The Lemonheads - the Lemonheads
1. Black Gown
/ 2. Become The Enemy
/ 3. Pittsburgh
/ 4. Let's Just Laugh
/ 5. Poughkeepsie
/ 6. Rule of Three
/ 7. No Backbone
/ 8. Baby's Home
/ 9. In Passing
/ 10. Steve's Boy
/ 11. December
Vagrant Records (Universal)
/ 26 September 2006
"With a little bit of common sense, you can lose a lot of innocence in this world, you can leave yourself behind." Evan Dando 2006
american dandoism...
H πρώτη μου επαφή με τους Lemonheads ήταν κάπου κοντά στο φθινόπωρο του 1992, όταν παρουσιάστηκαν μαζί με ένα σωρό άλλα Αμερικανικά group ως το next big thing (λέγε με grunge) από την άλλη πλευρά του Aτλαντικού. Ανάμεσα τους ήταν οι Nirvana, οι Smashing Pumpkins, Dinosaur Junior, Breeders, η Tanya Donnelly, oι Mudhoney και ο Εvan Dando με τους Lemonheads. Ωστόσο ο Dando είχε περισσότερες διαφορές παρά κοινά με τους υπόλοιπους της παρέας. Πρώτον δεν ήταν από το Seattle αλλά από τη Βοστώνη (όπως άλλωστε και ο J Mascis), δεύτερον ο ήχος του μόνο grunge δεν ήταν, αλλά είχε σαφείς επιρροές από folk και country, και τέλος το image του παρέπεμπε σε κάποιον ο οποίος φαινόταν αποστασιοποιημένος από το όλο grunge look και attitude, κάποιος ο οποίος είδε φως και μπήκε, έτσι απλά χωρίς κανένα λόγο. Μια κίνηση που τον κατέστησε για το υπόλοιπο της δεκαετίας τον Pete Doherty των 90s.
Oι Lemonheads δεν γνώρισαν ποτέ ούτε την επιτυχία αλλά ούτε και την αναγνωρισμότητα των Pumpkins ή των Nirvana. Παρ’ όλα αυτά από το 1987 είχαν ένα πιστό κοινό που ακολουθούσε τις τότε post-punk αναζητήσεις τους, αν και τα 4 LP που κυκλοφόρησαν μέχρι και το 1990 έπασχαν τόσο από παραγωγή όσο και από έμπνευση . Το 1992, το εκπληκτικό “It’s a shame about Ray“ τους έφερε αναγνώριση από τους κριτικούς αλλά και επιτυχία στα chart και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, τόσο με το LP όσο και με τη διασκευή του Μrs Robinson για την συλλογή του NME Ruby Trax. Aπο εκεί και ύστερα οι Lemonheads έγιναν ένα cult συγκρότημα με ένα frontman ο οποίος ταλαιπωρήτο από προσωπικά προβλήματα που σχετίζονταν τόσο με τη δυσλειτουργική του έκθεση στα φώτα της δημοσιότητας, όσο και με την έξη του στα ναρκωτικά. Ακολούθησε το μέτριο Come on Feel the Lemonheads (1993) και μετά από 3 χρόνια ταλαιπωρίας το εξαιρετικό αυτοβιογραφικό Car, Button, Cloth (1996). Μέχρι σήμερα.
Αναρωτιέστε τι έκανε από το 1992 μέχρι και σήμερα? Απλά έγινε ο Αμερικανός rock’ n roll κλόουν ο οποίος φρόντισε να τσαλακώσει το image του και να γελοιοποιεί τον εαυτό του σε κάθε ευκαιρία, υιοθετώντας ένα druggy lifestyle βγαλμένο από Αμερικάνικο road-movie, περιπλανώμενος από πόλη σε πόλη με μια ακουστική κιθάρα παίζοντας τις γλυκές μελωδίες του ως άλλος high profile busker. Το 1993 λόγω μέθης (sic) χάνει το slot του στο Glastonbury και αναγκάζεται να μπει σφήνα πριν τους Portishead, όπου δέχεται ένα καταιγισμό από μπουκάλια και εν τέλει αναγκάζεται να αφήσει τη σκηνή παραπαίοντας. Στη συνέχεια παίρνει την κιθάρα του και πάει στον φράχτη του φεστιβάλ όπου προσπαθεί να πει μερικά τραγούδια του Bob Dylan από τα 70s. Το 1994 στο Reading δεν κατάφερε ποτέ να ολοκληρώσει το set του, απλά μας ενημέρωσε πως δεν τρέχει τίποτα με την Courtney και χάθηκε με την τότε drug-buddy του (Drew Barrymore). Την ίδια χρονιά εμφανίζεται ως ο αγαπημένος διασκεδαστής support/guest του καθενός. Από τον Jeff Buckley, την Juliana Hatfield, την Courtney Love μέχρι την Creation και τους Oasis όπου βγήκε φορώντας ένα ωραίο φορεματάκι πριν πέσει κάτω από την σκηνή. Oταν «διέρρευσαν» φωτογραφίες όπου εμφανιζόταν στο κρεβάτι με την Courtney Love και οι δημοσιογράφοι προσπάθησαν να του αποσπάσουν μια συνέντευξη με σκοπό να τον γελοιοποιήσουν, αυτός ήταν τόσο άρρωστος που απλά δεν μπορούσε να μιλήσει (κάτι που κατέγραψε αργότερα στο “If I Could Talk I'd Tell You”). Στο τέλος αυτής της δαιμονισμένης χρονιάς, ανακηρύσσει αγαπημένο του γκρουπ τους Television Personalities μένει για λίγο ακόμα στο Λονδίνο, όπου ζητιανεύει με την κιθάρα του στους δρόμους του Camden Town, και τελικά προς ανακούφιση όλων αποφασίζει να γυρίσει την Αμερική στο τέλος του 1994.
the lemonheads, a selftitled album...
Το 2003, μετά από απουσία 7 ετών, επέστρεψε με το πρώτο του προσωπικό άλμπουμ, Baby I'm Bored
, υπενθυμίζοντας μας πως σε αυτή τη φρενήρη πορεία δεν έχασε ποτέ ούτε την ευαισθησία του αλλά ούτε και το χάρισμα της δημιουργίας 3λεπτων rock, country, folk και ενίοτε pop, αριστουργημάτων. 'Ισως
ο μόνος τρόπος να ανακαλύψεις τον Dando, καθώς και το γιατί ίσως να πρόκειται για έναν από τους καλύτερους Αμερικανούς τραγουδοποιούς της γενιάς του, δεν έχεις παρά να διαβάσεις τους στίχους του. Εξαίρεση δεν αποτελεί ούτε και το τελευταίο ομώνυμο LP των Lemonheads, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα album
από φίλους για φίλους. Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα, και στην προκειμένη περίπτωση ο πατριάρχης J. Masics, o Garth Hudson (The Band), ο Bill Stevenson και Carl Alvarez (The Decendants), έβαλαν ένα χεράκι και βρήκαν ευκαιρία να ξαναβρεθούν και να κάνουν ένα από τα καλύτερα session group στην ιστορία τoυ punk rock. Μουσικά το LP δεν είναι κάτι διαφορετικό από ότι θα περίμενε ο κάθε υποψιασμένος φαν των Lemonheads. Το crossover του Αμερικανικού punk-rock με την country/folk δένουν απόλυτα και δείχνουν τις κοινές τους καταβολές μέσα από απλές 3-λεπτες μελωδίες, ενώ οι στίχοι του Dando δεν παύουν ποτέ να εντυπωσιάζουν και να συγκινούν. Για όποιον όμως περιμένει να ακούσει την ανακάλυψη του τροχού, καλύτερα να μην μπει στον κόπο.
Το The Lemonheads ξεκινάει με κλασσικό Αμερικάνικο punk rock στο "Black Gown", κομμάτι που ακούστηκε πολύ στους Αμερικανικούς κολεγιακούς σταθμούς, αλλά βέβαια ότι κάνει για αυτούς δε σημαίνει πως κάνει κάτι και για εμάς. Το "Become the Enemy" προσθέτει την country πινελιά ενώ από το "Pittsburgh" και μετά το LP αρχίζει να μορφοποιείται έχοντας τον πιο γνώριμο πoπ ήχο των Lemonheads. Tα “Lets Just Laugh”, “Poughkeepsie”, “Rule of Three” και “No Backbone” αποτελούν 3λεπτα υποδείγματα για το πώς η Αμερικανική σχολή θα μπορούσε να διατηρήσει τις punk/rock καταβολές της και όχι τις kitsch υπερβολές της, και να φέρει έναν πιο χαλαρό και προσιτό ποπάδικο ήχο. H φαντασίωση της δολοφονίας του εραστή της αγαπημένης του, ίσως αποτελεί το κερασάκι του δίσκου καθώς η αφήγηση της σχεδόν καουμπόικης αυτή ιστορίας δένει απόλυτα με την country επένδυση και τις ενίοτε βρώμικες ή ακουστικές κιθάρες. Ίσως το απόλυτο road movie soundtrack. Στο "Steve’s Boy" ο Dando για ακόμα μια φορά επισκέπτεται ένα από τα αγαπημένα του θέματα, την προβληματική σχέση πατέρα/γιού ενώ το LP κλείνει υπέροχα με το "December", αν και το jamming στη μέση του κομματιού μου φαίνεται άσκοπο έως ενοχλητικό.
Αν και μικρό στη διάρκεια (μόλις 35 λεπτά), ο δρόμος που κάλυψε αυτός ο 39χρονος για να φτάσει ως εδώ ήταν μακρύς και σκοτεινός και μέσα σε μια παρωχημένη δεκαετία όπου σχεδόν έχασε τον ίδιο του τον εαυτό, δεν έχασε την ικανότητα του να αποδίδει αβίαστα 3λεπτα λυρικά punk rock αριστουργήματα…
The Killers - Sam's Town
1. Sam's Town / 2. Enterlude / 3. When You Were Young / 4. Bling (Confession Of A King) / 5. For Reasons
Unknown / 6. Read My Mind / 7. Uncle Jonny
/ 8. Bones / 9. My List / 10. This River Is Wild / 11.
Why Do I Keep Counting / 12. Exitlude
Island (Universal)
/ 03
October 2006
"You know I see London, I see
Sam's Town / holds my hand and let's my hair down / Rolls that world right off
my shoulder / I see London, I see Sam's Town now"
Οποιαδήποτε αναφορά στο ύφος και
τον ήχο των Killers που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα, τελειώνει με τις πρώτες
νότες του ολοκαίνουργιου
Sam's Town. Η δισκογραφική επιστροφή της αμερικάνικης μπάντας δεν
σηματοδοτεί μόνο το follow up του εμπορικά
επιτυχημένου, αλλά άνισου Hot Fuss, αλλά και την απομάκρυνση των
Killers από τον αγγλόφιλο post punk ήχο που
τους έκανε γνωστούς.
Το Sam's Town ανήκει στην κατηγορία
των δίσκων, που δύσκολα μπορεί να περάσει
απαρατήρητος, αφήνοντας στο πέρασμά του μόνο εχθρούς και φίλους. Το νέο
μουσικό
σύνθημα της μπάντας θα ξενίσει αναγκαστικά αρκετούς από τους fans του
Hot Fuss, αφού οι new wave αναφορές στους Smiths και στους
New Order (οι Killers εμπνεύστηκαν το όνομά τους από την fiction μπάντα
στο video του Crystal) και το synth pop παρελθόν του Flowers στους
Blush Response περιορίζονται στο ελάχιστο, αποτελώντας πλέον μικρά μέρη
των αποσκευών του
θριαμβευτικού ταξιδιού επιστροφής του group στο Λας Βέγκας και στις
ρίζες του αμερικάνικου ήχου.
Στην θέση τους, ορισμένα από τα καινούρια χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν στο
νέo δισκογραφικό εγχείρημα, είναι τα εθιστικά riffs του Keuning,
η παραγωγή των Flood και Alan Moulder (Depeche Mode, Nine Inch Nails,
U2),
και η διάχυτη επιρροή του Bruce Springsteen και του stadium rock των U2, που διατρέχει σχεδόν ολόκληρο το δίσκο, χαρακτηριστικά
που είναι αρκετά για να τους απομακρύνουν από την ταμπέλα του one hit wonder του "Somebody Told Me".
"we hope you enjoy your stay
/ it's good to have you with us / even if it's for
one day....."
Η αδιαμφισβήτητη επιτυχία του προηγούμενου single δεν
συναντά το ηχητικό ισοδύναμό του εδώ (ίσως και καλύτερα που
απουσιάζει μια στυγνή απομίμηση). Από το tracklist όμως του νέου
άλμπουμ ξεχωρίζουν εμφανώς οκτώ εν δυνάμει hit singles, ικανά να
στρέψουν τα φώτα της δημοσιότητας πάνω
τους. Από το υπέροχο εναρκτήριο "Sam'sTown" και το καλωσόρισμα του "Enterlude", που σβήνει με το supersingle "When You Were Young", γίνεται προφανής η ηχητική εξέλιξη της μπάντας.
Η στιχουργική του Flowers μπορεί
να περιέχει ακόμη ψήγματα του άγουρου ενθουσιασμού του Hot Fuss, είναι όμως περισσότερο προσωπική και ενδιαφέρουσα, ικανή
για να υποστηρίξει τις θριαμβευτικές κιθαριστικές μελωδίες του Keuning, που κρύβονται πίσω από τις συνθέσεις. Στα
περισσότερα κομμάτια δεν αποφεύγονται οι πομπώδεις αναφορές "We're burning down the highway skyline / On the backofahurricane." (?),
αποτελούν όμως και αυτές ένα μεταφορικό δείγμα της μεταπήδησης των Killers στην μεγάλη
κλίμακα του stadium rock.
Μικρά
διαμάντια που αστραφτοκοπούν στο σύνολο του δίσκου, αποτελούν τα "For Reasons Unknown" και "Bones"
(το video του οποίου πρόκειται να κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες
και υπογράφεται από τον θεό Tim Burton!), τα κομμάτια δηλαδή που ο
Flowers συνεχίζει να ακολουθεί τα φωνητικά μονοπάτια του Morrissey.
Εξίσου ενδιαφέροντα είναι τo "Read My Mind", που θυμίζει Talking Heads, το "Bling(Confessions Of A King)"
(γραμμένο για τον πατέρα του Flowers), και το "Uncle Johnny",
αφιερωμένο στον κοκαϊνομανή θείο του (απόδειξη της
προσωπικής γραφής των στίχων), ενώ ο δίσκος συμπληρώνεται με το αδύναμο
"My List" και τα άνισα meat loaf-ικα "The River Is Wild" και "Why Dο I
Keep Counting".
Μέχρι όμως να φτάσετε στο τέλος του Sam's Town, θα
έχετε γευτεί νωρίτερα την πρόκληση να αγαπήσετε ή να μισήσετε το
νέο ήχο των Killers
και την τύχη να ακούσετε έναν απ' τους δίσκους που θα συζητηθούν όσο
λίγοι την
φετινή χρονιά. Ανεξάρτητα από ποια μεριά θα επιλέξετε να ανήκετε, ο
δεύτερος
δίσκος της αμερικάνικης μπάντας δεν θα πάψει να αποτελεί ένα
υπερφιλόδοξο ταξίδι προς τα κατάμεστα ακροατήρια του stadium rock.
Rating: 8 / 10
Βασίλης
Παπαευσταθίου
The Tim Burton directed video for "Bones":
Red Sparowes - Every Red Heart Shines Toward the Red Sun
1. The Great Leap...
/ 2. We Stood Transfixed...
/ 3. Like The Howling Glory...
/ 4. Message Of...
/ 5. Annihilate The Sparrow...
/ 6. And By Our Own Hand...
/ 7. Millions Starved And...
/ 8. Finally As That...
Neurot Recordings
/ 19 September 2006
Λίγο καιρό πριν έπεσα πάνω σε μία διαδικτυακή συζήτηση που πάνω - κάτω
αμφισβητούσε την ορθότητα του όρου post-rock. Το επιχείρημα ήταν απλό:
το rock δεν έχει πεθάνει, ούτε βρίσκεται στα μέσα μιας τεράστιας κρίσης
(μάλιστα με την αναβίωση του garage ήχου των 70's το αντίθετο θα
λέγαμε) ώστε να μιλάμε ήδη για μετά rock εποχή. Ποιο είναι λοιπόν το
νόημα ενός τέτοιου όρου; Σεβαστή και ενδιαφέρουσα άποψη, που ο καθένας
μπορεί να κρίνει από μόνος του. Όμως, είτε συμφωνείτε, είτε όχι, το
αποτέλεσμα δεν αλλάζει. Ο όρος χρησιμοποιείται σήμερα κατά κόρον από
τον rock/alternative τύπο για να περιγράψει ένα συγκεκριμένο είδος
μουσικής και οι καλλιτέχνες που συμπεριλαμβάνονται σε αυτόν τον ήχο,
πολλαπλασιάζονται σαν ποντίκια σε αποθήκη σταριού. Αν μάλιστα σκεφτούμε
ότι το ίδιο το ιδίωμα επεκτάθηκε, ώστε να συμπεριλάβει και μπάντες με
βαρύτερο ήχο, δημιουργώντας τον ακόμα ίσως πιο αδόκιμο όρο post-metal,
η επέκτασή αρχίζει να ξεπερνάει τα όρια ενός απλά cult φαινομένου.
Το συγκρότημα των Red Sparowes αποτελεί μια από τις πιο πρόσφατες
προσθήκες στον χώρο. Το «παλμαρέ» (όπως θα έλεγε κι ο Γιάννης
Διακογιάννης) των μελών του ορίζει την μπάντα ως μάλλον ένα είδος
supergroup του χώρου. Τα δύο βασικά μέλη και κιθαρίστες του
συγκροτήματος Bryant Clifford Meyer και Josh Graham είναι και μέλη των
Neurosis και Isis αντίστοιχα (ενώ και ο Jeff Caxide των Isis ήταν στο
πρώτο line-up της μπάντας άλλα κατόπιν αποχώρησε). Όσο για τους
υπόλοιπους τρεις Andy Arahood, Greg Burns και David Clifford δεν είναι
πρωτάρηδες στο χώρο, αφού διατελούν μέλη συγκροτημάτων που απλά δεν
έχουν ακόμα τύχει ευρείας αναγνώρισης όπως οι Halifax Pier και οι
Pleasure Forever. Η μουσική του συνόλου τόσο αξιόλογων μουσικών, θα
μπορούσε - αν θελήσουμε να ακολουθήσουμε τους κοινά αναγνωρισμένους
όρους - να περιγραφεί με τον εξής απλό όρο: state-of-the-art post rock.
Το Every Red Heart Shines
Toward the Red Sun είναι το δεύτερο τους album μετά το At the Soundless
Dawn του 2005. Το πρώτο πράγμα που σίγουρα θα κάνει εντύπωση στον
οποιονδήποτε, είναι οι τεράστιοι τίτλοι των τραγουδιών τους. Η μπάντα
είναι καθαρά instrumental, φωνητικά δεν υπάρχουν ούτε για δείγμα, οπότε
υποθέτω ότι οι τίτλοι αποτελούν τους στίχους που η μπάντα δεν
χρησιμοποιεί στο τραγούδι της. Λίγη υπομονή και παρακάτω αυτό θα γίνει
πιο ξεκάθαρο. Όσο για τη μουσική, αυτή κινείται σίγουρα στα πλαίσια του
post-rock, περιέχοντας όμως αρκετά στοιχεία που σκοπό έχουν να περάσουν
πάνω από τα κλισέ του χώρου. Σίγουρα οι Red Sparowes χρησιμοποιούν τα
κλασσικά επικά ηχοτρόπια του είδους, τα κυκλικά ανεβάσματα και
κατεβάσματα, τις στροβιλίζουσες κιθάρες και τα επαναλαμβανόμενα θέματα.
Αλλά υπάρχουν και διαφορές. Οι κιθάρες είναι επί το πλείστον «καθαρές»
και μελωδικές ενώ υπάρχουν σαφείς αλλαγές ρυθμού μέσα στο ίδιο το
κομμάτι. πράγμα που παραπέμπει κατευθείαν σε progressive rock
καταστάσεις. Δεν χρησιμοποιούνται samples με ομιλίες οποιουδήποτε
είδους, ενώ δεν λείπουν και τα σόλα που περισσότερο τονίζουν το αίσθημα
της μουσικής, παρά το παρενοχλούν.
Θα έλεγα ότι για τα
τρία πρώτα κομμάτια η μουσική σχετίζεται άμεσα με τις πιο «ήσυχες»
στιγμές συγκροτημάτων όπως οι Isis, οι Pelican ή οι Neurosis του
τελευταίου album. Τα άγρια κιθαριστικά ξεσπάσματα δεν λείπουν, χωρίς
όμως να θυμίζουν τη μεταλλικότητα των προαναφερθέντων συγκροτημάτων,
εκτός κάποιων εξαιρέσεων όπως στο 1ο κομμάτι, ούτε όμως και το σκέτο
θόρυβο άλλων αντιπροσώπων του είδους. Χαρακτηριστικά είναι επίσης και
τα a la Isis σόλα, όπως το γιγαντιαίο σόλο που σα δηλητηριώδες φίδι
διατρέχει μεγάλα τμήματα του 3ου κομματιού.
Επίσης δίνεται και μεγάλη
προσοχή στην «μουσικότητα» της μελωδίας. Παράδειγμα, το υπέροχο
ξεκίνημα του 4ου αλλά και του 5ου κομματιού που οδηγούν σαφέστατα στις
πιο progressive στιγμές των Pink Floyd. Στο 4ο, η αρχική μελωδία
διατηρείται και αναπτύσσεται μέχρι το τέλος. Στο 5ο, η αρχή θυμίζει
πολύ έντονα την ατμόσφαιρα του The Wall, ενώ σιγά σιγά ο ήχος ανεβαίνει
προς ένα θορυβώδές ξέσπασμα που αγγίζει σχεδόν το heavy rock, για να
ξαναπέσει και να οδηγηθεί σε κλείσιμο με σόλο, και αποτελεί για
μένα το highlight του δίσκου. To διάλειμμα του 6ου κομματιού με τα
ηχητικά εφέ και το πιανάκι φέρνει στο μυαλό αμέσως τους Mogwai και στο
7ο, η ρυθμική αρχή οδηγείται σε ένα απότομο floyd-ικό «σπάσιμο» στα
2:30, το οποίο σταδιακά ανεβαίνει για να κορυφωθεί σε ένα επικό
ηχοτρόπιο ενώ ξαναγυρίζει στη ρυθμικότητα για το κλείσιμο. Η
κυκλικότητα και η λυρικότητα των μουσικών θεμάτων είναι χαρακτηριστικό
φαινόμενο της μουσικής των Red Sparowes. Ο επίλογος γράφεται με ένα
ακόμα κομμάτι γεμάτο ανεβοκατεβάσματα, που ολοκληρώνεται με την πιο
heavy κιθαριστικά ατμόσφαιρα του δίσκου.
Αν και οι Red Sparowes δεν
έχουν στίχους, καταφέρνουν να πουν πολύπλοκες ιστορίες μέσα από τα
πολυεπίπεδα τραγούδια τους, παρέχοντας τους τεράστιους αυτούς
τίτλουςσαν περιγραφές αυτού που ακολουθεί, κάτι σαν «οδηγίες προς
ναυτιλόμενους». Το concept του album αφορά το μεγάλο βήμα μπροστά
(Great Leap Forward), την εκστρατεία του Μάο Τσε-Τουγκ στην Κίνα των
τελών της δεκαετίας του 50. Μέρος αυτού ήταν και η Μεγάλη
Καμπάνια των Σπουργιτιών (Great Sparrows Campaign) κατά την οποία
εκατομμύρια σπουργίτια θανατώθηκαν σε μια προσπάθεια προστασίας της
σοδειάς των αγρών. Όμως η έλλειψη των πουλιών αυτών είχε ως αποτέλεσμα
την ραγδαία αύξηση των φυσικών εχθρών των σπουργιτιών, δηλαδή των
ακριδών (locusts), οι οποίες πολλαπλασιάστηκαν με τεράστιους ρυθμούς
και μέσα σε δύο χρόνια κατέφαγαν όλες τις σοδειές της χώρας, με
αποτέλεσμα να επέλθει ένας από τους χειρότερους λοιμούς της παγκόσμιας
ιστορίας, από τον οποίο πέθαναν 30 εκατομμύρια άνθρωποι. Αν γυρίσετε
τώρα και ξαναδιαβάσετε τους τίτλους των κομματιών, θα αρχίσετε να
βλέπετε πως αποτελούν μέρη μιας γενικότερης θεματικής ενότητας. Το we που συνέχεια χρησιμοποιείται, αναφέρεται στους κινέζους αγρότες, το Our Leader στον Μάο, ενώ όλος ο τίτλος του 4ου κομματιού αναφέρεται στο πως το μήνυμα της συγκράτησης (a message of avarice), δηλαδή οι στερήσεις των πρώτων χρόνων, οδήγησαν τους αγρότες σε «ψεύτικα όνειρα για ατέλειωτα πλούτη» (false dreams of endless riches).
Η διήγηση της ιστορίας γίνεται πολύ πιο ξεκάθαρη στους επόμενους
τίτλους (the Locusts Noisily Thanked Us and Turned Their Jaws Toward
Our Crops), ενώ ο τελευταίος μιλάει από μόνος του.
Μέσα απ' όλα τα παραπάνω είναι ξεκάθαρο
ότι αυτή η νέα δουλειά των Red Sparowes κάθε άλλο παρά συνηθισμένη
μπορεί να θεωρηθεί. Το συγκρότημα προσπαθεί και καταφέρνει να ανοίξει
νέες δυνατότητες στο τοπίο του post-rock, να δώσει κάτι πρωτότυπο και
καινοτόμο χωρίς να αποξενώσει τους φίλους του είδους, πράγμα που
κατορθώνει στο έπακρο. Τα πάντα στην προσπάθεια αυτή βρίθουν ποιότητας,
το εξώφυλλο, το concept, τα τραγούδια τα ίδια. Είναι μια από τις λίγες
φορές όπου η τεράστια εντύπωση που η μπάντα έχει κάνει στους
underground κύκλους του χώρου, αυτό το "hype" που έχει δημιουργηθεί,
είναι απόλυτα δικαιολογημένα. Αν μάλιστα σκεφτούμε πως το βασικότερο
ψεγάδι του προηγούμενου album, δηλαδή η έλλειψη ποικιλίας, εδώ έχει
σίγουρα διορθωθεί, έχουμε ένα αποτέλεσμα πλήρες, γεμάτο, από όλες τις
απόψεις. Ένα αποτέλεσμα που θα ενθουσιάσει τους φίλους της καλής
σύγχρονης μουσικής. Ανεξάρτητα από ταμπέλες.
Complete Tracklist:
- "The Great Leap Forward Poured Down Upon Us One Day
Like a Mighty Storm, Suddenly and Furiously Blinding Our Senses." -
7:00
- "We Stood Transfixed in Blank Devotion
as Our Leader Spoke to Us, Looking Down On Our Mute Faces With a Great,
Raging, and Unseeing Eye." - 8:55
- "Like the
Howling Glory of the Darkest Winds, This Voice Was Thunderous and the
Words Holy, Tangling Their Way Around Our Hearts and Clutching Our
Innocent Awe." - 10:08
- "A Message of Avarice Rained Down Upon Us and Carried Us Away Into False Dreams of Endless Riches. " - 7:11
- "Annihilate the Sparrow, That Stealer of Seed, and Our Harvests Will Abound; We Will Watch Our Wealth Flood In.'" - 8:43
- "And
by Our Own Hand Did Every Last Bird Lie Silent in Their Puddles, the
Air Barren of Song as the Clouds Drifted Away. For Killing Their
Greatest Enemy, the Locusts Noisily Thanked Us and Turned Their Jaws
Toward Our Crops, Swallowing Our Greed Whole." - 1:42
- "Millions Starved and We Became Skinnier and Skinnier, While Our Leaders Became Fatter and Fatter." - 9:55
- "Finally,
as That Blazing Sun Shone Down Upon Us, Did We Know That True Enemy Was
the Voice of Blind Idolatry; and Only Then Did We Begin to Think for
Ourselves." - 8:03
Rating: 9 / 10
Τάσος Φράγκου
The Rapture - Pieces of the People We Love
1. Don Gon Do It
/ 2. Pieces Of The People We Love
/ 3. Get Myself Into It
/ 4. First Gear
/ 5. The Devil
/ 6. Whoo! Alright - Yeah...Uh Huh.
/ 7. Calling Me
. 8. Down For So Long
/ 9. The Sound
/ 10. Live In Sunshine
Mercury (Universal)
/ 15 September 2006
Το 2006 βρίσκει τους Rapture στην άβολη θέση της κυκλοφορίας του Pieces of the people we love, ή αλλιώς του δίσκου που ακολουθεί το σημείο αναφοράς, Echoes
του 2003.Καλά, το "άβολη" μάλλον βολεύει και αφορά όλους εμάς που
αναμέναμε την εν λόγω συνέχεια και όχι τους ίδιους τους Rapture,που στο
κάτω κάτω δείχνουν να ακολουθούν μια εντελώς δικιά τους πορεία, και
κυρίως, καρπώθηκαν δίκαια τη φήμη μιας πανάξιας επιτυχίας.Το Echoes
ήταν ένα καταιγιστικό σύνολο από pieces of the music they love με πολλή
δύναμη και ιδέες που γέμιζαν κάθε στιγμή του δίσκου. Πιο punk από τους
Stellastar, πιο dark από τους Franz Ferdinand, πιο funky απ'τους Bloc
Party,και όταν αποφάσιζαν να μπερδευτούν στα πόδια των LCD Soundsystem
και των Radio 4,ε, τα κατάφερναν καλύτερα. Ο ρυθμός και το απολαυστικό
έως διαβολικό κρεσέντο του House of Jealous Lovers έκανε τους πάντες να
ψάχνουν το άλμπουμ που δε θα έβαζαν δίπλα στον τελευταίο δίσκο των
Cure. Στη συνέχεια, βέβαια, με χαρά διαπίστωναν ότι υπήρχαν και ένα
σωρό άλλοι λόγοι να ασχοληθεί κανείς με το Echoes.Άσε που επιτέλους,ένα
νέο new wave συγκρότημα αποτύπωσε σε έναν τόσο φρέσκο ήχο τις επηροές
των Talking Heads και των Television (αυτό κυρίως για όσους ψάχνουν την
καλύτερη δυνατή επανάληψη...ή το πιο σίγουρο flashback).
Η συνέχεια ενός εδραιωμένα επιτυχημένου δίσκου σίγουρα δεν είναι μια
εύκολη υπόθεση. Εδώ νομίζω ότι αρχίζουν πάλι οι σκέψεις που βολεύουν
τους ακροατές. Αυτές που μερικές φορές αγαπάμε να μας μπερδεύουν. Ένας
δίσκος με το funky post-punk ύφος του προηγούμενου, θα είναι η φυσική
συνέχειά του; Η επιτυχία πολλές φορές εγκλωβίζει περισσότερο και η
σύγχρονη μουσική βιομηχανία δεν επιτρέπει παρά σίγουρες προσεγμένες
κινήσεις. Μήπως όμως έφτασε η ώρα να αποδείξουν ότι ξεχωρίζουν απ'τους
υπόλοιπους και ότι είναι σε θέση να οδηγούν το hype της σκηνής; Οι
Rapture έκαναν αυτό που τελικά έχει τη μεγαλύτερη σημασία : κράτησαν
τον ενθουσιασμό, την ανεξαρτησία της δημιουργίας και έφτιαξαν ένα δίσκο
που παρά τις όποιες αδυναμίες παρατηρήσει κανείς, ακούγεται με πολύ
ενδιαφέρον και ευχαρίστηση στον όποιο χρόνο επιλέξει ο καθένας να του
αφιερώσει. Τα 80's είναι πάλι εδώ, το σύνθημα "Gonna get myself
into it, why not help me do it?" και η μαγική λέξη : ενέργεια .
Γενικά τα πράγματα στο Pieces of the people we love είναι και
ακούγονται αρκετά πιο... ξεκάθαρα. Το πρώτο single που κυκλοφόρησε, το Get Myself Into It,
δεν ήταν μια ωραία παραπλανητική έκπληξη αλλά μια απ'τις πιο δυνατές
στιγμές του δίσκου και ταυτόχρονα ένας ιδανικός χαρακτηρισμός για το
σύνολό του. Ο απόλυτος χορευτικός ρυθμός. Φυσικά το μπάσσο αποθεώνεται,
μαζί με τα drums, το ρεφραίν ταλαιπωρείται μέχρι το τέλος μέσω
κουδουνιών,σαξοφώνου και υποψίας κιθάρας και η στροβιλιζόμενη φωνή του
Luke Jenner δένει μια χαρά με το funky αποτέλεσμα. Κι επειδή οι
εκπλήξεις σ'αυτό το δίσκο είναι σαν τις κιθάρες του,δηλαδή ή δεν
υπάρχουν ή τελικώς δε σε πολυνοιάζουνε, τα υπόλοιπα κομμάτια κινούνται
-χορεύοντας πάντα- στο ίδιο μοτίβο.Το εναρκτήριο Don Gon Do It
δεν ξεφεύγει με τη λίγη περισσότερη φασαρία και ξεχωρίζει με τα
«χορωδιακά» σημεία του,ενώ το ομώνυμο Pieces of the people we love
είναι ένα πιο ξεχωριστό garage fuzzy pop μπέρδεμα. Ομολογουμένως η
χαλαρή και σίγουρα διασκεδαστική ατμόσφαιρα ξεφεύγει λίγο σε κάποια
σημεία... όπως κείνο το κιτς ναζιάρικο "my-my-my-my Mustang Ford" προς
το τέλος του First Gear. Το κομμάτι με τον τρομερό τίτλο Whoo! Alright-Yeah... Uh Huh
που προδίδει αρκετά τη disco - pop αφέλειά του, αρχικά έλαβε έναν
παρόμοιο υποτιμητικό χαρακτηρισμό,αλλά αποτελεί σίγουρα την πιο
up-lifting στιγμή του δίσκου. Κυρίως φανερώνει πως οι Rapture έψαξαν με
ενθουσιασμό το νέο μουσικό ύφος τους και κινήθηκαν και στα άκρα του,
όσο αυτό είναι δυνατό.
Κάπου ανάμεσα ή παράλληλα κινούνται και τα περισσότερα κομμάτια του δίσκου. Πιο glam η απόδοση του Down for so long, ενώ θορυβώδες και κιθαριστικό το the Sound (of Echoes?).Το Pieces of the people we love κλείνει αναπάντεχα αρκετά πιο αργά και θεατρικά με το παλιομοδίτικο ψυχεδελικό Live in Sunshine
που απλά σε κάνει να αναρωτιέσαι -ή να αποφασίσεις πως δεν έχει νόημα
να αναρωτιέσαι- για το πώς μπορεί να ακούγεται η επόμενη κυκλοφορία των
Rapture...
Ίσως οι συγκρίσεις να είναι αναπόφευκτες τελικά,και πλεονεκτήματα του
ενός δίσκου να τονίζουν τα μειονεκτήματα του άλλου. Σίγουρα το
Pieces... είναι διαφορετικό απ'το παλαιότερο Echoes, μα κάνει τα
πράγματα πιο ενδιαφέροντα γύρω απ'το ονομά τους.Οι ίδιοι άλλωστε δεν
επιχειρούν να ενταχθούν στο νέο κύμα του new wave των 00's απλά
δείχνουν να το διασκεδάζουν με τρόπο απόλυτα μουσικό, όπως είναι και οι
μοναδικές αμφιβολίες που μπορεί να έχει κάποιος ακούγοντας το δίσκο.
Προσωπικά ένα μικρό παράπονο που εμφανίστηκε είναι πως μειώθηκε κάπως η
επιθυμία να τους δω live... Μάλλον αυξήθηκε όμως η εκτίμησή μου προς
τις μουσικές δυνατότητες των μελών του group. To Pieces of the people
we love είναι εδώ για να βγάλει τη γλώσσα σε πολλές συννεφιασμένες
μέρες, και να προβληματίζει πια όχι τους fan μα άλλες νέες μπάντες που
αναζητούν την αρχή της συνέχειας στο δικό τους επιτυχημένο παρελθόν.
Rating: 7,6 / 10
Βαγγέλης Γιαννακόπουλος
comments & discussion
Lacrimas Profundere - Filthy Hands for frozen hearts
1. My Velvet Little Darkness
/ 2. Again It’s Over
/ 3. Not To Stay / 4. No Dear Hearts
/ 5. Short Glance
/ 6. Filthy Notes
/ 7. Sweet Caroline
/ 8. An Irresistible Fault
/ 9. To Love Her On Knees
/ 10. Sad Theme For A Marriage
/ 11. Should
/ 12. My Mescaline / Shiver (bonus track)
Napalm Records (SPV)
/ 29 August 2006
Για πολλά χρόνια η χώρα της Φιλανδίας μας ήταν γνωστή για τις λίμνες της, τους πιλότους αυτοκινήτων της, τον κρύο καιρό της, άντε και για τον Αη – Βασίλη. Τα τελευταία χρόνια όμως, κάτι ακόμα προστέθηκε στα παγκοσμίως γνωστά χαρακτηριστικά αυτής της χώρας. Τα συγκροτήματά της. Ειλικρινά η Φιλανδία πρέπει να είναι η χώρα με το μεγαλύτερο αριθμό συγκροτημάτων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο στον κόσμο. Και καθώς αυτή η τρομερή μουσική παραγωγή ενισχύθηκε και βγήκε περισσότερο στην επιφάνεια, μετά την επιτυχία της γνωστής μπάντας με τα τρία γράμματα (της οποίας το όνομα σημαίνει μια γνωστή προσωπική αντωνυμία στα αγγλικά) είναι λογικό τα περισσότερα συγκροτήματα να κινούνται σε λίγο πολύ κοντινούς στη μπάντα αυτή μουσικούς χώρους. Ίσως υπερβολικά κοντινούς. Στην πραγματικότητα με την εξαίρεση κάποιων (Nightwish, Apocalyptica, Lordi, Shape of Despair) ο λεγόμενος «Φιλανδικός ήχος» είναι πια πολύ ξεκάθαρος. Μεταλλοποιημένες εκδοχές των τραγουδιών των Fields of the Nephilim, The Mission και κυρίως των Sisters of Mercy (τα μισά και παραπάνω τραγούδια μοιάζουν εγγόνια του Lucretia (My Reflection)) με ενίοτε κάποια πιο μελαγχολικά περάσματα έτσι για να μη μείνει κανένας παραπονεμένος.
Και σαν να μην έφτανε η ίδια η Φιλανδία, ο ήχος αυτός άρχισε σταδιακά να εξαπλώνεται και σε άλλες χώρες όπως η Σουηδία, η Νορβηγία (Elusive anyone?) για να περάσει τη Βόρεια θάλασσα και να φτάσει στη Γερμανία. Και έτσι φτάνουμε στους Βαυαρούς (από το Waging am See) φίλους μας. Μια φορά κι έναν καιρό (τέλη δεκαετίας του 90) η μπάντα των αδερφών Schmid (Christopher – τραγούδι, Oliver – κιθάρα τα μόνα ιδρυτικά μέλη που παραμένουν στη σύνθεση), οι Lacrimas Profundere ήταν γνωστοί σαν μια σίγουρη πηγή παραγωγής ποιοτικού doom/goth ήχου, μαύρου κι άραχνου στο στυλ των πρώιμων Anathema. Κάποια στιγμή, με σημείο εκκίνησης το Fall, I Will Follow του 2002 τα πρώτα ψήγματα Φιλανδισμού άρχισαν να παρεισφρύουν στη μουσική τους. Το Ave End του 2004 έδωσε ένα ακόμα πιο πειστικό επιχείρημα σε όσους υποστήριζαν ότι η μπάντα πέρναγε πολύ ώρα ακούγοντας φιλανδικές μπάντες. Για να έρθει το φετινό Filthy Notes for Frozen Hearts και να ολοκληρωθεί το έργο. Το album αυτό ακούγεται σαν να έχει ηχογραφηθεί ένα ομιχλώδες πρωινό στα προάστια της Jyvδskylδ. Μάλιστα τα παιδιά υιοθέτησαν και έναν νέο όρο για τη μουσική τους: rock’n’sad (ανάλογος του love metal και του goth’n’roll).
Όσο για τη βασική τους αναφορά, αυτή δεν είναι άλλη από τους συμπαθέστατους 69 Eyes. Σε ορισμένες στιγμές ακόμα και η πιο εξελιγμένη μηχανή ηχητικής αναγνώρισης θα δυσκολευόταν να ξεχωρίσει τη φωνή του Christopher Schmid από αυτή του Jyrki69. Τα πρώτα 4 κομμάτια του album θα μπορούσαν να προέρχονται από τα recording sessions του Blessed Be ή του Paris Kills. Από τα tracks αυτά, ξεχωρίζει το δεύτερο "Again it’s over" αν μη τι άλλο για το συμπαθέστατο ραδιοφωνικό ρεφραίν του. (Please come over me, And do it again, You have to be sinful, My only friend). Το "Short Glance" που ακολουθεί στο No 5, είναι μια καλοδεχούμενη στροφή προς πιο μελαγχολικά μονοπάτια μουσικά και στιχουργικά (A short relation bleeds, And that is what to leave, Hold on and lead a break, Full of tumbling sheets). Για τα επόμενα δύο κομμάτια επιστροφή στη χώρα των χιλίων λιμνών αλλά και συνέχεια στην πρόσφατη τάση της μπάντας να δίνει τίτλους με γυναικεία ονόματα στα τραγούδια της (έτσι μετά το Amber Girl και το Sarah Lou έχουμε το "Sweet Caroline").
Κάπως έτσι, πρέπει η ένδειξη στο CD Player να δείξει track 8 ("An irresistible fault") για ν’ ακούσουμε κάτι που να θυμίζει αμυδρά το heavy/doom παρελθόν. Αλλά η κορυφαία στιγμή του δίσκου έπεται. Και είναι μάλλον το μεθεπόμενο "Sad Theme for A Marriage" με τον ακουστικό, πραγματικά θλιμμένο ήχο του και τους λιγοστούς αλλά κατάλληλους στη διάθεση στίχους του (Just let us die, In our arms again, You can’t believe, What you mean to me). Κομμάτια όπως αυτό και το ομοίου ύφους επίσημο album closer "My Mescaline" δείχνουν μια τέτοια ποιότητα που σε κάνουν ν’ αναρωτιέσαι γιατί οι κύριοι δεν τόλμησαν περισσότερες low-key στιγμές στο album τους. Όχι μόνο για να δικαιολογήσουν το sad του νέου τους “monicker”, αλλά και γιατί όπως καταλαβαίνετε η ποικιλία δεν αποτελεί το πιο δυνατό σημείο του Filthy Notes for Frozen Hearts. Γι’ αυτό και κομμάτια όπως αυτό, που σου προσφέρει πάνω από έξι λεπτά εξαιρετικού επιπέδου Anathema/Paradise Lost δυστυχίας γαρνιρισμένης με τους κατάλληλους στίχους (And you burn my soul down, And create it again, All I did is now wrong, All I wanted is gone), ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες το γάλα. Αν και στην προκειμένη περίπτωση η μύγα είναι πιο γευστική από το γάλα…..
Από κει και πέρα, το bonus track "Shiver" με τα mid-tempo keyboards του γέρνει αρκετά προς Mission μεριά, ενώ το "Should" προσθέτει στην 69 Eyes/Sisters εμμονή μια αλλαγή ρυθμού στη μέση η οποία του προσφέρει κάποια points παραπάνω σε σχέση με τα υπόλοιπα.
Η συνειδητή απόφαση των Γερμανών να αφιερωθούν σχεδόν ολοκληρωτικά στη Φιλανδική κατεύθυνση της μουσικής τους, αφαιρεί οποιαδήποτε ιδέα πρωτοτυπίας, χωρίς να είναι εντελώς σαφές το τι προσθέτει. Ίσως μια σιγουριά του «ξέρω τι θ’ ακούσω πριν το ακούσω ακόμα κι αν μου το ‘χουν πει και τόσοι άλλοι». Αν και υπάρχουν αρκετές ποιοτικές στιγμές, αναμφίβολα
σημάδι της εμπειρίας και της «υποδομής» που η μπάντα έχτιζε τόσα
χρόνια, το album μάλλον προβληματίζει πάνω σ' αυτό που θα
μπορούσε να γίνει σε σχέση με αυτό που έγινε, ίσως
και εκνευρίζει ακόμα, οδηγώντας σε άλλη μια ακρόαση του Blessed Be
ή του Floodland...
Rating: 6 / 10
Τάσος Φράγκου
Fact: Πρέπει να χάσεις κάτι για να καταλάβεις πόσο σου λείπει. Περίπου... Χρειάζεται να βρεθεί και κάτι άλλο στο δρόμο σου, που αναπόφευκτα θα ξυπνήσει τις αναμνήσεις και θα οδηγήσει στην παραπάνω συνειδητοποίηση. Ναι λοιπόν, μου λείπει πολύ το trip-hop των 90s, το αυθεντικά σκοτεινό, λυρικό του συναίσθημα με την μπάσταρδη ηλεκτρονική ψυχή. Οι αισθαντικές γυναικείες φωνές, girly on the outside but with a mature sentiment on the inside. 'Εντυνε όμορφα τις νύχτες...
Και κάτι άλλο που μου λείπει είναι η Lisa. H Lisa Gerrard. Οι Dead Can Dance. Λυπάμαι που δεν είχα την ευκαιρία της αναμονής και στη συνέχεια της ακρόασης μιας ολοκληρωμένης δουλειάς από αυτή Τη Φωνή, παρά μόνο αναδρομικά. (Κάτι που θα συμβεί λίαν συντόμως όπως έμαθα μόλις σήμερα... Ευχάριστη συγκυρία... Fact: Everything happens for a reason?)
Το ομώνυμο ντεπούτο των RAN είναι η πιο πρόσφατη κυκλοφορία της συμπαθέστατης και φιλικότατης για τα ελληνικά σχήματα (Audioplug, Blue Birds Refuse to Fly, Siva Six) ιταλικής Decadence Records και τα δύο μέλη του συγκροτήματος, η Romina (φωνητικά και στίχοι) και ο Giorgio (πλήκτρα και programming) πρέπει να διαθέτουν ένα σεβαστό background για τα ιταλικά underground δεδομένα της περασμένης δεκαετίας, αν ερμηνεύω σωστά το βιογραφικό τους. Επειδή αυτό ενδεχομένως δεν σημαίνει και τίποτα, πάμε καλύτερα στη μουσική τους.
Το εισαγωγικό wonder δεν κρύβει και πολλές εκπλήξεις, ικανοποιώντας τις προσδοκίες ενός τυπικού synthpop track (όπως θα περίμενε κανείς) από άποψη δομής και ενορχήστρωσης και ελάχιστης παραμόρφωσης στα φωνητικά, μέχρι που στα τελευταία δευτερόλεπτα η Romina δίνει ένα hint για το τι ακριβώς μπορεί να κάνει το λαρύγγι της. Και έχει αρκετά μεγάλες δυνατότητες αλλά και χαμαιλεοντικές ικανότητες η φωνή της, είναι η αλήθεια. Από την αιθέρια υφή που αποκτά όταν αγκαλιάζεται από την trippy ambience του anatomy μέχρι τις πολύ γοητευτικές διφωνίες του oxygen που συνδυάζουν τη σταθερή της τραγουδιστική ερμηνεία με Die form οπερετικά... Ακόμα καλύτερα είναι τα foggy και kaliyuga, με τη Romina σε αρτίστικα παιχνιδίσματα (που μας έχει συνηθίσει η Alison Goldfrapp), με υπεροχα γυρίσματα και άλλα treats και τον Giorgio να διανθίζει τους trip-hop ρυθμούς με drums ή να φτιάχνει ενα περιβάλλον Delerium (με ηχώ FLA στο βάθος).
Απο τις πιο προσεγμένες στιγμές του δίσκου τα see-saw και η διασκευή στο the great below των Nine Inch Nails. Παρά την σκοτεινή και υπνωτισμένη του έναρξη, το πρώτο κρύβει ένα δυνατό ντουέτο high pitched synth και ηλεκτρικής κιθάρας και εξελικτική ενορχήστρωση ενώ στο δεύτερο και πάλι τα φωνητικά δίνουν έναν πολύ ιδιαίτερο τόνο, καθώς και αυτά εξελίσσονται από υποχθόνια, secret-sharing σε full throttle. Mαζί τους ξεχωρίζει και το collyrium. H ερμηνεία εδώ δείχνει ξεκάθαρα τις καταβολές και "συμπάθειες" της, σε μια μείξη της δύναμης της Lisa Gerrard με τις ευαισθησίες της Alison Shaw (Cranes) ή και της Anelli Drecker (Bel Canto), strings και effects προσθέτουν όσο βάθος αρμόζει στον ήχο και αυτό το λίγο industrial άγγιγμα. Εκτός συναγωνισμού βγαίνουν τα δύο τελευταία. To call είναι ένας φόρος τιμής, μια ελεγεία, ένα κάλεσμα σε εκείνη τη μυστικιστική γλώσσα και σε συχνότητες που ξεφέυγουν από τα στενά πλαίσια του χωρόχρονου. Και το δίλεπτο άλλα άκρως ατμοσφαιρικό splinters επιβεβαιώνει πως οι Ιταλίδες ψιθυρίζουν υπέροχα.
Πολλά ονόματα είπα παλι μαζεμένα. Mάλλον μου λείπουν νέες, καλές στιγμές από όλους τους παραπάνω... Αλλά υπάρχει και εγγενής λόγος, σε αυτό το κάτι που βρέθηκε. Οι RAN χειρίζονται πολύ καλά ο ένας τις δυνατότητες και τη δουλειά του άλλου και μάλλον έκαναν καλά που βρήκαν ο ένας τον άλλο. Ίσως πέρα από την έμπνευση, είναι και το συνοθήλευμα των επιρροών που ορίζει το τελικό αποτέλεσμα. Αξίζει τον κόπο μιας ακρόασης.
Rating: 7,5 / 10
Μαρία Καραγκούνη
“Καλώς ήρθατε στο ίδρυμα για απείθαρχα βικτωριανά κορίτσια..”
Kαι αν σας είναι κάπως δύσκολο να προσαρμοστείτε, η Εmilie Autumn φρόντισε να συμπεριλάβει στο concept του Opheliac και βιντεάκι με τα 4 πιο σημαντικά μαθήματα, ως προς το στυλιστικό της υπόθεσης δηλαδή...
Εντάξει, καταλαβαίνω ότι οι περισσότεροι που διαβάζετε αυτό το κείμενο αναρωτιέστε ποιά είναι η Emilie Autumn και γιατί να σας ενδιαφέρει πως θα γίνετε “wayward victorian girl”, ειδικά αν δεν είστε καν κορίτσι...Το δίκιο όλο δικό σας, αλλά δεν έβρισκα άλλο πρόλογο και καταλαβαίνω ότι η φράση «απείθαρχο κορίτσι» τραβάει την προσοχή, οπότε...Τώρα που πέτυχα τον σκοπό μου, υπόσχομαι ότι θα προσπαθήσω να μη ξανα-αντιγράψω ανοησίες.
Λοιπόν, η Emilie Autumn είναι βασικά μουσικός, και πολύ καλή μάλιστα. Σπουδές στο βιολί από την τρυφερή ηλικία των τεσσάρων χρόνων, βραβεία σε διαγωνισμούς ταλέντων, 2 δίσκους σε δικιά της εταιρεία, συμμετοχές ως guest στους προσωπικούς δίσκους της Courtney Love και του Billy Corgan, ενδιάμεσα λίγο modeling και fashion design, και τώρα...a gothic Lolita?
Στο περίπου...Ο τίτλος πιθανόν να της αρέσει, αλλά μάλλον αδικεί την 27χρονη Καλιφορνέζα με τα φούξια μαλλιά, τους κορσέδες και τις ερυθρόλευκες καλτσούλες.
Θα μπορούσα να την παρομοιάσω με μια δύστροπη Kate Bush, μια σχιζοφρενή Tori Amos ή μια industrial ( victoriandustrial όπως λέει η ίδια) Vanessa Mae. Ισως λιγότερο αυθεντική, αλλά εξίσου ταλαντούχα και σίγουρα πολύ πολύ πιο όμορφη!
“I’ll tell you the truth, all of my songs are pretty much the fucking same…”
Εδώ αρχίσαμε τα ψέμματα. Εντελώς ξεδιάντροπα, από το δεύτερο κιόλας τραγούδι. 12 ραπίσματα με το δοξάρι για τιμωρία, το άσυλο δεν αστειεύεται ούτε παραπλανείται. Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα.
Στο ‘opheliac" η Emilie Autumn φορτώνει το ηχητικό background με βαριά και θορυβώδη drum machines, χτυπάει με μανία το δοξάρι της στα βιολιά και σκαρώνει ανατριχιαστικές μελωδίες σ’ένα παλιό αραχνιασμένο τσέμπαλο. Στέκεται πεισμωμένη, ξεμπροστιάζει τον ασταθή εσωτερικό της κόσμο και αραδιάζει χωρίς μέτρο συναισθήματα, άλλοτε ουρλιάζοντας σαν δαιμονισμένη, άλλοτε ερμηνεύοντας σαν πληγωμένη σειρήνα και άλλοτε απαγγέλοντας αυστηρά και θυμωμένα.
Η ορμή και η παράνοια του ‘opheliac’ θα σπάσει στη γλυκιά ποπ μονοτονία του “swallow”, η απογοήτευση του “liar” θα βρει καταφύγιο στην απολογητική και μοναδική ερμηνεία του “the art of suicide”, η αγχωμένη electro αναζήτηση στο “I want my innocence back” θα καταλήξει στην απρόσμενα θεατρική έκρηξη του υπέροχου “Misery loves company” και το παιχνίδι με τα συναισθήματα τραβάει μακριά...Δεν σταματάει ούτε στο κολλημένο music-box του “gothic Lolita” (I’m your worst nightmare, now scream!), ούτε στους noise πειραματισμούς του τρομακτικού “I know where you sleep” . Δεν βρίσκει διέξοδο, ούτε λύτρωση. Η Εμιλυ θα φωνάξει ένα παγωμένο ‘Don’t waste my time!!!” και θα χαθεί στη σιωπή. Και πίσω στο ίδρυμα για απείθαρχα βικτωριανά κορίτσια...
At what point does Shakespeare say about bows and hammers and stockings and smudged mascara?
Excellent!
Rating: 8,2 / 10
Κώστας Μπρέλλας
deluxe edition bonus cd:
01. Dominant / 02. 306 / 03. Thank God I'm Pretty / 04. Marry Me / 05. Bach : Largo For Violin / 06. Poem : How To Break A Heart / 07. Poem : Ghost / 08. Poem : At What Point Does A Shakespeare Say / 09. Live Concert Clips ( Video ) / 10. Inside The Asylum : Lesson In Being A Wayward Victorian Girl ( Video )
Peeping Tom - Peeping Tom
Five Seconds (Feat. Odd Nosdam)
/ Mojo (Feat. Rahzel and Dan The Automator)
/ Don't Even Trip (Feat. Amon Tobin)
/ Getaway (Feat. Kool Keith)
/ Your Neighborhood Spaceman (Feat. Jel and Odd Nosdam)
/ Kill The DJ (Feat. Massive Attack)
/ Caipirinha (Feat. Bebel Gilberto)
/ Celebrity Death Match (Feat. Kid Koala)
/ How U Feelin? (Feat. Doseone)
/ Sucker (Feat. Norah Jones)
/ We're Not Alone (Remix) (Feat. Dub Trio)
Ipecac Recordings(Soulfood)
/ May 2006
18 χρόνια πριν, κάπου στο Σαν Φρανσίσκο μια μάλλον άσημη underground μπάντα με το όνομα Faith No More, απέλυε τον τραγουδιστή της Chuck Mosely και έδινε μια ευκαιρία στον φοιτητή του Humboldt State University και αρχηγό της ακόμα πιο underground μπάντας Mr. Bungle, Mike Patton. Τα υπόλοιπα όπως λένε, είναι ιστορία. Ο Patton συνέβαλε τα μέγιστα έτσι ώστε η μπάντα από την Bay Area να γίνει διάσημη σε όλο τον κόσμο με τη φωνή του και τη χαρισματική του παρουσία ως frontman, κατόπιν κυριάρχησε στο στυλ και τον τρόπο λειτουργίας της μπάντας οδηγώντας τη σε πιο avant guard μονοπάτια, ενώ ταυτόχρονα κράτησε ζωντανούς τους Mr. Bungle οι οποίοι καταχωρήθηκαν σαν μια από τις πιο περίεργες και διεστραμμένες μπάντες που πέρασαν από τη μουσική.
Όταν οι κύκλοι των συγκροτημάτων αυτών έκλεισαν ο Patton συνέχισε την ιδιότυπη πορεία του και καθιερώθηκε ως ένα είδος avant-guard ιδιοφυΐας δημιουργώντας την εταιρία Ipecac Records και συμμετέχοντας σε πάμπολλα projects και συνεργασίες (Fantomas, Tomahawk, συνεργασίες με Dillinger Escape Plan, The Melvins, Sepultura, Kool Keith, John Zorn κτλ κτλ κτλ). Το χαρακτηριστικό της μουσικής που παρήγαγε ήταν πάντα η πρωτοτυπία της. Μακριά από τις εμπορικές φόρμες και μορφές, έκανε γενικώς όλ’ αυτά τα χρόνια, ό,τι ήθελε και τις περισσότερες φορές αυτό ήταν σπουδαίο. Οι Peeping Tom λοιπόν είναι το νέο του project. Παίρνοντας το όνομά τους από την ομώνυμη cult ταινία του Mike Powell, έκαναν σίγουρα τους οπαδούς του Patton να αναρωτιόνται τι περίεργο πιάτο τους έχει ετοιμάσει ο φίλτατος Mike μετά την cartoon music του τελευταίου album των Fantomas.
Και φυσικά για άλλη μια φορά δεν τους απογοήτευσε. Όχι όμως με τον τρόπο που περίμεναν. Σε σχέση με την παραγωγή του, το Peeping Tom διατηρεί τις ριζοσπαστικές συνήθειες του δημιουργού του. Κάθε τραγούδι έχει ηχογραφηθεί με τη συνεργασία κάποιου άλλου καλλιτέχνη (την πλήρη λίστα μπορείτε να τη δείτε στην αναφορά των κομματιών). Η διαδικασία της ηχογράφησης κράτησε 6 χρόνια, ο Patton δεν συνάντησε κανέναν από αυτούς με τους οποίους συνεργάστηκε, όλες η ανταλλαγές ιδεών και μουσικής έγιναν μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Οι Peeping Tom δεν νομίζω ότι μπορούν να ονομαστούν καν «συγκρότημα» καθώς είναι απλά μια ιδέα, ένα project ενός ανθρώπου (αν και ο Patton μάζεψε κάποιους μουσικούς και περιοδεύει αυτόν τον καιρό στην Αμερική). Μέχρι εδώ όλα ακούγονται αρκετά πρωτότυπα και αντιεμπορικά. Εκεί όμως που γίνεται η μεγάλη έκπληξη είναι στη μουσική.
Αυτή, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Patton είναι «η δική μου εκδοχή της pop μουσικής. Δεν ακούω ραδιόφωνο αλλά αν το έκανα αυτό θα ήθελα να άκουγα. Προσπάθησα να κρατήσω πειθαρχία και να εφαρμόσω όλα όσα έμαθα αυτά τα χρόνια σε μια pop μορφή».Και ακριβώς αυτό έκανε. Η πραγματική έκπληξη του album είναι το πόσο φυσιολογικό είναι. Εδώ δεν έχουμε ούτε περίεργα φωνητικά, ούτε ακραίους πειραματισμούς τύπου μίξη jazz με death metal, ούτε grindcore εκδόσεις γνωστών κινηματογραφικών μουσικών, εδώ έχουμε απλά, *pop*.
Αν και η αρχή με το Five Seconds, το οποίο μοιάζει ένα τραγούδι που έμεινε τελευταία στιγμή έξω από το “Angel Dust”, δεν σε προδιαθέτει για κάτι τέτοιο, η συνέχεια είναι άκρως poppy. Το Mojo που ακολουθεί είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα pop-rock με εξαιρετικά πιασάρικο refrain και μια ατμόσφαιρα που μας γυρίζει στην εποχή του Evidence. Στο Don’t Even Trip οι κιθάρες εξαφανίζονται τελείως και αυτό που μένει είναι ένα ατμοσφαιρικό soul-industrial κάτι σαν πιο groovy Depeche Mode. Οι εκπλήξεις συνεχίζονται με το Getaway που ουσιαστικά είναι ένα Hip-Hop τραγούδι με τον Patton να εμφανίζεται μόνο στο refrain και το Caipirinha που ακούγεται σαν Βραζιλιάνικη εκδοχή των Massive Attack.
Οι ίδιοι οι Massive Attack κάνουν την εμφάνιση τους στο Kill the DJ με το αποτέλεσμα να ακούγεται σαν ατμοσφαιρικότεροι Linkin Park με τον Patton στα φωνητικά. Ορισμένα κομμάτια όπως το Your Neighborhood Spaceman και το How U Feelin’ είναι πολύ κλασσική pop-soul σαν κι’ αυτή με την οποία είναι πλημμυρισμένες οι αμερικανικές ραδιοφωνικές εκπομπές, αν και ο Patton πάντα προσπαθεί πάντα να κάνει τα πράγματα ενδιαφέροντα και μερικές φορές τα καταφέρνει. Όπως στο Celebrity Death Match με τις αλλαγές των heavy beats και την σχεδόν Trip-Hop ατμόσφαιρά του. Το Sucker είναι αρκετά ρυθμικό και jazzy ενώ γίνεται από μόνο του ενδιαφέρον όταν ακούς τη Nora Jones να τραγουδάει so keep it, in your pants, boy , sucker , sucker , what makes you think your my only , lover , the truth kinda hurts dont it , mother - f***er? (!). Το album κλείνει με το We ‘re not alone (Remix) στο οποίο ο Patton αφήνεται τελικά ελεύθερος να κάνει τα δικά του δίνοντας την πιο fucked up στιγμή του album, την πιο κοντινή στο ένδοξο παρελθόν του.
Στιχουργικά η γνωστή ειρωνεία του Mike είναι πανταχού παρούσα καθώς τον ακούμε να φωνάζει Play Me στο Kill the DJ και να εκφράζει στο Caipinha το παράπονο του αμερικάνου που είναι μέσα στην παγωνιά (But here I am, freezing cold, shovling snow), ενώ θα ήθελε να «ήταν εκεί» (I wish I was there) όπως μας πληροφορεί αρκετές φορές στο ρεφραιν (υπονοώντας προφανώς τη βραζιλιάνικη άμμο). Το Celebrity Death Match είναι ένα ερωτικό τραγούδι με Patton-ικούς στίχους το οποίο μας δίνει αποφθέγματα του τύπου I roll over to touch you, and see a horses head How did I arouse you with kianu’s face ή How do you entice me beyond six face? And when you slice and dice me , It's like will and grace, και παρακάτω And how you victimzed me like R Kelly's face (!!).
Πάντως παρά δηλώσεις όπως And i know that arseholes grow on trees but i'm here to trim the leaves and i'm afraid daddy you're still my friend and you're just a piece of shit στο Don’t Even Trip και η ειρωνεία μένει σε χαμηλά επίπεδα (πράγμα που ίσως την κάνει και πιο αποτελεσματική). Δηλαδή μην περιμένετε λεκτικές πιρουέτες στυλ Cuckoo for Caca ή The Girls of Porn εδώ.
Συμπερασματικά θα έλεγα ότι η όλη προσπάθεια συνάδει με την προσωπικότητα του Patton και το ρόλο του ως underground guru. Η μουσική είναι εμπορική, είναι πιασάρικη, είναι pop, αλλά μην περιμένετε εκατομμύρια πωλήσεις και Grammy υποψηφιότητες. Tο album έφτασε μέχρι το νούμερο 103 στα charts του Billboard όποτε δεν νομίζω ότι μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι ο Mike ξεπουλήθηκε με την κυκλοφορία αυτή. Το βασικό μειονέκτημα του, λοιπόν δεν είναι η ακραιφνής εμπορικότητα αλλά μάλλον η έλλειψη ομοιογένειας, πράγμα λογικό αν σκεφτούμε τον τρόπο που δημιουργήθηκε (αν και αυτή η έλλειψη δεν είναι τόσο μεγάλη όσο θα περίμενε κανείς). Και βέβαια το σημαντικότερο του στοιχείο είναι η μουσική του αυτή καθεαυτή, που για κάποιους ίσως αποτελέσει επίσης μειονέκτημα.
Δε γνωρίζω τη σχέση του καθενός με τη «ραδιοφωνική μουσική», αλλά να ξέρετε ότι το Peeping Tom αυτό προσφέρει. Έστω κι αν είναι σίγουρα πιο ενδιαφέρον από την Christina Aguilera δεν παύει να είναι μίλια μακριά από το dada-metal των Fantomas ή το Alternative Metal των Tomahawk για να μην πάμε πιο πίσω στο όλα-μέσα-core των Mr. Bungle. Πιθανώς λοιπόν να σας ξενίσει ή να σας «ξενερώσει». Ή να το θεωρήσετε ένα ευχάριστο διάλειμμα ανάμεσα σε όλες αυτές τις bizarre καταστάσεις, απόδειξη της ποικιλομορφίας και τις εφευρετικότητας του κυρίου Mike Patton.
Rating: 6,2 / 10
Τάσος Φράγκου
Kasabian - Empire
1. Empire / 2. Shoot The Runner / 3. Last Trip [In Flight] / 4. Me Plus
One / 5. Sun Rise Light Flies / 6. Apnoea / 7. Be My Side / 8. Stuntman
/ 9. Seek And Destroy / 10. British Legion / 11. Doberman
RCA / 19 September 2006
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο μεγαλύτερος
εχθρός που είχε να αντιμετωπίσει η η δισκογραφική επαναδραστηριοποίηση
των Kasabian ήταν το εχθρικό κλίμα που δημιούργησε η ίδια η συμπεριφορά
της μπάντας. Συγκρινόμενοι με την αυτοκαταστροφική μεγαλοστομία των
Oasis (τους οποίους διόλου τυχαία θεωρούν ινδάλματά τους), οι δηλώσεις
των μελών των Kasabian στο Uncut περί σύγκρισης του νέου δίσκου τους με
αντίστοιχα αριστουργήματα των Led Zeppelin και των Rolling Stones, και
οι απαξιωτικές δηλώσεις τους για πλήθος καλλιτεχνών, από τον Julian
Casablancas και τον Pete Doherty μέχρι τους Automatic και τους Test
Icicles, μπορεί να έστρεψαν τα φώτα της δημοσιότητας αρχικά στο πρόσωπό
τους, ουσιαστικά όμως υπερκάλυψαν κάθε αποστασιοποιημένη προσέγγιση στο
καινούριο υλικό τους.
Αν και το Empire ανήκει στην κατηγορία των δίσκων που δύσκολα θα αφήσει
κάποιους ασυγκίνητους, διχάζοντας το κοινό σε πολέμιους και
υποστηρικτές, η αλήθεια είναι ότι δεν είναι καν ένας κακός δίσκος.
Μπορεί η εγωκεντρική συμπεριφορά της μπάντας, που πήρε το όνομα της από
την Linda Kasabian (μέλος της κοινότητας του Charles Manson), να
προκαταβάλει αρνητικά και να τοποθετεί υψηλά τις προσδοκίες των οπαδών
τους, υπερτονίζοντας στην ουσία τις αδυναμίες του δίσκου, υπάρχουν όμως
αναμφίβολα ορισμένες αρκετά ενδιαφέρουσες στιγμές στις έντεκα συνθέσεις
που φέρνει στην επιφάνεια.
Το δεύτερο δισκογραφικό πέταγμα τους
μπορεί να απομακρύνεται από το ανώριμο παιχνιδιάρικο ιδίωμα του πρώτου
δίσκου τους, αφήνει όμως αυθεντικές αποδείξεις του μουσικού ταλέντου
τους. Για πρώτη φορά το κεντρικό ηχητικό τους σύνθημα ταλαντεύεται στο
ψυχεδελικό glam rock των ‘70's, πασπαλισμένο με την αστραφτερή
ασημόσκονη του Gary Glitter, ή όπως περιγράφουν οι ίδιοι οι Kasabian ο
ήχος τους μοιάζει σαν o "Marc Bolan is smoking crack with Doctor Who".
Δίχως να αποβάλλουν εντελώς τον πειραματισμό με τα keyboards και τις
κιθάρες (ιδίως στο εξαιρετικό «By My Side» και το «Stuntman»), που
πρώτοι τόλμησαν οι Primal Scream, οι Kasabian καταφέρνουν να
ομογενοποίησουν τις ετερόκλητες επιρροές τους, υπογράφοντας τα
ενδιαφέροντα εν δυνάμει singles «Empire» και «Shoot The Runner».
Η ψυχεδελική προσέγγιση τους μπορεί να προσγειώνεται ανώμαλα στο
«Αpnoea», απόδειξη ότι η μπάντα έχει αρκετό δρόμο να διανύσει για να
μπορεί να αυτοτοποθετείται στο πάνθεον των σύγχρονων μουσικών ηρώων, το
καταληκτικό όμως «Doberman» που μας αποχαιρετά (ένα πομπώδες
Morricone-ικό συνονθύλλευμα που πνίγεται σε λυτρωτικά πνευστά) είναι
τόσο ιδιοφυές, που σκορπά ακόμα μεγαλύτερες προσδοκίες για τον επόμενο
δισκογραφικό σταθμό τους.
Αν και δύσκολα μπορεί κάποιος να προβλέψει την εμπορική και
καλλιτεχνική μετεξέλιξη των αυτοκαταστροφικών Kasabian (εξάλλου μπορεί
και οι Oasis να είχαν μια εντελώς διαφορετική αναγνώριση, αν δεν
υιοθετούσαν την bully συμπεριφορά τους), και δύσκολα μπορεί κανείς να
προεξοφλήσει το επόμενο μουσικό τους στοίχημα, οφείλει πάντως να τους
αναγνωρίσει την τόλμη να εγκαταλείψουν τις ασφαλείς (εμπορικά) εκρήξεις
του άνισου πρώτου δίσκου τους και την προκλητική αυθάδεια του Empire
που προσκαλεί τους πάντες να το αγαπήσουν ή να το απορρίψουν.
Rating: 8 / 10
Βασίλης Παπαευσταθίου
comments & discussion
Nick Cave & Warren Ellis - The Proposition (Original Soundtrack)
1. Happy land
/ 2. The proposition
/ 3. Road to Banyon
/ 4. Down to the valley
/ 5. Moan thing
/ 6. The rider #1
/ 7. Martha's dream
/ 8. Gun thing
/ 9. Queenie's suite
/ 10. The rider #2
/ 11. The proposition #2
/ 12. Sad violin thing
/ 13. The rider #3
/ 14. The proposition #3
/ 15. The rider song
/ 16. Clean hands, dirty hands
Mute Records
/ 3 March 2006
...Ας αρχίσουμε λίγο ανάποδα : ποιος δίσκος του Nick Cave δεν
είναι soundtrack; Ή ακόμα καλύτερα, ποιο τραγούδι δε θα το καταβρόχθιζε
ο κάθε ψαγμένος σινεφίλ αν αυτό έμπαινε σε μια μηχανή προβολής μιας
κινηματογραφικής αίθουσας; Γιατί σε όλα ο κύριος Cave ζωντανεύει
αφύσικα ανθρώπινους χαρακτήρες, και τους ρίχνει σε ανθρώπινα ακραίες
καταστάσεις...Μια φρενήρης ερωτική εξομολόγηση, μια συνηθισμένη στυγνή
δολοφονία, μια μεθυσμένη ικεσία, μια θανατική καταδίκη όλα ιστορίες με
νικητές και νικημένους ήρωες που θα απαιτούσαν τις πιο αληθινές και
δυνατές ερμηνείες από τους επίδοξους αντίστοιχους ηθοποιούς. Πάνω
απ'όλα αυθορμητισμός και μια σχεδόν θεατρική αντιμετώπιση προς τους
«πρωταγωνιστές» που μπορεί να είναι αγάπη, μίσος, ειρωνεία, συμπόνια...
Έχοντας όλα αυτά στο μυαλό του ο John Hillcoat, που πάλευε για καιρό με
την ιδέα να φτιάξει μια ταινία με φόντο το σκληρό πρόσωπο της
αυστραλέζικης ερήμου, πρότεινε στο Nick Cave να γράψει το σενάριο. Οι
δυο τους είχαν συνεργαστεί αρκετά χρόνια πριν για το σενάριο μιας ακόμα
ταινίας, του ‘Ghosts ... Of The Civil Dead'.
King Ink took his pen...και μετά από 3 εβδομάδες συγγραφής προδίδει τον
τρόπο με τον οποίο έφτασε στη γέννηση του The Proposition, και
επιβεβαιώνει θριαμβευτικά την αυθεντική σχέση των διαδικασιών της
συγγραφής σεναρίου και της δημιουργίας τραγουδιών.
...it was just this joy to be able to lie in bed at night after writing
your 10 pages or whatever and think: What can I have these characters
do now and I could make them do whatever I wanted them to do...
Προς το παρόν δεν υπάρχει η δυνατότητα να ικανοποιήσουμε τη μεγάλη
περιέργειά μας για το πώς μπορεί να είναι αυτή η ταινία. Και η
διαδικασία του να μαντεύεις την "ταινία" από το "soundtrack" που
γινόταν με τους προηγούμενους δίσκους του Cave, αυτή τη φορά αλλάζει,
μιας και τα δύο είναι υπαρκτά και με συγκεκριμένους ρόλους. Και πρώτα
απ'όλα οι μουσικοί. O Nick Cave υπογράφει τη μουσική της ταινίας μαζί
με τον υπέροχο Warren Ellis, με το μοναδικό ταλέντο του τελευταίου να
ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τον ήχο του δίσκου. Οι δυο τους
αναλαμβάνουν να φτιάξουν μουσική μέσα στην αντίθεση της ελευθερίας που
τους παρέχει η απουσία ενός μεγαλύτερου σχήματος μουσικών και των
στενών ορίων που δημιουργεί η επένδυση έτοιμων κινηματογραφικών
σκηνών... Κατά δεύτερον, όταν έχεις να κάνεις με ένα soundtrack
ταινίας, προστίθεται ένα -πολύ απροσδιόριστο κατά τη γνώμη μου-
κριτήριο το οποίο σχετίζεται με το αν πετυχαίνει να συνοδεύσει τις
στιγμές και τη ροή του έργου. Αυτή η πρόκληση δίνει έναν τόσο
αποκλειστικό λειτουργικό ρόλο στη μουσική που ακυρώνει την αυτοτέλειά
της. Αλλά το εν λόγω δισκάκι με τη σειρά του, αποδεικνύει πως μπορεί να
σταθεί από μόνο του ανεπηρέαστο από προσχεδιασμένες εικόνες και ικανό
να δημιουργήσει νέες και διαφορετικές. Η ταινία άλλωστε μιλά για την
ανθρώπινη σκληρότητα και την απόγνωση σε μια γεωγραφική και
συναισθηματική έρημο... κι όλα αυτά έχουν να δείξουν πολλά πρόσωπα.
Το The Proposition είναι σκοτεινό, αργόσυρτο με κομμάτια που
χαρακτηρίζονται από country μινιμαλισμό, επαναλήψεις θεμάτων, loops
κυρίως απ'τα έγχορδα του Ellis τα οποία δίνουν και το κυρίαρχο χρώμα,
διακριτικά κρουστά και γαλήνιες παρεμβάσεις απ'το πιάνο του Cave. Ο
ίδιος, κυριολεκτικά στοιχειώνει τα κομμάτια που περιέχουν φωνητικά,
είτε ψιθυρίζει (the rider #2), είτε ...θρηνώντας (the moan thing), είτε τραγουδώντας με ήρεμη βαθειά φωνή βγαλμένη κατευθείαν απ'το the Lyre of Orpheus (the rider song).
Υπάρχουν μέρη σ'αυτό το δίσκο όπου μπορείς να αναζητήσεις και να
ανακαλύψεις μοναδική ομορφιά... που συνεχώς παραπέμπουν σε εικόνες και
αισθήσεις που αποκαλύπτει η φύση ...και ίσως αυτή να είναι η περιγραφή
που του ταιριάζει περισσότερο. Τα Proposition #1,2,3 αποτελούν
παραλλαγές μιας υποβλητικά μελαγχολικής μελωδίας... ίσως το αντίστοιχο
moan thing για το βιολί του Ellis... ενώ η απαγγελία του the Rider στις
επίσης 3 παραλλαγές της, καταλήγει να γίνει το μικρό διαμάντι του
δίσκου στο the Rider song,με υπέροχη μελωδία και μοναχική αισιόδοξη αίσθηση. Το Martha's Dream
ξεκινά προδίδοντας ένα σκηνικό τρόμου και καταλήγει με μια σχεδόν
κλασσική ατμόσφαιρα από βιολιά, αταίριαστα... συμβατικά
κινηματογραφικό. Το τελευταίο, το Clean Hands.Dirty Hands, είναι ένας χορός της ερήμου, σαν τη μοναδική προσευχή που μπορεί να χωρέσει σε ένα τέτοιο σκηνικό.
Τι μένει απ'όλα αυτά... Η αίσθηση από ένα μοναχικό, όχι και τόσο
ακίνδυνο ταξίδι σε ένα μαγευτικό τοπίο με βαθειά υποτονικά χρώματα.
Κομμάτια που είτε τα χαρακτηρίσει κανείς ως ενδιαφέρουσες
μισοτελειωμένες ιδέες είτε ως τρόπους διακριτικής υπογράμμισης της
σιωπής, αποτελούν ένα ευέλικτο σύνολο, που μπορεί να μοιάζει
ολοκληρωμένο και χωρίς να συνοδεύεται από τις σκηνές τις οποίες
σκοπεύει να ολοκληρώνει. Αλλά το πιο όμορφο στοιχείο του είναι η αργή
αποκάλυψη κρυμμένων στιγμών και συναισθημάτων.. νοιώθει κανείς ότι
παίρνει μέρος σε μια ιδιαίτερη ιεροτελεστία όπου οι ανθρώπινοι
χαρακτήρες απλά περιμένουν να αποκαλυφθούν και να κινηθούν τα νήματά
τους από τη φαντασία του καθενός.
Rating: 8,2 / 10
Βαγγέλης Γιαννακόπουλος
Pages