Mikro - Restart
1. Όπου και να 'μαι / 2. Αυτή η πόλη / 3. Restart / 4. Lullabies / 5. Σκότωσε με / 6. Fashion Everywhere / 7. Treasure in your heart / 8. Καληνύχτα / 9. Τόκιο-Ρώμη / 10. Danger Zone / 11. Να γελάς / 12. Κοίτα ψηλά / 13. Σφαίρα στον ουρανό / 14. Απογειώνομαι
Undo Records / 10 July 2007
Καλοκαίρι
μου θέλατε… Αν τώρα που κάθεστε μπροστά στην οθόνη, και κάνοντας στροφή 180˚ (ή
όσο θέλετε, δεν αλλάζει και τίποτα) βλέπετε τον τοίχο που βλέπατε όλη τη
χρονιά… καλές βουτιές. Η ζέστη σταμάτησε να κάνει πλάκα, πλέον μας μισεί
επισήμως, και το συνηθισμένο αστικό καλοκαίρι που έγινε κανόνας συνεχίζει να
σπαταλάει το χρόνο μας. Οι αραιοντυμένες θελκτικές υπάρξεις της παραλίας δε
ζωντανεύουν στην οθόνη, όπως στις διαφημίσεις της τηλεόρασης, έχω δοκιμάσει
κάθε πιθανό συνδυασμό στο πληκτρολόγιο, αφήστε το. Ε ναι, η φαντασία σε μια
τέτοια φάση οργιάζει, και μάλλον είναι απ’τα λίγα καλά πράγματα που συμβαίνουν.
Γι’αυτό και όποιος φαν της ηλεκτρονικής pop καταφέρει να δει το πολύχρωμο
εξώφυλλο της συσκευασίας του Restart των Μικρο ως εισιτήριο για ένα μαγικό καλοκαιρινό ταξίδι, ή έστω μια
πραγματικά δροσιστική διέξοδο απ’τις εντελώς καμένες μέρες, μπορεί να ξεχάσει
εύκολα όλες τις παραπάνω μιζέριες. Αφήστε εκτός τειχών τις θερμόπληκτες σκέψεις
της εποχής, δροσίστε λίγο παραπάνω την ταλαιπωρημένη φαντασία… α,και πατήστε restart.
Το
καλοκαίρι των Μικρο συνεχίζεται. Δηλαδή μια εποχή που δεν προσφέρεται για
πειραματισμούς, και όπου οι πολλοί προβληματισμοί έχουν μπει στην άκρη. Προέχει
να συνεχιστεί η ανεβασμένη διάθεση και ο χορός των διαπλανητικών party που ξεκίνησαν απ’τον πλανήτη happy και στήνονται με έναν όμορφο
συνδυασμό τεχνολογίας και εικόνων. Αυτό ξέρουν να κάνουν καλύτερα, και σ’αυτό
συνεχίζουν να βασίζονται για να μας ταξιδέψουν στο κόσμο τους.
Βέβαια εδώ
χωράνε κάποια παράπονα ή καλύτερα ενστάσεις, μιας και σε μια εποχή που τα
ελληνικά group ανάλογου ήχου έχουν αρχίσει να νιώθουν μεγαλύτερη άνεση να ψάξουν σε
παρελθόν και μέλλον για να ικανοποιήσουν τη μουσική τους δίψα, οι Μικρο
μοιάζουν να συνεχίζουν σχεδόν όπως ξεκίνησαν. Σίγουρα ευθύνονται κατά ένα
μεγάλο μέρος για το αυξανόμενο ενδιαφέρον του κόσμου για τις εγχώριες δουλειές
όσον αφορά την ηλεκτρονική μουσική, με το ύφος και την ποιότητα κάθε παραγωγής
τους. Τα πράγματα όμως προχώρησαν. Ο λίγος χώρος για κιθάρες στο 180˚ και η electronica διάθεση του E-mail έμειναν μετέωρα, ίσως άτολμα βήματα
προς κάτι διαφορετικό. Αλλά απ’την άλλη…είναι pop μουσική. Χώρια που δείχνει
ξεχωριστή σιγουριά και πίστη σε κάτι εντελώς δικό τους,και αυτό όσο να ‘ναι το
σέβεσαι και σε κάνει να προσπαθήσεις περισσότερο να το καταλάβεις.
Τελοσπάντων
περνά το εγκεφαλικά νεκρό καλοκαιρινό μεσημέρι των προβληματισμών , είναι ώρα
για να ξεκινήσει το αναμενόμενο party. Και επειδή και ο πιο άμπαλος dj ξέρει ότι η αρχή είναι το ήμισυ του
παντός, το Restart αρχίζει να ξεδιπλώνει τις χάρες του απ’το πρώτο κιόλας
κομμάτι. Το Όπου και να’μαι ξεκινά δυνατά, με synthpop χορευτικούς προσανατολισμούς, με το
ρεφραίν να κυλά πάνω σε μια πολύ γλυκιά μελωδία, και στίχους που – κάπως το
καταφέρνουν πάντα σε τέτοιου είδους κομμάτια- στροβιλίζονται εντυπωσιακά στο
ρυθμό. Απ’αυτά που θέλουμε να ακούμε σε ένα δίσκο των Μικρο. Μια πολύ όμορφη
στιγμή του δίσκου είναι το Αυτή η πόλη που ακολουθεί. Τα
φωνητικά και οι στίχοι εδώ ανήκουν στο Νίκο Μπιτζένη. Μουσικά το ύφος δε
μεταβάλλεται αλλά σε συνδυασμό με τους στίχους, φτιάχνεται μια μελαγχολική
αναπόληση σε μια παλιά γιορτινή ατμόσφαιρα στην πόλη που χορεύανε όλοι. Μου θύμισε λίγο τα νυχτερινά αστικά τοπία που
διαγράφονται απ’τις ιδιόμορφες μπαλάντες των Στερεο Νοβα… σε μια δομή
προσαρμοσμένη στο πιο ανάλαφρο ύφος των Μικρο. Όπως και να ‘χει, είναι μια
ιδιαίτερη και συγκινητική στάση στο ταξίδι του Restart.
Η βασική
διαφορά του συγκεκριμένου δίσκου είναι ότι περιλαμβάνει 5 αγγλόφωνα κομμάτια.
Προσωπικά βρίσκω επιτυχημένη την προσπάθεια, όχι μόνο για το ότι οι στίχοι και
τα φωνητικά στέκονται και ταιριάζουν μια χαρά,αλλα και γιατί φαίνεται πως τα
κομμάτια αυτά άνοιξαν λίγο το μουσικό ορίζοντα του Restart. Το ομώνυμο είναι ένας ρετρό electro-pop σαρκασμός για τις ιντερνετ-ικές
σχέσεις (βλέπε myspace), ενώ το Lullabies, φέρνει κάτι απ’τον ανάλαφρο
ρυθμικό αέρα των Hooverphonic. Το Fashion everywhere θα ‘χει εκείνο το video όπου κάποια fashion victim νεαρή θα ξεσηκώνει ασταμάτητα τα e-καταστήματα ρούχων και τα click της θα ακολουθούν με μανία τις trendy υποδείξεις των αμέτρητων link. Το Treasure in your heart είναι άλλη μια πολύ ευαίσθητη
στιγμή, που θυμίζει ρομαντικές synthpop συνθέσεις της προηγούμενης
δεκαετίας τις οποίες ίσως βιαστήκαμε να εγκαταλείψουμε. Νομίζω ότι είναι απ’τα
πιο ωραία, ατμοσφαιρικά φωνητικά της Ρίας σ’αυτό το δίσκο. Γενικότερα, υπάρχει
η κλασσική ένσταση προς τις δυνατότητες της φωνής της, αλλά οι Μικρο αν μη τι
άλλο είναι μια καλή παρέα, και οι παρέες στη μουσική είναι πολύ ωραίο πράγμα
οπότε συνεχίζουμε. Στίχους στα αγγλικά έχει και το Danger Zone, με πιο σκληρό ήχο και αργό ρυθμό,
προσθέτοντας τους Goldfrapp στο εντυπωσιακό σύνολο των επιρροών.
Λίγο άκομψη
η συνολική παρουσίαση των αγγλόφωνων κομματιών μαζί, αλλά νομίζω πως είναι πολύ
ενδιαφέρουσα προσθήκη…αν και δεν ξέρω κατά πόσο λειτουργεί η εναλλαγή τους με
τον ελληνικό στίχο. Προσωπικά, απλά με έκανε να περιμένω με λίγο περισσότερο
ενδιαφέρον μια αμιγώς αγγλόφωνη δουλειά απ’τους Μικρο.
Το Σκότωσέ
με είναι το αντίστοιχο «η σειρά σου» , «δε σε φοβάμαι» δηλαδή ρυθμικά
«επίπεδα» φωνητικά από το Νίκο, και ξέσπασμα σε δυνατό ρεφραίν. Η συναυλιακή
«στιγμή του» δηλαδή. Τα Καληνύχτα και Τόκιο-Ρώμη, είναι dance, αρκετά mainstream, δημιουργίες , το πρώτο πιο
δυναμικό το δεύτερο σε πιο μονότονο ρυθμό.
Ενδιαφέρον ακόμα έχουν τα ραπ φωνητικά και η …βιασύνη στο Να
γελάς, όπως και ο σκοτεινός πειραματισμός του Σφαίρα στον Ουρανό.
Ο δίσκος
κλείνει με την ήρεμη ματιά στο φοβισμένο γύρω κόσμο με την ευαισθησία που
προσδίδει η κιθάρα και οι στίχοι, στο ατμοσφαιρικό Απογειώνομαι.
Το να
ζητήσει κανείς πρωτοτυπία και μοναδικότητα απ’το Restart θα ήταν άδικο. Τα κομμάτια έχουν
φτιαχτεί γι’αυτό ακριβώς που το καθένα εμπνέει στο πρώτο άκουσμα : χορό,
ονειροπόληση, εκτόνωση. Είναι ο τρόπος που αφήνει χώρο στο προσωπικό στοιχείο
του κάθε ακροατή, καλείται να επιστρατευτούν οι εμπειρίες και η συναισθηματική
φόρτιση του καθένα μας για να λειτουργήσει. Μουσικά, και σ’αυτό το δίσκο
υπάρχει μια μικρή διαφοροποίηση, όπως ο αγγλικός στίχος ή ο πιο ψαγμένος
ηλεκτρονικός ήχος, αλλά τα πιο όμορφα κομμάτια συνεχίζουν να είναι οι
χορευτικές ελαφρώς μελαγχολικά αφαιρετικές συνθέσεις τους. Άλλωστε είπαμε, δεν
είναι ώρα για εκπλήξεις. Τι καλύτερο απ’τη λάμψη μερικών αυθεντικών pop κομματιών, ικανών να φωτίσουν με
γνώριμο τρόπο καινούργιες ή παλιές διαδρομές;
Restart!
Rating: 7,2 / 10
Βαγγέλης Γιαννακόπουλος
comments & discussion
Cold War Kids - Robbers & Cowards
1. We Used To Vacation / 2. Hang Me Up To Dry / 3. Tell Me In The Morning / 4. Hair Down / 5. Passing The Hat / 6. Saint John / 7. Robbers / 8. Hospital Beds / 9. Pregnant / 10. Red Wine, Success! / 11. God Make Up Your Mind / 12. Rubidoux
V2 / February 2007
Υπάρχουν δίσκοι που αγαπάς με το
πρώτο κιόλας άκουσμα, που μέρα με τη μέρα δένεσαι πιο πολύ μαζί τους και
τσαντίζεσαι με την πρώτη τους γρατζουνιά, κι όμως στο τέλος καταλήγουν στο ράφι
είτε γιατί πολύ απλά τους βαρέθηκες είτε γιατί δεν αντέχεις τον καταιγισμό των
συναισθημάτων που σου προκαλούν. Και στ'αλήθεια το ''robbers n' cowards'' έχει τη δύναμη να πυροδοτεί ατέρμονες σκέψεις
και να δημιουργεί άφθονα συναισθήματα σε βαθμό που αρνείσαι να τα
νιώσεις. Γι'αυτό και μερικές φορές προτιμάς να ξεχάσεις προσωρινά τέτοια album, φυλακίζοντας τα για λίγο στη σκόνη
της δισκοθήκης σου. Έρχεται όμως η στιγμή που αντιλαμβάνεσαι πως δεν μπορείς να
αποχωριστείς τόσο εύκολα και κυνικά έναν δίσκο μόνο και μόνο επειδή σε διαπερνά
τόσο πολύ η συναισθηματική του αρτιμέλεια (ταρακουνώντας την κατασκευασμένη απο ανάγκη εσωτερική σου γαλήνη),
όπως ακριβώς δεν μπορείς να αποχωριστείς αγαπημένα σου πρόσωπα με ένα ξερό
τηλεφώνημα. Αυτό μου συνέβει με τον εν λόγω δίσκο γι'αυτό και επέλεξα να
αναφερθώ σ'αυτόν 6 μήνες μετά την κυκλοφορία του.
Σπάνια μία μπάντα εμφανίζεται στο ντεμπούτο
της τόσο κατασταλαγμένη και σίγουρη για τη μουσική που επιλέγει να παίξει, κάτι
που τουλάχιστον για μένα υποδηλώνει πραγματική
αγάπη και ενδιαφέρον για τη μουσική, βαθιά γνώση της και χρόνια ενάσχοληση μαζί
της, αυθεντικό ταλέντο και αξιοπρόσεκτες μουσικοσυνθετικές ικανότητητες. Ωστόσο,
θα μπορούσε κανείς να πει πως το ''robbers n' cowards'' είναι ντεμπούτο μόνο στα χαρτιά
καθώς οι Cold war kids έχουν στις αποσκευές τους 3
επιτυχημένα ep, με το
πρώτο να ηχογραφείται την άνοιξη του 2005 για την Monarchy Records, ενώ για περισσότερο από ένα χρόνο
βρίσκονταν στο δρόμο περιοδεύοντας με μπάντες όπως οι Tapes n' tapes, οι Editors, οι Sound Team και οι Figurines με αποκορύφωμα την εμφάνιση τους
στο lollapalooza του 2006, κάτι που αναπόφευκτα τους έδεσε ως μπάντα και συντέλεσε
αναμφίβολα στην παραγωγή ενός τόσο ολοκληρωμένου ντεμπούτου.
Από το πρώτο κιόλας τραγούδι του δίσκου κάνουν
αισθητή τη παρουσία τους οι επιρροές της μπάντας και ίσως να'ναι αυτός ο λόγος
που οι Cold War Kids ηχούν στα δικά μου τουλάχιστον αυτιά τόσο γνώριμοι και
οικείοι. Jeff Buckley, Bob Dylan, Billie Holiday αλλά και πιο σύγχρονοι indie ήχοι όπως αυτός των White Stripes συγκεντρώνονται άφοβα αλλά επιμελώς
σε ένα ιδιοφυές μουσικό κράμα με το group να παραδέχεται και να δηλώνει έμμεσα πως η πρωτοτυπία δεν
είναι ο σκοπός και το ζητούμενο τους. Αντίθετα, αυτό που επιχειρούν οι Cold War και κατά τη γνώμη μου το καταφέρνουν
πλήρως είναι να κάνουν ''δικό'' τους κάθε τους άκουσμα, προσθέτοντας του πάθος
και φρεσκάδα που σίγουρα διαθέτουν σε μεγάλες ποσότητες.
Το ''Used to a vacation'' καταπιάνεται με τα καταστροφικά
αποτελέσματα του αλκοολισμού σε μια οικογένεια ενώ σε προιδεάζει για
έναν γεμάτο ψυχή blues δίσκο, με το πιάνο και την ξεχωριστή φωνή του Nathan Willet να τονίζονται εμφατικά, σε ένα
τραγούδι που θα ήθελε πολύ να είχε γράψει ο Jack White. Ακολουθεί το ''hang me up tο dry'', η πιο catchy στιγμή του album, η στιγμή που ερωτεύεσαι η
συχαίνεσαι τη vibrato φωνή
του Willet αλλά
και το εκνευριστικά απλό - για να είναι τόσο όμορφο - riff του μπασίστα Matt Maust. Η μπάντα δεν υπολείπεται όμως ούτε
στιχουργικά καθώς εκτός απ'το μαγευτικό, ταξιδιάρικο και βιωματικό ίσως Johnny Cash-like storytelling της, το robbers n' cowards είναι γεμάτο από εμπνευσμένες
παρομοιώσεις που προσδίδουν έναν ανάλαφρα έστω ποιητικό αέρα στους στίχους των Cold war... all mixed up in the wash, hot water bleeding our colours.
Τρία από
τα τέσσερα μέλη της μπάντας πρωτογνωρίστηκαν σε ένα ευαγγελικό χριστιανικό
κολλέγιο ενώ οι bloggers τους υπόδέχτηκαν ως μια βαθυά θρησκευόμενη μπάντα. Αλήθεια η
ψέμματα, το ''passing the hat'' περιγράφει τα συναισθήματα του να
κλέβεις το φιλανθρωπικό παγκάρι της εκλησίας ενώ σχολιάζει από ένα καχύποπτο
πρίσμα την αξία
του να δίνεις και να βοηθάς το συνάνθρωπο στην εποχή μας. Αυτό που μένει σίγουρα, ανεξάρτητα
απο τα θρησκευτικά πιστεύω των παιδιών απ'το LA, είναι οι γλυκές gospel αναφορές
κυρίως στα φωνητικά από το "saint john" ως το "god make up your mind", αναφορές που προδίδουν τα
πολύπλευρα ακούσματα της μπάντας και ενισχύουν τη μουσική
πολυφωνία του δικού τους ήχου.
Οι White Stripes τους επέλεξαν για την αμερικανική
περιοδεία τους κι έτσι σίγουρα θα τους ακούσουμε περισσότερο στο μέλλον, όπως
άλλωστε τους αξίζει. Ακόμη όμως και
να
διαλυθούν αύριο κιόλας, τα παιδια του ψυχρού πολέμου δε μπορούν να περάσουν
απαρατήρητα και σίγουρα αξίζουν μια ματιά όπως ακριβώς ένα ουράνιο τόξο στη
μέση του καταχείμωνου, κερδίζοντας δικαιωματικά μια θέση στη δισκοθήκη μας.
stand out tracks: we used to vacation, passing the hat, hospital beds
Rating: 7,6 / 10
Δημήτρης Συνοδινός
Cold War Kids - Hang Me Up To Dry video
comments & discussion
Elusive - Locked Doors, Drinks & Funerals : Songs From The Desert
01. Destination Zero
/ 02. Faith
/ 03. Run Away
/ 04. In Her Garden
/ 05. A Thin Line
/ 06. So Far Away
/ 07. Another Day
/ 08. The Ghost Of You
/ 09. The Road (It Goes On)
/ 10. Dream On Sister
/ 11. Into Your Arms
Pandaimonium
/ 18 May 2007
Κλείδωσαν τις πόρτες του παρελθόντος (locked doors), κηδέψανε όσα είχανε κάνει μέχρι σήμερα (funerals), ήπιαν εις υγείαν της
αυριανής μέρας που ξημερώνει (drinks) και κυκλοφορούν τα τραγούδια της ερήμου (songs of the desert). Εμένα και τους
υπόλοιπους γραφικούς που τους παρακολουθούμε μας ρώτησαν γμτ ?
Ήδη με τον πρώτο τους δίσκο το Destination Zero τοποθέτησαν τον πήχη ψηλά, με τον δεύτερο το The Great Silence δικαίωσαν την προσμονή μας, αποζημιωθήκαμε
παρακολουθώντας τους ζωντανά στο Underworld τον περασμένο χειμώνα
και μπήκαμε σε μια διετή αναμονή για το τρίτο και καλύτερο. Δεν μπορώ να
καταλάβω ποιο είναι το παρελθόν που θέλουν να ξορκίσουν, όπως δεν μπορώ να
καταλάβω και ποια είναι μουσικά και θεματικά η διαφορά του Locked Doors κλπ με τις δύο
προηγούμενες κυκλοφορίες τους. Το μόνο που θυμίζει τραγούδια της ερήμου είναι
το πολύ ωραίο εξώφυλλο που επιμελήθηκε συμπατριώτισσά μας (τιμή μας…) και το The Road (it goes on) που ήταν και το
μοναδικό track που θέλησα με το πρώτο άκουσμα του δίσκου να ακούσω και δεύτερη φορά (και
τρίτη και τέταρτη κλπ). Άνετα θα μπορούσε να είναι soundtrack μιας σύγχρονης The Goo, The Bad & The Ugly ταινίας.
Μετά διαπίστωσα ότι το Dream On Sister είναι το πρώτο σινγκλ ever που κυκλοφορούν οι Elusive (αποτελεί μάλιστα και το πρώτο video clip που κυκλοφόρησαν έως
τώρα). Έχει το γνωστό upbeat που επιθυμούμε να ακούσουμε σε ένα club, αλλά είναι κατηγορίες
κάτω από το Circle Never Ends, το Ride, το Coming Home κλπ. Σε γενικές γραμμές από το δίσκο λείπει η
φρεσκαδούρα, αν και ο ήχος τους είναι όπως τον θέλουν οι ακροατές τους θα
χρειαστεί να επιμείνουν από το πρώτο έως το ενδέκατο track κάμποσες φορές για να
αρχίσουν να σχηματίσουν κάποια θετική άποψη. Όχι ότι ακούγεται άσχημα, αλλά δεν
έχει τις εκλάμψεις που θα περιμέναμε, οι μπαλάντες είναι υπέρ το δέον
γλυκανάλατες και τα μπητάτα tracks ως συνθέσεις θα τις χαρακτήριζα μέτριες.
Αντιφατική είναι επίσης η θέλησή τους να αφήσουν το παρελθόν πίσω τους από
τη στιγμή που τρία από τα έντεκα τραγούδια είναι ήδη κυκλοφορίες ή ακυκλοφόρητα
του παρελθόντος: το Destination Zero έμεινε έξω από τον πρώτο κιόλας τους δίσκο και το
κυκλοφορούν επίσημα τώρα στο Locked Doors. Το Run Away έχει ήδη κυκλοφορήσει σε μια συλλογή και το In Her Garden συμπεριλαμβανόταν σε demo που είχαν κυκλοφορήσει
πριν τον πρώτο επίσημο δίσκο τους.
Ας μη γελιόμαστε λοιπόν, gothic rock εξακολουθεί να παίζει η παρέα του Jan Kenneth Barkved από το Stavanger της Νορβηγίας. Με τον
ίδιο τρόπο, την ίδια φωνή του Jan, τις δύο ίδιες κιθάρες και τα ίδια προηχογραφημένα. Ίσως
ελαφρώς λιγότερο gothic (ελαφρώς, όσο πατάει η γάτα) και ομοίως ελαφρώς περισσότερο
rock. Και δε θέλουμε να αλλάξουν τίποτα, καλά τραγούδια να γράφουν μόνο κι άλλη
φορά αν θέλουν να κάνουν κάτι διαφορετικό να μας ρωτάνε πρώτα.
Γιατί τους αγαπάμε…
Και μετά από πολλές, επανειλημμένες και επίμονες ακροάσεις τους βάζουμε
βαθμό για να περάσουν τη βάση, να δουλέψουν και να μας δώσουν ακόμα καλύτερους
δίσκους και ακόμα περισσότερα live.
Γιατί τους αγαπάμε…
Rating: 6,9 / 10
Βασίλης Παπαδογεωργόπουλος
Elusive - new album sampler video
comments & discussion
Marilyn Manson - Eat Me, Drink Me
1. If I Was Your Vampire
/ 2. Putting Holes In Happiness
/ 3. The Red Carpet Grave
/ 4. They Said That Hell's Not Hot
/ 5. Just A Car Crash Away
/ 6. Heart-Shaped Glasses (When The Heart Guides The Hand)
/ 7. Evidence
/ 8. Are You The Rabbit?
/ 9. Mutilation Is The Most Sincere Form Of Flattery
/ 10. You And Me And The Devil Makes 3
/ 11. Eat Me, Drink Me
/ 12. Heart-Shaped Glasses (When The Heart Guides The Hand)
Interscope
/ 1 June 2007
Υπήρχε έως τώρα δουλειά του Marilyn Manson στα ράφια των
δισκοπωλείων που να μην είχε κολλημένο απ’ έξω το στικεράκι που λέει Parental Advisory – Explicit Lyrics κλπ? Όχι και
φυσικά η κυκλοφορία του Eat Me, Drink Me δεν θα
αποτελούσε εξαίρεση. Βαμπιρικοί έρωτες, σεξ, κι άλλο σεξ και με τίτλο που
αναφέρεται σε μια υπόθεση που είχε συγκλονίσει πριν λίγα χρόνια τη Γερμανία
όταν αποκαλύφθηκε ότι κάποιος άνδρας σκότωσε και έφαγε έναν άλλο άνδρα μετά από
αγγελία που είχε βάλει το ίδιο το «θύμα».
Όσοι την έχετε στημένη σε αυτόν τον διπλωματούχο της διαστροφής, τον
επιδειξία, τον ερωτύλο, που έχει βγάλει μόνο δύο δικά του τραγούδια της
προκοπής και δύο ενδιαφέρουσες διασκευές, απλά προσπεράστε. Δε θα σας πείσει,
στην καλύτερη περίπτωση θα βρείτε και νέους λόγους για να τον κράξετε. Άλλωστε
στο postwave υπάρχουν πολλά άλλα cd reviews που θα σας
κεντρίσουν το ενδιαφέρον. Ο ίδιος ο
Manson σε συνέντευξή του στο Rolling
Stone φρόντισε να ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα: I don’t
want people to think that the record is some kind of exploitation of my
personal life. At the same time, it also represents exactly who I am and what I
feel. Διπλωματική δήλωση (γιατί δεν είναι και κανένας ηλίθιος, κάθε άλλο μάλιστα,
για πανέξυπνο τον κόβω), καθότι στην Αμερική η δημοτικότητα του περνάει κρίση
μετά το συμβάν του 1999. Τότε που τα media τον
χειρίστηκαν ως αποδιοπομπαίο τράγο μετά τη σφαγή σε σχολείο του Columbine από δύο ψυχικά
διαταραγμένους πιτσιρικάδες που πριν αυτοκτονήσουν γάζωσαν όποιον βρήκαν
μπροστά τους.
Λίγο αργότερα βέβαια ο ίδιος δηλώνει στο Revolver: if I had to do a record review, I’d say
it’s got a cannibal, consumption, obsessive, violent-sex, romance angle, but
with an upbeat swing to it. Βγάζει κανείς άκρη με τον κύριο Brian Warner που επέλεξε
τον καλλιτεχνικό του ονοματεπώνυμο συμπτύσσοντας το καλό και ποθητό (Marilyn Monroe) με το κακό
και αποκρουστικό (Charles Manson) της
Αμερικάνικης κουλτούρας? 38 ετών πλέον με την 19χρονη ηθοποιό Evan Rachel Wood στο πλευρό
του, έφτιαξε ένα δίσκο με πιο ρομαντική διάθεση, πιο μελωδικό ήχο και βασισμένο
πιο πολύ στην κιθάρα απλουστεύοντας κάποια πράγματα αναφορικά με τον ήχο του. Η
πορεία του μέχρι και το Golden Age of The Grotesque ήταν πολύ electro για κάποιους,
πολύ metal για άλλους ή πολύ industrial και goth για τις μάζες.
Τώρα απλά, κρατώντας κάποια από τα βασικά της μουσικής του πορείας, έγινε πιο
ροκ, πιο μελωδικός και πιο εύκολος όσον αφορά τον ήχο του (κι όχι τη
θεματολογία του που παραμένει μακριά από οτιδήποτε mainstream).
Για να μην τον αδικούμε βέβαια, το Eat Me, Drink Me περιέχει 11
καλοδουλεμένες συνθέσεις που για πρώτη φορά κάνουν ένα δίσκο του Manson να ακούγεται
ολόκληρος από το πρώτο έως το τελευταίο τραγούδι. Μπορεί να ξεκινάει με το vampire-lover track If I Was Your Vampire, αλλά το
διαμάντι βρίσκεται αλλού και λέγεται Heart-Shaped Glasses. Θα ακουστεί
γιατί είναι ένα από τα πιο εμπνευσμένα τραγούδια της χρονιάς και θα συζητηθεί
για το video clip του που
εμφανίζει τον ίδιο τον Manson μετά της τρέχουσας συμβίας του
σε ερωτικές περιπτύξεις. Και η υποψιασμένη μουσική υφήλιος αναρωτιέται ήδη: το
έκαναν στ’ αλήθεια? Δεν έχει καμία σημασία, το σεξ fake ή μη πουλάει
παντού ούτως ή άλλως, γιατί να μην πουλήσει και μέσω ενός video clip?
Συνεπής στη συμπεριφορά ενός star της μουσικής βιομηχανίας,
αρνείται να μεγαλώσει, τα προσωπικά του τον επηρεάζουν, αλλάζουν και μαζί τους
αλλάζει κι αυτός σε κάποια πράγματα. Αυτό ίσως να τον κάνει να επανέλθει στη
δισκογραφία μετά από τέσσερα χρόνια από το Golden Age of The Grotesque πιο ρομαντικός
(με τον τρόπο του), ηχώντας πιο ήπιος, αλλά πιο συνειδητοποιημένος από ποτέ.
This is
very earnest, uncalculated and raw, in the sense that I know I’m fucked up and
I’m really not ashamed of it.
Love him or hate him…
Rating: 7,2 / 10
Βασίλης Παπαδογεωργόπουλος
Marilyn Manson - Heart Shaped Glasses video (unrated full version)
comments & discussion
Interpol - Our Love To Admire
1. Pioneer to The Falls
/ 2. No I in Threesome
/ 3. Scale
/ 4. The Heinrich Maneuver
/ 5. Mammoth
/ 6. Pace is the Trick / 7. All Fired Up
/ 8. Rest My Chemistry
/ 9. Who Do You Think
/ 10. Wrecking Ball
/ 11. Lighthouse
Capitol Records (EMI)
/ 9 July 2007
Μετά από μια τριετή απουσία από τα δισκογραφικά δρώμενα και ενώ οι φήμες
περί διάλυσης της σημαντικότερης, κατά πολλούς, μπάντας της δεκαετίας οργίαζαν,
οι Interpol επιστρέφουν μ’
ένα άλμπουμ πλασμένο για να διχάσει. Τα σκοτεινά ηχοχρώματα και οι ιδιαίτεροι
στίχοι παραμένουν το σήμα κατατεθέν του σχήματος από τη Νέα Υόρκη, μόνο που
αυτή τη φορά και σε πλήρη αντίθεση με το εμπορικά επιτυχήμενο Antics, τα προφανή
σιγνκλάκια λάμπουν διά της απουσίας τους – εξαιρούμενου του The Heinrich Maneuver, το πιασάρικο
ρεφραίν του οποίου εγγυάται ότι θα γίνει must για κάθε indie club που σέβεται
τον εαυτό του. Ως εκ τούτου, το Our Love To Admire είναι ένας
δίσκος που στο πρώτο του άκουσμα θα ξενίσει όσους προσδοκούσαν από τους Interpol να συνεχίσουν
στα χνάρια της προηγούμενης δουλειάς τους.
Από τη δεύτερη ακρόαση όμως και
έχοντας προηγουμένως συμβιβαστεί με την ιδέα της απουσίας εύπεπτων – σύμφωνα
πάντα με τα δεδομένα του παρελθόντος του συγκροτήματος - μελωδιών τύπου Slow Hands ή Narc, γίνεται
αντιληπτό ότι πρόκειται για ένα δίσκο με περίσιο βάθος, ο οποίος στοιχειώνει
τον ακροατή με τον πλέον ύπουλο τρόπο.
Το Our Love To Admire είναι ένα
άλμπουμ μ’ όλα τα γνωστά χαρακτηριστικά των Interpol και ας
δηλώνουν οι ίδιοι ότι αποτελεί εφαλτήριο για ένα ταξίδι σε μιά νέα, άγνωστη
κατεύθυνση. Εν τουτοις όμως, oι πολύπλοκες μελωδικές και ενορχηστρωτικές δομές των
τραγουδιών τους σε συνδυασμό με τα νέα στολίδια που κοσμούν την παραγωγή του
(πνευστά, πλήκτρα) διαφοροποιούν το πολυαναμενόμενο τρίτο άλμπουμ των Interpol από τα Turn On The Bright Lights και Antics. Η απόκοσμη
εισαγωγή του Pioneer To The Falls με τις 90’s κιθάρες στο
ύφος των παλιών καλών Strangelove δίνει από νωρίς το στίγμα του δίσκου. “Babe it’s time to give something new a try so let us be free”, τραγουδάει ο Paul Banks στο
βρετανοπρεπές No I In Threesome, προκαλώντας
γαργαλιστικά ερωτηματικά όσον αφορά το state of mind του
συγκροτήματος. Το προαναφερόμενο The Heinrich Maneuver πατάει πάνω σε
δυνατές κιθάρες και τον γνωστό δυναμισμό των Interpol, ενώ το Mammoth αποτελεί την μεγαλύτερη έκπληξη του δίσκου,
πατώντας πάνω στις φόρμες των Jesus and Mary Chain, μολόνοτι
υπάρχουν σημεία που η φωνή του Banks παρασύρεται στα μονοπάτια του Johnny Rotten. Το Pace Is The Trick μπορεί να
χαμηλώνει τους τόνους και να γλυκαίνει την ατμόσφαιρα, εντούτοις δεν παύει να
αποτελεί μαζί με το ψυχεδελικό Lighthouse, ακρογωνιαίο
λίθο του Our Love To Admire. Και ενώ
δύσκολα ανιστέκεται κανείς στους ρυθμούς των All Fired Up και Who Do you Think, η επόμενη
έκπληξη ακουεί στο όνομα Rest My Chemistry, όπου η μπάντα
αποτίει φόρο τιμής στους μεγάλους Pixies.
Με το Our Love To Admire οι Interpol μάλλον δεν θα ανέλθουν
στο επίπεδο του supergroup όπως πολλοί προσδοκούσαν μετά την εμπορική επιτυχία του Antics. Ναι,
συνεχίζουν να θυμίζουν τους Joy Division και ναι είναι
εμφανές ότι αγαπούν υπερβολικά τους Sound και τους Chameleons. Μπορεί επίσης κάποιος να προσάψει
στον Paul Banks ότι είναι
μονότονος και σίγουρα οι Interpol δεν διεκδικούν δάφνες πρωτοτυπίας – ποιος άλλωστε
τολμάει να διεκδικήσει κάτι τέτοιο; Παρά ταύτα δεν μπορεί κανείς παρά να
αποδώσει τα εύσημα στους Banks, Kessler, Fogarino και Dengler για το θάρρος τους να μην ποντάρουν πάνω στη
δοκιμασμένη φόρμουλα του Antics. Οι Interpol επιλέγουν να εξελιχθούν στα πλαίσια του ήχου τους
δίχως να απαρνιούνται τις επιρροές τους, αν και ο προορισμός τους παραμένει
τελικά ο ίδιος.
So how are things on the east coast ?
I'd
say god damn fine!
Rating: 8,6 / 10
Νάντια Παπανικολάου
Interpol - The Heinrich Maneuver video
comments & discussion
Art Brut - it's a bit
complicated
1. pump up the volume /
2. direct hit / 3. st pauli / 4.people in love / 5. late sunday evening / 6. i will
survive / 7. post soothing out/ 8. blame it on the trains / 9. sound of summer / 10. nag nag
nag nag / 11. jealous guy
25 June 2007 / Mute records
My little brother just discovers rock n' roll, there's
a noise in his head n' he's out of control !!! Το ντεμπούτο των Art Brut είναι γεμάτο από πιασάρικα στιχάκια
σαν κι'αυτό, που έστω
και μια φορά να τ'ακούσεις είναι σίγουρο πως θα τα σιγοτραγουδήσεις
αδιαφορώντας ίσως για το περιεχόμενο τους. Μάλλον δε θα τα τραγουδήσεις αλλά
απλά θα τα
απαγγείλεις, καθώς ο Eddie Argos πιο πολύ μιλάει παρά τραγουδάει κάτι
που ''παραδέχεται'' και στο "Formed a Band" μέσα από τους αυτοσαρκαστικούς? / ειρωνικούς στίχους του (and
yes!! this is my singing voice... that's not rock n' roll, we're just talking!!) Στο μουσικό μέρος τώρα, το ''Bang bang rock n' roll'' έχει τόσο ξερό και άδειο ήχο που άνετα πιστεύεις ότι το group σχηματίστηκε το πολύ κανένα τέταρτο
πριν μπει στο studio να
ηχογραφήσει. Άλλωστε αυτό υποστηρίζουν στ'αλήθεια και τα μέλη της μπάντας, ότι
έγραψαν δηλαδή τα πρώτα τους τραγούδια λίγη ώρα πριν βγουν για πρώτη φορά μαζί
στο stage. Αλλά αν θέλουμε τους πιστεύουμε! Οι κιθάρες πάλι, είναι τόσο απλο'ι'κές
έως παιδικές που θα ήταν παιχνιδάκι και για τη Φοίβη απ'τα φιλαράκια.
Το ίδιο απλά είναι τα πράγματα και στο δεύτερο
album
της Art wave μπάντας, όπου την κατατάσσει το ΝME. Ο τίτλος του album είναι παραπλανητικός καθώς το ''It's a bit complicated'' μόνο μπερδεμένο δεν είναι! Ο ήχος είναι το ίδιο απλός, ίσως
αυτη τη φορά λιγότερο ξερός ενώ η ενορχήστρωση είναι πιο προσεγμένη και σου
δίνει την εντύπωση πως το group παίζει με περισσότερη αυτοπεποίθηση
και σιγουριά. Και πάλι όμως εύκολα πιστεύεις πως η μπάντα δεν έχει πολύ ώρα που
σχηματίστηκε, άντε αυτή τη φορά κανένα μισάωρο πριν το recording. Οι στίχοι του Eddie Argos βλέπουν λίγο πιο μακριά από τις πρώτες αγάπες
του ''Bang bang rock n' roll'' παραμένοντας ωστόσο το ίδιο ευχάριστοι και χιουμοριστικοί.
Και ίσως αυτός να είναι ο λόγος που ''μας'' αρέσουν οι Art Brut.
To ''Direct Hit'' είναι σίγουρα το hitaki του δίσκου και πετυχαίνει το σκοπό
του! Στο άκουσμα του οι κινήσεις σου ''λύνονται'' εύκολα και δεν αργείς να
χορέψεις στο ρυθμό του
τραγουδώντας τους ιδιαίτερα κολλητικούς στίχους του. So, get on the dancefloor it's a direct hit!! Η μεγάλη επιτυχία που έχουν στη
Γερμανία δεν τους άφησε ασυγκίνητους καθώς το ''St.Pauli'' φαίνεται να έχει γραφτεί μόνο και
μόνο για να συντηρήσει την επιτυχία αυτή (punk rock is nicht tot). To ''People in love'' έιναι γεμάτο απο ευρηματικές ρίμες και αντιμετωπίζει
τις σχέσεις των ερωτευμένων ζευγαριών από μια
χιουμοριστική σκοπιά (people in love lie around and get fat, i didn't want us to end up like that). Η αισιόδοξη διάθεση που αποπνέουν οι
Art Brut κυριαρχεί και στο ''late sunday evening'' και εμένα τουλάχιστον καταφέρνει να μου
φτιάξει τη μέρα (there's nothing that's been done that can't be undone, you were sick now you're better, there's work to be done). Κανένα τραγούδι του δίσκου ωστόσο
δεν κλέβει τις εντυπώσεις και μετά από 2-3 ακροάσεις η βαρεμάρα πλησιάζει
απειλητικά χωρίς όμως να υπερισχύει της γλυκιάς γεύσης που σου αφήνει τελικά το
''It's a bit complicated''. Και αυτό γιατί ο Eddie Argos φαίνεται ότι ξέρει να γράφει καλή ποπ
μουσική και ξέρει ακόμα καλύτερα να την πλασάρει, λαμβάνοντας υπ'όψην το όλο
αισθητικό concept της
μπάντας. Στα συν της καινούριας δουλειάς των Art Brut είναι σίγουρα και τα Beach Boys-like vocals που χρωματίζουν το album με ακόμη πιο ποπ πινελιές και
καλύπτουν όσο μπορούν την απουσία αξιοπρόσεκτων μουσικών συνθέσεων.
Οι Art Brut δανείστηκαν το όνομα
τους από τον γάλλο ζωγράφο Jean Debuffet. Ο τελευταίος όρισε ως Art Brut την τέχνη των φυλακισμένων, των ψυχικά και πνευματικά ασθενών και
γενικότερα των μοναχικών και παραμερισμένων ανθρώπων, τέχνη που δεν μιμείται
και δεν αντιγράφει, τέχνη που δεν έχει βλέψεις για παρουσίαση σε ευρύ κοινό. Ως
προς το πρώτο σκέλος του ορισμού νομίζω πως οι Art Brut δικαιολογούν το όνομα τους, καθώς όσο άτεχνοι και προβλέψιμοι και
αν είναι μουσικά, μου φένονται πραγματικά αυθεντικοί, διόλου επιτηδευμένοι,
καταφέρνοντας να έχουν τον δικό τους πρωτότυπο, έστω μερικές φορές πρωτόγονο
ήχο (η μόνη μπάντα που μου θυμίζουν λίγο εμένα προσωπικά είναι οι Pulp,
και πάλι σε ορισμένα κιθαριστικά σημεία που δεν είναι και το φόρτε τους). Και
δεν είναι λίγο αυτό για μια μπάντα ιδιαίτερα στα μουσικά 00's. Ως προς τη συνέχεια του
ορισμού μας τα χαλάνε λίγο, όχι ότι είναι κατακριταίο να επιζητάς τα φώτα της
δημοσιότητας, αλλά θεμιτό είναι να μην το παρακάνεις κιόλας. Έτσι τουλάχιστον
σκέφτηκα εγώ, βλέποντας τον Argos γυμνό στο εξώφυλλο της
μεγαλύτερης βρετανικής μουσικής εφημερίδας (NME).
Συνολικά, πρόκειται για έναν
αρκετά καλό δίσκο ισορροπημένο και μελετημένο ενώ κανένα κομμάτι δε σου δίνει
την αίσθηση ότι πρόκειται απλά για ένα fill up track, με το ''nag nag nag nag'' και το ''direct hit''
να ξεχωρίζουν ελαφρά έστω, εξαιτίας των catchy lyrics τους. Σίγουρα δεν καταφέρνει να ξεπεράσει το ''Bang bang rock n'roll'' και ούτε πρόκειται να ενώσει Παλαιστίνη και Ισραήλ όπως υπόσχονταν
χιουμοριστικά οι Αrt Brut στο ντεμπούτο τους (we wanna be the band that makes palestine n' israel get along). Δε θα περάσει ωστόσο και απαρατήρητο, αντίθετα εύκολα μπορεί να
γίνει το αγαπημένο ανάλαφρο soundtrack του καλοκαιριού μας.
Rating: 7,5 / 10
Δημήτρης Συνοδινός
Art Brut - Direct Hit video
Vladislav Delay - Whistleblower
1. Whistleblower / 2. Wanted to (Kill) / 3. Stop Talking / 4. I Saw A Polysexual / 5. Lumi / 6. He Lived Deeply / 7. Recovery Idea
Huume / 11 May 2007
Θα μπορούσα κάλλιστα να γράψω για
το ¨Whistleblower¨ ότι ανήκει
στον ευρύτερο χώρο του experimental / ambient, ότι είναι η δωδέκατη δουλειά του, ως Vladislav Delay και ότι με το Anima του 2001 από
την Mille Plateaux αφήνει τον minimal/techno ήχο του που
τον χαρακτήριζε και αρχίζει να πειραματίζεται ολοένα και περισσότερο με τα albums που
ακολούθησαν (Naima, Demo(n) Tracks, The Four Quarters). Τέλος να
έκλεινα σημειώνοντας ότι ο Sasu Ripatti είναι ένας
πολυτάλαντος καλλιτέχνης και φυσικά αυτό μας το αποδεικνύει με τα διάφορα projects του (Luomo, Sistol, Conoco, Uusitalo) αλλά και με
συνεργασίες όπως αυτή με την AGF –κυρίως- και τον Craig Armstrong στους The Dolls.
Αναρωτιέμαι αν κάποιος μετά την
ανάγνωση της πρώτης παραγράφου θα πήγαινε να αγοράσει την τελευταία δουλεία του
Delay…αμφιβάλω…
(φυσικά εξαίρεση στον κανόνα είναι ο κόσμος που παρακολουθεί τον καλλιτέχνη
αρκετά χρόνια πλέον).
Ο Sasu Ripatti πριν ασχοληθεί
με την ηλεκτρονική μουσική ήταν drummer σε jazz συγκρότημα, κάτι που ασφαλώς είναι στα πλεονεκτήματα του
όσον αφορά την μουσική παιδεία που κατέχει. Χωρίς να περιορίζεται μουσικά από
τις κατά περιόδους εταιρίες που κυκλοφορούσε τις δουλείες του, όπως η Chain Reaction ή Mille Plateaux - εταιρίες
κολοσσοί στον χώρο του techno / glitch / experimental - φαίνεται ότι με την ίδρυση της δικής
του Huume δημιουργεί
πλέον νέες τάσεις στην σύγχρονη ηλεκτρονική μουσική. Ειδικά ως Luomo, αν και side project, έχει κάνει
πολύ ¨θόρυβο¨ και θεωρείται -όχι άδικα- ως ένας από τους μουσικούς που
ξεκίνησαν αυτό που ονομάζεται στις μέρες μας micro – house. Παρ’όλη αυτή την επιτυχία με αυτό το project, ο ίδιος μένει
συγκεντρωμένος στο πρώτο του main project που τον
ανέδειξε.
Ως Vladislav Delay μπορεί να
πειραματιστεί όσο δεν πειραματίζεται με όλα τα υπόλοιπα projects του. Αυτό
είναι εμφανές σε όλες τις δουλείες του ως Delay. Με το Whistleblower συνεχίζει τα
επιτυχημένα ¨πειράματα¨ των τριών προηγούμενων albums του, με την μόνη διαφορά ότι
¨συλλέγει¨ τα καλύτερα στοιχεία από το παρελθόν του συνδυάζοντάς τα με νέες
μουσικές φόρμες στην σύγχρονη ηλεκτρονική μουσική. Το να βάλεις κάποια όρια
στην πειραματική μουσική είναι σαν να αποσπάς με την βία το laptop του μουσικού.
Όσοι λοιπόν από τους μουσικούς έβαλαν όρια σε αυτό που ονομάζεται experimental -ηθελημένα ή
άθελα τους- το μόνο που κατάφεραν είναι να εγκλωβιστούν οι ίδιοι στις εμμονές
τους. Ίσως μερικές φορές πρέπει να είσαι λίγο διαλλακτικός με αυτά που
συμβαίνουν γύρω σου για να κάνεις το επόμενο βήμα που θέλεις. Ο Φιλανδός Vladislav Delay πιστεύω ότι το
καταφέρνει αυτό κρίνοντας τον από την μουσική του.
Είναι το λιγότερο ενδιαφέρον να
συναντάς σε ένα άλμπουμ αναφορές στο kraut rock μέσα από την avant - garde ματιά του
καλλιτέχνη σε συνδυασμό με τον μινιμαλισμό που επικρατεί στην ολότητα του Whistleblower, χωρίς ασφαλώς
να λείπουν οι jazz πινελιές.
Αναμφίβολα η εν λόγω δημιουργία θα μπορέσει να σταθεί επάξια στο διηνεκές και
το όλο μυστικό της είναι τόσο απλό, αλλά συνάμα τόσο δύσκολο να επιτευχθεί από
οποιονδήποτε. Πολύ απλά, θα ακούγεται τόσο διαφορετικό στα αυτιά σας ύστερα από
μερικά χρόνια.
Νίκος Τσίνος
Rotersand - 10 23
01 1023 (Given Time) /
02 Rushing / 03 Don’t Know / 04 Lost / 05 I Am With You / 06 I Cry / 07 Shelter / 08 The Gods
Have Gone Insane / 09 Meaning is the Drug / 10 I don’t Remember / 11 Inner
World
8 June 2007 / Dependent
10; Στα 10; Και τα άλλα 23 τι θα τα κάνουμε; Α, τα 23 είναι
οι μέρες που καθυστέρησα για αυτή την κριτική, εξαιτίας τεχνικών λόγων που
διορθώθηκαν με ένα σελοτέιπ στον μετασχηματιστή των ηχείων… Οι Rotersand χρειάστηκαν όμως κάτι παραπάνω από
σελοτέιπ για να μπορούμε να φωνάξουμε τώρα: EBM lives!
They duct taped my heart,
λοιπόν.
Αν και οι προοπτικές
κάθε άλλο παρά ευοίωνες ήταν: για μένα ήταν ανησυχητική η κιθαρίτσα στην αρχή,
η σχετική απουσία του έντονου progressive trance στοιχείου (με την έννοια του
κομματιού που χτίζει και χτίζει, βλ storm, dare to live, almost wasted) και το απλό γεγονός ότι είναι το
τρίτο, το πιο δύσκολο, άλμπουμ, όπου οι Rotersand δοκιμάζονται για να αποδείξουν αν
ξέρουν να φτιάξουν κάτι καινούριο που να ικανοποιεί τους φίλους τους χωρίς να
τους κάνει να βαριούνται.
Και… τι ’ν’ αυτά τα
συνθάκια στην αρχή του rushing? Και το μπάσο μετά; Το μυαλό πάει
κατευθείαν στο Vertical Theory των Haujobb… Και να που καταφέρνει αυτό το μπάσο να συνεχίσει
και εξελιχθεί προς το κλαμποfuturepop.
Και αυτό είναι
χαρακτηριστικό του τι θα επακολουθήσει. Οι Rotersand δεν φεύγουν καμία στιγμή από το
είδος τους, αλλά υπάρχει συνειδητή προσπάθεια να μας δώσουν κάτι καινούριο σε
τουλάχιστον στα μισά κομμάτια. Στο Don’t Know και
το Inner World είναι ο ρυθμός (το πρώτο πιο catchy το δεύτερο πιο trip hop) και στο Meaning is the Drug η ελαφρώς πιο μίνιμαλ αισθητική και
η ατμόσφαιρα. Στο I don’t remember μια
πολύ old school EBΜ αισθητική και πνιγμένα φωνητικά, που ακούγεται όμως
ακόμα φουτουριστική, ειδικά όταν μπαίνει το acid συνθάκι. Στο Gods have Gone Insane, πάλι, η ωραία παραγωγή προδίδεται από την
ανοησία της σύνθεσης και των στίχων, αλλά το γεγονός παραμένει ότι είναι άλλο
ένα κομμάτι που ακούγεται διαφορετικό.
Όμως, την περισσότερη
μαεστρία την επιδεικνύουν όταν παίζουν αποκλειστικά αυτό που ξέρουν καλά: το Lost είναι το αποκορύφωμα του κλισέ, με
την EBM εισαγωγή,
τα βιολιά στο futurepop ρεφραίν και το οργιώδες τέλος. Όμως είναι άψογο. Χωρίς να
έχει τίποτα ιδιαίτερο, δεν μπορώ παρά να ουρλιάξω «EBM lives!». Πιο ενδιαφέρον
και πιο Rotersand είναι το I cry, όπου, μέσα από το σφυροκόπημα και
το βρώμικο μπάσο, το μελωδικό τρανς συνθάκι και ένας-δυο ψαγμένοι ήχοι λάμπουν
πού και πού σαν ακτίνες του ήλιου μέσα από απειλητικά σύννεφα,, για να δώσουν
πάσα στην φωνάρα του τραγουδιστή. Και όλο αυτό τελειώνει με απαλές
«κιθαριστικές» (από αυθεντική κιθ… εε.. συνθ) συγχορδίες, για να μπει αμέσως το
Shelter, όπου οι Rotersand για ένα κομμάτι θυμούνται το progressive trance παρελθόν τους και ξαναδημιουργούν το
Storm! Αυτή τη
φορά, όμως, θλιμμένα έγχορδα συνοδεύουν το ρυθμό από το βάθος, για να
δημιουργήσουν ένα πραγματικό trance διαμάντι με EBM ενορχήστρωση (και ο πρώτος fan της psy που θα πει ότι αυτό δεν είναι trance, ας ρίξει μια ματιά στη Βίκυ).
Σε καμία περίπτωση
οι Rotersand δεν δημιουργούν ή επεκτείνουν ένα
είδος. Δείχνουν όμως, μια μεγάλη ποικιλία επιρροών, εκτελεσμένων πάντα με την
προσοχή στην τελειότητα που τους διακρίνει (μην ξεχνάμε ότι ένας τους έχει
κάνει παραγωγή στη Μαντόνα, ή τουλάχιστον έτσι λέγανε τα πρόμο της Dependent πρόπερσι ;)).
Ακόμα, όμως, τα δυνατότερα κομμάτια τους
παραμένουν 100% στη συνταγή των Rotersand… ΕΒΜ,
futurepop, πείτε το όπως θέλετε. Δεν κάνουν την υπέρβαση,
αλλά σταθεροποιούν τη θέση τους στα λίγα συγκροτήματα που καταφέρνουν να
κρατήσουν ζωντανό το χώρο.
Rating: 7,8 / 10
[Θα έπαιρνε περισσότερο
αν μπορούσα να βγάλω από το μυαλό μου την...Ayumi Hamasaki - περισσότερα στο
μέλλον]
Marc Almond - Stardom Road
I Have Lived
/ I Close My Eyes and Count to Ten (featuring Sarah Cracknell)
/ Bedsitter Images
/ The London Boys
/ Strangers In The Night
/ The Ballad Of The Sad Young Men (featuring Antony Hegarty)
/ Stardom Road
/ Kitsch
/ Backstage (I’m Lonely)
/ Dream Lover
/ Happy Heart
/ Redeem Me (Beauty Will Redeem The World)
/ The Curtain Falls
Sanctuary (Sequel)
/ 4 June 2007
It is the theme song of my life – an introduction
Η αλήθεια είναι ότι έρχεται μια στιγμή στη ζωή του κάθε
ανθρώπου, όπου συμβαίνει κάτι που συγκλονίζει συθέμελα την ύπαρξη του. Ένα
γεγονός που τον τοποθετεί απέναντι στον εαυτό του για τον απολογισμό της μέχρι
τώρα ζωής του.
Για τον Marc Almond το γεγονός αυτό υπήρξε το σοβαρό αυτοκινητιστικό ατύχημα που
του συνέβη πριν τρία περίπου χρόνια και κόντεψε να του στοιχίσει την ζωή. Άντ' αυτού
πέρασε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στο νοσοκομείο - πριν επιστρέψει στην ενεργό
ζωή και στην μουσική σκηνή - και μέσα σε αυτό το διάστημα της ανάρρωσης
φαντάζομαι ότι πέρασε όλη η μέχρι τότε ζωή του, μεγάλα και μικρά, ασήμαντα και
σημαντικά γεγονότα και καταστάσεις, θραύσματα συναισθημάτων διυλισμένα μέσα από
τραγούδια και καλλιτέχνες που αγάπησε και στιγμάτισαν με τον δικό τους τρόπο
διάφορες περιόδους της ζωής του.
Έτσι λοιπόν σαν
αποτέλεσμα όλων αυτών ήρθε η κυκλοφορία αυτού του δίσκου. Το Stardom road δεν είναι απλά ένας δίσκος, παρά η μουσική παλέτα ενός επιζήσαντα, ο ψίθυρος ότι
είναι χαρούμενος που είναι ανάμεσα μας, στη θέση χρωμάτων ή φωτογραφιών
χρησιμοποιεί τραγούδια και μας προσκαλεί στον κόσμο των αναμνήσεων του.
I have lived
For
me this Aznavour
song is the perfect opener. It is the theme song of my life, a celebration of
life itself...
Ο δίσκος λοιπόν αρχίζει με έναν ύμνο στη ζωή. Η
εισαγωγή με τα έγχορδα σε προϊδεάζει για μια κεφάτη διασκευή στο τραγούδι του
Charles Aznavour και ο Marc Almond δεν μας διαψεύδει. Σε όλο το τραγούδι η ψυχή
του κραυγάζει - ότι όταν πάρω το εισιτήριο
χωρίς επιστροφή και σταθώ μπροστά στον δημιουργό μου, για να εξομολογηθώ
τις αμαρτίες μου θα του πω ότι έζησα, έζησα μέσα στην χαρά της ζωής, έζησα την
ζωή μου...
Στο I close my eyes and count to ten έχουμε ίσως το καλύτερο τραγούδι
του δίσκου, όπου η Sarah Cracknell - ναι από τους Saint Etienne - ενσαρκώνει
απόλυτα τις περσόνες τραγουδίστριες της δεκαετίας του '60 που τόσο αγάπησε και
κατά καιρούς υποδύθηκε και ο ίδιος, ένα τραγούδι μουσικά περισσότερο κοντά
στους Saint Etienne παρά στον Marc Almond.
Σίγουρα ένα από τα πιο όμορφα ντουέτα που έχουμε
ακούσει με την Sarah Cracknell να
αποδεικνύει για μια ακόμη φορά ότι οι ερμηνευτικές της δυνατότητες είναι πολύ
μεγάλες και ίσως να την αδικεί το ότι οι Saint Etienne δεν μπόρεσαν να
εξελιχθούν μουσικά.
Το Bedsitter images του Al Stewart αντιπροσωπεύει τις ανησυχίες του ανθρώπου - του
νεαρού Marc Almond - που στην μικρή του κάμαρα ονειρεύεται να γίνει καλλιτέχνης
και ο πρώιμος Bowie του London boys έρχεται να συμπληρώσει την εικόνα του νεαρού περιθωριακού Marc
στην χώρα των θαυμάτων, δηλαδή το Λονδίνο.
Και έρχεται η πιο αδύνατη στιγμή του δίσκου με
την μορφή του Stranger in the night σε μια άνευρη, εντελώς άτολμη διασκευή που κατά την γνώμη μου δεν
έχει καμία θέση στον δίσκο.
Μόνο στο τέλος του τραγουδιού αναγνωρίζουμε την
βρώμικη καμπαρετζίδικη τζαζ που απορρέει
από το παρελθόν του Marc Almond, αλλά ήδη είναι αργά για να σωθεί το κομμάτι.
Το δεύτερο highlight του δίσκου σίγουρα είναι το The ballad of young men όπου δύο μεγάλες φωνές συναντιούνται: ο Marc
Almond και ο Antony Hegarty μας
αφηγούνται μέσα από ένα αργό, νωχελικό
τζαζ κομμάτι την μελαγχολία ενός ανθρώπου χωρίς σχέδια και φιλοδοξίες που
περιπλανιέται στην πόλη όπου όλα δείχνουν να κυλάνε αργά, τίποτα δεν συμβαίνει
και όμως όλα ίσως μπορούν να συμβούν ξαφνικά, όπως στο επόμενο τραγούδι, το
ομότιτλο του δίσκου. Μια σπαραχτική μπαλάντα για την μοναξιά που μπορεί να
συνοδεύει την επιτυχία ενός Pop star μια και ο Marc Almond υπήρξε και από αυτό για κάποιο διάστημα της
ζωής του, αλλά όχι δεν θα μας αφήσει να πέσουμε στο βάραθρο της απαισιοδοξίας ,
το Kitsch είναι η άλλη όψη του νομίσματος η τρέλα της showbiz ειδωμένη μέσα από μια
σαρκαστική ματιά ένα τραγούδι που μου θύμισε τους αδικοχαμένους My life story
και φυσικά τον Scott Walker της δεκαετίας του '60 που είναι μία από τις
αδυναμίες του Almond.
Και οι αδυναμίες δεν τελειώνουν.Το Backstage (I’m lonely) είναι ο φόρος τιμής στον Gene Pitney, αφήνω τον
Marc να συνεχίσει:The sentiment in this song
touches me deeply, and one that I feel is felt by all performers at some stage
in their careers. Backstage for me is a lonely place where fears and ghosts can
cloud your thoughts.
Η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενα ποτέ ο Marc
Almond να τραγουδήσει το Dream lover του Bobby Darin -ένα τραγούδι που πραγματικά στοίχειωσε την ζωή
μου από τότε που το πρωτάκουσα πίσω στα '80ς, φυσικά στην ταινία του David Lynch "Blue velvet "με
τον ασθματικά ψυχωτικό Dennis Hoper και τον γκροτέσκο crooner που το τραγουδούσε
στην ταινία - και ήταν έκπληξη για μένα όταν το τραγούδησε στην φετινή του
συναυλία στο Gagarin. Στο δίσκο όμως όλη
η αρρωστημένη ατμόσφαιρα που υπονοεί το τραγούδι χάνεται σε μία δίχως έμπνευση
εκτέλεση και δυστυχώς παίρνει αβίαστα τη θέση του δεύτερου χειρότερου τραγουδιού
του δίσκου.
Τα υπόλοιπα τραγούδια που ακολουθούν δηλαδή τα Happy heart, Reedeem me και The curtain falls - όσο συγκινητικό και αν
είναι το τελευταίο - δεν
έχουν να προσφέρουν κάτι το ιδιαίτερο στους ακροατές αυτού του δίσκου.
The curtain falls – The
epilogue
Έτσι λοιπόν η αυλαία έπεσε, το θέατρο άδειασε και εμείς
καθώς περιφερόμαστε στους δρόμους νιώθουμε ανικανοποίητοι για το θέαμα που
παρακολουθήσαμε. Εξετάζοντας το δίσκο
από συναισθηματική σκοπιά και όντας ένας άνθρωπος που η ζωή του έχει διαμορφωθεί
από καλλιτέχνες όπως ο Marc Almond -
μεγαλώντας μαζί, έστω και σε διαφορετικές χώρες, ο καθένας με τον δικό του Γολγοθά
- είναι συγκινητικό το ότι θέλησε σε αυτόν τον δίσκο να μοιραστεί τις μικρές
του αγάπες, τα τραγούδια με τα οποία αυτός ταυτίστηκε συναισθηματικά - όπως εγώ και χιλιάδες άλλοι ταυτίστηκαν με τα δικά του - και εξέφρασαν τις πίκρες, τις απογοητεύσεις
αλλά και τις χαρές του. Aπό την μεριά του ανθρώπου που καλείται να
παρουσιάσει έναν δίσκο 'ομως, η προσπάθεια αυτή είναι άνιση και ατυχής... Πλαισιωμένος
από μουσικούς που δυστυχώς δεν έχουν την δημιουργική τρέλα, ας πούμε των
Mambas, και δεν έχουν να προσφέρουν μία διαφορετική προσέγγιση σε τραγούδια
είτε χιλιοειπωμένα - Strangers in the night - είτε αφόρητα παλιομοδίτικα, ο
εκτελεστής Almond αφήνεται γυμνός στις περισσότερες περιπτώσεις παραδίδοντας
στους ακροατές ένα μέτριο τελικά δίσκο. Οι πιστοί ούτως ή άλλως θα προσέλθουν, τους υπόλοιπους τους
έχασε μέχρι τον επόμενο.
Take off the
make up, turn off the light, goodnight.
Rating: 6,5 / 10
(Γιατί
η σκιά του μεγάλου ερμηνευτή του παρελθόντος
ούτως ή άλλως υποβόσκει ακόμη και
σε αυτόν τον δίσκο.)
Κώστας Λιμνιάτης
• http://www.marcalmond.co.uk/stardomroad/
comments & discussion
Paradise Lost - In Requiem
01. Never For The Damned / 02. Ash & Debris / 03. The Enemy / 04. Praise Lamented Shade / 05. Requiem / 06. Unreachable / 07. Prelude To Descent / 08. Fallen Children / 09. Beneath Black Skies / 10. Sedative God / 11. Your Own Reality
17 May 2007 / EMI
Οι Paradise Lost αποτελούν
ένα φαινόμενο στη μουσική βιομηχανία: κάθε φορά που θα μπουν στο στούντιο δεν
ξέρεις με ποιόν τρόπο θα βγουν!!! Ή για να το πω καλύτερα, αν βάλεις το αυτί
σου για να ακούσεις στα κλεφτά τι σκαρώνουν, να είσαι έτοιμος να ακούσεις από
ατμοσφαιρικό μέταλ έως …ότι προκύψει, στην κυριολεξία. Το μόνο σίγουρο έως τώρα
είναι ότι όταν θα κλείσει η πόρτα του στούντιο τρεις Άγγλοι από το Halifax θα πάρουν
τις θέσεις τους: ο Nick Holmes θα πιάσει το μικρόφωνο, ο Greg Mackintosh θα κάτσει να γράψει τα τραγούδια και ο Aaron Aedy θα είναι εκεί να δοκιμάζει τα ριφάκια
στις κιθάρες.
Δε δέχομαι τα κουραφέξαλα που γράφονται
ή συζητιούνται κυρίως από τους παλιούς σκληροπυρηνικούς ακροατές τους, δε
δέχομαι ότι το Draconian Times είναι αξεπέραστο, ούτε ότι άλλαξαν στην πορεία τον ήχο τους για εμπορικούς
λόγους και για να κονομήσουν κανένα φράγκο παραπάνω. Τους έχω αποδεχθεί ως ένα
παραγωγικό μουσικό σχήμα που κάθε χρόνο μπορεί να σε εκπλήξει με τις επιλογές
του πηγαίνοντας τη μουσική του βήματα μπροστά, χιλιόμετρα θα έλεγα. Και την
Κυριακή 8 Ιουλίου που ο Holmes θα πιάσει για μία ακόμα φορά το μικρόφωνο για να μας παρουσιάσει ζωντανά
το In Requiem δικαιωματικά μπορεί να φωνάξει πριν καν ξεκινήσει το setlist σε παλιούς
και νέους: πάρτε τα, στα μούτρα, 10ος δίσκος και φτιάξαμε κάτι που
ακούγεται τόσο καλό, τόσο σκοτεινό, τόσο μελωδικό και τόσο σκληρό ταυτόχρονα…
Ένα άλμπουμ για να χάσεις τον
παράδεισο, κοντά στον σκληρό ήχο του Icon αλλά με διαφορετική παραγωγή, πιο
καθαρή και με μεγαλύτερο βάθος σε όλα τα όργανα. Με υπόβαθρο ένα χαοτικό τοπίο στο
οποίο εναλλάσσονται ηλεκτρικές κιθάρες, σύνθια και βηματικά σόλο υπάρχουν
στιγμές που είναι σα να σε βάζουν να κάτσεις στην καρέκλα του ψυχίατρου έτοιμο
να βγάλεις όλα τα συναισθήματα πίκρας και απογοήτευσης που τυχόν έχεις
παγιδευμένα μέσα σου.
Ένα άλμπουμ για να χάσεις την κόλαση,
γιατί ίσως μετά από το άκουσμά του να έχεις κάνει την εξομολόγησή σου, ότι
σκοτεινότερο έχεις κάνει ή έχεις σκεφτεί θα δει το φως, θα στο βγάλει στην
επιφάνεια με την ελπίδα ότι ο τύπος με την τρίαινα που βρίσκεται στην πύλη θα
σε βρει καθαρό και θα σε γυρίσει πίσω.
Ήδη, το single The Enemy που είχε κυκλοφορήσει πριν το άλμπουμ
έστρωνε το τοπίο διαψεύδοντας όσους περίμεναν ένα νέο Symbol of Life, βάζοντας μας στην πρίζα να
περιμένουμε να το ακούσουμε ολοκληρωμένη τη δουλειά τους. Το έχουν αυτό
άλλωστε, έχουν πετύχει κάθε κυκλοφορία τους να βάζει τους ακροατές τους σε μια
γλυκιά αναμονή. Και μη με ρωτήσετε πώς μπορούν να γράφουν ακόμα τραγούδια όπως
το Unreachable και το Your Own Reality, ρωτήστε τους ίδιους. Και πώς μπορούν να γράφουν ακόμα σόλο στις κιθάρες
χωρίς να ακούγονται βαρετοί αν και το κάνουν 17 ολόκληρα χρόνια τώρα.
Όσο κι αν απαιτεί μερικά μεροκάματα η
ακρόασή του, πόσο μάλλον η αφομοίωση των βασικών του στοιχείων, θα πρότεινα την
ολοκληρωμένη εκτίμησή του αφού μπει κανείς στο ατμοσφαιρικό περιβάλλον του. Με
τις ηλεκτρικές εντάσεις του In Requiem η τέχνη της μελωδίας μπορεί να αντιμετωπιστεί κάτω από ένα πρίσμα λιγότερο
αρτιστίκ και να κατανοηθεί από τον καθένα μας με τον δικό του προσωπικό τρόπο.
Μετά απ’ όλα αυτά, μετά το In Requiem πάλι
μου έρχεται το ίδιο ερώτημα που είχα και παλιότερα: τι άλλο πια μπορούν να
κάνουν αυτοί οι άνθρωποι επιτέλους?
Rating: 8 / 10
Βασίλης Παπαδογεωργόπουλος
Paradise Lost - the enemy video
comments & discussion
Pages