Ok, αυτούς τους ξέρουμε. Τι κρύβεται όμως πίσω από τον αγριεμένο πράσινο πίθηκο, τον garage rock χαρακτηρισμό και το «πολλά βαρύ και όχι» και πολύ masculine όνομα Grinderman? Αρχικά, μάλλον πρόκειται για μία από εκείνες τις περιπτώσεις (όπως και η πρόσφατη των The Good, The Bad & The Queen) που μαζεύονται τα αγόρια και αρχίζουν να βαράνε και μετά σκέφτονται “Let’s put it out, mate. Since, you know… that is what we do… ”. Και μετά κλασσικά αρχίζει η αναζήτηση ονόματος για αυτή την μπάντα να το πούμε, ας το πούμε καλύτερα project (και οχι side project). Αλλά, όπως είπαν σε συνέντευξη, μετά από μισό αιώνα rock ιστορίας “All the good names are taken”. Ο άγραφος νόμος των δύο αναγνωρίσιμων και αναγνωρισμένων καλλιτεχνικών ονομάτων το μέγιστο ανά καριέρα. Η συνέχεια είναι κατανοητή. Διαλέγεις κάτι μέσα από το δίσκο και κάνεις υπομονή με τις ανάλογες ερωτήσεις σε συνεντεύξεις.
Τελικά όμως κάθησε πολύ καλά. ‘Οταν πρωτοάκουσα τη λέξη μου έφερε στο μυαλό έναν γεροδεμένο τύπο, from the South or something, να χειρίζεται ένα από εκείνα τα τεράστια και πολύ επικίνδυνα μηχανήματα που τροχίζουν ή κόβουν κάτι και δεν υπάρχουν πια, πηγαίνοντας την φαντασία μου αρκετές δεκαετίες πίσω. Τελικά προκύπτει πως κρύβει και ένα ιδαίτερο σεξουαλικό υπονοούμενο, όπως και το “Grinder man blues” – ένα παλιό τραγούδι του Memphis Slim το οποίο και το ενέπνευσε. Η παραλλαγή των Grinderman στο ομώνυμο συνδυάζει το growling garage με το sober & brooding blues και μαζί με το “Electric Alice” και το “Man On The Moon” είναι ότι πιο κοντινό θα βρεις στο σκοτάδι και τη μελαγχολία σε αυτό το δίσκο. Ακόμη λένε πως το όνομα κρύβει και μία πολιτική τοποθέτηση απένατι στις “grinding machines of war”, ίσως γιατί είναι και ο τίτλος εκείνου που σέρνει τη μαιμού που χορεύει. Αλήθεια! Και κάπου εδώ τελειώνει η σοβαρότητα...
Το πιθηκάκι λοιπόν. Ο μύθος λέει πως η ιδέα των Grinderman μεταδόθηκε στον Cave και τον Ellis τηλεπαθητικά από ένα ζευγάρι μπαμπουίνων “going at it in the zoo”. Ζωώδες, άγριο, φυλακισμένο, παρακμιακό, λίγο θλιβερό, λίγο αστείο, όλοι είναι χαρακτηρισμοί που μπορούν να δωθούν άνετα και στο δίσκο. Στο πρώτο άκουσμα του “No pussy blues” (μέσω του myspace) και του “Get It On” (1o single) ήμουνα σίγουρη: Μας κάνουν τελείως πλάκα. Η απέλπιδα προσπάθεια του Cave να ρίξει την γκόμενα (“I sent her every type of flower/ I played her guitar by the hour/ I patted her revolting little Chihuahua/ But still she just didn't want to.”) και ο ύμνος σε εκείνους που πέθαναν “so we could get it on”... Πόσο πιο φλεγματικό, αυτοσαρκαστικό και αστείο δηλαδή?
Αντίθετα με τη μουσική, τις συνθέσεις και τις λούπες που είναι καθαρά συλλογική προσπάθεια, οι στίχοι είναι καθαρά θέμα του Nick φυσικά. ‘Εψαξε στο μπλοκάκι του (που έχει γεννήσει υλικό για 2 ντουζίνες δίσκους ένα βιβλίο και δύο σενάρια) και βρήκε εκείνα τα σημεία που ταίριαζαν περισσότερο στο concept. Οι περισσότεροι ολοκληρωμένοι στίχοι προέκυψαν κατα την πορεία των ηχογραφήσεων και άλλαξαν σημαντικά, όπως φαίνεται από τα αρχικά drafts. Προσωπική μου καλύτερη στιγμή από αυτή την άποψη, γιατί μουσικά το ιδιαίτερα έξυπνο (sophisticated) σχήμα είναι μία από τις πιο εξημερωμένες και χαμηλών τόνων στιγμές, το “Go Tell The Women” (that we’re leaving). Είναι αδύνατο να πνίξω ένα μικρό χαμογελάκι κάθε φορά που ακούω το “All we wanted was a little consensual rape in the afternoon/ and a bit more in the evening” αλλά και την εκφορά του γενικότερα σε κάθε μία λέξη του. Παράλληλα, ίσως παρασυρμένος από τον ήχο, πήγε και αρκετά πίσω. All the way back in memory lane, back to Australia and the Boys Next Door. Και θυμήθηκε άλλο ένα κακό κορίτσι που ήξερε τότε (“Depth Charge Ethel”) αλλά και το θάνατο του πατέρα του (“Man On The Moon”) με αποτέλεσμα την πιο ηλεκρισμένη και φευγάτη στιγμή του album και τον πιο φορτισμένο, συγκαλυμένο θρήνο που έχω ακούσει τελευταία.
Εκτός από τους στίχους (όχι και ιδιαίτερη έκπληξη για όποιον έχει παρακολουθήσει το Cave από παλιά και υπέμεινε τα παραξικάρδια crooning της μετάβασης του καλλιτέχνη στην 5η του δεκαετία) υπάρχουν στοιχεία αναγγένησης και στην ερμηνεία. Πολύ δυναμισμός και κυρίως συμμετοχή και προσωμοίωση του εκάστοτε ρόλου παρά αφήγηση της ιστορίας, ενώ έχουμε και τη χαρά να τον ακούσουμε buzzing like the bee and hissing like the snake.
‘Οσον αφορά το μουσικό κομμάτι των Grinderman, ούτε αυτό ήταν τεράστια έκπληξη για όποιον βρισκόταν στο live του Σεπτεμβρίου και είδε τον Cave να σηκώνεται από τα πιάνο και να πιάνει τη Fender και το ίδιο σχήμα να τα σπάει, που λέμε. Φυσικά και ο ήχος είναι πιο δουλεμένος αλλά καθόλου γυαλισμένος στην παραγωγή του. Σε αυτό το raw στοιχείο αλλά και στον αυτοσχεδιασμό έγκειται η βασική διαφορά από τους δίσκους των Bad Seeds. Οι ηχογραφήσεις έγιναν μέσα σε μία βδομάδα στα RAK studios, με απόλυτη ελευθερία σε όλους να επεξεργαστούν ελέυθερα και να βαρέσουν αλύπητα γύρω από ένα συγκεκριμένο θέμα. Την αναβίωση του Garage και no-wave ήχου την πέτυχαν απόλυτα, δείχνοντας σε κάθε Horrors και Strokes και White Stripes πως ακριβώς γίνεται. Πολύ σημαντικό να έχεις ζήσει ή μάλλον να είσαι από αυτούς που δημιούργησαν κάτι. Εξαιρετικοί οι Casey και Sclavunos στο στοιχείο του ο καθένας αλλά αυτός που αναδεικνύεται πρωταγωνιστής είναι αναμφισβήτητα ο Ellis. Πολυτάλαντος και βιρτουόζος καθώς παλλινδρομεί ανάμεσα στη απόλυτη ευφυία και την απόλυτη παράνοια και άξιος αντικαταστάτης του Blixa για παρέα. Και ακριβώς όσο περίεργος και αντικοινωνικός φαίνεται. Και ο Cave δεν τα πάει και άσχημα για κάποιον που απέκτησε την πρώτη του κιθάρα ένα χρόνο πριν.
Η πρώτη αυτόματη μνήμη που θα έρθει, εκτός από Birthday Party, είναι το cult "Human Fly" και οι Cramps στο "Honey Bee" ( ή αλλιώς "Joseph and Mary's fly to Egypt but you know, re-worked" lol), οι Stooges έπρεπε να είχαν ακούσει πρώτα το "Get It On" και την Ethel πριν αποφασίσουν να ξαναηχογραφήσουν ενώ ο Lou Reed θα θυμηθεί τις πρωτοπάνκικες ρίζες του με αγάπη ("Love Bomb", "Got Tell the Women"). Ο Sonic Youth θόρυβος συνδυάζεται με blues στοιχεία στα "When My Love Comes Down" και "Set Me Free". O χαρακτήρας όμως γενικότερα είναι Grinderman και είναι μοναδικός.
Genius, brilliant & very much fun. Respect! Blessed Thy Be!
‘Ολα τα tracks περιορίζονται στα 3-4 λεπτά, και το album τελειώνει πολύ γρήγορα. Γι’ αυτό θερμή παράκληση να ρίξετε μια καλή ματια στο www.grinderman.com, να κατέβασετε και να ακούσετε το podcast/interview των Times και να παρακολουθήσετε την παρακάτω συνέντευξη (αντί video-clip). Είναι απόλαυση να τους ακούς να μιλάνε για το project και τις ηχογραφήσεις αλλά ακόμη καλύτερο να ακούς τον Cave να λέει για την απόλυτα τρομακτική του συνάντηση με τη Nina Simone ή για το “Ain’t nobody” που χόρευε με τη γυναίκα του και τα fishsticks που μαγείρεψε. Και μετά ξανακούστε το album.
Rating: 8,5 / 10
Μαρία Καραγκούνη
Albert Hammond jr - Yours To Keep
1. cartoon music for superheroes / 2. in transit / 3. everyone gets a star / 4. bright young thing / 5. blue skies / 6. 101 / 7. call an ambulance / 8. scared / 9. holiday / 10. hard to live in the city
Rough Trade
/ 9 October 2006
Πρόκειται
μάλλον για έναν δίσκο που εξ'αρχής είναι δύσκολο να περάσει απαρατήρητος καθώς
αποτελεί την πρώτη προσωπική δουλειά του κιθαρίστα των Strokes,της μπάντας που ευλογήθηκε (η
καταδικάστηκε? ) με το με μεγαλύτερο hype των τελευταίων ετών στην alternative σκηνή. Από τη στιγμή μάλιστα που το
γενικότερο image των
Strokes
θυμίζει εύκολα αχώριστη
νεορκέζικη συμμορία, το side project του Albert hammond Jr μοιάζει ακόμη πιο αναπάντεχο.
Πιστεύω
πάντως πως είναι καλό να μην αντιμετωπίσει κανείς τη δουλειά αυτή ως τον
τέταρτο δίσκο των Strokes αλλά ως κάτι καινούριο, καθώς ο ίδιος άλλωστε ο hammond, δηλώνει πως από τους βασικούς
λόγους που τον οδήγησαν σ'αυτή τη solo προσπάθεια είναι η απόρριψη πολλών τραγουδιών του από τα
υπόλοιπα μέλη του group.
Στο 'Yours To Keep' o Albert παραμερίζει για λίγο το cool profile της παρέας απ'τη Νέα Υόρκη και
στρέφεται σε έναν πιο ευαίσθητο εσωτερικό κόσμο. Το "Cartoon music for superheroes" σε βάζει κατευθείαν στο κλίμα
του album αποπνέοντας μια γλυκιά διάθεση παλιμπαιδισμού ενώ η χρήση του toy piano το κάνει να μοιάζει περισσότερο με
μωρουδίστικο νανούρισμα παρά με τραγούδι των καιρών μας. Η συνέχεια αφήνει πίσω
της σίγουρα κάτι από Strokes κυρίως λόγω των χαρακτηριστικών κιθαριστικών riffs που ανεβοκατεβαίνουν αρμονικά την
ίδια μουσική κλίμακα ("in transit","everyone gets a star") ενώ ακολουθεί το "blue skies", μια από τις ευχάριστες εκπλήξεις του δίσκου. Και αυτό
γιατί ο Hammond σε
κερδίζει με τη γαλήνια και σταθερή φωνή του, χωρίς βέβαια να διαθέτει τη
μεθυσμένη βραχνάδα του ποτέ ατσίγαρου Casablancas, θυμίζοντας με τη βοήθεια ενός echo-mic τον John Lennon στο “#9 dream” από το album Walls And Bridges και προκαλώντας σου την απορία για
την απουσία του ως back-vocalist από τις δουλειές των Strokes.
Κορυφαία στιγμή του δίσκου είναι κατα τη γνώμη
μου το "Scared", με το τετράστιχο refrain να μοιάζει με κατάθεση ψυχής και με τη συμμετοχή του Sean Lennon και του Julian Casablancas στα φωνητικά να προσδίδει μία
ψυχεδελική μελαγχολία ώστε αδυνατείς να
παραμείνεις αδιάφορος. Απαρατήρητο δεν περνά ούτε το "Call an ambulance" θυμίζοντας λίγο τους Wilco καθώς τα ακόρντα του κομματιού
φέρνουν περισσότερο σε banjo παρα σε κιθάρα.
Το "Hard to live in the city" κλείνει ιδανικά το album αφού δε μπορείς παρά να ξαφνιαστείς
από το τρομπόνι και την τρομπέτα που ακτινοβολούν Νέα Ορλεάνη και χoρευτική jazz, ενώ στα συν προστίθεται και το
προσεγμένο booklet με
την cartoon αρτιστική
που μοιάζει να προτρέπει, όπως και ο πρόλογος του δίσκου, σε επιστροφή στην
παιδική αθωότητα.
Για να
μην το κουράζω λοιπόν άλλο, το "Yours to keep" είναι μια προσεγμένη δουλειά
πλημμυρισμένη από καλαίσθητες μουσικές επιρροές, γιατί η υπογραφή του Ryan Gentles (manager των Strokes) αποτελεί μια παραπάνω εγγύηση και
γιατί το μόνο αρνητικό που μπορώ να του καταλογίσω είναι η χιουμοριστική
παρατήρηση μιας καλής μου φίλης για την ομοιότητα της φωνής του Albert μ'αυτή του Καρβέλα!!!!!!!! Προτιμήστε
ωστόσο τη βρετανική έκδοση, χωρίς τα bonus tracks (μου φάνηκαν αρκετά αδιάφορα), κρατώντας
την καλοκαιρινή γεύση του τελευταίου jazzoτζαμαρίσματος που σε κάνει να θες να
πηδήξεις απ'το μπαλκόνι και να προσγειωθείς στην ομορφότερη παραλία του
κόσμου!!
Rating: 7,8 / 10
Δημήτρης Συνοδινός
Albert Hammond jr - 101 video
comments & discussion
Necessary Response - Blood Spills Not Far From the Wound
1. Intro
/ 2. Spilling Blood
/ 3. Forever
/ 4. Vapor
/ 5. This Distance
/ 6. Tomorrow
/ 7. For All the Lost
/ 8. Dying in the Worst Way
/ 9. Elements
/ 10. Devotion
Out Of Line
/ 16 March 2007
Οι Necessary Response είναι το sideproject του Daniel Graves (Aesthetic Perfection) και όπως ο ίδιος δηλώνει, είναι κομμάτια πουν δεν ταίριαζαν στο μουσικό ύφος των Aesthetic Perfection... Αν και σε άλλες δηλώσεις του
υποστηρίζει ότι μερικά κομμάτια των NR ήταν να συμπεριληφθούν στο πρώτο (και μοναδικό) album των Aesthetic Perfection “Close to Human” αλλά, ευτυχώς για εμάς, δεν
συμπεριελήφθησαν. Οι NR
δεν
μοιράζονται τον σκληρό και επιθετικό ήχο των AP.
Το Blood
Spills
Not
Far
From
the
Wound λοιπόν, μουσικά κινείται
στα μονοπάτια της synthpop ή synthpop/futurepop σκηνής αν προτιμάτε. Οι
επιρροές από γνωστά ονόματα του είδους (VNV Nation, Icon of Coil, Pride & Fall etc ή και good old De/Vision ακόμα)
κάνουν την παρουσία τους, χωρίς όμως να μειώνουν την αξία του album. Αντίθετα, ο Daniel δανείζεται με μαεστρία αυτά τα στοιχειά
και μέσα από το δικό του προσωπικό στυλ παρουσιάζει μια εξαιρετική δουλειά: lyrics, ήχος, beats και samples είναι τόσο δεμένα όσο και καλά
δουλεμένα.
Ο ήχος λοιπόν είναι άλλοτε πιο δυναμικός ( Spilling Blood, Forever, Tomorrow) άλλοτε
πιο low-tempo και emotional (Vapor, Dying In The Worst Way)
και άλλοτε πιο ταξιδιάρικος (This
distance, Devotion), αλλα
πάντα το ίδιο όμορφα μελαγχολικός. Τα ηχοτοπία που συνθέτει ο Graves στα
περισσότερα τραγούδια θα μεταφέρουν ίσως κάποιους από τους ακροατές του σε τοπία απόλυτα φθινοπωρινά, γεμάτο κιτρινισμένα
φύλλα δέντρων. Κάπου αμυδρά, σε μερικά κομμάτια, κάποιος θα διακρίνει και ένα
αμυδρό ίχνος αισιοδοξίας, που σύντομα όμως θα καταρρακωθεί από τα τόσο όμορφα
μελαγχολικά keys. Τα
φωνητικά είναι ακριβώς αυτό που πρέπει καθώς μεταμορφώνονται από ελαφρώς computerized σε πιο ζεστά και εκφραστικά
και άλλοτε σε πιο ψύχρα ακολουθώντας το κλίμα κάθε τραγουδιού ενώ τα lyrics αφορούν
συναισθηματα που λιγο-πολυ ολοι μας εχουμε εχουμε βιωσει: εγκατάλειψη,
μελαγχολια κτλ (κλασσικά synthpop/futurepop πράγματα δηλαδή). Τα Forever και Spilling Blood έχουν γίνει γνωστά μέσα από τις
συλλογές Machineries
of Joy Vol.3 και Vol. 4 και είναι ήδη hitάκια
στα ανάλογα club
ανά
την Ευρώπη. Κάθε κομμάτι όμως είναι τόσο όμορφο και σωστά δομημένο, που όλο το album καταλήγει
μια ευχάριστη εμπειρία για τον ακροατή. Ακόμη και τα πιο μεγάλα tracks (For all the lost, Elements) που πλησιάζουν τα 8 λεπτα
σε διάρκεια έκαστο, κάθε άλλο παρά κουραστικά καταλήγουν.
Η ροή του album είναι
τέτοια που δεν καταλαβαίνεις πότε
τελείωσε και σύντομα θα θελήσεις να το ακούσεις και δεύτερη και τρίτη φορά... Εκεί
μάλλον έγκειται και η επιτυχία του: στο repeatable άκουσμα του... με κάθε άκουσμα
καταφέρνει να αρέσει περισσότερο. Το Blood Spills Not Far From the Wound λοιπόν, χωρίς να έχει τίποτα εξεζητημένο αλλά μέσα σε
αυτήν την όμορφη απλότητά του, είναι αυτό που έλειπε από την σκηνή τον
τελευταίο καιρό (κρίνοντας και από τις πρόσφατες μέτριες κυκλοφορίες). Ο κ.Daniel έβγαλε
ένα πολύ καλό debut
album και
αν συνεχίσει έτσι τα projects
του
θα συζητηθούν πολύ περισσότερο. New
blood…
Rating: 7,6 / 10
Δημήτρης Λάμπρης
comments & discussion
Apoptygma Berzerk - Sonic Diary
01. Cambodia
/ 02. Bend and break
/ 03. Who's gonna ride your wild horses
/ 04. A strange day
/ 05. Coma white
/ 06. Fade to black
/ 07. Shine on
/ 08. The damned don't cry
/ 09. All tomorrow's parties (Version '93)
/ 10. Electricity
/ 11. Ohm sweet ohm
/ 12. Bizarre love triangle
/ 13. All tommorow's parties (Nico Vs. APB Remix)
/ 14. Nothing else matters (Hidden Track)
Gun Supersonic
/ 1 December 2006
Οι διασκευές μουσικών τραγουδιών θα
μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελούν μια ανακύκλωση της μουσικής και αποτρέπουν
τους μουσικούς απ' το να δημιουργήσουν. Κάποιες φορές μπορεί να είναι και η
εύκολη λύση για να συμπληρώσουν ένα album. Έχουν υπάρξει φορές όμως που μέσα
από αυτό το μουσικό μπλέντερ έχουν ξεπεταχτεί υβρίδια επιρροών, νέα μουσικά
ρεύματα, μια διαδικασία φυσιολογική αρκεί να προστίθεται και κάτι καινούριο
κάθε φορά. Όχι βέβαια ότι αυτή
είναι η περίπτωση μας τώρα, αλλά ας πούμε και καμιά αμπελοφιλοσοφία για να μας
φύγει η πίκρα...
Ο Stephan Groth ήταν πάντα επιρρεπής στις διασκευές, ήδη από το πρώτο album των Apoptygma Berzerk, το Soli Deo Gloria, είχε διασκευάσει το All Tomorrow's Parties των Velvet Underground και συνέχισε με ένα περίεργο μείγμα που περιλάμβανε από το Electricity των OMD έως και το Fade To Black των Metallica. Στο Sonic Diary
συμπεριέλαβε διασκευές που ήδη έχει κυκλοφορήσει σε προηγούμενες δουλειές του
μαζί με 3 νέες και ακυκλοφόρητες έως τώρα: το Bend And Break των Keane, το The Damned Don't Cry των Visage και το Bizarre
Love
Triangle
των New
Order.
Πλην εξαιρέσεων όμως δεν έχει καταφέρει να συνδυάσει αυτά που είναι απαραίτητα
για την επιτυχία ενός διασκευασμένου τραγουδιού και ενός cover album: το βαθύ σημάδι
του διασκευάζοντος και το συναίσθημα του διασκευαζόμενου. Η χρήση των
ηλεκτρονικών μέσων παραγωγής, synthesizers και drum machines προσαρμόζει τις
μελωδίες του παρελθόντος στο μουσικό κλίμα που κινούνται οι Apoptygma, αλλά και
πάλι: στο Sonic
Diary
συμπεριλαμβάνονται covers
που έχουν γίνει κατά τη διάρκεια της 15ετούς πάνω κάτω πορείας τους, covers από το You And Me Against
The
World
του 2005 και τρεις καινούριες. Με δεδομένο ότι ο ήχος τους έχει σταδιακά
αλλάξει με το πέρασμα των ετών κάνει αυτό το album να μη δείχνει
κανένα σημείο συνοχής και τα tracks να είναι ξένα μεταξύ τους.
Αν δούμε
λοιπόν το album ως σύνολο, πρόκειται μάλλον για μια άτυχη
στιγμή των Apoptygma Berzerk, ίσως ένα διάλειμμα έως την επόμενη επίσημη κυκλοφορία
τους. Να γεμίσει το ταμείο από κάποιες πωλήσεις όποιων φιλοτιμηθούν να το
προσθέσουν στην γκαρνταρόμπα τους και από κάποια live που θα ακολουθήσουν. Ελλείψει νέας δουλειάς είναι κι
αυτός ένας τρόπος να μείνει ο Groth στην
επικαιρότητα, να συζητηθεί, έστω και αρνητικά ή με τον ανάλογο σκεπτικισμό.
Αν δούμε τα tracks ένα ένα, κάποια όντως ξεχωρίζουν, το Shine On των House of Love
είναι εξαιρετικό και έχει αποδοθεί πραγματικά με τη σφραγίδα των Apoptygma (ηλεκτρονικότατο, κλαμπάτο και άκρως συναυλιακό). Τα Electricity των OMD και Ohm Sweet Ohm των Kraftwerk, αν μπορέσει κανείς να ξεπεράσει τις μνήμες που έρχονται
από το παρελθόν. Τα περισσότερα όμως κυμαίνονται σε μέτρια επίπεδα έως του
σημείου να έχουν αλλάξει τα φώτα και τα πετρέλαια της αρχικής έκδοσης: το Bizarre Love Triangle των New Order από
ρυθμικό pop hit
μεταλλάχθηκε σε γλυκανάλατη μπαλάντα, τα A Strange Day των Cure και The Damned Don't Cry των Visage σε
ένα είδος hard rock
αμερικανιάς.
Το Cambodia της Kim Wilde
βγήκε και σε σινγκλάκι, αλλά who cares...ο Groth επιμένει στο νέο προφίλ του. Επειδή πρόκειται όμως για
ένα άτομο που ο χαρακτηρισμός του genius του
αξίζει, ας περιμένουμε να δούμε και τις επόμενες δημιουργίες του πριν μείνουμε
οριστικά με τις αναμνήσεις του 7, του Harmonizer και του Welcome To Earth.
Και επειδή
σκέφτηκα κι έγραψα αρκετές άσχημες σειρούλες για τους Apoptygma (may God have mercy on my soul..., please...), πάω να ξεπλύνω το στόμα μου, να τα ξεχάσω όλα και να
βάλω να παίξει το Kathy's Song σε όλες τις versions και σε όλα τα remix του.
Rating: 6 / 10
Βασίλης Παπαδογεωργόπουλος
Lim.ed. bonus remix cd tracklist
01. Mourn - Mesh Remix
02. Back On Track - Northern Lite Remix
03. Until The End Of The World - Ladytron De-Shape Remix
04. Deep Red - Blackmail Version
05. Maze - Zombie Girl Remix
06. Love To Blame - Sono Remix
07. Pikachu - Darkdream Mix by Soni Code
08. Love To Blame - Pelton Thrashy Remix
09. Tuning In To The Frequency Of Your Soul - Cyberpunk Remix
Apoptygma Berzerk - Shine On video
comments & discussion
Patrick Wolf - The Magic Position
1. Overture
/ 2. The Magic Position / 3. Accident & Emergency
/ 4. The Bluebell /
5. Bluebells
/ 6. Magpie
/ 7. The Kiss
/ 8. Augustine
/ 9. Secret Garden
/ 10. (Let's Go) Get Lost
/ 11. Enchanted
/ 12. The Stars
/ 13. Finale
Loog Records (Universal)
/ 26 February 2007
Ο έφηβος με την ώριμη φωνή μεγάλωσε και παραδόθηκε στην
σύγχρονη μουσική σκηνή, η επανάσταση πού τον ακολουθεί αρχίζει σιγά-σιγά
να παραδίδεται και αυτή με την σειρά
της. Τα ντανταϊστικά πρότυπα δίνουν την θέση τους στα όνειρα και ο λυρισμός στην
ποπ που ίσως και να ταιριάζει καλύτερα στην ψυχή και στην φωνή του Πάτρικ.
Το Magic Position είναι το άπλωμα του χεριού του προς τον κόσμο, τον κοσμό
του supermarket και των boutiques που περιμένει να μοιραστεί μαζί του τα συναισθήματα του,
λέτε να τα καταφέρει?
Μια φωτογραφία ήταν η αφορμή να ασχοληθώ με αυτόν τον
εκκεντρικό καλλιτέχνη… μπερδεμένα μαλλιά, εκλεπτυσμένο indie στυλ με ένα toy piano (εγγύηση) μπροστά του. Ακούγοντας
το wind in the wires τελικά δεν είχα πέσει και πολύ έξω
από αυτό που περίμενα και ήθελα να ακούσω. Κλασσικά όργανα βιολιά, πιάνα
μπλεγμένα με κιθάρες σε indie απόηχους και μια απίστευτη φωνή που κρύβει καλά μέσα της την θλίψη… Η
φρεσκάδα η καθαρότητα αλλά και η μοναδικότητα της φωνής του γυρίζει το χρόνο σε
εποχές με ιδιαίτερες φωνές σαν αυτή του Marc Almond αλλά και του David Sylvian σε διαφορετικό
κούρδισμα και τονισμό.
Δύο χρόνια μετά την δεύτερη επίσημη κυκλοφορία του το
σκοτεινό παιδί με το γιουκαλίλι στα χέρια βγάζει φτερά(!), βάφεί τα μαλλιά του
πορτοκαλί και φωτογραφίζεται πάνώ σε ένα Mary-go-round επιδεικνύοντας την παιδικότητα του.
Είναι μόλις είκοσι τριών χρονών έχοντας γράψει τον καλύτερο του δίσκο στα
εικοσιένα του (!) συνεχίζει την ανοδική του πορεία μαζί με την βοήθεια του
μέσου προς την διασημότητα που μπορεί και να αποβεί μοιραίο στο μέλλον. Προς το
παρών ένα από τα όνειρα του γίνεται πραγματικότητα… στο Magpie φιλοξενεί την φωνή μιας Femme Fatale που δεν είναι άλλη από αυτήν της Marianne Faithful όπου απαριθμεί μερικούς
από τους κρυφούς πόθους και τα απόκρυφα μυστικά του. Το εισαγωγικό Overture θα ήθελε να είναι ένα νέο Libertine δυστυχώς όμως δεν καταφέρνει να μας ταξιδέψει σε άλλες
εποχές με ασπρόμαυρες ενδυμασίες και πέτρινες ενδιαιτήσεις ενώ το ομότιτλο Magic Position και το single Accident & Emergency (τραγούδι πού έχει συμπεριληφθεί και σε συλλογή του ΝΜΕ) μας φέρνουν στην
σύγχρονη εποχή και είναι τα κλειδιά που προσπαθούν να ξεκλειδώσουν και δώσουν
το στίγμα της επιτυχίας. Πάνω που άρχισα να απογοητεύομαι τα δίδυμα The Bluebell-s μου άλλαζαν σιγά σιγά την διάθεση…
τελικά το παιδί έχει τόσο ταλέντο που δεν υπήρχε περίπτωση το άλμπουμ να
περάσει σε folder σε κάποια γωνιά του σκληρού δίσκου
που δυστυχώς πλέον τελεί χρέη δισκοθήκης. Τα καταπληκτικά Augustine και Enchanted καταφέρνουν να σπάσουν την αρνητικότητα μου και να πειστώ ότι ο Patrick τελικά είναι ένας από τους καλύτερους συνθέτες αυτή την
στιγμή στη Βρετανία. Μπορεί με μεγάλη ευκολία να γράψει και να τραγουδήσει
χαμογελαστά indiepop τραγούδια σαν το (Let’s go) Get lost αλλά και υπέροχες συνθέσεις για πιάνο με ρομαντική φωνή σαν το Enchanted. Και λίγο πριν το τέλος γυρίζει τον χρόνο πίσω με ένα
τραγούδι αναφορά στον πρώτο του δίσκο Lycanthropy με τον post 90s electronic ήχο του Τhe Stars όπου μπορείτε να δείτε από το δωμάτιο σας τον βαθύ μπλε
ουρανό και να απολαύσετε τον ήχο των αστεριών που παίζουν εκεί ψηλά αμέριμνα
μακριά από κάθε δυστυχία…
Ο νέος δρόμος που έχει χαράξει απέχει από αυτόν του
μουσικού του συνοδοιπόρου Owen
Pallett (Final Fantasy) και πλέον το
κοινό του αποτελείται κυρίως από μια γενιά που ακολουθεί το hype της εποχής οπού κάλλιστα στο I-pod το επόμενο track μετά το Finale μπορεί να είναι το Jack Τhe Ripper των labelmates The Horrors!
Ο "Λύκος" σε αυτό το Fairy tale
ξεπέρασε τους φόβους του Wolf Song και
τις εφιαλτικές κρύες νύχτες του Teignmouth όμως
η σελήνη αυτό το βράδυ δεν θα έρθεί να τον αρπάξει όταν θα έχει αποκοιμηθεί...
Rating: 7,8 / 10
Gotemp
Latest video: Patrick Wolf - The Magic Position
comments & discussion
:Wumpscut: - Body Census
01 the beast sleeps within you / 02 remember one thing / 03 we believe, we believe / 04 ain’t that hungry yet / 05 you are a goth / 06 my dear ghoul / 07 hide and seek / 08 homo gothikus industrialis / 09 body census / 10 Adonai, My Lord / 11 The Fall
BetonKopf Media
/ 30 March 2007
Υπνωτικά κομμάτια και αναφορές στο embryodead
μάς υποσχέθηκε ο πολύς κος Ρούντυ... Μαζεύτηκαν λοιπόν παλιοί και καινούριοι φαν
με κάποια περιέργεια να ακούσουν. Για να δούμε τι κρύβει αυτό το εξώφυλλο με
τις χαριτωμένες πατούσες για τον καθένα από εμάς: (εννοείται ότι μπορεί να
ανήκετε σε πάνω από μία από τις παρακάτω κατηγορίες. Ελπίζω να σας φανούν
χρήσιμες οι πληροφορίες ακόμα και αν δεν ανήκετε σε καμία)
Είσθε φαν της Ωδής στους Κανιβάλους και της
Νεαρής Σατανικής Σαρκός; Το πρώτο κομμάτι μοιάζει σαν κομμάτι από το Cannibal
Anthem που έχει όμως το ίδιο attitude
με το Wolf. Παρομοίως το Adonai, My Lord και το We Believe, We Believe κυμαίνονται σε αυτό
το club-friendly και ελαφρώς cheesy
dark κλίμα. Το ρεμίξ των Yendri
στο Adonai
έχει ήδη προτιμηθεί σε κάποιους ραδιοφωνικούς σταθμούς, αλλά δεν είμαι καθόλου
σίγουρος για το αν κάποιο από αυτά τα κομμάτια θα αγαπηθεί όντως από τα club.
Είσθε εκστασιασμένος
με τον Απογυμνωτή Οστών; Μμμ...σας τάξανε υπνωτικά beats
και όντως αυτό το άλμπουμ μοιάζει φτιαγμένο για εσάς. Όμως, εκεί που το Bone
Peeler τέλειωνε με 3 μεγάλα ονειρικά υπνωτικά κομμάτια με αργή
εξέλιξη, εδώ κάποιος είχε τη φαεινή ιδέα να φτιάξει 4 πιο δυνατά μικρά υπνωτικά
κομμάτια με σχεδόν μηδενική εξέλιξη. Η ιδέα αποτυγχάνει ολοκληρωτικά στο Remember One Thing, για να τα καταφέρει
πολύ πολύ καλύτερα στο ταξιδιάρικα άρρωστο («i
want to eat
my own flesh»)
Ain't That Hungry Yet, αλλά εδώ μάς αφήνει
με την όρεξη. Κύριε Ratzringer,
εκτιμούμε το ότι αυτό το άλμπουμ είναι μεγαλύτερο του προηγούμενου, αλλά και
πάλι, υπνωτικά κομμάτια μικρότερα των 4 λεπτών είναι κάπως self-defeating...
Ακολουθεί το Hide and Seek (υπάρχει ένα σχεδόν ολόιδιο κομμάτι σε κάθε άλμπουμ :w:),
και μετά το ατμοσφαιρικά industrial Homo Gothikus Industrialis, όπου, όμως, η (άάκυρη)
θεματολογία δεν μας αφήνει να ταξιδέψουμε στα endzeit
ηχοτοπία για πολλή ώρα. Τέλος, βέβαια, υπάρχει και το The Fall, αλλά για αυτό θα μιλήσουμε λίγο αργότερα ;).
Είσθε θιασώτης του Αποθανόντος
Εμβρύου; Σας υποσχέθηκε ο Ρούντι επαναφορά στο κλίμα του Embryodead,
αλλά για να βρείτε τις αναφορές σε αυτό, θα πρέπει να ψάξετε αρκετά. Ναι, η
παραγωγή είναι πιο πυκνή και σχεδόν κάθε συχνότητα γεμίζει με κάτι,
δημιουργώντας σχετικά έναν τοίχο θορύβου. Όμως, η θεματολογία πάει στο διάολο
και μόνο δυο κομμάτια δίνουν πραγματικά τη σωστή αίσθηση: πρώτα το ομώνυμο Body Census, που όπως ξεκινά μοιάζει σαν να ξεπήδησε από
δίσκο της ant-zen.
Δυστυχώς, στη συνέχεια η παραμόρφωση μοιάζει να προκύπτει από υπερβολική χρήση compression
και
γονατίζει αδίκως το κομμάτι. Σαφώς πιο επιτυχημένη είναι η απόπειρα στο My Dear Ghoul, που είναι βαρύ,
πυκνό, ατμοσφαιρικό και βάρβαρο, με ένα όργιο industrial
breaks, ουρλιαχτών και των κλασσικών σκοτεινών φωνητικών.
Είσθε εραστής νέων
ιδεών; Θα πρέπει να ψάξετε λιγάκι αγαπητέ αυτό το άλμπουμ για να ακούσετε κάτι
καινούριο. Η cheesy κιθάρα στο we believe, we believe όντως ξεχωρίζει, αλλά
όχι με τον καλύτερο τρόπο. Σαφώς πιο όμορφο το πίσω συνθ στο You Are A Goth, με τους στίχους που τα χώνουν τρελά στους γότθους που
πληρώνουν τον κο :w: (will
you never change
your life?). Όταν πια φτάσει o
ακροατής
στο μέσο του 10ου κομματιού θα τον ανταμείψει το Adonai, My Lord και ο ανατολίτικος
αμανές του. Και ύστερα υπάρχει το Fall
με μια σαφώς πιο ενδιαφέρουσα μελωδική εξέλιξη, πανέμορφα γυναικεία φωνητικά
που αυτή τη φορά πραγματικά πιάνουν τις νότες που πρέπει, καθώς και μια
παραγωγή πολύ πιο καθαρή από το υπόλοιπο άλμπουμ, για να δώσει ελπίδες για το
μέλλον των :w:.
Εν ολίγοις, αν το εξερευνήσετε διεξοδικά, θα
βρείτε στο Body Census 2-3 κομμάτια που θα
σας ικανοποιήσουν πέρα για πέρα, αλλά δεν ξέρω αν αυτός είναι ικανός λόγος για
να το αγοράσετε. Δεν έχω την limited έκδοση, αλλά, όπως
πάντα, ευπρόσδεκτη είναι κάθε πληροφορία και καλοπροαίρετο σχόλιο στο αντίστοιχο thread.
Μην με παρεξηγείτε: τo
Body Census δεν είναι κακό
άλμπουμ (και αυτό φαίνεται και στη βαθμολογία στο τέλος) - θεωρώ πρακτικά
αδύνατο για τον :w: να φτιάξει ένα κακό άλμπουμ. Αν δεν
υπήρχαν τα προηγούμενα θα έκανε πάταγο. Το πρόβλημα είναι ότι υπάρχουν, και το
80% του άλμπουμ ουσιαστικά το έχουμε ήδη ξανακούσει. Μήπως ο Ρούντυ θα έπρεπε
να βγάζει ένα άλμπουμ κάθε δυο χρόνια και να συμπληρώσει το εισόδημά του και με
καμιά άλλη δουλειά; Ή να δώσει κάνα live; Λέμε τώρα...
Goblin gothikus
industrialis
Rating: 7,5 / 10
Tec-goblin
comments & discussion
What the fuck is wrong with... Αndy...
Kάπως έτσι θα αρχίσω την κριτική, που όπως σωστά καταλάβατε θα είναι αρνητική για το τελευταίο δημιούργημα των Combichrist ή, αν προτιμάτε, του Andy La Plegua. Έχοντας ακούσει το νέο album κάποιες φορές μια λέξη μόνο έχω να πω: απογοήτευση. Πως αυτός ο ταλαντούχος άνθρωπος συνέθεσε κάτι τόσο ανέμπνευστο? Του τελειώσαν οι ιδέες? Έχασε το ταλέντο του? Ή μήπως, πολύ απλά, κουράστηκε από το τρέξιμο και από τα πολλά του project και ήρθε η ώρα να κάνει ένα μεγάλο διάλειμμα για να ηρεμήσει..?
Για το What The Fuck Is Wrong With You People? τώρα, να αρχίσω από τα θετικά. Mάλλον καλύτερα από Το θετικό, γιατί περί ενός πρόκειται...Το Get your body beat (που όπως όλοι γνωρίζουμε, δεν είναι καινούργιο καθώς έχει κυκλοφορήσει σαν single από τον Ιούνιο) είναι το καλύτερο track του album! Αυτό πιστεύω τα λέει όλα. Από εκεί και πέρα, είναι απίστευτο το πόσο βαρετό είναι το WTFIWWYP στο σύνολο του και από αυτή την άποψη η ακρόαση του ήταν μια έκπληξη... Σκεφτόμουν «δεν μπορεί, το επόμενο κομμάτι θα είναι πραγματικός καταπέλτης, με δυνατά beat, ξεσηκωτικά synth, δηλαδή κλασσικό Combichrist album.» Eπί ματαίω όμως περίμενα...
Τα φωνητικά του Αndy σε όλα τα κομμάτια αντί να σε πωρώνουν, σε κουράζουν, σε σημείο που αναρωτιέσει για ποιόν ακριβώς λόγο γκαρίζει όλη την ώρα... Επιπλέον λείπει η κλασσική Combichrist ενέργεια από όλα σχεδόν τα κομμάτια. Εκείνη η ενέργεια που μεταδίδεται στο dancefloor και σε κάνει να θέλεις να χτυπηθείς και να χορέψεις,
Αυτό που έγινε με τόση επιτυχία στο The Joy Of Gunz (2003) και κυρίως στο Everybody Hates You (2005), εδώ φαντάζει εξωπραγματικό. Ακόμη και κομμάτια που ακούγονται αρκετά ενδιαφέροντα στην αρχή τους (όπως το Βrain bypass ή το Are you connected ) καταλήγουν απίστευτα βαρετά. Μήπως φταίει που τα περισσότερα tracks είναι μεγαλύτερα στην διάρκειά τους απ’ όσο έπρεπε? Μήπως το ότι ο Αndy επαναλαμβάνει τα ίδια lyric lines συνεχώς σε σημείο που θες να πατήσεις skip για να απαλλαγείς? Θα μου πείτε, τα lyrics δεν είναι και το πιο δυνατό σημείο των Combichrist, αλλά εδώ πλέον σε συνδυασμό και με τα υπερβολικά vocals του Andy καταλήγουν σε σπάσιμο νεύρων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Electrohead, το δεύτερο ίσως πιο ενδιαφέρον track (επίσης και καθόλου τυχαία ήδη γνωστό από το καλοκαίρι μέσα από τη συλλογή Industrial For The Masses vol 3). Το νέο mix είναι πιο δυνατό και τα κόψιματα με το “pretty pictures like you” γέμισμα ενδιαφέρουσα προσθήκη αλλά και πάλι γκαρίζει. Τα ίδια και τα ίδια. Για έξι λεπτά.
Είχα ξεκινήσει γράφοντας πολύ περισσότερα αλλά όσο το ακούω καταλήγω οτι, δεδομένου του χαμηλού επιπέδου του album και σε αντιπαράθεση με το υψηλό επίπεδο των προσδοκιών εξαιτίας του ονόματος, απλά δεν αξίζει τον κόπο. Δεν θα αναλύσω το κάθε κομμάτι ξεχωριστά, πολύ απλά γιατί δεν υπάρχει λόγος. Ίσως αν αυτή ήταν μια κυκλοφορία από ένα νέο όνομα στο χώρο, η κριτική να ήταν πιο ήπια, αλλά εδώ μιλάμε για τους Combichrist και τον Andy La Plegua. Οπότε οι προσδοκίες μας ΠΡΕΠΕΙ και ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ να είναι υψηλές. Δεν μπορώ να καταλάβω ούτε καν σε ποιους απευθύνεται... Ακόμη και οι πιτσιρικάδες fan(atic)s του συγκροτήματος δύσκολα θα το ακούσουν πάνω από 2 φορές και, φυσικά, δεν θα ξεχωρίσουν κάποιο κομμάτι. Τουλάχιστον κάποιο που θα πάρει τη θέση ενός από τα παλιότερα hits των Combi.
Ούτε και το 2ο cd που υπάρχει στην Limited Edition αξίζει παραπάνω σχολιασμού. Απίστευτα βαρετό και μονότονο TBM... Το μοναδικό ενδιαφέρον το παρουσιάζει το τελευταίο κομμάτι (feat. Waste), χωρίς όμως να είναι κάτι το ιδιαίτερο.
Εν κατακλείδι, ένας δίσκος που είτε τον ακούσετε, είτε όχι, δεν θα χάσετε κάτι. Ίσως το χρόνο και τα χρήματά σας... Χωρίς καμιά αμφιβολία πρόκειται για το χειρότερο album των Combichrist, και το χειρότερο του κ.Andy και των project του γενικότερα.
Δημήτρης Λάμπρης
*** Και δυο λογάκια ακόμη σε μια καθαρά *γυναικεία* προσπάθεια κατανόησης και δικαιολόγησης του καλλιτέχνη που δυστυχώς και αναμφίβολα μας απογοήτευσε:
Το νέο Combichrist ήταν πολυαναμενόμενο και o Andy το γνώριζε πολύ καλά αυτό (άγχος δηλ.). Οι προυποθέσεις εξαιρετικές βέβαια... Αφού αυτοανακηρύχθηκε εμπνευστής και άρχοντας γενικότερα του TBM, στέφθηκε βασιλιάς των underground dancefloors (from the people), είχε 2 και 3 items ταυτόχρονα στο top 10 των κυριότερων εξιδεικευμένων online δισκοπωλείων και ένα tour με τους KMFDM το οποίο πήγε “ridiculously well” και τους κέρδισε πολλούς καινούριους fans στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Κάπου ανάμεσα σε αυτά παντρέυτηκε και άνοιξε σπίτι και μετακόμισε στην Αμερική.
Αυτό το τελευταίο, πέρα από κουτσομπολίστικο, θεωρώ πως έχει και κάποια επιπλέον σημασία στην περίπτωση μας, δηλ για το WTFIWWYP. Εξακολουθώ να μην αμφιβάλλω για το ταλέντο του, το άκουσμα και μόνο των πρώτων samples επιβεβαίωσαν ότι "he's still got the beat" που λέμε. Το θέμα, πάντα και παντού όμως, είναι πως το χρησιμοποιείς...
‘Οπως εξακολουθώ να πιστέυω οτι η Γερμανία είναι καλύτερο μουσικό χωνευτήρι από οποιαδήποτε από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι επιρροή και το περιβάλλον παίζουν το ρόλο τους υποσυνείδητα ή όχι. Η στροφή -ή ίσως το ξεκαθάρισμα στη θεματολογία- δείχνουν πάλι προς τα εκεί. Θα προτιμήσω πάντως τις ελάχιστες αμφιθυμίες των πρώτων δίσκων από την ακατάσχετη πολυλογία για κλισέ του τύπου PG και NC ratings, ψευδο-αντίδραση και in your face καταστάσεις. Η προσπάθεια να πάνε τα φωνητικά over the edge απέτευχε παταγωδώς και κρίμα γιατί ήταν διαχωριστικό trademark των Combi, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα groups. Υπάρχουν κάποια στοιχεία IOC και Panzer AG ερμηνείας αλλά όλα υπερκαλύπτονται τελικά από το «γκάρισμα» όπως πολύ πετυχημένα χαρακτηρίστηκε. ‘Οπως επίσης υπάρχουν και ενδιαφέροντα μουσικά στοιχεία, καλές συνθέσεις και synth-lines, δυνατά μπάσα και samplάκια αλλά λείπει αυτό που πιο πάνω αναφέρεται σαν ενέργεια και προσωπικά θα χαρακτήριζα focus, αυτοσυγκέντρωση.
Αν ξεκίναγα την κριτική θα το έκανα λίγο διαφορετικά. That fuckin' Viking is one smart son of a bitch... O Andy το έχει παίξει πολύ καλά το παιχνίδι μέχρι σήμερα. Αφού στράβωσε η δουλειά με τους Icon Of Coil, έπιασε μία τάση στην ηλεκτρονική μουσική και στα clubs που του άρεσε και του πήγαινε και δεν ήταν τόσο γνωστή στον EBM/industrial χώρο, την διάνθισε και προσάρμοσε κατάλληλα και με επιτυχία. Τώρα και όσο αρχίζουν να πληθαίνουν οι ακόλουθοι του TBM δείχνει και πάλι να διαχωρίζει τη θέση του. Το κατά πόσο και τι θα πετύχει θα το δείξει ο χρόνος. Κρίμα που δεν κατάφερε να απαντήσει τις ερωτήσεις που στάλθηκαν πριν την πρόσφατη συναυλία, ίσως δίνονταν και κάποιες απαντήσεις για τα παραπάνω. Στο σύνολο του έχει αφήσει το κοινό μουδιασμένο το WTF και η έλειψη on-line "επίσημου" σχολιασμού είναι ενδεικτική.
Μαρία Καραγκούνη
Η τελική βαθμολογία προκύπτει από την αρχικό rating του Δημήτρη συν 1,5 βαθμό επιπλέον τον οποίο κερδίσαμε μετά από επιπονες διαπραγματεύσεις μαζί του.
Rating: 5,5 / 10
Lim.ed. bonus disc tracklist:
01. God Warrior
02. Dead Again
03. Verdammt
04. AM
05. Dawn Of Man
06. Jack Torrance
07. Another Corpse Under My Bed
08. Body:Part
09. HAL 9000
10. Shut Up And Blead (Feat WASTE)
Θα μπορούσαν να είναι από την Ισλανδία. Τον μισό χρόνο θα αναζητούσαν τον ήλιο και τον άλλο μισό το φεγγάρι. Κλεισμένοι σ' ένα διαμορφωμένο σε studio δωμάτιο θα έγραφαν μουσική εμπνευσμένοι από το παγωμένο τοπίο, την μελαγχολική pop των Bang Gang και τους εύθραυστους απόκοσμους ήχους των Sigur Ros.
Το γεγονός ότι οι Vello Leaf μας έρχονται από πολύ πιο νότια, την τροπική μας Κρήτη, δεν θα το χαρακτήριζα ως έκπληξη. Θα έλεγα καλύτερα οτι είναι η αντίθεση που κάνει τα πράγματα πιο ενδιαφέροντα, αφού το μεσογειακό ταπεραμέντο εμφανίζεται εδώ και εκεί θρυματίζοντας τον πάγο όποτε οι μουσικοί απελευθερώνονται...
Το "morning star" είναι η πρώτη δισκογραφική απόπειρα του συγκροτήματος από τα Χανιά, έχοντας όμως μια μικρή προιστορία με το όνομα Deep.Insight στην εγχώρια σκηνή (2 EPs, μουσική για θεατρικές παραστάσεις, κτλ), και αποτελείται από 6 τραγούδια που είτε φλερτάρουν με την indie pop, είτε με το post rock, δημιουργούν σκοτεινές και λιγότερο σκοτεινές εικόνες που αποκλείεται να σε αφήσουν αδιάφορο.
Το "floatboat" που ανοίγει το EP είναι ουσιαστικά μια εισαγωγή στα ηχοτοπία των Vello Leaf , μαγεύει και καθηλώνει τον ακροατή προετοιμάζοντας την συγκινησιακή έκρηξη του "whispers". Εδώ η φωνή της Αlexandra McKay Diamantopoulou φορτίζει την ατμόσφαιρα με τη συνοδεία μιας κλασικίζουσας μελωδίας στο πιάνο και πάνω από ένα μωσαικό που δημιουργούν οι κιθάρες και οι δικοί της ψίθυροι... Το "swing on clouds" έρχεται ως μελωδικό παυσίπονο βάζοντας την πιο αισιόδοξη πινελιά στο cd, με την τρομπέτα σε πρωταγωνιστικό ρόλο και κλεφτές ματιές στην κιθαριστική ποπ των Field Mice και της Sarah Records, ενώ ο λυρισμός του (κορυφαίου) "one last tear" και το ατμοσφαιρικό post-rock ταξίδι του "stellar wind" επαναφέρουν το συγκρότημα σε φόρμες που μάλλον τους ταιριάζουν καλύτερα.
Η ομοιότητα του "21st station" που κλείνει το cd με το αριστούργημα των Slowdive "Spanish air" πιθανόν να μην είναι τυχαία και για να πω την αλήθεια *προτιμώ* να μην είναι τυχαία. Η αναπόφευκτη σύγκριση βέβαια είναι αδύνατον να βγάλει κερδισμένους τους Vello Leaf, όπως δεν θα έβγαζε και οποιαδήτε άλλη μπάντα στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και μόνο η αναφορά και η ενθύμιση τέτοιων συγκλονιστικών συνθέσεων αρκεί για να σε κάνει να πατήσεις το repeat.
Το "morning star" δεν είναι ένα αψεγάδιαστο ντεμπούτο, αλλά κρύβει τις όποιες αδυναμίες του χαρισματικά και αναδεικνύει τις αρετές του με σεμνότητα. Επίσης λειτουργεί ως το καλύτερο ορεκτικό για την πρώτη ολοκληρωμένη δουλειά των Vello Leaf που προσωπικά πιστεύω ότι θα είναι τρομερά ενδιαφέρουσα. Ειδικά αν δεήσει στο μεσοδιάστημα να χιονίσει κάποια στιγμή στην Κρήτη...
Rating: 8 / 10
Κώστας Μπρέλλας
Arcade Fire - Neon Bible
1. Black Mirror
/ 2. Keep The Car Running/
3. Neon Bible
/ 4. Intervention
/ 5.Black Wave / Bad Vibrations
/ 6. Ocean of Noise
/ 7. The Well And The Lighthouse
/ 8. (Antichrist Television Blues)
/ 9. Windowsill
/ 10. No Cars Go
/ 11. My body Is A Cage
Merge Records
/ 6 March 2007
2007.Η
κηδεία έχει πια τελειώσει, οι μυστικοί τεθλιμμένοι ακολούθησαν τα υπόγεια
τούνελ μέσα στο χιόνι και επέστρεψαν σπίτι τους. Ίσως λυτρωμένοι πλέον αφού
προσπέρασαν τις πιο σκοτεινές γωνιές της θλίψης και τις ακατάληπτες
παρενέργειες της απώλειας και κατέληξαν να στήσουν την τελευταία μεγάλη γιορτή.
Σε μια τέτοια γιορτή ο αποχαιρετισμός περνάει στο παρασκήνιο και υπηρετείται
πιστά η αναγκαιότητα του προσωπικού εξαγνισμού. Η προσωπική μάχη του καθενός να
απομακρύνει το υπέρμετρο βάρος μιας τόσο δύσκολης διαδικασίας περνάει μέσα από
την τελετουργία της τελευταίας αυτής παράστασης που χωρίς να είναι αισιόδοξη, και
χωρίς να καταλήγει σε τίποτα αισιόδοξο αλλά πάντα ξαφνιάζει με το ώριμα
παρορμητικό κλίμα της, δίνει το δικαίωμα για τη συνέχεια.
Την
ιδέα μιας τέτοιας «γιορτής» έφερε ο πρώτος δίσκος των Καναδών Arcade
Fire. Ήταν ένα σύνολο κομματιών, μικρότερο απ’το σύνολο των
μουσικών που το δημιούργησαν, με ωραίες μελωδίες μα κάπως αταίριαστα
ενορχηστρωμένες με τις πιο εύληπτες δημιουργίες των κιθαριστικών group
της
εποχής, σίγουρα χωρίς εντυπωσιακή παραγωγή ούτε καινούργιες ιδέες. Η
δημοσιότητα που το ακολούθησε, το έντυσε με μια σειρά από χαρακηρισμούς που προσπαθούσαν
να τονίσουν πράγματα που όσο κι αν προσέγγιζαν την υπερβολή, είχαν κάποια
ιδιαίτερα πραγματικά χαρακτηριστικά. Ή τουλάχιστον κίνητρα να θίξουν κάποια
ξεχωριστά πράγματα που συμβαίνουν στη μουσική των Arcade
Fire. Το ένα απ’αυτά είναι ότι δεν αναφέρεται ο κλασσικός
σωρός των παλιών συγκροτημάτων τα οποία αποτελούν έμπνευση για τους μουσικούς, ίσως πολλοί να
αναζήτησαν στην πρώτη κυκλοφορία του σχήματος από μια παραγωγικά μέτρια χώρα
κάτι πιο αποδεσμευμένο από τις παρελθοντικές μουσικές συνήθειες. Κυρίως όμως
προσπάθησε ο οποιοσδήποτε επιχείρησε να ερμηνεύσει αυτό το δίσκο, να δώσει
έμφαση στα συναισθηματικά μυστικά του, στην περίεργη αόρατη σύνδεση των κομματιών.
Η απώλεια οικογενειακών προσώπων κάποιων συντελεστών του, τα γκρίζα τοπία του
βορρά, οι θλιμμένοι στίχοι, η αμεσότητα
οργάνων όπως το ακορντεόν και το ξυλόφωνο βρίσκονται στη μια πλευρά. Στην άλλη ηλεκτρική
κιθάρα, δυνατά κρουστά, «βαρύ» μπάσσο και φωνή που δεν απέχει απ’τις δυναμικές
και λυγμικές φωνές αρκετών παλιών και νέων new
wave συγκροτημάτων. Όλες οι μικρές αντιφάσεις
ενώνονται συμμετέχουν στην απόδοση της ιδιότυπης τελετουργίας που προλογίζει ο
τίτλος του ντεμπούτου τους.
Το
Neon Bible είναι
σίγουρα πρώτα απ’όλα πολυαναμενόμενη
συνέχεια. Απ’την άποψη ότι η γενική αίσθηση που αποπνέει είναι η ματιά προς τον
ανοιχτό ορίζοντα, η διάθεση ότι τα πράγματα πρέπει να προχωρήσουν, εξερευνόντας
πάντα τις σκοτεινές πλευρές τους , αποτελεί ίσως και τη φυσική συνέχειά του.
Όσοι μαγεύτηκαν με τις ενορχηστρώσεις και τις ηχητικές τρικυμίες του Funeral,
θα βρουν λόγους να αγαπήσουν και το Neon Bible,
καθώς τα κομμάτια εξακολουθούν να καταλήγουν σ’αυτά τα multi-instrumental ποτάμια
ευφορίας πάνω στη σπαρακτική φωνή του Win Butler.
Οι
μελαγχολικές μελωδίες εκτυλίσσονται τόσο φυσικά καθ’όλη τη διάρκειά του μα ο
τρόπος που αυτές αποδίδονται από τα, ασυνήθιστα για ροκ δεδομένα, όργανα και
ταυτόχρονα συνδυάζονται με τις πιο συμβατικές μουσικές, είναι το πιο δυνατό
στοιχείο που δικαιωματικά πλέον χαρακτηρίζει τον ήχο των Arcade
Fire.
Η
εξωστρέφεια του Neon Bible
αποτελεί την πιο εμφανή βασική διαφορά με το Funeral.
Πρώτα απ’όλα εντύπωση προκαλεί ο πολύ «ανοιχτός» πλούσιος ήχος, ηχογραφήθηκε
άλλωστε σε εκκλησία διαμορφωμένη σε στούντιο… Στο πλήθος των μουσικών οργάνων
που ακούγονται στο Funeral (βιολί, τσέλο,
κλαρινέτο, ακορντεόν κλπ), προστέθηκαν και άλλα πνευστά (τρομπέτα) όπως και ένα
εκκλησιαστικό όργανο με κυριολεκτικά καθηλωτικό ρόλο. Ο λυρισμός των εγχόρδων
συνδυάζεται με τον αυστηρό ρυθμό των κρουστών, οι τρομπέτες δίνουν ένα πένθιμο
ύφος, η φωνή στο γνώριμο στιλ και πραγματικά δεν υπάρχει κομμάτι που να μην
ξεφεύγει με όλες αυτές τις προσθήκες και τις εναλλαγές. Το ταξίδι των Arcade
Fire γίνεται προς τον έξω κόσμο αυτή τη φορά,
γι’αυτό και οι ρομαντικές αναζητήσεις του Funeral
ως προς
τους στίχους έχουν λιγότερο χώρο απ’ότι οι απαισιόδοξοι προβληματισμοί για τη
σύγχρονη κοινωνία και τις αδικίες της. Όσο κι αν αυτοί να μου ακούγονται
λιγότερο προσωπικοί από ότι οι προσωπικές ιστορίες και εφιάλτες του
προηγούμενου δίσκου, γοητεύει το ότι είναι κι αυτοί γραμμένοι με εφηβική ένταση
και μικρές συναισθηματικές υπερβολές.
Ρωτώντας
ένα μαύρο καθρέφτη ξεκινά το Neon Bible
κάτι που στα παραμύθια ήταν τρόπος για να καθαρίσει λίγο κανείς την ασάφεια του
μέλλοντος…ή για να επικοινωνήσει με χαμένες ψυχές αγαπημένων προσώπων, αλλά
αυτό δεν έχει θέση πια, τουλάχιστον στις τελευταίες σκέψεις του Butler.
Το Black Mirror είναι
το απόλυτα ρυθμικό κομμάτι του δίσκου, με το που ακούγονται οι πρώτες νότες του
πιάνο μετά από μια σύντομη εισαγωγή, αρχίζουν να ξεδιπλώνονται η avant
garde αισθητική και ο πλουραλισμός του ήχου. Un
deux trois! / dis
‘Mirror
Noir’ και το κομμάτι απογειώνεται δηλώνοντας την ανάλογη
διάθεση του Neon Bible. Η συνέχεια με το Keep the Car Running ίσως δεν ενθουσιάζει
αναλόγως, μπάσσο και ντραμς χτίζουν έναν ενθουσιώδη επαναλαμβανόμενο ρυθμό με
μικρά ξεσπάσματα. Κάθε κομμάτι μπορεί να ξεφεύγει πολύ απ’τα υπόλοιπα, οι Arcade
Fire δείχνουν σίγουρα να θέλουν να δοκιμάσουν
διάφορες ηχητικές κατευθύνσεις με τις δυνατότητες που τους δίνονται. Το ομώνυμο
Neon Bible είναι
ένα δίλεπτο σκοτεινό και αργό κομμάτι που δε νομίζω να προετοιμάζει για το Intervention που ξεκινά με τον επιβλητικό ήχο του
εκκλησιαστικού οργάνου.
‘Working for the
Church while your family dies / You take what they give you and you keep it inside’. Εδώ πραγματικά ξεχνάς
ποιους ακούς, το κομμάτι παίρνει διάσταση κινηματογραφικής υπερπαραγωγής με όλα
αυτά τα φωνητικά, τα καμπανάκια που φτιάχνουν μια ατμόσφαιρα που …δεν τη χωράει
ο τόπος.
To
Black Wave/Bad Vibrations με τη συμμετοχή
γυναικείας φωνής (Régine Chassagne) δίνει κάπως θεατρικό χαρακτήρα με ωραίες
εναλλαγές στο ύφος. Κάπου εδώ έχει αρχίζει να με κουράζει ο τόσο γεμάτος ήχος,
και συχνά η ακρόαση θα τερμάτιζε πρόωρα αν δεν ακολουθούσε το πολύ όμορφο Ocean of Noise.Ρίχνει
τους τόνους και δημιουργεί μια Nick Cave-ική
ατμόσφαιρα στην αρχή και όσο προχωράει, η ένταση ανεβαίνει παράλληλα με τον
τόνο της φωνής -που επιτέλους ταιριάζει απόλυτα σε κάποιο κομμάτι- και
καταλήγει στους ήχους της τρομπέτας που κλείνουν επάξια την πολύ όμορφη αυτή
στιγμή του Neon Bible. Τα The Well and the Lighthouse και Antichrist Television Blues αναλαμβάνουν
να αυξήσουν ξανά την ταχύτητα και να δώσουν περισσότερο χώρο στα πιο κλασσικά
όργανα.Το τελευταίο ειδικά θα μπορούσε να είναι βγαλμένο απ’το Funeral
θυμίζοντας
ξεχωρίζοντας με τον ασταμάτητο ρυθμό του και φυσικά τη συμμετοχή της Régine
Chassagne που κλέβει την παράσταση στα φωνητικά με τις
παρεμβάσεις της. Απ’τα υπόλοιπα έχει ακόμα ενδιαφέρον η νέα πολύ πιο δυναμική
εκτέλεση του No cars go, ένα κομμάτι που
βρισκόταν στο πρώτο ep των Arcade
Fire, ενώ ο δίσκος κλείνει με το πολύ όμορφα εμβατηριακά drums
του
σχεδόν επικού My Body Is a Cage.
Το
Neon Bible κερδίζει εκεί ακριβώς
που βρίσκονται και τα ελαττώματά του. Στην υπέρμετρη χρήση οργάνων, στην
παραγωγή, στο γεγονός ότι ξεπερνά όρια, που θέτει το ίδιο με τις αδυναμίες του.
Η μουσική τους, τους προσπέρασε σε κάποια σημεία και οι στίχοι ακούγονται συχνά
ξένοι με την όλη ατμόσφαιρα.
Όποιος
θέλει να δει το δίσκο ως μια κατεύθυνση πειραματισμού και μετεξέλιξης θα μείνει
τουλάχιστον ευχαριστημένος. Αν πάλι σας γοήτευσε ο μυστικισμός του Funeral,
τότε μάλλον θα πέσετε πάνω σε ένα ελεγειακό μελόδραμα που προτιμά τα δυνατά
φώτα απ’τη στοιχειωμένη ύπαιθρο…
Rating : 7,8 / 10
Βαγγέλης Γιαννακόπουλος
Black Mirror live @ Judson Memorial Church 13.2..2007
comments & discussion
Closer - closer
01. Intron / 02. Singles / 03. Breathin / 04. Honey / 05. Motel / 06. Balla-da
/ 07. Gap / 08. Empty U
/ 09. Wander / 10. Freak / 11. Train / 12. Still Here / 13. Devil
February 2007 / EMI
Δεν θα μπορούσα με τίποτα να φανταστώ πριν
από λίγους μήνες, ότι το συγκρότημα που προσπαθούσε να κερδίσει την μάχη με τον
χαμένο χρόνο στην σκηνή του Κεραμεικού (στο
πλευρό των Raining Pleasure και των Film),
έκρυβε στις αποσκευές του έναν από τους καλύτερους φετινούς εγχώριους δίσκους.
Η δισκογραφική επιστροφή των Closer με το τρίτο και φερώνυμο
album τους δεν σηματοδοτεί μόνο μια καινούρια αρχή,
μακριά από το πλήθος των προβλημάτων που τους ταλαιπώρησαν τόσο καιρό, αλλά
ουσιαστικά αποτελεί ένα σπουδαίο βήμα ωρίμανσης και υποδειγματικού ελέγχου του νέου
υλικού.
Έχουν περάσει δέκα χρόνια από την πρώτη
δισκογραφική εμφάνιση της μπάντας με το 45αρι Fly In The Milk (1996, Studio II), δέκα χρόνια που
πλημμυρίζουν από την ξέφρενη εξελικτική πορεία της μέχρι την σταδιακή
δισκογραφική παύση και την πλήρη απενεργοποίησή της.
Η πρώτη ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά των
Closer,
το In The Market (1998, Studio II) θεωρείται μέχρι
σήμερα ένας δίσκος ορόσημο στην κατηγορία των αγγλόφωνων ελληνικών κυκλοφοριών.
Η επιτυχία των Wine,
Blue Pussy και Storm, σε συνδυασμό με τις
διθυραμβικές κριτικές που κερδίζουν απ’ το σύνολο του τύπου, αποτελούν το
κλειδί για την πρώτη τους συμμετοχή στο Rockwave Festival (1998) στο πλευρό των Sonic
Youth και των Pulp.
Η ραγδαία αυξανόμενη δημοτικότητα της
μπάντας, θα την οδηγήσει άλλες δύο φορές στην σκηνή του Rockwave, το 1999 μαζί με τους Garbage και την Patti Smith και το 2000,
με τους Muse
και τους Oasis,
το σημαντικότερο όμως είναι ότι θα προσελκύσει το ενδιαφέρον της βρετανικής ΕΜΙ και του sublabel
Chrysalis.
Το δεύτερο full album των Closer (Suddenly Comes, 2000) θα κυκλοφορήσει
κάτω από την στέγη της βρετανικής εταιρίας, όπως και το single Mystery Falls Down, ένα χρόνο αργότερα,
αποτελώντας το επιστέγασμα της καθολικής αποδοχής που γνώρισαν.
Στο απόγειο της δημοτικότητάς τους, οι Closer εξαφανίζονται από τα
δισκογραφικά δρώμενα και τις live εμφανίσεις, δηλώνοντας
το παρών μόλις πρόσφατα, με την αυθεντική αρχική σύνθεσή τους, και το τρίτο
album τους.
Το νέο υλικό τους που έρχεται στην επιφάνεια, αποδεικνύει ότι τα χρόνια που
πέρασαν, δεν άγγιξαν καθόλου την συνθετική δυναμική τους και την στιχουργική
έμπνευσή τους. Είναι τόσο αναπάντεχα γοητευτικές οι συνθέσεις του Closer, που στέκουν
αυτόφωτες, χωρίς να έχουν να ζηλέψουν τίποτα από αντίστοιχες παραγωγές του
εξωτερικού.
Από
την ρυθμική εισαγωγή του εναρκτήριου Intron, το καταπληκτικό Singles από την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά, που
μπολιάζεται από τα φωνητικά της Κατερίνας
Παπαχρήστου και την τρομπέτα του Νίκου
Μπαρδή των Διάφανων Κρίνων, και
το new wave ψίθυρο του Breathin’ μέχρι το υπέροχο Honey (που απογειώνει η δημοφιλής πλέον Mary των Mary & The Boy) και το ηλεκτρονικό beat
του Motel,
ο δίσκος φθάνει στο 5ο
κομμάτι, και έχει προλάβει να ξετυλίξει ένα μαγευτικό φάσμα ετερογενών επιρροών
και γοητευτικών ηχοτοπίων.
Η καθαρή παραγωγή, που οφείλεται στο group
και στον Άρη Χρήστου, γνωστό από τις
συνεργασίες του μεταξύ άλλων με τα Διάφανα
Κρίνα, τους Matisse
και τους Nightstalker,
καταφέρνει να δέσει με επιτυχία τις ετερόκλητες συνθέσεις, ομογενοποιώντας ένα
πολύ σταθερό αποτέλεσμα.
Ο τελικός ήχος του Closer, ώριμος και βαρύς, ταλαντεύεται ανάμεσα στον κιθαριστικό
πειραματισμό του Suddenly Comes, στα καινούρια
ηλεκτρονικά στοιχεία, που ανανεώνουν το μουσικό στίγμα της μπάντας (Motel)
και στην εκπληκτική λυρικότητα του ηλεκτρονικού βιολιού του Τάσου Παπαστάμου, σταθερού σημείου
αναφοράς της παλιάς μπάντας.
Το γοητευτικό Empty U, το Wander που περιπλανιέται στα
post rock μονοπάτια των GYBE! και το ταξιδιάρικο Train, αποτελούν και αυτά μικρά διαμάντια που
αστραφτοκοπούν στον καλύτερο δίσκο των Closer μέχρι στιγμής, αφήνοντας τις καλύτερες
υποσχέσεις για τα μελλοντικά δισκογραφικά πετάγματά τους.
Rating: 8 / 10
Βασίλης Παπαευσταθίου
Pages