραιμία και σεβασμό.
Ο Cave και οι Bad Seeds του εικοστού πρώτου αιώνα εξελίχθηκαν όσο μεγάλωναν σε ηλικία και καλλιτεχνικά ειδικά, έχουν ξεχωριστή σφραγίδα και ποιότητα που δεν τους κατατάσσει κανείς σε κανένα είδος πλέον. Αγνοώ τελείως τις αντιρρήσεις για το πόσο οι παλαιοί του θαυμαστές είναι απογοητευμένοι με αυτή τη μορφή, γιατί πλέον δεν φλέγεται εξωτερικά. Στις ζωντανές του εμφανίσεις αποδεικνύεται ότι έχει επίγνωση τόσο του ροκ αλλά και του ρεαλισμού.Κανείς δεν μπορεί να είναι IGGY POP, για να κοντράρει το χρόνο. Άλλωστε όταν μένεις πιστός στην εξέλιξη σου σαν άνθρωπος και ενσωματώνεις και τη μουσική σου εκεί, είναι πιο τίμιο να μην το παίζεις νεανίας. Εκτός κι αν λέγεσαι Iggy Pop βέβαια και αυτό θα πρέπει να γίνει σεβαστό.
Το ''Skeleton Tree'' λοιπόν, έρχεται σαν τη σκοτεινή και βαριά αισθητική συνέχεια του ''Push The Sky Away''. Ο πυρήνας και ο γενικότερος τόνος των τραγουδιών είναι κοντά στο ''Push The Sky Away'', μόνο που η διάθεση είναι απλά μαύρη λόγω του τραγικότερου γεγονότος και σκιάζεται από κατάμαυρα σύννεφα που δεν θα φέρουν ποτέ τη λύτρωση της βροχής.
Ambient περάσματα, σκοτεινές country αποχρώσεις, χωρίς ίχνος νοσταλγίας και ηρεμίας, με λίγες χαρακτηριστικές μελωδίες και περισσότερους θορύβους και ακαθόριστα ηχητικά πλέγματα.
Η υποβλητική ατμόσφαιρα που δημιουγούν οι Bad Seeds με γενικό μαέστρο και κατά μεγάλο ποσοστό διαμορφωτή του νεότερου μουσικού στυλ τους Warren Ellis, δεν παίζει με τον θεατρινισμό του μελοδράματος αλλά δημιουργεί το κατάλληλο, μαύρο, περισσότερο αιθέριο από ποτέ και φορτωμένο συναισθηματικά περιβάλλον, για την πιο εύθραυστη ερμηνεία από ποτέ του Cave που πλέον δεν τραγουδά, αλλά μαζεύει τα συντρίμμια του με τη φωνή του και συχνά συγκινεί με την ειλικρινή γύμνια της, μακριά από την ένταση και το χιούμορ που τον διακατέχει.
Όλο το μουσικό σύστημα είναι χαμηλότονο και συγκεντρώνεται πάνω από την εσωτερική συναισθηματική αναταραχή και θλίψη που κυριαρχεί στο άλμπουμ
Το καταλαβαίνει κανείς από την υποβλητική, βαριά εισαγωγή του ''Jesus Alone”. Με τα έγχορδα του Ellis να ανοίγουν απόκοσμες τρύπες στο μουσικό σύμπαν των Bad Seeds και τον Cave να τραγουδά και πάλι για Θάνατο όμως όχι από την πλευρά του αφηγητή, αλλά σαν κάποιον που έχει γευτεί ένα μεγάλο κομμάτι του. Η ένταση χαμηλώνει με το ''Rings Of Saturn'', αλλά η κουρασμένη χροιά στη φωνή του Cave του δίνει ένα τόνο πιο σκούρο από ότι θα το ακούγαμμε σε άλλες εποχές. Δεν υπάρχει καμμία φωτεινή ή ήρεμη στιγμή στο ''Skeleton Tree''. Όλες οι συνθέσεις αποκαλύπτουν ένα εσωτερικό πεδίο, ενδοσκόπησης ή ακόμα και υπόγειου θρήνου. Στο φίλμ ''One More Time With Feeling'' το καταλαβαίνουμε από τους μονολόγους/ ψιθύρους του Cave, στο άλμπουμ από την χαμηλότονη ερμηνεία του που χαρακτηρίζει το ''Girl In Amber'', το μελαγχολικότερο από όλα τα τραγούδια του άλμπουμ.
Μετά τις, πριν την καταιγίδα νηνεμία, συνθέσεις ''Magneto'' και ''Anthrocene'' έρχεται η ομορφιά του ''I Need You'' να γεμίσει με πολλά περισσότερα συναισθήματα το άλμπουμ. Το ''Distant Sky'' με τα φωνητικά της Else Torp, είναι το τραγούδι που κρύβει μία φλόγα μέσα στο σκοτάδι του άλμπουμ και είναι αλήθεια ότι φέρνει το άλμπουμ κοντά στο ξημέρωμα και το τέλος του σκοταδιού. Είναι όμως ένα ξημέρωμα θλίψης και το ομώνυμο που κλείνει το άλμπουμ γεμίζει το διάστημα με αβάσταχτη νοσταλγία. Από το απόκοσμο ''Jesus Alone'' στο επίγειο, εύθραυστο και πικρό σαν χειμωνιάτικος πρωινός αέρας του ''Skeleton Tree'' λοιπόν. Τα οκτώ καινούρια τραγούδια του Nick Cave & The Bad Seeds, λοιπόν.
Αυτή τη φορά είναι ο Cave που πρωταγωνιστεί στις ιστορίες του. Η ζωή του και των γύρω του. Ευάλωτος, εκτεθειμένος αλλά και με πλήρη έλεγχο σε όλα. Με στίχους που προσεγγίζουν το δράμα αλλά και τις εσωτερικές του αναταράξεις.
Να πω ότι είναι το πιo συγκινητικό του άλμπουμ; Να το δηλώσω κιόλας...
Rating: 9 / 10
Χρήστος Μίχος
Ένα χρόνο μετά τη ''Μαύρη Συχνότητα'' o ΙΟΝ γ.κ.ως Γιάννης Παπαϊωάνου, επιστρέφει με το ''Unsound'', ένα άλμπουμ που ηχητικά κινείται όπως και το εξώφυλλό του. Σε νεφοσκεπή περιβάλλοντα, παραδοσιακές φθινοπωρινές διαθέσεις και ονειρικές εξερευνήσεις. Σε πρώτη φάση και πάλι η φύση μόνο που τώρα υπάρχει και η Αστική παράμετρος καθώς ακούμε λίγο βαρύτερους ρυθμούς από το προηγούμενο άλμπουμ και περισσότερο γκρίζο στην ηχο-παλλέτα. Σαν ION ο Γ. Παπαϊωάνου είναι πλέον από τους λίγους που δεν τον κατατροπώνει το στούντιο και τα συνθετητικά περιβάλοντα και μέσω της μουσικής του διακρίνονται στοιχεία της Φύσης (υγρασία, νερό, αιθέρας κλπ) κάνοντας κάθε άλμπουμ του απόλυτα εναρμονισμένο με την τρισδιάστατη πραγματικότητα. Πιό πίσω, βλοσυροί ρυθμοί, έναστρες περιβάλλουσες και ένα τραγούδι που δίνει το κάτι καινούριο στο Ιον- ικό ηλεκτρο περιβάλλον.
Το ''And Then We Will Become A Cloud'', μπαλάντα, με τη φωνή της Heather Haley και τις ακουστικές του Ηλία Κατελάνου και του Γιώργου Θεοφανίδη, μπαίνει στο juke-box παρέα με τραγούδια της Marissa Nadler και της Angel Olsen, κρατώντας αποστάσεις από τις αμερικάνικες λεωφόρους αλλά όχι και από το αγνό συναίσθημα. Ένα τραγούδι που ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα ορχηστρικά, γιατί φέρνει κοντύτερα το συναισθηματικό παράγοντα στη μουσική του ION και θα ήταν μια καλή εισαγωγή για περισσότερα τέτοια τραγούδια στο μέλλον (;).
Στο ''Ovale Pantograph'' εντοπίζεται το παλιό άρωμα των RAW και στο ''All Be Good'' πιάνω τον εαυτό μου να ίπταται. Είναι η κορύφωση του άλμπουμ. Ένα ηχητικό ανάλογο απελευθερωτικής σπειροειδούς πτήσης από κύκλο ζωής σε έναν καινούριο. Το εισαγωγικό ''Adrift In Time'' είναι σύνθεση που ανανεώνει το στυλ του καλλιτέχνη, ένα όμορφο παιχνίδι σταθερού και χαλαρού ρυθμού με τα μελωδικά στρώματα που θυμίζουν πολύ τα σύννεφα του εξαιρετικού και πάλι εξώφυλλου. Και αυτά είναι μόνο τέσσερα. Τα υπόλοιπα επτά έχουν και αυτά στοιχεία που ξεχωρίζουν και αποκαλύπτονται με κάθε άκουσμα. Ας πούμε στο ''Hospital California'', η ακουστική κιθάρα και τα εξαϋλωμένα, αργά d'n'b κρουστά δημιουργούν το νοσταλγικό υπόστρωμα για να εξαπλωθούν τα ambient περάσματα και να δώσουν την λιγότερο φθινοπωρινή σύνθεση του άλμπουμ με το τρίτο άκουσμα.
Το ''Unsound'', αποτελεί το έβδομο κατά σειρά άλμπουμ υπό το όνομα ION και σε γενικές γραμμές συνεχίζει μια δεκαετή παράδοση εξαιρετικών κυκλοφοριών του καλλιτέχνη χωρίς να φαίνεται καμμία ραγάδα ή ρυτίδα στην ηχητική αισθητική του καλλιτέχνη που παραμένει συνθετικά ακμαίος και παραγωγικός, κόντρα στην αντικαλλιτεχνική κατάσταση της εποχής. Αναμφισβήτητα από τις εγχώριες κυκλοφορίες της χρονιάς που ξεχωρίζουν.
Ο δίσκος κυκλοφορεί την 1η Οκτωβρίου σε 100 cd, 50 κασέττες και ψηφιακά. Παραγγείλτε τον στο https://ionmusik.bandcamp.com/album/unsound.
Rating: 9 / 10
Χρήστος Μίχος
Οι DIIV είναι η παραλίγο προσωπική υπόθεση του πρώην κιθαρίστα (αλλά και ντράμερ για λίγο) των BEACH FOSSILS, Zachary Cole Smith, όμως είναι ακόμα άλλοι τρείς μουσικοί που τον πλαισιώνουν.
Στα τρία χρόνια που μεσολάβησαν μεταξύ του ''Oshin'' και της αναγγελίας του δεύτερου τους άλμπουμ, η ιστορία του σχήματος ήταν αρκετά γκρίζα και δυσοίωνη με τις περιπέτειες του Cole με τα ναρκωτικά, αλλά υπήρξαν δυνατά και επεισοδιακά live και φυσικά ο μεγάλος του έρωτας με την πρώην ποπ σταρ νυν σκοτεινή ποπ περσόνα Sky Ferreira. Όλα τα παραπάνω απασχολούσαν συχνά πυκνά τον τύπο αλλά σίγουρα οι καλές εντυπώσεις που είχαν δημιουργηθεί από το ''Oshin'' άρχιζαν να χάνονται. Μία ελπιδοφόρα μπάντα που θα την έτρωγε η άσπρη σκόνη; Η ροκ'ν'ρολ ζωή αυτού τύπου δυστυχώς είναι προβλέψιμη, αρνητική και λίγο γραφική όταν δεν υπάρχουν θύματα.
Ευτυχώς όμως για μας ο Cole μαζεύτηκε, ίσιωσε και αποφάσισε να γράψει κάτι για όλες αυτές τις περιπέτειες.
Το δεύτερο άλμπουμ τους ''Is The Is Are'' στην Captured Tracks είναι διπλό και κυκλοφορεί από τις 5 Φεβρουαρίου. Βέβαια από το 2015 ξεκίνησαν οι προακροάσεις τραγουδιών και οι αισιόδοξες σκέψεις ότι θα είχαμε τουλάχιστον μια ενδιαφέρουσα επιστροφή. Ότι ακούσαμε πριν πάρουμε το ολοκληρωμένο άλμπουμ στα χέρια μας ήταν δείγμα εξαιρετικής γραφής και ομορφιάς και ακούγοντας τα μαζί με τα υπόλοιπα 17, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος ενός ολόκληρου χρονικού στην Κόλαση και είναι καλύτερα να τα απολαμβάνει κανείς μαζί με τα υπόλοιπα παρά μεμονομένα.
Όπως έγραψε και ο ίδιος ο Z.C.Smith στην ιστοσελίδα του σχήματος: «...it is a diverse record, it is a happy record, a sad record, a happysad, sadhappy, mad, glad, quiet, mad, dark, glad, poppy, fast, slow, heavy, fast, peaceful, angry, chaotic, beautiful, lost/found, ugly, dry, wet, fuck, fast, dead, heartbroken, in love, loud, quiet, loud, loudquiet, quietloud, happy, mad, quiet, fuck, and loud record. please like it. please love it. do you love me? DIIV is the real me. fuck, xo cole..»Οπότε για αυτή την περιγραφή αξίζει κανείς να ακούσει το άλμπουμ από το πρώτο κομμάτι ''Out Of Mind'' μέχρι το τελευταίο ''Waste Of Breath'' για να μπει στο συναισθηματικό σκουρόχρωμων τόνων καλειδοσκόπιο του άλμπουμ.
Οι νεοκυματικές ρίζες του σχήματος είναι ξεκάθαρες.
THE CURE (ίσως το μόνο άλμπουμ εδώ και καιρό που έχει επίπεδα υγρασίας και συννεφιάς εφάμιλλα του ''17 Seconds''), THE CHURCH ( η ορμή και η καθαρότητα των κιθάρων, των ρυθμών και μελωδιών σε ορισμένα τραγούδια, φέρνουν στο νου το αξεπέραστο ''Heyday''), λίγο Flying Nun, περισσότερο Αγγλικό '80'ς new wave. Ψυχεδελικές αναφορές επίσης υπάρχουν όπως και έντονη παρουσία της αιθέριας Κim Gordon και των υπόλοιπων SONIC YOUTH της προ-Goo περιόδου τόσο στο ''Blue Boredom (Sky's song)'', μοναδικό τραγούδι στο οποίο συμμετέχει και στοιχειώνει η Sky Ferreira, όσο και σε τραγούδια όπως το ''Mire (Grant's song)'', ''Incarnate Devil'' και στην ''Evol''-εποχής εισαγωγή του '' Healthy Moon'' (και λίγο REM στο υπόλοιπο).
Από εκεί και ύστερα η μυρωδιά του φθινοπωρινού ουρανού έτοιμου να ρίξει καρεκλοπόδαρα, οι χαμηλές θερμοκρασίες ενός χειμωνιάτικου βραδιού, μια θλιμμένη Κυριακή και ένα ονειρικό βράδυ στα μέσα της βδομάδας είναι περισσότερο ακριβείς περιγραφές για τη διάθεση του άλμπουμ.
Τα τραγούδια είναι βιωματικά, κρύβουν σκοτάδι και θλίψη αλλά ταυτόχρονα είναι και τραγούδια που δίνουν ελπίδες ηλιοφάνειας σε μια βαριά συννεφιασμένη μέρα.
Η παραγωγή είναι αψεγάδιαστη, καθαρή, αρκετά διαφανής, σχεδόν αιθέρια. Οι ενορχηστρώσεις τόσο δεμένες και δυναμικές που απογειώνουν κάθε σύνθεση και δίνουν ώθηση και δημιουργούν ηχητική ελπίδα στο όλο μουντό συναισθηματικά , περιβάλλον.
Είναι ένας δίσκος που κυκλοφορεί στην Αμερική τον εικοστό πρώτο αιώνα, έχει ρίζες στον προηγούμενο κα πάνω απ' όλα είναι μια κατάθεση ψυχής και το πιο ολοκληρωμένο άλμπουμ όλης αυτής της κίνησης αναπαλαίωσης του Αγγλικού new wave κυρίως που ξεκίνησε στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας και ήταν σχεδόν σίγουρο ότι μόνο από αυτό το σχήμα θα ακούγαμε κάτι τέτοιο.
Rating: 9 / 10
Χρήστος Μίχος
«Το The Answer ολοκληρώνει την δισκογραφία των 2L8 και περιέχει όλους τους ήρωες που βρίσκονται σε όλα τα προηγούμενα άλμπουμ. Το ζευγάρι από το He & She, όλα τα ανώνυμα πρόσωπα, όλοι οι απογοητευμένοι ποιητές, όλοι οι απροσάρμοστοι και εκείνοι που λαχταρούσαν ζωή και ελευθερία, όλοι εκείνοι που θα αγωνιστούν για να προστατεύσουν τους αγαπημένους τους, όλοι εκείνοι που είδαν ένα κόσμο να καταρρέει και αποφάσισαν να αντισταθούν. Τραγουδάμε το ίδιο άλμπουμ με διαφορετικές λέξεις εδώ και πολύ καιρό τώρα. Ήταν καιρός να κάνουμε κάτι διαφορετικό και να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας και σε όλους τους ήρωες μας να ξεκουραστούμε.»
Το πέμπτο ροκ άλμπουμ των 2L8 είναι δεν είναι ένα μηδενιστικό παρανάλωμα πυρός που καίει τα πάντα στο διάβα τους αλλά υγρό παθιασμένο πυρ που εξαπολύεται για να βάλει σε λειτουργία ψυχές.
Μετά την ''Κλωστή'' φαινόταν ότι το σχήμα έχει εξαντλήσει όλες του τις αισθητικές οδούς, όλο του το μουσικό είναι. Μετά την ''Κλωστή'' κάθε άλλο βήμα στην πορεία τους φάνταζε σαν ένα επιπλέον δώρο στην ανθρωπότητα και στους οπαδούς τους. Για έντεκα χρόνια τώρα και χωρίς καμμία καμπή παρά μόνο κλιμακώσεις που κάθε φορά ξεπερνούσαν, ένα επόμενο άλμπουμ μετά από το Ελληνόφωνο αριστούργημα τους θα ήταν είτε ένα συμβιβασμένο με τον ήχο τους ποιοτικό άλμπουμ είτε μια στείρα επανάληψη. Αλλά πάντα θα υπήρχε αυτή η πιθανότητα για τη σπίθα της επανεφεύρεσης.
Οι πρώτες ακροάσεις του ''The Answer'' με βρήκαν σε γνώριμα τοπία και έκλινα προς την πρώτη πιθανότητα. Δεν υπήρχε σίγουρα η στείρα επανάληψη γιατί αυτή τη φορά η σπίθα της επανεφεύρεσης που ευτυχώς υπάρχει ακόμα ακούει στο όνομα rock 'n' roll. Και μετά από την τρίτη ολοκληρωμένη ακρόαση, πιστεύω ότι οι 2L8 έφτασαν σε νέα ύψη.
Όταν πλέον έφυγε το make-up και έμεινε η μπάντα γυμνή και με όπλο το πάθος, η μουσική τους απόκτησε τη βρωμιά του ροκ και την ηλεκτρική ορμή που μέχρι το ''New Battles..'' κατόρθωναν να τιθασεύουν με ενορχηστρώσεις ελεγχόμενες και ακριβείς στο στο στόχο τους. Η θεατρικότητα αλλά και η έντονη γεύση Αρχαίας Ελληνικής Τραγωδίας στο αισθητικό τους οπλοστάσιο απέδιδε τα μέγιστα. Όμως στις μέρες του μνημονίου ένα σχήμα που ζει και αναπνέει την Ελληνική πολιτιστική παρακμή και κοινωνική εξαθλίωση, δεν εμμένει πίσω από το αισθητικό του προσωπείο. Θυμώνει, φτάνει στα όρια των συναισθηματικών αντοχών του και βγαίνει έξω, εξαπολύοντας στίχους και ήχους ενός ηφαιστείου σε δράση. Η ''Κλωστή'' ήταν ένα άλμπουμ που αντικατοπτρίζει αλλά και επικυρώνει την κοινωνική ευαισθησία του σχήματος. Ήταν ένα ντοκουμέντο Ελληνικού Ροκ. Μαχητικού, ευαισθητοποιημένου και στην κόψη.
Με το ''The Answer'' όμως, όλοι οι προηγούμενοι δίσκοι φαίνονται σαν ο βατήρας που εκτοξεύουν τον ήχο του σχήματος στα ύψη. Όπως και το ζευγάρι του ''He & She''.
Με αντιασφυξιογόνες μάσκες πλέον, στο εξώφυλλο, κρατιέται χέρι χέρι απομακρυνόμενο από το μετά-αποκαλυπτικό περιβάλλον και κοιτά εμάς, το μέλλον ή ακόμα καλύτερα· μπροστά..
Το σχήμα έχει στο μάξιμουμ τα πάντα. Κιθάρες, βιολιά, κρουστά, φωνητικά, χορωδιακά. Οι κλιμακώσεις και ο κλασσικός μηχανισμός της ηλεκτρικής ροκ έντασης βρίσκει άλλη μια δημιουργική εφαρμογή του εδώ. Οι κιθάρες έχουν περισσότερο όγκο αλλά το μεγάλο ατού σε αυτό το άλμπουμ είναι τα χορωδιακά φωνητικά που περισσότερο από τα προηγούμενα άλμπουμ σε αυτό το άλμπουμ κάνουν ιδιαίτερη αίσθηση, δημιουργούν ένα αίσθημα ελέγχου του ηλεκτρικού παραναλώματος του δίσκου και ανταποκρίνονται πλήρως στην έννοια του Χορού όπως και στις Αρχαίες Τραγωδίες.
Το κόκκινο είναι ένα χρώμα ταιριαστό. Ίσως σε μια υπαρξιακή εκδοχή του Mad Max και με βάση το γεγονός ότι περιέχονται και μουσικά στοιχεία από την υποτιθέμενη νέα No Man's Land το άλμπουμ αυτό να ήταν το ιδανικό soundtrack της τωρινής Ελληνικής ενδοχώρας. Μιας ενδοχώρας με βαριά, σάπια ατμόσφαιρα. Φτιαγμένο από ζωντανά πλάσματα που αλυχτούν και έχουν κρατήσει το πνεύμα αλλά και το άρωμα ενός παλαιού κόσμου. Οι στίχοι για άλλη μια φορά είναι διαφωτιστικοί τα ποιήματα τους είναι παιάνες ζωής σε έναν πεθαμένο κόσμο.
Ξεκινώντας από τις απόκοσμες ψαλμωδίες του ''Oh Hell, They Are Landing Again'' για να μας πουν ότι:
'Τηλεφωνώ για να πω αντίο
Τηλεφωνώ για να μοιραστώ αυτά που βρήκα”
και καταλήγοντας στο επικό φινάλε του ομώνυμου όπου πλέον ξεκινάει ένα νέο ταξίδι από την αρχή, έχει περάσει συναρπαστικό διάστημα στην μουσική ηλεκτρική πανδαισία δυναμικών τραγουδιών που είναι βέβαια εμποτισμένα με τη συνήθη 2L8 αύρα αλλά πλέον έχουν την εμπειρία αλλά και την κατακτημένη γνώση μιας ροκ τραγουδοποιίας που δεν το παίζει «ηρωική», δεν είναι φτιασιδωμένη και στυλιζαρισμένα θεατρική, είναι χωρίς επιδειξιομανία και οι λέξεις δεν δημαγωγούν.
Το ''The Answer'' είναι οικείο και, ηχητικά, περισσότερο ισχυρό και συμπαγές απ' όλα τα προηγούμενα τους. Δεν είναι ακριβώς κάτι διαφορετικό. Απλά είναι γιορτή μιας μεταποκαλυπτικής ενηλικίωσης που κρατά την αθωότητα και το πάθος αλλά κουβαλά και τις ρυτίδες της Γνώσης και της Μουσικογνωσίας. Ώριμο άλμπουμ το λένε συνήθως ένα τέτοιο άλμπουμ αλλά το ''The Answer'' δεν είναι σαν τα φρούτα που σε λίγο σαπίζουν. Είναι ένα μεγάλο βήμα εξέλιξης και πείρας ενός ήχου αυθεντικού και γνήσιου.
Ο δίσκος κυκλοφορεί κανονικά και στο bandcamp και έχει ξεκινήσει ο μακρύς δρόμος παρουσίασης του σε διάφορες πόλεις... άλλη μια συναρπαστική τουρνέ ξεκινά λοιπόν και δεν πρέπει να τη χάσετε... (15.04.2016 στο s.i.x.dogs για την Αθήνα)
Rating: 9 / 10
Χρήστος Μίχος
'' Σαν ολότητα ( το ΔΠΔ'' δηλαδή) εκπροσωπεί το υπαρξιακό ταξίδι κάθε δίποδου θηλαστικού. Σε αυτό το ταξίδι τα όνειρα αποκαλύπτουν επιθυμίες και φόβους που δεν τους συνειδητοποιούμε, αλλά συνειδητά ή υποσυνείδητα παίζουν ένα σημαντικό μέρος στο να μας κάνουν καλύτερους στο να αντιμετωπίζουμε τη ζωή.''
Το καινούριο άλμπουμ των MECHANIMAL κυκλοφόρησε στις 4.1.2016, λέγεται ''ΔΠΔ''' και φυσικά ο τίτλος υπονοεί όσα περιγράφει παραπάνω, το δελτίο τύπου για το ΔιΠοΔο θηλαστικό που υπάρχει σε αυτό τον πλανήτη και είτε ευεργετεί, είτε μεταλλάσσει τον πλανήτη πάνω στον οποίο ζεί.
Είναι το τρίτο κεφάλαιο στην πορεία του πιο μακροβιότερου σχήματος που είχε ο Γιάννης Παπαϊωάννου ποτέ και η σύνθεση έχει μεταβληθεί και πάλι.
Ο αρχικός κιθαρίστας Τάσος Νικογιάννης επιστρέφει και μαζί με τον Κώστα Ματιάτο είναι στις κιθάρες. Ο Γ. Παπαϊωάννου παραμένει φυσικά στη γενική εποπτεία των πάντων και μαζί τους είναι η Ελένη Τζαβάρα (Etten, FILM και λίγο με την Λένα Πλάτωνος) στα φωνητικά, η οποία φέρνει νέα δεδομένα στον ήχο του σχήματος.
Ακούγοντας το άλμπουμ τα καινούρια στοιχεία που ενσωματώνονται στη βασική ιδέα που ακολουθεί το σχήμα από την αρχή φαίνονται ξεκάθαρα. Ο ήχος είναι πιο μαλακός, πιο ελαφρύς σε χροιά με τα νέα φωνητικά χωρίς να φτάνει στα όρια της ποπ. Κρατά τη σκοτεινή ηλεκτρονική του υφή αλλά πλέον είναι πιο διευρυμένος και πιο προσβάσιμος από ποτέ. Οι κιθάρες για άλλη μια φορά παραμένουν ισχυρό χαρτί στον ήχο του σχήματος και δημιουργούν μια λειτουργική βάση θορύβου και έντασης που στέκει σε ίσες αποστάσεις από τα φωνητικά αλλά και από τα ηλεκτρονικά μέρη των συνθέσεων και δίνει ξεχωριστό τόνο και σε αυτό το άλμπουμ. Η γενική εικόνα είναι ότι είναι ο περισσότερο εύκαμπτος και πολυχρωματικός δίσκος του σχήματος. Η ακρόαση μετατρέπεται σε ένα φαντασιακό ταξίδι στους ήχους που εξακολουθούν να έχουν τις βάσεις στους στο electro/post pank και new wave/kraut παρελθόν αλλά διαμορφώνουν ένα ενιαίο ηχητικό τοπίο με το στίγμα του σχήματος ισχυρότερο από ποτέ. Φυσικά δεν είναι κλειστό αλλά από πεποίθηση αφήνει παράθυρα εξέλιξης και προσεγγίζει ποικίλες εκφράσεις για το επόμενο βήμα. Οι ανατολίτικες επιρροές στο οργανικό ''Ferrum'' για παράδειγμα, είναι κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που ξέρατε σαν MECHANIMAL ως τώρα και λειτουργούν σε σημείο να κάνουν τη σύνθεση μια από αυτές που ξεχωρίζουν.
Περισσότερα συναισθήματα και λιγότερο σκοτάδι μπορούν πλέον να βγουν στην επιφάνεια όπως τρυφερότητα (''Thistlemilk'', ''Search The Woods'').
Υπάρχουν τραγούδια όπως το ''Illuminations'' και το ''Winter Mute'' που δείχνουν ότι οι ρυθμικές αρετές και ποιότητες του σχήματος είναι σε εξαιρετικό επίπεδο και μάλιστα αυτά τα δύο συγκεκριμένα κομμάτια ίσως και να γίνουν από τα κορυφαία ζωντανά τους τραγούδια ή με λίγη προώθηση ακόμα και χιτ! Ειδικά ο παλμός του ''Illuminations'' είναι τέτοιος που με δυσκολία συγκρατιέται για να μην πετάξει έξω από το ηχογραφημένο κλουβί του..
Πιστεύω πάντα ότι η φωνή του πρώτου τους τραγουδιστή Freddie F. είναι ανεξίτηλα δεμένη με την όλη ιδέα του σχήματος σε σημείο που αν υπήρχε σκληρός πυρήνας οπαδών να μην ήταν τόσο ευχαριστημένος από την αλλαγή.
Η χροιά της φωνής της Etten διευκολύνει τη μετάβαση και είναι σίγουρα περισσότερο ταιριαστή με τις συγκεκριμένες συνθέσεις όμως εδώ αντιλαμβάνομαι ότι ίσως χρειάζεται περισσότερη συναισθηματική/βιωματική εμπλοκή από την τραγουδίστρια στο σχήμα για να βγει στην επιφάνεια η αίσθηση της ολότητας που υπήρχε στους δύο προηγούμενους δίσκους.
Φυσικά σε τεχνικό επίπεδο είναι ο πλέον άρτιος δίσκος που έχουν βγάλει αλλά το άγριο σκοτάδι έχει δώσει τη θέση του σε ένα πιο εξευγενισμένο ημίφως και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ξεκολλήσουμε από την αρχική Mech▲nimal αίσθηση και να συνηθίζουμε στo νέo Mechanimal προσδιορισμό.
'Εχουν κάνει reboot σε νέο επίπεδο και με νέες ανατροφοδοτήσεις όχι μόνο από το Αστικό τοπίο αλλά και από αλλού όχι απαραίτητα ορατά με γυμνό μάτι...
Υπάρχει φυσικά σταθερό το γενικό πλαίσιο και βεβαίως αν υπάρχει και φωνή τότε η κατεύθυνση προσανατολίζεται ευκολότερα σε συγκεκριμένους δρόμους που μένει να τους «περπατήσουμε» σε επόμενες κυκλοφορίες του σχήματος.
Οι Mechanimal παραμένουν η μπάντα που μπορεί καλύτερα από όλους να μετατρέπει τις Αστικές ανατροφοδοτήσεις σε σημαντική μουσική και το ''ΔΠΔ'' είναι ένας καινούριος θαυμαστός κόσμος για όλους μας....
Rating: 9 / 10
Χρήστος Μίχος
Οι Σελοφάν πατάνε στο αδύναμο σημείο μου, το κόλλημά μου, το σκοτάδι, που όπως λένε όλα είναι πιο ρομαντικά. Πράγματι όλα είναι πιο ωραία στο σκοτάδι, και ειδικά η πόλη στην οποία ζούμε και ζουν και οι Σελοφάν. Όλα γίνονται πιο όμορφα μέσα από τις σκιές και τα χαμηλά φώτα, όταν απλώνεται το πέπλο του σκοταδιού σκεπάζοντας πολλές φορές τις ασχήμιες.
Στην πρώτη πλευρά του νέου τους δίσκου έχουμε τα ξενόφωνα τραγούδια (αγγλόφωνα και γερμανόφωνα). Το εναρκτήριο "The Wheels Of Love" που ήταν προάγγελος τους δίσκου με ένα υπέροχο βίντεο, ακροβατεί ανάμεσα στο minimal synth και το darkwave, με ένα στρωτό ρυθμό, μια μελωδία να γυρνά σαν τροχός και την ερμηνεία να πλανάται με την γεύση μιας απογοήτευσης.
«Remember how it was and how we used to dream, two rebels without a cause, our youth a silent scream, of love…»
Η συνέχεια στα νυχτοπερπατήματα των Σελοφάν μας επιφυλάσσει το "Schwarz" που μέσα από μια άσκηση στο μινιμαλισμό παίζεται ένα παιχνίδι μεταξύ του άσπρου και του μαύρου, ενώ στο "Nightclub In The Sky" ο ήχος του phaser στο μπάσο μας θυμίζει τις σκοτεινές εποχές των Cure και σύρει τον μοναχικό, σχεδόν πένθιμο, χoρό σε ένα παλιό κλαμπ γεμάτο χαμένες ψυχές. Το "Orient" αναπολεί με ένα βαλς, το οποίο κάνει πολύ ελκυστικό το σχεδόν παιδικό drum machine που το συνοδεύει. Η πλευρά θα κλείσει με τις δαγκωματιές του "Snakes". Μια από τις δυνατές στιγμές του δίσκου και θεματολογικά πολύ πεσιμιστικό: «Dying in my kitchen, dying in my bed, dying in my deepest thoughts, dying in my head… Never ever smile, do just what I said, never ever smile, we’re already dead…»
Από ένα σημείο και μετά αρχίζει η παράνοια και οι ψευδαισθήσεις, μια τρεχάλα μέσα στη νύχτα, μπροστά από τα εκτυφλωτικά φώτα των αυτοκινήτων και των κλαμπ.
«Snakes on the dance floor, snakes in the U-Bahn, snakes in the bedroom, snakes on the dance floor…»
Αλλάζοντας πλευρά, βρίσκουμε ελληνόφωνα τραγούδια (και το ορχηστρικό "Μάσκα") με πρώτο το ομώνυμο "Στο Σκοτάδι", ένα minimal electro κομμάτι, αρκετά κολλητικό, με την χαρακτηριστική oriental μελωδία του συνθ. Ο Δημήτρης εδώ τραγουδάει χαμηλόφωνα, σαν να αναδύεται η φωνή μέσα από κάποια σκοτεινή γωνιά με λάγνα ερμηνεία «Στο σκοτάδι, όλα μοιάζουν λίγο πιο ρομαντικά…» μας λέει ντύνοντας το σάουντρακ ενός παρακμιακού αστικού τοπίου. Την σκυτάλη παίρνει η Ιωάννα και πάλι στα φωνητικά συνεχίζοντας αυτό το ταξίδι που μας έχουν παρασύρει μέσα στην νύχτα με το "Αλάσκα" βρίσκοντας το κατάλληλο τοπίο για το απόλυτο σκοτάδι «Νύχτα χωρίς τέλος, νύχτα χωρίς αύριο..». Ένα κομμάτι που δείχνει το σχήμα να διευρύνει την συνθετική του ικανότητα και τις επιρροές του, φανερώνοντας την περεταίρω ωρίμανση τους. Στο ορμητικό "Χορεύουμε?", που πρώτο λόγο έχει το μπάσο με ένα ασταμάτητο σπιντάτο παίξιμο, η Ιωάννα μας προτρέπει να χορέψουμε σαν να μην υπάρχει αύριο. Σε κάνει θα θέλεις να κινείσαι στο ρυθμό του κτύπου του κοφτερού ταμπούρου του drum machine, με στίχους γεμάτους απελπισία και απόγνωση που δίνουν το σύνθημα για ξέφρενες χορευτικές κινήσεις. Οι ρυθμοί θα πέσουν στο "Να Φεύγεις", μια darkwave ελεγεία με ατμοσφαιρικά συνθεσάιζερ και μελαγχολική ερμηνεία που καταλήγει συγκινητική.
«Να μάθεις να φεύγεις από εκεί που δεν σου δίνουν αυτά που χρειάζεσαι, από την ασφάλεια τρύπιων αγκαλιών, να φεύγεις αθόρυβα, σιωπηλά, να μην παίρνεις τίποτα μαζί… Να εννοείς τις λέξεις σου, να απαιτείς αυτό που δίνεις να το παίρνεις πίσω, δεν τους το χρωστάς, να μάθεις να φεύγεις…»
Οι Σελοφάν αποδεικνύονται ένα πολύ συνεπές σχήμα, μιας και επέστρεψαν ακριβώς ένα χρόνο μετά το δεύτερο τους δίσκο "Tristesse" που και αυτό είχε αφήσει πολύ καλές εντυπώσεις. Με το "Στο Σκοτάδι" συνεχίζουν αυτή την καλή παράδοση και την ανοδική τους πορεία και ωρίμανση. Η συνεχόμενη δουλειά, οι πολλές ζωντανές εμφανίσεις (οι περισσότερες στο εξωτερικό και η συνέπεια στις κυκλοφορίες τους καθιστά μια υπολογίσιμη δύναμη. Τα εύσημα τα κερδίζουν και στο ότι τολμούν να χρησιμοποιήσουν πολύ περισσότερο την ελληνική γλώσσα, τη στιγμή μάλιστα που έχουν δημιουργήσει ένα αρκετά καλό όνομα στο εξωτερικό. Το πολύ ωραίο εξώφυλλο του δίσκου είναι αντιπροσωπευτικό του περιεχομένου, σκοτεινό και νυχτερινό, με τις δύο όψεις του να λένε την δική τους ιστορία. Γιατί στο σκοτάδι μπορεί να είναι όλα πιο ρομαντικά, αλλά και συνάμα επικίνδυνα…
Rating: 8 / 10
Νίκος Δρίβας
Pages