PreEmptive Strike 01 - The Kosmokrator
01. 3000BC Astral God Race / 02. Robotic Disintegrator (feat. EX-ES) / 03. Kriegserklairung 1955 / 04. The Kosmokrator / 05. Interstellar Threat (feat. V28) / 06. AL AZIF / 07. Proteus Prayers / 08. Syndrome Mutation / 09. Plan X From Outerspace / 10. Codename Stormfury (feat. FGFC 820) / 11. Island Of The Undead (feat. Lamia) / 12. 3000BC Astral God Race (C-Drone Defect Remix) / 13. The Kosmokrator (C-Lekktor Remix) / 14. 3000BC Astral God Race (Dym Remix) / 15. Syndrome Mutation (Bak XIII Remix)
3 August 2010 - Infacted
Συγχωρέστε μας, παλικάρια από την Κρήτη, αλλά ήταν πολλές οι δουλειές, και αργήσαμε λιγάκι. Χώρια που με βάζετε σε δύσκολα: agro industrial με μπουζούκι; Ναι, μπορεί να είναι και μπαγλαμάς ή να βγαίνει από συνθ, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Είναι ζόρικο το πράγμα, θέλει το χρόνο του, και θέλει συγκεκριμένη ψυχολογία: την ψυχολογία που έχω όταν ακούω jpop.
Μη με παρεξηγείτε, δεν έχουν τίποτα γιαπωνέζικο και τίποτα ποπ οι PreEmptive Strike. Όμως, για να τους ακούσω πρέπει να ρίξω τα στεγανά μεταξύ των ειδών, να χαλαρώσω, όπως περίπου όταν ακούω ένα νέο cd της Αγιουμάρας. Διότι οι PreEmptive Strike ναι μεν έχουν καταξιωθεί στο χώρο αυτό του γρήγορου industrial με τα υπερ-παραμορφωμένα φωνητικά, αλλά έρχονται και από την Κρήτη. Και ακριβώς επειδή έχουν πάρει θάρρος, τολμούν να δοκιμάζουν ακόμα περισσότερα πράγματα: από το σχεδόν χασαποσέρβικο του Kosmokrator, στις psy αναφορές του Interstellar Threat και ως το κλείσιμο του ματιού προς τον Juno Reactor στο Proteus Players.
Να σας πω την αλήθεια, όσο πιο πολύ τα ανακατεύουν, τόσο πιο πολύ μ' αρέσουν. Αυτό το είδος εντελώς ακαταλαβίστικων παραμορφωμένων φωνητικών και οι τυπικές φόρμες του agro industrial με έχουν κουράσει, και δεν ανυπομονώ να ψάξω τι εννοούν οι ποιητές με την Astral God Race ή τον Κοσμοκράτορα (πού είσαι Λιακόπουλε, να καμαρώσεις!). Αντιθέτως, στα προαναφερθέντα κομμάτια και πολλά ακόμα στο άλμπουμ, οι PreEmptive Strike 0.1 κατάφεραν να εμπνευστούν όσο πρέπει από άλλα είδη για να φτιάξουν εκπληκτικά δυνατά χορευτικά κομμάτια. Ναι, μπορεί να μου βγάζουν μια διάθεση να θέλω να ανέβω σε κάποιο τραπέζι, αλλά χαλάλι τους!
Και ακριβώς αυτό κρατώ από τους PreEmptive Strike: την αποτελεσματικότητά τους στο dancefloor, την επαγγελματική παραγωγή και τη φρεσκάδα κάποιων ιδεών τους. Αξίζουν να έχουν σταθερή θέση στις playlists των djs του χώρου. Αν, μάλιστα, είστε όπως εγώ και σας αρέσει λίγη καφρίλα στη μουσική, θα γουστάρετε να τους ακούτε και στο σπίτι, στη δουλειά, στο δρόμο και στην κουζίνα!
ΥΓ: Κάποιος να αλλάξει τους αλγορίθμους περάσματος στα κεφαλαία στις γλώσσες προγραμματισμού για τα ελληνικά, να μην μπερδεύεται ο - πιθανός ξένος; - γραφίστας και να μην γράφει στο εξώφυλλο «ΚΟΣΜΟΚΡΆΤΩΡ».
Rating: 7,3 / 10
tec-goblin
PES 01 @ Myspace
The Orb Feat. David Gilmour - Metallic Spheres
1. Metallic Side (28:42) Metallic Spheres - Hymns to the Sun - Black Graham - Hiding in Plain View - Classified 2. Speres Side (20:12) Es Vedra - Hymns to the Sun (Reprise) - Olympic - Chicago Dub - Bold Knife Trophy
12 October 2010 - Columbia
...Μπορώ να κάνω αυτό το review του νέου δίσκου των Orb με διάφορους τρόπους. Μπορώ να ξεκινήσω μια αρκετά λεπτομερή αναδρομή στην ιστορία και γένεση της ambient, μπορώ να κάνω πέρασμα απο τους ιθαγενείς της Ιάβας στον Debussy και τον Satie, θα μπορούσα πιο μετά να αναφέρω τους Τζαζίστες και τον Sun-Ra, από εκέι και πέρα θα ήταν "smooth sailing" που θα λέγανε κι οι από την λάθος πλευρά του Ατλαντικού.
Ειδάλλως, θα μπορούσα να γεμίσω σελίδες μιλώντας για τους Orb και για τους Floyd και για τα μαγικά σόλο του David Gilmour που γαλούχησαν μια ολόκληρη γενιά prog και post ροκάδων. Σύντομη αναφορά στη δισκογραφία τους, μεγάλη αναφορά στη συνεργασία τους χρησιμοποιώντας πλούσια επιφωνήματα και "ω τι έκπληξη για όλους μας αγαπητοί ακροατέ" and all that Jazz που, πάλι, θα λέγανε στη χώρα των δύο Ρόναλντ.
Δε θα κάνω τίποτα από τα δύο.
..κι ο λόγος είναι απλός: Ξενέρωσα με τον δίσκο.
Φαντάζομαι πως υπάρχουν δύο λόγοι για τέτοιες συνεργασίες, ο ένας είναι ο βιοποριστικός κι ο άλλος η αμιγής συμπάθεια μεταξύ των καλλιτεχνών. Θα ήθελα να πιστέψω τον δεύτερο στη συγκεκριμένη περίπτωση, στη τελική, οι Orb (ο Alex Paterson δηλαδή, μη γελιόμαστε) ποτέ δεν έκρυψαν τη συμπάθεια τους για τους Floyd, είτε με συχνές αναφορές στη μουσική τους, είτε με τα (όχι επιβεβαιωμένα) ρεμίξ τους στο "Dark Side of the Moon".
Το ζήτημα είναι τι μπορεί να προσφέρει ο ένας στον άλλον ώστε η συνεργασία να είναι ισορροπημένη. Στο δίσκο, ο Paterson προσφέρει στον Gilmour μια πληθώρα χαλιών πάνω στα οποία ο δέυτερος μπορεί να συνεισφέρει την κιθάρα του κι ο Gilmour δίνει αυτό που ξέρει καλύτερα από τον καθένα, τον εντελώς κατάδικό του ήχο στο εξάχορδο.
Το Metallic Spheres, στη παράδοση των ambient δίσκων, εκτείνεται σε δύο κομμάτια διάρκειας 28 και 20 λεπτών (συνολική διάρκεια δίσκου περίπου 49 λεπτά). Αυτά λειτουργούν σαν κεφάλαια για επιμέρους κομμάτια (Metallic Spheres , Hymns To The Sun , Black Graham , Hiding In Plain View , Classified και Es Vedra , Hymns To The Sun (Reprise) , Olympic , Chicago Dub , Bold Knife Trophy αντίστοιχα). Η παραγωγή του δίσκου είναι εξαιρετική.
Και πάμε τώρα σε αυτά που έχουν σημασία σε μια κριτική.
Το "Metallic Spheres" με γύρισε πίσω μερικά (αρκετά) χρόνια στη καριέρα των Orb, συγκεκριμένα στη περίοδο 1992-93 (δηλαδή U.F.Orb). Το παίξιμο του Gilmour με πήγε πίσω στο "Meddle" (έχω διαβάσει για αναφορές στο Ummagumma, λυπάμαι, δεν τις βλέπω). Το πρόβλημα βρίσκεται στο ότι κανένας από τους δύο παράγοντες δεν λειτουργεί πραγματικά καλά. Και να εξηγηθώ: Οι Orb οπως μας παρουσιάζονται στο "Metallic Spheres" θυμίζουν περισσότερο τους Strange Cargo του William Orbit, κάτι που σημαίνει, δεν είναι κακό, αλλα δεν είναι και κάτι το τόσο εξαιρετικό και γενικά, αρκετές φορές έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται "χμμμ, κάπου το έχω ξανακούσει αυτό". Δυστυχώς, αρκετές φορές επίσης έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται "wtf πόσο μέτριο είναι αυτό που ακούω". Καλές στιγμές υπάρχουν στο δίσκο (το Chicago Dub για παράδειγμα είναι μία από αυτές), αλλα σε μια ambient δουλειά (ειδικά όταν τα κομμάτια είναι μιξαρισμένα μεταξύ τους και ακούγονται σαν μια ολότητα) το συνολικό επίπεδο οφείλει να είναι υψηλό, αυτό δεν συμβαίναι εδώ με αποτέλεσμα κάθε φορά που μπαινεις στη διάθεση η ίδια η μουσικη να σε "πετάει έξω" από αυτήν.
Οι κιθάρες του Gilmour λειτουργούν καλύτερα, με περισσότερη έμπνευση και ποικιλία. Και πάλι, όχι η καλύτερη δουλειά του (μίλησα για αναφορές στο "Meddle", κάπως έτσι, συνολικά καλά αλλά όχι και η καλύτερη δουλειά του στους Floyd).
Κάπως έτσι κυλάει λοιπόν ο δίσκος. Βασανιστικά σε μια χαμηλή πτήση. Ξεκινάει όμορφα, τελειώνει υπέροχα, αλλα στο ενδιάμεσο κάνει αρκετές κοιλιές.
Όπως και να έχει, είναι ιδιαίτεροι δίσκοι αυτοί της ambient. Κάτι που σε εμένα δε δουλέυει, μπορεί να ενθουσιάσει κάποιον άλλον. Κάποιος άλλος μπορεί να βρει αυτό το ράθυμο δισκάκι εξαιρετικό, να ανακαλύψει αυτό που δεν μπόρεσα. Εγώ, αφού ολοκληρώνω το κείμενο αυτό, μπορώ επιτέλους να κάνω ότι ασυναίσθητα ένιωθα κάθε φορά που ολοκλήρωνα την ακρόαση του Metallic Spheres: Να βάλω σε αλλεπάληλες επαναλήψεις το Chill Out των KLF.
Rating: 6 / 10
Ερμής Κουκάρης
Glimmer Void - Prelude to Oblivion
Before The End / Goners / Death's Way / And Still There Is Silence / Disillusion / Diablery / Wish There Was Light / The Tale Of The Cursed And The Gifted / Oblivion
May 2010 - Dead Scarlet
Θα ξεκινήσω γενικολογώντας κάνοντας μια διαπίστωση. Η ελληνική σκοτεινή εναλλακτική σκηνή, που μόλις άρχισε να διανύει την τέταρτη δεκαετία της, θα λέγαμε ότι πορεύεται σε τρία κύρια μουσικά ρεύματα. Έχουμε λοιπόν συγκροτήματα όπως οι Decode, PreEmptive Strike 0.1, Siva Six, Astralon να ακολουθούν την ηλεκτρονική οδό, άλλα όπως οι New Zero God, Illusion Fades αυτή της πιο ροκ και τους Defile Des Ames, Mani Deum, Glimmer Void αυτή της νεοφόλκ.
Εστιάζοντας στο τελευταίο αυτό ρεύμα, παρατηρούμε ότι τα τελευταία χρόνια έχει εδραιωθεί μια ομάδα σχημάτων στην χώρα μας με κυριότερους εκπρόσωπους τους Decadence, Defile Des Ames, που πλέον υφίστανται με το όνομα Skull & Dawn, Mani Deum, Dark Awake καθώς και τους Glimmer Void με τους οποίους θα ασχοληθούμε εδώ.
Εγώ προσωπικά έχω βιώσει την σκηνή αυτή με σχήματα όπως Death In June, Current 93 και Ordo Rosarius Equilibrio. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να γίνεται αυτόματα σύγκριση με τα παραπάνω ονόματα. Έτσι ο πήχης είναι τοποθετημένος ψηλά μιας και μιλάμε για συγκροτήματα που έπλασαν ουσιαστικά το ιδίωμα αυτό με τις πρωτοποριακές τους προσεγγίσεις, ψαγμένες και μυστηριακές θεματολογίες και άρτιες παραγωγές που αποτελούν πρότυπο.
Πληροφοριακά θα δώσω μερικά στοιχεία από την πορεία του συγκροτήματος μιας και στα ελληνικά σχήματα δεν δίνονται πολλές ευκαιρίες να προβάλλονται. Οι Glimmer Void, δημιουργήθηκαν το Σεπτέμβριο 2004 από τους Στέλιο Μαστροδιαμαντόγλου (πλήκτρα, κιθάρα, ακκορντεόν) και Θάλεια Μακρή (φωνητικά) που αποτελούν και τον κεντρικό πυρήνα του σχήματος. Άρχισαν δουλεύοντας πάνω σε πειραματικές ιδέες, συνδυάζοντας τα αιθέρια γυναικεία φωνητικά με σκοτεινές ατμοσφαιρικές μελωδίες με στοιχεία από ethereal folk και goth. Η ντεμπούτο τους δισκογραφική δουλειά, το μίνι άλμπουμ "Souls Parade", κυκλοφόρησε από την Dead Scarlet τον Μάιο 2008 και έχουν δώσει αρκετές ζωντανές εμφανίσεις με κυριότερες αυτές στα φεστιβάλ Electro-Gothik, Αλφειός καθώς και στο Absinthe Festival που διοργάνωσε η δισκογραφική τους εταιρεία Dead Scarlet στο κλαμπ Κύτταρο το 2009. Μετά από αλλαγές στην σύνθεση το συγκρότημα σήμερα συμπληρώνουν οι Δημήτρης Ζάννης (κιθάρα), Γιώργος Κόκκορας (κρουστά), Diana Rahmanina (τσέλο), Γιώργος Σκουφας (φωνή) και Χάρης Κατρακιάς (βιολί).
Η επιστροφή τους φέτος έγινε με το "Prelude To Oblivion", ένα δίσκο με εννέα κομμάτια και εμφανείς neo-folk επιρροές, που κυκλοφόρησε τον Μάιο από την Dead Scarlet Records, την μοναδική εταιρεία που ασχολείται με συγκροτήματα της ελληνικής σκοτεινής εναλλακτικής σκηνής στην χώρα μας.
Αρχή γίνεται με το "Before The End", ένα τραγούδι χαρακτηριστικό του στυλ τους με την ακουστική κιθάρα, το βιολί και το ακορντεόν να τονίζει την βασική μελωδία. Στις ερμηνείες γίνονται εναλλαγές ανδρικών και γυναικείων φωνητικών. Και ενώ η φωνή και η ερμηνεία της Θάλειας Μακρή δεσπόζουν σε όλο το δίσκο και είναι ένα από τα μεγάλα συν του συγκροτήματος, η φωνή του Γιώργου Σκουφα κάπως υστερεί. Αυτό σε συνδυασμό με την παραγωγή που ναι μεν δεν είναι κακή αλλά όπως αναφέρθηκα παραπάνω έχω συνηθίσει σε άρτιες παραγωγές του είδους αυτού, δεν κρύβω ότι με ενοχλεί. Πάντως οι Glimmer Void έχουν κάνει καλή δουλειά και δικαιολογώ τα οποιαδήποτε ψεγάδια ξέροντας ότι οι δυνατότητες του κάθε νέου συγκροτήματος είναι περιορισμένες και το οικονομικό βάρος μια τέτοιας παραγωγής είναι συχνά δύσκολο να καλυφθεί.
Ο δίσκος έχει μια γκάμα επιρροών που το γκρουπ έχει προσαρμόσει έξυπνα στο στυλ του, δημιουργώντας με το τρόπο αυτό μια ποικιλία συνθέσεων. Έτσι έχουμε τα συναισθηματικά φορτισμένα "Death's Way" (από τα ωραιότερα τραγούδια του δίσκου) και "Disillusion" να λειτουργούν σαν σκοτεινές μπαλάντες. Ενώ το neofolk στοιχείο κυριαρχεί στα "Gonners", "Diablery" και "The Tale Of The Cursed And The Gifted". Στο "Wish There Was Light" το ύφος στρέφεται σε πιο neoclassical δρόμους.
Ξεχωρίζει για μένα το τραγούδι "And Still There Is Silence" που έχει πιο goth ατμόσφαιρα και η Θάλεια Μακρή υιοθετεί κατά την γνώμη μου το ερμηνευτικό στυλ της Monica Richards των Faith And The Muse. Το τραγούδι είχε ήδη κυκλοφορήσει από πέρυσι στην γερμανική συλλογή "Gothic Visions". Όμορφο είναι και το μελωδικό φολκ "Oblivion" που κλείνει τον δίσκος όπου η φωνή της Θάλειας και ο ήχους του βιολιού χαϊδεύουν το αυτί του ακροατή και σε ταξιδεύουν σε τοπίο ονειρικό και μακρινό.
Οι Glimmer Void έχουν κάνει σωστά βήματα και φαίνεται να εξελίσσονται. Νομίζω ότι έχουν τα εφόδια να μας εκπλήξουν στο μέλλον. Με το "Prelude To Oblivion" θέτουν τις βάσεις για κάτι τέτοιο. Για μένα όλες οι κυκλοφορίες έχουν κάτι το σημαντικό να πουν, αντικατοπτρίζουν τις τάσεις κάθε εποχής και εκφράζουν κάποιες ομάδες ανθρώπων. Το θέμα είναι αν θα καταφέρουν να κάνουν την διαφορά και να ξεφύγουν από τα στενά στεγανά του κάθε ιδιώματος και να ωριμάσουν πατώντας πιο γερά μουσικά δημιουργώντας το απόλυτο προσωπικό τους ήχο.
Rating: 6,8 / 10
Νίκος Δρίβας
Glimmer Void @
myspace
Hurts - Happiness
1. "Silver Lining"/ 2. "Wonderful Life"/ 3. "Blood, Tears & Gold"/ 4. "Sunday"/ 5. "Stay"/ 6. "Illuminated"/ 7. "Evelyn"/ 8. "Better Than Love"/ 9. "Devotion"/ 10. "Unspoken"/ 11. "The Water" - "Verona" (hidden track)
6 September 2010 - RCA
Με μια πρώτη ματιά:
- Δυο άτομα, ο Theo Hutchcraft και ο Adam Anderson .
- Από το Manchester (Αγγλία, από πού αλλού; )
- Φαινομενικά μελαγχολικοί, αντικειμενικά pop, υποθετικά disco-lento, θεατρικά μελοδραματικοί, στιχουργικά αισιόδοξοι, και χρονολογικά 80's.
Είναι εκ πρώτης όψεως ενδιαφέρον για κάποιον που προσπαθεί να «ανακαλύψει» νέα, ενδιαφέροντα και (ας το παρακάνουμε λίγο) μοναδικά πράγματα σε αυτό που λέγεται μουσική βιομηχανία, να βλέπει μια μπάντα με το όνομα "Hurts" να ονομάσει το ντεμπούτο άλμπουμ της "Happiness". Σε μια από τις πρώτες συνεντεύξεις (στο BBC) της προσφάτως εδραιωμένης μπάντας, ο frontman Theo Hutchcraft ανέφερε πως σαν χαρακτήρες με τον Adam είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους. Και αυτό εξηγεί πολλά πράγματα...
...εξηγεί την (παραδόξως) χορευτική μουσική με τον αργό ρυθμό που ερμηνεύονται οι στίχοι. Ερμηνεύει τους αισιόδοξους στίχους με την ρομαντικά απαισιόδοξη μουσική. Ερμηνεύει επίσης και τον συνδυασμό του σκουλαρικιού στο αυτί με το στυλάτο κουστούμι.
Τολμώ να το παραδεχθώ ότι από τις πρώτες μου επαφές με το συγκρότημα ήταν μέσω.... ζάπινγκ. Ήταν η "live" εμφάνισή τους στα MAD Video Awards. Πόσο «διαφορετικοί» φαινόντουσαν πάνω στην σκηνή σε σχέση με τα δεκαεξάχρονα που ούρλιαζαν φανερά ζεσταμένα από την επικείμενη εμφάνιση του Σάκη Ρουβά. Πόσο περίεργο είναι που ενώ φανερά ανήκουν στην pop κουλτούρα, ξεχωρίζουν από αυτήν σαν δυο σταγόνες λάδι μέσα σ' ένα ποτήρι νερό; Παραμένει μια «μπάντα των αντιθέσεων», λοιπόν.
Μια δεύτερη ματιά:
- 11 (uhm, 12) κομμάτια σε ένα δίσκο που έχει πάρει "love‘em or hate‘em" reviews.
- Συμμετοχή της Kylie Minogue στο "Devotion".
- Μια υπέροχα θερμή φωνή που κραυγάζει «υπάρχω».
Εντάξει, εάν τους τοποθετήσεις ανάμεσα στα ιερά τέρατα του ρομαντικού new wave ή της synthpop των 80's, ίσως να χανόντουσαν κάπου μέσα στο πλήθος. Αλλά -είπαμε. Είναι μπάντα των αντιθέσεων, γι αυτό ξεζουμίζουν ότι υπάρχει από εκείνη την εποχή και το φέρνουν σε εμάς. Την ανιδιοτελή πίστη χωρίς λόγο. Τα κλισέ που πιστεύουν τόσο πολύ στον εαυτό τους έτσι ώστε τείνουν να γίνουν ιδιαίτερα. Την μελωδικότητα που εναντιώνεται αλλά παράλληλα φλερτάρει με τον ρυθμό και φυσικά δεν αγγίζω αυτό που (αρκετοί) ανακαλύψαμε μαζί με τους Hurts. Την «Ιταλική αργή disco».
Από την άλλη, φλερτάρουν με τα κλισέ που είναι σχεδόν έτοιμα να τους πνίξουν. Φλερτάρουν με ένα image το οποίο μπορεί από την σκηνή του Rockwave να τους φέρει σαν special guests σε talent show δεύτερης κατηγορίας. Φλερτάρουν με ένα είδος που άνετα γίνεται οργασμικό αλλά με μια πιθανότητα να γίνει βαρετό εξίσου εύκολα και γρήγορα.
Κλείνοντας, να αναφέρουμε ότι, σαν μια μπάντα των αντιθέσεων, βρίσκεται να έχει ένα δίσκο (κάπως βιαστικό στα αυτιά μου) με πανέμορφα, κολλητικά και αισιόδοξα που κάνει κάθε ψαγμένο indie listener να ντρέπεται που τα λατρεύει. Από την άλλη, έχει και μερικά ανέμπνευστα βαρετά κομμάτια που το κάνουν να βυθίζεται στην λάσπη πάνω στην στιγμή που είχε μόλις ανθίσει. Σύγκρινε το μετριότατο "Unspoken" που είναι ο,τι πρέπει για να σε κάνει να νυστάξεις, με το "Blood, Tears and Gold" που, έτσι κι έχεις πιεί λίγο, τα κλισέ του θα σε κάνουν να κλάψεις χαζεύοντας έξω από το παράθυρο. Σύγκρινε το (παραδέχομαι) απίστευτο "hit" τους "Wonderful life", το απίστευτα catchy "don't let go", με το wannabe Depeche Mode track "Devotion"...
Και καταλήγουμε σε ένα περίπου Love them or hate them review κι εδώ, που τουλάχιστον για μένα σημαίνει ότι το electropop ντουέτο από το Μάντσεστερ δεν είναι καθόλου, μα καθόλου αδιάφορο!
Rating : 7,8 / 10
Δημήτριος Balidor Κουτσομιχάλης
Brian Eno - Small Craft On A Milk Sea
01. Emerald And Lime / 02. Complex Heaven / 03. Small Craft On A Milk Sea / 04. Flint March / 05. Horse / 06. 2 Forms Of Anger / 07. Bone Jump / 08. Dust Shuffle / 09. Paleosonic / 10. Slow Ice, Old Moon / 11. Lesser Heaven / 12. Calcium Needles / 13. Emerald And Stone / 14. Written, Forgotten / 15. Late Anthropocene
2 November 2010 - Warp
Ήταν ασφαλώς ένα όνομα που έλειπε από την Warp, και να που έφτασε ο καιρός να ενταχθεί και αυτός στο δυναμικό της. Σίγουρα εκεί που έχει φτάσει η συγκεκριμένη εταιρεία είναι μεγάλο κατόρθωμα, αλλά όταν κυκλοφορείς ένα άλμπουμ του Brian Eno, σαφώς και η τιμή είναι πολύ μεγάλη. Και όταν ο ίδιος ο καλλιτέχνης αναφέρεται με τα καλύτερα λόγια για την εταιρεία από το Sheffield -ανεξάρτητα αν αργότερα κατηφόρισε προς το Λονδίνο- λέγοντας ότι είναι από τα πιο καινοτομικά labels, όσο μεγάλη πορεία και αν έχεις χαράξει, τα λόγια αυτού του μεγάλου μουσικού, φυσικά και σε κολακεύουν. Έτσι και η Warp, για να τον τιμήσει με τον καλύτερο τρόπο που θα μπορούσε, κυκλοφορεί το Small Craft On A Milk Sea σε ένα πανέμορφο box set ανάλογης καλαισθησίας με το Warp20. Φυσικά το άλμπουμ κυκλοφορεί και σε CD.
Καλά όλα τα παραπάνω με το περιτύλιγμα, αλλά τι γίνεται με το περιεχόμενο; Προσωπικά δεν μπορώ να δεχθώ αυτό που επικρατεί σε αρκετό κόσμο, ότι μουσικοί με μεγάλες καριέρες, θα κυκλοφορούν συνεχώς κορυφαίες δουλείες. Όλοι έχουν τις διακυμάνσεις τους. Τώρα αν κάποιοι συνεχίζουν να βλέπουν φαντάσματα, δικό τους πρόβλημα. Ο Eno, ούτε συστάσεις χρειάζεται για ότι έχει προσφέρει στην μουσική, αλλά ούτε και το πατρονάρισμα του μουσικού τύπου έχει ανάγκη. Δεν τα είχε άλλωστε ποτέ ανάγκη, και ειδικά στην παρούσα φάση μόνο κακό μπορούν να του προκαλέσουν, παρά καλό.
Για να δω αν θα τα καταφέρω στην τρίτη παράγραφο να γράψω και κάτι για το άλμπουμ, γιατί όπως το πάω θα εξωτερικεύσω ό,τι αρνητικές σκέψεις έχω για το πώς λειτουργεί ο μουσικός τύπος, αλλά και μεγάλη μερίδα των απανταχού «ορκισμένων» οπαδών του εκάστοτε συγκροτήματος κλπ, κλπ... Το Small Craft On A Milk Sea ξεκινά με το "Emerald And Lime", ένα κομμάτι που παραπέμπει σε new age ακούσματα και συνεχίζει με το "Complex Heaven", σαφώς πιο μελαγχολικό και ατμοσφαιρικό. Ήδη αναρωτιέμαι πού μπορεί να με οδηγήσουν τα υπόλοιπα 13 κομμάτια τού άλμπουμ, αλλά έχω αρχίσει να δυσανασχετώ με το μικρό δείγμα που έχω ακούσει. Χωρίς να είναι άσχημο, κάτι δε μου πάει καλά. Στα επόμενα κομμάτια, διακρίνω μία μεγαλύτερη ενεργητικότητα, κάτι που αποτυπώνεται στα "Flint March", και "Horse". Ειδικά στο δεύτερο η κιθάρα του Leo Abrahams είναι αυτή που κλέβει την παράσταση, με τον μουσικό να δίνει την εντύπωση ότι πλέον αυτοσχεδιάζει, ένα φαινόμενο που το συναντάμε και σε κάποιες άλλες στιγμές του άλμπουμ. Τους παραπάνω μουσικούς τους πλαισιώνει και ο Jon Hopkins στο πιάνο, ένας καλλιτέχνης που είχε βρεθεί μαζί με τον Eno στην τελευταία δουλειά των Coldplay.
Αυτό όμως που έχει χαρακτηρίσει τον εξηνταδιάχρονο μουσικό από το Suffolk, τουλάχιστον της περιόδου 1978 - 1982, είναι ο ambient χαρακτήρας που προσδίδεται στις δουλείες του. Έτσι και στο Small Craft On A Milk Sea, η αίσθηση αυτή είναι διάχυτη σε όλο το άλμπουμ. Παρ' όλα αυτά ο καλλιτέχνης διακατέχεται, έστω και ασυνείδητα, από έναν κομφορμισμό σε κάποιες στιγμές του, χωρίς αυτό να αποτελεί μομφή, αλλά και δίχως ίχνος σχετλιασμού, αφού ο «πατέρας» της ambient δεν διακατέχεται από οιονδήποτε ενδοιασμό για τον αν θα πρέπει να αναγνωρίσει και αυτός με την σειρά του κάποιες άλλες μουσικές προτάσεις που γνώρισε στο διάβα του από μουσικούς, που σαφώς έχουν επηρεαστεί από τον ίδιο. Και αυτό ο Eno δεν το κρύβει, αλλά το παρουσιάζει με το προσωπικό του ύφος, αποποιούμενος συνάμα τον τίτλο του αφεντικού. Άλλωστε, όλα αυτά τα χρόνια δεν ζει μέσα σε γυάλα, αλλά είναι ένας άνθρωπος, που όχι μόνο «δίνει», αλλά και «παίρνει».
Προσωπικές στιγμές ενός ανθρώπου -γιατί ουσιαστικά αυτό είναι η σύνθεση και η δημιουργία μιας μουσικής ελεγείας- όπου δεν υπάρχουν λόγια για να αποτυπωθούν αρχικά στον νου και εν συνεχεία στην ψυχή του ακροατή, μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε εικόνες με οδηγό το ασυνείδητό μας. Δεν είναι τυχαία η δήλωσή του όταν λέει: «Αν αυτά τα κομμάτια είχαν χρησιμοποιηθεί σε φιλμ, το φιλμ θα ολοκλήρωνε την εικόνα. Οι αυτοσχεδιασμοί δεν είναι προσπάθειες που τελειώνουν με το κομμάτι, αλλά, μάλλον με ένα τοπίο...»
Νίκος Τσίνος
Brian Eno official
Iris - Blacklight
01 - Closer To Real 02 - X-Wires 03 - Panic Rev 04 - The Marianas Depths 05 - Disintegrate 06 - Fighter 07 - Red Right Return 08 - Prophetic 09 - Cruel Silence
3 September 2010 - Infacted
Σε εκείνα τα χρόνια της αθωότητας, όταν κυκλοφορούσαν το πρώτο τους κομμάτι με τον τίτλο Annie Would I Lie To You ως Forgiving Iris σε μία συλλογή, μαζί με τους De/Vision και τους Seven Red Seven -το αγαπημένο τους γκρουπ- κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι 14 χρόνια αργότερα θα είναι ένα από τα σημαντικότερα σχήματα της synth pop σκηνής. Ειδικά από την στιγμή που οι De/Vision έχουν «ξεχάσει» να βγάζουν καλές δουλειές μετά το Monosex, τους Mesh να αρμενίζουν σε άλλα μουσικά ύδατα, και τους Wolfsheim να μας έχουν αφήσει χρόνια τώρα -πάνω που μας είχαν ανοίξει και την όρεξη με το Casting Shadows-, το βάρος έπεσε στο ντουέτο από το Austin. Εκτός και αν έχετε απαιτήσεις από τους Perfidious Words...
Τώρα για να έχουμε και καλό ερώτημα, είναι πλέον οι Iris synth pop γκρουπ; Φυσικά και όχι, αλλά και εγώ κάτι έπρεπε να γράψω για εισαγωγή! Για να είμαι δίκαιος, η πρώτη τους δουλεία ήταν, και φυσικά παραμένει ένα δείγμα γραφής υψηλού επιπέδου στον χώρο του synth pop. Η συνέχεια, τους βρήκε να πειραματίζονται ή αν θέλετε καλύτερα, να διευρύνουν τους μουσικούς τους ορίζοντες, κάνοντας τον ήχο τους πιο «φυσικό», πιο άμεσο, για να προσελκύσουν και νέο κόσμο στους ήδη υπάρχοντες οπαδούς τους, οι οποίοι δεν φαίνεται να δυσανασχέτησαν με την εμφάνιση της κιθάρας και γενικότερα με την στροφή του συγκροτήματος. Πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, παίρνουμε ως μέτρο σύγκρισης τις αντιδράσεις των οπαδών των Depeche Mode, και έτσι μας δίνεται η δυνατότητα να αξιολογούμε και να κρίνουμε πολύ πιο εύκολα το feedback που έχει μία νέα πρόταση από την παρέα του Gore. Αντίστοιχες σκέψεις πιστεύω ότι γίνονται και από την πλευρά των εκάστοτε συγκροτημάτων. Καλή ώρα των Iris. Αν ο Martin Gore δεν είχε γράψει το I Feel You ή το Ultra, δε νομίζω ότι θα είχαμε ακούσει και το Wrath από την πλευρά των Iris.
Το νέο άλμπουμ λοιπόν των Iris έχει τον τίτλο Blacklight, και από το εξώφυλλο μπορούμε να υποθέσουμε κάποια πράγματα -ή δε μπορούμε; Αυτό το blacklight βγάζει μία πιο clubbing διάθεση, αλλά είναι όντως έτσι; Το άλμπουμ ανοίγει με τους ήχους του Closer To Real, ένα από τα πιο ηλεκτρονικά κομμάτια που θα ακούσει κανείς στα υπόλοιπα σαράντα λεπτά της ακρόασής του. Είναι ένα περισσότερο ατμοσφαιρικό κομμάτι σε mid tempo, που μας φέρνει στο μυαλό το Awakening, με όμορφο refrain, που δε θα δυσκολευθεί αφενός να πάρει τον χρόνο του σε διάφορα clubs, αφετέρου θα κερδίσει και το airplay που χρειάζεται στο ραδιόφωνο. Παρεμπιπτόντως, είναι και το πρώτο single τού άλμπουμ. Μερικές από τις δυνατές στιγμές του Blacklight είναι βεβαίως το Panic Rev με τον χορευτικό χαρακτήρα που του προσδίδουν τα πολλά bpm, σε συνδυασμό με την πολύ όμορφη φωνή του Reagan Jones -ε όχι και Reagan!!! Δε μπορούσατε να διαλέξετε κάποιο άλλο όνομα στο παιδί!! Αν όμως τα φωνητικά του Jones δίνουν μία άλλη χροιά στο χορευτικό Panic Rev, τότε το The Marianas Depths καταφέρνουν να το απογειώσουν, κάνοντας το συγκεκριμένο κομμάτι, την καλύτερη στιγμή του άλμπουμ -ειδικά για όσους από εσάς το Wrath έχει περίοπτη θέση, και βρίσκεται ανάμεσα στα αγαπημένα σας. Υπάρχουν φυσικά και στιγμές που το άλμπουμ κάνει κοιλιά. Όταν οι Reagan Jones και Andrew Sega, πέφτουν στην παγίδα της επανάληψης, προσπαθώντας να γράψουν ένα καινούργιο Wrath. Η μικρή διάρκειά του όμως, δεν κουράζουν τον ακροατή -όπως κουράζω εγώ με αυτά που γράφω ώρες ώρες- και έτσι αυτές οι «κακές στιγμές» υποσκελίζονται από την φρεσκάδα που απορρέεται από τα κομμάτια. Καλό θα είναι βέβαια, η επόμενη δουλειά τους να είναι ένα βήμα μπροστά, όπως μας έχουν συνηθίσει έως σήμερα, για να αποφύγουν τον κίνδυνο που λέγεται κορεσμός, οδηγώντας τους εν τέλει στην τελμάτωση.
Το Blacklight κλείνει όπως αρμόζει να κλείσει ένα άλμπουμ των Iris. To Cruel Silence έχω την εντύπωση ότι από μπαλάντα τούς βγήκε λίγο πιο γρήγορο -δε μας χαλάει όμως- με την ενορχήστρωση του Sega να δίνει για μία ακόμη φορά τα διαπιστευτήριά της, αποδεικνύοντας πως όταν η απλότητα επικρατεί του φανφαρονισμού, τα αποτελέσματα δικαιώνουν αυτόν, ή αυτούς στην προκειμένη περίπτωση, που την επιδιώκει, βγάζοντας απρόσκοπτα από μέσα μας συναισθήματα που δυσκολευόμαστε μερικές φορές να εξωτερικεύσουμε. Εδώ, η φωνή του Reagan Jones, έχει τον τρόπο να μας ωθήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Μπορεί να μην έχει την εκφραστικότητα και το χρώμα που έχει η φωνή του τραγουδιστή των Mesh ή αυτόν τον αθώο ερωτισμό των De/Vision με το γλυκό ψεύδισμα που την διακατέχει, αλλά αν μη τι άλλο έχει την δική της χροιά και είναι αξιοπρεπής. Όπως αξιοπρεπείς είναι και οι Iris, που δεν μας έχουν απογοητεύσει μέχρι σήμερα.
Υ.Γ.1. Πού είχα μείνει...; Κάτι έλεγα για Ultra, devotees κλπ κλπ... ναι ναι... Εκεί που ήθελα να καταλήξω είναι στο καίριο ερώτημα που με ταλανίζει εδώ και μερικά χρόνια. Τι θα γινόταν αν οι Iris είχαν βγει από ένα talent show, εδώ στην Ελλάδα; Το X Factor φερ' ειπείν. Η δική μου εικόνα, είναι κάπως έτσι... Ο Sakis να διατρανώνει, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, ό,τι τους θέλει στο Αθηνών Αρένα μαζί με την Άννα, τον Θεοφάνους να προσπαθεί να πείσει τον Andrew Sega ότι δεν χρειάζεται να γράφει άλλο μουσική, αφού πλέον θα τους τη γράφει αυτός, και μην διανοηθούν να σκεφτούν ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να το κάνει ο Φοίβος -ελάτε τώρα... τί ποιος Φοίβος!! Ο δε Λεβέντης να επιμένει ότι η Ελλάδα είναι μικρή γι' αυτούς και το Αμέρικα τους περιμένει με ανοιχτές αγκάλες. Τέλος η Γκαγκάκη να αναρωτιέται πως με ένα συμβόλαιο στην Heaven, ο δρόμος θα ανοίξει για μία «γνωριμία» με τον γλυκό παιδί που κρατάει το μικρόφωνο. Από εκεί και έπειτα η πορεία των Iris είναι γνωστή. Παίζουν κάθε χρόνο στα Mad Video Music Awards -αν και την πρώτη φορά προσπάθησαν να τους πασάρουν και μία συνεργασία Βουρλιώτη / Τάμτα. Έχουν για μία διετία σπόνσορες αναψυκτικών, τσιχλών, και κινητής τηλεφωνίας και εμφανίζονται συχνά πυκνά στην Μεγαλόνησο, όπως και στο «Καφές με την Ελένη».
Υ.Γ.2. Ευτυχώς που δεν βγήκαν από ελληνικό talent show...
Υ.Γ.3. Τα παραπάνω υστερόγραφα γραφτήκαν με χαλαρή, χιουμοριστική διάθεση και δεν είχαν σκοπό, ούτε να θίξουν τους Iris, ούτε τους επονομαζόμενους σε αυτά τα talent shows, παρά μόνο το πως λειτουργεί η μουσική βιομηχανία στην χώρα μας.
Υ.Γ.4. Το video clip του Closer To Real, είναι δυστυχώς από τα πιο άγευστα που έχω δει ποτέ. Παντελής έλλειψη ιδεών.
Νίκος Τσίνος
Iris @
Myspace
Antony and the Johnsons - Swanlights
1. Everything is new/ 2. The great white ocean/ 3. Ghost / 4. I'm in love/ 5. Violetta/ 6. Swanlights/ 7. The spirit was gone/ 8. Thank toy for your love/ 9. Fletta/ 10. Salt Silver Oxygen/ 11. Christina's farm
12 October 2010 - Swanlights
Φέτος έχω βάλει 3 μουσικά στοιχήματα. Το ένα αφορούσε τον Antony και τη βεβαιότητά μου ότι θα κυκλοφορήσει καινούριο άλμπουμ...και ιδού το ‘Swanlights', το άλλο αφορά τους Of the Wand and the moon ...για να δούμε... και το τρίτο και πιο σοβαρό δε θα σας το πω γιατί φοβάμαι ...
...everything is new...?
Μουσική
Swanlights, ένα μυστηριώδες άλμπουμ, το πιο ανατριχιαστικό και δυστυχώς ίσως, το χειρότερο του Antony από άποψη μουσικής σύνθεσης, στίχων και ποικιλίας οργάνων τα οποία συμμετέχουν. Ένα τελείως διαφορετικό άλμπουμ από όλα τα υπόλοιπα και ο ίδιος, ίσως αισθάνεται κάπως αλλιώς σ' αυτή την περίπτωση. Η ατμόσφαιρα που προκαλείται σαν να προμηνύει κάτι αναπόφευκτο και δυσάρεστο ή σα να είναι το ψυχολογικό αποτέλεσμα κάποιου ξαφνικού και σφοδρά δυσάρεστου γεγονότος. Σχεδόν απλοϊκές, μελωδίες στο πιάνο που συνήθως επαναλαμβάνουν κάποιο μοτίβο που αποτελείται από 2-3 νότες σε ελάσσονες (καθιερωμένες ως ‘λυπητερές') κλίμακες, αργοί ρυθμοί, ‘βαριές' μελωδίες ως βασικό θέμα και ένας λυγμός...αυτά είναι τα βασικά χαρακτηριστικά όλων των κομματιών. Μελωδίες στις οποίες δε μπορείς να αντιδράσεις καθόλου συναισθηματικά, φωνητικά, ως συνήθως ανατριχιαστικά όχι μόνο λόγω της ιδιάζουσας χροιάς του Antony αλλά και λόγω εκτέλεσης.
Ένα σημαντικό στοιχείο απουσιάζει, η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μουσική σύνθεση με τις τόσες εναλλαγές μελωδιών και αυτό το απίστευτα δύσκολο να συγκρατηθεί, συναίσθημα απόλυτης συγκίνησης, που προκαλούσε κάθε δευτερόλεπτο στα ‘Twilight', ‘You are my sister', ‘Cripple and the starfish', ‘God with no tear', ‘What can I do'. Δε νομίζω να αναρωτιέστε αν μου άρεσε το άλμπουμ. Μου άρεσαν μόνο κάποια δευτερόλεπτα.
Πολλά υπονοούμενα αφήνουν οι τίτλοι των κομματιών, οι μυστήριες μελωδίες, τα μεγάλα διαστήματα σιωπής του Antony κατά τη διάρκεια των τραγουδιών... δε μπορώ να πω πολλά πράγματα. Ακόμα προσπαθώ να ξεμουδιάσω, από την επίδραση που είχε πάνω μου το ‘Swanlights'. Κι εκεί που περίμενα, να με διαφωτίσει ο ίδιος ως προς το σκοπό και το νόημα αυτών των τραγουδιών του...έκανε την άβυσσο να μοιάζει πιο βαθιά απ' όσο είναι. Είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του ότι το ομώνυμο κομμάτι του άλμπουμ, δε θυμάται γιατί το έγραψε ούτε τί ήθελε να πει μέσω αυτού. Είπε μόνο ότι το έγραψε πριν αρκετά χρόνια κατά τη διάρκεια του soundcheck ενός φίλου του, τον οποίο και βοηθούσε.
Ίσως αυτό το άλμπουμ να χρειάζεται πάνω από 10 ακροάσεις και σε μεγάλο διάστημα χρόνου, όπως όταν ξαναδιαβάζουμε ένα βιβλίο μετά από λίγο καιρό και το καταλαβαίνουμε εντελώς διαφορετικά απ' ό, τι στην αρχή....
Ερμηνεία και μια...πικρή έκπληξη
Το άλμπουμ αυτό είναι ένας λυγμός από την αρχή ως το τέλος, έξω όμως από κάποιο νοηματικό πλαίσιο και γι' αυτό, πλήρως (σ' εμένα τουλάχιστον) δυσνόητο. Από την άλλη μεριά, όσο το ακούω τόσο πιο έντονα προφανής μου φαίνεται η ύπαρξη μιας πολύ συγκεκριμένης ιστορίας πίσω από τα τραγούδια. Παράλληλα, έχω πολύ έντονα την αίσθηση ότι ο Antony, αυτή την ιστορία ή θα την πει επί σκηνής ή δε θα την πει καθόλου. Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που δε δίνει την παραμικρή υπόνοια για τα θέματα των κομματιών του ή τα ευρύτερα μηνύματα που θέλει να περάσει με το εκάστοτε άλμπουμ του. Είναι όμως η πρώτη φορά που θεωρώ ότι δίσκος του έχει προκύψει από μοχθηρία για κάτι. Oι στίχοι, σε μια ατμόσφαιρα τετελεσμένου, περιορίζονται σε μια με δυο φράσεις σε κάθε κομμάτι και η ερμηνεία αποκαλύπτει κάποιου είδους αποστασιοποίηση. Λείπει το στοιχείο του ευάλωτου στη χροιά της φωνής, σαν κάποιος...να το σκότωσε. Οι μόνες στιγμές που το συναίσθημα της φωνής βγαίνει στην επιφάνεια (και κατά τη γνώμη μου χωρίς το συναισθηματικό βάθος στο οποίο μας έχει συνηθίσει ο Antony στο παρελθόν) είναι τα λεπτά στα οποία η ερμηνεία προσομοιάζει το κλάμα. Αυτή τη φορά δε βρήκα κανένα κομμάτι εμπνεύσιμο, δε μου έμεινε καμία μελωδία στο μυαλό αφού τα κομμάτια εστίαζαν στη ρυθμική επανάληψη, χωρίς ‘χρώμα', ‘φτωχών' μουσικών φράσεων. Το άλμπουμ ξεκινάει με ένα κομμάτι που επαναλαμβάνει ‘Everything is new' με μια πικρία ακατανόητη, κορυφώνεται στο τέλος με ενδιαφέροντα τρόπο απλά για να ξαναγυρίσει στην αρχική ‘άχρωμη' ερμηνεία. Τελευταίο κομμάτι το ‘Christina's farm' στο οποίο ενδιαφέρων είναι ο στίχος ‘Everything is new, every sock and shoe my face and your face, tenderly renewed...' και οι εναλλαγές ρυθμού στο τέλος. Συμπαθής στιγμή το ‘Ghost' με ενδιαφέρουσα μελωδία και ‘χαρακτήρα' ο οποίος διαφοροποιείται ανάλογα με τους στίχους... αν και μετά από ώριμη σκέψη τείνω να θεωρήσω το νόημα και αυτού του κομματιού τραγικό και σκληρό. Ντρέπομαι να σας πω γιατί το θεώρησα συμπαθές, παρ' όλα αυτά νομίζω θα συμφωνήσετε ότι είναι ίσως το καλύτερο του άλμπουμ με την έννοια ότι ο Antony ερμηνευτικά δίνει λίγο παραπάνω από τον εαυτό του τόσο στο πιάνο όσο και στο τραγούδι.
... Bjork and Antony
Ας έρθουμε τώρα στο πιο μεμπτό σημείο του άλμπουμ. Ο Antony και η Bjork, αυτές οι δυο συγκλονιστικές προσωπικότητες με τις πολυσήμαντες φωνές, έγραψαν το τραγούδι ‘Fletta' και το ερμήνευσαν με αυτό τον τρόπο, δηλαδή χωρίς κανένα ‘χρώμα' και ενδιαφέρον. Ανατρίχιασα όταν άκουσα τη Björk ενώ οι παλμοί ανέβηκαν μόνο η σκέψη ότι μετά από λίγο θα άκουγα μαζί και τη φωνή του Antony. Και όντως τους άκουσα...αλλά τους ξέχασα αμέσως. Το κομμάτι πήγε ίδια από την αρχή ως το τέλος χωρίς τα έντονα συναισθήματα που προκαλούν τα ανεβοκατεβάσματα φωνής της Bjork, χωρίς από δίπλα αυτή τη ‘ζεστή' φωνή του Antony, χωρίς μελωδία με σχεδόν άσχημη μουσική επένδυση. Είναι ποτέ δυνατόν? Πολλές μουσικές απογοητεύσεις τελευταία...πρέπει να σταματήσει αυτό. Το κομμάτι έχει ένα ανεπαίσθητο ενδιαφέρον σημειάκι ...1:03'...μια τόσο δα, αλλά πανέμορφη ανάσα...
Εικόνες...
Αυτό νομίζω πως είναι το μοναδικό στοιχείο που ίσως βοηθάει να μπει αυτό το άλμπουμ σε κάποιου είδους νοηματικό πλαίσιο. Γιατί? Γιατί όλοι οι καλλιτέχνες με το έργο τους, θέλουν να επικοινωνήσουν κάτι. Ποτέ κανείς δεν έχασε χρόνο σε ένα έργο, για να μην πει τίποτα. Ακόμα και ο μηδενισμός στη μουσική έχει εκφραστεί πολύ συγκλονιστικά και σίγουρα όχι με απάθεια στην ερμηνεία. Το εξώφυλλο του ‘Swanlights' έχει επάνω μια συγκλονιστική φωτογραφία και με μικρά γράμματα, την τραγική ιστορία ενός συμπαθέστατου χνουδωτού ζώου το οποίο πυροβολήθηκε και μέχρι να πεθάνει έκανε ορισμένα μέτρα επάνω στον πάγο αφήνοντας το ματωμένο του ίχνος, μάρτυρα της δολοφονίας του. Το υπόλοιπο άλμπουμ έχει διάφορες εικόνες-ψηφιακές επεξεργασίες του Antony λίγο πολύ γνωστές και ξαναϊδωμένες. Ο ίδιος λοιπόν, σε μια πρόσφατη συνέντευξή του γι' αυτό το άλμπουμ, την οποία και δημοσίευσε στη μόνιμη πλέον στήλη του στη βρετανική Guardian, δήλωσε τα εξής απίστευτα πράγματα. Ότι δεν υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος λόγος για τον οποίο επέλεξε αυτή τη φωτογραφία για εξώφυλλο του άλμπουμ, (για τον τίτλο του οποίου παρεμπιπτόντως ‘δανείζεται' μια λέξη από την ιστορία του εξωφύλλου ενώ όλα του τα κομμάτια μιλάνε για αποχωρισμό ή θάνατο)... Εμβόλιμη στη μεγάλη εικόνα είναι και μια μικρότερη που δείχνει ένα ίδιο ζώο ζωντανό την ώρα του κυνηγιού. Αυτή η μικρότερη εικόνα είναι η παρέμβαση του Antony στην ιστορία, προκειμένου να αποκαταστήσει το κύρος και την τιμή αυτού του ζώου, τα οποία χάνονται στη ματωμένη εικόνα την οποία όμως ο ίδιος επέλεξε να τοποθετήσει σε πρώτο πλάνο στο εξώφυλλο. Εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα...εσείς? Παρακαλώ να καταλαβαίνετε περισσότερα, ειλικρινά.
Όχι δεν πρέπει όλα να εκλογικεύονται αλλά σίγουρα όλα έχουν κάποιο νόημα, δυσκολεύομαι να δεχτώ το χάσιμο χρόνου ως ιδεολογία.
Rating: 4 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Antony @ myspace
Tango With Lions - Verba Time
1.House on fire /2.In a bar/ 3.Pilgrim said /4.Policeman /5.On the floor /6.Right from the start /7.Black /8.Red yellow rooms /9.Underskin /10.Sad big blue eyes /11.Angel's Arms
June 2010 - Inner Ear
Res, non verba, πράξεις, όχι λόγια... "Verba Time" καιρός για λόγια; Δεν ξέρω αν οι εποχές σηκώνουν κι άλλα. Χορεύοντας πλέον με τα λιοντάρια, τανγκό και όχι κάτι τυχαίο. Ο ερωτισμός και το συναίσθημα απέναντι σε μία εποχή που δείχνει καθημερινά τα δόντια της στους περισσότερους, όπως κάνει το λιοντάρι για να υπενθυμίσει στους εχθρούς του την βασιλική του εκ φύσεως θέση. Και έτσι με λίγα λόγια περιγράφεται η διαδικασία στην οποία βυθίζεσαι όταν ακούς το ντεμπούτο δίσκο των Tango With Lions. Ένα εξώφυλλο πίνακας του Βρετανού Nick Gentry, που ακούει στο όνομα "Verbatim"-εξ αυτού άλλωστε και ο τίτλος του δίσκου- μία κατάθεση της Ελληνίδας Kat, μία ακουστική κιθάρα, εσωτερικά φωνητικά, ψίθυροι, παιδικές αναμνήσεις που μεταμορφώνονται σε ώριμες σκέψεις. Ποιό είναι το βάρος των συναισθημάτων σου όταν το σπίτι σου παίρνει φωτιά, ή αν όχι το σπίτι σου, αυτό που εσύ αποκαλείς "σπίτι"; Ύστερα στρέφεσαι στην αγκαλιά της Cat Power ή κατρακυλάς μαζί με τους Current 93; Γνωρίζοντας τι θα απαντήσει ο Παπαδημητρίου σε αυτή την ερώτηση, τον αποκλείω προηγουμένως και αναρωτιέμαι ποια από τις δύο πλευρές του "Verba Time" διακρύνεις εσύ. Μοναξιά, απομόνωση, ειρωνεία με ένα ανάλαφρο φυσικά πέπλο κοινωνικοπολιτικού σαρκασμού.
Μουσικά ο δίσκος δεν υστερεί σε τίποτα, παρά την απλότητα του. Είναι αυτό ακριβώς που λέγαμε για το ντεμπούτο της Monika. Υπερφορτωμένη ενορχήστρωση, όταν η ερμηνεία, η λυρικότητα και το βάθος των στίχων αρκούν για να δώσουν όγκο στα τραγούδια ενός δίσκου, κάτι άλλο παρά απαραίτητη είναι! Έτσι, εδώ η Kat (συνθέτρια και ερμηνεύτρια) περιορίζεται στο μοτίβο αυτό, ενορχηστρώνοντας απλά και διακριτά τα τραγούδια της (βλ. On the floor) με άρπα, τσέλο, σφυρίγματα κλπ. Το εντυπωσιακό λοιπόν είναι, με πόση ευκολία μεταπηδάς από ένα τραγούδι ερωτευμένων ("Right from the Start" - κοντά στην ατμόσφαιρα του "Pretty Girl" των Zita Swoon) στη μελαγχολία του"Black", και αντίστροφα.
Το "Verba Time" περιέχει διαμάντια, επαγγελματικής δουλειάς, για άλλη μία φορά υπό την προστασία της Inner Ear και για τους λάτρεις της folk, των γυναικείων φωνητικών, της ατμόσφαιρας αυτό αποτελεί παυσίπονο.
Και η λίστα με τα ελληνικά αξιόλογα σχήματα μεγαλώνει...
Rating: 8,5 / 10
Άγγελος Κουκλάκης
Tango With Lions @ Myspace
anbb (Alva Noto - Blixa Bargeld) - mimikry
01 - Fall 02 - Once Again 03 - One 04 - Ret Marut Handshake 05 - Bernsteinzimmer Long Version 06 - I Wish I Was A Mole In The Ground Extended 07 - Mimikry 08 - Berghain 09 - Wust 10 - Katze Featuring Veruschka
4 October 2010 - Raster-Noton
Έχει μπει πλέον φθινόπωρο και οι μέρες είναι γκρίζες. Οι ταράτσες της Αθήνας είναι ζοφερές, ο καιρός είναι πάντα ενοχλητικός, τα σωματικά κουσούρια πονάνε περισσότερο απ' ότι συνήθως και πολλές φορές είναι δύσκολο να καταλάβεις βγαίνοντας στους δρόμους αν συνέβη κάποιος πόλεμος που ξεκλήρισε τον πληθυσμό και δεν πήρες πρέφα.
Σ' αυτές τις καταστάσεις επενδύεται πολύς χρόνος κάτω από τα μουντά φώτα του ταβανιού να κοιτάς απλανώς τον τοίχο κρυώνοντας. Και ο συνδυασμός του πόνου στις αρθρώσεις με την αδυναμία σου να ξέρεις τι ώρα είναι θέτουν τον εγκέφαλο σε νάρκη και καθιστούν τα μάτια ανίκανα να διαβάσουν πολλά χρώματα. Ή ίσως τα χρώματα δεν υπάρχουν στους χειμώνες. Υπάρχει μόνο αυτό το διαολεμένο γκρί.
Όμως το γκρί έχει αποχρώσεις. Άλλο είναι το γκρί της απομόνωσης στην φυλακή κι άλλο το γκρί της μοκέτας ενός ιατρείου. Άλλο το γκρί του δρόμου και του πεζοδρομίου, των μαλλιών του πατέρα σου, του πατώματος του τρόλλευ, του ATM της τράπεζας. Και αφού το χειμερινό ψυχοσωματικό παιχνίδι δεν επιτρέπει να παίξεις με τα χρώματα, πρέπει να βρίσκεται ένας τρόπος να παίξεις με τα σχήματα και τις αποχρώσεις. Ποιός καταβεβλημένος νους όμως είναι ικανός να το κάνει αυτό στην καθημερινότητα; Και έχουμε καιρό τώρα καταλάβει ότι κάθε πράμα που δεν επιστρώνεται στην καθημερινότητα είναι το μυστικό συστατικό της τέχνης. Κι εκεί έρχεται το μουσικό παιχνίδι.
Το Mimikry έχει δύο πτυχές: μία αφηγηματική και μία γεωμετρική. Περίεργες έννοιες ίσως για έναν δίσκο. Περίεργος κι ο δίσκος όμως. Αφηγηματική είναι η πτυχή του Blixa Bargeld, ίσως του πιό ιδιοφυούς ανθρώπου στον μουσικό πλανήτη. Μπορεί η αφηγηματική τακτική να μην είναι λέξεις και προτάσεις. Η αφήγηση έρχεται με γρυλλίσματα, παραμορφώσεις στην φωνή, μουρμουρητά, απαλό τραγούδι κι επίπεδες ομιλίες. Έχει χρόνο, διάρκεια και σκοπό. Παίζει τον ρόλο του καθοδηγητή, του ιχνηλάτη, του τοπογράφου της γεωμετρικής πλευράς. Είναι το ραντάρ στο πουθενά ή ο αστερισμός στο μπουντρούμι. Η δράση του Blixa στο Mimikry είναι η χαώδης τάξη. Ενσαρκώνει το αεικίνητο σε μια καλοστημένη μηχανή.
Ο Alva Noto είναι η γεωμετρική πλευρά, το τακτοποιημένο χάος, η παραγωγή στατικών ηχοτοπίων, των πεδιάδων που ο Blixa χαρτογραφεί και τεμαχίζει. Ο θόρυβος, υψηλός και βίαιος ή χαμηλός και νηφάλιος συμπαγοποιείται σε δυναμικά περιβάλλοντα. Η διαλεκτική Bargeld - Noto παράγει μια ιστορία που δεν τίθεται με όρους διαπλοκής, παραλληλίας ή σύγκρουσης με την πραγματική. Απλά υπάρχει σε ακαθόριστο χώρο, σε ακαθόριστο χρόνο και με ακαθόριστη πορεία.
Το Mimikry είναι θορυβώδες. Είναι μια βίαιη πτυχή του Alva Noto που δεν συγκρίνεται με κάποια δουλειά του που να έχω υπ' όψιν. Φαίνεται πιό κοντινό στις δουλειές του με τους Signal, όχι όμως στα ηχητικά μέσα που χρησιμοποιεί, αλλά στην προαναφερθείσα γεωμετρικότητα που χαρακτήριζε και το εν λόγω τρίο. Εκεί όμως που τα οχήματα ήταν δομημένα beat σε σχετικά τακτική κίνηση, εδώ η κατασκευή παίρνει έναν πιο γκροτέσκο χαρακτήρα. Αν οι Signal ήταν μια μουσικοποίηση της κίνησης των δρόμων, το Mimikry έχει αντίστοιχο αντικείμενο μια φανταστική σύγχρονη παλατειακή αρχιτεκτονική του Σαλαντίν.
Συγχρόνως, δεν είναι κρυφός και ο αυστηρά βερολινέζικος χαρακτήρας του έργου. Είναι έργο που παίζεται ιδανικά σε αποθήκες και μίνιμαλ βιομηχανικούς χώρους. Το διέπει μια εσκεμμένη ψυχρότητα, χαρακτηριστική του βερολινέζικου ήχου. Είναι ένα κρύο άλμπουμ, όχι επειδή δεν περιέχει δημιουργική ευφυία - τέτοια κατέχει σε εξωφρενικό βαθμό - αλλά χάριν της ατμόσφαιρας και της αχανούς λογικής που υποκίνησε την κατασκευή του. Και η λογική είναι ως γνωστόν ψυχρή, μάταιο να το αρνηθεί κάποιος.
Έτσι, αυτό το σύμπλεγμα πειραματισμών στην φωνή και πολυσχιδούς φασαρίας ως βάση, αναγνωρίζεται ως μια λογική κατασκευή. Λογική τέχνη όμως; Όχι. Λογική αρχιτεκτονική. Τα θεμέλια που ρίχνονται στην κατασκευή ενός ψυχιατρείου άλλωστε είναι λογικά. Πρέπει να είναι στέρεα για να φιλοξενήσουν την σχιζοφρένεια της τέχνης που θα εκδιπλωθεί στους τοίχους του.
Rating: 9 / 10
Γιάννης - Ορέστης Παπαδημητρίου
anbb official
Belle and Sebastian - Belle and Sebastian Write About Love
01. I Didn't See It Coming 02. Come On Sister 03. Calculating Bimbo 04. I Want The World To Stop 05. Little Lou, Ugly Jack, Prophet John 06. Write About Love 07. I'm Not Living In The Real World 08. Ghost of Rockschool 09. Read The Blessed Pages 10. I Can See Your Future 11. Sunday's Pretty Icons
11 October 2010 - Rough Trade
Ο παλιός είναι αλλιώς. Πως να το κάνουμε; Εκεί που οι νέοι έχουν γίνει ήδη βαρετοί πριν φτάσεις καν στο τέταρτο τραγούδι (Arcade fire - the suburbs) ή πριν καν ακούσεις το δίσκο (Interpol - s/t), έρχονται οι Belle and Sebastian με τον καινούργιο και όγδοο κατά σειρά δίσκο τους να μας θυμίσουν πως γράφεται η απλή και καλή μουσική. Η απλή και καλή ποπ. Μπορείς να τους πεις indie, μπορείς να τους πεις alternative, μπορείς να τους πεις και mainstream πλέον (ειδικά εάν ανήκεις σε αυτούς που φανατικά τους άκουγαν, όταν ακόμα ηχογραφούσαν για την Electric Honey), ίσως και φλώρους στην τελική. Μαλακίες δηλαδή. Φυσικά και δε θα διαφωνήσω. Θα συμφωνήσω απόλυτα ότι όπως και για τα περισσότερα συγκροτήματα από τα 90's κι έπειτα, έτσι και για τους Belle and Sebastian ισχύει το περίφημο και τετριμμένο ''κάθε πέρισυ και καλύτερα''. Μοναδική (προσωπική) εξαίρεση το The Life Pursuit. Πάρ'αυτα, ουδέποτε ακούστηκαν γραφικοί, ουδέποτε κούρασαν. Και μόνο αν άκουσες τον προαναφερθέν και πλέον προτελαυταίο δίσκο τους, εύκολα καταλαβαίνεις τη μουσική ευστροφία του κύριου Stuart Murdoch και της παρέας του. Ξαναπροσλαμβάνοντας λοιπόν, για δεύτερη συνεχόμενη φορά τον παραγωγό (Tony Hoffer) που τους ''χάρισε'' το πιό πετυχημένο (εμπορικά) τους single (funny little frog) και προσθέτοντας στην παρέα τις Norah Jones (!) και Carey Mulligan (που έπαιξε σε μία κάποια ταινία), they wrote about love. Kαι το έκαναν καλά! 'Η μήπως πρέπει να πω σωστά; Ένα είναι σίγουρο. Οι Belle and Sebastian έχουν βρει, και έχουν μάθει καλά, τον τρόπο να γράφουν όμορφες ποπ μελωδίες, θελκτικές ανα πάσα στιγμή της ημέρας. Και το Write about love είναι ακριβώς αυτό.
'Ιf you touch me , you can never go back'', υποστηρίζουν μέσα από το δεύτερο κομμάτι του δίσκου, το come on sister. Ο έρωτας θέλει θράσος και οι Belle and Sebastian έχουν. Και φυσικά το δείχνουν. Aπό το πρώτο άκουσμα ήδη έχεις ξεχωρίσει, τουλάχιστον δύο κομμάτια. Σύγχρονη εναλλακτική - ανεξάρτητη (ή όπως τελοσπάντων θες πέστηνα) ποπ, με την κλασική 60's αισθητική που τους καθιέρωσε : Ι didn't see it coming, I want the world to stop, είναι τα αδιαφιλονίκιτα χιτάκια το δίσκου, με το πρώτο να κλέβει την παράσταση, με το απόλυτο pop slogan.''Make me dance, I want to surrender'', κάνοντάς με ταυτόχρονα, με ντροπή να προσπαθώ να θυμηθώ την τελευταία φορά που χόρεψα...Το δεύτερο πάλι, μήπως είναι από τα καλύτερα κομμάτια που έχουν γράψει την τελευταία δεκαετία; Λέω εγώ..
Παρότι η ιστορία έχει δείξει, ότι εάν μέσα στα τρία πρώτα κομμάτια ενός δίσκου, περιέχονται τα πιό ''τρανταχτά'' - και πόσο μαλλον αν το single βρίσκεται στο νούμερο ένα - , μόνο με προσωπική θυσία και εγκράτια θα καταφέρεις να τον ακούσεις μέχρι το τέλος, το write about love, ως μία εκ των εξαιρέσεων, σώζει την παρτίδα. Αυτό βέβαια, στην προκυμένη περίπτωση, δε φαντάζει και τόσο θελκτικό (sic), μιας και είσαι ''υποχρεωμένος'' να ακούσεις και αυτή την ξενέρωτη τραγουδιάρα, τη Norah Jones.Και το χειρότερο ποιό λες ότι είναι;To ότι τα καταφέρνει συμπαθητικότατα.. Είναι ερωτιάρικο, είναι μελοδραματικό, είναι (κατάλληλο για να συνοδέψει τις μοναχικές σου βόλτες στους άδειους μεταμεσονύχτιους δρόμους ενός ερωτικού Noting Hill και ότι άλλη τσιχλόφουσκα αυτό συνεπάγεται) τετριμένο, το little lou, ugly jack, prophet john .Ότι ακριβώς δηλαδή λατρεύουμε να μισούμε, (ξαν)ακούγοντάς το. Ωστόσο, για να τα λέμε όλα, θα το προτιμούσα σα συνεργασία των Belle, σε δίσκο της Νόρας.
Έπειτα, έχουμε άλλα οκτώ (ή δέκα, αν έχεις τη βινυλιακή έκδοση) τραγούδια, που όσο αρνητικά προδιαθετιμένος κι αν είσαι δε θα μπορείς να χαρακτηρίσεις κάποιο ως κακό. Ως μέτρια, το συζητάμε (άλλα όχι δημοκρατικά). Για κάποιο λόγο όλα (όλα όμως), έχουν λόγω ύπαρξης. Γιατί; Γιατί πολύ απλά έχουμε να κάνουμε με ολοκληρωμένο δίσκο, αν με εννοείς. Κάτι διόλου αυτονόητο στους χαλεπούς αυτούς καιρούς. Από το (περνάω απαρατήριτο στην αρχή) Come on sister, στο (παιδιάστικο) Ι'm not living in the real world, και από το απόλυτο (λέμε τώρα) νεο-sixties beat του Write about love - με την σκέτη γλύκα φωνούλα της Carey Mulligan- στο ομορφότερο τραγούδι του δίσκου : Ι can see your future! Αν είσαι από αυτούς (τους ''περίεργους'') που από το Life pursuit γούσταρες το we are the sleepyheads τότε βρήκες το νέο σου αγαπημένο μικρό ποπ ύμνο. Και ίσως τώρα να ξαναχορέψεις... Και για το τέλος τι; Mα φυσικά ένα από τα ποιο βαρετά τραγούδια που έγραψαν ποτέ (sunday's pretty icons). Αλλά για κάποιο χαζό λόγο, δε θα το σταματήσεις.Θα κάτσεις εκεί, παρέα με εκείνο το ξεχασμένο σου χαζό χαμόγελο, μέχρι το τέλος. Και μετά (ίσως και) πάλι από την αρχή...
Κινδυνεύοντας να παρεξηγηθώ (από ''σκληρούς'' μουσικο-genius), οι Belle and Sebastian, ή έστω αν θες, ο Stuart Murdoch, είναι για μένα κάτι σαν τον Rory Galagher της indie pop. Κοινό τους χαρακτηριστικό : η τιμιότητα! Ούτε ένας κακός δίσκος. Οι αλλαγές και οι πειραματισμοί, ουδέποτε αποτέλεσαν το κύριο μέλημά τους - κι όταν κι αυτό το επιχείρησαν, έγιναν για μία ακόμα φορά σημείο αναφοράς - , μιάς και κατά τα φαινόμενα, ξέραν εξ αρχής τι είναι αυτό που γουστάρουν. Και αυτό έκαναν. Απλά πράγματα. Αλλά μην ξεχνιόμαστε. Αυτό είναι και το δύσκολο. Μόνη τους διαφορά, το ότι ο ένας ''έφυγε'' από το αλκοόλ, ενώ ο άλλος δε μπορεί καν να το δοκιμάσει...(καταδικασμένος ίσως;) να ακολουθεί το (όπως όλα δείχνουν) ακόμα ανατρεπτικό τρίπτυχο των Field Mice : Chocolate, Love, Sex. Mήπως αυτή όμως είναι η ΠΟΠ!; Tι λες;
Διαλέγεις και παίρνεις :
α) 6,5 αν ζηλεύεις τις γνώσεις της (δες βίντεο)... Ή φυσικά αν τις ήδη έχεις...
β) λίγο, μα λίγο πιό κάτω απ' το 8 για τους υπόλοιπους κοινούς θνητούς
Ιωάννης Κούσης
Belle & Sebastian @ Myspace
Pages