Yann Tiersen - Dust Lane
1. Amy/ 2. Dust Lane/ 3. Dark Stuff/ 4. Palestine/ 5. Chapter 19/ 6.Ashes/ 7. Till the End/ 8. Fuck me
11 October 2010 - Mute
‘Let's live in an enormous world of sound we can use randomly, with no rules at all. Let's play with sound, forget all knowledge and instrumental skills, and just use instinct - the same way punk did'
Dust Lane ή αλλιώς ένα άλμπουμ για το θάνατο καθότι κατά τη διάρκεια της ηχογράφησής του, ο Yann έχασε τη μητέρα και ένα πολύ στενό του φίλο. Παράδοξο που ο συνθέτης του καθ' όλα γλυκύτατου soundtrack της ταινίας ‘Amelie' γράφει μουσική για το θάνατο? Περιμένετε μέχρι ν' ακούσετε το 'Dust Lane' για να πειστείτε περί της αξιοπρόσεκτης φιλοσοφίας ζωής αυτού του ανθρώπου, η οποία και αποτυπώνεται στις μουσικές αυτών των 8 κομματιών. Προσωπικά θαυμάζω τους ανθρώπους που εκφράζουν με τόσο δημιουργικούς τρόπους τον πόνο τους για πράγματα σε βαθμό που να μη δημιουργούν μοιρολατρία αλλά περαιτέρω σκέψεις και κινητικότητα. Σχεδόν τους εκτιμώ...
Ενώ λοιπόν πολλοί μάλλον θα δυσανασχετήσουν και μόνο στο άκουσμα της πρόθεσης οποιουδήποτε να δημιουργήσει ένα καλλιτεχνικό έργο για το θάνατο, πόσο μάλλον μουσική, δεδομένου ότι ειδικά σε αυτό τον τομέα τα έργα έχουν συνήθως ‘άρωμα' μελαγχολίας και ‘στασιμότητας'...στην προκειμένη περίπτωση ακόμα κι εγώ εξεπλάγην πολύ ευχάριστα καθότι το αποτέλεσμα, δεδομένου ότι ο συνθέτης του είναι ο Yann Tiersen, μόνο σε ταξίδι παραπέμπει ενώ η μελαγχολία ‘κρύβεται' με εξαιρετικό σχεδόν σαγηνευτικό τρόπο έτσι ώστε και ουσιαστικά αλλά και ως άκουσμα, να μην επισκιάζει το ταξίδι. Επομένως, όσο και αν το σενάριο ακούγεται αποτρεπτικό, σας παραπέμπω να δώσετε λίγο χρόνο στο άλμπουμ αυτό.
Αν η διαδρομή στον Αχέροντα προς τον Άδη με τη βαρκούλα και τα νομίσματα κάτω από τη γλώσσα ήταν μουσική, θα ήταν το ‘Dust Lane' ή αλλιώς η ‘Λεωφόρος της σκόνης'.
Επίσης αν με ρωτούσε κάποιος αν ακούγοντας αυτή τη μουσική οι συνειρμοί μου θα είχαν κάποια σχέση με το θνησιμότητα? ‘Φυσικά και όχι ...θα απαντούσα και ακριβώς εκεί έγκειται για' μένα η επιτυχία του άλμπουμ.
Για παράδειγμα το ‘Palestine'. Ένα κομμάτι που κάνει σαφές το σημείο αναφοράς του σε ένα τόπο ασύλληπτης σφαγής και καταπίεσης και ενώ στιχουργικά απλά επαναλαμβάνει ένα ένα τα γράμματα του ονόματος αυτής της αιμάτινης περιοχής, πραγματικά θα μπορούσε να αποτελεί κάτι σαν τη μουσική κινητήρια δύναμη του ‘ μη φανατισμένου κόσμου' της Παλαιστίνης. Δικαιολογώ την παραπάνω γνώμη μου με την εξέλιξη του ρυθμού κατά τη διάρκεια του κομματιού, η οποία προσωπικά με παραπέμπει αν όχι σε επιτάχυνση κίνησης, τουλάχιστον σε παρότρυνση κλιμάκωσης ... της ελπίδας. Είναι σα να πείτε σε κάποιον να σας ζωγραφίσει την πρώτη εικόνα που του έρχεται στο μυαλό με τη λέξη ‘θάνατος', κι αυτός να σας σχεδιάσει ένα χαρταετό την ώρα που ανεβαίνει προς τον ουρανό....δηλαδή μια εικόνα που απ' την αρχή παραπέμπει σε κάτι ευχάριστο έχοντας όμως μέσα της τις έννοιες της φυγής και του ταξιδιού.
Ο ίδιος ο Tiersen πάντως είπε: ‘I ended my last tour in Gaza City, and realized that even in the most unfair situation there is hope...It is when surrounded by mess and dust that everything comes to life again.'
Ίσως μόνο τα πρώτα λεπτά των ‘Amy' και ‘Ashes' δίνουν μια πιο θλιβερή νότα στην ψυχολογική ατμόσφαιρα αυτού του άλμπουμ.
Ηλεκτρική και ακουστική κιθάρα, διάφορα έγχορδα μεταξύ των οποίων και βιολί, πιάνο, μελόντικα, μπάσο, κρουστά, toy drums, vintage analogue synth , μαντολίνο, μπάντζο και μπουζούκι
Πρώτ' απ'όλα η ενορχήστρωση που έχει κάνει ο Tiersen είναι πολύ επιτυχής κι έτσι κάθε όργανο φαίνεται πως παίζει πολύ συγκεκριμένο ρόλο, ενώ τη φωνή του ίδιου την ακούμε σε πολύ καίρια σημεία των κομματιών ομολογουμένως και με μια χροιά που δίνει μια ισχυρή αίσθηση σοφίας. Δεύτερον δε φαντάζομαι πολλοί να αναγνώρισαν ή να περίμεναν ν' ακούσουν ήχους από τα διάσημα αναλογικά synth Prophet 5 και Moog (το οποίο και ‘διαφήμισαν' οι Kraftwerk στο παρελθόν).
Αναφέρθηκα ήδη στη μουσική του άλμπουμ η οποία όμως δε θα σήμαινε τα ίδια νοήματα χωρίς τα γυναικεία χορωδιακά φωνητικά στο background τα οποία ενισχύουν την ψυχολογική ένταση που δημιουργείται όταν συνοδεύονται από τη φωνή του Yann, αφήνοντας τελικά μια πικρόγλυκη διάθεση. Η κορύφωση του άλμπουμ έρχεται σχεδόν αμέσως με το δεύτερο κομμάτι, το ομώνυμο του άλμπουμ ‘Dust Lane' όπου αναπτύσσονται όλα τα στοιχεία από άποψη τεχνικής, εναλλαγής ρυθμών και έντασης, παιξίματος οργάνων, φωνητικών, ψιθύρων και ήχων παραμορφωμένων σα να προέρχονται από ντουντούκα. Το κομμάτι κλιμακώνεται και τελικά έχει τόση δύναμη μέσα του που ο ειλικρινά μη προκατειλημμένος ακροατής θα εκπλαγεί. Στη μελαγχολική μελόντικα στην αρχή του κομματιού, αναγνωρίζουμε ίσως στοιχεία από τη μουσική της Amelie. Εξαιρετική ατμόσφαιρα βάθους δημιουργεί το παίξιμο της ηλεκτρικής κιθάρας για περίπου μισό λεπτό ενώ η δραματοποίηση κορυφώνεται κοντά στο δεύτερο λεπτό με το ‘χρωματισμένο' παίξιμο πιάνου μαζί με ηλεκτρική κιθάρα, προσφέροντας μελωδίες που μέχρι πριν λίγο δε μπορούσαμε να προβλέψουμε. Πόσο μάλλον τα φωνητικά που ξεκινούν αλλοιωμένα και σχεδόν σπαρακτικά στο επόμενο λεπτό και τα οποία μαζί με τις χορωδιακές γυναικείες φωνές, δημιουργούν μια αίσθηση τραγικότητας από άποψη συναισθήματος...Νομίζω πως πρόκειται για το καλύτερο κατευόδιο που έχω ακούσει.
Προσπαθώ από την πρώτη ακρόαση να διώξω από το μυαλό μου την εικόνα ανθρώπων να σπρώχνουν μια βάρκα με ένα νεκρό μέσα σ' ένα ποτάμι. Είναι η πρώτη εικόνα που είχα με το άκουσμα των γυναικείων φωνητικών...και την οποία επανέφερε η μουσική εξέλιξη του ‘Ashes' μετά το δεύτερο λεπτό.
Χαρακτηριστικό είναι επίσης το τελείωμα των κομματιών και η αποφόρτιση που επιχειρείται ενώ οι ρυθμοί χαμηλώνουν οδεύοντας προς τη σιωπή και άρα τον κατευνασμό κάθε συναισθήματος. Σαν να δηλώνουν πως το ταξίδι είναι κάτι σαν τον ορίζοντα που τον βλέπουμε να ‘σβήνει' μέσα στη θάλασσα σαν δηλαδή ο προορισμός κάθε ταξιδιού να είναι μια προσωρινή ανάπαυλα πριν τη συνέχεια.
Τελευταίο κομμάτι και κάτι σα μηδενισμός...
Τι λέγαμε για όλο το άλμπουμ ως τώρα? Ξεχάστε το ή μάλλον ξεχάστε αυτό το συγκεκριμένο κομμάτι! Ο ίδιος δίνει μια κλωτσιά και τα τινάζει όλα στον αέρα, ό,τι είπε, ότι εξέφρασε, ό,τι ήθελε να υπαινιχθεί και ό,τι δεν πρόλαβε να πει μουσικά ή στιχουργικά. Προσωπικά αισθάνθηκα σαν κάποιος να μου έδωσε μια δυνατή μπουνιά...Ο λόγος για το ‘Fuck Me'. Ας πω απλά ότι κατ' εμέ πρόκειται για κομμάτι που αρχικά σκεφτόμουν μήπως απλά ξέπεσε στην playlist και δεν είναι αυτού του άλμπουμ ούτε του Yann Tiersen. Σε μια ανεξήγητα χαρούμενη διάθεση ίσως με μια δόση ειρωνείας που σ' εμένα φαίνεται ακατανόητη σε σχέση με όσα έχουν προηγηθεί ακούμε τους παρακάτω στίχους: ‘...love me love me love me make me love again...' και στη συνέχεια ‘Fuck me fuck me make me come again'. Αφήνω σ' εσάς να με διαφωτίσετε ως προς το νόημα αυτού του κομματιού σε συνδυασμό με όλα τα προηγούμενα και ως προς τη σημασία της θέσης του ως τελευταίου κομματιού του άλμπουμ. Εγώ πια έχω μάθει να μην εκτίθεμαι όταν μένω άναυδη.
Και όλ'αυτά για να μην πω απλά ‘ορίστε ένα δείγμα ιδιοφυούς μουσικής αναρχίας πώς ακυρώνει κάθε είδους κατηγοριοποίηση στα υπάρχοντα (?) μουσικά είδη, το αποτέλεσμα του συνδυασμού τόσων μουσικών οργάνων στα χέρια ενός επαγγελματία μουσικού, ανθρώπου που εμπνέεται δημιουργικά από τη ζωή και το θάνατο...'
Σας αφήνω με τις λέξεις του ίδιου...
‘Not a sad thing, but a colourful thing - an experience sometimes painful, but also joyful...'
Rating: 7 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Y\ann Tiersen official
O.Children - O.Children
1.Malo 2.Dead Disco Dancer 3.Heels 4.Fault line 5.Smile 6.Ezekiel's son 7.Ruins 8.Radio waves 9.Pray the soul away 10.Don't dig
12 July 2010 - Deadly People
Χμμμ...Δύσκολα τα πράγματα. Λοιπόν, ας ξεκινήσουμε από τα βασικά: πρόκειται για έναν αρκετά καλό δίσκο. Το πρόβλημα είναι, ότι μάλλον είναι κάποιος μπερδεμένος εδώ και μπερδεύει και τους υπόλοιπους (εμάς δηλαδή).
Ακούγοντας το πρώτο σινγλάκι του δίσκου (Dead disco dancer - όχι, δεν είναι αυτός που σκόπευαν να σκοτώσουν οι Smiths), σε μπερδεύει καταρχάς η φωνή. Κάνεις την καρδιά σου πέτρα και περιμένεις και το ρεφρέν, μπας και δεν άκουσες καλά. Και όμως, καλά είχες ακούσει. Η φωνή του τύπου "γκοθίζει" ασύστολα. Σίγουρα αταίριαστο με το μουσικό ύφος του τραγουδιού, παρόλα αυτά όμως, καθόλου (ή μάλλον ελάχιστα) ενοχλητικό. Το μεγάλο σοκ βέβαια έρχεται μόλις δει κάποιος το βίντεο του συγκεκριμένου κομματιού. Φωνή Peter Steel (λέμε τώρα) σε συσκευασία Chuck Berry. Interesting...
Ο δίσκος κινείται σε πιο ήρεμα και γνώριμα νερά απ'ότι το σινγκλάκι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυτό που ακούς είναι αναμενόμενο. Τα φωνητικά βέβαια λίγο μαλακώνουν, αλλά όλα τα άλλα παραμένουν ίδια: σκοτεινό indie με αρκετές πινελιές new wave και μία κουταλιά post punk, γεμάτο νεύρο αλλά και γεμάτο cliché, στα μονοπάτια που είχαν πρωτοβαδίσει οι White lies πριν κάνα δύο χρόνια (αν και το όλο εγχείρημα μοιάζει λίγο πιο βρώμικο αλλά και τσαπατσούλικο από το Farewell to Fairground, με σαφώς περισσότερα σκοτεινά στοιχεία, περισσότερη κιθάρα, λιγότερα σύνθια και σίγουρα όχι τόσο εντυπωσιακό - τελικά μήπως δεν μοιάζουν τόσο πολύ;) που προσπαθεί ταυτόχρονα να κλέψει λίγo από τον -καλώς εννοούμενο- θόρυβο που κάναν τα τελευταία χρόνια οι Horrors με την ανάνηψη του σκοτεινού ήχου για τα "αυτιά των μαζών" (έδω βέβαια οι όποιες ομοιότητες περιορίζονται στο ύφος και όχι στον ήχο των O.Children) .
Σχεδόν κανένα κομμάτι δεν είναι ουσιαστικά αδιάφορο, όλα είναι (εύκολα κιόλας) άνω του μέτριου, αλλά όπως είναι φυσικό, κάποια ξεχωρίζουν περισσότερο: Radio Waves (ένα νευρωτικό new wave ντελίριο που δείχνει όλη την ικανότητα αλλά και την ανισορροπία των O.Children, μακράν το καλύτερο του δίσκου και ένα από τα καλά της χρονιάς), Malo (ανοίγει με τον καλύτερο τρόπο το album, πολύ πολύ ώριμο), Pray the soul away (όμορφη και σκοτεινή βρωμιά, ίσως το κομμάτι που αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο την διαφορετικότητα των φωνητικών) και Fault Line (μάλλον η πιο γήινη -για τα δεδομένα του indie στα 00's- στιγμή του δίσκου, βατή και αναμενόμενή όπως λέγαμε και παλιά αλλά καλοφτιαγμένο από κάθε άποψη), κερδίζουν την κούρσα με τα υπόλοιπα κομμάτια και έχουν και μία ενιαία γραμμή, κάτι το οποίο δεν μπορούμε να ισχυριστούμε για το υπόλοιπο του δίσκου. Κατά πόδας ακολουθεί το Smile (δεν είναι καθόλου κακό, υποτονικό όσο χρειάζεται αλλά κάτι του λείπει ρε γαμώτο, ίσως και κάτι - ένα μέτριο ρεφρέν ας πούμε- να του περισσεύει), λίγο πιο πίσω το Ruins (που μοιάζει σαν να μην προλαβαίνανε και να έβαλαν στον δίσκο την demo version του κομματιού) και το - σε εντελώς δική του φάση (όπως κάθε κλείσιμο album που σέβεται τον εαυτό του) - Don't dig. Τα υπόλοιπα τραγούδια μοιάζουν σαν να έχουν γραφτεί για άλλον δίσκο, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητα μειωτικό για την αξία τους.
Αντί επιλόγου, τρία σημεία που πρέπει να αναφερθούν:
1. Πανέμορφο εξώφυλλο που όμως (ώ τι έκπληξη) μοιάζει παράταιρο με τον υπόλοιπο δίσκο.
2. Το O.Children έχει την πρωτοτυπία (πλέον) να μην ανοίγει με τα καλά του κομμάτια, αλλά να τα έχει διάσπαρτα (όπως συνέβαινε κατά κόρων παλιά και κατ'εξαίρεσην πλέον).
3. Τιμή και δόξα από για ένα συγκρότημα που πήρε το όνομα του (ναί, σωστά μαντέψατε) από τραγούδι των Bad Seeds, αλλά σίγουρα πολύ μεγαλύτερη τιμή και δόξα (και σεβασμό) για το προηγούμενο όνομα του συγκροτήματος που ήταν Bono must Die!
Rating : 7 / 10
Kiko Παπαδόπουλος
PVT - Church with No Magic
01. Community / 02. Light Up Bright Fires / 03. Church With No Magic / 04. Crimson Swan / 05. Window / 06. The Quick Mile / 07. Waves And Radiation / 08. Circle Of Friends / 09. Timeless / 10. Only The Wind Can Hear You
19 July 2010 - Warp
Μήπως βρέθηκε η μουσική απάντηση για τους Αμερικανούς Trans Am; Μήπως το τρίο από την Αυστραλία, που άκουγε μέχρι πρότινος στο όνομα Pivot, είναι αυτό που αναζητούσε η Warp για να γίνει η πιο ολοκληρωμένη εταιρεία παγκοσμίως, όσον αφορά την ποικιλία των μουσικών επιλογών της; Μήπως αυτό το συνονθύλευμα μουσικών προτάσεων που μας συστήνουν τα αδέλφια Pike και ο Dave Miller, αποπροσανατολίζει τον ακροατή; Αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα που σας ταλανίζουν για το συγκρότημα αυτό, θα απαντηθούν -το ελπίζω- ευθύς αμέσως.
Η αρχή έγινε το 2005 με την κυκλοφορία του Make Me Love You, για να έρθει το συμβόλαιο με την Warp τρία χρόνια αργότερα και το δεύτερο άλμπουμ τους O Soundtrack My Heart είναι πια γεγονός. Ο Lawrence Pike άφησε -για λίγο, για πολύ... θα δείξει- τους συμπατριώτες του τζαζίστες Triosk, για να συνεχίσει να ταλαιπωρεί τα τύμπανα, αυτή την φορά στο πλάι του αδερφού του Richard ( μπάσο, κιθάρα, φωνητικά ), ενώ τα δύο αδέρφια από το Σίδνεϊ, τα πλαισίωσε ο Dave Miller, για να ασχοληθεί με το ηχητικό σκέλος της μπάντας, που ακούει στο όνομα "synthesizer vs laptop" ή αν προτιμάτε "analogue vs digital".
Φτάνουμε λοιπόν στο σήμερα, όπου το γκρουπ είναι κάπου χαμένο μεταξύ Σίδνεϊ / Περθ / Λονδίνου, αλλά αυτό δεν θα το εμποδίσει να κυκλοφορήσει την τρίτη ολοκληρωμένη δουλειά του με τίτλο, Church With No Magic και να περιοδεύσει για αρκετό καιρό στις ΗΠΑ. Σε ένα από τα μικρότερα full length άλμπουμ όλων των εποχών -αφού δεν ξεπερνά τα 38 λεπτά- έχουμε την δυνατότητα να ακούσουμε / απολαύσουμε τόσα μουσικά είδη, όπου στο τέλος, αυτή η οργασμική ακρόαση μάς πηγαίνει πότε σε βαριά ατμοσφαιρικά κομμάτια, και πότε μας προκαλεί σωματικούς κλυδωνισμούς με τους ρυθμούς που δημιουργεί. Σε αυτό βέβαια ελλοχεύει και ο κίνδυνος να ζαλιστούμε. Τουλάχιστον με τη προβολή του video clip Window, προσωπικά μια ζαλάδα την ένιωσα. Δε γνωρίζω αν υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος και δεν χρησιμοποιούσαν τα φωνητικά στις προηγούμενες δουλειές τους, όμως σε αυτό το άλμπουμ ο Richard Pike κυριολεκτικά δεν αφήνει το μικρόφωνο. Και καλά κάνει εδώ που τα λέμε. Η φωνή του είναι υπέροχη και ξέρει να χρησιμοποιεί σωστά το reverb, αλλά και να σέβεται μία κορυφαία φυσιογνωμία. Αυτή του Alan Vega, των Suicide. Χωρίς να γίνεται κουραστικός, η χρήση αυτών τον φωνηέντων, που ήταν χαρακτηριστικό του νεοϋορκέζου, δίνουν χρώμα και περισσότερο ζωή στο Church With No Magic. Οι ικανότητες του Lawrence Pike στα ντραμς γίνονται κατανοητές και από τον πιο δύσπιστο, στο Quick Mile, ενώ στη μυσταγωγία του Crimson Swan, υπάρχουν οι εκφάνσεις των Joy Division, κάνοντας το κομμάτι την κορυφαία στιγμή του άλμπουμ.
Δεν λείπουν όμως και τα πιο δυναμικά τους κομμάτια, όπως το Light Up Bright Fires και το Window, εκεί όπου θα δούμε να συναντιέται η οξυδέρκεια του space rock των Trans Am με την εκλεπτυσμένη αγριότητα των These New Puritans. Ακούγοντας τα 10 κομμάτια του άλμπουμ, ανακαλύπτουμε συνεχώς επιρροές που ξεκινούν από τον Vangelis και τον Jean Michelle Jarre, και φτάνουν μέχρι τους Daft Punk και τους Animal Collective, κάνοντας αν μη τι άλλο άκρως συναρπαστική την ακρόαση του Church With No Magic.
Απαλείφοντας τα φωνήεντα από το όνομα τους και λανσάροντας πλέον το όνομα PVT αντί Pivot, δεν έκαναν το ίδιο με την μουσική τους, η οποία εν αντιθέσει με το όνομα τους, εμπλουτίστηκε ποικιλοτρόπως. Πρωτίστως στιχουργικά, ενώ και μεγαλύτερη ισορροπία επήλθε στο γκρουπ με την σωστή κατανομή των ρόλων του καθενός, με αυτό να έχει ως αποτέλεσμα την δημιουργία μουσικής ταυτότητας στο σχήμα.
Δεν ξέρω αν κατάφερα να απαντήσω στα ερωτήματα που έθεσα στην αρχή του κειμένου ή σε κάποια άλλα που ενδεχομένως σας δημιουργήθηκαν κατά την διάρκεια. Αν ναι, έχει καλώς. Αν από την άλλη δεν έφτασα στο επιθυμητό αποτέλεσμα, ίσως τότε θα πρέπει να περιμένετε μέχρι την επόμενη δουλειά των PVT, που μπορεί να έχουν οι ίδιοι τις απαντήσεις στα ερωτήματά σας.
Νίκος Τσίνος
PVT @
Myspace
Aural Vampire - Zoltank
01. フレアスタック / 02. 湘南族 -cannibal coast- / 03. Freeeeze!! / 04. V. マドンナスキゾイド / 05. 69 Balloons / 06. Transcrypt / 07. Hot Blood Workout / 08. Innsmouth / 09. Border of the Dead / 10. voodoovocoder / 11. スリヰクフ / 12. PNFPN / 13. Economical Animal Superstar / 14. Darkwave Surfer / 15. カイドク / 16. MAD SPORTS
5 May 2010 (Japan), November 2010 (Europe) - Avx Trax / Ankhama
Δεν εκπλάγηκα όταν είδα τους Aural Vampire να διανέμονται στα Fnac: η λατρεία των γάλλων για οτιδήποτε γιαπωνέζικο είναι ικανή να τους κάνει να αγοράσουν πιο εύκολα κάτι αστείο synthopop/EBM από την Ιαπωνία απ' ότι από τη Γερμανία. Αυτό που με εξέπληξε ήταν η συνειδητοποίηση ότι αυτή η διανομή βασίζεται στη συνεργασία των Aural Vampire με την πανίσχυρη και εξαιρετικά mainstream στην Ιαπωνία Avex Trax, που έχει στο ενεργητικό της ίσως περισσότερους j-pop καλλιτέχνες και από τη Sony.
Το ενδιαφέρον μου για αυτό το περίεργο συγκρότημα αναζωπυρώθηκε και, σε συνδυασμό με αυτά που άκουσα όταν πέρασα το cd στον υπολογιστή, με οδήγησε στο να ψάξω λίγο παραπάνω την ιστορία τους: μια ιστορία επιμονής και προσπάθειας, ασυνήθιστης για ένα συγκρότημα που μοιάζει τόσο αστείο.
Το άλμπουμ τους που γνώριζα βγήκε το 2004, και ανακάτευε ένα σωρό διαφορετικά ηλεκτρονικά είδη. Αν και το single vampire ecstasy ήταν ξεκάθαρα στο χώρο του EBM, στα υπόλοιπα κομμάτια υπήρχε μια διάθεση για ανακάτεμα από rave ως darkwave και ένας κοινό νήμα παιχνιδιάρικων γυναικείων φωνητικών που έφερναν αναπόφευκτα το μυαλό προς τη j-pop. Η παραγωγή φαινόταν ότι ήταν «σπιτική» και το τελικό αποτέλεσμα μετά βίας ξεπερνούσε τα όρια του «ανεκδότου με όμορφη τραγουδίστρια». Προς τιμήν τους, αντί να βυθίσουν τα τραγούδια σε μια μισανθρωπία και μαυρίλα όπως συμβαίνει συνήθως, είχαν σαφέστατη αίσθηση του χιούμορ (darkwave surfer!).
Κάποιος στην Avex Trax φαίνεται ότι είδε τις δυνατότητές τους, ειδικά για πωλήσεις εκτός Ιαπωνίας, και σύντομα υπέγραψαν σε αυτήν. Το εντελώς κιτς και αστείο βίντεο του freeeze!! (προηγούμενη έκδοση του Freeeeze!!, προσοχή στον αριθμό των e!) αναρριχήθηκε σύντομα σε 5ψήφιο αριθμό προβολών, και σιγά σιγά μαθεύτηκαν από στόμα σε στόμα. Το επόμενο βήμα ήταν μια περιοδεία (αυτή τη στιγμή στις ΗΠΑ) και ένα νέο άλμπουμ.
Δεν αμφιβάλλω ότι θα περάσω καλά αν τους δω live. Η πραγματική πρόκληση είναι στη μουσική που είναι σε θέση να γράψει ένα τόσο περίεργο συγκρότημα, που δηλώνει ότι γράφει synthpop, darkwave, EBM και industrial μέσα στους κόλπους της Avex Trax. Κατ' αρχήν, κάποιοι από τους σκληρότερους ρυθμούς και beats του πρώτου άλμπουμ εξαφανίστηκαν στο Zoltank, οπότε οι ελπίδες για EBM και industrial είναι φρούδες: βρίσκουν αντίκρισμα μόνο στο beat του V. マドンナスキゾイド και του Darkwave Surfer. Από το πρώτο συνθ του フレアスタック γίνεται σαφές ότι η Avex Trax, αν και σαφέστατα βελτίωσε την παραγωγή και την ποικιλία των ήχων, μετακίνησε τις συχνότητες προς τα πάνω, για να κάνει το Zoltank πιο ραδιοφωνικό. Στη Γαλλία τούς λανσάρανε ως gothic electro pop, και έπεσαν σαφέστατα πιο κοντά: το τελικό αποτέλεσμα είναι γρήγορη edgey synthpop με γυναικεία φωνητικά. Αν ξεχάσουμε πόσο θυμίζουν τα φωνητικά την j-pop και προσέξουμε τη μουσική, θα δούμε ότι σε κάποια σημεία η ενορχήστρωση και οι drumlines γίνονται πιο κλασσικές (Transcrypt, PNFPN), ενώ σε άλλα (Hot Blood Workout) ο μουσικός του συγκροτήματος, ο Raveman, ψαρεύει σε πολύ μακρινές θάλασσες. Πολύ συχνά το αποτέλεσμα είναι έξυπνο, και ας είναι τόσο, μα τόσο χαζοχαρούμενο.
Είναι δύσκολο να περιγράψω σε ποιον απευθύνεται αυτό το cd: αν είστε ταυτόχρονα φαν του γενικότερου electro και της j-pop, δεν πρόκειται να περάσει απαρατήρητο. Αν θέλετε λίγο «γοτθικό χαβαλέ» σε στυλ Blutengel, οι Aural Vampire είναι σαφώς λιγότερο γοτθικοί, αλλά και λιγότερο ντίβες, και μπορούν να γίνουν σαφέστατα συμπαθείς, ειδικά στα live τους. Σε κάθε περίπτωση, είναι από τα συγκροτήματα που βοηθούν να ξυπνήσει στην Ιαπωνία το ενδιαφέρον για τον σκοτεινό εναλλακτικό ηλεκτρονικό ήχο, πέραν του japanoise - ενδιαφέρον που βλέπουμε στις συνεργασίες της Alfa Matrix με Ιαπωνικές εταιρείες. Νομίζω ότι δεν θα αργήσει αυτή η ανταλλαγή ιδεών να γεννήσει πολύ ενδιαφέροντα και πρωτότυπα άλμπουμ, όπως έχει γίνει στο παρελθόν με τον εναγκαλισμό άλλων μουσικών ειδών από τους ιάπωνες παραγωγούς (βλ. bossa nova και house).
Rating: 7,3 / 10
tec-goblin
Aural Vampire @ Myspace
I Like Trains - He Who Saw The Deep
01.When We Were Kings 02.A Father's Son 03.We Saw The Deep 04.Hope Is Not Enough 05.Progress Is A Snake 06.These Feet Of Clay 07.Sirens 08.Sea Of Regrets 09.Broken Bones 10.A Divorce Before Marriage 11.Doves
25 October 2010 - ILR
Μαθαίνοντας ότι το φετινό άλμπουμ των I Like Trains είναι ουσιαστικά self-released (η ILR είναι ουσιαστικά οι ίδιοι εκτελούντες χρέη δισκογραφικής) ομολογώ ότι εντυπωσιάστηκα αρκετά. Τέτοιες κινήσεις, συνηθισμένες και ίσως επιβεβλημένες για ένα συγκρότημα που κάνει τα πρώτα του βήματα, φαντάζουν ξένες για τους φίλους μας από το Leeds. Με τρεις κυκλοφορίες ήδη στο ενεργητικό τους, σημαντική συναυλιακή κινητικότητα (εντάξει, κυρίως ως support σε πιο "επιτυχημένους" συναδέλφους τους) και μία -θεωρητικά- ευρεία βάση οπαδών που εκτείνεται από τους οπαδούς του μελαγχολικού indie rock ως τους φίλους του post rock, θα περίμενα ομολογουμένως κάτι πιο εντυπωσιακό από πλευράς δισκογραφικής στέγης. Και τότε ήταν που μου κόλλησε η τρελή ιδέα: Μήπως τελικά οι I Like Trains δεν είναι τόσο σπουδαίο συγκρότημα όσο μου άρεσε να θεωρώ πως είναι;
Για κάθε μουσικόφιλο η πρώτη επαφή με μία μπάντά είναι κάτι λίγο παραπάνω από το ήμισυ του παντός. Με το EP Progress Reform του 2006 οι iLiKETRAiNS έκαναν μία θριαμβευτική είσοδο στη μουσική επικαιρότητα, υιοθετώντας ένα μελαγχολικό αλλά ταυτόχρονα μεγαλοπρεπή τρόπο γραφής, ένα υβρίδιο Piano Magic και God Is An Astronaut που δύσκολα μπορούσε κανείς να απορρίψει. Το Elegies to Lessons Learnt που ακολούθησε κινήθηκε σε ακόμα πιο σκοτεινά μονοπάτια, καταπιανόμενο με ιστορίες ήττας, αποτυχίας, απογοήτευσης και κατορθώνοντας ταυτόχρονα να ακούγεται εξίσου επικό και μεγαλεπίβολο. Αν μη τι άλλο, δεν επέλεξαν και τον πιο τετριμμένο δρόμο για να δομήσουν την καριέρα τους. Η πολυπόθητη αναγνώριση ωστόσο δεν ήρθε - παρά την αναμφισβήτητη καλλιτεχνική τους αξία και το συναισθηματικό βάθος των δημιουργιών τους, παρέμειναν ένα λίγο-πολύ άσημο συγκρότημα που δεν κατάφερε να ξεχωρίσει από τον σωρό. Προς τιμήν τους, δεν αρκέστηκαν σε χιλιοειπωμένες (και εν πολλοίς, βέβαια, σωστές) δικαιολογίες περί του μουσικού και δισκογραφικού κατεστημένου που δύσκολα αφήνει ένα μικρό συγκρότημα να ορθοποδίσει, αλλά αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν μια μικρή και αρκετά θαρραλέα αλλαγή πλέυσης: Ενώ στο Elegies... το βάρος είχε δοθεί στο αριστοτεχνικό στήσιμο της σωστής ατμόσφαιρας, η φετινή κυκλοφορία επικεντρώνεται στα ίδια τα τραγούδια.
Μη φανταστείτε καμία δραματική και εντυπωσιακή μεταμόρφωση, αλλά περισσότερο ένα σύνολο μικρών αλλαγών με σκοπό να φρεσκάρουν τον ήχο τους. Από τα δύο πρώτα tracks του δίσκου, όπου είναι εμφανέστατη η υφολογική διαφοροποίηση μεταξύ του ελεγειακού, σχεδόν εμβατηριακού When We Were Kings και του γήινου, νευρώδους και σαφώς δομικά απλούστερου A Father's Son φαίνεται ότι όλη η προσοχή είναι στραμμένη στη δημιουργία κομματιών με αρχή, μέση και τέλος, κομματιών που να μπορούν να σταθούν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Εγχείρημα αρκετά δύσκολο όχι μόνο για τους I Like Trains αλλά και για την πλειοψηφία των συγκροτημάτων - η υφολογική συνοχή ενός άλμπουμ, εξάλλου, είναι ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό καμουφλάζ για όποια ατέλεια και συνθετική δυστοκία περιέχεται μέσα σε αυτό. Και όμως, αυτό το δύσκολο εγχείρημα οι I Like Trains αναλαμβάνουν να το διεκπεραιώσουν με φυσικό και σχεδόν αβίαστο τρόπο. Κάπως έτσι γεννήθηκαν οι τρεις ίσως όχι καλύτερες αλλά σίγουρα πιο radio-friendly συνθέσεις που έχουν δημιουργήσει στην ιστορία τους: Τα Sirens, These Feet of Clay, Progress Is a Snake είναι κομμάτια σφριγηλά, νευρώδη, δυναμικά, έχοντας δύναμη, μελωδικότητα και εναλλαγές στις ιδανικές αναλογίες, δείγμα του πόσο έχει ωριμάσει συνθετικά η μπάντα. Όχι μόνο δεν ανακυκλώνουν το στυλ που τους καθιέρωσε αλλά δείχνουν διάθεση να εξερευνήσουν νέα μονοπάτια, να μπουν στα "χωράφια" των Editors και των Interpol χωρίς να έχουν την ανάγκη να κοπιάρουν τίποτα αλλά παίζοντας καθαρά με τους δικούς τους κανόνες. Και το πετυχαίνουν αυτό χωρίς να θυσιάσουν το μελαγχολικό στυλ γραφής τους - απλά, το μαύρο χρώμα τους έχει αυτή τη φορά έναν λίγο πιο φωτεινό τόνο. Καταθέτουν έτσι την πιο προσγειωμένη και χαμηλών τόνων δουλειά τους, με τις πλέον γήινες ενορχηστρώσεις και ελάχιστα "καλούδια" από το μαγικό καπέλο του παραγωγού και δε χάνουν καθόλου από την ουσία τους ως συγκρότημα. Μαγκιά τους.
Χωρίς να σπάσεις αυγά, βέβαια, δε γίνεται ομελέτα. Και στην προκειμένη περίπτωση, η προσγείωση που επιχείρησαν στον ήχο τους έχει επιφέρει και κάποιες παράπλευρες απώλειες: Οι συνθέσεις τους, όντας πιο γυμνές και χάνοντας σε έναν βαθμό τον επικό χαρακτήρα που κυριαρχούσε σε προηγοούμενες δουλειές τους, μένουν σε ορισμένα σημεία μετέωρες και λιγάκι αμήχανες. Στα We Saw the Deep, Doves και Hope Is Not Enough αυτό γίνεται περισσότερο εμφανές - αν και αριστοτεχνικά δομημένα, τελειώνουν αφήνοντας διάχυτη μια ανικανοποίητη αίσθηση που απείχε στις προηγούμενες δουλειές τους. Αντιθέτως, το oκτάλεπτο Sea of Regrets σέβεται όσο πρέπει την κληρονομιά τους, κλιμακούμενο με αργό αλλά όμορφο και επιβλητικό τρόπο. Αναμενόμενες παιδικές ασθένειες: Με τον καιρό θα μπορέσουν να φτάσουν στο σημείο όπου ακόμα και μία ακουστική (γιατί όχι;) σύνθεσή τους θα έχει αυτόφωτο δυναμισμό. Ή αν με την επόμενη δουλειά τους επιστρέψουν στο δρόμο των πολύπλοκων ενορχηστρώσεων, θα ξέρουν ότι η ικανότητά τους να γράφουν ένα ωραίο κομμάτι υφίσταται ανεξαρτήτως του πόσο πολύπλοκο θέλουν οι ίδιοι να ακούγεται. Το He Who Saw the Deep αποδείχτηκε, στην τελική, ένα επιτυχημένο crash test. Αν οι ίδιοι δείξουν την ευφυία να αξιοποιήσουν τα όσα έμαθαν από αυτό, δεν έχουν να χάσουν τίποτα.
Για να επανέλθω στο αρχικό ερώτημα, όμως, είναι τελικά οι I Like Trains ένα μικρό συγκρότημα; Ίσως ναι, λαμβάνοντας υπ' όψιν τα εμπορικά μεγέθη, τις πωλήσεις, τις προοπτικές για το άμεσο μέλλον. Δεν πειράζει καθόλου. Δυσκολεύομαι πολύ να ανακαλέσω στο μυαλό μου κάτι αρτιότερο μουσικά, συνθετικά, συναυλιακά (θα τους δούμε και σε λίγες μέρες) και ταυτόχρονα τόσο χαμηλού "διαμετρήματος". Η επιτυχία και η καταξίωση συνιστούν δύο ανεξάρτητες μεταβλητές και η σημασία τους ωχριά μπροστά στη χαρά να πέφτουν στα χέρια σου δουλειές όπως η παρούσα, τόσο καλοδουλεμένες, ζωντανές και κυρίως συνειδητοποιημένες. Τα χρειαζόμαστε τα λεγόμενα "μικρά" συγκροτήματα, ιδίως όταν μας παρέχουν δυσανάλογα μεγάλες συγκινήσεις.
Rating: 7,7 / 10
Κωνσταντίνος Γούλας
iliketrains official
Villa Nah - Origin
01.Time For Tea / 02. Running On / 03. Ways To Be / 04. Some Kind Of Dream / 05. All The Days / 06. Autumn Gone / 07. Kiss And Tell / 08. Way Of The Future / 09. Remains Of Love / 10. Envelope / 11. Rainmaker / 12. Emerald Hills
17 March 2010 - Keys of Life
- Θέλεις να τους κάνω κριτική; Σε ρωτάω, γιατί κυκλοφόρησε τον Μάρτιο. Εμένα μου ήρθε αυτό τον μήνα.
- Πολύ όμορφο track. Ε, κοίτα, είναι κάτι άγνωστο, δεν μας πειράζει και τόσο πότε κυκλοφόρησε. Why not? Πολύ early 80's κλίμα... OMD θυμίζει κάπως, από το πρώτο. Και Dalek I. Γενικά Liverpool early 80's. Είχαμε και καλή ομάδα τότε... lol.
Αυτός ήταν ο διαδυκτιακός διάλογος που είχα με τον κ. Μπρέλλα, για τους Villa Nah και το άλμπουμ Origin. Οφείλω να ομολογήσω ότι με έβαλε σε σκέψεις η τελευταία του πρόταση για την ποδοσφαιρική ομάδα του Liverpool, κάνοντας με να θυμηθώ τις ατέλειωτες κόντρες μεταξύ αυτής της πόλης και του Manchester. Μουσικές και ποδοσφαιρικές. Από την μία το μεγάλο λιμάνι περήφανο όπως πάντα για τους Beatles, τους Echo & The Bunnymen, τους Teardrop Explodes, τους A Flock Of Seagulls, τους Anathema και να μην ξεχάσω τους... Dead Or Alive. Το αντίπαλο δέος είχε να αντιπαρατάξει τους The Fall, τους Joy Division, τους New Order, τους Happy Mondays, τους Inspiral Carpets, τους The Stone Roses, τους Charlatans, τους Oasis... τους Lamb, τους Autechre... Σταματώ. Ο κατάλογος είναι μεγάλος. Καλύτερα η κόντρα να μείνει στα ποδοσφαιρικά, αφού εκεί ακόμη τους έχουμε. Πρωταθλήματα, Champions League, Kenny Dalglish, Steven Gerrard, ενώ από την άλλη ένας Best δε σώζει την κατάσταση.
Και τι σχέση έχουν όλα τα παραπάνω με τους Villa Nah, θα αναρωτηθείτε. Απολύτως καμία. Αλλά δε φταίω εγώ αν ο υπεύθυνος του postwave, προσπαθεί να αποπροσανατολίσει το μουσικό ενδιαφέρον του κόσμου με ποδοσφαιρικές νοσταλγίες.
Μετά τον παραπάνω εγκιβωτισμό, επανέρχομαι επί του θέματος. Όταν αντίκρισα το εξώφυλλο του Origin, σκέφτηκα πόσο ενδιαφέρον και εύστοχος, είναι ο συλλογισμός της επιλογή του artwork. Η «προέλευση» (Origin) που απεικονίζεται -δηλαδή η σχολή του Bauhaus-, με όλο αυτό το νέο ρομαντικό pop, ξεδιπλώνεται στα 12 κομμάτια του άλμπουμ. Μία νοσταλγία της χρυσής δεκαετίας του 80 στον χώρο αυτό, τότε που αυτός ο ήχος κυριαρχούσε και η ευδαιμονία που πήγαζε μέσω αυτού, ήταν διάχυτη, τόσο στον κόσμο, όσο και στους καλλιτέχνες. Ένας τρόπος έκφρασης αυτού του συναισθήματος, ή καλύτερα αυτής της κατάστασης, ήταν και η άποψη που είχαν, καλλιτέχνες και οπαδοί, στο ντύσιμο και στο μακιγιάζ τους. Αθωότητα, ξεγνοιασιά, αγάπη... συναισθήματα που εκδηλώνονταν αυθόρμητα, χωρίς καμία καθοδήγηση. Μπορεί η αναβίωση της electro pop στις μέρες μας να απασχολεί όλο και περισσότερο κόσμο, αλλά όλα εκείνα που μας θυμίζουν την δεκαετία αυτή, δεν πρόκειται να επιστρέψουν. Τουλάχιστον έχει μείνει ο ήχος, που αναπαράγεται από τους σημερινούς καλλιτέχνες για να μας φέρνει στο μυαλό εκείνες τις ημέρες. Μεταξύ των καλλιτεχνών αυτών, είναι και το συμπαθές Φιλανδικό ντουέτο.
Οι Villa Nah αποτελούνται από τους Juho Paalosmaa και Tommy Hyyppa, και όπως υποδηλώνουν και τα ονόματά τους, μας έρχονται από την Φιλανδία, η οποία πάντοτε είχε κάτι το διαφορετικό από τις υπόλοιπες Σκανδιναβικές χώρες. Τουλάχιστον στο δικό μου μυαλό. Θέλετε λίγο η γλώσσα, λίγο η νοοτροπία των ανθρώπων, μου έχει δημιουργηθεί μία εικόνα, ότι είναι πιο κοντά στην Εσθονία, παρά στην Σουηδία. Και δεν το κρίνω μόνο από γεωγραφική θέση. Μία απομόνωση την οποία αναζήτησαν από μόνοι τους. Από την χώρα λοιπόν των χιλίων λιμνών, των πολλών μουσικών καλλιτεχνών και του πρωτοπόρου, στην ηλεκτρονική τέχνη, Erkki Kuranniemi, προέρχεται και το συγκρότημα που μας απασχολεί προς το παρόν -και ευελπιστώ και στο μέλλον.
Παρόλο που είναι η χώρα του "love metal" και των Him -μην τους μπερδεύετε με τους τζαζίστες-, πίστευα ότι οι Φιλανδοί είναι ένας λαός με πιο ηλεκτρονική κουλτούρα. Σε πρόσφατη όμως συνέντευξη, οι Villa Nah δήλωσαν ότι οι ο κόσμος εκεί λατρεύει τις κιθάρες και ειδικότερα, αυτές που προέρχονται από τον χώρο του metal / hard rock / heavy. Εστίασα πάνω σε αυτή την δήλωση, και ύστερα από μία διεξοδική έρευνα που έκανα, ανακάλυψα αυτό! Ο εικόνα που είχα πλάσει στο μυαλό μου για αυτή την χώρα, αυτομάτως κατέρρευσε (και εγώ που νόμιζα ότι εκεί πάνω ακούνε Pan Sonic, Vladislav Delay, Brothomstates, Lackluster, Jimi Tenor... Μάταιες όλες οι σκέψεις μου). Και η απορία μου πλέον είναι η εξής: Τι θα γινόταν αν οι Villa Nah ήταν από την Αγγλία, ή ζούσαν στην Νέα Υόρκη; Μπορεί αυτός ο αναλογικός τους ήχος να είναι όντως πιασάρικος, αλλά σε πολλές περιπτώσεις, όλα αυτά τα electro pop συγκροτήματα ανακυκλώνουν συνέχεια τα ίδια, με αποτέλεσμα να χάνονται με τον καιρό. Εδώ όμως έχει να κάνει και το πώς προσφέρει στο κοινό το προϊόν η κάθε εταιρεία. Η Keys Of Life δεν είναι κάποιο μεγαθήριο στον χώρο της δισκογραφίας, και όπως ανέφερα και λίγο πιο πάνω, οι Villa Nah είναι... από την Φιλανδία. Οι δε Hurts, από το Ηνωμένο Βασίλειο. Η σύγκριση είναι αναπόφευκτη, αλλά και άνιση. Δεν έχει σημασία που η έμπνευση των δεύτερων εξαντλείται σε 2 / 3 κομμάτια. Ας είναι καλά το promotion, που τους έφερε μέχρι και στα Mad Video Music Awards.
Οι επιρροές -όπως τόνισε και το έμπειρο αυτί του αρχισυντάκτη- θυμίζουν πολύ OMD -συμφωνώ και επαυξάνω-, αλλά και Junior Boys θα προσθέσω με την σειρά μου, ενώ οι Skanfrom δεν μπορούν να αγνοηθούν. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι οι δεκαετία του 80, έχει συμβάλει στην διαμόρφωση του μουσικού χαρακτήρα των Villa Nah. Η φωνή του Juho Paalosmaa, συνοδεύει τον ακροατή σε εκείνη την δεκαετία, όπου υπήρχε ένας διάχυτος αυθορμητισμός στις σκέψεις των μουσικών, και αυτό αποκαλύπτεται τόσο στιχουργικά, όσο και ηχητικά, από τον Tommy Hyyppa. Η επιλογή επίσης του παραγωγού δεν είναι καθόλου τυχαία, αφού ο συμπατριώτης τους Juri Hulkkonen -γνωστός για τις house δουλειές του- έχει καταφέρει να μην αλλοιώσει το 80's συναίσθημα, αλλά να το αποδώσει με την οπτική του σήμερα. Οι στιγμές που χαρακτηρίζουν το Origin είναι πολλές, αλλά αυτές εναπόκειται στον καθένα από εμάς που ακούει τα κομμάτια και συνάμα δένεται συναισθηματικά με κάποια από αυτά. Είτε με το «φθινοπωρινό» Autumn Gone, είτε με το πιο ανέμελο Some Kind Of Dream. Στην Φιλανδία πρέπει να έχουν ήδη κάνει κάποια επιτυχία, αν κρίνω από αυτό. Ευχή μου είναι να αναγνωριστούν και από τον υπόλοιπο κόσμο, αφού εμάς θα μας απασχολήσουν σίγουρα και στο μέλλον.
Υ.Γ. Μα καλά... πού θυμήθηκες τους Dalek I!!!
Νίκος Τσίνος
Villa Nah @
Myspace
Abbie Gale - No Inspiration
01 Seasons / 02 Born To Be A Star / 03 Made From Crystal / 04 Love For Seagulls / 05 Say / 06 L + F / 07 Terry-Torry-A-List / 08 Mind the Gap / 09 Goodbye Sunshine / 10 When / 11 No Inspiration
25 October 2010 - Inner Ear
An introduction:
Δεν νομίζω ότι οι Abbie Gale χρειάζονται συστάσεις, μετά από επτά χρόνια παρουσίας στην μουσική σκηνή της Ελλάδας και με τρεις δίσκους στο ενεργητικό τους νομίζω ότι έχουν γνωριστεί με την όποια indie κοινότητα υπάρχει σε αυτόν τον τόπο. Σίγουρα δεν είναι το τελευταίο hype γεγονός, αλλά ποιός νοιάζεται τελικά για όλα αυτά; Οι Πατρινοί είναι ένα συγκρότημα που το τοποθετώ στην καρδιά μου δίπλα στους Piano Magic. Δεν προσπαθώ να τους συγκρίνω μουσικά με αυτούς αλλά όπως οι Piano έτσι και οι Abbie Gale κυκλοφορούν δίσκους που πραγματικά δεν μπορούν να σε αφήσουν αδιάφορο και τουλάχιστον εμένα με συγκινούν με μία παιδική αφέλεια. Η συνθετική τους φλέβα δείχνει μέχρι στιγμής ανεξάντλητη.
The record:
Αν το Family Life ήταν το πρωτόλειο ενός άγνωστου συγκροτήματος από την Πάτρα που προσπαθούσε να αναπνεύσει καλλιτεχνικά στην Ελλάδα, και το 2 απλά η επιβεβαίωση ότι έχουμε να κάνουμε με ένα σπουδαίο συγκρότημα, το No Inspiration είναι η αναθεώρηση της σχέσης τους με το κοινό. Πάνε, όχι ένα, αλλά πολλά βήματα μπροστά. Προσπαθούν να ξεφύγουν από τον στενάχωρο χώρο της indie pop μπάντας, διευρύνοντας τους μουσικούς τους ορίζοντες, κάτι που άλλωστε είχε αρχίσει ήδη να διαφαίνεται από τον προηγούμενο δίσκο τους . Από το εισαγωγικό Seasons που βρίσκεται στον απόηχο των σπουδαίων Portishead μέχρι το ομώνυμο κομμάτι που σαν ένα μικρό ρέκβιεμ κλείνει τον δίσκο μέσα σε ένα ηχητικό χάος, μεσολαβούν άλλα εννέα διαμάντια.
Από την dream pop του Born to be a star, στο σχεδόν κρυστάλλινο love for seagulls, στην μετάβαση της ονειρικής μελαγχολίας του say, στο αργόσυρτο αλλά Matt Elliot L+F με τις αφηρημένες πινελιές της κιθάρας, στο ξέσπασμα των Terry Torry a list και mind the gap, τραγούδια που όπως έχω ξαναγράψει θα έπρεπε να παίζουν ασταμάτητα στο ραδιόφωνο, αν υπήρχε ραδιόφωνο στην Ελλάδα. Το goodbye sunshine μία μπαλάντα που απλώνει τον βροχερό ιστό της απώλειας στο παράθυρο μας, οδηγεί στο τέλος καί όμως νιώθεις την ανάγκη να πας ξανά στην αρχή και ξανά στο τέλος και ξανά στην αρχή....
The epilogue
Το No ispiration δεν έχει βάλει απλά πλώρη για τους δέκα καλύτερους δίσκους του 2010 κάτι που στην τελική δεν λέει και πολλά, αλλά έχει βάλει πλώρη και για την καρδιά μου. Ένας δίσκος που ούτε ένα κομμάτι δεν είναι αδιάφορο, με την Evira να εξελίσσεται σε μία από τις σημαντικότερες ερμηνεύτριες της εποχής μας. Δείχνει άνετη πλέον να τραγουδήσει σε οποιοδήποτε ύφος, πλουτίζοντας γενναιόδωρα με συναισθήματα τα τραγούδια των Abbie Gale. Με τον Salvatore πιο σίγουρο και δημιουργικό στις συνθέσεις και στους στίχους και με τα υπόλοιπα παιδιά να λειτουργούν με φαντασία στα γεμίσματα του ψηφιδωτού που λέγεται No Inspiration.
PS1 : Είναι αλήθεια ότι το link για τον δίσκο το είχα εδώ και δύο εβδομάδες, καθυστερούσα όμως επίτηδες να γράψω για αυτόν, επειδή τους τελευταίους μήνες έχω σιχαθεί να ακούω δίσκους από mp3, θέλω πια όλο το concept όπως καταλαβαίνεται ή δεν καταλαβαίνεται, artwork, στίχους την μυρωδιά του χαρτιού, όλες αυτές τις μυστηριώδεις λεπτομέρειες που για ορισμένους από εμάς είναι το ίδιο σημαντικές όπως και η μουσική. Και δεν υπάρχει πιο ταιριαστή περίπτωση από το artwork του No inspiration. Οι τόνοι του γκρίζου που κυριαρχούν σε συνδυασμό με τις φωτογραφίες αναδύουν αυτή την μελαγχολία που κυριαρχεί στους στίχους, είναι σχεδόν αλληλένδετες..
PS 2: Θα μου άρεσε να ακούσω στο μέλλον τον Salvatore να βγαίνει μπροστά στα φωνητικά.
Abbie Gale @ myspace
inner-ear shop
Rating: 8 / 10
Κώστας Λιμνιάτης
Clubroot - II-MMX
01. Orbiting / 02. Waterways / 03. Dry Cured / 04. Sjambok / 05. Toe To Toe / 06. Whistles & Horns / 07. Running On Empty / 08. Physicality / 09. Dust Storm / 10. Closure / 11. Cherubs Cry
11 May 2010 - Lo Dubs
Ως παλιός αναγνώστης του αγγλικού περιοδικού Wire, μου άρεσε που οι συντάκτες του δεν βαθμολογούσαν τα εκάστοτε άλμπουμ στις κριτικές τους. Κάπως έτσι λειτουργώ και εγώ με την σειρά μου στα τριάμισι χρόνια που βρίσκομαι στο postwave. Αναφέρομαι σε αυτό το θέμα των «βαθμολογιών», γιατί πολλές φορές το μάτι μας πηγαίνει κατευθείαν στον βαθμό και αγνοούμε εν πολλοίς το τι έχει γραφτεί, ακυρώνοντας έτσι, τόσο την προσπάθεια του συντάκτη, όσο και αυτή του καλλιτέχνη -κυρίως. Φυσικά, τα παραπάνω δεν είναι κάποια μομφή στους συντάκτες που βαθμολογούν, αλλά η παρατήρηση στρέφεται κυρίως προς τους αναγνώστες, και λιγότερο προς τους συντάκτες, που μερικές φορές αυτά που γράφουν, δεν συμβαδίζουν με την βαθμολογία. Και φτάνω στο καίριο ερώτημα... Θα τα καταφέρω και αυτή την φορά να μην βαθμολογήσω;
Είναι τόσες πολλές σκέψεις που έχω για αυτό το άλμπουμ, που ειλικρινά δεν ξέρω από πού να αρχίσω. Μία κατάσταση εντροπίας και ανυπομονησίας, με εμποδίζουν να ξεκινήσω με τα καθιερωμένα κλισέ μιας κριτικής. Θα προσπαθήσω παρ' όλα αυτά να ξετυλίξω το μίτο της Αριάδνης και να γράψω μία σκέψη, μία πρόταση, μία λέξη, που να με βοηθήσει να απελευθερώσω, αν όχι όλα, έστω ένα δείγμα από αυτά που έχω στο μυαλό μου.
Burial. Ναι, τώρα κάτι γίνεται. Μάιος 2006. Η μυστηριώδης περσόνα, που ακούει στο όνομα William Bevan, κυκλοφορεί το ομότιτλο άλμπουμ του από την Hyperdub. Ένα νέο είδος ξεπροβάλει σιγά σιγά από τον «νησί» -αν κάνατε έστω και μία σκέψη για την τηλεοπτική σειρά, το έχετε κάψει- με το όνομα dubstep. Όλα τα παραπάνω όμως, κινούνται σε πολύ underground κύκλους. Μέχρι που ο εν λόγω κύριος, κυκλοφορεί το Untrue. Αυτό που ήταν λοιπόν underground, γίνεται πλέον hype. Διάφοροι θα ξινίσουν που ο William Bevan δεν δίνει live παραστάσεις, δεν βρίσκεται κάποια φωτογραφία του, και γενικότερα με την low profile γραμμή που κρατάει. Θα τον κατηγορήσουν για όλα αυτά -σιγά μην τον αφήναν- ό,τι τάχα μου, όλα είναι μία «δήθεν» στάση, απλά για να πουλήσει περισσότερο. Δεν το συνεχίζω, είναι γνωστό άλλωστε ότι ο «καλοπροαίρετος τύπος» βρίσκει συνεχώς μία εξήγηση για να δικαιολογήσει κάτι που δεν του «κάθεται» καλά, ενώ είναι τόσο απλό σε αρκετές περιπτώσεις. Μου θυμίζει όλους αυτούς που έγραψαν την επίσημη ιστορία...
Clubroot. Ιούνιος 2009. Το ομώνυμο άλμπουμ αυτού του συγκροτήματος κυκλοφορεί από την Lo Dubs και δεν ακούγεται κάτι συνταρακτικό για αυτόν τον φερέλπη νέο από το Hertfordshire -εξαιρούνται οι underground κύκλοι που το αποθεώνουν στα διάφορα φόρουμ του χώρου. Μάιος 2010 και οι Clubroot θα κυκλοφορήσουν την δεύτερη δουλειά τους, με τίτλο II - MMX. Ο μουσικός τύπος θα αρχίσει να γράφει για το alter ego των Burial. Στην συνέχεια θα δημιουργηθεί από το πουθενά μία άτυπη κόντρα μεταξύ των δύο αυτών projects. Μέχρι που θα φτάσουμε στο σημείο να γράφουν για αντιγραφή της στρατηγικής του νέου, από τον παλιό. Δεν δίνει live, δεν θέλει να μιλάει συνέχεια -ε τι να κάνουμε, δεν είναι κα ο Bono- δεν τον έχουμε δει πώς είναι... Μέχρι που το μοναδικό μέλος των Clubroot, δίνει μία συνέντευξη, βάζοντας στην θέση του τον κάθε «αμερόληπτο» δημοσιογράφο. Ο Dan Richmond αυτοσυστήνεται, λέγοντας ότι είναι 25 ετών, ζει στο St Albans του Hertfordshire, και φτιάχνει μουσική εδώ και 5 / 6 χρόνια. Στην διάρκεια της μέρας, απασχολείται στην οικογενειακή επιχείρηση (Design & Build Company) και η βασική του επιρροή, όσον αφορά την μουσική του έμπνευση, είναι η ίδια η ζωή. Τόσο απλά, τόσο όμορφα -για εμάς φυσικά, γιατί οι άλλοι ξενέρωσαν. Αυτό δεν σημαίνει ότι το παιδί δεν έχει ακούσει μουσική. Το αντίθετο μάλιστα. Jungle, drum n' bass, γενικότερα αυτή η rave διάθεση που υπήρχε στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις αρχές των 90's. Για να εξελιχθούν όλα αυτά τα παιδία που έτρεχαν σε κάθε rave party, σε εκπροσώπους του σημερινού dubstep. Burial, Kryptic Minds, Scuba, Kode 9...
Το ΙΙ - MMX είναι ένα άλμπουμ, που σε αιχμαλωτίζει από την πρώτη του στιγμή. Το Orbiting ακούγεται τόσο επιβλητικό και μεγαλοπρεπές, που ήδη ο ακροατής θα αισθανθεί να κατακλύζεται συναισθηματικά. Και εκεί που αναρωτιέται ότι τώρα θα επανέλθει, ξεκινάει το Waterways με τα επικά φωνητικά αλά Lisa Gerrard και τον ρυθμό να λικνίζει σώμα και ψυχή. Απόλαυση. Η εφευρετικότητα του Richmond, δεν σταματάει όμως εδώ. Το Whistles & Horns, μας πηγαίνει χρόνια πίσω για να θυμηθούμε τους καλούς Orbital. Πραγματικά, είναι αστείο -απλά δεν θέλω να γράψω ότι έχω εντυπωσιαστεί- που έχει καταφέρει να γράψει τόσα καλά κομμάτια! Όταν ρωτήθηκε να περιγράψει τον ήχο του, η απάντησή του ήταν η εξής: "Dreamy bass heavy space music around the 140 [bpm] mark". Αν σας εξιτάρει αυτή η περιγραφή ή για κάποιον λόγο αμφιβάλετε, ακούστε το Psysicality. Και φυσικά να μην ξεχάσω το Closure. Ό,τι είναι το Archangel για τους Burial, είναι και το Closure για τους Clubroot.
Μετά από όλα αυτά που διαβάσατε -για να επανέλθω στον πρόλογο- θέλετε και νουμεράκι στο κάτω δεξιό μέρος του κειμένου για να βγάλετε ασφαλή συμπεράσματα; Χμμ... δε νομίζω να προδώσω τις αρχές μου...
Νίκος Τσίνος
Clubroot @
Myspace
Deerhunter - Halcyon Digest
01 Earthquake 02 Don't Cry 03 Revival 04 Sailing 05 Memory Boy 06 Desire Lines 07 Basement Scene 08 Helicopter 09 Fountain Stairs 10 Coronado 11 He Would Have Laughed
28 September 2010 - 4AD
Καμιά προσεγμένα γραμμένη πρόταση δεν μπορεί να περιγράψει πλήρως το επικό "Earthquake" και την απίθανη επιλογή του να βρίσκεται ως εισαγωγικό τραγούδι στον τέταρτο δίσκο των Αμερικανών Deerhunter. Ήχοι που δεν ξέρω αν παραπέμπουν στον μύθο της Αλκυόνης (Halcyon), αλλά όπως σε συνέντευξη του ο Bradford Cox έχει δηλώσει, ο δίσκος είναι μία συλλογή από αναμνήσεις και αναταξινόμισης τους. Γκρίζα σκόνη, παρέα με έναν γκρίζο σκύλο, σε έναν μισοσκισμένο καναπέ, ένα πιτσιρίκι που κλαίει, ένας χαμένος φίλος που υπάρχει παντού στον χώρο (ίσως είναι ο Ricky Wilson), επιθυμίες απραγματοποίητες, παιδικά όνειρα, ενηλικίωση είναι κάποια από τα στοίχεια του "Ηalcyon Digest". Ο Cox όντας δημιουργός του δίσκου, παραθέτει ξεκάθαρα κάποια από τα βιώματα του αυτή την φορά όχι τοσο υποχθόνια ως έκανε στο "Microcastle" του 2008, αλλά με μία πιο ποπ προσέγγιση. Και αν το "Microcastle" με ακριβώς αυτό το χαρακτηριστικό και την ψυχεδελική, ambient ατμόσφαιρα τους έβγαλε από την αφάνεια, θα πει κανείς πως τώρα με το τόσο διαφορετικό εγχείρημά ρισκάρουν. Αν τους έλεγες βίαιους, τώρα δεν είναι, αεικίνητους με όλα τα side project και τα EPs, τώρα μοιάζουν κατασταλαγμένοι σε μια προσπάθεια νοσταλγόντας ότι έχει μείνει πίσω να δουν μια ζωή όμορφα όσο άσχημη και αν μοιάζει! Οκτώ λεπτά σχεδόν αφιερωμένα στον Jay Reatard μέσα από το "He would have laughed" και μουσικές που βαδίζουν από pop-folk, folk-rock, neo-psychedelia και δεν ξέρω ποιά άλλη ταμπέλα...!
Συγκριτικά με ότι έχουν κυκλοφορίσει λοιπόν μέχρι τώρα το "Halcyon Digest" αποτελεί τον πιο ολοκληρωμένο και προσωπικό δίσκο της μπάντας. Κανένας από τους προηγούμενους δεν θα μας επέτρεπε να έχουμε υπόνoια πως μπορεί να υπάρχει τραγούδι σαν το rock n' roll "My Reality". Έχουν επεκταθεί, άρπα, σαξόφωνο και λοιπά πνευστά ανεβάζουν την μουσική των Deerhunter ένα σκαλί παραπάνω και αυτό γιατί το εκμεταλεύονται με τρόπο που αναδικνύει κάθε τραγούδι σαν σάουντρακ μίας καθημερινής σκηνής. Εντάξει, σε κάποια σημεία θυμίζουν καλλιτέχνες του είδους, ειδικά του folk-rock κατασκευάσματος, αλλά είπαμε... it's all about memories...remember?
Έχει ενδιαφέρον να ψάξετε τους τρόπους και τις τεχνικές με τις οποίες προωθούν να προμοτάρουν την δουλεια τους οι Αμερικάνοι χωρίς να χάνουν τον "Do it yourself" χαρακτήρα τους. 46 λεπτά που προσωπικά άγγιξαν σκέψεις που προυπήρχαν στο νου μου, είναι καταδικασμένα για προσωπικό άριστα και Top 10 μιας και ο Δεκεμβρης πλησιάζει. Αλλιώς...
Rating: 8,7 / 10
Άγγελος Κουκλάκης
Deehunter @ Myspace
Blonde Redhead - Penny Sparkle
1. Here sometimes 2. Not getting there 3. Will there be stars 4. My plants are dead 5. Love or prison 6. Oslo 7. Penny sparkle 8. Everything is wrong 9. Black guitar 10. Spain
14 September 2010 - 4AD
Οι Blonde Redhead είναι ένα συγκρότημα που έχει αποδείξει ότι δεν φοβάται τις αλλαγές, που δεν διστάζει να αναιρέσει (ακόμα και) τον εαυτό του, που όσο περνάει ο καιρός ωριμάζει. Μόνο που αυτή την φορά μάλλον το παράκαναν...
Εντάξει, το ότι πρέπει να ξεχάσουμε το σχήμα που κάποτε (έστω και την προηγούμενη χιλιετία) φάνηκε να είναι η πιο ελπιδοφόρα συνέχεια στον ονειρικό θόρυβο των Sonic Youth, το είχαν κάνει ξεκάθαρο και οι ίδιοι με τις κυκλοφορίες τους την τελευταία δεκαετία. Ίσως τους είχε κουράσει ο χαρακτηρισμός τους ως εξαιρετικής ρέπλικας της παρέας του Thurston Moore (με τον οποίο χαρακτηρισμό βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, φάνηκε ότι δεν ένιωθαν και ιδιαίτερα άβολα και οι ίδιοι αν κρίνουμε από τον τίτλο του εν έτη 1997 lp τους "Fake can be just as good" ). Έτσι είπαν να εξελιχθούν. Αποφάσισαν να κολλήσουν το βλέμμα τους στο άσπρο κομμάτι που έχουν μπροστά μπροστά τα παπούτσια all star. Ναι ναι, shoegaze ονομάζεται αυτό. Και το κάνανε αρκετά καλά, με αποκορύφωμα το τελευταίο τους album "23". Άρχισαν να βλέπουν το όνομα τους στα charts διαφόρων χωρών, να δανείζουν κομμάτια σε σειρές και διαφιμίσεις και μέσα σε όλον αυτόν τον ντόρο, αποφάσισαν να υπογράψουν στην 4AD, πράγμα πού ίσως να μην ήταν και τόσο αναμενόμενο με την συνεχώς αυξανόμενη - έστω στα πλαίσια του indie- δημοτικότητα τους (μιας και ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για αμερικάνικη μπάντα και καλώς ή κακώς εκεί παίζουν με άλλους κανόνες), αλλά δεν ήταν καθόλου αταίριαστο με την μέχρι τότε εξέλιξή τους*. Έλα όμως που καμιά φορά τα φαινόμενα απατούν! Η αυτοαναίρεση που λέγαμε...
Ξεχνάμε λοιπόν και πάλι ότι ξέραμε για τους Blonde Redhead (εκτός από την ιδιαίτερη φωνή της Kazu Makino που πάντως είναι below expectations όσον αφορά το κέφι και την ζωντάνια ). Η πρώτη λέξη που έρχεται στο μυαλό ακούγοντας το "Penny Sparkle" είναι : ΑΔΙΑΦΟΡΟ. Ένα μακρόσυρτο γλυκανάλατο βουητό διάρκειας 44 λεπτών, οπού οι καλές στιγμές είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού του Donald Duck (και όχι απαραίτητα χρησιμοποιώντας τα όλα). Το κιθαριστικό στοιχείο είναι σαφώς σε υποχώρηση (και μάλιστα άτακτη) κυνηγημένο από dream pop ταπετσαρίες, το νεύρο απουσιάζει πλήρως και μία γενική θολούρα και στασιμότητα επικρατεί στο μουντό αλλά όχι σκοτεινό τοπίο.
Είναι τόσο διαφορετικό από τα τελευταία τους albums? Όχι, το ύφος δεν είναι ορισμιακά τόσο διαφορετικό. Απλά εδώ έχουμε ένα προσεκτικό (αν όχι φοβισμένο) συγκρότημα που κάνει τα πάντα προκειμένου η γραφική παράσταση της έντασης (και του ενδιαφέροντος) του album, να μην ξεφύγει από την ευθεία. Και το καταφέρνουν πλήρως. Κομμάτια όπως το "Will there be stars" και "Not getting there" προκαλούν χασμουρητά στην καλύτερη περίπτωση. Σε κάποια άλλα κομμάτια μπορεί κάποιος (με μπόλικη καλή θέληση) να διακρίνει μία λανθάνουσα μελαγχολία που προσπαθεί να ξεμυτίσει εκμεταλλευόμενη το αργό τέμπο (Spain, Everything is wrong, Love or Prison και το ομώνυμο Penny Sparkle), αλλά μάλλον κουράζετε να περιμένει την σειρά της και σηκώνετε να φύγει, χωρίς να μπορεί κανείς να την κατηγορήσει ιδιαίτερα. Από τις πιο συμπαθητικές στιγμές του δίσκου, οπού τα πράγματα δείχνουν να ζωντανεύουν κάπως είναι τα "My plants are dead" και το "Here Sometimes" που ανοίγει το album και δημιουργεί ανεκπλήρωτες προσδοκίες...Για τα υπόλοιπα τα είπαμε: μετριότης!
Rating : 5 / 10
Kiko Παπαδόπουλος
Pages