Dolores O'Riordan - Are You Listening?
01. Ordinary Day
02. When We Were Young
03. In The Garden
04. Human Spirit
05. Loser
06. Stay With Me
07. Apple Of My Eye
08. Black Widow
09. October
10. Accept Things
11. Angel Fire
12. Ecstasy
Sanctuary / 7 May 2007
Ορισμένοι κάνουν τα πάντα για να
κερδίσουν μερικά λεπτά δημοσιότητας, φυτρώνοντας παντού, φορώντας εκείνο το
πλαστικό χαμόγελο και ποζάροντας επί τόπου όταν δουν φωτογράφο μπροστά τους.
Στην περίπτωσή μας, η πρωταγωνίστρια δε χρειάζεται καν να κοιτάξει κατάματα το
φακό, ακόμα και στο εξώφυλλο του debut solo άλμπουμ της κοιτάζει πλάγια αφήνοντας να φανεί το προφίλ της μόνο και το
όνομά της πιο δίπλα: Dolores O' Riordan.
Μία απόλυτα αναγνωρίσιμη φωνή και μια
πρωταγωνίστρια για κάποια φεγγάρια των ‘90s με τους Ιρλανδούς Cranberries επιστρέφει
μερικά χρόνια μετά. Αφού πρώτα έκανε οικογένεια, δύο κόρες, άφησε μακριά τα
μαλλιά της (για να δούμε και τι χρώμα έχουν επιτέλους...), μπήκε στο στούντιο με
καινούρια παρέα για να γράψει τον πρώτο προσωπικό της δίσκο. Έχουν περάσει
χρόνια βέβαια από το Zombie που έφερε τους Cranberries ψηλά στις προτιμήσεις μας και κάμποσα επίσης από το Wake Up And Smell The Coffee με το οποίο
και έπιασαν πάτο.
Αν υποθέσουμε ότι οι Cranberries ήταν ένα alternative rock σχήμα, στο Are You Listening? θα χρειαστεί μάλλον να βγάλουμε τη λέξη alternative και να την αντικαταστήσουμε με τη λέξη
pop. Έτσι
θα το είχε σκεφτεί και η ίδια διαλέγοντας τη μπάντα που θα την πλαισίωσε και
στο στούντιο και στην περιοδεία της: Graham Hopkins στα drums (ex-Therapy?), Marco Mendoza στο μπάσο, (ex-Whitesnake, ex-Thin Lizzy) και κάποια
αδέρφια Demarchi στην κιθάρα και στα κήμπορντς (ex-σχεδόν
τίποτα).
Η αλήθεια είναι ότι στο πρόσφατο live της στο
Λυκαβηττό δεν είχα πάει διαβασμένος. Έχοντας φυσικά ακούσει το single Ordinary Day (καλή μελωδία
που έχει σκίσει στα airplay των ερτζιανών) το υπόλοιπο άλμπουμ το
άκουσα 2-3 φορές στα κλεφτά. Χωρίς καν να φτάσω στο τελευταίο και ονειρικό track, το Ecstasy, ουσιαστικά η
πρώτη επαφή με το δίσκο ήταν ζωντανά στο θέατρο του Λυκαβηττού. Έκτοτε όμως έπαιξε αρκετές φορές στη σιντιέρα μου, δείχνοντας ότι είναι περισσότερο
ένα No Need To Argue άλμπουμ και
πολύ λιγότερο ένα Everybody Else Is Doing It... έχοντας και
κάποια νεότερα στοιχεία ή πειραματισμούς: στο Stay With Me μου ήρθαν στο
μυαλό οι Evanescence και στο Black Widow η Sinead O' Connor. Μετά κόλλησε
η βελόνα στα αμιγώς Dolores τραγούδια: When We Were Young, In The Garden και October, συναυλιακά
και ραδιοφωνικά, από αυτά που αναδεικνύουν την έξοχη φωνή της. Για να μην το
κουράζουμε δε θα αναφερθώ στα υπόλοιπα tracks ένα προς ένα,
αλλά το γεγονός είναι ότι ο δίσκος μετά από μερικά ακούσματα κυλάει από μόνος
του λες κι έχει πατηθεί το repeat χωρίς να το ξέρεις. Αναίμακτα,
χωρίς καμία επανάσταση, εύπεπτα από ένα σημείο και μετά, ανώδυνα θα έλεγα.
Δε θα σε βάλει να σκεφτείς, καθόλου, αλλά θα μείνεις εκεί να ακούς τις
μελωδίες να εναλλάσσονται και τη φωνή της να ανεβοκατεβαίνει ακούραστα και
αβίαστα. Άλλωστε ποιος θέλει να κάθεται να σκέφτεται καλοκαιριάτικα.
Κιθαριστική ποπ με μελωδίες που ίσως να έχουμε ξανακούσει, κιθάρες που αντί να
ενοχλούν σου χαιδεύουν το αυτάκι και ένα ζόρικο θηλυκό που γεμίζει το χώρο με
τη φωνή και την παρουσία της.
Καλοκαίρι μπήκε παιδιά, χαλαρά και όμορφα.
Να βάλω μια ακόμα μαργαρίτα λεμόνι?
Rating: 7,2 / 10
Βασίλης Παπαδογεωργόπουλος
Dolores O'Riordan - Ordinary Day video
comments & discussion
O “μουσικός τύπος” έχει ατελείωτη πλάκα. Είναι να έχεις χρόνο και να κάθεσαι να τον παρακολουθείς, Με φαντάζομαι στα γεράματά μου όταν θα έχω βγει στη σύνταξη, να κάθομαι χαλαρά στο εξοχικό μου καπνίζοντας την πίπα μου και να διαβάζω δισκοκριτικές μπροστά σ’ένα laptop. Ξεκινάς από το NME που όταν δε θέλει να δημιουργήσει hype θα σε σφάξει με το μπαμπάκι, θα γράψει 5 υπεροπτικές αράδες και θα καθαρίσει. Μετά πας στο Pitchfork που θα σου αναλύσει γιατί σε σφάζει, θα σου πει για την παιδική σου ηλικία και όλα τα κόμπλεξ που κουβαλάς, θα σου εξηγήσει πόσο κακό σου έχουν κάνει οι γυναίκες και τα ναρκωτικά, θα σου πει ότι είσαι τελειωμένος και καλύτερα να πας να κουβαλάς τις κιθάρες αυτών των τρομερών 18ηδων από τη Νέα Υόρκη. Θα στα πει και τόσο ωραία που θα τα πιστέψεις. Τι κι αν οι απλοί μουσικόφιλοι ωρύονται στα forums και λένε πόσο καλός είσαι... μάταια. Εχεις ήδη αποσυρθεί από το διάβασμα γιατί είσαι και λίγο αλλαζόνας και δεν το παλεύεις. Εγώ όμως φίλε μου συνεχίζω και αφού περάσω από 3-4 ακόμα φτάνω και σε αυτά που έχουν κατάληξη gr. Και ω, τι έκπληξη! Και εκεί έχεις πιάσει πάτο! Σα ντόμινο είναι η ιστορία... Aν πέσει το πρώτο δεν έχει σταματημό....
Και ξέρεις γιατί στα λέω όλα αυτά φίλε Brett? Γιατί ξέρω ότι σε νοιάζει. Και γιατί καταλαβαίνω ότι σε περίμεναν ακονίζοντας μαχαίρια. Και στην τελική είμαι σίγουρος ότι το ήξερες κι εσύ. Εκανες όμως το μεγάλο λάθος. Νόμιζες ότι βάζοντας το πιο απλό σου t-shirt θα τους συγκινήσεις. Αφέλεια. Έπρεπε να φορέσεις πανοπλία.
.................................................................
Λοιπόν, πιθανότατα οι περισσότεροι που διαβάζετε τώρα, το cd θα το έχετε ήδη ακούσει. Ο πρώτος προσωπικός δίσκος του τραγουδιστή των Suede είναι ένα μελαγχολικό album φορτωμένο με θλιμένες μπαλάντες, cinematic pop ατμόσφαιρα που δημιουργούν τα έγχορδα και τη φωνή του χαρισματικού δημιουργού του σε πρωταγωνιστικό ρόλο και κάπως πιο μελοδραματική απ’ ότι την είχαμε συνηθίσει στο παρελθόν. Οτι δηλαδή μπορεί να περιμένει κάποιος από μια δουλειά που ξεκινάει με τους στίχους “nothing ever goes right, nothing really flows in my life” και δεδομένου και της φωτογραφίας στο εξώφυλλο μπορώ να πω ότι ο Brett Anderson θα διεκδικούσε τον τίτλο του “most miserable man in pop” από τον Terry Hall αν δεν παρέμενε και στα 40 του τόσο γοητευτικός.
Η όλη συνθετική προσέγγιση των τραγουδιών θυμίζει b-sides των Suede. Απλές ενορχηστρώσεις, δυνατές μελωδίες και μικρά «διαμαντάκια» εδώ και κει. Κάτι ανάλογο με το "sci-fi lullabies" χωρίς τα πιο upbeat tracks. Τα "love is dead" και "to the winter" αποδεικνύονται στην πάροδο του χρόνου οι πιο εμπνευσμένες στιγμές του album, ενώ το αντικομφορτιστικό βαλς του "The More We Possess the Less We Own of Ourselves" με την μπαρόκ μελωδία στα βιολιά κολάει σαν τσίχλα στο μυαλό και είναι το τέλειο opener για μια συναυλία ή μια θεατρική παράσταση...
Στα 40 λεπτά περίπου που διαρκεί το cd οι λέξεις «ειλικρινές», «αυθόρμητο», «οικείο» είναι οι πρώτες που μου έρχονται να ξεστομίσω, ότι κι αν σημαίνει αυτό. Οχι ότι το "David Bowie μυστήριο" που έβγαζε πριν 10 και βάλε χρόνια ο Anderson έχει εξαφανιστεί, αλλά μοιάζει να απομακρύνεται και να δίνει τη θέση του σε πιο λυρικές αφηγηματικές καταστάσεις, αρκετά κοντά στο παλαιότερο κλίμα του Scott Walker.
Από κει και πέρα σίγουρα υπάρχουν και αρκετά αδύνατα σημεία... Το απελπιστικά ρομαντικό “scorpio rising” μπορεί να μου αρέσει πάρα πολύ λόγω της παθιασμένης ερμηνείας, αλλά μου δίνει την αίσθηση ότι κάτι του λείπει για να γίνει πραγματικά δυνατή στιγμή. Επίσης η σκοτεινή pop του “dust and rain” μπορεί να συγκινήσει όλους τους αφοσιωμένους fans των Suede και να γίνει highlight, αλλά δεν μπορώ να μη παραδεχτώ ότι ακούγεται σαν re-write του “Sadie” και ότι οι στίχοι είναι σε σημεία κάπως αφελείς. Τα “intimacy”, “one lazy morning” και "ebony” είναι ένα κλικ πιο κάτω από τα υπόλοιπα και η έλειψη οποιουδήποτε στοιχείου και διάθεσης πειραματισμού στο σύνολο του άλμπουμ (με την εξαίρεση του συγκλονιστικού “song for my father”) μπορεί να στεναχωρέσει λίγο τους πιο «εγκεφαλικούς» οπαδούς του Dog Man Star...
Δεν ξέρω αν στις φιλοδοξίες του Brett Anderson ήταν να βγάλει ένα αριστουργηματικό ντεμπούτο. Αν συμβαίνει κάτι τετοιο μάλλον δεν πέτυχε τον σκοπό του, όπως άλλωστε δεν το είχε πετύχει και ποτέ μετά το "Coming Up". Προσωπικά μου αφήνει περισσότερο την αίσθηση ενός καλλιτέχνη που προσπάθησε πολύ να βγάλει κάτι πραγματικά καλό αφήνοντας τον εαυτό του κάπως εκτεθιμένο. Αυτό που ξέρω σίγουρα όμως, είναι ότι ο Brett Anderson είναι μια από τις πιο χαρισματικές «περσόνες» που ξεπήδησαν από τα 90s, διαθέτει λάμψη, κίνηση και εξαιρετική φωνή. Και επειδή από τέτοιους τύπους κινδυνεύουμε να ξεμείνουμε, καλό θα ήταν να τους αντιμετωπίζουμε και με τον ανάλογο σεβασμό. Και ας τον φέρει κάποιος για μια συναυλία, ε?
Rating: 7,9 / 10
Κώστας Μπρέλλας
Editors - An End Has A Start
1. smokers ouside the hospital doors / 2. an end has a start / 3. the
weight of the world / 4. bones / 5. when anger shows / 6. the racing rats / 7. put your head towards the air / 8. escape the nest / 9. spiders / 10. well
worn hand
Kitchenware / 25 June 2007
Η αλήθεια είναι πως θα ήθελα να ακούσω έναν δίσκο πιο
πρωτότυπο και πιο εμπνευσμένο από τους Editors. Τουλάχιστον πιο εμπνευσμένο
μουσικά καθώς όσον αφορά στο στιχουργικό μέρος δύσκολα μπορεί κανείς να
αμφισβητήσει το ποιητικό και λυρικό ταλέντο του Tom Smith.Ίσως η μόνη αισθητή
διαφορά που παρουσιάζει ο ήχος των Editors σε σύγκριση με το ντεμπούτο τους
είναι η πιο γεμάτη και προσεγμένη ενορχήστρωση, που σου δίνει την εντύπωση πως
η μπάντα έχει κάνει αρκετά βήματα μπροστά στις εκτελεστικές μουσικές της ικανότητες,
είναι μ'άλλα λόγια πιο δεμένη. Τα χαρακτηριστικό ''βαθύ'' μπάσσο του Russel Leetch
είναι και εδώ παρόν όπως και το πιάνο, άλλοτε απλά συνοδευτικά και άλλοτε πιο
μελωδικά. Τίποτα παραπάνω όμως αλλά και τίποτα λιγότερο απ'ότι χρειάζεται για
να πειστεί ένας fan των Editors, καθώς τα αγγλάκια δείχνουν να ξέρουν καλά τη
συνταγή της επιτυχίας και φοβούνται να την αποχωριστούν έχοντας πίσω τους ένα album
που πήρε όχι άδικα εξαιρετικές κριτικές και σάρωσε charts και πωλήσεις.
Η απουσία νέων
ήχων και ιδεών από το ''An end has a start''
μ'έκανε να το θεωρήσω με την πρώτη ακρόαση ένα album βαρετό και κουραστικό,
προκαλώντας μου μάλιστα την απορία για το αν ακούω όντως ένα νέο album η κάτι
που θα ορκιζόμουν ότι έχω ξανακούσει! Αυτή βέβαια είναι μόνο η πρώτη εντύπωση.
Στη συνέχεια όλα αλλάζουν. Για μένα τουλάχιστον. Κάθε φορά που τελειώνει ο
δίσκος χωρίς δεύτερη σκέψη πατάω πάλι το play. Περιμένω ανυπόμονα να ξανακούσω
τους υπέροχους αυτούς στίχους προσπαθώντας να έρθω όσο πιο κοντά γίνεται στον Smith.Το
''Smokers outside the hospital doors''
είναι στα αλήθεια το πιο εικονοπλαστικό και ''γλαφυρό'' τραγούδι που έχω
ακούσει τον τελευταίο καιρό. Διαβάζοντας τους στίχους το μυαλό χάνεται και
προσπαθεί να αντιστοιχίσει τα λόγια με πρόσωπα και καταστάσεις.''Pull
the blindfold down, So your eyes can't see, Now run as fast as you can, Through
this field of trees. Say goodbye to
everyone You have ever known, You are not gonna see them ever again, I can't
shake this feeling I've got My dirty hands,
have I been in the wars? The saddest thing that I'd ever seen, Were smokers
outside the hospital doors'' Πράγματικα, ποιος από εμάς δεν έχει σταθεί
έστω για λίγο στα σκυθρωπά πρόσωπα όσων καπνίζουν έξω άπ'την πόρτα ενός
νοσοκομείου? Ίσως πάλι μερικοί από εμάς να ήταν για μια φορά σ'αυτή τη θέση...
Όπως και να'χει θα ήθελα πολύ να μάθω αν κρύβεται κάποια αληθινή ιστορία πίσω
από αυτό το τραγούδι, αν ο Smith ή κάποιος εκ των Editors έφταιξε για κάποιο
ατύχημα και τώρα στέκεται καπνίζοντας έξω άπ'την πόρτα ενός νοσοκομείου.
Ο δυναμικός
πρόλογος του δίσκου συνεχίζεται με το ''an
end has a start'' και το ''the weight
of the world''. Το πρώτο κομμάτι άλλωστε είναι από τα λίγα στο δίσκο που
κορυφώνονται μουσικά (More and more people I Know are getting ill Put something
good on the / Ashes now be still), οι κιθάρες ωστόσο θυμίζουν αρκετά τους Coldplay
στην τελευταία δουλειά τους, ομοιότητα όμως που δεν υποδηλώνει απαραίτητα
επιτηδευμένη αντιγραφή ή έλλειψη έμπνευσης αλλά μάλλον κοινές επιρροές με την
μπάντα του Chris Martin.To '' the weight
of the world'' είναι ένα τραγούδι χωρίς εκπλήξεις με flat ήχο και
αναμενόμενη μουσική, αλλά αρκετά συμπαθητικό πάλι εξαιτίας της όμορφης
στιχουργικής οπτικής γωνίας της μπάντας. ''Every little piece of your life / Will mean
something to someone'' - Πόσες φορές μια στιγμή της ζωής μας μπορεί να
σήμαινε κάτι σε κάποιον άγνωστο περαστικό που πέσαμε πάνω του τρέχοντας να προλάβουμε κάποιο ραντεβού?
Πόσες φορές μοιραστήκαμε σκέψεις και συναισθήματα μ'έναν άγνωστο μόνο και μόνο
μέσα απο ένα βλέμμα?
Στο ''bones'' οι Editors μας θυμίζουν για
άλλη μια φορά της επιρροές τους, με τους Joy
Division να αναδύονται στη μουσική επιφάνεια με υπόκωφους έστω ήχους και με
τη φαντασία του ακροατή να πλάθει τη μορφή του Ian Curtis να γνέφει το κεφάλι
στον Tom Smith, αν όχι περήφανα,τουλάχιστον συγκαταβατικά. Το “bones” σε φέρνει
αντιμέτωπο με μια εικόνα διαπεραστική και μοναδική.... ''In the end all you can hope for
Is the love you felt to equal the pain you've gone through''. Δραματικό
και κάπως κυνικό όπως και η μουσική τους γενικότερα, ωστόσο αρκετά ρεαλιστικό.
Λίγο πριν γίνουμε 21 γραμμάρια ελαφρύτεροι, ίσως να'ναι αυτός ο τελικός
απολογισμός που κάνουμε σύμφωνα με τα λόγια του Smith. Ελπίζουμε η αγάπη που
νιώσαμε να υπερκαλύπτει τις στιγμές του πόνου.
Στέκομαι τόσο πολύ
στους στίχους γιατί πιστεύω πως πρόκειται για έναν δίσκο καθαρά στιχουργικό,
σχεδόν ποιητικό και πολυ λιγότερο μουσικό. Παρά την πολύ καλή ενορχήστρωση του album
και τον γεμάτο ήχο του, ήχο δομημένο με τέτοιο τρόπο ώστε να αποδίδει καλύτερα
στους μεγάλους συναυλιακόυς χώρους που γεμίζουν ασφυκτικά πλέον από το ευρύ
κοινό των Editors, οι 4 απόφοιτοι
μουσικής τεχνολογίας από το πανεπιστήμιο του Stafford όσο φιλότιμη προσπάθεια
και να καταβάλλουν, δε με πείθουν για τη συνθετική τους ιδιοφυία. Αντίθετα, τα
μουσικά όργανα μου φένονται εντελώς συνοδευτικά και τις περισσότερες φορές
περνούν απαρατήρητα. Το μόνο κιθαριστικό ριφακι του Chris Urbanowicz που
συγκράτησα είναι αυτό του “Racing
Rats” και του “Escape the
nest” όπου πάλι κάνουν αισθητή την παρουσία τους οι κιθάρες των Coldplay. Ωστόσο, η απουσία
αξιοπρόσεκτων μπασσογραμμών και φρέσκων κιθαριστικών ιδεών, όσο παράλογο και αν
ακούγεται, μου φένεται πως λειτουργεί υπέρ της χαρισματικής αυτής μπάντας. Και
αυτό γιατί όταν ένας δίσκος στερείται μουσικής πρωτοτυπίας, το βάρος πέφτει
αναπόφευκτα στη φωνή. Και ως προς αυτό οι Editors είναι δίχως άλλο ιδιαίτεροι.
Η πελώρια φωνή του Tom Smith σε
κατακλύζει ολοκληρωτικά, σε κυριεύει με το βάθος της και τη χροιά της, σε
ανατριχιάζει φέρνοντας σου στο μυαλό όχι τόσο τη φωνή αλλά τη μορφή του Ian Curtis.
Οι Editors είναι μια παραπάνω από αξιόλογη μπάντα και το απέδειξαν με το πρώτο
τους album. Στο δίσκο όμως αυτό ήρθε η στιγμή να αναδειχθεί η μεγάλη
προσωπικότητα του group που δεν είναι άλλη από τον Tom Smith. Η υπογραφή του
φαίνεται να έχει μπει και στο τελευταίο κομμάτι του δίσκου, το “well worn hand”, μια σπαραξικάρδια
μπαλάντα όπου με τη βοήθεια του πιάνου ο Smith απαλλάσεται και απ'τα τελευταία
υπολλείμματα του εγωισμού του και η προσωπικότητα του σκιαγραφείται με τον
καλύτερο τρόπο μέσα από τους στίχους του: I don't want to go out on my own anymore I
can't face the night like I used to before.
Το An End Has A Start λοιπόν είναι αναμφίβολα ένας καλός
δίσκος που σε κερδίζει περισσότερο με τους στίχους παρα με τη μουσική του.
Ακόμη όμως και συνολικά να το δούμε, η δεύτερη δουλειά των Editors πάλι μόνο
θετική μπορεί να χαρακτηρισθεί. Οι αίθουσες θα γεμίσουν και πάλι ασφυκτικά για
τους Mercury-prized βρετανούς και όχι άδικα διότι τα δίνουν όλα στα live όπου
και να παίζουν, οι πωλήσεις σίγουρα προβλέπονται εντυπωσιακές για τη νέα
αγαπημένη μπάντα της Γηραιάς Αλβιόνας και το τελικό ερώτημα που αιωρείται είναι
αν έχουν μέλλον μπροστά τους. Πάντως μ'ένα ντεμπούτο σαν το Back Room και μ'ένα
πολύ καλό follow-up σαν το An end has a start, το πιο πιθανό είναι να
περιμένουμε και άλλες δουλειές από το βρετανικό post-punk κουαρτέτο, ελπίζοντας
στη συνέχιση του εκπληκτικού λυρισμού τους, αλλά σ'έναν ήχο πιο πειραματικό και
εξελιγμένο και λιγότερο στάσιμο.
Rating: 8 / 10
Δημήτρης Συνοδινός
• An End Has A Start full album streaming
Editors - Smokers Outside The Hospital Doors video
Star Industry - Last Crusades
01. Lost Generation
/ 02. Pray
/ 03. Forever
/ 04. Out Of My Head
/ 05. Sin
/ 06. Last Crusades
/ 07. The Return Of David Gun
/ 08. Substitudes
/ 09. The Spirits Within
/ 10. Fall From Grace
Alfa Matrix / 11 May 2007
Τα αγαπάω αυτά τα
Βελγάκια και για προσωπικούς και για μουσικούς λόγους. Γιατί είναι παιδιά του Vision Thing, γιατί φτάνουν κάθε φορά μέχρι εκεί που μπορούν, γιατί
δε ζορίζονται και δεν ποζάρουν. Γιατί κάποιος πρέπει να τα αγαπήσει τέλος
πάντων μιάς και οι δυό-τρεις επιτυχίες τους δε στάθηκαν ικανές να τους
αγκαλιάσει το μουσικό κοινό στην χώρα μας.
Με μια σύντομη αναδρομή
στο παρελθόν είναι ξεκάθαρο ότι σκοπός της ζωής τους δεν είναι η δισκογραφία:
ντεμπούτο άλμπουμ το ’98 (Iron Dust Crush), ένα EP το ’00 (New Millenium) και ένα ακόμα άλμπουμ το ’01 (Velvet). Από τότε κάποιες live εμφανίσεις, όχι πολλές,
ένα site που ενημερωνόταν ανά αραιά διαστήματα και αναμονή για
ένα νέο άλμπουμ. Το νέο άλμπουμ ήρθε λοιπόν, με νέο παραγωγό τον Luc Van Acker και με νέα δισκογραφική
εταιρεία την Alfa Matrix, οι οποίοι και
πρόσθεσαν δύο νέα στοιχεία στους Star Industry: ο μεν Luc έδωσε πιο πομπώδη ήχο με ιδιαίτερη έμφαση στο δυνατό drum work και η Alfa Matrix βάλθηκε να τα
δώσει όλα στο promotion και να προσπαθήσει να τους σπρώξει με τα χίλια γκάζια
στην αγορά του gothic rock.
O Luc Van Acker έκανε τη δουλειά του πολύ καλά δίνοντας επιπλέον πόντους
στο Last Crusades βρίσκοντας μια
πολύ καλή αναλογία ανάμεσα στο drum kit που λυσσάει,
στις κιθάρες που έγιναν λίγο πιο σκληρές και στα σύνθια που είναι παρόντα σε
κάθε μία από τις 10 συνθέσεις του άλμπουμ. Η αποστολή της Alpha Matrix όμως είναι σαφώς δυσκολότερη: το προιόν της δύσκολα
περνάει το μέτριο στο σύνολό του. Δεν διαφέρει βέβαια και σε πολλά από τις
προηγούμενες δουλειές των Βέλγων: ένα-δυό καλά τραγούδια και τα υπόλοιπα σε
μέτρια συνθετικά επίπεδα. Στην περίπτωση του Last Crusades έχουμε να κάνουμε με τα παρακάτω:
Πρώτον, δύο gothic rock ύμνους, τα Lost Generation και Last Crusades που από μόνα τους σηκώνουν τη σταυροφορία των Star Industry. Πολύ δυνατές συνθέσεις, το πρώτο έντονα μπητάτο και το δεύτερο με πιο
σταθερό και αργό tempo.
Δεύτερον, δύο ακόμα
συνθέσεις που ξεχωρίζουν, τα Sin και The Return of David Gun που θα ήταν ο καλύτερος τρόπος να συμπληρώσουν ένα EP.
Τρίτον, ένα ενδιαφέρον
δεύτερο δισκάκι στη limited edition όπου βρίσκονται κάποια remix με …άποψη και
Τέταρτον, ένα t-shirt για όσους
προμηθευτούν την super fan edition.
Επειδή όμως για όσα
αγαπάμε δεν μπορούμε να είμαστε αυστηροί και αντικειμενικοί κριτές, επειδή η
νύχτα για άλλους είναι η καλύτερη και για άλλους είναι συμφορά σκέτη, επειδή οι
πολυαγαπημένοι μου Star Industry βρίσκονται ξανά στη μαχόμενη δισκογραφία, ας τους δοθούν τα credits που τους αξίζουν τουλάχιστον από όλους όσους γουστάρουν να κοιμούνται τα
βράδια και να ακούγεται εκεί στο βάθος μια σκοτεινή και πομπώδη κιθαριά και η
φωνή του Peter Beckers να φωνάζει με στόμφο.
Κι από όλους όσους
αρέσκονται να πλάθουν με τη φαντασία τους μια ιστορία γύρω από ένα τραγούδι,
μια ιστορία ντυμένη με πανοπλίες, ηρωισμούς και σταυροφορίες…
Rating: 6,9 / 10
Βασίλης Παπαδογεωργόπουλος
cd 2 tracklisting:
01. Lost Generation (VIVELAFETE remix)
02. Out Of My Head (LEAETHER STRIP remix)
03. Last Crusades (IMPLANT remix)
04. Forever (Luc Van Acker remix)
05. The Return Of David Gun (Berlin mix)
06. Nineties (remastered)
07. Heart Man Angel (single edit)
08. City Of Light
+ Last Crusades - Video Clip
Star Industry - Last Crusades video
comments & discussion
Ξεκίνησα με όλη την καλή διάθεση να είμαι σύντομη και περιεκτική αυτή τη φορά, όχι γιατί δεν αξίζουν περισσότερα λόγια στο δίσκο - κάθε άλλο - απλά επειδή μου τη λένε συνέχεια για το μέγεθος, αλλά με τους Piano Magic δεν την παλέυω. Όσοι γνωρίζουν το συγκρότημα ξέρουν οτι οι κυκλοφορίες τους δεν μπορεί να είναι τίποτα λιγότερο από καλές. ‘Οποιος δεν τους γνωρίζει ας ξεκινήσει με αυτό το γεγονός, που τείνει να γίνει αντικειμενική αλήθεια μέσω της επαλήθευσης. Φέτος λοιπόν από τον Glen Johnson και τους συνεργάτες του είχαμε 2, ας πούμε 3 δίσκους μέσα στους τελευταίους μήνες: το electropop "We don't just disappear" από τους Future Conditional (αναλυτικά στο αντίστοιχο review), το solo της chanteuse Angele και το αντικείμενο της κριτικής αυτής, το 7o proper album των Piano Magic.
Ακολουθώντας τη δημιουργική λογική που εφαρμόζουν από το "The Troubled Sleep Of Piano Magic" και έπειτα, μεταφέροντας το συλλογικό ιδεώδες και τον κολλεκτιβισμό από τη σύνθεση της δημιουργικής ομάδας στη σύνθεση της μουσικής από τα μόνιμα μέλη της μπάντας πλέον, και με τη συνδρομή του Guy Fixsen στην παραγωγή, οι Piano Magic προχωρούν διακριτικά τον ήχο τους ένα βήμα παραπέρα. Και αυτό που επιδιώκουν και καταφέρνουν είναι, με απλά λόγια, να ακούγονται πιο «μπάντα» από ποτέ και πιο live από ποτέ, δίνοντας στο Part Monster το χαρακτήρα ενός live studio album. Το αποτέλεσμα πλησιάζει την υπέροχη ΙΜΟ εμπειρία των συναυλιών τους (αλλά με πολύ πολύ πολύ καλύτερο ήχο απ'ότι στο Bios βέβαια).
‘Ετσι ξεκινά και το Part Monster, συναυλιακά. To opener είναι οτι ακριβώς θα μπορούσες να περιμένεις από ένα Piano Magic εναρκτήριο: μια σταδιακή εισαγωγή/παρουσιάση του group που στη συνέχεια παραδίδει απλά μαθήματα μουσικής, μελωδίας, δυναμικής παρουσίας των οργάνων αλλά και ισορροπίας στο αποτέλεσμα του ήχου τους, ενθουσιάζοντας το κοινό. Το "The Last Engineer" περιλαμβάνεται και στο album των Future Conditional παρεπιμπτόντως, σε μία πιο-διαφορετική-δεν-νομίζω-πως-γίνεται εκτέλεση. Αυτές οι δυνατότητες της μουσικής ε? Απέραντες, απερίγραπτες, τι κρίμα που δεν τις εκμεταλλεύονται συχνότερα οι άνθρωποί της... Γιατί από τον Glen πραγματικά δεν έχω παράπονο. Πειραματίστηκε με όργανα, με ήχους, με είδη, με συνεργασίες και αυτό το τελευταίο υποψιάζομαι πρέπει να είναι το πιο δύσκολο απ΄όλα. To "England's always better" φέρνει πίσω ένα φίλο από τα παλιά. Η βαθιά φωνή του Simon Rivers των Bitter Springs, η ταλαιπωρημένη της χροιά και η εικόνα του «μοναχικού» που φέρνει στο μυαλό είχε εντυπωθεί έντονα στη μνήμη μου από το Low Birth Weight όπου είχε ξανατραγουδήσει και γράψει στίχους. Μόνο που εδώ το κάνει τόσο πολύ καλύτερα, τα πνευστά συνδυάζονται ιδανικά με την ελαφρώς slowdive ατμόσφαιρα (δεν το περίμενα!), η Angele κάνει κάτι μαγικό με τα περάσματα της (όπως και στο τελευταίο "Part-Monster"), η ενορχήστρωση είναι εξαιρετική, το "tears for the weddings and smiles for the funerals" τόσο αληθινό... Υπέροχο, ακούστε το, please!
Η Angele είναι ακόμα πιο μαγική όταν γίνεται πρωταγωνίστρια όμως, και πριν το τέλος του "Soldier Song" μένω και πάλι να αναρωτιέμαι αν είναι όντως τελικά το πιο γλυκό και αθώο και χαριτωμένο πλάσμα που έχω ακούσει/δει/γνωρίσει. Μία από τις καθαρά pink moments των Piano Magic, μου θύμισε έντονα το "A return to the sea" από το Artist's Rifles και αυτή την αίσθηση του απαλού κύματος, παρά το κοινωνικοπολιτικές ανησυχίες των στίχων. To reprise του "Incurable" είναι ακριβώς εκείνη η εκδοχή κατα τη διάρκεια της οποίας κουνάγαμε όλοι το κεφάλι και τα πόδια ρυθμικά στο Bios. Και τι φινάλε... Respect to Alba.
Κάπου στα μισά λοιπόν και όλα κυλάνε όμορφα, αλλά ακολουθούν τα δύο καλύτερα: το "The King cannot be found" («darkwave-ιά απ΄τις καλές για Rebound κι έτσι...») και το shoegaze instrumental "Great Escapes". Piano Magic at their best! Kαι δεν μένουν στην πεπατημένη, αυτά μόνο που κάνουν καλά δηλαδή. Υπάρχει μία πιο soft rock προσέγγιση στo "Cities And Factories", ένα jazzy στοιχείo στο "Halfway Through", μιξαρισμένο με το ύφος των Piano Magic πάντα, ενώ ο φυσικός χώρος ακρόασης του "Saints Perserve Us" είναι το... στάδιο. Το αποτέλεσμα δεν είναι το ίδιο ικανοποιητικό σε κάθε περίπτωση, thumbs up για την προσπάθεια όμως, και αυτό πειραμα είναι. Μικρές αλλαγές και στο στιχουργικό της υπόθεσης. Υπάρχουν τραγούδια στο γνωστό γλυκόπικρο, συναισθηματικό και ποιητικό ύφος που μας έχει συνηθίσει o Johnson, η σχέση αγάπης και μίσους με την πατρίδα του θίγεται και πάλι, αλλά επιλέον σε κάποιες περιπτώσεις τα πράγματα είναι λίγο πιο ακαθόριστα και πολυδιάστατα ( "Saints Preserve Us", "The King Cannot Be Found" ).
Υπάρχει μια άποψη, πως όταν αρχίζουν τα side-project τα πράγματα γίνονται δύσκολα για το σύγκρότημα αυτό καθεαυτό. Στην περίπτωση μας δεν ισχύει ακριβώς αν αναλογιστούμε την πορεία των Piano Magic μέχρι σήμερα σε συνδυασμό με το γεγονός πως ο Glen Johnson έψαχνε πάντα για περισσότερες δημιουργικές διεξόδους, είτε αυτό μεταφραζόταν ως πληθώρα κυκλοφοριών (singles, eps, split singles) είτε μέσω του solo του Textile Ranch παλιότερα. Δεν μπορώ όμως να αποφύγω τη σκέψη (σαν παλιομοδίτικη αν και νέα σχετικά fan, που θέλει και το μπέρδεμα της) πως ίσως να είχαμε τον τέλειο δίσκο μέσω ενός συνδυασμού των Future Conditional lp & Part Monster. Αλλά και αυτό που έχουμε τελικά στα χέρια μας είναι μια ποιοτική δουλειά από μια πάρα πολύ καλή μπάντα που προσωπικά εκτιμώ και αγαπάω πολύ, νιώθοντας οτι ζούμε, μεγαλώνουμε και αλλάζουμε μαζί.
Rating: 8 / 10
Μαρία Καραγκούνη
Keene - The River And The Fence
01. Patch / 02. Stroked Trees / 03. The River / 04. Here / 05. Door On Glass / 06. Weir of Fog / 07. Cave Of Error / 08. The fence
Poeta Negra / 7 May 2007
Οι Keene είναι ένα οπτικο-ακουστικό project
που ιδρύθηκε το 2005 αρχικά από τον Δημήτρη Μητσιόπουλο ενώ στη μπάντα με το
πέρασμα του χρόνου προσετέθησαν ο Χάρης Μαρτής και ο Κώστας Γιάζλας. «The River
and the Fence» είναι ο τίτλος της πρώτης τους δισκογραφικής παρουσίας υπό τη
σκέπη της μοναδικής και ιδιαίτερης Poeta Negra. Κυρίαρχος στο κλίμα που
επικρατεί δείχνει να είναι ένας απόλυτος μινιμαλισμός με μία εξέχουσα ευελιξία
που περνάει εν μέσω διαφορετικών ηχητικών layer, προσδίδοντας μία αφηγηματική
διάθεση που φαίνεται να ακολουθεί τον ρου του ποταμού και να δημιουργεί
γεωμετρικές εικόνες που ρευστοποιούνται μέσα στην αχλύ της γκρίζας ομίχλης. Η
σαφής κινηματογραφική διάσταση της μουσικής σύνθεσης αναδύεται μέσα από
κλασικές φόρμες και ενίοτε με τη χρήση τσέλου (από την Εύη Καζαντζή) που
διανθίζει το όλο μουσικό κλίμα τονίζοντας τη συναισθηματική ευθραυστότητα ενώ
παράλληλα συνδυάζεται με μία εξ’ ολοκλήρου αφαιρετική διάσταση που διαπερνά
post ambient μονοπάτια, με μία απαράμιλλη αίσθηση εσωτερικότητας και βαθιάς
μελαγχολίας. Η 4AD των This Mortal Coil, του P.Nooten, του Michael Brook
ακολουθεί την ακρόαση του άλμπουμ σε κάθε του βήμα, μέσα από μία αισθητική
σκοτεινή μεν αλλά θελκτικότατη, πλημμυρισμένη από την ατμοσφαιρική ηδύτητα των
μελαγχολικών μελωδιών, που δεδομένης της κινηματογραφικής αφηγηματικότητας της
μουσικής τους γραφής, εξαπλώνεται στο χώρο σαν soundtrack ταινιών του Herzog
(Popol Vuh), καθώς μία εκλεπτυσμένη kraut κατεύθυνση είναι εμφανής.
Και ενώ ο
ποταμός χάνεται μέσα στη γκριζογάλανη ομίχλη, ο στοχασμός δίνει τη θέση του σε
μία εσωτερική αναδίπλωση, έναν ονειρισμό που αργοκινείται εντός ενός πεδίου
πειραματικής ατμοσφαιρικότητας που αν μη τι άλλο διατηρεί την αίσθηση της
μοναχικότητας που ούτως ή άλλως επικρατεί. Ο στοχασμός λοιπόν δίνει τη θέση του
στο ταξίδι, το ταξίδι στην εμπειρία, που βιώνεται με απόλυτη καθαρότητα μέσα
από τις αόρατες κρυστάλλινες δονήσεις των ισχυρών ποτάμιων ρευμάτων.
Ακόμη κι αν
δε βλέπεις τίποτα, είσαι εκεί.....ακόμη κι αν δεν το γνωρίζεις...είσαι ακόμη
εκεί....μπορείς να το νιώσεις......εδώ μιλάμε για την ομορφιά που προβάλλει
μεγαλόπρεπα μπροστά σου...μόλις κλείσεις τα μάτια σου....κι είναι τόσο
διάχυτη...!
Τόλης Ελεφάντης
Stars Of The Lid - And Their Refinement Of The Decline
CD 1:
Dungtitled (In A Major) / Articulate Silences Part 1 / Articulate
Silences Part 2 / The Evil That Never Arrived / Apreludes (In C Sharp
Major) / Don't Bother They're Here / Dopamine Clouds Over Craven
Cottage / Even If You're Never Awake (Deuxième) / Even (Out) + / A
Meaningful Moment Through A Meaning(less) Process
CD 2:
Another Ballad For Heavy Lids / The Daughters Of Quiet Minds / Hiberner
Toujours / That Finger On Your Temple Is The Barrel Of My Raygun /
Humectez La Mouture / Tippy's Demise / The Mouthchew / December Hunting
For Vegetarian Fuckface
Kranky / 2 April 2007
Πόσες φορές έχουμε νοσταλγήσει διάφορα από το παρελθόν,
πόσες φορές δεν έχουμε "πιάσει" τον ίδιο μας τον εαυτό να χαμογελάει
ανεπαίσθητα για μια ασήμαντη, αλλά γλυκιά θύμιση. Είναι πολλές οι στιγμές μας
που τις συνδιάζουμε με πράγματα της καθημερινότητας και, όταν τα ξαναβλέπουμε,
όταν τα ξανακούμε ή απλά τα αισθανόμαστε, ένα ρίγος διαπερνά το κορμί μας, ενώ
μερικές φορές με δυσκολία συγκρατούμε τα δάκρυα μας… με δυσκολία προσπαθούμε να
μείνουμε όρθιοι… Αυτή η ανεξήγητη δύναμη που μας περιβάλει εκείνη την στιγμή
είναι έργο κάποιας εικόνας, κάποιου ήχου, όπου με ένα απλό άγγιγμα στην ψυχή
μας, μας κάνει να "καταρρεύσουμε" και να αισθανθούμε τόσο αδύναμοι σε αυτή την
δύναμη, που θαρρείς έρχεται από κάπου αλλού, αλλά στην πραγματικότητα έρχεται
μέσα από την καρδία μας.
Αυτές οι στιγμές ανείπωτης μαγείας, που μας
απελευθερώνουν από την καθημερινότητα μας, είναι οι στιγμές που αποζητούμε και,
αν δεν υπήρχαν αυτοί οι "συνδετικοί κρίκοι", θα μας ήταν αδύνατον να τις
βιώσουμε… Ακούγοντας το And Their Refinement Of The Decline το μόνο σίγουρο
είναι ότι κάποια στιγμή στο μέλλον θα θυμόμαστε τέτοιες εμπειρίες από την
ακρόαση του ή και το αντίθετο.
Μετά
από μια μακρά απουσία της τάξεως των έξι χρόνων από την κυκλοφορία του The
Tired Sounds Of
Stars Of The
Lid - που ίσως οφείλεται στην χιλιομετρική απόσταση που
χωρίζει το ντουέτο - ο Adam Wiltzie
από τις Βρυξέλλες, όπου και βρίσκεται πλέον, και ο Brian McBride
από το Los Angeles
(και οι δύο ξεκίνησαν από το Austin
του Texas), συνέθεσαν ένα άλμπουμ γεμάτο νοσταλγία και γλυκία
μελαγχολία. Όσον αφορά την μακρά διάρκεια του - αυτό εναπόκειται καθαρά στην
κρίση του καθενός - οι απόψεις διήστανται. Όπως και το "The
Tired Sounds Of…"
έτσι και το "And Their Refinement…"
είναι διπλό CD ή
τριπλό LP, με δύο ώρες γεμάτο από τα τρία βιολοντσέλλα, τις δύο
τρομπέτες, την μία άρπα, το ένα κλαρινέτο, το ένα flugelhorn
και την παιδική ορχήστρα του Saint
- Jean Baptiste. Κατά κάποιον τρόπο αποτελεί μία φυσική συνέχεια του "The Tired
Sounds Of…", με τις μόνες
διαφορές ότι οι κιθάρες πλέον ακούγονται ανεπαίσθητα και γενικότερα υπάρχει μια
ολοφάνερη ωριμότητα στο group. Ποιος ξέρει τι
εμπειρίες βιώσανε οι δυο τους για να καταλήξουν στην δημιουργία του…
Πιστέψτε με… είναι εντελώς περιττό να αναφέρω το είδος ή
τα είδη μουσικής που συγκαταλέγεται το άλμπουμ. Το μόνο που θα κατάφερνα θα ήταν αφενός
να μειώσω το "όραμα" των SOTL, αφετέρου να
περιορίσω τους πιθανούς ακροατές σε ένα μικρό κοινό. Η ηρεμία και σε ορισμένες
στιγμές αγαλλίαση που μας προσφέρουν μεσω αυτού οι McBride και Wiltzie είναι αδιαμφησβήτητα
γεγονότα και η ακρόαση του "And Their Refinement Of…" στην ολότητα του, ξεφεύγει από τα καθιερωμένα ακούσματα που κάνουμε
συνήθως σε ένα δίσκο, ξεχωρίζοντας κάποια κομάτια. Εδώ χάνεσαι στο άπειρο - δεν
είναι τυχαία η αναφορά που γίνεται στο εξώφυλλό του - με την μουσική να
καταφέρνει να δημιουργήσει ένα περίεργο, όσο και όμορφο συναίσθημα στον
ακροατή, ένα συναίσθημα που πλησιάζει την μεγαλοσύνη της μουσικής εμπειρίας του
να βρίσκεσαι στο επίκεντρο αυτής της απλότητας, που συναντά κανείς σε κάθε νότα
του . Μιας απλότητας που σε κάνει να χαμογελάςκαι να πιστεύεις ότι
αυτή η "ομορφιά" δεν έχει χαθεί…. απλά εάν κανείς θέλει να την αναζητήσει,
αρκεί να ψάξει μέσα του. Ένας τρόπος να το επιτύχει αυτό, είναι ακούγοντας το "And Their Refinement Of The Decline" των Stars Of The Lid.
Νίκος Τσίνος
• Stars Of The Lid on Kranky
• Stars Of The Lid on brainwashed
• Stars Of The Lid - Apreludes (In C Sharp
Major) mp3
Stars Of The Lid - Sons & Daughters Of Quiet Minds short film
comments & discussion
Throbbing Gristle - Part Two The Endless Not
1. Vow Of Silence
/ 2. Rabbit Snare
/ 3. Separated
/ 4. Almost A Kiss
/ 5. Greasy Spoon
/ 6. Lyre Liar
/ 7. Above The Below
/ 8. Endless Not
/ 9. The Worm Waits It Turn
/ 10. After The Fall
Mute / 2 April 2007
Τι να
πρωτοπεί κανείς για τους Throbbing Gristle, το συγκρότημα που διαμόρφωσε αυτό
που αποκαλούμε σήμερα industrial. Νομίζω πως δεν θα είχε νόημα να κάνω καμία
ιστορική αναδρομή καθώς τα πάντα γύρω από το όνομα τους πάνω κάτω είναι γνωστά
Τέλος πάντων, τον τελευταίο καιρό ακούγονταν διάφορα για το νέο τους άλμπουμ…
τι θα μπορούσε να περιμένει κανείς άραγε; Τον παλιό καλό ανατριχιαστικό θόρυβο,
κάτι περισσότερο ρυθμικό, κάτι κοντά σε πειραματικό ροκ (θεός φυλάξει!), τίποτα
δεν ήταν σίγουρο…
Να σας πω την αλήθεια δεν είχα και μεγάλες προσδοκίες (πράγμα που επαληθεύτηκε
όπως θα καταλάβετε στην συνέχεια) Για να κρίνεις ένα άλμπουμ των gristle, σαφώς
και δεν αρκεί να το ακούσεις μία φορά (καθώς μία ίσον καμία) Τρεις φορές που
λέτε το άκουσα και δυστυχώς δεν μου έμειναν και πολλά. Τα κομμάτια περιέχουν
ορισμένη από την γνωστή πειραματική ψυχεδέλεια του συγκροτήματος με αισθητή την
απουσία της ψυχρής καταστρεπτικής ωμότητας του αρχικού τους ήχου (τουλάχιστον
όπως τον έχω στο μυαλό μου από τις καλύτερες στιγμές τους)
Αναλογικά
synths, χωμένα που και που φυσικά όργανα και η διεστραμμένα υπνωτική φωνή του
κύριου P-Orridge που όμως δεν μου ακούγεται παθιασμένος όπως ακουγόταν
παλιότερα. Υπάρχουν και τρία τέσσερα καλά κομμάτια (όπως το greasy spoon και το lyre liar) αλλά σε γενικές γραμμές ο
δίσκος δεν μπορώ να πω ότι με ενθουσίασε, χωρίς αυτό απαραίτητα να σημαίνει ότι
δεν έχει το ενδιαφέρον του. Το θετικό με το “endless not”
είναι ότι οι πρωτοπόροι πειραματιστές είναι αρκετά οξυδερκείς ώστε να
μην προσπαθήσουν να επαναλάβουν τον
παλιό τους εαυτό καθώς έχουν ανοιχτεί ηχητικά σε κάπως πιο «ήπιους» και
διαφορετικούς ορίζοντες. Όταν έχεις όμως στο μυαλό σου ένα όνομα σαν τους Τhrobbing Gristle με μερικές αριστουργηματικές
δουλειές στο ενεργητικό τους, ευελπιστείς και θες να έρθεις αντιμέτωπος με κάτι
περισσότερο από έναν μέτριο δίσκο. Είναι
και αυτή η αίσθηση της αρπαχτής που με πιάνει σε αυτές τις περιπτώσεις και με
κάνει επιφυλακτικό… δεν ξέρω, γενικότερα όλα αυτά τα comeback σε συνδυασμό με
φανταχτερό promotion είναι εύκολος τρόπος να εξασφαλίσει κάποιος έναν καλύτερο
μισθό (στην περίπτωση μας καλύτερη σύνταξη ).. Μπορεί κι εγώ ,θα μου πείτε, ως
κριτής να είμαι κάπως σκληρός (όχι που δεν θα μουνα),μπορεί να φταίει η
σκατένια μου διάθεση, μπορεί να φταίει που σιγά σιγά πιάνουν οι ζέστες, μπορεί
να φταίει και το άγχος που μου μεταδίδουν στο δρόμο τα μικρά με τις πανελλήνιες…
Για να
επανέλθουμε όμως θα ήθελα να επισημάνω το εξής: Μην περιμένετε να ακούσετε
τίποτα κομματάρες όπως το hamburger lady π.χ. ή ένα discipline. Είπαμε,
περάσανε αυτές οι εποχές. Τέλος. Έφυγαν. Επίσης, το νέο τους album δεν είναι μόνο για σκληροπυρηνικούς fans της
μπάντας(ξέρετε αυτούς που θα το αγοράσουν ότι πατάτα και να είναι, επειδή με το
συγκρότημα έχουν πλέον φετιχιστική σχέση) αλλά απευθύνεται και στους περισσότερους
φίλους του πειραματικού ήχου που την ψάχνουν με κάτι από το τη νέα σεζόν και
δεν έχουν βρει τίποτα της προκοπής για την ώρα. Η συμβουλή μου; Σε περίπτωση
που το γούστο σας στο industrial είναι αρκετά κάφρικο (όπως και το δικό μου καλή
ώρα) ψάξτε καλύτερα το τελευταίο Whitehouse και θα με θυμηθείτε (ελπίζω όχι
βρίζοντας)... Διαφορετικά; Ισως σας βολέψει και το The Endless Not… Ισως…
Μάνος Χ.
comments & discussion
Όταν ο Henri Matisse προσβλήθηκε από καρκίνο και αναγκάστηκε να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε αναπηρική καρέκλα άρχισε να φτιάχνει τα περίφημα gouaches découpés. Ήταν ουσιαστικά ένα κολάζ χαρτοκοπτικής. Μικρά χρωματιστά χαρτάκια σε ακαθόριστα και διαφορετικά σχήματα που ενωνόντουσαν παίρνοντας μορφή συνήθως ως κάτι απλό, ευχάριστο αλλά ενιαίο και πολύ συγκεκριμένο.
Όταν οι Matisse ετοιμαζόντουσαν να κυκλοφορήσουν την πρώτη τους ολοκληρωμένη δουλειά θυμήθηκαν προφανώς τον διάσημο νονό τους. Έκαναν το δικό τους κολάζ από όμορφα χρωματιστά τραγουδάκια ξεμπροστιάζοντας χωρίς δισταγμό την διαφορετικότητα των επιρροών τους και τα έβαλαν σε μια σειρά δίνοντάς τους τον τίτλο “cheap as art”. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι το κολάζ τους δεν φαινόταν να μπορεί να πάρει κανένα σχήμα από όποια γωνία και αν το κοίταζες. Εμοιαζε αφηρημένο και όση ευχαρίστηση αν απομυζούσες από κάθε κομμάτι του, η μη μορφοποίησή τους σε κάτι ενιαίο αποδυνάμωνε σημαντικά το αποτέλεσμα. Το ξανακοίταξαν λοιπόν το πράγμα και 2 χρόνια μετά επιστρέφουν με καινούριο υλικό που μοιάζει να χλευάζει τα κλισέ περί “2ου δύσκολου album” αφού ακούγεται και φαίνεται να δημιουργήθηκε χωρίς καμία δυσκολία.
Στο ‘toys up’ η πολυσυλλεκτική ποπ των Matisse αποκτά χαρακτήρα και προσωπικότητα, σκοτεινιάζει τα ηχοχρώματα, δυναμώνει τις εντάσεις και ακούγεται ολοκληρωμένη τόσο μουσικά όσο και θεματικά. Από το (πολύ όμορφο) artwork του Emanuele Balzani μέχρι τα κειμενάκια που προλογίζουν τα τραγούδια στο booklet, τα πάντα δείχνουν ότι έχει γίνει πολύ και προσεγμένη δουλειά μέχρι το δισκάκι να φτάσει στα χέρια μας.
Μουσικά ο ήχος του συγκροτήματος κρατάει τα καλύτερα από αυτά που αγαπάνε, την glam-pop των Suede, το λυρισμό και την ευαισθησία Marc Almond, την εκρηκτικότητα των T-Rex, αλλά βουτάει και πιο βαθιά στις αρχές των 80’ς και αρπάζει με σεβασμό στοιχεία από μεγάλες post punk και wave μπάντες όπως οι Sound, οι Magazine, οι Tuxedo Moon και οι Banshees.
Το ‘call me, call me” πάει σίγουρα για καλοκαιρινό radio-hit γιατί ακούγεται δροσερό και ευχάριστο με τα synth bass-lines και το ευκολομνημόνευτο απλοϊκό ρεφραίν. Κλισέ ατάκες τύπου “I’ll be the sunrise in your eyes” μπορεί να κάνουν τον Αρη Σιαφά να βλαστημάει την ώρα και τη στιγμή που τις έγραψε, αλλά το τραγούδι πετυχαίνει το σκοπό του ως opener του album και ουσιαστικά λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος του “toys up” με τον προηγούμενο τους δίσκο. Από κει και πέρα οι διαθέσεις σιγά σιγά αλλάζουν και η μελαγχολική κιθαριστική ποπ στο “judgement day” θα «γκαζώσει» προς το τέλος δίνοντας την θέση της στις πιο new wave αποχρώσεις του “killer kids” και του “mind the gap”. Το πρώτο αναφέρεται στιχουργικά στον Robert Powell (Jesus of Nazareth) με μια από τις πιο έξυπνες και σαρκαστικές lyric lines που έχω ακούσει τελευταία ( if Jesus was half as handsome as you are, I might believe too…) ενώ το δεύτερο αποδεικνύεται το απόλυτο winner του cd με καταπληκτικές κιθάρες και συναισθηματικές εναλλαγές στην ερμηνεία. Το “gas”, αν δεν ακούγαμε την φωνή της Δήμητρας Γαλάνη στο ρεφραίν, πολύ δύσκολα θα καταλαβαίναμε ότι είναι διασκευή στο “Μη μου μιλάς γι αγάπη”, αφού το τραγούδι μεταμορφώνεται σε μια σκοτεινή συναισθηματικά φορτισμένη μπαλάντα με σχεδόν goth κιθάρες στην αρχή και αρκετό θόρυβο στο τέλος. Η επιλογή και μόνο της δεύτερης διασκευής που υπάρχει στο “toys up” είναι άξια συγχαρητηρίων. Το “she bop” από τον πρώτο δίσκο της Cyndi Lauper παίρνει νέα πνοή, τους ταιριάζει γάντι και μπράβο σε αυτόν που το σκέφτηκε, ενώ τα “5 seconds of love ”(κάτι τέτοιο ήθελαν να γράψουν οι Duran Duran των ‘00s αλλά δεν τα κατάφεραν) και το “snow white” με τις dark-wave μπασογραμμές του (κατευθείαν από τους Βanshees) θα γίνουν χωρίς καμιά αμφιβολία live favorites. Οσο για τους νοσταλγούς των 90ς, το συγκινητικό Tel Aviv που κλείνει τον δίσκο σε ταξιδεύει στις παλιές καλές εποχές των Suede και του “Europe is our playground”…
Αν προσπαθούσαμε να εντοπίσουμε το μουσικό στίγμα των ‘00s, τότε αυτό θα ήταν μάλλον το παιχνίδι με τις προηγούμενες δεκαετίες και ξεπερνώντας τα κόμπλεξ παρελθοντικών συγκρίσεων και απενοχοποιώντας την έμπνευση μπορούμε πλέον απλά ν’απολαύσουμε την καλή μουσική, δε νομίζετε; Εδώ λοιπόν, μιλάμε για ένα album που θα δυσκολέψει και τον πιο απαιτητικό ακροατή να κάνει skip και με το χέρι στην καρδιά, υπό τον κίνδυνο να χαρακτηριστώ προβοκάτορας, μπορώ να πω χωρίς δισταγμό ότι το “toys up” είναι μια από τις κορυφαίες “alternative pop” κυκλοφορίες της χρονιάς που διανύουμε. Με στυλ και πείσμα, οι Matisse καταφέρνουν να κερδίσουν στα σημεία τα πολυδιαφημισμένα follow-ups των Kaiser Chiefs ή των Bloc Party και αυτή είναι μια σύγκριση που ελπίζουμε να γίνεται όλο και συχνότερα αντικαθιστώντας το συνηθισμένο κλισέ «για Ελληνικό»...Toys Up!
Rating: 8,6 / 10
Κώστας Μπρέλλας
Future Conditional - We Don't Just Disappear
Bright Lights & Wandering / Broken Robots / We Don't Just Disappear / Switchboard Girl / Substance Fear / Crying's What You Need / The Volunteer / The Last Engineer / Typos / Your Love Leaves Me Colder
LTM
/ April 2007
Intro
Είναι
περίεργη η αίσθηση που σου δημιουργείται όταν βρίσκεσαι στη θέση να
παρουσιάσεις ένα δίσκο όπως αυτόν. Δύο μέλη από τους Piano Magic, οι Glen Johnson
και Centric Pin, σε βάζουν να σταθείς απέναντι από έναν αόρατο καθρέφτη και να
θέσεις το ερώτημα: υπάρχει synth pop μετά το θάνατο; Πώς να περιγράψεις τις
μουσικές καταβολές που αποτελούν ένα κομμάτι του εαυτού σου; Πώς να
παρουσιάσεις αντικειμενικά ένα δίσκο που κάθε τραγούδι του συνειρμικά σε οδηγεί
σε κάτι άλλο πέρα από τη μουσική,
βαθύτερα μέσα στο χρόνο και στην κοιμισμένη εφηβεία του παρελθόντος μας
(τουλάχιστον των τριάντα πέντε ετών και άνω; ). Ποια φαντάσματα ξύπνησαν λοιπόν
οι κύριοι αυτοί, οι οποίοι αποφάσισαν μαζί με τη συνήθως εκλεκτή παρέα που
μάζεψαν (η τάση του Johnson να μαζεύει αποτυχημένους εμπορικά ή εξαφανισμένους,
αλλά εξαιρετικούς καλλιτέχνες συνεχίζεται και σ’ αυτόν τον δίσκο) να κάνουν μια
μουσική ανασύνθεση της synthpop των αρχών του ’80, όταν οι Kraftwerk δεν
θεωρούνταν ακόμη οι γκουρού της σύγχρονης ηλεκτρονικής μουσικής και οι New Order
ταλανίζονταν μεταξύ των παγωμένων ατμοσφαιρικών τοπίων που τους άφησαν
κληρονομιά οι Joy Division (και το πέπλο του θανάτου του Ian Curtis που τους
σκέπαζε) και της χορευτικής μουσικής από την άλλη μεριά.
The record
Καθώς
ξεκινάει η εισαγωγή του Bright light & wandering που ανοίγει το δίσκο, η
περιήγησή σου στο παρελθόν αρχίζει: ναι είναι οι kraftwerk αφομοιωμένοι από
τους New Order, οδηγημένοι από τη μουσική αισθητική του Johnson κυρίως και του Centric
Pin, ένα σχεδόν ονειρικά κρυστάλλινο χορευτικό κομμάτι με επαναλαμβανόμενα
μουσικά μοτίβα, ριπές από drum machine και japanese ήχους, με τον Dan Matz (ο
πρώτος από τους bunch of losers) των Windsor for the Derby, να παίρνει τη θέση
του Bernard Sumner στα φωνητικά σε μια ερμηνεία υποχθόνια, μονότονα ψυχρή (και
σκέφτομαι ότι αν οι Pink Industry κυκλοφορούσαν ένα δίσκο σήμερα ίσως τα
τραγούδια τους να ήταν κάπως έτσι).Τα παράσιτα σε εισάγουν στο Broken Robots,
με την Angele David Guillu και την μινιμαλιστικά μονότονη ερμηνεία της σε ένα
ντουέτο με τον Johnson και ένα από τα πιο όμορφα τραγούδια του δίσκου.
Και εκεί
που πραγματικά αναρωτιέσαι που βρίσκεσαι (ίσως τυλιγμένος από το πέπλο μουσικής
ομίχλης που δημιούργησε η Factory) έρχεται το We don’t just dissapear και ναι
οι Kraftwerk είναι πάλι εδώ, αλλά όχι κάνω λάθος -ο χρόνος έτρεξε δέκα χρόνια
μπροστά- δεν είναι οι Kraftwerk αλλά οι Trembling Blue Stars και η αιώνια
μελαγχολικά εφηβική φωνή του Bobby Wratten με την Annmarie, συγγνώμη λάθος με
την Angele.
I’m in love
with a switchboard girl μας τραγουδάει η Melanie Pain (από τους Nouvelle Vague)
σε ένα τυπικά υπόγειο, σκοτεινό, εμμονοληπτικό, sexy “Goldfrapp” τραγούδι ή μήπως
θα έπρεπε να γράψω ένα υπόγειο, σκοτεινό, εμμονοληπτικό, sexy “Chris and Cosey”
τραγούδι;
Και ναι, το
παραδέχομαι ότι κάπου εδώ χάνεις τη μπάλα και ότι δεν έχει νόημα να προσπαθείς
να καταλάβεις τι είναι τι, μιας και οι τύποι έχουν αφομοιώσει ότι καλό
κυκλοφόρησε τα τελευταία τριάντα χρόνια. Χαλαρώνεις και απολαμβάνεις το δίσκο.
Το Substance
Fear θα μπορούσε να ήταν άνετα σε δίσκο των Piano magic (αν δεν τραβούσαν προς
άλλη μουσική κατεύθυνση όπως δείχνει ο τελευταίος τους δίσκος) και το Crying’s is
what you need σίγουρα θα το ζήλευαν οι New Order (των τελευταίων δίσκων). Ένα
απίστευτο κομμάτι καθαρής pop με ένα απίστευτο γύρισμα στο ρεφρέν αλά Piano magic
και ναι, love and dreams are cold, Angele.
To Volunteer
έχει μια αίσθηση από Human League και τον Bobby Wratten να ξαναχτυπά μαζί με
την έκπληξη του δίσκου, την εξαφανισμένη Carolyn Allen - ναι, από τους Wake - να
απαγγέλει, για να το διαδεχτεί μια κλειστοφοβική, αγχώδης εκτέλεση του The Last
Engineer - κομμάτι που εμφανίζεται και στο Part Monster - για
να τελειώσει όπως ξεκίνησε: Typos, πειραματική electronica για να μας θυμίσει
ότι από κάπου εκεί άλλωστε ξεκίνησαν την μουσική τους πορεία ο Glen Johnon και οι
Piano Magic (με το Popular Mechanics). Και το Your love leaves me colder κλείνει το δίσκο με τον Bobby Wratten να
μου υπενθυμίζει ότι οι Trembling Blue Stars έβγαζαν αψεγάδιαστους δίσκους pop μουσικής
χωρίς ποτέ να γνωρίσουν εμπορική επιτυχία.
At last the
end dear friends
Έτσι λοιπόν
όλοι αυτοί οι κύριοι και οι κύριες που συνέβαλλαν σε αυτό τον δίσκο, μας έκαναν
τη χάρη να προσφέρουν ένα απίστευτο μουσικό ταξίδι στο παρελθόν, θυμίζοντας μας
πόσο αυτά τα συγκροτήματα που δημιούργησαν ηλεκτρονική μουσική στα τέλη της
δεκαετίας του εβδομήντα και στις αρχές του ογδόντα είναι επίκαιρα σήμερα και
πόσο φρέσκια είναι η μουσική που έκαναν.
Είθε να
απολαύσετε έναν δίσκο που έγινε από αγάπη και κόλλημα για αυτή την μουσική και απογυμνωμένο
από οποιοδήποτε καλλιτεχνικό ναρκισσισμό και αναρωτηθείτε πόσοι τέτοιοι δίσκοι
μπορούν να υπάρξουν σήμερα.
Rating: 8,5 / 10
Κωνσταντίνος Λιμνιάτης
comments & discussion
Pages